Language of document : ECLI:EU:T:2013:523

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 8ης Οκτωβρίου 2013 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Έγγραφα σχετικά με την πρώτη άδεια κυκλοφορίας στην αγορά της δραστικής ουσίας glyphosate – Μερική άρνηση προσβάσεως – Κίνδυνος προσβολής των εμπορικών συμφερόντων φυσικού ή νομικού προσώπου – Άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 – Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον – Κανονισμός (ΕΚ) 1367/2006 – Άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006 – Οδηγία 91/414/ΕΟΚ»

Στην υπόθεση T‑545/11,

Stichting Greenpeace Nederland, με έδρα το Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες),

Pesticide Action Network Europe (PAN Europe), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

εκπροσωπούμενες από τους B. Kloostra και A. van den Biesen, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους P. Oliver, P. Ondrůšek και την C. ten Dam, στη συνέχεια, από τους P. Oliver, P. Ondrůšek και C. Zadra,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2011, με την οποία δεν επιτράπηκε η πρόσβαση στον τόμο 4 του σχεδίου της εκθέσεως αξιολογήσεως, την οποία συνέταξε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, με την ιδιότητα του κράτους μέλους που έχει ορισθεί εισηγητής, της δραστικής ουσίας glyphosate (γλυφοσινικής ενώσεως), κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood, πρόεδρο, F. Dehousse και J. Schwarcz (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Φεβρουαρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Οι προσφεύγουσες, Stichting Greenpeace Nederland και Pesticide Action Network Europe (PAN Europe), ζήτησαν, στις 20 Δεκεμβρίου 2010, πρόσβαση σε σειρά εγγράφων σχετικών με την πρώτη άδεια κυκλοφορίας στην αγορά της glyphosate ως δραστικής ουσίας, η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230, σ. 1). Η αίτηση στηρίχθηκε στον κανονισμό (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), και στον κανονισμό (ΕΚ) 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Aarhus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ L 264, σ. 13).

2        Τα αιτηθέντα έγγραφα ήταν τα ακόλουθα:

–        αντίτυπο του σχεδίου της εκθέσεως αξιολογήσεως που συνέταξε το κράτος μέλος-εισηγητής, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, πριν από την πρώτη καταχώριση της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 (στο εξής: σχέδιο εκθέσεως)·

–        πλήρης κατάλογος όλων των ελέγχων που υπέβαλαν οι αιτούντες την καταχώριση της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, η οποία αποφασίσθηκε με την οδηγία 2001/99/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Νοεμβρίου 2001, για την τροποποίηση του παραρτήματος της οδηγίας 91/414 ώστε να καταχωρηθεί εκεί μεταξύ άλλων η glyphosate ως δραστική ουσία (ΕΕ L 304, σ. 14)·

–        πλήρης, συνολική και αρχική τεκμηρίωση των ελέγχων που προσκόμισαν οι αιτούντες την καταχώριση της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 το 2001, στο μέτρο που αφορά τους ελέγχους μακροπρόθεσμης τοξικότητας, τους ελέγχους μεταλλαξιογενέσεως, καρκινογενέσεως, νευροτοξικότητας και τις μελέτες για την αναπαραγωγή.

3        Με έγγραφο της 20ής Ιανουαρίου 2011, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάλεσε τις προσφεύγουσες να απευθυνθούν στις γερμανικές αρχές ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση στα αιτηθέντα έγγραφα.

4        Με έγγραφο της 7ης Φεβρουαρίου 2011, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα.

5        Αφού ζήτησε την προηγούμενη συγκατάθεση των γερμανικών αρχών, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής επέτρεψε, με έγγραφο της 6ης Μαΐου 2011, την πρόσβαση στο σχέδιο της εκθέσεως, με εξαίρεση τον τόμο 4 (στο εξής: επίδικο έγγραφο), στη δημοσιοποίηση του οποίου εναντιώθηκαν οι εν λόγω αρχές, ο οποίος περιλάμβανε τον πλήρη κατάλογο όλων των ελέγχων που προσκόμισαν οι αιτούντες την πρώτη καταχώριση της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Ενημέρωσε τις προσφεύγουσες ότι η Επιτροπή δεν είχε στη διάθεσή της την πλήρη, συνολική και αρχική τεκμηρίωση των ελέγχων αυτών, η οποία ουδέποτε της είχε διαβιβασθεί. Ο εν λόγω Γενικός Γραμματέας διευκρίνιζε, επίσης, ότι η διαβούλευση με τις γερμανικές αρχές ήταν ακόμη εν εξελίξει όσον αφορά τη δημοσιοποίηση του επίδικου εγγράφου και ότι επρόκειτο να ληφθεί μεταγενεστέρως απόφαση.

6        Με απόφαση της 10ης Αυγούστου 2011, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής δεν επέτρεψε την πρόσβαση στο επίδικο έγγραφο, στηριζόμενος στην εναντίωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

7        Στην προσβαλλόμενη απόφαση, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εναντιωνόταν στη δημοσιοποίηση του επίδικου εγγράφου, στηριζόμενη στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, ήτοι στην προστασία των εμπορικών συμφερόντων ενός φυσικού ή νομικού προσώπου. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θεωρούσε, ειδικότερα, ότι το επίδικο έγγραφο περιείχε εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικές με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας των αιτούντων την καταχώριση της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, ήτοι σχετικά με τη λεπτομερή χημική σύνθεση της δραστικής ουσίας που παρασκεύασε έκαστος αυτών, λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία παρασκευής της ουσίας από έκαστο των αιτούντων την καταχώριση, στοιχεία για τις προσμείξεις, τη σύνθεση των τελικών προϊόντων και τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ των διαφόρων αιτούντων την καταχώριση.

8        Αφού επισήμανε ότι οι γερμανικές αρχές είχαν δηλώσει ότι δεν θεωρούσαν ότι συνέτρεχε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, όπως προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, το οποίο να δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση του επίδικου εγγράφου, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής εξέτασε αν, βάσει του κανονισμού 1367/2006, ήταν δυνατή η επίκληση ενός τέτοιου δημόσιου συμφέροντος. Παρατήρησε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του δεύτερου αυτού κανονισμού δεν τύγχανε εφαρμογής ως προς το επίδικο έγγραφο, καθώς το έγγραφο αυτό δεν περιείχε πληροφορίες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον.

9        Πάντως, κατά τον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής, η Επιτροπή θεωρούσε ότι οι επίμαχες πληροφορίες αφορούσαν τη διαδικασία παρασκευής της glyphosate από τους αιτούντες την καταχώρισή της στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 και ότι, κατά τη στάθμιση συμφερόντων που πρέπει να γίνεται, η ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων τους πνευματικής ιδιοκτησίας υπερίσχυε του δημοσίου συμφέροντος δημοσιοποιήσεως των πληροφοριών. Ειδικότερα, η δημοσιοποίηση των περιεχόμενων στο επίδικο έγγραφο πληροφοριών θα επέτρεπε στις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις να αντιγράψουν τις διαδικασίες παρασκευής των αιτούντων την καταχώριση της glyphosate, γεγονός που θα τους επέφερε σημαντικές απώλειες, κατά εις βάρος των εμπορικών συμφερόντων τους και των δικαιωμάτων τους πνευματικής ιδιοκτησίας. Το δημόσιο συμφέρον δημοσιοποιήσεως των πληροφοριών είχε ήδη ληφθεί υπόψη, καθώς οι ενδεχόμενες επιπτώσεις των εκπομπών της glyphosate προέκυπταν από άλλα αποσπάσματα του σχεδίου της εκθέσεως, τα οποία είχαν δημοσιευθεί, ιδίως όσον αφορά τις σχετικές προσμείξεις και τους μεταβολίτες. Όσον αφορά τις περιλαμβανόμενες στο επίδικο έγγραφο πληροφορίες ως προς τις μη σχετικές προσμείξεις, αυτές αφορούσαν στοιχεία που δεν παρουσίαζαν κινδύνους για την υγεία ή το περιβάλλον αλλά μπορούσαν να αποκαλύψουν τις διαδικασίες παρασκευής κάθε προϊόντος.

10      Ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής ακολούθως επισήμανε ότι από τη διαδικασία καταχωρίσεως της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 προέκυπτε ότι οι προβλεπόμενες στον κανονισμό 1367/2006 απαιτήσεις, όσον αφορά τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών σχετικά με τις επιπτώσεις της ουσίας αυτής στο περιβάλλον, είχαν ληφθεί υπόψη. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προστασία των συμφερόντων των παρασκευαστών της ουσίας αυτής έπρεπε να υπερισχύσει.

11      Ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής συνήγαγε εκ των ανωτέρω ότι οι αιτηθείσες πληροφορίες δεν αφορούσαν εκπομπές στο περιβάλλον, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006, και ότι δεν αποδεικνυόταν ότι συνέτρεχε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον υπέρ της δημοσιοποιήσεως, υπό την έννοια του κανονισμού 1049/2001, καθώς τέτοιο συμφέρον συνέτρεχε, κατά την άποψή του, όσον αφορά την προστασία των εμπορικών συμφερόντων και των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των παρασκευαστών της glyphosate.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

12      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Οκτωβρίου 2011 οι προσφεύγουσες άσκησαν την παρούσα προσφυγή.

13      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά παραβίαση της Συμβάσεως για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος, που υπογράφηκε στο Aarhus στις 25 Ιουνίου 1998 (στο εξής: Σύμβαση Aarhus), των κανονισμών 1049/2001 και 1367/2006·

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

14      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

15      Στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε δύο ερωτήσεις στις προσφεύγουσες, οι οποίες απήντησαν με έγγραφο κατατεθέν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Ιανουαρίου 2013.

16      Με διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιανουαρίου 2013, ζητήθηκε από την Επιτροπή να προσκομίσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το επίδικο έγγραφο και να προσδιορίσει τα αποσπάσματα που αφορούσαν την καθαρότητα της glyphosate, την «ταυτότητα» και την ποσότητα όλων των προσμείξεων που περιέχει και τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων που χρησιμοποιήθηκαν για τους ελέγχους, καθώς το επίδικο έγγραφο δεν έπρεπε να γνωστοποιηθεί στις προσφεύγουσες. Με έγγραφο κατατεθέν στις 25 Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή προσκόμισε το επίδικο έγγραφο.

17      Το επίδικο έγγραφο απαρτίζεται από τρία επιμέρους έγγραφα. Το πρώτο επιμέρους έγγραφο έχει τίτλο «Μονογραφία – 11 Δεκεμβρίου 1998 – Τόμος 4 – Μέρος A – Glyphosate» και περιλαμβάνει οκτώ σημεία, με τίτλους «C.1 Εμπιστευτικές πληροφορίες», «C.1.1 Λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα διαδοχικά στάδια παρασκευής της δραστικής ουσίας (παράρτημα II A 1.8)», «C.1.2 Αναλυτικές προδιαγραφές της δραστικής ουσίας (παράρτημα II A 1.9 έως 1.11)», «C.1.3 Αναλυτικές προδιαγραφές των προετοιμασιών (παράρτημα II A 1.4)», «C.2 Σύνοψη και αξιολόγηση των σχετικών με την υποβολή των κοινών φακέλων πληροφοριών», «C.2.1 Σύνοψη των πληροφοριών και των εγγράφων που υποβλήθηκαν (φάκελος εγγράφων B)», «C.2.2 Αξιολόγηση των πληροφοριών και των εγγράφων που υποβλήθηκαν» και «C.2.3 Συμπέρασμα ως προς τον εύλογο χαρακτήρα των μέτρων που έλαβαν οι κοινοποιούσες επιχειρήσεις». Το δεύτερο επιμέρους έγγραφο έχει τίτλο «Προσθήκη στη μονογραφία – Τόμος 4 της 11ης Δεκεμβρίου 1998 – Glyphosate – Glyphosate-trimesium – Μέρος A – Glyphosate», φέρει ημερομηνία 14 Ιανουαρίου 2000 και περιλαμβάνει ένα μόνον σημείο, με τίτλο «C.1.2.1 Ταυτότητα ισομερών, προσμείξεων και προσθέτων (παράρτημα II A 1.10)». Το τρίτο επιμέρους έγγραφο έχει τίτλο «Προσθήκη 2 στη μονογραφία – Τόμος 4 της 11ης Δεκεμβρίου 1998 – Glyphosate – Glyphosate-trimesium», φέρει ημερομηνία 12 Μαΐου 2001 και περιλαμβάνει τρία σημεία, με τίτλους «C.1.1 Λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα διαδοχικά στάδια παρασκευής της δραστικής ουσίας (παράρτημα II A 1.8)», «C.1.2 Λεπτομερείς προδιαγραφές σχετικά με την καθαρότητα της δραστικής ουσίας» και «C.1.2.1 Ταυτότητα ισομερών, προσμείξεων και προσθέτων (παράρτημα II A 1.10)».

18      Με έγγραφο της 25ης Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή προσδιόρισε, επίσης, τα αποσπάσματα των τριών επιμέρους εγγράφων που απαρτίζουν το επίδικο έγγραφο τα οποία αφορούν την καθαρότητα της glyphosate, την «ταυτότητα» και την ποσότητα όλων των προσμείξεων που περιέχει και τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων που χρησιμοποιήθηκαν για τους ελέγχους.

 Ως προς την έκταση της διαφοράς

19      Η έκταση της διαφοράς πρέπει να προσδιορισθεί υπό το πρίσμα τριών πτυχών.

20      Πρώτον, η Επιτροπή υποστήριξε ότι ούτε η απόφαση της 6ης Μαΐου 2011 ούτε η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχουν εναντίωση στην αιτηθείσα από τις προσφεύγουσες με έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 2010 πρόσβαση στην πλήρη, συνολική και αρχική τεκμηρίωση των ελέγχων που προσκόμισαν οι αιτούντες την καταχώριση της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Σύμφωνα με τις κανονιστικές ρυθμίσεις για την εξέταση των δραστικών ουσιών που περιέχονται σε φυτοπροστατευτικά προϊόντα, η Επιτροπή παρέλαβε από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μόνον ένα συνοπτικό φάκελο σχετικό με την glyphosate, ο οποίος περιλάμβανε ένα αντίτυπο της κοινοποιήσεως, τους προτεινόμενους όρους χρήσεως, καθώς και τις συνοπτικές εκθέσεις και τα αποτελέσματα των δοκιμών, αλλά όχι τα πρωτόκολλα και τις ίδιες τις εκθέσεις μελέτης.

21      Οι προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση δήλωσαν ότι δέχονταν ότι η Επιτροπή δεν είχε στη διάθεσή της αυτήν την τεκμηρίωση. Πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ότι η διαφορά δεν αφορά ενδεχόμενη άρνηση προσβάσεως στην τεκμηρίωση αυτή.

22      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες δήλωσαν ότι, στο μέτρο που περιείχε πληροφορίες σχετικές με τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ των διαφόρων φορέων που είχαν κοινοποιήσει τη δραστική ουσία ή πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο παρασκευής αυτής, το επίδικο έγγραφο δεν παρουσίαζε ενδιαφέρον γι’ αυτές. Ως εκ τούτου, ζητούν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως μόνο στο μέτρο που η Επιτροπή τους αρνήθηκε την πρόσβαση σε πληροφορίες ως προς τον βαθμό καθαρότητας της δραστικής ουσίας, την «ταυτότητα» και την ποσότητα των προσμείξεων στο τεχνικό υλικό, τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων και ως προς την ακριβή σύνθεση του αναπτυχθέντος προϊόντος.

23      Τρίτον, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, την κατά την άποψή τους έννοια των πληροφοριών ως προς την «ταυτότητα» και την ποσότητα των προσμείξεων, καθώς και ως προς τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων. Όσον αφορά τις προσμείξεις, δήλωσαν ότι επιθυμούν να γνωρίσουν τις άλλες χημικές ουσίες που παράγονται κατά τη διαδικασία παρασκευής της glyphosate και την ποσότητά τους. Όσον αφορά τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων που χρησιμοποίησαν οι επιχειρήσεις για τους ελέγχους, δήλωσαν ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενο και τη σύνθεση των παρτίδων, και δη τις άλλες προστεθείσες χημικές ουσίες, καθώς και την περιγραφή των ελέγχων και τα πραγματικά τους αποτελέσματα.

24      Επιβάλλεται, επομένως, να περιοριστεί η διαφορά στο μέρος του επίδικου εγγράφου που περιλαμβάνει πληροφορίες ως προς τον βαθμό καθαρότητας της δραστικής ουσίας, την «ταυτότητα» και την ποσότητα των προσμείξεων στο τεχνικό υλικό, τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων και ως προς την ακριβή σύνθεση του αναπτυχθέντος προϊόντος, όπως διευκρινίστηκαν στη σκέψη 23 ανωτέρω.

 Σκεπτικό

25      Με την προσφυγή τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγους ακυρώσεως. Πρώτον, φρονούν ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 δεν παρέχει σε κράτος μέλος δικαίωμα βέτο και ότι η Επιτροπή δικαιούται να μη συμμορφώνεται προς την άποψη αυτού όσον αφορά την εφαρμογή της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού. Δεύτερον, υποστηρίζουν ότι η εξαίρεση στο δικαίωμα προσβάσεως η οποία αποβλέπει στην προστασία των εμπορικών συμφερόντων συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου πρέπει να αγνοείται, δεδομένης της υπάρξεως υπερισχύοντος δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των ζητούμενων πληροφοριών που αφορούν τις εκπομπές στο περιβάλλον. Τρίτον, υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 και προς το άρθρο 4 της Συμβάσεως Aarhus, διότι η Επιτροπή δεν αξιολόγησε τον συγκεκριμένο κίνδυνο προσβολής των επικαλούμενων εμπορικών συμφερόντων.

26      Επιβάλλεται να εξεταστεί αρχικώς ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, γεγονός που προϋποθέτει, κατ’ αρχάς, τον προσδιορισμό του περιεχομένου του δικαιώματος προσβάσεως όπως αυτό απορρέει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006, και, ακολούθως, της έννοιας των πληροφοριών που αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον.

 Επί του περιεχομένου του δικαιώματος προσβάσεως όπως αυτό απορρέει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006

27      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά την αιτιολογική του σκέψη 1, ο κανονισμός 1049/2001 συγκεκριμενοποιεί τη βούληση που εκφράζεται στο άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, το οποίο προστέθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, να πραγματοποιηθεί ένα νέο βήμα στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ενώσεως των λαών της Ευρώπης, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες. Όπως επισημαίνεται με την αιτιολογική σκέψη 2 του εν λόγω κανονισμού, το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον δημοκρατικό χαρακτήρα των οργάνων αυτών (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιουλίου 2011, C‑506/08 P, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I‑6237, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Προς τούτο, σκοπός του κανονισμού 1049/2001 είναι, κατά την αιτιολογική σκέψη 4 και το άρθρο του 1, να χορηγηθεί στο κοινό το ευρύτερο δυνατό δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων (βλ. απόφαση Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Βεβαίως, το δικαίωμα αυτό παραμένει υποκείμενο σε ορισμένους περιορισμούς που στηρίζονται σε λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος. Ειδικότερα, και κατά την αιτιολογική σκέψη του 11, ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει, στο άρθρο 4, καθεστώς εξαιρέσεων που παρέχει στα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα να αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο σε περίπτωση που η δημοσιοποίησή του θα έθιγε την προστασία ενός από τα συμφέροντα που προστατεύει το εν λόγω άρθρο (βλ. απόφαση Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού ορίζει, ειδικότερα, ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από το θεσμικό όργανο να μη δημοσιοποιήσει ένα έγγραφο προερχόμενο από αυτό χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του.

30      Εφόσον κράτος μέλος έκανε χρήση της ευχέρειας που του αναγνωρίζει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 να ζητήσει να μη δημοσιοποιηθεί, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του, συγκεκριμένο έγγραφο προερχόμενο από το ίδιο, για την τυχόν δημοσιοποίηση του εγγράφου από το θεσμικό όργανο απαιτείται η προηγούμενη συγκατάθεση του οικείου κράτους μέλους (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑64/05 P, Σουηδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑11389, σκέψη 50).

31      Πάντως, από τη νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 παρέχει στο οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να εναντιωθεί στη δημοσιοποίηση εγγράφων προερχόμενων από το ίδιο μόνον εφόσον η εναντίωσή του στηρίζεται στις ουσιαστικής φύσεως εξαιρέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου αυτού και εφόσον αιτιολογήσει προσηκόντως την άποψή του επ’ αυτού (απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 30 ανωτέρω, σκέψη 99).

32      Παρά ταύτα, δεδομένου ότι οι εξαιρέσεις αυτές συνιστούν απόκλιση από την αρχή της κατά το δυνατόν ευρύτερης προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα, πρέπει να ερμηνεύονται στενά και να εφαρμόζονται αυστηρά (βλ. απόφαση Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Όταν η επικαλούμενη εξαίρεση είναι μία από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, το κράτος μέλος το οποίο εναντιώνεται στη δημοσιοποίηση εγγράφων προερχόμενων από το ίδιο πρέπει να εκτιμά αν συντρέχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον το οποίο να δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των οικείων εγγράφων.

34      Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, από την οποία προέρχεται το επίδικο έγγραφο, εναντιώνεται στη δημοσιοποίησή του στηρίζοντας την εναντίωσή της στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, η οποία αφορά την προσβολή της προστασίας των εμπορικών συμφερόντων συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, και ότι το εν λόγω κράτος μέλος εκτίμησε ότι δεν υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δικαιολογούν τη δημοσιοποίησή του.

35      Δεύτερον, το άρθρο 3 του κανονισμού 1367/2006 προβλέπει ότι ο κανονισμός 1049/2001 αποτελεί τη ρύθμιση που ισχύει για κάθε αίτηση προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες. Συγκεκριμένα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 15 του κανονισμού 1367/2006 και, ειδικότερα, από την έκφραση «υπό την επιφύλαξη άλλων ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού σχετικά με αιτήσεις [προσβάσεως] για περιβαλλοντικές πληροφορίες», σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 και 6 του εν λόγω κανονισμού, προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός περιέχει διατάξεις οι οποίες αντικαθιστούν, τροποποιούν ή διευκρινίζουν ορισμένες από τις διατάξεις του κανονισμού 1049/2001 οσάκις η αίτηση προσβάσεως αφορά περιβαλλοντικές πληροφορίες ή πληροφορίες που σχετίζονται με εκπομπές στο περιβάλλον (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, T‑29/08, LPN κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. ΙI‑6021, σκέψεις 105 και 106, κατά της οποίας εκκρεμούν οι αιτήσεις αναιρέσεως C‑514/11 P και C‑605/11 P ενώπιον του Δικαστηρίου).

36      Όσον αφορά το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα περιέχοντα περιβαλλοντικές πληροφορίες, η υποχρέωση στενής ερμηνείας των εξαιρέσεων του κανονισμού 1049/2001, την οποία επιβεβαιώνει η αιτιολογική σκέψη 15, δεύτερη περίοδος, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006, ενισχύεται, αφενός, από την ανάγκη να λαμβάνει το εμπλεκόμενο όργανο υπόψη του το δημόσιο συμφέρον στη δημοσιοποίηση τέτοιων πληροφοριών καθώς και από την αναφορά στην υποχρέωση εξετάσεως του κατά πόσον οι πληροφορίες αυτές σχετίζονται με εκπομπές στο περιβάλλον και, αφετέρου, από το γεγονός ότι ο κανονισμός 1049/2001 δεν περιέχει ανάλογες διευκρινίσεις όσον αφορά την εφαρμογή των εν λόγω εξαιρέσεων στον τομέα αυτόν (απόφαση LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 107).

37      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 προβλέπει νόμιμο τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον για τη δημοσιοποίηση οσάκις οι ζητούμενες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον, εκτός αν οι πληροφορίες αυτές αφορούν έρευνα, ιδίως δε έρευνα σχετική με ενδεχόμενες παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης (απόφαση LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 108).

38      Ακολούθως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 ορίζει ότι το επιληφθέν αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφο εμπλεκόμενο θεσμικό όργανο το δημοσιοποιεί όταν οι ζητούμενες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον, ακόμη και αν η δημοσιοποίηση αυτή ενδεχομένως προσβάλλει την προστασία των εμπορικών συμφερόντων συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας του προσώπου αυτού, υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

39      Τα προβληθέντα από την Επιτροπή επιχειρήματα προς δικαιολόγηση διαφορετικής ερμηνείας του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 δεν μπορεί παρά να απορριφθούν.

40      Πρώτον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η δημοσιοποίηση των περιεχόμενων στο επίδικο έγγραφο πληροφοριών ενδέχεται να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την ισορροπία που έχει καθιερώσει ο νομοθέτης της Ένωσης με την οδηγία 91/414, επιφέροντας σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις στους φορείς που ακολούθησαν την προβλεπόμενη από την οδηγία αυτή διαδικασία εγκρίσεως των δραστικών ουσιών. Επομένως, μολονότι η οδηγία περιλαμβάνει διατάξεις προστατευτικές της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών, που συνιστούν βιομηχανικά και εμπορικά απόρρητα, υποβαλλόμενα στο πλαίσιο της διαδικασίας εγκρίσεως των δραστικών ουσιών που καθιερώνει, αρκεί η διαπίστωση ότι η ύπαρξη των κανόνων αυτών δεν καθιστά δυνατή την εναντίωση στο αμάχητο τεκμήριο που απορρέει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 (βλ. σκέψη 38 ανωτέρω).

41      Δεύτερον, το ίδιο ισχύει και ως προς το ότι η δημοσιοποίηση ορισμένων πληροφοριών σχετικών με τις προσμείξεις μιας δραστικής ουσίας θεωρείται ότι προσβάλλει την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των οικείων προσώπων, σύμφωνα με το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 309, σ. 1). Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή απλώς και μόνον παραπέμπει στο προστατευόμενο από το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 δημόσιο συμφέρον, έναντι του οποίου υπερισχύει το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006.

42      Τρίτον, η Επιτροπή παραπέμπει στη νομολογία με την οποία το Δικαστήριο καθόρισε τους ειδικούς κανόνες για την ερμηνεία του κανονισμού 1049/2001, οσάκις τα έγγραφα των οποίων η δημοσιοποίηση ζητείται υπόκεινται επίσης και σε ειδικούς κανόνες ως προς την κοινοποίησή τους στα ενδιαφερόμενα μέρη στο πλαίσιο ιδιαίτερης διαδικασίας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2010, C‑139/07 P, Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, Συλλογή 2010, σ. I‑5885, σκέψη 58, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑8533, σκέψη 100). Ακόμη και αν υποτεθεί ότι για την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1049/2001 πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι αιτηθείσες εν προκειμένω πληροφορίες διαβιβάστηκαν στο κράτος μέλος που είχε οριστεί ως εισηγητής κατά τη διαδικασία αιτήσεως καταχωρίσεως της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, τούτο δε σημαίνει, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες αποφάσεις, ότι γεννάται γενικό τεκμήριο ότι η δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών δύναται να θίξει τα προστατευόμενα από τη διάταξη αυτή δικαιώματα. Ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν ασκεί επιρροή στο περιεχόμενο του κανόνα που θέτει το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006, κατά τον οποίο υπερισχύει κατά τρόπο αμάχητο το εκεί μνημονευόμενο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον έναντι του συμφέροντος που αντλείται από τον κίνδυνο προσβολής εμπορικών συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

43      Τέταρτον, η Επιτροπή θεωρεί ότι πρέπει να διασφαλιστεί μια ερμηνεία των κανονισμών 1049/2001 και 1367/2006 συνάδουσα με το δίκαιο της Ένωσης και τις διεθνείς συμφωνίες που έχει υπογράψει η Ένωση, εν προκειμένω τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2010, C 83, σ. 389) (στο εξής: Χάρτης) και τη Συμφωνία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (TRIPS), της 15ης Απριλίου 1994 (ΕΕ L 336, σ. 214, στο εξής: Συμφωνία TRIPS), που συνιστά το παράρτημα 1 Γ της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) (ΕΕ L 336, σ. 3).

44      Αφενός, επιβάλλεται, βεβαίως, η υπόμνηση ότι τα άρθρα 16 και 17 του Χάρτη κατοχυρώνουν, αντιστοίχως, την επιχειρηματική ελευθερία και το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το οποίο επίσης αποτελεί τμήμα των γενικών αρχών της Ένωσης όπως και η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Μαρτίου 2012, C‑1/11, Interseroh Scrap και Metal Trading, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Παρά ταύτα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, για τη διασφάλιση συνεκτικής ερμηνείας της νομοθεσίας της Ένωσης, μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση το κύρος σαφούς και απαλλαγμένης αιρέσεων διατάξεως του παράγωγου δικαίου (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Interseroh Scrap και Metal Trading, προπαρατεθείσα, σκέψεις 44 και 46). Συνεπώς, προβάλλοντας την ισορροπία μεταξύ της προστασίας του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιοκτησίας, στο οποίο περιλαμβάνονται τα συνδεόμενα με την πνευματική ιδιοκτησία δικαιώματα, και της προστασίας άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων, η Επιτροπή επιδιώκει με την επιχειρηματολογία της να αποκλείσει την εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 και όχι να διασφαλίσει τη συνεκτική ή εναρμονισμένη ερμηνεία των κανονισμών 1049/2001 και 1367/2006 με τις διατάξεις του Χάρτη, της οδηγίας 91/414 ή του κανονισμού 1107/2009. Μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να γίνει δεκτή, καθώς θα συνεπαγόταν τη μη εφαρμογή σαφούς και απαλλαγμένης αιρέσεων διατάξεως κανονισμού της Ένωσης, για την οποία μάλιστα δεν υποστηρίζεται ότι είναι αντίθετη προς υπέρτερο κανόνα δικαίου.

45      Αφετέρου, οι διατάξεις της Συμφωνίας TRIPS, η οποία αποτελεί μέρος της Συμφωνίας ΠΟΕ που υπογράφηκε από την Κοινότητα και ακολούθως εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994) (ΕΕ L 336, σ. 1), αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της έννομης τάξεως της Ένωσης. Όταν διαπιστώνεται ότι σε τομέα σχετικό με τη Συμφωνία TRIPS υπάρχει ρύθμιση της Ένωσης, το δίκαιο της Ένωσης έχει εφαρμογή, οπότε υφίσταται υποχρέωση, στο μέτρο του δυνατού, σύμφωνης ερμηνείας με τη Συμφωνία αυτή, χωρίς όμως να μπορεί να αναγνωριστεί άμεσο αποτέλεσμα στη σχετική διάταξη της Συμφωνίας αυτής (βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑431/05, Merck Genéricos – Produtos Farmacêuticos, Συλλογή 2007, σ. I‑7001, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πρέπει να ερμηνεύονται με ισορροπημένο και αναλογικό τρόπο οι κανονισμοί 1049/2001 και 1367/2006 καθώς και οι σχετικές με τις εκπομπές στο περιβάλλον προβλέψεις της Συμβάσεως Aarhus, ώστε να μην έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του άρθρου 39, παράγραφοι 2 και 3, της Συμφωνίας TRIPS, που προστατεύουν τις πληροφορίες με εμπορική αξία έναντι της δημοσιοποιήσεως. Κατ’ ουσία, ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να διασφαλίσει μια ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 συνάδουσα με το άρθρο 39, παράγραφοι 2 και 3, της Συμφωνίας TRIPS. Ωστόσο, και στο σημείο αυτό, πρέπει να διαπιστωθεί ότι η επιχειρηματολογία της Επιτροπής έχει ως συνέπεια τη μη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 και όχι τη διασφάλιση ερμηνείας των όρων του άρθρου αυτού συνάδουσας με το περιεχόμενο του άρθρου 39, παράγραφοι 2 και 3, της Συμφωνίας TRIPS, καθώς δίνει το προβάδισμα στην προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας έναντι του αμάχητου τεκμηρίου υπέρ της δημοσιοποιήσεως των πληροφοριών όταν αυτές αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον. Μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να γίνει δεκτή, καθώς κατ’ ουσία συνεπάγεται αμφισβήτηση του νόμιμου χαρακτήρα του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 υπό το πρίσμα του άρθρου 39, παράγραφοι 2 και 3, της Συμφωνίας TRIPS (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑201/04, Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3601, σκέψη 800).

46      Από τις σκέψεις 35 έως 45 ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/206 επιτάσσει τη δημοσιοποίηση εγγράφου όταν οι ζητούμενες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον, ακόμη και σε περίπτωση ενδεχόμενης προσβολής των προστατευόμενων από το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1049/2001 συμφερόντων, καθώς η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί υπό την κάλυψη μιας ερμηνείας συνεκτικής, εναρμονισμένης ή συνάδουσας με τις διατάξεις των άρθρων 16 και 17 του Χάρτη, του άρθρου 39, παράγραφοι 2 και 3, της Συμφωνίας TRIPS, της οδηγίας 91/414 ή του κανονισμού 1107/2009.

 Ως προς την έννοια των πληροφοριών που αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον

47      Σύμφωνα με τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή παραβίασε το τεκμήριο που απορρέει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006, καθόσον οι αιτηθείσες πληροφορίες ήταν περιβαλλοντικές πληροφορίες που αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον. Ειδικότερα, οι πληροφορίες που συνδέονται αμέσως με την καθαρότητα της glyphosate, και δη με την «ταυτότητα» και την ποσότητα όλων των προσμείξεών της, και με τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων που χρησιμοποιήθηκαν για τους ελέγχους και τις μελέτες βάσει των οποίων η εν λόγω ουσία καταχωρίστηκε στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414, συνιστούν τέτοιες πληροφορίες, καθώς η σύνθεση του προϊόντος καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό των εκπεμπόμενων τοξικών συστατικών.

48      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η έννοια της εκπομπής θα έπρεπε να ερμηνεύεται συσταλτικώς και ότι, σύμφωνα με τον Οδηγό για την εφαρμογή της συμβάσεως του Aarhus, που δημοσιεύθηκε από την που δημοσιεύθηκε από την οικονομική επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (UN/ECE) το 2000 (στο εξής: Οδηγός εφαρμογής), συνίσταται σε άμεση ή έμμεση απόρριψη των ουσιών από τις εγκαταστάσεις. Ακολούθως, δηλώνει ότι οι αιτηθείσες πληροφορίες δεν αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον, καθώς οι περιεχόμενες στο επίδικο έγγραφο πληροφορίες αναφέρονται, λεπτομερώς, στις μεθόδους παρασκευής της glyphosate, που παρέχονται από τους διάφορους αιτούντες την καταχώριση και προστατεύονται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς οι κατηγορίες πληροφοριών που ενδιαφέρουν τις προσφεύγουσες δεν είναι δυνατό να διακριθούν και να απομονωθούν από τις πληροφορίες σχετικά με τις μεθόδους παρασκευής της δραστικής ουσίας, που αποτελούν ακριβώς το αντικείμενο του επίδικου εγγράφου.

49      Πρώτον, καίτοι η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η σχετική με τις εκπομπές στο περιβάλλον διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το πνεύμα του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 15 ΣΛΕΕ και στον κανονισμό 1049/2001, και εξειδικεύεται, όσον αφορά τις περιβαλλοντικές πληροφορίες ή τις πληροφορίες που αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον, από τον κανονισμό 1367/2006, δεν συνηγορεί υπέρ ενός τέτοιου συμπεράσματος.

50      Συγκεκριμένα, οσάκις τα θεσμικά όργανα αποφασίζουν να εναντιωθούν σε αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα, οφείλουν να ερμηνεύουν συσταλτικώς και να εφαρμόζουν αυστηρώς την εν λόγω εξαίρεση (βλ. απόφαση Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), ούτως ώστε να μη διακυβεύεται η εφαρμογή της γενικής αρχής που συνίσταται στην παροχή στο κοινό της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως στα έγγραφα που κατέχουν τα θεσμικά όργανα (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Μαΐου 2011, T‑109/05 και T‑444/05, NLG κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑2479, σκέψη 123).

51      Επομένως, δεδομένου ότι, όταν οι ζητούμενες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον, υφίσταται δημόσιο συμφέρον για δημοσιοποίηση υπέρτερο του προστατευόμενου από εξαίρεση συμφέροντος, το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 καθιστά δυνατή την πρακτική εφαρμογή της εν λόγω γενικής αρχής.

52      Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 1367/2006, μόνον οι λόγοι αρνήσεως σχετικά με την πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες θα πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς, λαμβάνοντας υπόψη το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετείται με τη δημοσιοποίηση καθώς και το κατά πόσον οι ζητούμενες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον. Συνεπώς, όπως παρατηρήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η νομοθετική πρόταση COM(2003) 622 τελικό της Επιτροπής, της 24ης Οκτωβρίου 2003, προέβλεπε την εφαρμογή εξαιρέσεων στο δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα προστεθείσες στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 στις αιτήσεις προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες, χωρίς ιδιαίτερη επιφύλαξη ως προς τις πληροφορίες που σχετίζονται με εκπομπές στο περιβάλλον. Η κοινή θέση του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2005, ήταν εκείνη που υιοθέτησε μια πιο περιοριστική προσέγγιση ως προς τις εξαιρέσεις στο δικαίωμα προσβάσεως, αναδιατυπώνοντας την αιτιολογική σκέψη 15 κατά τρόπο παρόμοιο με την τελική του μορφή και προσθέτοντας το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, το οποίο προβλέπει το νομικό τεκμήριο υπέρ της δημοσιοποιήσεως των πληροφοριών που αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον.

53      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ούτε από τη λογική που διέπει το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, όπως αυτή απορρέει από τους κανονισμούς 1049/2001 και 1367/2006 και τον τρόπο εφαρμογής τους, ούτε από το γράμμα του δεύτερου των ως άνω κανονισμών, ερμηνευόμενου υπό το φως των προπαρασκευαστικών εργασιών, συνάγεται ότι η έννοια της εκπομπής στο περιβάλλον πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς. Ακολούθως, προκειμένου η δημοσιοποίηση να είναι νόμιμη, αρκεί οι ζητούμενες πληροφορίες να αφορούν κατά τρόπο αρκούντως άμεσο εκπομπές στο περιβάλλον.

54      Η παραπομπή της Επιτροπής στον Οδηγό εφαρμογής προκειμένου να υποστηρίξει ότι η έννοια της εκπομπής αναφέρεται σε εκπομπές προερχόμενες από εγκαταστάσεις δεν αναιρεί το συμπέρασμα αυτό.

55      Έχει ήδη κριθεί ότι από τον Οδηγό εφαρμογής δεν μπορεί να συναχθεί δεσμευτική ερμηνεία της Συμβάσεως Aarhus (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 2012, C‑204/09, Flachglas Torgau, σκέψη 36), η δε γενική εισαγγελέας Ε. Sharpston κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αποτελεί αυθεντική ερμηνεία της εν λόγω Συμβάσεως (προτάσεις στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Flachglas Torgau, προπαρατεθείσα, σημείο 58). Το ίδιο κατά μείζονα λόγο ισχύει και ως προς την ερμηνεία του κανονισμού 1367/2006.

56      Εξάλλου, ο Οδηγός εφαρμογής παραπέμπει στην έννοια της εκπομπής όπως αυτή απορρέει από την οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (ΕΕ L 257, σ. 26), της οποίας το άρθρο 2, σημείο 5, ορίζει ότι ως εκπομπή νοείται η άμεση ή έμμεση απόρριψη ουσιών, κραδασμών, θερμότητας ή θορύβου στον αέρα, το νερό ή το έδαφος, από σημειακές ή διάχυτες πηγές της εγκαταστάσεως, ενώ ως εγκατάσταση νοείται κάθε ακίνητη μονάδα όπου εκτελούνται, μεταξύ άλλων, μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες του παραρτήματος Ι της οδηγίας. Αυτού του είδους ο ορισμός επεξηγείται από τον σκοπό της οδηγίας 96/61, ήτοι την πρόληψη και τον έλεγχο της ρυπάνσεως που προκαλούν δραστηριότητες αποκλειστικώς βιομηχανικές. Πρέπει, όμως, να παρατηρηθεί ότι ούτε η Σύμβαση Aarhus ούτε ο κανονισμός 1367/2006 περιορίζουν τα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής τους στις επιπτώσεις από τέτοιες δραστηριότητες. Επομένως, ο ορισμός της εκπομπής στο περιβάλλον που απορρέει από τον Οδηγό εφαρμογής δεν μπορεί, περαιτέρω, να συμβάλει στην ερμηνεία του κανονισμού 1367/2006.

57      Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν το επίδικο έγγραφο περιέχει πληροφορίες οι οποίες, κατά τρόπο αρκούντως άμεσο, αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον.

58      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 22 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες δεν ζητούν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικές με τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ των διαφόρων φορέων που κοινοποίησαν την glyphosate ή σχετικά με τη μέθοδο παρασκευής αυτής, οι οποίες περιέχονται στα σημεία «C.1.1 Λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα διαδοχικά στάδια παρασκευής της δραστικής ουσίας (παράρτημα II A 1.8) » (σ. 1 έως 11) και «C.2 Σύνοψη και αξιολόγηση των σχετικών με την υποβολή των κοινών φακέλων πληροφοριών» (σ. 88 και 89) του πρώτου επιμέρους εγγράφου που διαβίβασε η Επιτροπή στο Γενικό Δικαστήριο, και στο σημείο «C.1.1 Λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα διαδοχικά στάδια παρασκευής της δραστικής ουσίας (παράρτημα II A 1.8)» (σ. 1 έως και 3) του τρίτου γνωστοποιηθέντος από την Επιτροπή επιμέρους εγγράφου.

59      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ορισμένα σημεία της αιτήσεώς τους περί προσβάσεως. Επιθυμούσαν να λάβουν πληροφορίες σχετικά με την «ταυτότητα» και την ποσότητα των προσμείξεων στην glyphosate καθώς και σχετικά με τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων που ελέγχθηκαν, και συγκεκριμένα τη σύνθεσή τους, «την ταυτότητα» και την ποσότητα των χημικών ουσιών που προστέθηκαν κατά τη διάρκεια των ελέγχων, τη διάρκεια των ελέγχων και τα πραγματικά τους αποτελέσματα επί της δραστικής ουσίας.

60      Συνεπώς, μόνον στο μέτρο που αποσπάσματα του επίδικου εγγράφου άλλα από τα μνημονευόμενα στη σκέψη 58 ανωτέρω περιλάμβαναν πληροφορίες όπως οι διευκρινισθείσες στη σκέψη 59 ανωτέρω ή σχετικές με τη σύνθεση του φυτοπροστατευτικού προϊόντος που περιέχει glyphosate, και υπό τον όρο ότι οι πληροφορίες αυτές μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον, είναι δυνατό να διαπιστωθεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως αρνούμενη να τις δημοσιοποιήσει.

61      Τρίτον, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν τον τρόπο με τον οποίο οι πληροφορίες σχετικά με «την ταυτότητα» και την ποσότητα των προσμείξεων στην glyphosate, τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων που ελέγχθηκαν και τη σύνθεση του προϊόντος που περιέχει την ουσία αυτή μπορούσαν να συμβάλουν στον προσδιορισμό του ποσοστού εκπομπής των εν λόγω προσμείξεων στο περιβάλλον.

62      Με την προσφυγή τους, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα υπολείμματα της δραστικής ουσίας στο περιβάλλον και οι επιπτώσεις τους για την ανθρώπινη υγεία συνδέονται ευθέως με την καθαρότητα της ουσίας, ήτοι με «την ταυτότητα» και την ποσότητα των προσμείξεων στην glyphosate, και όχι αποκλειστικά με «την ταυτότητα» και την ποσότητα των προσμείξεων που θεωρούνται από την Επιτροπή ως σχετικές. Κατά την άποψή τους, είναι εξίσου σημαντικό να γνωρίσουν τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων που χρησιμοποιήθηκαν για τους ελέγχους, ώστε να μπορέσουν να ερμηνεύσουν τους ελέγχους αυτούς και τις μελέτες επί των οποίων στηρίχθηκε η καταχώριση της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ακριβής σύνθεση των αναπτυχθέντων και ελεγχθέντων προϊόντων θα έπρεπε να δημοσιοποιηθεί, καθιστώντας δυνατό τον προσδιορισμό εκείνων των τοξικών στοιχείων που εκπέμπονται στο περιβάλλον και ενδέχεται να παραμείνουν εκεί για ορισμένο χρονικό διάστημα.

63      Με την απάντησή τους στις γραπτές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν επίσης ως προς τι οι πληροφορίες που ζητούσαν συνδέονταν με την έννοια της εκπομπής στο περιβάλλον. Για παράδειγμα, οι περιεχόμενες στην glyphosate προσμείξεις απελευθερώνονται στο περιβάλλον μαζί της. Επίσης, οι προσμείξεις αυτές θα μπορούσαν να επιδρούν, λόγω της ποσότητάς τους, στα αποτελέσματα των ελέγχων που είναι αναγκαίοι για την εξέταση των επιπτώσεων της glyphosate ενόψει της καταχωρίσεώς της στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Προκειμένου να διαπιστώσουν αν οι έλεγχοι που πραγματοποιήθηκαν για την καταχώριση αυτή είναι αντιπροσωπευτικοί των εκπομπών στο περιβάλλον κατά τη χρησιμοποίηση φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν glyphosate, είναι ως εκ τούτου αναγκαίο να έχουν στη διάθεσή τους τις πληροφορίες σχετικά με τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων. Σε παράρτημα προσαρτημένο στην απάντησή τους, οι προσφεύγουσες περιέλαβαν ένα έγγραφο το οποίο παρουσιάζει μεταξύ άλλων μια διαδικασία παρασκευής της glyphosate καθώς και τα στοιχεία τα οποία προστίθενται προκειμένου να παρασκευασθεί αυτή η δραστική ουσία, και το οποίο δίνει έμφαση στο γεγονός ότι εκπέμπονται οι προσμείξεις της παρασκευασθείσας δραστικής ουσίας στο περιβάλλον. Εξάλλου, το ίδιο έγγραφο τονίζει τη σημασία αποκτήσεως των πληροφοριών σχετικά με τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων που ελέγχθηκαν, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα χαρακτηριστικά αυτά αντιστοιχούν σ’ εκείνα των προϊόντων που διατίθενται στην αγορά, καθώς η παρασκευή σε μικρή κλίμακα μπορεί να καταλήξει σε διαφορετικά αναλυτικά χαρακτηριστικά της glyphosate από εκείνα που προκαλούνται σε μεγάλη κλίμακα με σκοπό τη διάθεσή τους στο εμπόριο. Με την απόκτηση των πληροφοριών αυτών, είναι δυνατός ο έλεγχος των ενδεχόμενων διαφορών μεταξύ των αναλυτικών χαρακτηριστικών των παρτίδων που ελέγχθηκαν με σκοπό την καταχώριση της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 κι εκείνων των προϊόντων που τέθηκαν στην αγορά, και να διαπιστωθεί αν οι έλεγχοι που πραγματοποιήθηκαν ήταν οι ενδεδειγμένοι όσον αφορά τις πραγματικές εκπομπές της glyphosate στο περιβάλλον. Τέλος, το εν λόγω έγγραφο υπογραμμίζει ότι με βάση τις αιτηθείσες πληροφορίες θα μπορούσε να διαπιστωθεί το επίπεδο του μεταβολίτη εντός του οποίου μετατρέπεται η glyphosate, το οποίο εκπέμπεται στο περιβάλλον, παρουσιάζει διάρκεια και μολύνει τα υπόγεια ύδατα.

64      Καίτοι η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι όλες οι ουσίες ελευθερώνονται κατ’ ανάγκη στο περιβάλλον σε δεδομένη στιγμή του κύκλου ζωής τους, εντούτοις εκτιμά ότι το επίδικο έγγραφο δεν περιέχει πληροφορίες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον, αλλά πληροφορίες σχετικές με μεθόδους παρασκευής χρησιμοποιούμενες από τους διάφορους φορείς που κοινοποίησαν την glyphosate με σκοπό την καταχώρισή της στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Η Επιτροπή αντιτάσσεται στη δημοσιοποίηση των πληροφοριών σχετικά με τις προσμείξεις και τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων, διότι με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να αναπαρασταθεί η μέθοδος παρασκευής της δραστικής ουσίας και τα συνδεόμενα μ’ αυτήν εμπορικά απόρρητα, καθώς δεν είναι δυνατό να διακριθούν και απομονωθούν αυτές οι διαφορετικές κατηγορίες πληροφοριών. Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι όλες οι συναφείς πληροφορίες από τοξικολογικής απόψεως και οι σχετικές με τις επιπτώσεις της δραστικής ουσίας στην υγεία αποτέλεσαν αντικείμενο λεπτομερούς αναλύσεως και δημοσιεύθηκαν με την απόφασή της της 6ης Μαΐου 2011, παρατηρώντας παράλληλα ότι οι προσφεύγουσες δεν επισημαίνουν τους λόγους για τους οποίους τα ήδη δημοσιευθέντα έγγραφα δεν επαρκούν για την εκτίμηση της ορθότητας της διαδικασίας καταχωρίσεως της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

65      Τέταρτον, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε γνώση, κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων, του επίδικου εγγράφου, το οποίο υποδιαιρείται, όπως υπενθύμισε η Επιτροπή στη συνοδευτική του επίδικου εγγράφου επιστολή, σε επιμέρους έγγραφα.

66      Το πρώτο επιμέρους έγγραφο περιλαμβάνει το σημείο «C.1.2 Αναλυτικές προδιαγραφές της δραστικής ουσίας (παράρτημα II A 1.9 έως 1.11)», το οποίο παραθέτει, αφενός, τις κοινοποιήσεις που υποβλήθηκαν στο κράτος μέλος το οποίο είχε ορισθεί εισηγητής από τους φορείς που ζητούσαν την καταχώριση της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 και προσδιορίζει τις διάφορες προσμείξεις που περιέχονται στην παρασκευασθείσα glyphosate καθώς και την ακριβή ή μέγιστη ποσότητα εκάστης των προσμείξεων αυτών [σημείο «C.1.2.1 Ταυτότητα ισομερών, προσμείξεων και προσθέτων (παράρτημα II A 1.10)», σ. 11 έως 61] και, αφετέρου, τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων που ελέγχθηκαν, παρουσιάζοντας υπό μορφή πινάκων τις ποσότητες όλων των προσμείξεων στις διάφορες παρτίδες καθώς και τις ελάχιστες, μέσες και μέγιστες ποσότητες εκάστης των προσμείξεων, ενώ η πλειονότητα των επίμαχων φορέων εξέθεσε και τις μεθόδους αναλύσεως και αξιολογήσεως των δεδομένων [τμήμα «C.1.2.2 Αναλυτικά χαρακτηριστικά παρτίδων (παράρτημα II A 1.11)», σ. 61 έως 84]. Το πρώτο επιμέρους έγγραφο περιλαμβάνει επίσης το σημείο «C.1.3 Αναλυτικές προδιαγραφές των προετοιμασιών (παράρτημα II A 1.4)», όπου περιγράφεται το περιεχόμενο του φυτοπροστατευτικού προϊόντος με glyphosate παρασκευασθείσα από έκαστο των φορέων που προέβησαν στην κοινοποίηση της εν λόγω δραστικής ουσίας (σ. 84 έως 88).

67      Η μόνη ενότητα του δεύτερου επιμέρους εγγράφου (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω) συνίσταται σε πίνακα όπου προσδιορίζονται οι διάφοροι φορείς που κοινοποίησαν την glyphosate, ο συντακτικός τύπος κάθε προσμείξεως στη δραστική ουσία εκάστου των φορέων και η ακριβής ή μέγιστη ποσότητα εκάστης των προσμείξεων (σ. 1 έως 6).

68      Το τρίτο επιμέρους έγγραφο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων δύο σημεία που επιγράφονται, αντιστοίχως, «C.1.2 Λεπτομερείς προδιαγραφές σχετικά με την καθαρότητα της δραστικής ουσίας» και «C.1.2.1 Ταυτότητα ισομερών, προσμείξεων και προσθέτων (παράρτημα II A 1.10)» (σ. 4 έως 13). Το σημείο C.1.2 παρουσιάζει τις διάφορες προσμείξεις που περιέχει η glyphosate-trimesium καθώς και την ακριβή ή μέγιστη ποσότητα εκάστης των προσμείξεων αυτών (σ. 4), και τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων που ελέγχθηκαν, παρουσιάζοντας υπό μορφή πινάκων τις ποσότητες όλων των προσμείξεων στις διάφορες παρτίδες (σ. 7). Το σημείο C.1.2.1 απαρτίζεται από πίνακα παρόμοιο με τον περιλαμβανόμενο στο δεύτερο επιμέρους έγγραφο, ο οποίος περιέχει πληροφορίες της ίδιας φύσεως (σ. 8 έως 13).

69      Διαπιστώνεται ότι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, μεγάλο μέρος των δεδομένων που προέρχονται από τα επιμέρους έγγραφα που απαρτίζουν το επίδικο έγγραφο, μνημονευόμενα στις σκέψεις 66 έως 68 ανωτέρω, αφορούν τον προσδιορισμό και τις ποσότητες των διαφορετικών προσμείξεων στη δραστική ουσία που κοινοποιήθηκε από έκαστο των φορέων που έλαβαν μέρος στη διαδικασία καταχωρίσεως της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Δεδομένου ότι η δραστική ουσία πρέπει να περιληφθεί σε φυτοπροστατευτικό προϊόν, το οποίο δεν αμφισβητείται ότι θα ελευθερωθεί στο περιβάλλον, κατά βάση με ψεκασμό, η «ταυτότητα» και η ποσότητα κάθε προσμείξεως περιεχόμενης σε μια τέτοια ουσία συνιστά πληροφορία που αφορά, κατά τρόπο αρκούντως άμεσο, εκπομπές στο περιβάλλον, όπως ορθώς επισήμαναν οι προσφεύγουσες (βλ. σκέψεις 62 και 63 ανωτέρω).

70      Πάντως επισημαίνεται ότι η ονομασία και η ακριβής ή μέγιστη ποσότητα των προσμείξεων της δραστικής ουσίας που κοινοποιήθηκε από έκαστο των οικείων φορέων συνιστούν τη μόνο ζητούμενη από τις προσφεύγουσες πληροφορία, όπως το επιβεβαίωσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

71      Ως προς τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων που ελέγχθηκαν, επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις ποσότητες όλων των προσμείξεων στις διάφορες παρτίδες και την ελάχιστη, μέση και μέγιστη ποσότητα των προσμείξεων αυτών (βλ. σκέψεις 66 έως 68 ανωτέρω), τα οποία παρουσιάζονται υπό μορφή πινάκων για έκαστο των φορέων που είχαν ζητήσει την καταχώριση της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 στο πρώτο επιμέρους έγγραφο και υπό μορφή ανακεφαλαιωτικών πινάκων στο δεύτερο και στο τρίτο επιμέρους έγγραφο, συνιστούν, με εξαίρεση τους συντακτικούς τύπους προσμείξεων που περιλαμβάνονται σε αυτούς τους δύο τελευταίους πίνακες, πληροφορίες που αφορούν, κατά τρόπο αρκούντως άμεσο, εκπομπές στο περιβάλλον.

72      Αντιθέτως, οι πληροφορίες σχετικά με τις μεθόδους αναλύσεως και αξιολογήσεως των δεδομένων που παρασχέθηκαν προκειμένου να διαπιστωθούν τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων δεν συνιστούν πληροφορίες σχετικές με τις εκπομπές στο περιβάλλον, δεδομένου ότι δεν προκύπτει από την ανάλυση της μόνης ενότητας του επίδικου εγγράφου που περιέχει τέτοιες πληροφορίες, ήτοι του σημείου «C.1.2.2 Αναλυτικά χαρακτηριστικά παρτίδων (παράρτημα II A 1.11)», το οποίο περιλαμβάνεται στο σημείο C.1.2 του πρώτου επιμέρους εγγράφου, ότι περιείχε στοιχεία ικανά να προσδιορίσουν με αρκούντως άμεσο τρόπο το επίπεδο εκπομπής στο περιβάλλον των διαφόρων συστατικών της δραστικής ουσίας.

73      Ως προς τη σύνθεση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που αναπτύχθηκαν από τους φορείς οι οποίοι ζήτησαν την καταχώριση της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, διαπιστώνεται ότι οι ακριβείς ποσότητες, ανά χιλιόγραμμο ή ανά λίτρο, της δραστικής ουσίας και των χρησιμοποιηθέντων επικουρικών για την παρασκευή τους εμφαίνονται στο σημείο C.1.3, που επιγράφεται «Λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την παρασκευή (παράρτημα III A 1.4)» του πρώτου επιμέρους εγγράφου και ότι πρόκειται για πληροφορίες που αφορούν κατά τρόπο αρκούντως άμεσο εκπομπές στο περιβάλλον (βλ. σκέψη 69 ανωτέρω).

74      Κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή δεν είναι ικανό να αναιρέσει τις διαπιστώσεις στις σκέψεις 69 έως 73 ανωτέρω, καθώς δεν ήταν σε θέση να αποδείξουν ότι οι αιτηθείσες πληροφορίες δεν αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον (βλ. σκέψη 64 ανωτέρω).

75      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως απορρίπτοντας την αίτηση προσβάσεως στο επίδικο έγγραφο, στο μέτρο που η εν λόγω αίτηση αφορούσε πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον, ήτοι, πρώτον, σχετικά με την «ταυτότητα» και την ποσότητα όλων των προσμείξεων που περιέχονται στην κοινοποιηθείσα από κάθε φορέα δραστική ουσία, όπως μνημονεύονται στη σκέψη 70 ανωτέρω και εμφαίνονται στο σημείο C.1.2.1 του πρώτου επιμέρους εγγράφου (σ. 11 έως 61), στο σημείο C.1.2.1 του δεύτερου επιμέρους εγγράφου (σ. 1 έως 6) και στο σημείο C.1.2.1 του τρίτου επιμέρους εγγράφου (σ. 4 και 8 έως 13), δεύτερον, σχετικά με τις προσμείξεις των διαφόρων παρτίδων και την ελάχιστη, μέση και μέγιστη ποσότητα εκάστης των προσμείξεων αυτών, που εμφαίνονται, για κάθε φορέα, στους πίνακες του σημείου C.1.2.2 του πρώτου επιμέρους εγγράφου (σ. 61 έως 84) και του σημείου C.1.2.4 του τρίτου επιμέρους εγγράφου (σ. 7), και, τρίτον, σχετικά με τη σύνθεση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που αναπτύχθηκαν από τους φορείς οι οποίοι απαριθμούνται στο σημείο C.1.3 που επιγράφεται «Λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την παρασκευή (παράρτημα III A 1.4) », του πρώτου επιμέρους εγγράφου (σ. 84 έως 88).

76      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, χωρίς να απαιτείται εξέταση του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που αποκλείει την πρόσβαση στις πληροφορίες που μνημονεύονται στη σκέψη 75 ανωτέρω.

 Επί των δικαστικών εξόδων

77      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα έξοδα των προσφευγουσών.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2011, με την οποία δεν επιτράπηκε η πρόσβαση στον τόμο 4 του σχεδίου της εκθέσεως αξιολογήσεως, την οποία συνέταξε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, με την ιδιότητα του κράτους μέλους που έχει ορισθεί εισηγητής, της δραστικής ουσίας glyphosate (γλυφοσινικής ενώσεως), κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων, στο μέτρο που δεν επιτρέπει την πρόσβαση στα σημεία του εν λόγω τόμου που περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικές με εκπομπές στο περιβάλλον: «την ταυτότητα» και την ποσότητα όλων των προσμείξεων που περιέχονται στην κοινοποιηθείσα από κάθε φορέα δραστική ουσία, όπως εμφαίνονται στο σημείο C.1.2.1 του πρώτου επιμέρους εγγράφου (σ. 11 έως 61), στο σημείο C.1.2.1 του δεύτερου επιμέρους εγγράφου (σ. 1 έως 6) και στο σημείο C.1.2.1 του τρίτου επιμέρους εγγράφου (σ. 4 και 8 έως 13) του τόμου αυτού· τις προσμείξεις των διαφόρων παρτίδων και την ελάχιστη, μέση και μέγιστη ποσότητα εκάστης των προσμείξεων αυτών, που εμφαίνονται, για κάθε φορέα, στους πίνακες του σημείου C.1.2.2 του πρώτου επιμέρους εγγράφου (σ. 61 έως 84) και του σημείου C.1.2.4 του τρίτου επιμέρους εγγράφου (σ. 7) του εν λόγω τόμου· τη σύνθεση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που αναπτύχθηκαν από τους φορείς, που εμφαίνονται στο σημείο C.1.3 που επιγράφεται «Λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την παρασκευή (παράρτημα III A 1.4) », του πρώτου επιμέρους εγγράφου (σ. 84 έως 88) του ιδίου αυτού τόμου.

2)      Η Επιτροπή καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Forwood

Dehousse

Schwarcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Οκτωβρίου 2013.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.