Language of document : ECLI:EU:C:2010:146

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 18ης Μαρτίου 2010 (*)

«Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως – Αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας – Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Οδηγία 2002/22/ΕΚ – Καθολική υπηρεσία – Διαφορές μεταξύ τελικών χρηστών και παρεχόντων υπηρεσίες – Υποχρεωτική απόπειρα εξώδικου συμβιβασμού»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑317/08, C‑318/08, C‑319/08 και C‑320/08,

με αντικείμενο αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Giudice di pace di Ischia (Ιταλία) με απόφαση της 4 Απριλίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Ιουλίου 2008, στο πλαίσιο των διαδικασιών

Rosalba Alassini

κατά

Telecom Italia SpA (C-317/08)

και

Filomena Califano

κατά

Wind SpA (C-318/08)

και

Lucia Anna Giorgia Iacono

κατά

Telecom Italia SpA (C-319/08)

και

Multiservice Srl

κατά

Telecom Italia SpA (C-320/08),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο του τρίτου τμήματος, προεδρεύοντα του τετάρτου τμήματος, R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), Γ. Αρέστη, J. Malenovský και T. von Danwitz, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: R. Şereş, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2009,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Wind SpA, εκπροσωπούμενη από τον D. Cutolo, avvocato,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Lumma και την J. Kemper,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Dowgielewicz,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους N. Bambara, A. Nijenhuis και I. V. Rogalski καθώς και την S. La Pergola,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 19ης Νοεμβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας σε σχέση με εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία προβλέπει την υποχρεωτική απόπειρα εξώδικου συμβιβασμού ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ένδικων μέσων στο πλαίσιο ορισμένων διαφορών μεταξύ παρόχων υπηρεσιών και τελικών χρηστών, οι οποίες εμπίπτουν στην οδηγία 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την «καθολική υπηρεσία») (ΕΕ L 108, σ. 51).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο τεσσάρων διαφορών, αφενός, μεταξύ των κυριών R. Alassini και L. A. G. Iacono, καθώς και της Multiservice Srl, και της Telecom Italia SpA και, αφετέρου, μεταξύ της F. Califano και της Wind SpA, σχετικά με προβαλλόμενες μη εκτελέσεις των συμβάσεων μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την παροχή τηλεφωνικών υπηρεσιών στις ενάγουσες της κύριας δίκης από τη μία ή την άλλη εναγομένη της κύριας δίκης, παρόχους των εν λόγω υπηρεσιών.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών

3         Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), επιγράφεται «Δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης» και προβλέπει τα εξής:

«Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. […]»

 Το δίκαιο της Ενώσεως

4        Το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διακηρύχθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (EE C 364, σ. 1), όπως προσαρμόστηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007 στο Στρασβούργο (ΕΕ C 303, σ. 1), φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου» και ορίζει τα εξής:

«Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του.

Σε όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, παρέχεται δικαστική αρωγή, εφόσον η αρωγή αυτή είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη.»

5        Σύμφωνα με την 47η αιτιολογική σκέψη της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία»:

«Σε ανταγωνιστικό περιβάλλον, οι απόψεις των ενδιαφερομένων μερών, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών και των καταναλωτών, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις εθνικές κανονιστικές αρχές κατά την εξέταση θεμάτων συναφών με τα δικαιώματα των τελικών χρηστών. Θα πρέπει να θεσπιστούν αποτελεσματικές διαδικασίες για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των καταναλωτών, αφ’ ενός, και, αφ’ ετέρου, των επιχειρήσεων παροχής διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών επικοινωνιών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν πλήρως υπόψη τη σύσταση 98/257/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 1998, σχετικά με τις αρχές που διέπουν τα αρμόδια όργανα για την εξώδικη επίλυση των διαφορών κατανάλωσης [EE L 115, σ. 31] […]».

6        Το άρθρο 1 της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία» ορίζει τα εξής:

«1.      Στο πλαίσιο της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο), η παρούσα οδηγία αφορά την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στους τελικούς χρήστες. Σκοπός είναι να εξασφαλισθεί η διάθεση, σε ολόκληρη την Κοινότητα, διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών καλής ποιότητας μέσω πραγματικού ανταγωνισμού και επιλογών, καθώς και να αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις όπου οι ανάγκες των τελικών χρηστών δεν καλύπτονται ικανοποιητικά από την αγορά.

2.      Η παρούσα οδηγία καθορίζει τα δικαιώματα των τελικών χρηστών καθώς και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων που παρέχουν διαθέσιμα στο κοινό δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Όσον αφορά την εξασφάλιση της παροχής καθολικής υπηρεσίας μέσα σε ένα περιβάλλον ανοικτών και ανταγωνιστικών αγορών, η παρούσα οδηγία ορίζει τη στοιχειώδη δέσμη υπηρεσιών καθορισμένης ποιότητας στις οποίες έχουν πρόσβαση όλοι οι τελικοί χρήστες, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών εθνικών συνθηκών, σε προσιτή τιμή και χωρίς στρέβλωση του ανταγωνισμού. Η παρούσα οδηγία καθορίζει επίσης τις υποχρεώσεις όσον αφορά την παροχή ορισμένων υποχρεωτικών υπηρεσιών, όπως η λιανική παροχή μισθωμένων γραμμών.»

7        Το άρθρο 34 της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία» φέρει τον τίτλο «Εξώδικη επίλυση διαφορών» και ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη διάθεση διαφανών, απλών και μη δαπανηρών εξώδικων διαδικασιών για την αντιμετώπιση των ανεπίλυτων διαφορών οι οποίες αφορούν τους καταναλωτές και σχετίζονται με θέματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι με τις διαδικασίες αυτές καθίσταται δυνατή η δίκαιη και ταχεία επίλυση των διαφορών, και μπορούν, όταν δικαιολογείται, να θεσπίζουν σύστημα επιστροφής και/ή αποζημίωσης. Τα κράτη μέλη μπορούν να επεκτείνουν την εν λόγω υποχρέωση για να καλύπτουν διαφορές που αφορούν άλλους τελικούς χρήστες.

2.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η νομοθεσία τους δεν παρακωλύει τη λειτουργία γραφείων παραπόνων και την παροχή υπηρεσιών ανοικτής γραμμής, κατάλληλα κατανεμημένων γεωγραφικά, που θα διευκολύνουν την πρόσβαση των καταναλωτών και των τελικών χρηστών στην επίλυση των διαφορών.

3.      Όταν στις διαφορές αυτές εμπλέκονται μέρη από διάφορα κράτη μέλη, τα κράτη μέλη συντονίζουν τις προσπάθειές τους προκειμένου να επιτύχουν την επίλυση της διαφοράς.

4.      Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις εθνικές δικαστικές διαδικασίες.»

8        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών (EE L 171, σ. 12), που φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής και ορισμού», προβλέπει τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία έχει ως αντικείμενο την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών, με σκοπό την εξασφάλιση ενός στοιχειώδους ορίου ομοιόμορφης προστασίας των καταναλωτών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς.

2.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

β)      καταναλωτικά αγαθά: κάθε ενσώματο κινητό πράγμα, εκτός από:

–        τα αγαθά τα οποία πωλούνται στα πλαίσια αναγκαστικής εκτέλεσης ή με άλλο τρόπο από δικαστική αρχή,

–        το νερό και το φυσικό αέριο όταν δεν είναι συσκευασμένα προς πώληση σε περιορισμένο όγκο ή καθορισμένη ποσότητα,

–        την ηλεκτρική ενέργεια·

[…]».

 Οι συστάσεις 98/257/ΕΚ και 2001/310/ΕΚ

9        Σύμφωνα με την πέμπτη, την έκτη και την ενάτη αιτιολογική σκέψη της συστάσεως 98/257/ΕΚ:

«Εκτιμώντας ότι η κεκτημένη εμπειρία πολλών κρατών μελών καταδεικνύει ότι οι εναλλακτικοί μηχανισμοί εξώδικης ρύθμισης των διαφορών κατανάλωσης, εφόσον εξασφαλίζεται ο σεβασμός ορισμένων θεμελιωδών αρχών, μπορούν να εγγυηθούν θετικά αποτελέσματα, τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τις επιχειρήσεις, μειώνοντας το κόστος και τη διάρκεια της ρύθμισης των διαφορών κατανάλωσης·

ότι ο καθορισμός τέτοιων αρχών σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα διευκολύνει την εφαρμογή εξώδικων διαδικασιών για τη ρύθμιση των διαφορών κατανάλωσης· ότι, όσον αφορά τις διασυνοριακές διαφορές, με τον τρόπο αυτό θα αυξηθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη των εξώδικων οργάνων που λειτουργούν στα διάφορα κράτη μέλη, και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στις διάφορες υφιστάμενες εθνικές διαδικασίες· ότι τα κριτήρια αυτά θα διευκολύνουν τη δυνατότητα των υπεύθυνων παροχής εξώδικων υπηρεσιών με έδρα ένα κράτος μέλος να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ένα άλλο κράτος μέλος·

[…]

ότι η παρούσα ανακοίνωση πρέπει να περιοριστεί στις διαδικασίες οι οποίες, ανεξαρτήτως της ονομασίας τους, οδηγούν σε ρύθμιση της διαφοράς μέσω της ενεργού παρέμβασης τρίτου προσώπου που προτείνει ή επιβάλλει λύση· ότι, κατά συνέπεια, δεν αφορά τις διαδικασίες που περιορίζονται σε μια απλή απόπειρα προσέγγισης των μερών προκειμένου να πεισθούν να αποδεχθούν μια λύση με κοινή συναίνεση».

10      Το σημείο VI της συστάσεως 98/257, με τίτλο «Αρχή της ελευθερίας», ορίζει τα εξής:

«Η απόφαση του οργάνου δεν είναι δεσμευτική για τα μέρη παρά μόνον εάν αυτά έχουν ενημερωθεί προηγουμένως και έχουν αποδεχθεί ρητά τον δεσμευτικό χαρακτήρα της απόφασης.

Η προσφυγή του καταναλωτή στην εξώδικη διαδικασία δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα δέσμευσης που προϋπήρχε της δημιουργίας της διαφοράς, όταν η δέσμευση αυτή συνεπάγεται στέρηση του δικαιώματος του καταναλωτή να προσφύγει στα αρμόδια δικαστήρια για τη δικαστική ρύθμιση της διαφοράς».

11      Το σημείο I της συστάσεως 2001/310/ΕΚ της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2001, περί αρχών για τα εξωδικαστικά όργανα συναινετικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών (EE L 109, σ. 56), με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει τα εξής:

«1.      Η παρούσα σύσταση ισχύει για διαδικασίες επίλυσης καταναλωτικών διαφορών στις οποίες συμμετέχει τρίτο πρόσωπο, ανεξαρτήτως της ονομασία τους, στις οποίες επιχειρείται η επίλυση της διαφοράς με την απόπειρα προσέγγισης των μερών προκειμένου να πεισθούν να αποδεχθούν μια λύση με κοινή συναίνεση.

2.      Δεν ισχύει για μηχανισμούς επεξεργασίας καταγγελιών καταναλωτών που διαθέτουν οι επιχειρήσεις και έρχονται απευθείας σε επαφή με τον καταναλωτή ή με μηχανισμούς παροχής παρόμοιων υπηρεσιών από ή εκ μέρους επιχείρησης.»

 Το εθνικό δίκαιο

12      Η Ιταλική Δημοκρατία μετέφερε την οδηγία για την «καθολική υπηρεσία» στο εσωτερικό της δίκαιο με το νομοθετικό διάταγμα 259, της 1ης Αυγούστου 2003, σχετικά με τον κώδικα ηλεκτρονικών επικοινωνιών (GURI αριθ. 214, της 15ης Σεπτεμβρίου 2003, σ. 3).

13      Κατά το άρθρο 84 του κώδικα αυτού:

«1.      Η Αρχή, υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφοι 11, 12 και 13, του νόμου 249, της 31ης Ιουλίου 1997, [περί συστάσεως της Εγγυητικής Αρχής των επικοινωνιών και των σχετικών με τα συστήματα τηλεπικοινωνιών και ραδιοτηλεοράσεως κανόνων (τακτικό συμπλήρωμα της GURI αριθ. 177, της 31ης Ιουλίου 1997)], θεσπίζει διαφανείς, απλές και μη δαπανηρές εξώδικες διαδικασίες για την εξέταση των διαφορών στις οποίες εμπλέκονται οι καταναλωτές και οι τελικοί χρήστες και οι οποίες αφορούν τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, προκειμένου να καταστεί δυνατή η δίκαιη και ταχεία επίλυση των διαφορών, προβλέποντας, όταν δικαιολογείται, σύστημα επιστροφής ή αποζημιώσεως.

2.      Η Αρχή, σε συμφωνία με τη Μόνιμη Σύνοδο, η οποία είναι επιφορτισμένη με τις σχέσεις μεταξύ του κράτους, των περιφερειών και των αυτόνομων επαρχιών του Trente και του Bolzano, καθώς και δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 13, του νόμου 249, της 31ης Ιουλίου 1997, ενθαρρύνει τη δημιουργία, με το απασχολούμενο προσωπικό και τον εξοπλισμό που μπορεί να αποκτηθεί με πιστώσεις από τον τακτικό προϋπολογισμό χωρίς συνακόλουθη τροποποίηση των δαπανών, γραφείων παραπόνων και την παροχή υπηρεσιών ανοικτής γραμμής, σε κατάλληλο εδαφικό επίπεδο, που θα διευκολύνουν την πρόσβαση των καταναλωτών και των τελικών χρηστών στην επίλυση των διαφορών.

3.      Όταν στις διαφορές εμπλέκονται υπήκοοι άλλων κρατών μελών, η Αρχή συντονίζει τις προσπάθειές της για επίλυση της διαφοράς με εκείνες των άλλων ενδιαφερομένων ρυθμιστικών αρχών.

4.      Το παρόν άρθρον δεν θίγει τις ισχύουσες διατάξεις για τη δικαστική επίλυση των διαφορών και, μέχρι την εφαρμογή των διατάξεων που διατυπώνονται στις παραγράφους 1 και 2, τις ισχύουσες διατάξεις για την εξώδικη επίλυση των διαφορών κατά την ημερομηνία δημοσιεύσεως του κώδικα στην Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana [Επίσημη Εφημερίδα της Ιταλικής Δημοκρατίας].»

14      Κατά τον νόμο 249, της 31ης Ιουλίου 1997, στην αρμοδιότητα της Εγγυητικής Αρχής στον τομέα των τηλεπικοινωνιών εμπίπτουν οι διαφορές στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών μεταξύ τελικών χρηστών και επιχειρηματιών, οι οποίες απορρέουν από τη μη τήρηση των διατάξεων περί της καθολικής υπηρεσίας και των δικαιωμάτων των τελικών χρηστών.

15      Με την απόφαση 173/07/CONS (GURI αριθ. 120, της 25ης Μαΐου 2007, σ. 19), η Εγγυητική Αρχή στον τομέα των τηλεπικοινωνιών εξέδωσε την κανονιστική απόφαση περί της επιλύσεως των διαφορών μεταξύ επιχειρηματιών τηλεπικοινωνιών και τελικών χρηστών (στο εξής: κανονιστική απόφαση περί επιλύσεως των διαφορών).

16      Το άρθρο 3 της κανονιστικής αποφάσεως περί επιλύσεως των διαφορών προβλέπει τα εξής:

«1.      Στο πλαίσιο των διαφορών που αφορά το άρθρο 2, παράγραφος 1, το ένδικο βοήθημα δεν μπορεί να ασκηθεί εφόσον δεν έχει γίνει η υποχρεωτική απόπειρα συμβιβασμού ενώπιον της Co.re.com (περιφερειακής επιτροπής τηλεπικοινωνιών) που είναι κατά τόπον αρμόδια και της έχει μεταβιβαστεί η εξουσία για τη διεξαγωγή του συμβιβασμού, ή ενώπιον των οργάνων εξώδικης επιλύσεως των διαφορών στα οποία αναφέρεται το άρθρο 13.

2.      Αν στην κατά τόπον αρμόδια Co.re.com δεν έχει μεταβιβαστεί η εξουσία κατά την παράγραφο 1, η υποχρεωτική απόπειρα συμβιβασμού πρέπει να γίνεται ενώπιον των άλλων οργάνων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 13.

3.      Η προθεσμία ολοκληρώσεως της διαδικασίας συμβιβασμού είναι τριάντα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως· μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, οι εμπλεκόμενοι στη διαδικασία μπορούν να ασκήσουν ένδικο βοήθημα, ακόμη και αν η διαδικασία δεν έχει ολοκληρωθεί.»

17      Το άρθρο 13 της κανονιστικής αποφάσεως περί επιλύσεως των διαφορών ορίζει τα εξής:

«1.      Αντί για τη διαδικασία συμβιβασμού ενώπιον της Co.re.com, οι ενδιαφερόμενοι έχουν την ευχέρεια να προβούν, κάνοντας ενδεχομένως χρήση ηλεκτρονικών μέσων, στην υποχρεωτική απόπειρα συμβιβασμού ενώπιον των οργάνων που είναι αρμόδια για την εξώδικη επίλυση των διαφορών στον τομέα της καταναλώσεως, στα οποία αναφέρεται το άρθρο 1, σημείο ο, της παρούσας κανονιστικής αποφάσεως.

2.      Προς επίτευξη του ίδιου σκοπού, ο χρήστης έχει επίσης την ευχέρεια να απευθύνεται στους φορείς που έχουν συσταθεί με συμφωνίες μεταξύ των επιχειρήσεων και των αντιπροσωπευτικών σε εθνικό επίπεδο ενώσεων καταναλωτών, εφόσον η διαδικασία ενώπιον των φορέων αυτών χωρεί δωρεάν και οι φορείς αυτοί τηρούν τις αρχές της διαφάνειας, της δικαιοσύνης και της αποτελεσματικότητας, τις οποίες προβλέπει η σύσταση 2001/310/ΕΚ.

3.      Ο ενημερωμένος κατάλογος των οργάνων, στα οποία αναφέρονται οι προηγούμενες παράγραφοι, διατίθεται στον διαδικτυακό χώρο της Εγγυητικής Αρχής.

4.      Οι φορείς που συνιστώνται κατά την παράγραφο 2, εγγράφονται στον κατάλογο που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο κατόπιν υποβολής ειδικής αιτήσεως, την οποία έχουν υπογράψει τα ενδιαφερόμενα μέρη και η οποία συνοδεύεται από τη συμφωνία που έχει συναφθεί μεταξύ του επιχειρηματία και τουλάχιστον των δύο τρίτων των αντιπροσωπευτικών σε εθνικό επίπεδο ενώσεων καταναλωτών και από ένα αντίτυπο του Κανονισμού Διαδικασίας, μετά από τον έλεγχο της τηρήσεως των αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

5.      Η αίτηση πρέπει να ανανεώνεται κάθε δύο έτη σύμφωνα με τις ίδιες διαδικασίες. Ελλείψει αιτήσεως ανανεώσεως, η Εγγυητική Αρχή διαγράφει αυτεπαγγέλτως τον φορέα από τον κατάλογο της πιο πάνω παραγράφου 3.

6.      Κατόπιν δηλώσεως οποιουδήποτε ενδιαφερομένου προσώπου, η Εγγυητική Αρχή μπορεί να αποφασίσει τη διαγραφή από τον κατάλογο των φορέων έναντι των οποίων διαπιστώνει τη μη τήρηση των αρχών που διατυπώνονται στην παράγραφο 2».

 Οι διαφορές της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

18      Από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι, στο πλαίσιο όλων των αγωγών που έχουν ασκήσει οι ενάγουσες της κύριας δίκης, οι εναγόμενες της κύριας δίκης, δυνάμει των άρθρων 3 και 13 της κανονιστικής αποφάσεως περί επιλύσεως των διαφορών, έχουν προβάλει την ένσταση απαραδέκτου αυτών των αγωγών για τον λόγο ότι οι ενάγουσες της κύριας δίκης δεν είχαν προηγουμένως προβεί στην υποχρεωτική απόπειρα συμβιβασμού ενώπιον της Co.re.com, που προβλέπεται από τις εν λόγω διατάξεις.

19      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η προβλεπόμενη από την εθνική κανονιστική ρύθμιση Co.re.com δεν έχει πάντως ακόμη συσταθεί στην Περιφέρεια της Καμπανίας, γεγονός το οποίο επιβάλλει να κινηθεί ο υποχρεωτικός συμβιβασμός ενώπιον άλλων φορέων, ήτοι αυτών του άρθρου 13 της κανονιστικής αποφάσεως περί επιλύσεως των διαφορών. Εντούτοις, δεν έχει διεξαχθεί κανένας έλεγχος σχετικά με τη συμμόρφωση των εν λόγω φορέων προς τις αρχές που διατυπώνονται στη σύσταση 2001/310, ιδίως όσον αφορά τόσο τον δωρεάν ή ολιγοδάπανο χαρακτήρα της απόπειρας συμβιβασμού ενώπιον των τελευταίων όσον και τον πασίγνωστο χαρακτήρα και την ευκολία των διαδικασιών επιλύσεως των διαφορών.

20      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν η Co.re.com είχε συσταθεί στην Περιφέρεια της Καμπανίας, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του συμβιβασμού, όπως προβλέπεται από την επίδικη στο πλαίσιο της κύριας δίκης κανονιστική ρύθμιση, μπορεί να αποτελεί εμπόδιο στην άσκηση των δικαιωμάτων των τελικών χρηστών, ιδίως για τον λόγο ότι ο εν λόγω συμβιβασμός θα πρέπει κατ’ ανάγκη να διεξαχθεί με τη χρησιμοποίηση ηλεκτρονικών μέσων. Επιπλέον, το εν λόγω δικαστήριο παρατηρεί ότι απόπειρα συμβιβασμού γίνεται ήδη κατά την πρώτη συνεδρίαση στο πλαίσιο της τακτικής ένδικης διαδικασίας.

21      Στο πλαίσιο αυτό, το Giudice di pace di Ischia αποφάσισε, στο πλαίσιο μιας από τις υποθέσεις που εκκρεμούν, να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που προαναφέρθηκαν (άρθρο 6 της [ΕΣΔΑ], οδηγία για την [“καθολική υπηρεσία”], οδηγία [1999/44], σύσταση [2001/310], [σύσταση] 1998/257) άμεσα δεσμευτική ισχύ και έχουν μήπως την έννοια ότι οι διαφορές “σχετικά με τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες μεταξύ τελικών χρηστών και παρόχων υπηρεσιών, που αφορούν τη μη τήρηση των διατάξεων περί της καθολικής υπηρεσίας και των δικαιωμάτων των τελικών χρηστών που προβλέπονται από τις νομοθετικές διατάξεις, τις αποφάσεις της Εγγυητικής Αρχής, τους όρους των συμβάσεων και τους κανόνες συμπεριφοράς των επιχειρήσεων” (διαφορές που προβλέπονται από το άρθρο 2 [του παραρτήματος] […] της απόφασης 173/07/CONS της εγγυητικής αρχής), δεν χρειάζεται να υποβάλλονται στην υποχρέωση απόπειρας συμβιβασμού που προβλέπεται επί ποινή απαραδέκτου της ένδικης προσφυγής, καθόσον οι εν λόγω διατάξεις του κοινοτικού δικαίου υπερισχύουν του κανόνα που απορρέει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, [του παραρτήματος] […] της προαναφερθείσας απόφασης της Εγγυητικής Αρχής στον τομέα των τηλεπικοινωνιών;»

22      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2008, οι υποθέσεις C‑317/08 έως C-320/08 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

 Επί του παραδεκτού

23      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιταλική Κυβέρνηση ζήτησε να κριθεί απαράδεκτο το προδικαστικό ερώτημα. Κατά την κυβέρνηση αυτή, το υποβληθέν ερώτημα είναι καθαρά υποθετικό δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο δεν καθόρισε επακριβώς τα αναγνωριζόμενα από το δίκαιο της Ενώσεως δικαιώματα, τα οποία αποτελούν αντικείμενο των διαφορών της κύριας δίκης.

24      Χωρίς να ζητεί να κριθεί το προδικαστικό ερώτημα απαράδεκτο, η Επιτροπή επισημαίνει επίσης την αναγκαιότητα συνδετικού στοιχείου μεταξύ των διαφορών της κύριας δίκης και του δικαίου της Ενώσεως, το οποίο δεν μπορεί, κατά το εν λόγω θεσμικό όργανο, να συναχθεί αυτομάτως από τις αποφάσεις περί παραπομπής.

25      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, εναπόκειται αποκλειστικά στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ενώσεως, το Δικαστήριο υποχρεούται καταρχήν να απαντήσει (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, C‑119/05, Lucchini, Συλλογή 2007, σ. I‑6199, σκέψη 43· της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑414/07, Magoora, Συλλογή 2008, σ. I-1092, σκέψη 22, και της 16ης Ιουλίου 2009, C-12/08, Mono Car Styling, Συλλογή 2009, σ. I-6653, σκέψη 27).

26      Το Δικαστήριο δηλαδή μπορεί να απορρίψει αίτηση εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβάλλονται (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2001, C‑379/98, PreussenElektra, Συλλογή 2001, σ. I‑2099, σκέψη 39· της 5ης Δεκεμβρίου 2006, C‑94/04 και C‑202/04, Cipolla κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑11421, σκέψη 25· Magoora, προαναφερθείσα, σκέψη 23, καθώς και Mono Car Styling, προαναφερθείσα, σκέψη 28).

27      Όσον αφορά την παρούσα προδικαστική διαδικασία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αποφάσεις περί παραπομπής περιγράφουν λεπτομερώς το πραγματικό και το νομικό πλαίσιο των διαφορών της κύριας δίκης, καθώς και τους λόγους για τους οποίους το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι η απάντηση στα υποβαλλόμενα ερωτήματα είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του αποφάσεως.

28      Ενώ ομολογουμένως οι αποφάσεις περί παραπομπής δεν περιγράφουν λεπτομερώς τις διαφορές της κύριας δίκης και, μεταξύ άλλων, τα ειδικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αποτελούν το αντικείμενο των διαφορών αυτών, παραμένει το γεγονός ότι αυτές οι διαφορές αφορούν υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών μεταξύ τελικών χρηστών και παρόχων καθώς και εξώδικες διαδικασίες επιλύσεως των εν λόγω διαφορών, ενώ, εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται, ρητώς, στην 47η αιτιολογική σκέψη της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία» και στο άρθρο 34 αυτής.

29      Επομένως, συνάγεται ότι το υποβληθέν ερώτημα αφορά την ερμηνεία του δικαίου της Ενώσεως και ότι αυτή η ερμηνεία αποδεικνύεται αναγκαία για την επίλυση των διαφορών της κύριας δίκης.

30      Κατά συνέπεια, το προδικαστικό ερώτημα πρέπει να κριθεί παραδεκτό.

 Επί της ουσίας

31      Προκαταρκτικώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το υποβληθέν από το αιτούν δικαστήριο ερώτημα δεν αφορά μόνον την οδηγία για την «καθολική υπηρεσία», τη σύσταση 98/257 και το δικαίωμα για αποτελεσματική ένδικη προστασία που διατυπώνει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αλλά αφορά επίσης την οδηγία 1999/44 και τη σύσταση 2001/310.

32      Επειδή οι υπηρεσίες επικοινωνίας δεν περιλαμβάνονται, κατά το γράμμα του άρθρου 1 της οδηγίας 1999/44, στο πεδίο εφαρμογής της, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτή δεν έχει εφαρμογή στις υποθέσεις της κύριας δίκης.

33      Σε σχέση με τη σύσταση 2001/310 πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει της 47ης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία», όταν τίθενται στη διάθεση των ενδιαφερομένων διαδικασίες επιλύσεως των διαφορών που προβλέπονται από αυτήν, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν πλήρως υπόψη τη σύσταση 98/257.

34      Όμως, κατά την ενάτη αιτιολογική σκέψη της τελευταίας αυτής συστάσεως, το πεδίο εφαρμογής αυτής περιορίζεται στις διαδικασίες οι οποίες, ανεξαρτήτως της ονομασίας τους, οδηγούν σε ρύθμιση της διαφοράς μέσω της ενεργού παρεμβάσεως τρίτου προσώπου που προτείνει ή επιβάλλει λύση, χωρίς εντούτοις να αφορά τις διαδικασίες που περιορίζονται, όπως αυτές που προβλέπονται από τη σύσταση 2001/310, σε μια απλή απόπειρα προσεγγίσεως των μερών προκειμένου να πεισθούν να αποδεχθούν μία λύση με κοινή συναίνεση.

35      Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι οι διαδικασίες ρυθμίσεως των διαφορών, οι οποίες προβλέπονται από την οδηγία για την «καθολική υπηρεσία», δεν πρέπει να περιορίζονται σε απόπειρα προσεγγίσεως των μερών προκειμένου να πεισθούν να αποδεχθούν λύση με κοινή συναίνεση, αλλά πρέπει να οδηγούν σε ρύθμιση της διαφοράς μέσω της ενεργού παρεμβάσεως τρίτου προσώπου που προτείνει ή επιβάλλει λύση.

36      Στις επίμαχες υποθέσεις της κύριας δίκης, η υποχρεωτική εξώδικη διαδικασία που προβλέπεται από την οικεία εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν περιορίζεται στην προσέγγιση των μερών αλλά προτείνει μία ρύθμιση σ’ αυτά, μέσω της ενεργού παρεμβάσεως ενός οργανισμού για την επίλυση διαφορών. Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η σύσταση 2001/310 επίσης δεν έχει εφαρμογή στις διαφορές της κύριας δίκης.

37      Κατά συνέπεια, το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να εκληφθεί υπό την έννοια ότι ζητείται κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 34 της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία» και η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας οι διαφορές σχετικά με υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών μεταξύ τελικών χρηστών και παρεχόντων τις εν λόγω υπηρεσίες, που αφορούν δικαιώματα απορρέοντα από την εν λόγω οδηγία, πρέπει να αποτελούν αντικείμενο υποχρεωτικής απόπειρας εξώδικου συμβιβασμού, ως προϋποθέσεως του παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων.

 Επί του άρθρου 34 της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία»

38      Δυνάμει του άρθρου 34 της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία», τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη διάθεση διαφανών, απλών και μη δαπανηρών εξώδικων διαδικασιών που καθιστούν δυνατή δίκαιη και ταχεία την επίλυση των διαφορών στις οποίες εμπλέκονται καταναλωτές και οι οποίες αφορούν θέματα που καλύπτονται από την οδηγία αυτή. Οι εν λόγω διαδικασίες ουδέποτε θίγουν τις εθνικές ένδικες διαδικασίες.

39      Όπως τονίστηκε στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, όταν τίθενται στη διάθεση των ενδιαφερομένων οι εν λόγω εξώδικες διαδικασίες, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν πλήρως υπόψη τη σύσταση 98/257.

40      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, έστω και αν οι συστάσεις δεν αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών αποτελεσμάτων και δεν μπορούν να δημιουργούν δικαιώματα των οποίων να είναι δυνατή η επίκληση από ιδιώτες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τούτο δεν σημαίνει ότι στερούνται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Συγκεκριμένα, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, κατά την επίλυση των διαφορών, να λαμβάνουν υπόψη τους τις συστάσεις, ιδίως όταν αυτές φωτίζουν την ερμηνεία εθνικών διατάξεων που έχουν θεσπιστεί με σκοπό την εφαρμογή των εν λόγω συστάσεων ή ακόμα όταν οι συστάσεις έχουν ως αντικείμενο τη συμπλήρωση διατάξεων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με δεσμευτικό χαρακτήρα (βλ. αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1989, C‑322/88, Grimaldi, Συλλογή 1989, σ. 4407, σκέψεις 7, 16 και 18, καθώς και της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑207/01, Altair Chimica, Συλλογή 2003, σ. I-8875, σκέψη 41).

41      Πάντως, διαπιστώνεται ότι ούτε η οδηγία για την «καθολική υπηρεσία» ούτε η σύσταση 98/257 προβλέπουν τις λεπτομέρειες ή τα ειδικά χαρακτηριστικά των εξώδικων διαδικασιών που πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή, εκτός των στοιχείων που παρατίθενται στο άρθρο 34 της εν λόγω οδηγίας και υπενθυμίζονται στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, καθώς και των αρχών της ανεξαρτησίας, της διαφάνειας, της εκατέρωθεν ακροάσεως, της αποτελεσματικότητας, της νομιμότητας, της ελευθερίας και της εκπροσωπήσεως, που διατυπώνονται στη σύσταση 98/257.

42      Πρέπει να τονισθεί ότι, κανένα εκ των προαναφερθέντων στοιχείων και αρχών δεν επιτρέπει να συναχθεί περιορισμός της εξουσίας των κρατών μελών όσον αφορά τη δυνατότητα επιβολής του υποχρεωτικού χαρακτήρα των εξωδίκων διαδικασιών επιλύσεως των διαφορών.

43      Υπό την έννοια αυτή, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 34 της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία», καθώς και με την αρχή της ελευθερίας που προβλέπεται στο σημείο VI της συστάσεως 98/257, ο μόνος όρος που επιβάλλεται συναφώς είναι η διατήρηση του δικαιώματος προσφυγής στα αρμόδια δικαστήρια για τη δικαστική ρύθμιση της διαφοράς.

44      Κατά συνέπεια, εφόσον η οδηγία για την «καθολική υπηρεσία» δεν αναπτύσσει περαιτέρω τις λεπτομέρειες ή τα χαρακτηριστικά των προβλεπομένων από το άρθρο της 34 διαδικασιών, στα κράτη μέλη απόκειται να ρυθμίζουν τις λεπτομέρειες των εν λόγω διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένου του υποχρεωτικού τους χαρακτήρα, διατηρώντας ταυτόχρονα την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας αυτής.

45      Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι το άρθρο 34, παράγραφος 1, της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία» τάσσει ως σκοπό των κρατών μελών τη θέσπιση εξώδικων διαδικασιών για την αντιμετώπιση των ανεπίλυτων διαφορών οι οποίες αφορούν τους καταναλωτές και σχετίζονται με θέματα που καλύπτονται από την εν λόγω οδηγία. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή για την οποία πρόκειται στο πλαίσιο της κύριας δίκης, όχι μόνο θέσπισε εξώδικη διαδικασία συμβιβασμού αλλά, επιπλέον, κατέστησε υποχρεωτική την προσφυγή σ’ αυτήν προτού επιληφθεί δικαστικό όργανο, δεν μπορεί να διακυβεύσει την υλοποίηση του προαναφερθέντος σκοπού. Αντιθέτως, αυτή η κανονιστική ρύθμιση, καθόσον εγγυάται τον συστηματικό χαρακτήρα της προσφυγής σε εξώδικη διαδικασία επιλύσεως των διαφορών, τείνει στην ενίσχυση της πρακτικής αποτελεσματικότητας της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία».

46      Εντούτοις, στο μέτρο που με τη θέσπιση διαδικασίας υποχρεωτικής απόπειρας συμβιβασμού δημιουργείται προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων, πρέπει να εξεταστεί αν αυτή συμβιβάζεται με το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

 Επί των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας καθώς και της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας

47      Πρώτον, κατά πάγια νομολογία, ελλείψει σχετικής νομοθεσίας της Ενώσεως, στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους εναπόκειται ο καθορισμός των αρμόδιων δικαστηρίων και η ρύθμιση των δικονομικών πλευρών των ενδίκων προσφυγών που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ενώσεως· πάντως, τα κράτη μέλη έχουν, σε κάθε περίπτωση, την ευθύνη της διασφάλισης της αποτελεσματικής προστασίας αυτών των δικαιωμάτων (βλ. αποφάσεις της 15ης Απριλίου 2008, C‑268/06, Impact, Συλλογή 2008, σ. I‑2483, σκέψεις 44 και 45, καθώς και Mono Car Styling, προαναφερθείσα, σκέψη 48).

48      Προς τούτο, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, οι δικονομικές λεπτομέρειες σχετικά με ένδικες προσφυγές που σκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ενώσεως δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από αυτές που αφορούν παρόμοιες προσφυγές εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ενώσεως (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ. απόφαση Impact, προαναφερθείσα, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49      Αυτές οι απαιτήσεις ισοδυναμίας και αποτελεσματικότητας εκφράζουν τη γενική υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν την ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ενώσεως. Οι απαιτήσεις αυτές ισχύουν τόσο για τον καθορισμό των δικαιοδοτικών οργάνων που είναι αρμόδια να επιλαμβάνονται των ενδίκων προσφυγών που στηρίζονται στο δίκαιο αυτό όσο και για τον καθορισμό των δικονομικών προϋποθέσεων (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Impact, σκέψεις 47 και 48, καθώς και απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2009, C‑63/08, Pontin, Συλλογή 2009, σ. Ι-10467, σκέψη 44).

50      Στις υποθέσεις της κύριας δίκης η αρχή της ισοδυναμίας τηρείται.

51      Πράγματι, αφενός, το αιτούν δικαστήριο δεν έθεσε κανένα ζήτημα που να αφορά ενδεχόμενη παραβίαση της αρχής της ισοδυναμίας. Αφετέρου, η Ιταλική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση εφαρμόζεται αδιακρίτως στις ένδικες προσφυγές που βασίζονται στην παραβίαση τόσο του δικαίου της Ενώσεως όσο και του εσωτερικού δικαίου στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

52      Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, είναι βεβαίως ορθόν ότι η επιβολή της προηγουμένης εφαρμογής εξώδικης διαδικασίας συμβιβασμού ως προϋποθέσεως του παραδεκτού ενδίκου βοηθήματος θίγει την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία για την «καθολική υπηρεσία» στους ιδιώτες.

53      Πάντως, από διάφορα στοιχεία προκύπτει ότι υποχρεωτική διαδικασία συμβιβασμού, όπως αυτή στο πλαίσιο της κύριας δίκης, δεν μπορεί να καταστήσει πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από την οικεία οδηγία.

54      Συγκεκριμένα, πρώτον, το αποτέλεσμα της διαδικασίας συμβιβασμού δεν είναι δεσμευτικό έναντι των ενδιαφερομένων μερών και δεν θίγει επομένως το δικαίωμά τους να ασκήσουν ένδικο βοήθημα.

55      Δεύτερον, με τη διαδικασία συμβιβασμού, υπό κανονικές συνθήκες, η άσκηση ενδίκου βοηθήματος δεν καθυστερεί ουσιωδώς. Πράγματι, η προθεσμία για την ολοκλήρωση της διαδικασίας συμβιβασμού ανέρχεται σε τριάντα ημέρες από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως και, μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, τα εμπλεκόμενα μέρη μπορούν να ασκήσουν ένδικο βοήθημα, αυτό δε ακόμη και αν η διαδικασία δεν έχει ολοκληρωθεί.

56      Τρίτον, η παραγραφή των δικαιωμάτων αναστέλλεται όσο διαρκεί η διαδικασία συμβιβασμού.

57      Τέταρτον, τα έξοδα που συνδέονται με τη διαδικασία συμβιβασμού ενώπιον της Co.re.com είναι ανύπαρκτα. Ως προς τις διαδικασίες συμβιβασμού ενώπιον άλλων φορέων, η δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν περιέχει καμία ένδειξη ότι τα εν λόγω έξοδα ήσαν σημαντικά.

58      Εντούτοις, η άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η οδηγία για την «καθολική υπηρεσία» θα μπορούσε να καταστεί ουσιαστικά αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερής για ορισμένους πολίτες, και ιδίως εκείνους που δεν διαθέτουν πρόσβαση στο διαδίκτυο, αν η πρόσβαση στη διαδικασία συμβιβασμού είναι δυνατή μόνον ηλεκτρονικώς. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξετάσει αν αυτό συμβαίνει, ιδίως ενόψει της διατάξεως του άρθρου 13, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως περί επιλύσεως των διαφορών.

59      Ομοίως, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να ελέγξει αν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι αναγκαία η λήψη προσωρινών μέτρων, η διαδικασία συμβιβασμού είτε επιτρέπει είτε δεν εμποδίζει τη λήψη των μέτρων αυτών.

60      Υπό τις συνθήκες αυτές, εκτιμάται ότι η επίδικη στο πλαίσιο της κύριας δίκης εθνική κανονιστική ρύθμιση τηρεί την αρχή της αποτελεσματικότητας καθόσον η ηλεκτρονική οδός δεν αποτελεί το μοναδικό μέσον προσβάσεως στη διαδικασία συμβιβασμού και είναι δυνατή η λήψη προσωρινών μέτρων σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτά επιβάλλονται λόγω του επείγοντος της καταστάσεως.

61      Δεύτερον, πρέπει να υπομνηστεί ότι η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ενώσεως που απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και έχει κατοχυρωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ και, επιπλέον, έχει επιβεβαιωθεί με το άρθρο 47 του Χάρτη του Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. απόφαση Mono Car Styling, προπαρατεθείσα, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

62      Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι, στις επίμαχες στο πλαίσιο της κύριας δίκης υποθέσεις, εξαρτώντας το παραδεκτό των ενδίκων βοηθημάτων που ασκούνται στον τομέα των υπηρεσιών ηλεκτρονικής επικοινωνίας από την εφαρμογή υποχρεωτικής απόπειρας συμβιβασμού, η επίδικη εθνική κανονιστική ρύθμιση εισάγει ένα επιπλέον στάδιο για την πρόσβαση στον δικαστή. Η προϋπόθεση αυτή θα μπορούσε να βλάψει την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

63      Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, τα θεμελιώδη δικαιώματα, δεν αποτελούν απόλυτα προνόμια, αλλά μπορούν να περιέχουν περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει το επίμαχο μέτρο και δεν αποτελούν, ενόψει του επιδιωκομένου σκοπού, υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση που θα προσέβαλε την ίδια την ουσία των ούτως διασφαλιζομένων δικαιωμάτων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2006, C-28/05, Dokter κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑5431, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και ΕΔΔΑ, απόφαση Fogarty κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 21ης Νοεμβρίου 2001, Recueil des arrêts et décisions 2001-XI, § 33).

64      Πάντως, όπως η Ιταλική Κυβέρνηση παρατήρησε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διαπιστώνεται καταρχάς ότι οι επίδικες εθνικές διατάξεις αποσκοπούν σε ταχύτερη και ολιγότερο δαπανηρή διευθέτηση των διαφορών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και σε μείωση του φόρτου εργασίας των δικαστηρίων, και επιδιώκουν, κατά συνέπεια, θεμιτούς σκοπούς γενικού συμφέροντος.

65      Ακολούθως, φαίνεται ότι η επιβολή εξώδικης διαδικασίας επιλύσεως των διαφορών, όπως αυτή που προβλέπεται από την επίδικη στο πλαίσιο της κύριας δίκης εθνική κανονιστική ρύθμιση, δεν είναι, ενόψει των ακριβών λεπτομερειών λειτουργίας της εν λόγω διαδικασίας που αναφέρονται στις σκέψεις 54 έως 57 της παρούσας αποφάσεως, δυσανάλογη σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Πράγματι, αφενός, όπως η γενική εισαγγελέας διαπίστωσε στο σημείο 47 των προτάσεών της, δεν υφίσταται ηπιότερη εναλλακτική λύση έναντι της εφαρμογής υποχρεωτικής διαδικασίας, δεδομένου ότι η εισαγωγή μιας καθαρά προαιρετικής εξώδικης διαδικασίας διευθετήσεως των διαφορών δεν αποτελεί εξίσου αποτελεσματικό μέσο για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών. Αφετέρου, δεν υφίσταται πρόδηλη δυσαναλογία μεταξύ των σκοπών αυτών και των ενδεχομένων μειονεκτημάτων που προκαλεί ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της εξώδικης διαδικασίας συμβιβασμού.

66      Κατόπιν των προεκτεθέντων, εκτιμάται ότι η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης εθνική διαδικασία τηρεί επίσης την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, υπό την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που αναφέρονται στις σκέψεις 58 και 59 της παρούσας αποφάσεως.

67      Συνεπώς, στο τεθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η εξής απάντηση:

–        Το άρθρο 34 της οδηγίας για την «καθολική υπηρεσία» έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας οι διαφορές στον τομέα υπηρεσιών ηλεκτρονικής επικοινωνίας μεταξύ τελικών χρηστών και παρόχων των εν λόγω υπηρεσιών, οι οποίες αφορούν δικαιώματα που απονέμει η εν λόγω οδηγία, πρέπει να αποτελούν αντικείμενο υποχρεωτικής απόπειρας εξώδικου συμβιβασμού, η οποία λειτουργεί ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων.

–        Οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας καθώς και η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας επίσης δεν απαγορεύουν εθνική κανονιστική ρύθμιση που επιβάλλει γι’ αυτές τις διαφορές την προηγούμενη εφαρμογή εξώδικης διαδικασίας συμβιβασμού, οσάκις η διαδικασία αυτή δεν καταλήγει σε δεσμευτική για τα εμπλεκόμενα μέρη απόφαση, δεν καθυστερεί ουσιωδώς την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, αναστέλλει την παραγραφή των οικείων δικαιωμάτων και δεν προκαλεί έξοδα, ή προκαλεί ελάχιστα έξοδα, στα ενδιαφερόμενα μέρη, εφόσον πάντως η ηλεκτρονική οδός δεν αποτελεί το μοναδικό μέσο προσβάσεως στην εν λόγω διαδικασία συμβιβασμού και είναι δυνατή η λήψη προσωρινών μέτρων σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες το επείγον της καταστάσεως τα επιβάλλει.

 Επί των δικαστικών εξόδων

68      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 34 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία «καθολική υπηρεσία»), έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας οι διαφορές στον τομέα υπηρεσιών ηλεκτρονικής επικοινωνίας μεταξύ τελικών χρηστών και παρόχων των εν λόγω υπηρεσιών, οι οποίες αφορούν δικαιώματα που απονέμει η εν λόγω οδηγία, πρέπει να αποτελούν αντικείμενο υποχρεωτικής απόπειρας εξώδικου συμβιβασμού, η οποία λειτουργεί ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων.

Οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας καθώς και η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας επίσης δεν απαγορεύουν εθνική κανονιστική ρύθμιση που επιβάλλει γι’ αυτές τις διαφορές την προηγούμενη εφαρμογή εξώδικης διαδικασίας συμβιβασμού, οσάκις η διαδικασία αυτή δεν καταλήγει σε δεσμευτική για τα εμπλεκόμενα μέρη απόφαση, δεν καθυστερεί ουσιωδώς την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, αναστέλλει την παραγραφή των οικείων δικαιωμάτων και δεν προκαλεί έξοδα, ή προκαλεί ελάχιστα έξοδα, στα ενδιαφερόμενα μέρη, εφόσον πάντως η ηλεκτρονική οδός δεν αποτελεί το μοναδικό μέσο προσβάσεως στην εν λόγω διαδικασία συμβιβασμού και είναι

δυνατή η λήψη προσωρινών μέτρων σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες το επείγον της καταστάσεως τα επιβάλλει.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.