Language of document : ECLI:EU:T:2015:783

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 2ας Οκτωβρίου 2015 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – REACH – Επιβολή διοικητικής επιβαρύνσεως λόγω σφάλματος στη σχετική με το μέγεθος της επιχειρήσεως δήλωση – Γλωσσικό καθεστώς – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑540/13,

Société européenne des chaux et liants, με έδρα το Bourgoin-Jallieu (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον J. Dezarnaud, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA), εκπροσωπούμενου από τις M. Heikkilä, A. Iber και τον C. Schultheiss,

καθού,

με αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως SME(2013) 1665 του ECHA, της 21ης Μαΐου 2013, καθόσον επιβάλλει στην προσφεύγουσα διοικητική επιβάρυνση,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen, πρόεδρο, F. Dehousse (εισηγητή) και A. M. Collins, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 9 Δεκεμβρίου 2010, η Société européenne des chaux et liants, προσφεύγουσα, προέβη στην καταχώριση στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ECHA) δύο ουσιών βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/45/EΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 1999/21/ΕΚ της Επιτροπής (EE L 396, σ. 1).

2        Κατά τη διαδικασία καταχωρίσεως, η προσφεύγουσα δήλωσε στον ECHA ότι ήταν «μικρή» επιχείρηση, κατά την έννοια της συστάσεως 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (EE L 124, σ. 36). Βάσει της εν λόγω δηλώσεως, έτυχε μειώσεως του οφειλόμενου για κάθε αίτηση καταχωρίσεως τέλους, που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 1907/2006.

3        Στις 13 Φεβρουαρίου 2013, ο ECHA ζήτησε από την προσφεύγουσα, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 340/2008 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2008, σχετικά με τα τέλη και τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλλονται στον ECHA σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1907/2006 (ΕΕ L 107, σ. 6), να προσκομίσει ορισμένο αριθμό εγγράφων, προκειμένου να επαληθευθεί η δήλωσή της ότι είναι μικρή επιχείρηση.

4        Με έγγραφο της 12ης Απριλίου 2013, η προσφεύγουσα απάντησε ότι η δήλωσή της ότι είναι «μικρή» επιχείρηση, κατά την έννοια της συστάσεως 2003/361, ήταν εσφαλμένη και ότι είναι «μεγάλη» επιχείρηση κατά την έννοια αυτής της συστάσεως.

5        Μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και με έγγραφο της 21ης Μαΐου 2013, ο ECHA κοινοποίησε στην προσφεύγουσα την απόφαση SME(2013) 1665 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Με την απόφαση αυτή, ο ECHA, έχοντας υπόψη το έγγραφο της 12ης Απριλίου 2013 και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 340/2008, αποφάσισε ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να τύχει των μειώσεων τέλους που έχουν εφαρμογή στις «μικρές» επιχειρήσεις και, επομένως, θα της απέστελλε, εκτός από δύο τιμολόγια που καλύπτουν τη διαφορά μεταξύ των αρχικώς καταβληθέντων τελών και των τελικώς οφειλομένων, τιμολόγιο 9 950 ευρώ προς πληρωμή της διοικητικής επιβαρύνσεως. Η προσβαλλόμενη απόφαση περιείχε ειδική αναφορά στις δυνατότητες ασκήσεως προσφυγής που παρέχονται στον αποδέκτη της.

6        Κατόπιν αυτού, ο ECHA απέστειλε στην προσφεύγουσα, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τιμολόγιο, με ημερομηνία 22 Μαΐου 2013, για ποσό 9 950 ευρώ, ως προς τη διοικητική επιβάρυνση.

7        Με έγγραφο της 15ης Ιουλίου 2013, προς τον ECHA, το οποίο ο οργανισμός αυτός παρέλαβε στις 25 Ιουλίου 2013, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε την εγκυρότητα της επιβολής της διοικητικής επιβαρύνσεως και ζήτησε τη απαλλαγή της από αυτή.

8        Μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και με έγγραφο της 26ης Ιουλίου 2013 προς την προσφεύγουσα, ο ECHA επισήμανε ότι, όπως μνημονεύθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση και σύμφωνα με το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006 και το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, προσφυγή κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση αυτής της αποφάσεως. Πρόσθεσε ότι, γι’ αυτόν τον λόγο και στην περίπτωση κατά την οποία η προσφεύγουσα επιθυμεί να ασκήσει ένδικη προσφυγή ως προς τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει αυτή να ασκήσει το ένδικο βοήθημά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

9        Καταθέτοντας το έγγραφο της 30ής Ιουλίου 2013, το οποίο περιήλθε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Αυγούστου 2013 και περιείχε ως παράρτημα τη διοικητική ένσταση της 15ης Ιουλίου 2013, η προσφεύγουσα θεώρησε ότι, με την υπογραφή του διαχειριστή της M, κατέθεσε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

10      Με έγγραφο και τηλεομοιοτυπία της 14ης Αυγούστου 2013, ο γραμματέας του Γενικού Δικαστηρίου επέστησε την προσοχή της προσφεύγουσας στο γεγονός ότι, για να ασκήσει προσφυγή της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου, ο προσφεύγων πρέπει να εκπροσωπείται από δικηγόρο εγγεγραμμένο σε δικηγορικό σύλλογο ενός από τα κράτη μέλη, ότι δικόγραφο προσφυγής που δεν υπογράφεται από δικηγόρο δεν μπορεί να γίνει δεκτό προς κατάθεση και, επομένως, ότι δεν μπορούσε να δοθεί συνέχεια στο έγγραφο της 30ής Ιουλίου 2013.

 Διαδικασία

11      Με δικόγραφο της 27ης Σεπτεμβρίου 2013, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Οκτωβρίου 2013, η προσφεύγουσα άσκησε την παρούσα προσφυγή.

12      Με χωριστό δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Φεβρουαρίου 2014 βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, ο ECHA προέβαλε το απαράδεκτο της προσφυγής, λαμβανομένων υπόψη των προθεσμιών.

13      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Μαρτίου 2014, η προσφεύγουσα διατύπωσε τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου.

14      Η έγγραφη διαδικασία επί της ενστάσεως απαραδέκτου περατώθηκε στις 25 Μαρτίου 2014, μετά την τακτοποίηση από την προσφεύγουσα της καταθέσεως των παρατηρήσεών της επί της ενστάσεως απαραδέκτου.

15      Στις 9 Ιανουαρίου 2015, στο πλαίσιο της λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, οι διάδικοι κλήθηκαν να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους ως προς το ενδεχομένως λυσιτελές της αποφάσεως της 2ας Οκτωβρίου 2014, Spraylat κατά ECHA (T‑177/12, Συλλογή, EU:T:2014:849), στην υπό κρίση διαφορά και να απαντήσουν σε μια ερώτηση έως τις 12 Φεβρουαρίου 2015.

16      Ο ECHA ανταποκρίθηκε σ’ αυτή την κλήση στις 11 Φεβρουαρίου 2015, η δε προσφεύγουσα στις 23 Φεβρουαρίου 2015. Με απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Φεβρουαρίου 2015, η απάντηση της προσφεύγουσας προστέθηκε στη δικογραφία της υποθέσεως.

 Αιτήματα των διαδίκων

17      Ο ECHA ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει απαράδεκτη την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

18      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου,

–        να καταδικάσει τον ECHA στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

19      Δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, αν ο καθού υποβάλει σχετική αίτηση, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να κρίνει επί του απαραδέκτου ή της αναρμοδιότητας χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι είναι επαρκώς ενημερωμένο από τη δικογραφία ώστε να αποφανθεί χωρίς να συνεχιστεί η διαδικασία.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

20      Ο ECHA προβάλλει ότι η προσφυγή, που κατατέθηκε την 1η Οκτωβρίου 2013, είναι απαράδεκτη διότι ασκήθηκε εκπροθέσμως.

21      Το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συντάχθηκε σε άλλη γλώσσα από αυτή της προσφεύγουσας δεν μπορεί να μεταβάλει αυτό το συμπέρασμα.

22      Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υπέβαλε στον ECHA αίτηση καταχωρίσεως στην αγγλική. Ο ECHA απάντησε σ’ αυτή την αίτηση στην ίδια γλώσσα, σύμφωνα με το άρθρο 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 14).

23      Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα έλαβε γνώση της προσβαλλομένης αποφάσεως εγκαίρως και αναμφισβητήτως την κατανόησε.

24      Επιπλέον, ελλείψει γενικής υποχρεώσεως πληροφορήσεως των αποδεκτών των πράξεων που εκδίδουν τα κοινοτικά όργανα ως προς τις προσφυγές που μπορούν να ασκούνται κατ’ αυτών των πράξεων, το γεγονός ότι η γνωστοποίηση για τα μέσα παροχής εννόμου προστασίας συντάχθηκε στην αγγλική δεν μπορεί να επηρεάσει την ημερομηνία κατά την οποία λήγει η προθεσμία για την κατάθεση της προσφυγής ακυρώσεως.

25      Η προσφεύγουσα προβάλλει, ως προς την κατάθεση στην αγγλική της αιτήσεώς της καταχωρίσεως χημικών ουσιών, ότι το έγγραφο αιτήσεως καταχωρίσεως ήταν εκ των προτέρων διατυπωμένο σ’ αυτή τη γλώσσα και επισυναπτόταν στην αλληλογραφία του ECHA, οπότε αυτή έπρεπε απλώς να διευκρινίσει τα λογιστικής φύσεως πληροφοριακά στοιχεία και να σημειώσει το σχετικό με το μέγεθος της επιχειρήσεως τετραγωνίδιο.

26      Ως προς τον ισχυρισμό του ECHA, ότι η προσφεύγουσα δεν διατείνεται ότι δεν κατανόησε την προσβαλλόμενη απόφαση, η προσφεύγουσα, χωρίς να αμφισβητήσει αυτόν τον ισχυρισμό, εκθέτει ότι το συνημμένο σ’ αυτή την απόφαση τιμολόγιο, που είχε συνταχθεί στη γαλλική, αρκούσε αφ’ εαυτού για να συναγάγει αυτή ότι επιβλήθηκε σε βάρος της χρηματική κύρωση.

27      Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι αμφισβήτησε δύο φορές, ήτοι στις 15 και στις 30 Ιουλίου 2013, τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, «όντως όχι με τον κατάλληλο τρόπο από τυπικής απόψεως, λαμβανομένων υπόψη, κατ’ αυτή, των αμφισημιών στα έγγραφα της αλληλογραφίας, τα οποία είχαν συνταχθεί από τον ECHA σε μια γλώσσα που δεν ήταν [η εθνική γλώσσα της]».

28      Με αυτά τα δεδομένα, κατά την προσφεύγουσα, το γεγονός ότι όντως αμφισβήτησε τη νομιμότητα αυτής της χρηματοοικονομικής κυρώσεως δεν σημαίνει ότι αντιλήφθηκε ορθώς το περιεχόμενο του φακέλου της αιτήσεως καταχωρίσεως που είχε αρχικώς λάβει. Είναι, πράγματι, βέβαιο ότι η επιλογή γλώσσας εκ μέρους του ECHA δημιούργησε ευνοϊκές προϋποθέσεις για μια εσφαλμένη ερμηνεία του φακέλου καταχωρίσεως, καθόσον η προσφεύγουσα δεν ανέγραψε στην αίτησή της παρά μόνο τα δικά της χρηματοοικονομικά πληροφοριακά στοιχεία και όχι αυτά της συμμετέχουσας στο κεφάλαιό της επιχειρήσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

29      Πρώτον, όσον αφορά το καθεστώς που διέπει τις προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι προθεσμίες για την άσκηση προσφυγής είναι δημοσίας τάξεως και δεν εξαρτώνται από τη βούληση των διαδίκων και του δικαστή (διάταξη της 15ης Νοεμβρίου 2012, Städter κατά ΕΚΤ, C‑102/12 P, EU:C:2012:723, σκέψη 13).

30      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η αυστηρή εφαρμογή των δικονομικών κανόνων ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή κάθε αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης (βλ. διάταξη της 29ης Ιανουαρίου 2014, Gbagbo κατά Συμβουλίου, C‑397/13 P, EU:C:2014:46, σκέψη 7 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Κατά το άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, δεν χωρεί παρέκκλιση από την εφαρμογή των δικονομικών προθεσμιών παρά μόνον υπό τις, όλως εξαιρετικές, περιστάσεις τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας (βλ. διάταξη Gbagbo κατά Συμβουλίου, σκέψη 30 ανωτέρω, EU:C:2014:46, σκέψη 8 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Εξάλλου, όσον αφορά τις προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής, η έννοια της συγγνωστής πλάνης πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά και μπορεί να αφορά μόνον εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες, μεταξύ άλλων, το οικείο κοινοτικό όργανο επέδειξε συμπεριφορά η οποία, αυτή μόνο ή αυτή κατά κύριο λόγο, μπορούσε να προκαλέσει εύλογη σύγχυση σε καλόπιστο διάδικο που επέδειξε όλη την επιμέλεια που απαιτείται από συναλλασσόμενο με συνήθη ενημέρωση (βλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Bell & Ross κατά ΓΕΕΑ, C‑426/10 P, Συλλογή, EU:C:2011:612, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Εν προκειμένω, η προσβαλλομένη απόφαση κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 21 Μαΐου 2013. Επομένως, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής έληξε την Τετάρτη, 31 Ιουλίου 2013, τα μεσάνυχτα.

34      Δεύτερον, όσον αφορά το γλωσσικό καθεστώς της Ένωσης, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 2 του κανονισμού 1, τα έγγραφα τα οποία απευθύνονται προς τα θεσμικά όργανα από κράτος μέλος ή πρόσωπο που υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους, συντάσσονται, κατ’ επιλογήν του αποστολέα, σε μία από τις επίσημες γλώσσες και η απάντηση των οργάνων συντάσσεται στην ίδια γλώσσα.

35      Εξάλλου, κατά το γράμμα του άρθρου 3 του κανονισμού 1 τα έγγραφα τα οποία απευθύνονται από τα όργανα της Κοινότητας προς κράτος μέλος ή πρόσωπο το οποίο υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους συντάσσονται στη γλώσσα του κράτους αυτού.

36      Το άρθρο 104 του κανονισμού 1907/06 ορίζει ότι ο κανονισμός 1 εφαρμόζεται στον ECHA.

37      Εν προκειμένω, είναι βέβαιο ότι η αίτηση καταχωρίσεως κατατέθηκε από την προσφεύγουσα στην αγγλική.

38      Είναι επίσης βέβαιο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στην αγγλική, συνοδευόμενη από ένα τιμολόγιο, που αφορούσε την επίδικη διοικητική επιβάρυνση, εκδοθέν εν μέρει στην αγγλική και εν μέρει στη γαλλική.

39      Είναι, εξάλλου, βέβαιο ότι η διοικητική ένσταση που άσκησε η προσφεύγουσα ενώπιον του ECHA στις 15 Ιουλίου 2013 είχε συνταχθεί στη γαλλική και ότι, στις 26 Ιουλίου 2013, ο ECHA απάντησε σ’ αυτή την ένσταση μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην ίδια γλώσσα.

40      Με τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου, και ενώ ο ECHA τονίζει ότι αυτή κατανόησε την προσβαλλόμενη απόφαση, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα και δεν διαβεβαιώνει ότι δεν κατανόησε αυτή την απόφαση που της επιβάλλει, στην αγγλική γλώσσα, διοικητική επιβάρυνση. Ιδίως δε, και καθόσον αφορά ειδικότερα το ζήτημα των προθεσμιών ασκήσεως προσφυγής, η τήρηση των οποίων αμφισβητείται στο πλαίσιο της υπό κρίση ενστάσεως απαραδέκτου, η προσφεύγουσα δεν ισχυρίζεται ότι δεν κατανόησε τα πληροφοριακά στοιχεία που περιέχονταν σ’ αυτή την απόφαση και αφορούσαν τις λεπτομέρειες και τις προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής.

41      Η προσφεύγουσα περιορίζεται, επί της ουσίας της υποθέσεως, να υποστηρίξει ότι η χρήση της αγγλικής γλώσσας και ενός λεξιλογίου τεχνικής φύσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας για την καταχώριση των δύο χημικών ουσιών της δημιούργησαν ευνοϊκές προϋποθέσεις για το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε με τη δήλωση για το μέγεθος της επιχειρήσεώς της, πράγμα που δικαιολογεί, κατ’ αυτήν, το ότι δεν έπρεπε να της επιβληθεί καμία διοικητική επιβάρυνση.

42      Γενικότερα, επομένως, η προσφεύγουσα, είτε με το δικόγραφο της προσφυγής της είτε με τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου, δεν παρέχει καμία διευκρίνιση, ικανή να δικαιολογήσει, υπό το πρίσμα της παρατεθείσας στις ως άνω σκέψεις 31 και 32 νομολογίας, το ότι η κατάθεση του δικογράφου προσφυγής έγινε μόλις την 1η Οκτωβρίου 2013.

43      Στην καλλίτερη των περιπτώσεων, η προσφεύγουσα επισημαίνει, στο δικόγραφο της προσφυγής, ότι δύο φορές, ήτοι στις 15 και 30 Ιουλίου 2013, δήλωσε ότι αμφισβητεί τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, «όντως όχι με τον κατάλληλο τρόπο από τυπικής απόψεως, λαμβανομένων υπόψη, κατ’ αυτή, των αμφισημιών στα έγγραφα της αλληλογραφίας, τα οποία είχαν συνταχθεί από τον ECHA σε μια γλώσσα που δεν ήταν [η εθνική γλώσσα της]».

44      Ακόμη κι αν αυτή η άποψη, η οποία αναφέρεται όχι στις προθεσμίες, αλλά μόνο στο τύπο των αμφισβητήσεων της 15ης και 30ής Ιουλίου 2013, έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά επίσης το ζήτημα του εκπροθέσμου της προσφυγής, θα έπρεπε αυτή να απορριφθεί.

45      Πράγματι, είναι αναγκαίο να τονισθεί ότι, καθόσον αφορά, τουλάχιστον, το μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως το σχετικό με τις λεπτομέρειες και τις προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής, η αναφορά σε «αμφισημίες» είναι προδήλως άσχετη.

46      Αφενός, ως προς αυτό το μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως το σχετικό με τις λεπτομέρειες και τις προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής διαπιστώνεται, στη διατύπωσή του στην αγγλική γλώσσα, ότι δεν έχει καμία αμφισημία στην περιγραφή των εν λόγω λεπτομερειών και προθεσμιών.

47      Αφετέρου, η επίκληση και μόνον μιας φερόμενης αμφισημίας προϋποθέτει, λογικά, τον προηγούμενο εντοπισμό της και επομένως, κατ’ ανάγκην, επαρκή γνώση, προκειμένου να είναι δυνατός αυτός ο εντοπισμός, της γλώσσας του φερόμενου ως αμφίσημου κειμένου. Η προσφεύγουσα όμως, ενώ επικαλείται αορίστως αμφισημίες, δεν τις προσδιορίζει.

48      Επομένως, αν υποτεθεί ότι η εκτεθείσα στη σκέψη 43 ανωτέρω άποψη πρέπει να νοηθεί ως αφορώσα επίσης το ζήτημα των προθεσμιών ασκήσεως προσφυγής, δεν είναι αυτή τέτοιας φύσεως, ώστε να διευκρινίζει, ακόμη δε λιγότερο να δικαιολογεί, γιατί το δικόγραφο προσφυγής κατατέθηκε μόλις την 1η Οκτωβρίου 2013.

49      Επιπλέον και επαλλήλως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, απαντώντας στη συντεταγμένη στη γαλλική γλώσσα διοικητική ένσταση της 15ης Ιουλίου, που του περιήλθε στις 25 Ιουλίου 2013, ο ECHA, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 26 Ιουλίου 2013, επισήμανε την προσφεύγουσα, στην ίδια γλώσσα, ότι η προσφυγή έπρεπε να ασκηθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου εντός δύο μηνών από της προσβαλλομένης αποφάσεως και της υπέδειξε τον σύνδεσμο προς τον ιστότοπο του Δικαστηρίου.

50      Ακολούθως, η εκ μέρους της προσφεύγουσας επίκληση φερομένων αμφισημιών, απορριφθείσα με επαρκή αιτιολόγηση στις σκέψεις 42 έως 47 ανωτέρω, αντικρούεται επίσης από την κατ’ επανάληψη εκ μέρους του ECHA μνεία στη γαλλική των περιεχομένων στην προσβαλλόμενη απόφαση πληροφοριακών στοιχείων που αφορούν τις λεπτομέρειες και τις προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής.

51      Κατόπιν των περιεχομένων στην προσβαλλόμενη απόφαση πληροφοριακών στοιχείων και της επαναλήψεώς τους από τον ECHA στις 26 Ιουλίου 2013, η προσφεύγουσα, αντί να καταθέσει το δικόγραφο της προσφυγής της υπογεγραμμένο από δικηγόρο εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, έκρινε αρκετό να το αποστείλει στο Γενικό Δικαστήριο υπό μορφή ταχυδρομηθέντος εγγράφου την παραμονή της λήξεως αυτής της προθεσμίας και υπογεγραμμένο από ένα διαχειριστή. Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, δικόγραφο το οποίο δεν έχει υπογραφεί από δικηγόρο πάσχει πλημμέλεια συνεπαγόμενη το απαράδεκτο της προσφυγής κατά τη λήξη των διαδικαστικών προθεσμιών και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο τακτοποιήσεως (απόφαση Bell & Ross κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:C:2011:612, σκέψη 42).

52      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών της υπό κρίση περιπτώσεως και εν απουσία περιστάσεων όπως των μνημονευομένων στις σκέψεις 31 και 32 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση απαραδέκτου που πρότεινε ο ECHA και να απορριφθεί η προσφυγή ως εκπρόθεσμη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

53      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ECHA.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Société européenne des chaux et liants φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA).

Λουξεμβούργο, 2 Οκτωβρίου 2015.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      S. Frimodt Nielsen


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.