Language of document : ECLI:EU:T:2022:809

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 14ης Δεκεμβρίου 2022 (*)

«Επιδοτήσεις – Εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ινδονησίας – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2019/2092 – Οριστικός αντισταθμιστικός δασμός – Άρθρο 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1037 – Χρηματοδοτική συνεισφορά – Άρθρο 3, σημείο 2, του κανονισμού 2016/1037 – Πλεονέκτημα – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2016/1037 – Υπολογισμός του ποσού της αντισταθμίσιμης επιδότησης – Άρθρο 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό iv, και σημείο 2, του κανονισμού 2016/1037 – Ενέργεια η οποία συνίσταται σε “ανάθεση” ή “εντολή” προς ιδιωτικό φορέα να εκτελέσει μια λειτουργία που συνιστά χρηματοδοτική συνεισφορά – Τίμημα χαμηλότερο του κανονικού – Στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών – Άρθρο 28, παράγραφος 5, του κανονισμού 2016/1037 – Χρησιμοποίηση των διαθέσιμων στοιχείων – Άρθρο 3, σημείο 2, και άρθρο 6, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2016/1037 – Πλεονέκτημα – Άρθρο 8, παράγραφος 8, του κανονισμού 2016/1037 – Κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής – Άρθρο 8, παράγραφοι 5 και 6, του κανονισμού 2016/1037 – Αιτιώδης συνάφεια – Ανάλυση περί καταλογισμού – Ανάλυση περί μη καταλογισμού»

Στην υπόθεση T‑111/20,

PT Wilmar Bioenergi Indonesia, με έδρα τη Medan (Ινδονησία),

PT Wilmar Nabati Indonesia, με έδρα τη Medan,

PT Multi Nabati Sulawesi, με έδρα τη Sulawesi Utara (Ινδονησία),

εκπροσωπούμενες από τους P. Vander Schueren και T. Martin‑Brieu, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον P. Kienapfel, τον G. Luengo και την P. Němečková,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

European Biodiesel Board (EBB), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενο από τους M.-S. Dibling και L. Amiel, δικηγόρους,

παρεμβαίνον,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους S. Gervasoni (εισηγητή), πρόεδρο, L. Madise, P. Nihoul, R. Frendo και J. Martín y Pérez de Nanclares, δικαστές,

γραμματέας: I. Kurme, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Ιανουαρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησαν βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, οι προσφεύγουσες, PT Wilmar Bioenergi Indonesia, PT Wilmar Nabati Indonesia και PT Multi Nabati Sulawesi, ζητούν την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/2092 της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2019, για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ινδονησίας (ΕΕ 2019, L 317, σ. 42, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός), στο μέτρο που ο εν λόγω κανονισμός τις αφορά.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Οι προσφεύγουσες είναι ινδονησιακές εταιρίες που παράγουν και εξάγουν βιοντίζελ.

3        Στις 19 Νοεμβρίου 2013 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1194/2013, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βιοντίζελ, καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας (ΕΕ 2013, L 315, σ. 2), με τον οποίο επιβλήθηκε οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις προσφεύγουσες.

4        Στις 25 Νοεμβρίου 2013 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 1198/2013, για την περάτωση της διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 330/2013 για την υπαγωγή των εν λόγω εισαγωγών σε καταγραφή (ΕΕ 2013, L 315, σ. 67).

5        Στις 15 Σεπτεμβρίου 2016 το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τα άρθρα 1 και 2 του εκτελεστικού κανονισμού 1194/2013, καθόσον αφορούσαν τις δύο πρώτες προσφεύγουσες (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, PT Wilmar Bioenergi Indonesia και PT Wilmar Nabati Indonesia κατά Συμβουλίου, T‑139/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:499).

6        Στις 25 Ιανουαρίου 2018, μετά από αίτηση της Δημοκρατίας της Ινδονησίας, η ειδική ομάδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) εξέδωσε έκθεση σχετικά με τα μέτρα αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον εκτελεστικό κανονισμό 1194/2013 στις εισαγωγές βιοντίζελ από την Ινδονησία [έκθεση της ειδικής ομάδας του ΠΟΕ με τίτλο «Ευρωπαϊκή Ένωση – Μέτρα αντιντάμπινγκ επί του βιοντίζελ καταγωγής Ινδονησίας», εκδοθείσα στις 25 Ιανουαρίου 2018 (WT/DS 480/R)]. Η ειδική ομάδα του ΠΟΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε ενεργήσει κατά τρόπο μη συμβατό με πλείονες διατάξεις της γενικής συμφωνίας για τους τελωνειακούς δασμούς και το εμπόριο (ΓΣΔΕ) και της συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της ΓΣΔΕ (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103), που περιέχονται στο παράρτημα 1 A της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ (ΕΕ 1994, L 336, σ. 3).

7        Στις 22 Οκτωβρίου 2018 το European Biodiesel Board (EBB) υπέβαλε στην Επιτροπή καταγγελία βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1037 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 55), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/825 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018 (ΕΕ 2018, L 143, σ. 1) (στο εξής: βασικός κανονισμός). Κατά την καταγγελία του EBB, οι εισαγωγές βιοντίζελ από την Ινδονησία ήταν επιδοτούμενες και, ως εκ τούτου, προκαλούσαν ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

8        Με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 6 Δεκεμβρίου 2018 (ΕΕ 2018, C 439, σ. 16), η Επιτροπή κίνησε διαδικασία κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ινδονησίας.

9        Το προϊόν που αφορούσε η έρευνα είναι «οι μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων και/ή τα παραφινικά πετρέλαια που προέρχονται από σύνθεση και/ή υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, κοινώς γνωστό ως “βιοντίζελ”, σε καθαρή μορφή ή σε μορφή μείγματος, καταγωγής Ινδονησίας».

10      Το βιοντίζελ που παράγεται στην Ινδονησία είναι κυρίως μεθυλεστέρας φοινικέλαιου (στο εξής: ΜΦ), που προέρχεται από ακατέργαστο φοινικέλαιο (στο εξής: ΑΦ). Το βιοντίζελ που παράγεται στην Ένωση είναι κυρίως μεθυλεστέρας ελαιοκράμβης (στο εξής: ΜΕ), αλλά προέρχεται και από άλλες πρώτες ύλες, περιλαμβανομένου του ΑΦ.

11      Ο ΜΦ και ο ΜΕ ανήκουν αμφότεροι στην κατηγορία των μονοαλκυλεστέρων λιπαρών οξέων. Ο όρος «εστέρες» παραπέμπει στη μετεστεροποίηση φυτικών ελαίων, δηλαδή στην ανάμειξη του ελαίου με αλκοόλη, από την οποία παράγεται βιοντίζελ και, ως υποπροϊόν, γλυκερίνη. Ο όρος «μεθυλ-» αναφέρεται στη μεθανόλη, την αλκοόλη που χρησιμοποιείται συχνότερα στη διαδικασία. Οι μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων είναι γνωστοί και ως «μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων» (στο εξής: FAME). Μολονότι ο ΜΦ και ο ΜΕ είναι αμφότεροι FAME, έχουν επίσης εν μέρει διαφορετικές φυσικές και χημικές ιδιότητες και, κυρίως, διαφορετικό σημείο έμφραξης φίλτρου εν ψυχρώ (στο εξής: CFPP). Το CFPP είναι η θερμοκρασία στην οποία ένα καύσιμο προκαλεί έμφραξη στο φίλτρο καυσίμου επειδή ορισμένα συστατικά του καυσίμου κρυσταλλώνουν ή παγώνουν. Για τον ΜΕ, το CFPP μπορεί να είναι – 14 °C, ενώ για τον ΜΦ είναι περίπου 13 °C. Στην αγορά, το βιοντίζελ με συγκεκριμένο CFPP περιγράφεται συχνά ως FAME X, όπως FAME 0 ή FAME 5.

12      Η έρευνα για τις επιδοτήσεις και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2017 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2018 (στο εξής: περίοδος έρευνας). Η ανάλυση των χρήσιμων τάσεων για την εξακρίβωση της ζημίας κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως το τέλος της περιόδου έρευνας. Όπου κρίθηκε απαραίτητο, η Επιτροπή εξέτασε και στοιχεία μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας.

13      Με έγγραφο της 25ης Ιανουαρίου 2019, η PT Wilmar Bioenergi Indonesia απάντησε στο ερωτηματολόγιο που της είχε αποστείλει η Επιτροπή σχετικά με τις επιδοτήσεις στις 19 Δεκεμβρίου 2018. Η Επιτροπή διενήργησε επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις των προσφευγουσών στην Ινδονησία από τις 18 έως την 21η Μαρτίου 2019.

14      Συγχρόνως, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις ακόλουθες παρατηρήσεις: στις 17 Ιανουαρίου 2019, επί της καταγγελίας· στις 14 Φεβρουαρίου 2019, επί των στοιχείων που υπέβαλαν το EBB και οι παραγωγοί βιοντίζελ της Ένωσης του δείγματος και επί των ισχυρισμών περί κινδύνου πρόκλησης ζημίας· στις 14 Φεβρουαρίου 2019, επί της δυνατότητας λήψης αντισταθμιστικών μέτρων σε σχέση με τα εικαζόμενα καθεστώτα επιδοτήσεων, και, στις 19 Ιουνίου 2019, επί των ισχυρισμών περί κινδύνου πρόκλησης ζημίας που περιέχονταν στις παρατηρήσεις του EBB της 29ης Απριλίου 2019 και επί του αιτήματος καταγραφής των εισαγωγών που υπέβαλε το EBB.

15      Στις 12 Αυγούστου 2019 η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2019/1344, για την επιβολή προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ινδονησίας (ΕΕ 2019, L 212, σ. 1, στο εξής: προσωρινός κανονισμός). Ο συντελεστής του προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού που επιβλήθηκε στην PT Wilmar Bioenergi Indonesia και στην PT Wilmar Nabati Indonesia ήταν 15,7 %. Ο συντελεστής του προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού που επιβλήθηκε σε «[ό]λες τις άλλες εταιρίες» πλην εκείνων που κατονομάζονταν ρητώς στο άρθρο 1 του προσωρινού κανονισμού ήταν 18 %.

16      Στις 13 Αυγούστου 2019 η Επιτροπή γνωστοποίησε στις προσφεύγουσες τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων εξέδωσε τον προσωρινό κανονισμό.

17      Στις 28 Αυγούστου 2019 οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του προσωρινού κανονισμού και επί των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και των εκτιμήσεων βάσει των οποίων εκδόθηκε ο προσωρινός κανονισμός.

18      Στις 4 Οκτωβρίου 2019 η Επιτροπή κοινοποίησε τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων επροτίθετο να λάβει οριστικά αντισταθμιστικά μέτρα για τις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ινδονησίας. Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτών στις 14 Οκτωβρίου 2019.

19      Στο πέρας της διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων, η Επιτροπή εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό με τον οποίο επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει με τον προσωρινό κανονισμό. Η Επιτροπή έκρινε ότι η Κυβέρνηση της Ινδονησίας είχε στηρίξει τον κλάδο του βιοντίζελ μέσω επιδοτήσεων κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, του βασικού κανονισμού. Κατά την Επιτροπή, η εν λόγω στήριξη παρασχέθηκε μέσω ορισμένων προγραμμάτων. Ειδικότερα, το Oil Palm Plantation Fund (στο εξής: OPPF), δημόσιος οργανισμός, κατέβαλλε στους παραγωγούς βιοντίζελ που προμήθευαν βιοντίζελ σε εταιρίες οι οποίες είχαν οριστεί ως «Petrofuel Entities» τη διαφορά μεταξύ της τιμής αναφοράς του ορυκτού ντίζελ, την οποία κατέβαλλαν οι εν λόγω Petrofuel Entities, και της τιμής αναφοράς του βιοντίζελ που καθόριζε ο Υπουργός Ενέργειας και Ορυκτών Πόρων. Η Επιτροπή κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι η Κυβέρνηση της Ινδονησίας είχε αναθέσει ή είχε δώσει εντολή στους παραγωγούς ΑΦ, πρώτης ύλης την οποία οι παραγωγοί βιοντίζελ αγόραζαν με σκοπό να τη μεταποιήσουν σε βιοντίζελ, να προμηθεύουν την εν λόγω πρώτη ύλη έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού, μεταξύ άλλων μέσω εξαγωγικών περιορισμών και ελέγχου των τιμών μέσω του ομίλου δημόσιων εταιριών PT Perkebunan Nusantara (στο εξής: PTPN).

20      Ο συντελεστής του οριστικού αντισταθμιστικού δασμού που επιβλήθηκε στην PT Wilmar Bioenergi Indonesia και στην PT Wilmar Nabati Indonesia ήταν 15,7 %. Ο συντελεστής του οριστικού αντισταθμιστικού δασμού που επιβλήθηκε σε «[ό]λες τις άλλες εταιρίες» πλην εκείνων που κατονομάζονταν ρητώς στο άρθρο 1του προσβαλλόμενου κανονισμού ήταν 18 %.

 Αιτήματα των διαδίκων

21      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό κατά το μέρος που τις αφορά·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

22      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το EBB, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη όσον αφορά την PT Multi Nabati Sulawesi·

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

23      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν κατ’ ουσίαν τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν:

–        ο πρώτος, παράβαση του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό i, και σημείο 2, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού και περιπτώσεις πρόδηλης πλάνης εκτίμησης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον, αφενός, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα ποσά που κατέβαλε το OPPF συνιστούν αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις και, αφετέρου, δεν προσάρμοσε ούτε το όφελος που δήθεν προσπορίστηκαν οι προσφεύγουσες, ώστε να ληφθούν υπόψη οι συμφωνηθείσες μειώσεις, ούτε το κόστος μεταφοράς και πιστώσεων με το οποίο επιβαρύνθηκαν οι προσφεύγουσες για τη λήψη των υποτιθέμενων επιδοτήσεων·

–        ο δεύτερος, παράβαση του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό iv, σημείο 1, στοιχείο βʹ, και σημείο 2, του άρθρου 6, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 28, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, καθώς και περιπτώσεις πρόδηλης πλάνης εκτίμησης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε κρατική ενίσχυση για την αγορά ΑΦ έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού·

–        ο τρίτος, παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτίμησης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής·

–        ο τέταρτος, παράβαση του άρθρου 8, παράγραφοι 5 και 6, του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτίμησης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές από την Ινδονησία ενέχουν κίνδυνο πρόκλησης ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, και παρέβλεψε τις επιπτώσεις των εισαγωγών από την Αργεντινή.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό i, και σημείο 2, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού, καθώς και περιπτώσεις πρόδηλης πλάνης εκτίμησης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον, αφενός, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα ποσά που κατέβαλε το OPPF συνιστούν αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις και, αφετέρου, δεν προσάρμοσε ούτε το όφελος που δήθεν προσπορίστηκαν οι προσφεύγουσες, ώστε να ληφθούν υπόψη οι συμφωνηθείσες μειώσεις, ούτε το κόστος μεταφοράς και πιστώσεων με το οποίο επιβαρύνθηκαν οι προσφεύγουσες για τη λήψη των υποτιθέμενων επιδοτήσεων

24      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αποτελείται από τέσσερα σκέλη, τα οποία η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το EBB, αντικρούει.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτίμησης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον έκρινε ότι τα ποσά που κατέβαλε το OPPF συνιστούν χρηματική συνεισφορά του Δημοσίου ή δημόσιου οργανισμού

25      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα ποσά που κατέβαλε το OPPF δεν συνιστούν χρηματική συνεισφορά του Δημοσίου ή δημόσιου οργανισμού.

26      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, σε ζητήματα μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτίμησης λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών και πολιτικών καταστάσεων που οφείλουν να εξετάζουν (βλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2018, Gul Ahmed Textile Mills κατά Συμβουλίου, C‑100/17 P, EU:C:2018:842, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Η ευρεία εξουσία εκτίμησης την οποία τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας αφορά επίσης την εξακρίβωση της ύπαρξης χρηματοδοτικής συνεισφοράς κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, του βασικού κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2012, Novatex κατά Συμβουλίου, T‑556/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:537, σκέψεις 34 και 35).

28      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού ορίζει ότι η επιδότηση θεωρείται ότι συντρέχει εφόσον πληρούνται οι όροι που αναφέρονται στα σημεία 1 και 2, δηλαδή εφόσον υπάρχει «χρηματοδοτική συνεισφορά» του Δημοσίου στη χώρα καταγωγής ή εξαγωγής και εφόσον με τον τρόπο αυτό προσπορίζεται κάποιο «όφελος».

29      Σκοπός του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού είναι να ορίσει την έννοια «χρηματοδοτική συνεισφορά» κατά τρόπον ώστε να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του ορισμού αυτού τα μέτρα του Δημοσίου τα οποία δεν υπάγονται σε μία από τις κατηγορίες που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη. Υπ’ αυτό ακριβώς το πρίσμα, το άρθρο 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό i έως iii, του βασικού κανονισμού απαριθμεί συγκεκριμένες περιπτώσεις οι οποίες πρέπει να θεωρείται ότι συνεπάγονται χρηματοδοτική συνεισφορά του Δημοσίου, ήτοι άμεση ή έμμεση μεταφορά πόρων, διαφυγόντα κρατικά έσοδα ή παροχή αγαθών ή υπηρεσιών ή αγορά αγαθών, ενώ το άρθρο 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό iv, δεύτερη περίπτωση, προβλέπει ότι το γεγονός ότι το Δημόσιο αναθέτει ή δίνει εντολή σε ιδιωτικό φορέα να διενεργήσει μία ή περισσότερες από τις πράξεις που περιγράφονται υπό i, ii και iii ισοδυναμεί με χορήγηση χρηματοδοτικής συνεισφοράς από το Δημόσιο κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού (απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T‑300/16, EU:T:2019:235, σκέψη 106).

30      Από την ερμηνεία του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού, και ιδίως τη φράση «χρηματοδοτική συνεισφορά του Δημοσίου», καθίσταται σαφές ότι η χρηματοδοτική συνεισφορά πρέπει να μπορεί να καταλογιστεί στο Δημόσιο. Εντούτοις, η συγκεκριμένη διάταξη δεν περιέχει οποιαδήποτε διευκρίνιση όσον αφορά την προέλευση των μεταφερόμενων κεφαλαίων. Συγκεκριμένα, το άρθρο 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό i, περιλαμβάνει στην έννοια της «χρηματοδοτικής συνεισφοράς» την περίπτωση στην οποία «το Δημόσιο ενεργεί κατά τρόπο» που συνεπάγεται άμεση μεταφορά κεφαλαίων, χωρίς πρόσθετες απαιτήσεις όσον αφορά την προέλευση των εν λόγω κεφαλαίων. Το γεγονός ότι η προέλευση των κεφαλαίων ουδεμία ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό ενέργειας του Δημοσίου ως «χρηματοδοτικής συνεισφοράς του Δημοσίου» αναδεικνύεται σαφώς στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό iv, στην οποία προβλέπεται ότι το Δημόσιο αναθέτει ή δίνει εντολή σε ιδιωτικό φορέα να διενεργήσει ορισμένες πράξεις, όπως την άμεση μεταφορά κεφαλαίων, χωρίς να διευκρινίζεται η προέλευση των χρησιμοποιούμενων κεφαλαίων. Από τις προμνησθείσες διατάξεις προκύπτει ότι η έννοια της «χρηματοδοτικής συνεισφοράς του Δημοσίου» περιλαμβάνει κάθε χρηματικό μέσο το οποίο το Δημόσιο μπορεί πραγματικά να χρησιμοποιήσει.

31      Εν προκειμένω, από τις αιτιολογικές σκέψεις 30 έως 33 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι το OPPF είναι δημόσιος οργανισμός, στοιχείο το οποίο δεν αμφισβητείται από τις προσφεύγουσες. Το OPPF χρησιμοποιείται για τη στήριξη των αγορών βιοντίζελ από τις οντότητες τις οποίες ορίζουν κρατικοί φορείς, έχει δε αναθέσει σε έναν οργανισμό, τον Οργανισμό διαχείρισης του ταμείου (στο εξής: οργανισμός διαχείρισης), την είσπραξη των εισφορών που καταβάλλονται κατά την εξαγωγή προϊόντων φοινικέλαιου από τις οποίες χρηματοδοτείται (αιτιολογικές σκέψεις 41 έως 43 του προσωρινού κανονισμού).

32      Από τον προσωρινό κανονισμό προκύπτει ότι το ταμείο επιδότησης βιοντίζελ, το οποίο αποτελεί τμήμα του OPPF, ιδρύθηκε με τον προεδρικό κανονισμό 61/2015 (αιτιολογική σκέψη 40) και ότι στον οργανισμό διαχείρισης ανατέθηκε το καθήκον είσπραξης των εισφορών κατά την εξαγωγή προϊόντων φοινικέλαιου, από τις οποίες χρηματοδοτείται το OPPF (αιτιολογικές σκέψεις 41 και 42). Με το άρθρο 1, παράγραφος 4, του προεδρικού κανονισμού 61/2015 η Κυβέρνηση της Ινδονησίας εξουσιοδότησε τον οργανισμό διαχείρισης να αξιοποιεί τις εισφορές κατά την εξαγωγή και τους εξαγωγικούς φόρους που επιβάλλονται στο ΑΦ και τα παράγωγά του, το δε άρθρο 18, παράγραφος 1, του προεδρικού κανονισμού 66/2018 ορίζει ρητώς ότι «η αξιοποίηση των κεφαλαίων […] προορίζεται για την κάλυψη της διαφοράς μεταξύ του δείκτη τιμών της αγοράς για το ντίζελ και του δείκτη τιμών της αγοράς για το βιοντίζελ» (αιτιολογικές σκέψεις 58 και 60). Επομένως, η διαφορά μεταξύ της τιμής αναφοράς του ντίζελ και της τιμής αναφοράς του βιοντίζελ καταβάλλεται στους παραγωγούς βιοντίζελ από τον οργανισμό διαχείρισης από τα κεφάλαια του OPPF (αιτιολογική σκέψη 47).

33      Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προέλευση και ο χαρακτήρας των κεφαλαίων που χρησιμοποιήθηκαν για τις πληρωμές του οργανισμού διαχείρισης στους παραγωγούς βιοντίζελ, ήτοι η εισφορά κατά την εξαγωγή που κατέβαλλαν οι παραγωγοί-εξαγωγείς, είναι στοιχεία κρίσιμα προκειμένου να εξακριβωθεί η ύπαρξη χρηματοδοτικής συνεισφοράς. Δεύτερον, κατά τις προσφεύγουσες, η εισφορά κατά την εξαγωγή προοριζόταν ρητώς για τη χρηματοδότηση του OPPF και η Κυβέρνηση της Ινδονησίας δεν μπορούσε να τη διαθέσει με άλλον τρόπο. Τρίτον, κατά τις προσφεύγουσες, το OPPF χρηματοδοτούνταν από την αλυσίδα εφοδιασμού ΑΦ προς όφελος της ίδιας αυτής αλυσίδας και, επομένως, οι πληρωμές δεν συνεπάγονταν οποιοδήποτε κόστος για την Κυβέρνηση της Ινδονησίας.

34      Επ’ αυτού, υπενθυμίζεται, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 30 ανωτέρω, ότι το άρθρο 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού δεν περιέχει οποιαδήποτε διευκρίνιση όσον αφορά την προέλευση των μεταβιβαζόμενων κεφαλαίων και, επομένως, περιλαμβάνει κάθε χρηματικό μέσο το οποίο το Δημόσιο μπορεί πραγματικά να χρησιμοποιήσει.

35      Συνεπώς, η προτεινόμενη από τις προσφεύγουσες ερμηνεία της ως άνω διάταξης, η οποία λαμβάνει υπόψη την προέλευση των κεφαλαίων που το Δημόσιο κατέβαλε ως χρηματοδοτική συνεισφορά και τον τρόπο με τον οποίο το Δημόσιο μπορεί να διαθέσει τα εν λόγω κεφάλαια δυνάμει της εθνικής ρύθμισης, πρέπει να απορριφθεί. Επιπλέον, το γεγονός ότι τα κεφάλαια του OPPF προέρχονται από την εισφορά κατά την εξαγωγή που καταβάλλουν οι παραγωγοί-εξαγωγείς δεν συνεπάγεται ότι, όταν τα εν λόγω κεφάλαια καταβάλλονται στους παραγωγούς βιοντίζελ για την κάλυψη της διαφοράς μεταξύ του δείκτη τιμών της αγοράς για το ντίζελ και του δείκτη τιμών της αγοράς για το βιοντίζελ, δεν υπάρχει επιβάρυνση για τον δημόσιο φορέα που τα καταβάλλει.

36      Επισημαίνεται, επιπλέον, πρώτον, ότι το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από την απόφαση της 14ης Ιουλίου 1988, Fediol κατά Επιτροπής (188/85, EU:C:1988:400), την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες. Είναι αληθές ότι, σε εκείνη την υπόθεση, η οποία είχε ως αντικείμενο προσφυγή με αίτημα την ακύρωση απόφασης της Επιτροπής σχετικά με την περάτωση διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων που είχε κινηθεί κατόπιν καταγγελίας της προσφεύγουσας, το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα ότι η έννοια της επιδότησης πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως και ότι υπάρχει επιδότηση εφόσον αποτέλεσμα του συνόλου των λαμβανόμενων μέτρων είναι η παροχή πλεονεκτημάτων σε όσους ωφελούνται από τα μέτρα αυτά. Εντούτοις, με την ίδια απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια της επιδότησης των εξαγωγών του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2176/84 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1984, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ 1984, L 201, σ. 1), προϋποθέτει αναγκαστικά, κατά τον νομοθέτη της Ένωσης, την άμεση ή έμμεση χρηματική επιβάρυνση δημόσιων οργανισμών, η δε έννοια της επιβάρυνσης καλύπτει όχι μόνο την περίπτωση κατά την οποία το Δημόσιο προβαίνει στην καταβολή χρηματικών ποσών, αλλά και την περίπτωση κατά την οποία παραιτείται από την είσπραξη φορολογικών απαιτήσεων (απόφαση της 14ης Ιουλίου 1988, Fediol κατά Επιτροπής, 188/85, EU:C:1988:400, σκέψη 12). Η συγκεκριμένη απόφαση, η οποία δεν λαμβάνει υπόψη την προέλευση των χρησιμοποιηθέντων κεφαλαίων, δεν αποκλείει τα ποσά που κατέβαλε εν προκειμένω ο οργανισμός διαχείρισης, τα οποία χρηματοδοτήθηκαν από την είσπραξη εισφοράς κατά την εξαγωγή από τον εν λόγω οργανισμό, να συνιστούν άμεση χρηματική επιβάρυνση δημόσιου οργανισμού.

37      Δεύτερον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα που οι προσφεύγουσες αντλούν από την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ με τίτλο «ΗΠΑ – Μέτρα που επηρεάζουν το εμπόριο μεγάλων πολιτικών αεροσκαφών (Δεύτερη καταγγελία)», η οποία εκδόθηκε στις 12 Μαρτίου 2012 (WT/DS 353/AB/R, σημείο 617) [στο εξής: έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου με τίτλο «ΗΠΑ – Μεγάλα πολιτικά αεροσκάφη (Δεύτερη καταγγελία)»].

38      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, οι ερμηνείες, από το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, της συμφωνίας για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα που περιέχεται στο παράρτημα 1 A της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ (ΕΕ 1994, L 336, σ. 156, στο εξής: συμφωνία ΕΑΜ) δεν δεσμεύουν το Γενικό Δικαστήριο κατά την εκτίμηση του κύρους του προσβαλλόμενου κανονισμού (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 1ης Μαρτίου 2005, Van Parys, C‑377/02, EU:C:2005:121, σκέψη 54, της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T‑300/16, EU:T:2019:235, σκέψη 103, και της 19ης Μαΐου 2021, China Chamber of Commerce for Import and Export of Machinery and Electronic Products κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑254/18, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2021:278, σκέψη 419).

39      Εντούτοις, το Δικαστήριο υπογραμμίζει επίσης ότι η αρχή του γενικού διεθνούς δικαίου περί υποχρέωσης τήρησης των συμβατικών δεσμεύσεων (pacta sunt servanda), η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 26 της Σύμβασης της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969, συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της συμφωνίας ΕΑΜ, να λάβει υπόψη την ερμηνεία των διαφόρων διατάξεων της συμφωνίας αυτής από το όργανο επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 32, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella στην υπόθεση Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2021:533, σημείο 24, τις οποίες το Δικαστήριο υιοθέτησε στην εν λόγω υπόθεση· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Τριτοβάθμια εκπαίδευση), C‑66/18, EU:C:2020:792, σκέψη 92]. Επομένως, ουδόλως εμποδίζεται το Γενικό Δικαστήριο να λάβει υπόψη την ερμηνεία αυτή, όταν πρόκειται να προβεί σε ερμηνεία των διατάξεων του βασικού κανονισμού που αντιστοιχούν στις διατάξεις της συμφωνίας ΕΑΜ (απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T‑300/16, EU:T:2019:235, σκέψη 103).

40      Εν πάση περιπτώσει, στο σημείο 617 της έκθεσης του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου με τίτλο «ΗΠΑ – Μεγάλα πολιτικά αεροσκάφη (Δεύτερη καταγγελία)», την οποία επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες, διευκρινίζεται ότι «η άμεση μεταφορά κεφαλαίων θα συνεπάγεται κανονικά τη χορήγηση χρηματοδότησης από το Δημόσιο στον αποδέκτη». Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η χρηματοδοτική συνεισφορά χορηγείται «κανονικά […] από το Δημόσιο», πλην όμως, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, δεν θέτει απαιτήσεις όσον αφορά την προέλευση των κεφαλαίων που διαθέτει το Δημόσιο.

41      Δεδομένου ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών απορρίφθηκαν στο σύνολό τους, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό i, του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτίμησης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον έκρινε ότι τα ποσά που κατέβαλε το OPPF συνιστούν επιδοτήσεις

42      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα ποσά που κατέβαλε το OPPF δεν συνιστούν άμεση μεταφορά κεφαλαίου υπό μορφή επιδότησης, αλλά πληρωμή για την αγορά του βιοντίζελ.

43      Υπενθυμίζεται, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 29 και 30 ανωτέρω, ότι στο άρθρο 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού απαριθμούνται συγκεκριμένες περιπτώσεις οι οποίες πρέπει να θεωρείται ότι ενέχουν χρηματοδοτική συνεισφορά του Δημοσίου, μεταξύ άλλων η άμεση ή έμμεση μεταφορά κεφαλαίων, και ότι η χρηματοδοτική συνεισφορά πρέπει να μπορεί να καταλογιστεί στο Δημόσιο.

44      Επιπλέον, προκειμένου να εκτιμηθεί αν άμεση μεταφορά κεφαλαίων αποτελεί όφελος που συνιστά επιδότηση κατά την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού, δυνάμενη να δικαιολογήσει την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η έλλειψη ανταλλάγματος, ή ισοδύναμου ανταλλάγματος, εκ μέρους της αποδέκτριας της μεταφοράς κεφαλαίων επιχείρησης.

45      Εν προκειμένω, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 45 έως 50 του προσωρινού κανονισμού (και την αιτιολογική σκέψη 37 του προσβαλλόμενου κανονισμού), η διαδικασία που η Επιτροπή χαρακτήρισε «άμεση μεταφορά κεφαλαίων» ήταν η εξής:

«(45) Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του προεδρικού κανονισμού 26/2016 προβλέπεται ότι “ο γενικός διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Νέας Ανανεώσιμης Ενέργειας και Εξοικονόμησης Ενέργειας (EBTKE) διορίζει τον φορέα Petrofuel Entity, ο οποίος υλοποιεί την προμήθεια βιοντίζελ, όπως νοείται στο άρθρο 4, στο πλαίσιο της χρηματοδότησης από τον Οργανισμό διαχείρισης του ταμείου, τηρώντας την πολιτική της διοικούσας επιτροπής του Οργανισμού διαχείρισης του ταμείου” και στο ακόλουθο άρθρο 9 παράγραφος 8 ότι “βάσει έγκρισης του Υπουργού, όπως νοείται στην παράγραφο 7, ο γενικός διευθυντής του EBTKE ορίζει, εξ ονόματος του Υπουργού: α. τους παραγωγούς βιοντίζελ που πρόκειται να συμμετάσχουν στην προμήθεια βιοντίζελ· και β. την κατανομή του όγκου βιοντίζελ για κάθε παραγωγό βιοντίζελ”. […]

(46) Οι παραγωγοί βιοντίζελ που επέλεξαν να συμμετάσχουν και στους οποίους χορηγήθηκε ποσόστωση δυνάμει του εν λόγω κανονισμού υποχρεούνται να πωλούν τη μηνιαία ποσότητα βιοντίζελ στον αποκαλούμενο φορέα “Petrofuel Entity”. Έως τώρα, η Κυβέρνηση της Ινδονησίας έχει διορίσει ως Petrofuel Entity τις εξής εταιρίες:

α) PT Pertamina (“Pertamina”), εταιρία πετρελαίου και φυσικού αερίου κρατικής ιδιοκτησίας, και

β) PT AKR Corporindo Tbk (“AKR”), ιδιωτική εταιρία πετρελαίου και φυσικού αερίου.

(47) Το ταμείο OPPF προβλέπει έναν ειδικό μηχανισμό πληρωμών, με βάση τον οποίο η Pertamina (και για ορισμένες μικρές ποσότητες η AKR) καταβάλλει στους παραγωγούς βιοντίζελ την τιμή αναφοράς του ντίζελ (σε αντίθεση με την πραγματική τιμή βιοντίζελ, η οποία κατά την περίοδο της έρευνας θα ήταν υψηλότερη), ενώ η διαφορά ανάμεσα στην τιμή αναφοράς του ντίζελ και την τιμή αναφοράς του βιοντίζελ καταβάλλεται στους παραγωγούς βιοντίζελ από τον Οργανισμό διαχείρισης μέσω του ταμείου OPPF.

(48) Η τιμή αναφοράς για το ντίζελ και το βιοντίζελ καθορίζεται από τον Υπουργό Ενέργειας και Ορυκτών Πόρων […] ως εξής:

α) Η τιμή αναφοράς του ντίζελ βασίζεται στις τιμές που αναφέρει η Platts Singapore για το πετρέλαιο […] και στο κόστος παραγωγής ντίζελ στην Ινδονησία.

β) […] η τιμή αναφοράς του βιοντίζελ βασίζεται στην εγχώρια τιμή του [ΑΦ], στην οποία προστίθεται το κόστος μεταποίησης […].

(49) Πιο συγκεκριμένα, κάθε παραγωγός βιοντίζελ –συμπεριλαμβανομένων όλων των παραγωγών-εξαγωγέων– εκδίδει τιμολόγια προς την Pertamina (ή την AKR, κατά περίπτωση) για τον όγκο βιοντίζελ τον οποίο απαιτείται να χρησιμοποιεί ο αγοραστής βάσει της υποχρέωσης ανάμειξης [κατά την οποία, σε ό,τι αφορά διάφορες εφαρμογές, όπως, για παράδειγμα, τη δημόσια συγκοινωνία, οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να χρησιμοποιούν ως καύσιμο ένα μείγμα ορυκτού ντίζελ και βιοντίζελ, το οποίο περιέχει βιοντίζελ σε ποσοστό τουλάχιστον 20 %], και η Pertamina (ή η AKR) καταβάλλει στον παραγωγό την τιμή αναφοράς του ντίζελ για την εν λόγω περίοδο. […]

(50) Προκειμένου ο παραγωγός βιοντίζελ να λάβει επιστροφή της διαφοράς στην τιμή μεταξύ της τιμής που κατεβλήθη από την Pertamina και την AKR (με βάση την τιμή αναφοράς του ντίζελ) και της τιμής αναφοράς του βιοντίζελ, αποστέλλει ένα επιπλέον τιμολόγιο για τον ίδιο όγκο στον Οργανισμό διαχείρισης, συμπεριλαμβάνοντας μια λίστα δικαιολογητικών. Αφού ο Οργανισμός διαχείρισης λάβει το τιμολόγιο, και κατόπιν επαλήθευσης των στοιχείων που περιέχονται σε αυτό, καταβάλλει στον οικείο παραγωγό βιοντίζελ τη διαφορά μεταξύ της τιμής αναφοράς του ντίζελ (που κατεβλήθη από την Pertamina ή την AKR, κατά περίπτωση) και της καθορισθείσας τιμής αναφοράς του βιοντίζελ για την εν λόγω περίοδο.»

46      Κατά πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι κακώς η Επιτροπή χαρακτήρισε τα ποσά που κατέβαλε το OPPF ως άμεση μεταφορά κεφαλαίων και όχι ως ποσά καταβληθέντα ως αντάλλαγμα για την αγορά βιοντίζελ. Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το σύστημα πληρωμών του OPPF περιελάμβανε αμοιβαίες υποχρεώσεις για την Κυβέρνηση της Ινδονησίας και τους παραγωγούς βιοντίζελ, ήτοι την πώληση βιοντίζελ έναντι της καταβολής τιμήματος. Η ύπαρξη προηγούμενων συμβάσεων μεταξύ των προσφευγουσών και του OPPF και το γεγονός ότι οι πρώτες απέστελλαν τιμολόγια στο δεύτερο προκειμένου να εισπράξουν τα ποσά θα πρέπει να ληφθούν υπόψη υπ’ αυτή την έννοια. Ο χαρακτήρας του OPPF, που σκοπούσε τη στήριξη των αγορών και της χρήσης βιοντίζελ για την εκπλήρωση της υποχρέωσης που θέσπισε η Κυβέρνηση της Ινδονησίας όσον αφορά την ανάμειξη του βιοντίζελ, έπρεπε να έχει ληφθεί υπόψη προκειμένου να εξακριβωθεί ο χαρακτήρας της επίμαχης συνεισφοράς. Δεύτερον, η πλειονότητα των αγορών βιοντίζελ από τις προσφεύγουσες πραγματοποιήθηκε από την PT Pertamina (στο εξής: Pertamina), δημόσιο οργανισμό που αποτελεί μέρος της Κυβέρνησης της Ινδονησίας. Τρίτον, βάσει των ανωτέρω στοιχείων, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή έπρεπε να έχει χαρακτηρίσει τα ποσά που κατέβαλε το OPPF ως μέρος αγοράς αγαθών κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό iii, του βασικού κανονισμού.

47      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 38 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι «οι εκταμιεύσεις του ταμείου OPPF υπέρ των παραγωγών βιοντίζελ δεν μπορούν να χαρακτηριστούν πληρωμές που οφείλονται στο πλαίσιο σύμβασης αγοράς μεταξύ της Κυβέρνησης της Ινδονησίας και των παραγωγών βιοντίζελ αλλά συνιστούν άμεση μεταφορά κεφαλαίων».

48      Από το πραγματικό πλαίσιο της υπόθεσης, όπως εκτέθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 45 έως 50 του προσωρινού κανονισμού και στην αιτιολογική σκέψη 37 του προσβαλλόμενου κανονισμού (βλ. σκέψη 45 ανωτέρω) χωρίς να αμφισβητηθεί από τις προσφεύγουσες, προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του συστήματος που θεσπίστηκε με τον προεδρικό κανονισμό 26/2016, ο οργανισμός διαχείρισης δεν παρενέβαινε στη συναλλαγή μεταξύ των παραγωγών βιοντίζελ και της Pertamina και της PT AKR Corporindo Tbk (στο εξής: AKR). Συγκεκριμένα, ο γενικός διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Νέας Ανανεώσιμης Ενέργειας και Εξοικονόμησης Ενέργειας (EBTKE) όριζε, πρώτον, τους επιφορτισμένους με την αγορά του βιοντίζελ φορείς (κατ’ εφαρμογήν της πολιτικής που καθόριζε η διοικούσα επιτροπή του οργανισμού διαχείρισης) και, δεύτερον, εξ ονόματος του Υπουργού, τους παραγωγούς βιοντίζελ που συμμετείχαν στην προμήθεια βιοντίζελ, καθώς και την κατανομή του όγκου βιοντίζελ για κάθε παραγωγό. Η τιμή αναφοράς για το ντίζελ και το βιοντίζελ καθοριζόταν από τον Υπουργό Ενέργειας και Ορυκτών Πόρων. Εν συνεχεία, κάθε παραγωγός εξέδιδε τιμολόγια προς την Pertamina ή την AKR για τον όγκο βιοντίζελ που οι εν λόγω επιχειρήσεις υποχρεούνταν να χρησιμοποιήσουν δυνάμει της υποχρέωσης ανάμειξης και οι επιχειρήσεις κατέβαλλαν στον παραγωγό την τιμή αναφοράς του ντίζελ. Μόνον μετά το πέρας της εν λόγω συναλλαγής οι παραγωγοί βιοντίζελ απέστελλαν στον οργανισμό διαχείρισης ένα επιπλέον τιμολόγιο για τον ίδιο όγκο βιοντίζελ, προκειμένου να τους καταβληθεί η διαφορά μεταξύ της τιμής αναφοράς του ντίζελ και της τιμής αναφοράς του βιοντίζελ, συνοδευόμενο από αντίγραφο της απόφασης της Γενικής Διεύθυνσης Νέας Ανανεώσιμης Ενέργειας και Εξοικονόμησης Ενέργειας (EBTKE) βάσει της οποίας επιτρεπόταν να συμμετέχουν στην προμήθεια βιοντίζελ και στην οποία προσδιοριζόταν ο αντίστοιχος όγκος διάθεσης βιοντίζελ, αντίγραφο της σύμβασης προμήθειας βιοντίζελ που συνήφθη με την Pertamina ή την AKR, πιστοποιητικό υπογεγραμμένο από την Pertamina ή την AKR και τον οικείο παραγωγό βιοντίζελ, που έφερε τη σφραγίδα της Κυβέρνησης της Ινδονησίας και περιελάμβανε πληροφορίες σχετικά με τον τόπο παράδοσης, τον όγκο και τον τύπο βιοντίζελ, το ποσό του κόστους μεταφοράς, καθώς και αντίγραφο της συμφωνίας μεταξύ του οργανισμού διαχείρισης και του οικείου παραγωγού βιοντίζελ.

49      Επιπλέον, στις αιτιολογικές σκέψεις 67 και 69 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή έκρινε ότι η τιμή αναφοράς για το βιοντίζελ που καταβάλλεται στους ανεξάρτητους προμηθευτές δεν αντικατοπτρίζει τη ζήτηση και προσφορά υπό συνήθεις συνθήκες της αγοράς χωρίς παρέμβαση της κυβέρνησης και ότι το ποσό του κόστους μεταποίησης που υπολόγισε η Κυβέρνηση της Ινδονησίας στο πλαίσιο του χρησιμοποιούμενου τύπου για τον υπολογισμό της τιμής αναφοράς για το βιοντίζελ ήταν υπερβολικό. Χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, η Επιτροπή συμπέρανε από την ως άνω κατάσταση, στην αιτιολογική σκέψη 68 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι, ελλείψει των εν λόγω πληρωμών, οι τιμές του βιοντίζελ στην Ινδονησία θα ήταν χαμηλότερες. Δεδομένου ότι υπολογίζονται βάσει τιμής αναφοράς του βιοντίζελ η οποία δεν προκύπτει από συνήθεις συνθήκες της αγοράς, τα ποσά που κατέβαλε ο οργανισμός διαχείρισης στους παραγωγούς βιοντίζελ δεν μπορούν να θεωρηθούν πρόσθετο τίμημα το οποίο οι παραγωγοί δικαιούνται να εισπράξουν ως αντάλλαγμα για τις προμήθειές τους στην Pertamina ή την AKR.

50      Βάσει των προεκτεθέντων πραγματικών στοιχείων, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτίμησης που της αναγνωρίζεται από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 27 ανωτέρω όσον αφορά την εξακρίβωση της ύπαρξης χρηματοδοτικής συνεισφοράς κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, του βασικού κανονισμού, καθώς και οφέλους κατά την έννοια του σημείου 2 της ίδιας διάταξης, η Επιτροπή θεώρησε, στην αιτιολογική σκέψη 37 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι τα κεφάλαια που κατέβαλε το OPPF «δεν αποτελού[σα]ν, ως εκ τούτου, μέρος σύμβασης εξ επαχθούς αιτίας (όπως η αγορά βιοντίζελ από την Κυβέρνηση έναντι τιμήματος)». Συγκεκριμένα, από την έκθεση των πραγματικών περιστατικών δεν προκύπτει ότι το OPPF παρενέβαινε στη συναλλαγή μεταξύ των παραγωγών βιοντίζελ και των «Petrofuel Entities», ήτοι της Pertamina και της AKR, ούτε ότι το OPPF εισέπραττε οποιοδήποτε αντάλλαγμα για τα ποσά που κατέβαλλε. Επομένως, ο χαρακτήρας της συναλλαγής, στον οποίο οι προσφεύγουσες έδωσαν έμφαση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τα ποσά που κατέβαλε το OPPF αποτελούσαν μέρος ενός καθεστώτος αμοιβαίων υποχρεώσεων.

51      Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν αναιρείται από τον χαρακτήρα του OPPF που, κατά τις προσφεύγουσες, σκοπούσε τη στήριξη των αγορών και της χρήσης βιοντίζελ για την εκπλήρωση της υποχρέωσης που θέσπισε η Κυβέρνηση της Ινδονησίας όσον αφορά το μείγμα του βιοντίζελ. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, ορθώς η Επιτροπή έλαβε υπόψη τον χαρακτήρα και τον σκοπό του εν λόγω ταμείου, στις αιτιολογικές σκέψεις 56 έως 61 του προσωρινού κανονισμού και στην αιτιολογική σκέψη 30 του προσβαλλόμενου κανονισμού, προκειμένου να χαρακτηρίσει τα ποσά που κατέβαλε το OPPF ως «χρηματοδοτική συνεισφορά».

52      Επιπλέον, το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται επίσης από την παραπομπή των προσφευγουσών στα σημεία 616 και 617 της έκθεσης του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου με τίτλο «ΗΠΑ – Μεγάλα πολιτικά αεροσκάφη (Δεύτερη καταγγελία)», όπου επισημαίνεται ότι, «σε τέτοια συναλλαγή [“επιχορήγηση”], τα χρήματα ή το ισοδύναμο δίνονται σε αποδέκτη, κανονικά χωρίς να υποχρεούται ή να πρέπει να χορηγήσει οτιδήποτε ως αντάλλαγμα στον χορηγό», ότι «η άμεση μεταφορά κεφαλαίων θα περιλαμβάνει κανονικά χρηματοδότηση χορηγηθείσα από το Δημόσιο στον αποδέκτη» και ότι, «[σ]ε ορισμένες περιπτώσεις, όπως σε αυτήν της επιχορήγησης, η μεταφορά κεφαλαίων δεν θα συνεπάγεται αμοιβαία υποχρέωση εκ μέρους του αποδέκτη».

53      Συναφώς, υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, κατά τη νομολογία, οι ερμηνείες, από το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, της συμφωνίας ΕΑΜ δεν δεσμεύουν το Γενικό Δικαστήριο κατά την εκτίμηση του κύρους του προσβαλλόμενου κανονισμού (βλ. σκέψεις 38 και 39 ανωτέρω).

54      Κατά τα λοιπά, από την ερμηνεία του χωρίου που παρέθεσαν οι προσφεύγουσες προκύπτει ότι η έννοια της άμεσης μεταφοράς κεφαλαίων συνεπάγεται «κανονικά» χρηματοδότηση χορηγούμενη «από το Δημόσιο» και ότι, όταν πρόκειται περί «επιχορήγησης», «η μεταφορά κεφαλαίων δεν θα συνεπάγεται αμοιβαία υποχρέωση» και πραγματοποιείται «κανονικά χωρίς [ο αποδέκτης] να υποχρεούται ή να πρέπει να χορηγήσει οτιδήποτε ως αντάλλαγμα στον χορηγό».

55      Όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που εκτέθηκαν στη σκέψη 46 ανωτέρω, πρώτον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 48 και 49 ανωτέρω, δεδομένου ότι υπολογίζονται βάσει τιμής αναφοράς του βιοντίζελ η οποία δεν προκύπτει από συνήθεις συνθήκες της αγοράς, τα ποσά που κατέβαλε ο οργανισμός διαχείρισης στους παραγωγούς βιοντίζελ δεν μπορούν να θεωρηθούν πρόσθετο τίμημα το οποίο οι παραγωγοί δικαιούνται να εισπράξουν ως αντάλλαγμα για τις προμήθειές τους στην Pertamina ή την AKR. Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο επιχείρημα των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθεί.

56      Δεύτερον, παρατηρείται ότι από την αιτιολογική σκέψη 46 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι η Pertamina είναι κρατικής ιδιοκτησίας. Ακόμη και αν γίνει δεκτό, αντίθετα προς τα συμπεράσματα της Επιτροπής στις αιτιολογικές 48 και 49 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι η Pertamina είναι δημόσιος οργανισμός, πρόκειται περί οντότητας χωριστής από το OPPF και τον οργανισμό διαχείρισης και κανένα στοιχείο δεν υποδηλώνει ότι η Pertamina ενήργησε ως αγοραστής βιοντίζελ μαζί με το OPPF, όπως διατείνονται οι προσφεύγουσες. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, η Pertamina δεν είναι οργανισμός επιφορτισμένος από το Δημόσιο να ασκεί μόνον ορισμένα καθήκοντα, αλλά εταιρία πετρελαίου και φυσικού αερίου που ασκούσε τα ίδια καθήκοντα με την AKR, ιδιωτική εταιρία πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 46 του προσωρινού κανονισμού και την αιτιολογική σκέψη 55 του προσβαλλόμενου κανονισμού, στοιχείο το οποίο οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν.

57      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, παρατηρείται ότι, ακόμη και αν οι ισχυρισμοί των προσφευγουσών ότι η Pertamina ήταν δημόσιος οργανισμός ήταν ορθοί, πλάνη της Επιτροπής επί του ζητήματος αυτού θα δικαιολογούσε την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού μόνον εάν έθετε υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητά του, καθιστώντας ελαττωματική τη σχετική με την ύπαρξη επιδότησης ανάλυση του θεσμικού οργάνου (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου, T‑192/08, EU:T:2011:619, σκέψη 119), κάτι το οποίο δεν συντρέχει εν προκειμένω.

58      Τρίτον, το γεγονός ότι τα επίμαχα ποσά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αντάλλαγμα για την αγορά βιοντίζελ συνεπάγεται ότι η επίμαχη εν προκειμένω συναλλαγή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «αγορά» αγαθών από την Κυβέρνηση της Ινδονησίας και να εμπίπτει, επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό iii, του βασικού κανονισμού. Ως εκ τούτου, τα σχετικά επιχειρήματα των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθούν.

59      Κατά δεύτερον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν πλείονα επιχειρήματα που κατατείνουν να αποδείξουν ότι, ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο εκτιμήσει ότι η Pertamina δεν είναι δημόσιος οργανισμός, εντούτοις η Κυβέρνηση της Ινδονησίας «ανέθεσε» ή «έδωσε εντολή» στην Pertamina να αγοράζει βιοντίζελ και «ανέθεσε» ή «έδωσε εντολή» στους παραγωγούς βιοντίζελ να το πωλούν, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό iv, του βασικού κανονισμού.

60      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν θεώρησε ως «άμεση μεταφορά κεφαλαίων» ούτε την καταβολή, από την Pertamina, της τιμής αναφοράς του ντίζελ ως ανταλλάγματος για την αγορά του βιοντίζελ ούτε την πώληση, από τους παραγωγούς, του ντίζελ, αλλά την καταβολή στον οικείο παραγωγό βιοντίζελ από τον οργανισμό διαχείρισης, δημόσιο φορέα, της διαφοράς μεταξύ της τιμής αναφοράς του ντίζελ και της καθορισθείσας τιμής αναφοράς του βιοντίζελ για την επίμαχη περίοδο. Επομένως, το άρθρο 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό iv, του βασικού κανονισμού, που αφορά τη συμπεριφορά ιδιωτικών φορέων (βλ. σκέψεις 111 και 116 κατωτέρω), δεν έχει εφαρμογή.

61      Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 3, σημείο 2, του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτίμησης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον έκρινε ότι τα ποσά που κατέβαλε το OPPF προσπόριζαν όφελος

62      Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα ποσά που κατέβαλε το OPPF δεν προσπορίζουν όφελος στους παραγωγούς βιοντίζελ.

63      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι η επιδότηση θεωρείται ότι συντρέχει εφόσον υπάρχει «χρηματοδοτική συνεισφορά» ή «στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών» εκ μέρους του Δημοσίου και εφόσον με τον τρόπο αυτό προσπορίζεται κάποιο «όφελος». Τα άρθρα 6 και 7 του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζουν τον τρόπο υπολογισμού του «οφέλους» που προσπορίζεται ο αποδέκτης. Κατά τη νομολογία, προσπορίζεται όφελος στον αποδέκτη όταν ο αποδέκτης περιέρχεται σε κατάσταση ευνοϊκότερη από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν απουσία του καθεστώτος επιδότησης. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, σημεία 1 και 2, του βασικού κανονισμού, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία μια χρηματοδοτική συνεισφορά του Δημοσίου προσπορίζει πράγματι όφελος σε έναν παραγωγό-εξαγωγέα θεωρείται ότι συντρέχει επιδότηση για τον εν λόγω παραγωγό-εξαγωγέα (πρβλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T‑300/16, EU:T:2019:235, σκέψεις 195 και 210).

64      Στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή βασίστηκε σε προδήλως εσφαλμένο αντιπαράδειγμα καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι, απουσία του OPPF και ελλείψει των ποσών που κατέβαλε, οι παραγωγοί βιοντίζελ δεν θα μπορούσαν να πωλήσουν το προϊόν τους στην ινδονησιακή αγορά και ότι οι τιμές του βιοντίζελ θα ήταν χαμηλότερες. Απουσία του OPPF, η υποχρέωση ανάμειξης υφίσταται παρά ταύτα και οι εταιρίες ανάμειξης οφείλουν να αγοράζουν βιοντίζελ προκειμένου να συμμορφωθούν προς την υποχρέωση ανάμειξης, οι δε παραγωγοί βιοντίζελ επιβάλλουν την ίδια τιμή με εκείνη που θα μπορούσαν να επιτύχουν στην παγκόσμια αγορά.

65      Εν προκειμένω, στην αιτιολογική σκέψη 65 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή εκτίμησε ότι το ορθό αντιπαράδειγμα δεν ήταν ότι, απουσία του OPPF, οι εταιρίες ανάμειξης θα κατέβαλλαν την τιμή αναφοράς του βιοντίζελ. Κατά την Επιτροπή, χωρίς την υποχρέωση ανάμειξης, απουσία του OPPF και ελλείψει πληρωμών, οι εταιρίες ανάμειξης δεν θα είχαν κανένα κίνητρο να αγοράσουν βιοντίζελ, οι δε παραγωγοί βιοντίζελ δεν θα λάμβαναν τα πρόσθετα κεφάλαια που αντιστοιχούσαν στη διαφορά μεταξύ της τιμής αναφοράς του ντίζελ και της τιμής αναφοράς του βιοντίζελ που καθορίζεται από την Κυβέρνηση της Ινδονησίας.

66      Από τον προσωρινό κανονισμό προκύπτει ότι η υποχρέωση ανάμειξης θεσπίστηκε με τον κανονισμό 12/2015 του Υπουργείου Ενέργειας και Ορυκτών Πόρων (αιτιολογική σκέψη 189). Το ίδιο έτος (2015), ιδρύθηκε με τον προεδρικό κανονισμό 61/2015 το ταμείο επιδότησης βιοντίζελ, το οποίο αποτελεί τμήμα του OPPF (αιτιολογική σκέψη 40), και ανατέθηκε στον οργανισμό διαχείρισης το καθήκον είσπραξης των εισφορών που επιβάλλονται κατά την εξαγωγή προϊόντων φοινικέλαιου από τις οποίες χρηματοδοτείται το OPPF (αιτιολογικές σκέψεις 41 και 42). Βάσει της ίδιας διάταξης (άρθρο 1, παράγραφος 4, του προεδρικού κανονισμού 61/2015), η Κυβέρνηση της Ινδονησίας εξουσιοδότησε τον οργανισμό διαχείρισης να αξιοποιεί τις εισφορές κατά την εξαγωγή και τους εξαγωγικούς φόρους που επιβάλλονται στο ΑΦ και τα παράγωγά του και επέβαλε την υποχρέωση προμήθειας και χρήσης βιοντίζελ (αιτιολογική σκέψη 60). Τα κεφάλαια για την καταβολή στους παραγωγούς βιοντίζελ της διαφοράς μεταξύ της τιμής αναφοράς του ντίζελ και της τιμής αναφοράς του βιοντίζελ προέρχονταν από τα κεφάλαια που διατίθεντο κατά τον τρόπο αυτό στον οργανισμό διαχείρισης.

67      Επομένως, η εκπλήρωση της υποχρέωσης ανάμειξης στο πλαίσιο του συστήματος που θέσπισε η Κυβέρνηση της Ινδονησίας εξαρτιόταν από τη χρηματοδότηση εκ μέρους του οργανισμού διαχείρισης. Πρόκειται για ένα περίπλοκο σύστημα το οποίο η Κυβέρνηση της Ινδονησίας θέσπισε με σκοπό τη στήριξη των αγορών βιοντίζελ από τις οντότητες τις οποίες ορίζουν οι κρατικοί φορείς, όπως προκύπτει από τους προεδρικούς κανονισμούς 24/2016 και 26/2016 (αιτιολογική σκέψη 44 του προσωρινού κανονισμού). Επομένως, το σενάριο περί ύπαρξης της υποχρέωσης ανάμειξης χωρίς τη χρηματοδότηση από τον οργανισμό διαχείρισης είναι αμιγώς υποθετικό και δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν στήριξε την ανάλυσή της σε αυτό.

68      Συνεπώς, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 26 και 27 ανωτέρω, η οποία έχει επίσης εφαρμογή στην εξακρίβωση της ύπαρξης οφέλους το οποίο προσπορίζεται στον αποδέκτη επιδότησης, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το εν λόγω σύστημα ως σύνολο για τον σκοπό της εξακρίβωσης της ύπαρξης οφέλους.

69      Στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι κακώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, απουσία του OPPF, η τιμή αναφοράς του βιοντίζελ θα ήταν χαμηλότερη.

70      Προκαταρκτικώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η συγκεκριμένη αιτίαση των προσφευγουσών είναι αλυσιτελής. Είναι αληθές ότι η Επιτροπή υπογράμμισε ορθώς, με τα υπομνήματά της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το άρθρο 3, σημείο 2, του βασικού κανονισμού δεν απαιτεί τον ακριβή υπολογισμό του ύψους του οφέλους, αλλά μάλλον την εξακρίβωση της ύπαρξης οφέλους. Ο υπολογισμός του οφέλους ενέπιπτε στα άρθρα 6 και 7 του βασικού κανονισμού. Εντούτοις, το γεγονός ότι η τιμή αναφοράς του βιοντίζελ ήταν υψηλότερη από εκείνη που θα προέκυπτε από τις συνθήκες της αγοράς, χωρίς να απαιτείται, στο συγκεκριμένο στάδιο της ανάλυσης, να προσδιοριστεί κάτι τέτοιο επακριβώς από ποσοτικής απόψεως, είναι μια από τις πτυχές του συστήματος πληρωμών του OPPF που καθιστά δυνατή τη διαπίστωση της ύπαρξης οφέλους. Το γεγονός ότι το ύψος των ποσών που κατέβαλε το OPPF μπορούσε ενδεχομένως να ληφθεί επίσης υπόψη κατά τον υπολογισμό του οφέλους που προσπορίζεται στον αποδέκτη δεν σημαίνει ότι είναι εκ προοιμίου αλυσιτελές για την εξακρίβωση της ύπαρξης τέτοιου οφέλους.

71      Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγουσών είναι λυσιτελές.

72      Εν προκειμένω, στην αιτιολογική σκέψη 69 του προσβαλλόμενου κανονισμού διαλαμβάνονται τα ακόλουθα:

«Ειδικότερα, η Επιτροπή παρατήρησε ότι οι τιμές αναφοράς που χρησιμοποιούνται από την Κυβέρνηση της Ινδονησίας για τον καθορισμό του ποσού της επιχορήγησης που διατίθεται από το [OPPF] δεν είναι ενδεικτικές μιας αγοραίας τιμής, καθώς ο τύπος υπολογισμού τους δεν βασίζεται σε μια μη στρεβλωμένη πραγματικότητα της αγοράς. Αυτό οφείλεται, αφενός, στο ότι ολόκληρη η αγορά, τόσο προηγούμενου όσο και επόμενου σταδίου, είναι στρεβλωμένη και δεν μπορεί, συνεπώς, να είναι αντιπροσωπευτική κανονικών, ανταγωνιστικών συνθηκών αγοράς. Αφετέρου, η Επιτροπή έκρινε ότι το ποσό του κόστους μετατροπής που υπολογίστηκε από την Κυβέρνηση της Ινδονησίας στο πλαίσιο του χρησιμοποιούμενου τύπου για τον υπολογισμό της τιμής αναφοράς για το βιοντίζελ (η μέση εγχώρια τιμή για το ΑΦ συν ένα τέλος μετατροπής ύψους 100 [δολαρίων ΗΠΑ] ανά τόνο) είναι υπερβολικό. Η Επιτροπή επαλήθευσε το πραγματικό κόστος μεταποίησης για ορισμένους από τους παραγωγούς-εξαγωγείς και παρατήρησε ότι ο υπολογισμός της Κυβέρνησης της Ινδονησίας υπερεκτιμά το κόστος αυτό. Το εν λόγω πραγματικό κόστος μεταποίησης ανερχόταν, κατά μέσο όρο, σε ένα ποσό μεταξύ 60 και 80 [δολαρίων ΗΠΑ] ανά τόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.»

73      Επομένως, από την αιτιολογική σκέψη 69 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη δύο στοιχεία προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη οφέλους. Πρώτον, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ολόκληρη η ινδονησιακή αγορά, τόσο προηγούμενου όσο και επόμενου σταδίου, ήταν στρεβλωμένη και δεν μπορούσε, συνεπώς, να είναι αντιπροσωπευτική κανονικών και ανταγωνιστικών συνθηκών αγοράς και, δεύτερον, εκτίμησε ότι το ύψος του κόστους μεταποίησης, ήτοι 100 δολάρια ΗΠΑ (USD) ανά τόνο, το οποίο χρησιμοποιείται στον τύπο για τον υπολογισμό της τιμής αναφοράς για το βιοντίζελ, ήταν υπερβολικό σε σχέση με το πραγματικό κόστος μεταποίησης για ορισμένους παραγωγούς-εξαγωγείς το οποίο επαλήθευσε.

74      Κατά πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η τιμή αναφοράς για το βιοντίζελ δεν προστάτευσε τους παραγωγούς βιοντίζελ από τις διακυμάνσεις της αγοράς, καθότι εξελίχθηκε σύμφωνα με τις τιμές CIF (Costs, Insurance, Freight, κόστος, ασφάλιση, ναύλος) του Ρότερνταμ (Κάτω Χώρες) για το ΑΦ.

75      Επ’ αυτού, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι η ινδονησιακή τιμή αναφοράς του βιοντίζελ εξελισσόταν σύμφωνα με τις τιμές CIF του Ρότερνταμ για το ΑΦ, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεν συνεπάγεται ότι συνιστούσε τιμή αγοράς. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, το γεγονός ότι η τιμή αναφοράς του βιοντίζελ ακολουθούσε τις διακυμάνσεις άλλων διεθνών τιμών δεν μεταβάλλει τη διαπίστωση ότι η εν λόγω τιμή αναφοράς καθοριζόταν βάσει της εγχώριας τιμής του ΑΦ (βλ. αιτιολογική σκέψη 48 του προσωρινού κανονισμού) η οποία είχε διαμορφωθεί με την παρέμβαση της Κυβέρνησης της Ινδονησίας (βλ. σκέψη 150 κατωτέρω). Επιπλέον, η τιμή CIF του Ρότερνταμ για το ΑΦ περιλαμβάνει ήδη το κόστος μεταφοράς και ασφάλισης, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει στην περίπτωση του προϊόντος που πωλείται στην εγχώρια αγορά. Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγουσών δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να αναιρέσει τα συμπεράσματα της Επιτροπής.

76      Κατά δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η τιμή αναφοράς του βιοντίζελ καθοριζόταν βάσει του κόστους των πρώτων υλών, προσαυξημένου κατά ένα εύλογο ποσό για την κάλυψη των διαφόρων τύπων του κόστους μεταποίησης. Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν έλαβε, όμως, υπόψη το γεγονός ότι το εν λόγω «κόστος μεταποίησης» δεν περιοριζόταν στο συγκεκριμένο κόστος, αλλά περιελάμβανε επίσης ένα εύλογο ποσό για τα «γενικά και διοικητικά έξοδα και έξοδα πωλήσεων και το κέρδος».

77      Από την αιτιολογική σκέψη 81 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι το κόστος μεταποίησης είχε οριστεί σε 100 USD ανά τόνο από την 21η Μαρτίου 2016, στοιχείο το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από τις προσφεύγουσες. Από το συγκεκριμένο στοιχείο συνάγεται ότι το κόστος μεταποίησης δεν υπέκειτο σε διακυμάνσεις. Επιπλέον, δεν υφίσταται προφανής σχέση μεταξύ θέσεων του προϋπολογισμού όπως «γενικά και διοικητικά έξοδα και έξοδα πωλήσεων και το κέρδος» και της κατηγορίας δαπανών «κόστος μεταποίησης». Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν προσέθεσε στο πραγματικό κόστος μεταποίησης για τους παραγωγούς-εξαγωγείς, το οποίο ανερχόταν σε ποσό από 60 έως 80 USD ανά τόνο κατά την περίοδο έρευνας, βάσει της αιτιολογικής σκέψης 69 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τέτοιες θέσεις του προϋπολογισμού που δεν σχετίζονται με τη μεταποίηση του προϊόντος.

78      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 26 ανωτέρω, όταν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ινδονησιακή τιμή αναφοράς για το βιοντίζελ ήταν υπερβολική.

79      Στο πλαίσιο της τρίτης αιτιάσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι κάθε όφελος που προκύπτει από τα ποσά που κατέβαλε το OPPF μετακυλίστηκε στις «Petrofuel Entities».

80      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών τα οποία κατατείνουν να αμφισβητήσουν την ύπαρξη χρηματοδοτικής συνεισφοράς που τους προσπόριζε όφελος απορρίφθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Δεν αμφισβητείται, επίσης, ότι ο οργανισμός διαχείρισης κατέβαλε τα επίμαχα ποσά, τα οποία αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ της τιμής αναφοράς του ντίζελ και της τιμής αναφοράς του βιοντίζελ, στους παραγωγούς βιοντίζελ, περιλαμβανομένων των προσφευγουσών. Οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν επαρκή στοιχεία τα οποία θα καταδείκνυαν ότι μέρος των εν λόγω ποσών ή του οφέλους που προσπορίστηκε από την καταβολή τους μεταβιβάστηκε στην AKR και στην Pertamina. Μια τέτοια απόδειξη είναι όμως απαραίτητη προκειμένου να συναχθεί ότι θεσμικό όργανο της Ένωσης υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης που να δικαιολογεί την ακύρωση μιας πράξης (πρβλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Gold East Paper και Gold Huasheng Paper κατά Συμβουλίου, T‑444/11, EU:T:2014:773, σκέψη 62). Το γεγονός ότι το σύστημα που θέσπισε η Κυβέρνηση της Ινδονησίας μπορεί να ωφέλησε επίσης την AKR και την Pertamina δεν συνεπάγεται ότι το όφελος που προσπορίστηκε στους αποδέκτες μετακυλίστηκε στις εν λόγω επιχειρήσεις. Επιπλέον, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι οι εταιρίες ανάμειξης επωφελήθηκαν ευνοϊκών όρων αγοράς βιοντίζελ, αγοράζοντας το βιοντίζελ στην τιμή αναφοράς του ντίζελ και όχι στην τιμή αναφοράς του βιοντίζελ, το ενδεχόμενο αυτό δεν αποκλείει, στο πλαίσιο του ίδιου συστήματος, οι παραγωγοί βιοντίζελ να επωφελήθηκαν άλλου οφέλους, ως αποτέλεσμα των ποσών που κατέβαλε ο οργανισμός διαχείρισης.

81      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

82      Στο πλαίσιο της τέταρτης αιτιάσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, με την ανάλυσή της όσον αφορά το όφελος, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το OPPF χρηματοδοτούνταν από τις εισφορές κατά την εξαγωγή που κατέβαλλαν, μεταξύ άλλων, οι παραγωγοί βιοντίζελ. Σκοπός των εν λόγω εισφορών ήταν, κατά τις προσφεύγουσες, η χρηματοδότηση του OPPF και δεν θα υπήρχαν απουσία του εν λόγω ταμείου και των ποσών που κατέβαλλε.

83      Προκαταρκτικώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η συγκεκριμένη αιτίαση των προσφευγουσών είναι αλυσιτελής. Δεδομένου ότι οι εισφορές κατά την εξαγωγή αποτελούν μέρος της χρηματοδότησης του OPPF, ο ρόλος τους στο σύστημα πληρωμών του εν λόγω ταμείου μπορεί να ασκεί επιρροή στην ύπαρξη οφέλους για τον αποδέκτη. Το γεγονός ότι το ύψος των εισφορών κατά την εξαγωγή θα μπορούσε ενδεχομένως να ληφθεί επίσης υπόψη κατά τον υπολογισμό του οφέλους που προσπορίζεται στον αποδέκτη δεν σημαίνει ότι είναι εκ προοιμίου αλυσιτελές για την εξακρίβωση της ύπαρξης τέτοιου οφέλους.

84      Εν προκειμένω, από την αιτιολογική σκέψη 89 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει σαφώς, και αναγνωρίζεται από τις προσφεύγουσες, ότι η εισφορά κατά την εξαγωγή δεν αφορά μόνον το βιοντίζελ, αλλά το «ΑΦ και τα κατάντη προϊόντα», περιλαμβανομένου του βιοντίζελ. Εξάλλου, από την ίδια αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι η εισφορά κατά την εξαγωγή ήταν, κατά την περίοδο έρευνας, πολύ υψηλότερη για το ΑΦ από ό,τι για το βιοντίζελ. Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες δεν εξηγούν τον τρόπο με τον οποίο εισφορά κατά την εξαγωγή, η οποία αφορά πλείονα προϊόντα, αντισταθμίζει την επιδότηση που χορηγείται σε ένα από τα εν λόγω προϊόντα και εξαλείφει τοιουτοτρόπως το όφελος που προσπορίστηκε στους αποδέκτες της εν λόγω επιδότησης.

85      Επιπλέον, και με την επιφύλαξη της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 38 και 39 ανωτέρω, τα επιχειρήματα που οι προσφεύγουσες αντλούν από τις εκθέσεις των οργάνων του ΠΟΕ δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

86      Πρώτον, οι προσφεύγουσες επικαλούνται την έκθεση της ειδικής ομάδας του ΠΟΕ με τίτλο «ΗΠΑ – Μέτρα που επηρεάζουν το εμπόριο των μεγάλων πολιτικών αεροσκαφών – Δεύτερη καταγγελία (επίκληση από την Ευρωπαϊκή Ένωση του άρθρου 21.5 του μνημονίου συμφωνίας σχετικά με το όργανο επίλυσης διαφορών)», η οποία εκδόθηκε στις 9 Ιουνίου 2017 (WT/DS 353/RW). Αντικείμενο της σχετικής διαφοράς ήταν το αν οι άμεσες μεταφορές κεφαλαίων από την Πολιτεία της Νότιας Καρολίνας (ΗΠΑ) στην εταιρία Boeing είχαν αντισταθμιστεί, με τη μορφή επενδύσεων της Boeing σε ακίνητα στον χώρο του σχετικού έργου, ή αν συνιστούσαν επιδότηση. Το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο είχε κρίνει ότι η ύπαρξη παροχής αντιστάθμισης από την Boeing δεν είχε αποδειχθεί, δεδομένου ότι δεν προέκυπτε από τη συμφωνία που είχε συναφθεί μεταξύ της Πολιτείας της Νότιας Καρολίνας και της Boeing ότι η υπολειμματική αξία των ακινήτων επρόκειτο να επιστραφεί στην Πολιτεία της Νότιας Καρολίνας. Συνεπώς, η εν λόγω διαφορά δεν αφορούσε το αν εισφορές κατά την εξαγωγή επί ενός εύρους προϊόντων αντισταθμίζουν επιδότηση την οποία λαμβάνουν οι παραγωγοί ενός εκ των εν λόγω προϊόντων και, ως εκ τούτου, το επιχείρημα των προσφευγουσών που αντλείται από a contrario ανάλυση της έκθεσης της ειδικής ομάδας είναι απορριπτέο.

87      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες επικαλούνται την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ με τίτλο «ΗΠΑ – Αντισταθμιστικά μέτρα για ορισμένα πλατέα προϊόντα ανθρακοχάλυβα θερμής έλασης από την Ινδία», η οποία εκδόθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2014 (WT/DS 436/ΑΒ/R). Η συγκεκριμένη διαφορά αφορούσε το αν έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα έξοδα με τα οποία επιβαρύνθηκαν οι αποδέκτες ορισμένων δανείων προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα εν λόγω δάνεια προσπόριζαν όφελος στους αποδέκτες. Συνεπώς, η εν λόγω διαφορά δεν αφορούσε το αν εισφορές κατά την εξαγωγή επί ενός εύρους προϊόντων αντισταθμίζουν επιδότηση την οποία λαμβάνουν οι παραγωγοί ενός εκ των εν λόγω προϊόντων και, ως εκ τούτου, το κατ’ αναλογίαν επιχείρημα των προσφευγουσών είναι απορριπτέο.

88      Για τους ως άνω λόγους, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών είναι απορριπτέα και, ως εκ τούτου, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τέταρτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτίμησης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον δεν προσάρμοσε το ύψος της επιδότησης προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι συμφωνηθείσες μειώσεις και το κόστος μεταφοράς και πιστώσεων

89      Με το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, κατά τον υπολογισμό του ύψους της αντισταθμίσιμης επιδότησης, η Επιτροπή έπρεπε να είχε αφαιρέσει το κόστος μεταφοράς και πιστώσεων με το οποίο επιβαρύνθηκαν οι προσφεύγουσες.

90      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«[…] Κατά τον καθορισμό του [ποσού της αντισταθμίσιμης επιδότησης], είναι δυνατό να αφαιρούνται τα ακόλουθα στοιχεία από τη συνολική επιδότηση:

α)      κάθε τέλος για την υποβολή της σχετικής αίτησης και κάθε άλλο αναγκαίο έξοδο που πραγματοποιήθηκε με σκοπό την εξασφάλιση του δικαιώματος προς επιδότηση ή τη λήψη της επιδότησης·

β)      οι φόροι, δασμοί και λοιπές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται στο προϊόν κατά την εξαγωγή του στην Ένωση και που αποσκοπούν ειδικά στην αντιστάθμιση της επιδότησης.

Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος ζητάει μια τέτοια αφαίρεση, οφείλει να αποδείξει ότι το αίτημα αυτό είναι δικαιολογημένο.»

91      Προκαταρκτικώς, υπογραμμίζεται ότι, από την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, και ιδίως από τη φράση «είναι δυνατό να αφαιρούνται», προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτίμησης κατά την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 26 ανωτέρω. Η αφαίρεση των εν λόγω στοιχείων από το ποσό της αντισταθμίσιμης επιδότησης προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει ότι το αίτημα αφαίρεσης είναι δικαιολογημένο. Εφόσον η απόδειξη προσκομιστεί, η Επιτροπή πρέπει να προβεί στη ζητηθείσα αφαίρεση.

92      Κατά πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή έπρεπε να έχει αφαιρέσει από το ποσό της αντισταθμίσιμης επιδότησης το κόστος μεταφοράς του βιοντίζελ στο πλαίσιο των πωλήσεων στην Pertamina και στην AKR το οποίο ήταν αναγκαίο για τη λήψη των πληρωμών από το OPPF. Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται κατά την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού από την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Κατευθύνσεις για τον υπολογισμό του ποσού της επιδότησης στις έρευνες με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού» (ΕΕ 1998, C 394, σ. 6, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ποσού της επιδότησης), η οποία περιορίζει το κόστος μεταφοράς που μπορεί να αφαιρεθεί σε εκείνο που καταβλήθηκε απευθείας στο Δημόσιο ή σε δημόσιο φορέα.

93      Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι κατευθυντήριες γραμμές αποτελούν ένα μέσον το οποίο αποσκοπεί στο να διευκρινισθούν, τηρουμένων των κανόνων δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, τα κριτήρια που η Επιτροπή προτίθεται να εφαρμόσει κατά την άσκηση της εξουσίας εκτίμησης την οποία διαθέτει κατά τον υπολογισμό του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Μαρτίου 2006, Daiichi Pharmaceutical κατά Επιτροπής, T‑26/02, EU:T:2006:75, σκέψη 49). Εξ αυτού συνάγεται ότι, όταν εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλίνει από το κείμενο υπέρτερης τυπικής ισχύος του οποίου τα κριτήρια εφαρμογής διευκρινίζει.

94      Επιπλέον, κατά τη νομολογία, υιοθετώντας κανόνες συμπεριφοράς που αποβλέπουν στην παραγωγή εξωτερικών αποτελεσμάτων, όπως συμβαίνει με τις κατευθυντήριες γραμμές που αφορούν τους επιχειρηματίες, και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει πλέον στις περιπτώσεις τις οποίες οι κανόνες αυτοί αφορούν, το θεσμικό όργανο αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας εκτίμησης και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους εν λόγω κανόνες, διότι άλλως οι αποφάσεις του θα επικριθούν, ενδεχομένως, λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Δεν μπορεί συνεπώς να αποκλείεται ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και ανάλογα με το περιεχόμενό τους, αυτοί οι κανόνες συμπεριφοράς που είναι γενικής ισχύος μπορούν να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψεις 210 και 211).

95      Στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ποσού της επιδότησης προβλέπεται, υπό τον τίτλο «Ζ. Αφαίρεση από το ποσό της επιδότησης», ότι «[τ]α μόνα τέλη ή έξοδα που μπορούν κανονικά να αφαιρεθούν είναι αυτά που καταβλήθηκαν απευθείας στο Δημόσιο κατά την περίοδο της έρευνας», ότι «[π]ρέπει να αποδειχθεί ότι η πληρωμή αυτή είναι υποχρεωτική για τη χορήγηση της επιδότησης» και ότι, «[σ]υνεπώς, δεν αφαιρούνται πληρωμές σε ιδιώτες, π.χ. δικηγόρους ή λογιστές, κατά την υποβολή αίτησης για επιδότηση».

96      Οι ως άνω διευκρινίσεις συνάδουν προς το κείμενο υπέρτερης τυπικής ισχύος το οποίο προορίζονται να επεξηγήσουν. Πρώτον, η διευκρίνιση ότι πρέπει να αποδειχθεί ότι τα τέλη και τα έξοδα που μπορούν να αφαιρεθούν είναι «υποχρεωτικά για τη χορήγηση της επιδότησης» συνάδει με την προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού, ότι τα τέλη και τα έξοδα που μπορούν να αφαιρεθούν πρέπει να «πραγματοποιήθηκαν» προκειμένου να ληφθεί η επιδότηση. Δεύτερον, η διευκρίνιση ότι «τα μόνα τέλη ή έξοδα που μπορούν κανονικά να αφαιρεθούν είναι αυτά που καταβλήθηκαν απευθείας στο Δημόσιο κατά την περίοδο της έρευνας» συνάδει επίσης προς την ως άνω διάταξη. Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτίμησης την οποία η Επιτροπή διαθέτει στον συγκεκριμένο τομέα, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 91 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, περιορίζοντας τα τέλη και τα έξοδα που μπορούν να αφαιρεθούν, μέσω της διευκρίνισης που περιέχεται στις κατευθυντήριες γραμμές ότι η φράση «κάθε τέλος για την υποβολή της σχετικής αίτησης και κάθε άλλο αναγκαίο έξοδο που πραγματοποιήθηκε με σκοπό την εξασφάλιση του δικαιώματος προς επιδότηση», τα οποία μνημονεύονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού, παραπέμπει σε τέλη και έξοδα «που καταβλήθηκαν απευθείας στο Δημόσιο κατά την περίοδο της έρευνας».

97      Ως εκ τούτου, ορθώς η Επιτροπή εφάρμοσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 87 έως 92 του προσβαλλόμενου κανονισμού, όσον αφορά το αίτημα αφαίρεσης του κόστους μεταφοράς, τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ποσού της επιδότησης.

98      Εν προκειμένω, όμως, πρώτον, οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ότι το κόστος μεταφοράς για την προμήθεια του βιοντίζελ καταβλήθηκε απευθείας στην Κυβέρνηση της Ινδονησίας κατά την περίοδο έρευνας. Δεύτερον, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι το κόστος μεταφοράς ήταν αναγκαίο για τη λήψη των ποσών που κατέβαλε το OPPF, τα οποία εξαρτιόνταν από την παράδοση του βιοντίζελ, δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, το εν λόγω κόστος σχετιζόταν αποκλειστικά και μόνο με την εκτέλεση της σύμβασης πώλησης που συνήφθη μεταξύ των προσφευγουσών και της Pertamina ή της AKR. Το γεγονός ότι, προκειμένου να λάβουν τις πληρωμές από τον οργανισμό διαχείρισης, οι παραγωγοί βιοντίζελ έπρεπε να προσαρτήσουν στο τιμολόγιό τους ορισμένα δικαιολογητικά έγγραφα, περιλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο παράδοσης, τον όγκο και τον τύπο του βιοντίζελ που προμήθευσαν και το ύψος του κόστους μεταφοράς, δεν συνεπάγεται ότι το εν λόγω κόστος ήταν «υποχρεωτικό για τη χορήγηση της επιδότησης» κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό του ποσού της επιδότησης και δεν αναιρεί το ως άνω συμπέρασμα.

99      Κατά συνέπεια, τα προεκτεθέντα επιχειρήματα πρέπει να απορριφθούν.

100    Κατά δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή έπρεπε να έχει αφαιρέσει από το ποσό της αντισταθμίσιμης επιδότησης το κόστος πιστώσεων που σχετιζόταν με τα ποσά που κατέβαλε το OPPF. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι μπορούν να εκδώσουν τιμολόγιο προς το OPPF για το μέρος της τιμής που αφορά τις πωλήσεις βιοντίζελ, το οποίο πρέπει να τους καταβάλει το εν λόγω ταμείο μόνον μετά την έκδοση του τιμολογίου προς την Pertamina ή την AKR. Το OPPF επαληθεύει πολλαπλώς τα στοιχεία που υποβάλλονται, οι δε προσφεύγουσες λαμβάνουν τα ποσά πλείονες μήνες μετά την αποστολή του τιμολογίου στην Pertamina ή την AKR. Οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι το κόστος πιστώσεων οφείλεται στο χρονικό διάστημα που παρέρχεται από την παράδοση του βιοντίζελ έως την καταβολή των ποσών από το OPPF.

101    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το εν λόγω κόστος πιστώσεων, εφόσον θεωρηθεί αποδεδειγμένο, προκύπτει από τη διαδικασία που έχει θεσπίσει η Κυβέρνηση της Ινδονησίας και τον χρόνο επεξεργασίας των δικαιολογητικών εγγράφων που οι προσφεύγουσες υποβάλλουν στον οργανισμό διαχείρισης, σύμφωνα με τη διαδικασία που εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 49 και 50 του προσωρινού κανονισμού. Ως εκ τούτου, δεν πρόκειται περί «αναγκαίου εξόδου που πραγματοποιήθηκε με σκοπό την εξασφάλιση του δικαιώματος προς επιδότηση» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού. Το εν λόγω κόστος δεν συνιστά επίσης «τέλη ή έξοδα […] που καταβλήθηκαν απευθείας στο Δημόσιο» κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό του ποσού της επιδότησης, καθότι, δεδομένου ότι πρόκειται περί κόστους που σχετίζεται με τον χρόνο επεξεργασίας από το OPPF, δεν μπορεί να θεωρηθεί ποσό που «καταβλήθηκε απευθείας» στο εν λόγω ταμείο. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες κάνουν λόγο για το χρονικό διάστημα που παρέρχεται μεταξύ, αφενός, της παράδοσης βιοντίζελ και της ημερομηνίας αποστολής του τιμολογίου στην Pertamina ή την AKR και, αφετέρου, της ημερομηνίας καταβολής των ποσών. Η κρίσιμη ημερομηνία, όμως, προκειμένου να εκτιμηθεί αν η πραγματοποίηση των εξόδων πιστώσεων ήταν αναγκαία για τη λήψη της επιδότησης πρέπει να είναι όχι αυτή της παράδοσης του βιοντίζελ ή της αποστολής του τιμολογίου στην Pertamina ή την AKR, αλλά η μεταγενέστερη ημερομηνία της αποστολής του τιμολογίου στο OPPF, πράξη η οποία συνιστά αναγκαία διατύπωση για τη λήψη των ποσών που κατέβαλλε το εν λόγω ταμείο. Επομένως, με το συγκεκριμένο επιχείρημα, οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι επιβαρύνθηκαν με κόστος πιστώσεων προκειμένου να λάβουν την επιδότηση από το OPPF.

102    Κατά συνέπεια, το ως άνω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

103    Κατά τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι επιβαρύνθηκαν επίσης με «κόστος που προκύπτει από τη μείωση που εφαρμόστηκε» για τη λήψη των ποσών που κατέβαλλε το OPPF, το οποίο η Επιτροπή έπρεπε να έχει αφαιρέσει από το ποσό της αντισταθμίσιμης επιδότησης.

104    Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι οι προσφεύγουσες δεν υποστήριξαν, κατά τη διάρκεια της έρευνας, ότι το ποσό της επιδότησης έπρεπε να προσαρμοστεί προκειμένου να ληφθεί υπόψη η παρούσα αξία του βιοντίζελ που πωλήθηκε στην Pertamina και την AKR. Χωρίς να ισχυρίζονται ότι υπέβαλαν σχετικό αίτημα, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της τις απαραίτητες πληροφορίες και, δυνάμει της αρχής της χρηστής διοίκησης, όφειλε να διαδραματίσει πιο ενεργό ρόλο και να θεωρήσει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν τα ενδιαφερόμενα μέρη δικαιολογούσαν την αφαίρεση.

105    Επ’ αυτού επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι, όταν ζητεί αφαίρεση, το ενδιαφερόμενο μέρος «οφείλει να αποδείξει ότι το αίτημα αυτό είναι δικαιολογημένο». Από τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης, τα οποία εκτέθηκαν στη σκέψη 104 ανωτέρω, προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν υπέβαλαν τέτοιο αίτημα ούτε προσκόμισαν τις αναγκαίες διευκρινίσεις συναφώς. Στο πλαίσιο, όμως, της αφαίρεσης των εξόδων από το ποσό της αντισταθμίσιμης επιδότησης και λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτίμησης που η Επιτροπή διαθέτει κατά τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 91 ανωτέρω, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν αφαίρεσε έξοδα ιδία πρωτοβουλία.

106    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το συγκεκριμένο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί και, ως εκ τούτου, το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο στο σύνολό του.

107    Δεδομένου ότι όλα τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως απορρίφθηκαν, ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό iv, σημείο 1, στοιχείο βʹ, και σημείο 2, του άρθρου 6, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 28, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού και περιπτώσεις πρόδηλης πλάνης εκτίμησης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε κρατική ενίσχυση για την αγορά ΑΦ έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού

108    Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αποτελείται από τρία σκέλη, τα οποία η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το EBB, αντικρούει.

 Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό iv, και του άρθρου 28, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτίμησης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στους προμηθευτές ΑΦ ανατέθηκε ή δόθηκε εντολή να προμηθεύσουν ΑΦ έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού

109    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι κακώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Κυβέρνηση της Ινδονησίας ανέθεσε ή έδωσε εντολή στους προμηθευτές ΑΦ να προμηθεύουν τα προϊόντα τους έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού, πρώτον, μέσω εξαγωγικού φόρου και εισφοράς κατά την εξαγωγή και, δεύτερον, μέσω διαφανούς «καθορισμού των τιμών» από την PTPN, παραγωγό ΑΦ που ανήκει εξ ολοκλήρου στην Κυβέρνηση της Ινδονησίας. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι οι Ινδονήσιοι προμηθευτές ΑΦ δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε μορφή απειλής ή καταναγκασμού ώστε να πωλούν το προϊόν τους στην εγχώρια αγορά σε χαμηλότερες τιμές.

110    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι η ευρεία εξουσία εκτίμησης την οποία τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν, κατά τη νομολογία, στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας αφορά επίσης την εξακρίβωση της ύπαρξης χρηματοδοτικής συνεισφοράς κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, του βασικού κανονισμού (βλ. σκέψεις 26 και 27 ανωτέρω).

111    Το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού ορίζει ότι η επιδότηση θεωρείται ότι συντρέχει εφόσον πληρούνται οι όροι που αναφέρονται στα σημεία 1 και 2, δηλαδή εφόσον υπάρχει «χρηματοδοτική συνεισφορά» του Δημοσίου στη χώρα καταγωγής ή εξαγωγής και εφόσον με τον τρόπο αυτό προσπορίζεται κάποιο «όφελος». Κατά το άρθρο 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό iv, του βασικού κανονισμού, υπάρχει «χρηματοδοτική συνεισφορά» όταν το Δημόσιο «αναθέτει ή δίδει εντολή σε έναν ιδιωτικό φορέα να διενεργήσει μια ή περισσότερες από τις πράξεις που περιγράφονται υπό i, ii και iii, οι οποίες κανονικά υπάγονται στην αρμοδιότητά του και εφόσον η διενέργεια των εν λόγω πράξεων δεν διαφέρει κατ’ ουσίαν διόλου από τη συνήθη διενέργεια πράξεων εκ μέρους του Δημοσίου».

112    Οι έννοιες «αναθέτει» ή «δίδει εντολή» δεν ορίζονται στον βασικό κανονισμό.

113    Κατά πάγια νομολογία, η σημασία και το περιεχόμενο εννοιών για τις οποίες το δίκαιο της Ένωσης δεν παρέχει οποιονδήποτε ορισμό πρέπει να καθορίζονται σύμφωνα με το σύνηθες νόημά τους στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου χρησιμοποιούνται και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση στην οποία εντάσσονται (πρβλ. αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, Deckmyn και Vrijheidsfonds, C‑201/13, EU:C:2014:2132, σκέψη 19, και της 5ης Απριλίου 2017, Changshu City Standard Parts Factory και Ningbo Jinding Fastener κατά Συμβουλίου, C‑376/15 P και C‑377/15 P, EU:C:2017:269, σκέψη 52).

114    Συναφώς, επισημαίνεται ότι σκοπός του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού είναι ο ορισμός της έννοιας της αντισταθμίσιμης «επιδότησης».

115    Ειδικότερα, σκοπός του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού είναι να ορίσει την έννοια «χρηματοδοτική συνεισφορά» κατά τρόπον ώστε να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του ορισμού αυτού τα μέτρα του Δημοσίου τα οποία δεν υπάγονται σε μία από τις κατηγορίες που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη. Υπ’ αυτό ακριβώς το πρίσμα, το άρθρο 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό i έως iii, του βασικού κανονισμού απαριθμεί συγκεκριμένες περιπτώσεις που πρέπει να θεωρείται ότι συνεπάγονται χρηματοδοτική συνεισφορά του Δημοσίου, ήτοι άμεση ή έμμεση μεταφορά πόρων, διαφυγόντα κρατικά έσοδα ή παροχή αγαθών ή υπηρεσιών. Το άρθρο 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό iv, του βασικού κανονισμού προβλέπει στη δεύτερη περίπτωση ότι το γεγονός ότι το Δημόσιο αναθέτει ή δίνει εντολή σε ιδιωτικό φορέα να διενεργήσει μία ή περισσότερες από τις κατά τα ανωτέρω περιγραφόμενες πράξεις ισοδυναμεί με χορήγηση χρηματοδοτικής συνεισφοράς από το Δημόσιο κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού (απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T‑300/16, EU:T:2019:235, σκέψη 106).

116    Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό iv, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού αποτελεί, κατ’ ουσίαν, διάταξη κατά της καταστρατήγησης, η οποία αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει ότι οι δημόσιες αρχές των τρίτων χωρών δεν θα μπορούν να παρακάμψουν τους κανόνες σχετικά με τις επιδοτήσεις θεσπίζοντας μέτρα τα οποία, φαινομενικά, δεν εμπίπτουν stricto sensu στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό i έως iii, του εν λόγω κανονισμού, αλλά, στην πραγματικότητα, έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα (απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T‑300/16, EU:T:2019:235, σκέψη 107). Αυτή είναι επίσης η ερμηνεία, από το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο του ΠΟΕ, του άρθρου 1.1, στοιχείο a, σημείο 1, υπό iv, της συμφωνίας ΕΑΜ, του οποίου το περιεχόμενο είναι παρεμφερές εκείνου του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό iv, του βασικού κανονισμού [βλ. έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ, με τίτλο «ΗΠΑ – Έρευνα αντισταθμιστικού δασμού σχετικά με προϊόντα δυναμικής μνήμης τυχαίας προσπέλασης (DRAM) από την Κορέα», η οποία εκδόθηκε στις 27 Ιουνίου 2005 (WT/DS 296/AB/R, σημείο 113), στο εξής: έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου «ΗΠΑ – DRAM»].

117    Το σύνηθες νόημα στην καθημερινή γλώσσα του όρου «αναθέτω» είναι «απονέμω καθήκον ή αξίωμα, ορίζω, εξουσιοδοτώ, καθιστώ». Επομένως, προκειμένου να διασφαλιστεί πλήρως η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό iv, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, η νομολογία έχει ερμηνεύσει τον συγκεκριμένο όρο ως «κάθε ενέργεια του Δημοσίου που συνεπάγεται, άμεσα ή έμμεσα, την ανάθεση σε ιδιωτικό φορέα της ευθύνης διενέργειας μιας εκ των πράξεων που περιγράφονται στο άρθρο 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό i έως iii, του εν λόγω κανονισμού» (απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T‑300/16, EU:T:2019:235, σκέψη 108). Κατά συνέπεια, ο όρος «δίνω εντολή», ο οποίος, κατά το σύνηθες νόημά του στην καθημερινή γλώσσα, σημαίνει «ζητώ, διατάσσω, ορίζω, επιβάλλω, επιτάσσω, απαιτώ», περιλαμβάνει κάθε ενέργεια του Δημοσίου που συνίσταται, άμεσα ή έμμεσα, στην άσκηση των εξουσιών του σε ιδιωτικό φορέα προκειμένου αυτός να διενεργήσει μια από τις πράξεις που μνημονεύονται στο άρθρο 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό i έως iii, του βασικού κανονισμού.

118    Επιπλέον, προκύπτει σαφώς από τον παρατακτικό σύνδεσμο «ή», ο οποίος υποδηλώνει την εναλλακτική δυνατότητα μεταξύ του «αναθέτει» και του «δίδει εντολή», ότι οι δύο πράξεις μπορούν να διενεργούνται ανεξάρτητα η μία από την άλλη, αλλά και συγχρόνως. Επίσης, από την ερμηνεία του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό iv, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, το οποίο δεν περιορίζει τη φύση ή το αντικείμενο της ενέργειας του «αναθέτω» ή «δίνω εντολή, και από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 117 ανωτέρω, η οποία λαμβάνει υπόψη «κάθε ενέργεια του Δημοσίου», συνάγεται ότι η συγκεκριμένη πράξη δεν πρέπει να είναι κατ’ ανάγκην το αποτέλεσμα πράξης ή μέτρου που εξετάζονται μεμονωμένα, αλλά μπορεί επίσης να είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα πλειόνων μέτρων.

119    Το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η Κυβέρνηση της Ινδονησίας επιδίωξε να εξασφαλίσει από τους παραγωγούς ΑΦ την προμήθεια του συγκεκριμένου προϊόντος στην ινδονησιακή αγορά έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού με μέτρα όπως την επιβολή εξαγωγικού φόρου ή εισφοράς κατά την εξαγωγή, τον de facto έλεγχο των εγχώριων τιμών ΑΦ μέσω της PTPN και τη χορήγηση των επιδοτήσεων στους παραγωγούς ΑΦ πρέπει να αναλυθεί υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων.

–       Επί του εξαγωγικού φόρου και της εισφοράς κατά την εξαγωγή

120    Στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι κακώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εξαγωγικός φόρος, ο οποίος ήταν μηδενικός κατά την περίοδο έρευνας, και η εισφορά κατά την εξαγωγή, η οποία ήταν φόρος που σκοπούσε τη δημιουργία εσόδων και είχε μηδενικό συντελεστή τον Δεκέμβριο του 2018, είχαν ως αποτέλεσμα να «ανατεθεί» ή να δοθεί εντολή στους προμηθευτές ΑΦ να προμηθεύουν τα προϊόντα τους έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού.

121    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 113 έως 117 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η Κυβέρνηση της Ινδονησίας επέβαλλε επί του ΑΦ φόρο και εισφορά κατά την εξαγωγή.

122    Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 87 και 88 του προσωρινού κανονισμού, ο εξαγωγικός φόρος τέθηκε για πρώτη φορά σε εφαρμογή το 1994 και, ως ίσχυε το 2016, περιελάμβανε προοδευτικό δασμολογικό καθεστώς για το ΑΦ καθώς και άλλα προϊόντα, περιλαμβανομένου του βιοντίζελ (για το οποίο καθοριζόταν σταθερά χαμηλότερο ποσοστό σε σχέση με το ΑΦ). Οι Ινδονήσιοι εξαγωγείς κατέβαλλαν φόρο για τις εξαγωγές ΑΦ, ο οποίος συνδεόταν με την τιμή αναφοράς της Κυβέρνησης της Ινδονησίας. Επομένως, όταν η τιμή αναφοράς εξαγωγής που καθόριζε η Κυβέρνηση της Ινδονησίας αυξανόταν, αυξανόταν και ο εξαγωγικός δασμός. Όταν η τιμή αναφοράς ήταν κάτω των 750 USD ανά τόνο, ο εφαρμοστέος συντελεστής εξαγωγικού φόρου ήταν 0 %. Κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, η τιμή του ΑΦ διατηρήθηκε κάτω από το όριο των 750 δολαρίων ΗΠΑ ανά τόνο και, συνεπώς, δεν καταβαλλόταν εξαγωγικός φόρος.

123    Κατά την αιτιολογική σκέψη 89 του προσωρινού κανονισμού, η Κυβέρνηση της Ινδονησίας είχε επίσης επιβάλει το 2015 εισφορά κατά την εξαγωγή στο ΑΦ και στα κατάντη προϊόντα. Η εν λόγω εισφορά, στη διάρκεια της περιόδου έρευνας, καθορίστηκε σε 50 USD ανά τόνο για το ΑΦ και σε 20 USD ανά τόνο για το βιοντίζελ.

124    Για να καταδείξει την ύπαρξη χρηματοδοτικής συνεισφοράς με τον προσωρινό κανονισμό, τα συμπεράσματα του οποίου επιβεβαιώθηκαν με τον προσβαλλόμενο κανονισμό (στις αιτιολογικές σκέψεις 102 έως 161), η Επιτροπή διενήργησε ανάλυση βασισμένη στη σχετική νομολογία του ΠΟΕ.

125    Βάσει της ως άνω ανάλυσης, η Επιτροπή έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 111 έως 157 του προσωρινού κανονισμού, ότι με την ενέργειά της η Κυβέρνηση της Ινδονησίας «ανέθεσε» ή «έδωσε εντολή» στους παραγωγούς ΑΦ να προμηθεύουν τα προϊόντα τους στους εγχώριους χρήστες έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού προκειμένου να δημιουργηθεί στην Ινδονησία μια τεχνητή αγορά ΑΦ με χαμηλές εγχώριες τιμές. Εν συνεχεία, η Επιτροπή επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 160 του προσωρινού κανονισμού, ότι όλοι οι παραγωγοί ΑΦ έπρεπε να θεωρηθούν ιδιωτικοί φορείς και, στις αιτιολογικές σκέψεις 162 και 169 του ίδιου κανονισμού, ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις είχαν προμηθεύσει ΑΦ στην εγχώρια αγορά έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού. Τέλος, στην αιτιολογική σκέψη 170 του ίδιου κανονισμού, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η προμήθεια ΑΦ από το έδαφος της Ινδονησίας στον κλάδο παραγωγής βιοντίζελ της Ινδονησίας αποτελούσε πράξη που κανονικά υπαγόταν στην αρμοδιότητα του Δημοσίου. Συγκεκριμένα, στην ίδια αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή έκρινε ότι τέτοια πράξη συνιστά ο καθορισμός από την κυβέρνηση ενός κράτους, που ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα επί των εθνικών πόρων του, των κανονιστικών όρων προμήθειας πρώτων υλών της χώρας στις επιχειρήσεις της ίδιας χώρας.

126    Με την επίμαχη ανάλυση, η Επιτροπή διαπίστωσε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 134 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι με τον εξαγωγικό φόρο και την εισφορά κατά την εξαγωγή, σε συνδυασμό, όπως υπογραμμίστηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 103, 146 και 157 του προσβαλλόμενου κανονισμού, με άλλα μέτρα, η Κυβέρνηση της Ινδονησίας επιδίωξε να επιτύχει την προμήθεια ΑΦ, από τους παραγωγούς ΑΦ, στην ινδονησιακή αγορά έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού. Συγκεκριμένα, η Κυβέρνηση της Ινδονησίας είχε θεσπίσει ένα σύστημα εξαγωγικών περιορισμών το οποίο καθιστούσε εμπορικά μη ελκυστική την εξαγωγή ΑΦ.

127    Το γεγονός ότι η Κυβέρνηση της Ινδονησίας σχεδίασε και θέσπισε ένα τέτοιο σύστημα καταδεικνύεται από πλείονα στοιχεία τα οποία η Επιτροπή εκθέτει με τον προσβαλλόμενο κανονισμό και τον προσωρινό κανονισμό.

128    Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 116 του προσωρινού κανονισμού, επισημαίνεται ότι η Κυβέρνηση της Ινδονησίας είχε συνδέσει άμεσα το σύστημα εξαγωγικών φόρων με τις διεθνείς τιμές ΑΦ, και όχι με άλλα στοιχεία (όπως τα επίπεδα παραγωγής ή τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο), με σκοπό να υπάρξουν επιπτώσεις στις τιμές που κατέβαλλαν οι παραγωγοί-εξαγωγείς. Από τον πίνακα 1 που παρατίθεται στην ίδια αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι η Κυβέρνηση της Ινδονησίας παρακολουθούσε την εξέλιξη των τιμών σε διεθνές επίπεδο και προσάρμοζε τους εξαγωγικούς φόρους ανάλογα με τις εν λόγω τιμές, με αποτέλεσμα τη μείωση της κερδοφορίας των εξαγωγών.

129    Η Επιτροπή επισήμανε επίσης, στην αιτιολογική σκέψη 119 του προσωρινού κανονισμού, ότι η ινδονησιακή Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης είχε εξηγήσει δημοσίως, το 2015, ότι στόχος των εξαγωγικών δασμών είναι να διασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα πρώτων υλών και να προωθήσουν την ανάπτυξη του εγχώριου κατάντη κλάδου φοινικέλαιου, των οποίων η παραγωγή βιοντίζελ είναι αναπόσπαστο τμήμα.

130    Όσον αφορά την εισφορά κατά την εξαγωγή, στην αιτιολογική σκέψη 117 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η θέσπισή της το 2015 είχε συμπέσει με μια περίοδο κατά την οποία οι τιμές Ινδονησίας ήταν σχεδόν πανομοιότυπες με τις διεθνείς τιμές και είχε παράσχει στους παραγωγούς βιοντίζελ τη δυνατότητα να αγοράζουν ΑΦ σε τιμές χαμηλότερες από εκείνες που θα ίσχυαν σε διαφορετική περίπτωση. Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 114 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή εξέθεσε ότι η εν λόγω εισφορά χρηματοδοτούσε το OPPF και στήριζε de facto αποκλειστικά τον κλάδο παραγωγής βιοντίζελ μέσω των επιδοτήσεων.

131    Στον προσβαλλόμενο κανονισμό μνημονεύονται επίσης, στις αιτιολογικές σκέψεις 128 και 129, δύο άρθρα στον Τύπο, μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας, τα οποία επιρρωννύουν τα συμπεράσματα της Επιτροπής για την εν λόγω περίοδο. Συγκεκριμένα, σε άρθρο της 19ης Δεκεμβρίου 2018, ο γενικός γραμματέας της Ένωσης Φοινικέλαιου Ινδονησίας προέβλεπε ότι οι εξαγωγές ΑΦ μπορεί να σημειώσουν αλματώδη αύξηση μετά τη μείωση της εισφοράς κατά την εξαγωγή σε μηδέν. Σε άρθρο της 6ης Δεκεμβρίου 2018, ανεξάρτητη αναλύτρια εκτιμά ότι η κατάργηση της εισφοράς κατά την εξαγωγή θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των Ινδονήσιων εξαγωγέων προϊόντων φοινικέλαιου χάρη σε οικονομίες κλίμακας οι οποίες ενδέχεται να επιστραφούν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στους Ινδονήσιους γεωργούς μέσω υψηλότερων εγχώριων τιμών για το ΑΦ.

132    Βάσει των ως άνω παρατηρήσεων, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 118 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι «το συνολικό σύστημα των περιορισμών επί των εξαγωγών, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή από την Κυβέρνηση της Ινδονησίας, έχει ως σκοπό να ωφελήσει τον κλάδο παραγωγής βιοντίζελ με τη διατήρηση των εγχώριων τιμών [ΑΦ] σε τεχνητά χαμηλά επίπεδα».

133    Επ’ αυτού, κατά πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο εξαγωγικός φόρος, ο οποίος ήταν μηδενικός κατά την περίοδο έρευνας, δεν καθιστούσε δυνατό να ανατεθεί ή να δοθεί εντολή στους προμηθευτές ΑΦ να προμηθεύουν τα προϊόντα τους έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού.

134    Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 122 και 128 ανωτέρω, η Κυβέρνηση της Ινδονησίας είχε συνδέσει άμεσα το σύστημα εξαγωγικών φόρων με τις διεθνείς τιμές ΑΦ. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ο εξαγωγικός φόρος ήταν μηδενικός κατά την περίοδο αναφοράς οφειλόταν, όπως υπογραμμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 113 του προσβαλλόμενου κανονισμού, στις ειδικές συνθήκες της αγοράς. Συγκεκριμένα, το χαμηλό επίπεδο των διεθνών τιμών αρκούσε αφ’ εαυτού για να υποκινήσει τους παραγωγούς ΑΦ να ικανοποιήσουν κατά προτεραιότητα την εγχώρια ζήτηση. Όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, εάν πρόθεση της Κυβέρνησης της Ινδονησίας ήταν να μην εισπράττει πλέον τον συγκεκριμένο φόρο, θα τον είχε καταργήσει. Επιπλέον, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από την αιτιολογική σκέψη 118 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το συνδυασμένο αποτέλεσμα του εξαγωγικού φόρου και της εισφοράς κατά την εξαγωγή (η οποία εισπραττόταν κατά την περίοδο έρευνας) ως συνολικό σύστημα περιορισμών επί των εξαγωγών το οποίο η Κυβέρνηση της Ινδονησίας έθεσε σε εφαρμογή με σκοπό να ωφελήσει τον κλάδο παραγωγής βιοντίζελ διατηρώντας τις εγχώριες τιμές ΑΦ σε τεχνητά χαμηλά επίπεδα.

135    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι κάθε αναφορά της Επιτροπής στον εξαγωγικό φόρο δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη.

136    Κατά δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, θεσπίζοντας την εισφορά κατά την εξαγωγή, η Κυβέρνηση της Ινδονησίας άσκησε τις γενικές κανονιστικές εξουσίες της για την παραγωγή εσόδων από τις εξαγωγές βασικών προϊόντων τα οποία, μολονότι υπέκειντο σε εισφορά κατά την εξαγωγή, παρέμειναν ανταγωνιστικά στις εξαγωγικές αγορές.

137    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή αναγνώρισε, στην αιτιολογική σκέψη 62 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι, όταν η Κυβέρνηση της Ινδονησίας αποφάσισε να χρηματοδοτήσει το OPPF με εισφορά κατά την εξαγωγή, άσκησε απλώς και μόνον τις γενικές κανονιστικές εξουσίες της, απόφαση η οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ενέργεια «ανάθεσης» ή «εντολής». Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους οι προσφεύγουσες επικαλούνται την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου «ΗΠΑ – DRAM».

138    Επ’ αυτού, διαπιστώνεται ότι, με την επιβολή των επίμαχων εξαγωγικών περιορισμών σε συγκεκριμένο πλαίσιο στο οποίο, αφενός, ο εξαγωγικός φόρος συνδεόταν με τις διεθνείς τιμές ΑΦ και αυξανόταν όταν αυξάνονταν οι εν λόγω τιμές και στο οποίο, αφετέρου, η εισφορά κατά την εξαγωγή θεσπίστηκε στο διάστημα περιόδου κατά την οποία οι ινδονησιακές τιμές ήταν σχεδόν πανομοιότυπες με τις παγκόσμιες τιμές, η Κυβέρνηση της Ινδονησίας παρεμπόδισε την ελευθερία δράσης των επιχειρήσεων αυτών περιορίζοντας στην πράξη την ικανότητά τους να επιλέξουν την αγορά πώλησης των προϊόντων τους (πρβλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T‑300/16, EU:T:2019:235, σκέψη 124).

139    Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από την ανάλυση της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 62 του προσβαλλόμενου κανονισμού, στην οποία, εξετάζοντας μια άλλη πτυχή της υπόθεσης, ήτοι την ύπαρξη οφέλους, η Επιτροπή παρατηρεί ότι «όλες οι εταιρίες που συμμετέχουν στην αξιακή αλυσίδα του [ΑΦ], συμπεριλαμβανομένων των παραγωγών βιοντίζελ, υποχρεούνται να καταβάλλουν την εισφορά [κατά την εξαγωγή] δυνάμει κανονιστικών διατάξεων» και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το OPPF είναι ιδιωτικά χρηματοδοτούμενο, αλλά χρηματοδοτείται μάλλον μέσω «της κανονικής δημοσιονομικής δραστηριότητας και δραστηριότητας είσπραξης δημοσίων εσόδων της Κυβέρνησης της Ινδονησίας».

140    Συγκεκριμένα, και με την επιφύλαξη της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 38 και 39 ανωτέρω, η ως άνω παρατήρηση της Επιτροπής δεν σημαίνει ότι, αντιθέτως προς την ερμηνεία του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ που παρέθεσαν οι προσφεύγουσες, ήτοι το σημείο 115 της έκθεσης του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου «ΗΠΑ – DRAM», η Επιτροπή ερμήνευσε το άρθρο 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, υπό iv, του βασικού κανονισμού κατά τρόπο ώστε να «επιτρέπει στα μέλη να επιβάλλουν αντισταθμιστικά μέτρα σε προϊόντα όταν το Δημόσιο ασκεί απλώς τις γενικές κανονιστικές εξουσίες του».

141    Εν προκειμένω, το γεγονός ότι η Κυβέρνηση της Ινδονησίας επέβαλλε και προσάρμοζε διαρκώς τους επίμαχους εξαγωγικούς περιορισμούς προκειμένου να εξασφαλίσει την επίτευξη του σκοπού που επιδίωκαν οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απλή παρότρυνση προς τους εγχώριους παραγωγούς ΑΦ. Αντιθέτως, οι εν λόγω πράξεις της Κυβέρνησης της Ινδονησίας ώθησαν τους προμνησθέντες παραγωγούς να πωλούν τα προϊόντα τους στην εγχώρια αγορά έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού, συνέπεια η οποία, εν αντιθέσει προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, δεν μπορεί να θεωρηθεί «απλώς και μόνον απροσδόκητη συνέπεια ρύθμισης του Δημοσίου», κατά την έννοια του σημείου 114 της έκθεσης του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου «ΗΠΑ – DRAM» (πρβλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T‑300/16, EU:T:2019:235, σκέψη 125).

142    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το συγκεκριμένο επιχείρημα των προσφευγουσών.

143    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα έγγραφα και οι ανακοινώσεις που μνημόνευσε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 118 έως 121 του προσωρινού κανονισμού, προς στήριξη της διαπίστωσης ότι η Κυβέρνηση της Ινδονησίας επιδίωξε ρητώς έναν στόχο πολιτικής στήριξης και ανάπτυξης του κλάδου παραγωγής βιοντίζελ, μεταξύ άλλων επιδιώκοντας να μειώσει την τιμή του ΑΦ, αφορούν τον εξαγωγικό φόρο (ο οποίος ήταν μηδενικός και, επομένως, δεν είχε αντίκτυπο στους παραγωγούς ΑΦ), και όχι την εισφορά κατά την εξαγωγή. Κατά τις προσφεύγουσες, τα δύο μέσα ήταν διακριτά, ο δε σκοπός της εισφοράς κατά την εξαγωγή ήταν η χρηματοδότηση του OPPF και όχι η συμπίεση των εγχώριων τιμών του ΑΦ.

144    Το ανωτέρω επιχείρημα των προσφευγουσών βασίζεται σε πεπλανημένη ερμηνεία του προσωρινού κανονισμού. Συγκεκριμένα, αφού επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 118 του εν λόγω κανονισμού, ότι από ορισμένα έγγραφα προκύπτει ο στόχος πολιτικής που επιδίωκε η Κυβέρνηση της Ινδονησίας, η Επιτροπή παρέθεσε δημόσιες δηλώσεις της Κυβέρνησης της Ινδονησίας οι οποίες αφορούσαν τον εξαγωγικό φόρο και τους εξαγωγικούς δασμούς (αιτιολογική σκέψη 119) και εκθέσεις του ΠΟΕ και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) που αφορούσαν τον εξαγωγικό φόρο (αιτιολογικές σκέψεις 120 και 121). Εν συνεχεία, στην αιτιολογική σκέψη 122, η Επιτροπή επικέντρωσε την ανάλυσή της στην εισφορά κατά την εξαγωγή και έκρινε ότι σκοπός της εν λόγω εισφοράς, η οποία διατίθετο στο OPPF, ήταν η στήριξη του κλάδου παραγωγής βιοντίζελ, όπως το μεγαλύτερο ποσοστό των κεφαλαίων του εν λόγω ταμείου. Από τις προμνησθείσες αιτιολογικές σκέψεις προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε τόσο τον εξαγωγικό φόρο όσο και την εισφορά κατά την εξαγωγή προτού καταλήξει σε συμπεράσματα σχετικά με τους σκοπούς των εν λόγω εξαγωγικών περιορισμών στην αιτιολογική σκέψη 123 του προσωρινού κανονισμού και στην αιτιολογική σκέψη 118 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αντλούνται από το γεγονός ότι ο εξαγωγικός φόρος ήταν μηδενικός κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας απορρίφθηκαν στη σκέψη 134 ανωτέρω.

145    Το γεγονός ότι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η εισφορά κατά την εξαγωγή επιβάλλεται επίσης στις εξαγωγές βιοντίζελ και θεσπίστηκε προς στήριξη του OPPF δεν αναιρεί τις προεκτεθείσες παρατηρήσεις. Αφενός, από την αιτιολογική σκέψη 117 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι η εν λόγω εισφορά ήταν σημαντικά υψηλότερη για το ΑΦ από ό,τι για τα εξευγενισμένα προϊόντα, όπως το βιοντίζελ, και, αφετέρου, το γεγονός ότι η εισφορά κατά την εξαγωγή διατίθετο στο OPPF, το οποίο ήταν υπεύθυνο για τις πληρωμές στο πλαίσιο του συστήματος που εκτέθηκε στη σκέψη 45 ανωτέρω, επιρρωννύει τα συμπεράσματα της Επιτροπής.

146    Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 26 και 27, καταλήγοντας στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 123 του προσωρινού κανονισμού, ότι «στόχος του συστήματος εξαγωγικών περιορισμών που εφάρμοσε η κυβέρνηση της Ινδονησίας [ήταν] πράγματι η άμεση και έμμεση ενίσχυση του κλάδου παραγωγής βιοντίζελ και ότι δεν [επρόκειτο] απλώς για “παρενέργεια” από την άσκηση γενικών κανονιστικών εξουσιών», συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώνεται στην αιτιολογική σκέψη 118 του προσβαλλόμενου κανονισμού.

147    Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η διαπίστωση της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 115 του προσβαλλόμενου κανονισμού ότι «η θέσπιση της εισφοράς κατά την εξαγωγή, το 2015, από την κυβέρνηση της Ινδονησίας συνέπεσε με μια περίοδο κατά την οποία οι ινδονησιακές τιμές ακατέργαστου φοινικέλαιου ήταν σχεδόν πανομοιότυπες με τις διεθνείς τιμές» είναι αμιγώς συγκυριακή και δεν αποδεικνύει ότι η εισφορά κατά την εξαγωγή θεσπίστηκε με σκοπό τη συμπίεση των τιμών του ΑΦ, οι οποίες εξελίχθηκαν συνεχώς ανάλογα με τις παγκόσμιες τιμές. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι κακώς η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 116 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι η εισφορά κατά την εξαγωγή είχε επιτύχει τον σκοπό της, ήτοι τη συμπίεση των τιμών του ΑΦ στην ινδονησιακή εγχώρια αγορά. Κατά τις προσφεύγουσες, η συγκεκριμένη διαφορά μεταξύ των εγχώριων τιμών και των τιμών εξαγωγής του ΑΦ αντιστοιχούσε στην  εισφορά κατά την εξαγωγή ύψους 50 USD ανά τόνο. Επιπλέον, η συμπίεση των τιμών του ΑΦ στην ινδονησιακή αγορά οφείλεται, κατά τις προσφεύγουσες, στην κατάρρευση της παγκόσμιας αγοράς των βασικών προϊόντων.

148    Υπογραμμίζεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τις διαπιστώσεις της Επιτροπής περί των πραγματικών περιστατικών, ήτοι, αφενός, ότι η θέσπιση της εισφοράς κατά την εξαγωγή συνέπεσε με συμπίεση των τιμών ΑΦ στην ινδονησιακή αγορά και, αφετέρου, ότι η αύξηση της παραγωγής βιοντίζελ που διαπιστώνεται στον πίνακα 2 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 192 του προσωρινού κανονισμού συνεπαγόταν αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης ΑΦ το 2016, όπως διαπιστώνεται στην αιτιολογική σκέψη 117 του προσωρινού κανονισμού. Επιπλέον, από πίνακα που οι προσφεύγουσες περιέλαβαν στο υπόμνημα απαντήσεως προκύπτει ότι η τιμή του ΑΦ στην ινδονησιακή εγχώρια αγορά μειώθηκε κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου και ότι οι ινδονησιακές τιμές του ΑΦ ήταν, κατά κανόνα, χαμηλότερες των παγκόσμιων τιμών.

149    Με την ανωτέρω επιχειρηματολογία, οι προσφεύγουσες αντικρούουν όχι την ορθότητα των διαπιστώσεων περί των πραγματικών περιστατικών τις οποίες έλαβε υπόψη η Επιτροπή, αλλά την εκτίμηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών από το εν λόγω θεσμικό όργανο. Κατά τη νομολογία, όμως, ο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου έλεγχος των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στήριξαν τις διαπιστώσεις τους στον τομέα της πολιτικής για την άμυνα κατά των επιδοτήσεων δεν αποτελεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών η οποία υποκαθιστά εκείνη των εν λόγω οργάνων. Ο έλεγχος αυτός δεν θίγει την ευρεία εξουσία εκτίμησης των θεσμικών αυτών οργάνων στον τομέα της εμπορικής πολιτικής, αλλά περιορίζεται στη διαπίστωση του αν τα οικεία στοιχεία είναι ικανά να στηρίξουν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν τα θεσμικά όργανα. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει όχι μόνο να ελέγχει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων έγινε επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά οφείλει επίσης να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των στοιχείων που ασκούν επιρροή συναφώς και που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση μιας σύνθετης κατάστασης και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αντλούμενα συμπεράσματα (βλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2018, Gul Ahmed Textile Mills κατά Συμβουλίου, C‑100/17 P, EU:C:2018:842, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

150    Εν προκειμένω, η Επιτροπή εκτίμησε τα επίμαχα στοιχεία βασιζόμενη στον σκοπό για τον οποίο είχε θεσπιστεί το συνολικό σύστημα εξαγωγικών περιορισμών. Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει, όμως, ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης καταλήγοντας στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 118 του προσβαλλόμενου κανονισμού, βάσει συνόλου στοιχείων, ήτοι της ύπαρξης εξαγωγικού φόρου και εισφοράς κατά την εξαγωγή, των δημόσιων δηλώσεων της Κυβέρνησης της Ινδονησίας, των εκθέσεων του ΠΟΕ και του ΟΟΣΑ, της αύξησης της εγχώριας κατανάλωσης ΑΦ καθώς και της συμπίεσης των τιμών του εν λόγω προϊόντος στην ινδονησιακή αγορά μετά τη θέσπιση της εισφοράς κατά την εξαγωγή, ότι το συνολικό σύστημα των περιορισμών επί των εξαγωγών είχε ως σκοπό να ωφελήσει τον κλάδο παραγωγής βιοντίζελ με τη διατήρηση των εγχώριων τιμών ΑΦ σε τεχνητά χαμηλά επίπεδα, και δεν επρόκειτο απλώς και μόνον για παρενέργεια δημόσιου μέτρου με στόχο την είσπραξη δημόσιων εσόδων.

151    Τέταρτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η εισφορά κατά την εξαγωγή δεν είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των εξαγωγών ΑΦ, δεδομένου ότι οι παραγωγοί ΑΦ εξακολουθούν να εξάγουν έως το 70 % της παραγωγής τους.

152    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι το 70 % του ινδονησιακού ΑΦ εξαγόταν δεν συνεπάγεται ότι οι παραγωγοί ΑΦ ήταν σε θέση να προβούν ελεύθερα στην εύλογη επιλογή να εξαγάγουν το προϊόν τους και να εισπράξουν ενδεδειγμένο τίμημα. Αντιθέτως, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, οι παραγωγοί ΑΦ ικανοποιούσαν πρώτα την εγχώρια ζήτηση, η οποία αντιστοιχούσε στο 30 % της παραγωγής, κατά τις δημόσιες πηγές που μνημονεύθηκαν στην αιτιολογική σκέψη 153 του προσβαλλόμενου κανονισμού, και εν συνεχεία προέβαιναν σε εξαγωγές. Εξ αυτού συνάγεται ότι οι εν λόγω παραγωγοί δεν επιδίωκαν να εξαγάγουν μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής τους εκεί όπου οι τιμές ήταν υψηλότερες, διότι τα δυνητικά επιπλέον κέρδη των εξαγωγών περιορίζονταν από τους εξαγωγικούς περιορισμούς που είχε θεσπίσει η Κυβέρνηση της Ινδονησίας.

153    Δεδομένου ότι το ως άνω επιχείρημα απορρίφθηκε, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

–       Επί του ελέγχου των τιμών από την PTPN

154    Στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι κακώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Κυβέρνηση της Ινδονησίας προκαλούσε συμπίεση των τιμών του ΑΦ στην εγχώρια αγορά μέσω της PTPN.

155    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 91 έως 99 και 126 του προσωρινού κανονισμού και τις αιτιολογικές σκέψεις 120 και 123 του προσβαλλόμενου κανονισμού, λόγω της άρνησης συνεργασίας των προμηθευτών ΑΦ και της PTPN, η Επιτροπή εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 28, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού και βασίστηκε στα διαθέσιμα στοιχεία προκειμένου να στηρίξει τα συμπεράσματά της.

156    Κατά πρώτον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι κακώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η PTPN καθόριζε τις τιμές ΑΦ σε τεχνητά χαμηλό επίπεδο και δεν ενεργούσε ως ορθολογικός οικονομικός φορέας στην αφορά. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η PTPN, η οποία αντιπροσώπευε μόλις το 6 έως 9 % των συνολικών προμηθειών ΑΦ στην Ινδονησία, δεν καθόριζε τις τιμές της καθότι, αφενός, οι εν λόγω τιμές καθορίζονταν μέσω καθημερινών δημοπρασιών που αντικατόπτριζαν την προσφορά και τη ζήτηση στην Ινδονησία και, αφετέρου, το γεγονός ότι οι ινδονησιακές τιμές του ΑΦ ήταν χαμηλότερες από εκείνες των διεθνών αγορών οφειλόταν στο ότι η Ινδονησία είναι ο κύριος παραγωγός ΑΦ παγκοσμίως. Από τις πληροφορίες που προσκόμισαν οκτώ προμηθευτές ΑΦ προκύπτει ότι οι πωλήσεις τους ΑΦ ήταν επικερδείς, στοιχείο το οποίο καταδεικνύει, κατά τις προσφεύγουσες, ότι ακολουθούσαν τις τιμές της PTPN διότι τις θεωρούσαν επικερδείς και σημαίνει επίσης ότι η PTPN ενεργούσε ως ορθολογικός οικονομικός παράγοντας.

157    Συναφώς, από τις αιτιολογικές σκέψεις 128 έως 131 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι η PTPN είναι 100 % κρατικός όμιλος εταιριών, ο οποίος τελεί υπό τον έλεγχο της Κυβέρνησης της Ινδονησίας και παράγει διάφορα βασικά προϊόντα, περιλαμβανομένου ΑΦ.

158    Στις αιτιολογικές σκέψεις 132 και 133 του προσωρινού κανονισμού εκτίθεται ότι η PTPN διοργάνωνε καθημερινές δημοπρασίες για την πώληση του ΑΦ, στοιχείο το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους. Πριν από την έναρξη της καθημερινής διαδικασίας υποβολής προσφορών, η PTPN όριζε μια «εκτίμηση» για την τιμή της ημέρας, πλην όμως δεν ήταν υποχρεωμένη να απορρίπτει προσφορές χαμηλότερες από την εκτίμηση τιμής.

159    Η Επιτροπή βασίστηκε σε πλείονα διαθέσιμα στοιχεία προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η PTPN καθόριζε τις τιμές του ΑΦ σε τεχνητά χαμηλό επίπεδο. Πρώτον, από την αιτιολογική σκέψη 151 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι η Κυβέρνηση της Ινδονησίας επηρέαζε τις αποφάσεις της PTPN όσον αφορά την τιμολογιακή πολιτική της. Συγκεκριμένα, όταν η προσφερόμενη τιμή για την αγορά ΑΦ ήταν χαμηλότερη της «εκτίμησης» που είχε καθοριστεί για την τιμή της ημέρας, το διοικητικό συμβούλιο της PTPN, στο οποίο εκπροσωπούνταν μόνον η Κυβέρνηση της Ινδονησίας, μπορούσε να αποφασίσει να αποδεχθεί την προσφορά, κάτι το οποίο συνέβαινε τακτικά. Δεύτερον, από την αιτιολογική σκέψη 125 του προσβαλλόμενου κανονισμού και την αιτιολογική σκέψη 135 του προσωρινού κανονισμού συνάγεται ότι από τις διαθέσιμες πληροφορίες προέκυπτε ότι, εφαρμόζοντας τις εντολές της Κυβέρνησης της Ινδονησίας, η PTPN είχε υποστεί ζημίες κατά τα τελευταία έτη. Τρίτον, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 122 έως 124 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η «εκτίμηση τιμής» αντικατόπτριζε μια τιμή της αγοράς προκύπτουσα από ανταγωνιστική διαδικασία υποβολής προσφορών. Αντιθέτως, η εγχώρια τιμή του ΑΦ ήταν χαμηλότερη από οποιονδήποτε από τους διεθνείς δείκτες αναφοράς.

160    Τα ως άνω συμπεράσματα δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 146 του προσωρινού κανονισμού, η PTPN αντιπροσωπεύει μόνον το 6 έως 9 % των συνολικών προμηθειών ΑΦ στην Ινδονησία, στοιχείο από το οποίο συνάγεται, κατά τις προσφεύγουσες, ότι οι αγοραστές ΑΦ, οι οποίοι είναι μεγάλες επιχειρήσεις, μπορούν να επιβάλλουν τις τιμές τους τόσο στην PTPN όσο και στους μικρούς προμηθευτές ΑΦ, σύμφωνα με τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης.

161    Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι είναι αληθές ότι η αγορά ευνοεί τους αγοραστές ΑΦ που είναι μεγάλες επιχειρήσεις με «αντισταθμιστική αγοραστική δύναμη». Τούτο αναγνώρισε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 146 του προσωρινού κανονισμού. Εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν αναιρεί το συμπέρασμα ότι, μέσω της PTPN, η Κυβέρνηση της Ινδονησίας μπόρεσε να θέσει σε εφαρμογή έναν μηχανισμό καθορισμού των τιμών. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 146 του προσωρινού κανονισμού, χωρίς να αντικρουστεί συναφώς, ένα ακόμη χαρακτηριστικό της αγοράς ΑΦ, από την πλευρά της προσφοράς αυτή τη φορά, ήταν ο κατακερματισμός της σε μεγάλο αριθμό μικρών επιχειρήσεων, και ιδίως μεμονωμένων καλλιεργητών. Στο πλαίσιο αυτό, εφόσον η PTPN είχε καθορίσει τιμή για την ημέρα, ήταν ιδιαιτέρως δυσχερές για τους προμηθευτές ΑΦ που κατείχαν καθένας μικρό μερίδιο αγοράς να καθορίσουν υψηλότερες τιμές πώλησης έναντι αγοραστών με σημαντική αγοραστική δύναμη. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν οι ισχυρισμοί των προσφευγουσών ότι η διαμόρφωση της αγοράς εμπόδιζε την PTPN να καθορίζει τις τιμές. Αντιθέτως, καθίσταται φανερό ότι η συγκεκριμένη διάρθρωση της αγοράς ήταν παράγοντας ο οποίος παρείχε στην PTPN τη δυνατότητα να καθορίζει τις τιμές του ΑΦ.

162    Βάσει των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης καταλήγοντας στο συμπέρασμα, στις αιτιολογικές σκέψεις 124 και 125 του προσβαλλόμενου κανονισμού, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, ότι η PTPN δεν ενεργούσε ως ορθολογικός οικονομικός φορέας στην αγορά και καθόριζε την τιμή του ΑΦ σε επίπεδο χαμηλότερο εκείνου των δεικτών αναφοράς.

163    Κατά δεύτερον, οι προσφεύγουσες βάλλουν κατά του συμπεράσματος της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 145 του προσωρινού κανονισμού, ότι «η Κυβέρνηση της Ινδονησίας, δημοσιεύοντας την ημερήσια τιμή μονάδας του [ΑΦ], καθορίζει στην πράξη μια μέγιστη τιμή στην οποία το εμπόρευμα θα πωλείται την εκάστοτε ημέρα». Κατά τις προσφεύγουσες, το ΑΦ είναι εμπόρευμα το οποίο πωλείται ανά τον κόσμο βάσει διαφόρων ευρέως διαθέσιμων δεικτών και δεν είναι ασυνήθιστο η τιμή του να ακολουθεί ειδικές τάσεις, η δε ανάλυση της Επιτροπής καταδεικνύει ότι η ινδονησιακή αγορά ΑΦ είναι ιδιαιτέρως ανταγωνιστική.

164    Από την αιτιολογική σκέψη 160 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, εν προκειμένω, η Κυβέρνηση της Ινδονησίας, μέσω της PTPN, ενεργούσε ως φορέας καθορισμού των τιμών στην εγχώρια αγορά της Ινδονησίας και ότι όλοι οι ανεξάρτητοι προμηθευτές ΑΦ ακολουθούσαν αυτές τις ενδείξεις τιμών. Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 157 έως 159 ανωτέρω, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η PTPN καθόριζε τις τιμές του ΑΦ σε τεχνητά χαμηλό επίπεδο, οι δε προσφεύγουσες δεν αντικρούουν προσηκόντως τη διαπίστωση αυτή. Εν συνεχεία, στις αιτιολογικές σκέψεις 140 και 141 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η PTPN δημοσίευε το αποτέλεσμα της ημερήσιας δημοπρασίας στην ηλεκτρονική πλατφόρμα της πάντοτε στις 15:30 την ημέρα της δημοπρασίας, επισημαίνοντας την επακριβή κατακυρωμένη τιμή μονάδας για το ΑΦ, και ότι οι καθημερινές διαπραγματεύσεις, μεταξύ των προμηθευτών ΑΦ, εκτός της PTPN, και των αγοραστών ΑΦ, στις οποίες η τιμή έναρξης ήταν η ημερήσια τιμή της PTPN, διενεργούνταν γενικά μετά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των δημοπρασιών της PTPN. Η ημερήσια εγχώρια αγοραία τιμή του ΑΦ κινείτο πολύ κοντά στην τιμή κατακύρωσης των καθημερινών δημοπρασιών της PTPN και, επιπλέον, η τιμή ανά μονάδα που καταβαλλόταν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς σε μη κρατικούς παραγωγούς ΑΦ κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας ήταν πάντοτε η ίδια ή χαμηλότερη από την τιμή της PTPN για τη συγκεκριμένη ημέρα. Τέλος, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 138 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τα ως άνω πραγματικά περιστατικά εντάσσονται σε πλαίσιο στο οποίο η Κυβέρνηση της Ινδονησίας είχε λάβει μέτρα τα οποία υπονόμευαν την ικανότητα των προμηθευτών να εξάγουν ΑΦ.

165    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κρίνοντας ότι η Κυβέρνηση της Ινδονησίας είχε προβεί σε πράξη ανάθεσης ή εντολής προς τους προμηθευτές ΑΦ, μέσω διαφανούς «καθορισμού των τιμών» από την PTPN, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 116 έως 118 ανωτέρω.

166    Κατά τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 28, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού παραλείποντας να λάβει υπόψη πληροφορίες τις οποίες είχαν παράσχει στην Επιτροπή σχετικά με τη δράση της PTPN.

167    Κατά τη νομολογία, το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού επιτρέπει στα θεσμικά όργανα να χρησιμοποιούν τα διαθέσιμα στοιχεία, προκειμένου να μην υπονομευθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων εμπορικής άμυνας της Ένωσης, οσάκις τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έρχονται αντιμέτωπα με άρνηση ή έλλειψη συνεργασίας στο πλαίσιο έρευνας (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Maxcom κατά City Cycle Industries, C‑248/15 P, C‑254/15 P και C‑260/15 P, EU:C:2017:62, σκέψη 67), χωρίς όμως να τα υποχρεώνει να χρησιμοποιούν τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Gold East Paper και Gold Huasheng Paper κατά Συμβουλίου, T‑444/11, EU:T:2014:773, σκέψη 94). Κατά συνέπεια, η ευρεία εξουσία εκτίμησης της Επιτροπής όσον αφορά τα μέτρα εμπορικής άμυνας, κατά τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 26 ανωτέρω, ασκείται επίσης σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 28 του βασικού κανονισμού.

168    Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 28, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι, όταν τα συμπεράσματα της Επιτροπής βασίζονται στις διατάξεις της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου, ιδίως στα στοιχεία που περιέχονται στην καταγγελία, τα εν λόγω στοιχεία «διασταυρώνονται […] με στοιχεία από άλλες τυχόν διαθέσιμες ανεξάρτητες πηγές […] ή με στοιχεία που έχουν προσκομιστεί από άλλα ενδιαφερόμενα μέρη κατά τη διάρκεια της έρευνας», «όταν τούτο είναι εφικτό και τηρουμένης της προθεσμίας της έρευνας».

169    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν την εφαρμογή του άρθρου 28, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού (βλ. σκέψη 155 ανωτέρω). Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή έπρεπε να έχει λάβει υπόψη τα στοιχεία που προσκόμισαν κατά τη διάρκεια της έρευνας βάσει του άρθρου 28, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

170    Με τα υπομνήματά τους, όμως, οι προσφεύγουσες δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις της Επιτροπής περί των πραγματικών περιστατικών, αλλά την εκτίμησή της περί αυτών. Τα στοιχεία περί των πραγματικών περιστατικών τα οποία μνημονεύουν οι προσφεύγουσες, ήτοι το γεγονός ότι οι πωλήσεις οκτώ προμηθευτών ΑΦ που συνδέονται με τον όμιλο Wilmar ήταν επικερδείς και ότι το ΑΦ είναι εμπόρευμα το οποίο πωλείται ανά τον κόσμο βάσει ευρέως διαθέσιμων δεικτών, δεν αναιρούν τα συμπεράσματα της Επιτροπής.

171    Εν πάση περιπτώσει, η ανάγκη διασφάλισης της αποτελεσματικότητας των μέτρων εμπορικής άμυνας δικαιολογεί επίσης, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υπόθεσης, να επιτρέπεται τα εν λόγω θεσμικά όργανα να στηριχθούν σε δέσμη συγκλινουσών ενδείξεων, όπως οι εκτεθείσες στις σκέψεις 158 έως 159 ανωτέρω, προκειμένου να καταλήξουν στο συμπέρασμα της προμήθειας ΑΦ έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Maxcom κατά Chin Haur Indonesia, C‑247/15 P, C‑253/15 P και C‑259/15 P, EU:C:2017:61, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

172    Επομένως, η ανωτέρω επιχειρηματολογία των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθεί και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το σύνολο της δεύτερης αιτιάσεως.

–       Επί της πράξης «ανάθεσης» ή «εντολής»

173    Στο πλαίσιο της τρίτης αιτιάσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν πλείονα επιχειρήματα με σκοπό να καταδείξουν ότι οι Ινδονήσιοι προμηθευτές ΑΦ δεν υπέκειντο σε οποιαδήποτε μορφή απειλής ή καταναγκασμού ώστε να πωλούν ΑΦ στην ινδονησιακή αγορά σε χαμηλότερες τιμές.

174    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο της ως άνω αιτιάσεως, οι προσφεύγουσες επαναλαμβάνουν ορισμένα επιχειρήματα τα οποία αφορούν τα αποτελέσματα της εισφοράς κατά την εξαγωγή και τα οποία απορρίφθηκαν στο πλαίσιο της ανάλυσης των προηγούμενων αιτιάσεων. Συγκεκριμένα, τα επιχειρήματα σχετικά με τον αντίκτυπο της εισφοράς κατά την εξαγωγή, ήτοι το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της ινδονησιακής παραγωγής ΑΦ εξάγεται, η επιλογή των προμηθευτών ΑΦ να πωλούν στην εγχώρια ή την παγκόσμια αγορά, οι επιπτώσεις της εισφοράς κατά την εξαγωγή στις εγχώριες τιμές ΑΦ και η σχέση μεταξύ των ινδονησιακών τιμών ΑΦ και των παγκόσμιων τιμών, απορρίφθηκαν στις σκέψεις 136 έως 153 ανωτέρω.

175    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν επίσης τα συμπεράσματα που άντλησε η Επιτροπή από δύο άρθρα που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο, τα οποία μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 153 και 154 του προσωρινού κανονισμού, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της στήριξης που παρείχε η Κυβέρνηση της Ινδονησίας στον κλάδο του ΑΦ και των ισχυρισμών ότι η εν λόγω στήριξη χρησιμοποιούνταν προκειμένου να πειστούν οι προσφεύγουσες να προμηθεύουν ΑΦ έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού. Κατά τις προσφεύγουσες, τα εν λόγω άρθρα αφορούσαν τη στήριξη των μικρών καλλιεργητών από την Κυβέρνηση της Ινδονησίας, με σκοπό την κάλυψη, από απόψεως όγκου και όχι τιμής, της αύξησης της κατανάλωσης ΑΦ. Κατ’ αυτές, δεν ασκείται καμία μορφή πειθούς ή απειλής, με σκοπό την προμήθεια των ποσοτήτων αυτών ΑΦ έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού.

176    Η ανωτέρω επιχειρηματολογία των προσφευγουσών βασίζεται σε πεπλανημένη ερμηνεία του προσωρινού κανονισμού. Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή με τα υπομνήματά της και στην αιτιολογική σκέψη 153 του προσωρινού κανονισμού, σκοπός των δύο προμνησθέντων άρθρων του Τύπου είναι να καταδειχθεί ότι η Κυβέρνηση της Ινδονησίας παρενέβαινε ενεργά στην αγορά ΑΦ προκειμένου να ενθαρρύνει τους προμηθευτές ΑΦ να τηρήσουν την υποχρέωση που τους επιβλήθηκε και παρείχε, προς τούτο, επιδοτήσεις, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι παραγωγοί ΑΦ δεν επηρεάζονταν αρνητικά κατά την υλοποίηση των σκοπών της Κυβέρνησης της Ινδονησίας. Στην ίδια αιτιολογική σκέψη η Επιτροπή εκθέτει ότι η Κυβέρνηση της Ινδονησίας στηρίζει τους παραγωγούς ΑΦ προς όφελος ουσιαστικά των παραγωγών βιοντίζελ. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν εξέτασε τις εν λόγω επιδοτήσεις μεμονωμένα, αλλά στο πλαίσιο του συνόλου των μέτρων με τα οποία η Κυβέρνηση της Ινδονησίας ανάγκαζε τους παραγωγούς ΑΦ να πωλούν στην τοπική αγορά σε τιμές χαμηλότερες από ό,τι σε διαφορετική περίπτωση (αιτιολογική σκέψη 162 του προσωρινού κανονισμού).

177    Επομένως, η συγκεκριμένη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί και, ως εκ τούτου, το σύνολο του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως είναι επίσης απορριπτέο.

 Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού και περιπτώσεις πρόδηλης πλάνης εκτίμησης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Κυβέρνηση της Ινδονησίας στήριξε το εισόδημα των παραγωγών βιοντίζελ

178    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι θεώρησε ότι υφίστατο στήριξη του εισοδήματος και των τιμών προς όφελος των παραγωγών βιοντίζελ, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού.

179    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου σκέλους, την ύπαρξη των μέτρων που έλαβε η Κυβέρνηση της Ινδονησίας, τα οποία η Επιτροπή εξέθεσε στις αιτιολογικές σκέψεις 188 έως 190 του προσωρινού κανονισμού, τα συμπεράσματα του οποίου επιβεβαιώθηκαν στην αιτιολογική σκέψη 169 του προσβαλλόμενου κανονισμού, αλλά τον χαρακτηρισμό τους ως «στήριξης του εισοδήματος ή των τιμών», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού.

180    Δεδομένου ότι η ως άνω φράση δεν ορίζεται στον βασικό κανονισμό, πρέπει, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 113 ανωτέρω, να ερμηνευθεί σύμφωνα με το σύνηθες νόημά της στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου χρησιμοποιείται και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση στην οποία εντάσσεται.

181    Σκοπός του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού είναι ο ορισμός της έννοιας της «επιδότησης» που θα δικαιολογούσε την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού. Ειδικότερα, το άρθρο 3, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι θεωρείται ότι συντρέχει επιδότηση εφόσον υπάρχει «χρηματοδοτική συνεισφορά» «ή», κατά το στοιχείο βʹ, παρέχεται «στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών, υπό οιαδήποτε μορφή, κατά την έννοια του άρθρου XVI της ΓΣΔΕ του 1994». Εξ αυτού προκύπτει ότι σκοπός του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού είναι να προβλεφθεί μορφή επιδότησης εναλλακτική αυτής που μνημονεύεται στο στοιχείο αʹ, όπως καταδεικνύεται σαφώς από τη χρήση του παρατακτικού συνδέσμου «ή» που υποδηλώνει την εναλλακτική δυνατότητα, προκειμένου να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης.

182    Η ανωτέρω διάταξη χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της εξακρίβωσης της ύπαρξης επιδότησης και παραπέμπει ρητώς για την ερμηνεία της στο άρθρο XVI της ΓΣΔΕ, εξ ου και η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να περιορίσει ο ίδιος τη διακριτική ευχέρειά του κατά την εφαρμογή των κανόνων της ΓΣΔΕ και του ΠΟΕ (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Επιτροπή κατά Rusal Armenal, C‑21/14 P, EU:C:2015:494, σκέψεις 40 και 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το συγκεκριμένο άρθρο κάνει λόγο για «επιδότηση, περιλαμβανομένης κάθε μορφής υποστήριξης τιμών και εισοδημάτων, η οποία άμεσα ή έμμεσα έχει σαν αποτέλεσμα να αυξάνει τις εξαγωγές οιουδήποτε προϊόντος εκ του εδάφους της ή να μειώνει τις εισαγωγές ενός προϊόντος στο έδαφός της». Εξ αυτού συνάγεται ότι, κατά την εν λόγω διάταξη, η «στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών» είναι μορφή επιδότησης και ότι η εν λόγω διάταξη επικεντρώνεται στα αποτελέσματα της συγκεκριμένης επιδότησης στις εξαγωγές και τις εισαγωγές.

183    Κατά το σύνηθες νόημά του στην καθημερινή γλώσσα, ο όρος «στήριξη» σημαίνει «ενίσχυση», «υποβοήθηση», «προστασία», «βοήθεια» ή «υποστήριξη» και η πράξη του ρήματος «στηρίζω» σημαίνει «συντηρώ, φέρω, υποστηρίζω» ή «βοηθώ, υποβοηθώ, ενθαρρύνω, επωμίζομαι». Από το γράμμα του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, καθώς και του άρθρου XVI της ΓΣΔΕ, προκύπτει ότι η συγκεκριμένη πράξη μπορεί να προσλάβει «οιαδήποτε μορφή» ή «κάθε μορφή», διατύπωση ανοικτή σε κάθε «εκδήλωση», «μορφή», «διαμόρφωση» ή «τρόπο ή είδος ενέργειας ή πράξης». Επομένως, η φράση «στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών» έχει την έννοια ότι περιλαμβάνει κάθε πράξη του Δημοσίου η οποία έχει ως αποτέλεσμα, άμεσα ή έμμεσα, τη διατήρηση της σταθερότητας του εισοδήματος των τιμών ή την άνοδό τους. Η παραπομπή του άρθρου 3, σημείο 1, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού στο άρθρο XVI της ΓΣΔΕ συνεπάγεται ότι πρέπει να ληφθούν επίσης υπόψη τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης πράξης στις εξαγωγές και τις εισαγωγές.

184    Στην υπό κρίση υπόθεση, προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη στήριξης του εισοδήματος ή των τιμών με τον προσωρινό κανονισμό, τα συμπεράσματα του οποίου επιβεβαιώνονται στην αιτιολογική σκέψη 169 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή έκρινε ότι, μέσω δέσμης μέτρων, ήτοι ενός συστήματος περιορισμών στις εξαγωγές ΑΦ, του εν τοις πράγμασι καθορισμού των τιμών του ΑΦ στην εγχώρια αγορά σε τεχνητά χαμηλό επίπεδο, καθώς και μέσω των άμεσων επιδοτήσεων στους παραγωγούς ΑΦ ώστε να αναγκαστούν να συμμορφωθούν προς τους σκοπούς του Δημοσίου, τα οποία μέτρα λήφθηκαν στο ευρύτερο πλαίσιο της προώθησης της ανάπτυξης του κλάδου του βιοντίζελ, μεταξύ άλλων μέσω των απαιτήσεων υποχρεωτικής ανάμειξης και της σύστασης του OPPF προς όφελος των παραγωγών βιοντίζελ, η Κυβέρνηση της Ινδονησίας είχε την πρόθεση να παρέμβει στην αγορά προκειμένου να διασφαλίσει συγκεκριμένο αποτέλεσμα, ήτοι τον προσπορισμό οφέλους για τους παραγωγούς βιοντίζελ από τις τεχνητά χαμηλές τιμές προμήθειας ΑΦ, πρώτης ύλης η οποία αντιπροσωπεύει περίπου το 90 % του κόστους παραγωγής τους.

185    Στην αιτιολογική σκέψη 191 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προμνησθείσες ενέργειες της Κυβέρνησης της Ινδονησίας είχαν συνεισφέρει στο εισόδημα των παραγωγών βιοντίζελ παρέχοντας σε αυτούς τη δυνατότητα πρόσβασης στην κύρια πρώτη ύλη και στο βασικότερο στοιχείο κόστους τους σε τιμή χαμηλότερη από την τιμή της παγκόσμιας αγοράς, που εν συνεχεία μετουσιώθηκε σε τεχνητά υψηλότερα κέρδη προερχόμενα κυρίως από τις εξαγωγές σε τρίτες αγορές. Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ραγδαία αύξηση των εξαγωγών βιοντίζελ το 2018, όπως προκύπτει από τον πίνακα 2 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 192 του προσωρινού κανονισμού. Η συγκεκριμένη ανάλυση επιβεβαιώθηκε στο σύνολό της με τον προσβαλλόμενο κανονισμό (βλ. αιτιολογική σκέψη 169 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

186    Κατά πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ερμηνεία της έννοιας της στήριξης του εισοδήματος ή των τιμών αντιβαίνει στη νομολογία του ΠΟΕ, ήτοι τις παρατηρήσεις που περιέχονται στην έκθεση της ειδικής ομάδας του ΠΟΕ με τίτλο «Κίνα – Αντισταθμιστικοί δασμοί και δασμοί αντιντάμπινγκ για χάλυβα έλασης με προσανατολισμένους κόκκους για ηλεκτρικές εφαρμογές από τις ΗΠΑ», η οποία εκδόθηκε στις 15 Ιουνίου 2012 (WT/DS 414/R). Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες παραπέμπουν στο σημείο 7.85 της εν λόγω έκθεσης, στο οποίο διαπιστώθηκε ότι «η φράση “στήριξη των τιμών” δεν περιλαμβάνει κάθε παρέμβαση του Δημοσίου η οποία μπορεί να έχει αντίκτυπο στις τιμές, όπως τους τελωνειακούς δασμούς και τους ποσοτικούς περιορισμούς», και ότι, «[ε]ιδικότερα, δεν προκύπτει σαφώς ότι [το άρθρο 1.1, στοιχείο a, σημείο 2] προοριζόταν να περιλαμβάνει κάθε είδους μέτρα του Δημοσίου που δεν συνιστούν, κατά τα λοιπά, χρηματοδοτική συνεισφορά, πλην όμως μπορεί να έχουν έμμεσο αντίκτυπο στην αγορά, περιλαμβανομένων των τιμών».

187    Με την επιφύλαξη της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 38 και 39 ανωτέρω, επισημαίνεται ότι, στην εν λόγω υπόθεση, η ειδική ομάδα αποφάνθηκε επί συμφωνιών αυτοπεριορισμού που περιόριζαν τις εισαγωγές χάλυβα στις Ηνωμένες Πολιτείες, κρίνοντας ότι είχαν απλώς και μόνον παρεπόμενες παρενέργειες, τυχαίας βαρύτητας, στις τιμές. Η ειδική ομάδα εκτίμησε ότι η εμβέλεια της φράσης «στήριξη […] των τιμών, υπό οιαδήποτε μορφή», στο άρθρο 1, παράγραφος 1.1, στοιχείο a, σημείο 2, της συμφωνίας ΕΑΜ δεν ήταν αρκετά ευρεία ώστε να περιλαμβάνει τέτοιες συμφωνίες. Επομένως, η συγκεκριμένη διαφορά δεν αφορούσε δέσμη μέτρων που είχαν τον ίδιο σκοπό και τον ίδιο χαρακτήρα με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο του προσβαλλόμενου κανονισμού, μεταξύ άλλων συγκεκριμένους περιορισμούς στις εξαγωγές και εν τοις πράγματι καθορισμό των τιμών μέσω επιχείρησης που ανήκει εξ ολοκλήρου στην Κυβέρνηση της Ινδονησίας.

188    Κατά δεύτερον, παραπέμποντας σε πλείονες αιτιολογικές σκέψεις του προσωρινού κανονισμού, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πλάνη καταλήγοντας στο συμπέρασμα, αφενός, ότι η Κυβέρνηση της Ινδονησίας είχε την πρόθεση να προωθήσει τη χρήση του βιοντίζελ στην Ινδονησία μέσω συμπίεσης των τιμών του ΑΦ και, αφετέρου, ότι υφίστατο ένα σύνολο μέτρων με σκοπό τη στήριξη του κλάδου παραγωγής του βιοντίζελ το οποίο αποδείκνυε την ύπαρξη στήριξης του εισοδήματος.

189    Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, παρατηρείται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τα αποδεικτικά στοιχεία που η Επιτροπή χρησιμοποίησε προκειμένου να διαπιστώσει την πρόθεση της Κυβέρνησης της Ινδονησίας να στηρίξει τον εγχώριο κλάδο παραγωγής του βιοντίζελ, αλλά το γεγονός ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία αφορούν την πρόθεση της εν λόγω κυβέρνησης να παράσχει τη στήριξη μέσω συμπίεσης των τιμών του ΑΦ.

190    Το ανωτέρω επιχείρημα βασίζεται, όμως, σε πεπλανημένη ερμηνεία του προσωρινού κανονισμού. Συγκεκριμένα, αφενός, ο εξαγωγικός φόρος και η εισφορά κατά την εξαγωγή που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 182 του προσωρινού κανονισμού καταλέγονται στα μέτρα βάσει των οποίων η Επιτροπή μπόρεσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στους προμηθευτές ΑΦ ανατέθηκε ή δόθηκε εντολή να προμηθεύουν ΑΦ έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού (βλ. σκέψεις 121 έως 132 ανωτέρω). Η ίδια παρατήρηση ισχύει για το OPPF, που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 186 του προσωρινού κανονισμού και χρηματοδοτούνταν από την εισφορά κατά την εξαγωγή επί του ΑΦ και των παραγώγων του (αιτιολογική σκέψη 117 του προσωρινού κανονισμού). Αφετέρου, από την ερμηνεία του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή διαπίστωσε κατ’ αρχάς την πρόθεση της Κυβέρνησης της Ινδονησίας να στηρίξει τον εγχώριο κλάδο του βιοντίζελ, στις αιτιολογικές σκέψεις 182 έως 186, και εξέθεσε εν συνεχεία, στις αιτιολογικές σκέψεις 188 έως 190, τα διάφορα μέσα με τα οποία η Κυβέρνηση της Ινδονησίας παρενέβαινε στην αγορά του ΑΦ προκειμένου να ενισχύσει την ανάπτυξη του κλάδου παραγωγής του βιοντίζελ.

191    Από τις αιτιολογικές σκέψεις που υπομνήσθηκαν στην προηγούμενη σκέψη προκύπτει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την πρόθεση της Κυβέρνησης της Ινδονησίας να αναπτύξει τον κλάδο παραγωγής του βιοντίζελ παρεμβαίνοντας στην αγορά ΑΦ και ότι το συγκεκριμένο επιχείρημα των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθεί.

192    Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, οι προσφεύγουσες παραπέμπουν, προς στήριξη των ισχυρισμών που αφορούν το σύνολο των μέτρων που σκοπούσαν τη στήριξη του κλάδου παραγωγής του βιοντίζελ, στα επιχειρήματα που προέβαλαν στο πλαίσιο του προηγούμενου σκέλους. Δεδομένου ότι το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες απορρίφθηκε, το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι επίσης απορριπτέο.

193    Κατά τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τον τρόπο με τον οποίο το επίμαχο σύνολο μέτρων είχε άμεσα ή έμμεσα ως αποτέλεσμα την αύξηση των εξαγωγών προϊόντος καταγωγής από την Ινδονησία ή τη μείωση των εισαγωγών του εν λόγω προϊόντος στο έδαφός της, όπως απαιτεί το άρθρο XVI της ΓΣΔΕ. Κατά τις προσφεύγουσες, από τα στοιχεία του πίνακα 2 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 192 του προσωρινού κανονισμού συνάγεται, πρώτον, ότι οι ινδονησιακές εξαγωγές βιοντίζελ μειώθηκαν σημαντικά στο διάστημα από το 2015 έως το 2018 και, δεύτερον, ότι είναι πιθανότερο το εν λόγω σύνολο μέτρων να μείωσε τις εξαγωγές βιοντίζελ, καθότι ευνοούσε την εγχώρια κατανάλωση, ενώ τα μέτρα που εικάζεται ότι είχαν αντίκτυπο στο ΑΦ ήταν τα ίδια για τους παραγωγούς βιοντίζελ, εξαγωγείς ή μη.

194    Συναφώς, πρώτον, υπογραμμίζεται, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 193 του προσωρινού κανονισμού, ότι τα στοιχεία του πίνακα 2 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 192 του εν λόγω κανονισμού καταδεικνύουν ότι οι ινδονησιακές εξαγωγές βιοντίζελ μειώθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος των μέτρων εμπορικής άμυνας της Ένωσης (από τον Νοέμβριο του 2013 έως τον Μάρτιο του 2018), αλλά ανέκαμψαν το 2018 καταγράφοντας αύξηση 847,59 % σε σχέση με το 2017 (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 281, 282, 322 και 323 του προσωρινού κανονισμού). Επιπλέον, όπως παρατηρεί η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 193 του προσωρινού κανονισμού, η μείωση των εξαγωγών κατά τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής των μέτρων εμπορικής άμυνας της Ένωσης συνοδευόταν από αύξηση των αποθεμάτων.

195    Δεύτερον, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 191 του προσωρινού κανονισμού, τα μέτρα που έθεσε σε εφαρμογή η Κυβέρνηση της Ινδονησίας επέτρεπαν στους παραγωγούς βιοντίζελ να έχουν πρόσβαση στην κύρια πρώτη ύλη και το βασικότερο στοιχείο κόστους τους σε τιμή χαμηλότερη από την τιμή της παγκόσμιας αγοράς, που εν συνεχεία μετουσιώθηκε σε τεχνητά υψηλότερα κέρδη προερχόμενα κυρίως από τις εξαγωγές σε τρίτες αγορές. Εξάλλου, το γεγονός ότι η υποχρέωση ανάμειξης προορίζεται να αυξήσει την εγχώρια κατανάλωση βιοντίζελ δεν αναιρεί το συμπέρασμα ότι το σύνολο των μέτρων που έλαβε η Κυβέρνηση της Ινδονησίας, περιλαμβανομένης της άμεσης μεταφοράς κεφαλαίων εκ μέρους του OPPF, είχε επιπτώσεις στις εξαγωγές βιοντίζελ.

196    Επομένως, τα ως άνω επιχειρήματα των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθούν.

197    Από τις ως άνω διαπιστώσεις προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 3, σημείο 1, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού και δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα που εφάρμοσε η Κυβέρνηση της Ινδονησίας μπορούσαν να χαρακτηριστούν στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών των παραγωγών βιοντίζελ.

 Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 3, σημείο 2, και του άρθρου 6, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού και περιπτώσεις πρόδηλης πλάνης εκτίμησης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά τον καθορισμό του οφέλους που προσπορίστηκαν οι παραγωγοί βιοντίζελ

198    Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, διαπιστώνοντας την ύπαρξη οφέλους και λαμβάνοντας υπόψη εσφαλμένες τιμές αναφοράς για τον υπολογισμό του εν λόγω οφέλους, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 3, σημείο 2, και το άρθρο 6, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού.

199    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού ορίζει ότι η επιδότηση θεωρείται ότι συντρέχει εφόσον υπάρχει «χρηματοδοτική συνεισφορά» ή «στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών» εκ μέρους του Δημοσίου και εφόσον με τον τρόπο αυτό προσπορίζεται κάποιο «όφελος». Τα άρθρα 6 και 7 του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζουν τον τρόπο υπολογισμού του «οφέλους» που προσπορίζεται ο αποδέκτης. Όσον αφορά χρηματοδοτική συνεισφορά ή στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών συνιστάμενη στην παροχή αγαθών από το Δημόσιο, το άρθρο 6, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού προβλέπει κατ’ ουσίαν ότι η παροχή αυτή προσπορίζει όφελος εάν πραγματοποιείται έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού (πρβλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T‑300/16, EU:T:2019:235, σκέψεις 195 και 196).

200    Το άρθρο 6 του βασικού κανονισμού καθορίζει τους κανόνες βάσει των οποίων εξακριβώνεται, ανάλογα με το είδος του μέτρου, αν το μέτρο μπορεί να θεωρηθεί «όφελος που προσπορίζεται ο αποδέκτης». Σύμφωνα με τους εν λόγω κανόνες, υφίσταται όφελος εάν, συγκεκριμένα, ο αποδέκτης έλαβε χρηματοδοτική συνεισφορά που του εξασφαλίζει όρους πιο ευνοϊκούς από τους ισχύοντες στην αγορά. Όσον αφορά ειδικότερα την παροχή αγαθών, το άρθρο 6, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι όφελος υπάρχει μόνον αν «η παροχή […] πραγματοποιείται έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού», διευκρινιζόμενου ότι, «[γ]ια να κριθεί κατά πόσον το τίμημα είναι το κανονικό, εξετάζονται οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά της χώρας όπου πραγματοποιείται η παροχή ή η αγορά όσον αφορά το συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία (στις συνθήκες αυτές συμπεριλαμβάνονται η τιμή, η ποιότητα, το κατά πόσον είναι διαθέσιμο το συγκεκριμένο αγαθό ή η υπηρεσία, η εμπορευσιμότητα, η μεταφορά και οι λοιποί όροι αγοράς ή πώλησης)». Όπως προκύπτει από τις ως άνω εκφράσεις, η διαπίστωση της ύπαρξης «οφέλους» προϋποθέτει σύγκριση και, δεδομένου ότι αποσκοπεί στην αξιολόγηση του αν το καταβληθέν τίμημα είναι κανονικό σε σχέση με τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, κατ’ αρχήν στη χώρα παροχής, πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων του κόστους που συνεπάγεται για τον αποδέκτη η παραλαβή του παρεχόμενου αγαθού από το Δημόσιο. Επομένως, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, στο μέτρο του δυνατού, η μέθοδος που χρησιμοποιεί η Επιτροπή για τον υπολογισμό του οφέλους πρέπει να είναι σε θέση να αντικατοπτρίζει το όφελος που πράγματι προσπορίζεται ο αποδέκτης (πρβλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T‑300/16, EU:T:2019:235, σκέψεις 208 έως 210).

201    Εν προκειμένω, από τις αιτιολογικές σκέψεις 170 και 171 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή εξακρίβωσε την ύπαρξη οφέλους χρησιμοποιώντας ως τιμή αναφοράς για τον σκοπό της σύγκρισης τις τιμές εξαγωγής FOB (ελεύθερο επί του πλοίου) για το ΑΦ από την Ινδονησία προς τον υπόλοιπο κόσμο, όπως καταγράφονταν στα στατιστικά στοιχεία εξαγωγών της Ινδονησίας, και υπολόγισε το όφελος που προσπορίζεται ο αποδέκτης ως το άθροισμα των διαφορών μεταξύ των εν λόγω τιμών αναφοράς του ΑΦ, υπολογισμένων ανά μήνα της περιόδου έρευνας, και των τιμών που καταβλήθηκαν για το ΑΦ που αγοράστηκε στην εγχώρια αγορά.

202    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, προκειμένου να εξακριβώσει το όφελος που προσπορίστηκαν οι παραγωγοί βιοντίζελ, η Επιτροπή έλαβε υπόψη εσφαλμένο σημείο σύγκρισης προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προμήθεια του ΑΦ πραγματοποιούνταν έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού στην ινδονησιακή αγορά.

203    Κατά πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη ως σημείο σύγκρισης, για την ανάλυση της καταλληλότητας του τιμήματος, τις εγχώριες τιμές οι οποίες καθορίζονταν από την αγορά.

204    Εντούτοις, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι τιμές του ΑΦ στην ινδονησιακή αγορά καθορίζονταν από την PTPN και ότι η «εκτίμηση τιμής» που πρότεινε η PTPN δεν αντικατόπτριζε μια τιμή της αγοράς προκύπτουσα από ανταγωνιστική διαδικασία υποβολής προσφορών (αιτιολογικές σκέψεις 124 και 148 του προσβαλλόμενου κανονισμού), τα δε επιχειρήματα των προσφευγουσών που κατέτειναν στην αναίρεση των συμπερασμάτων της Επιτροπής απορρίφθηκαν στο πλαίσιο της εξέτασης του πρώτου σκέλους του παρόντος λόγου ακυρώσεως.

205    Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της στρέβλωσης της αγοράς λόγω της παρέμβασης της Κυβέρνησης της Ινδονησίας (αιτιολογική σκέψη 198 του προσωρινού κανονισμού), η Επιτροπή θεώρησε προσηκόντως, στην αιτιολογική σκέψη 197 του προσωρινού κανονισμού, ότι οι τιμές αγοράς του ΑΦ έπρεπε να συγκριθούν με τον κατάλληλο δείκτη αναφοράς κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού και, ως εκ τούτου, το επιχείρημα των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθεί.

206    Κατά δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι κακώς η Επιτροπή συνέκρινε τις τιμές του ΑΦ στην εγχώρια αγορά της Ινδονησίας με τις εγχώριες τιμές της Μαλαισίας και τις ινδονησιακές τιμές εξαγωγής. Ειδικότερα, κατά τις προσφεύγουσες, οι τιμές εξαγωγής FOB περιλαμβάνουν την εισφορά κατά την εξαγωγή, με την οποία δεν επιβαρύνονται οι εγχώριες συναλλαγές. Επιπλέον, η Επιτροπή όφειλε να προβεί σε προσαρμογές της τιμής αναφοράς προκειμένου να διασφαλίσει ότι το χρησιμοποιούμενο σημείο αναφοράς αντικατόπτριζε τις συνθήκες υπό τις οποίες το ΑΦ θα πωλούνταν υπό όρους της αγοράς.

207    Κατ’ αρχάς, τόσο από την αιτιολογική σκέψη 182 του προσβαλλόμενου κανονισμού όσο και από την αιτιολογική σκέψη 198 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε ως τιμή αναφοράς τιμές της Μαλαισίας προκειμένου να καθορίσει το ύψος του επίμαχου οφέλους. Το γεγονός ότι, όπως επισημαίνουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή συνέκρινε τις εγχώριες τιμές ΑΦ της Ινδονησίας με τις τιμές της Μαλαισίας για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η τιμή που καθόριζε η PTPN δεν ήταν δίκαιη και ότι οι τιμές στην εγχώρια αγορά της Ινδονησίας ήταν χαμηλότερες από την τιμή της αγοράς, σε άλλο μέρος του προσωρινού κανονισμού (αιτιολογική σκέψη 163), δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο του καθορισμού του οφέλους που προσπορίζεται στους παραγωγούς βιοντίζελ. Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο επιχείρημα των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθεί.

208    Εν συνεχεία, από την αιτιολογική σκέψη 198 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι οι τιμές εξαγωγής FOB για το ΑΦ από την Ινδονησία προς τον υπόλοιπο κόσμο συνιστούσαν κατάλληλο δείκτη αναφοράς, καθότι καθορίζονταν βάσει των αρχών της ελεύθερης αγοράς, αποτύπωναν τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά της Ινδονησίας, δεν είχαν στρεβλωθεί από την παρέμβαση του Δημοσίου και, επομένως, αντιστοιχούσαν όσο το δυνατόν ακριβέστερα στη μη στρεβλωμένη τιμή της Ινδονησίας που θα υπήρχε χωρίς την παρέμβαση εκ μέρους της Κυβέρνησης της Ινδονησίας. Αντικρούοντας την ως άνω ανάλυση, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι οι τιμές του ΑΦ στην εγχώρια αγορά της Ινδονησίας ήταν στρεβλωμένες, η τιμή εξαγωγής FOB δεν είναι προσήκουσα τιμή αναφοράς, καθότι στρεβλώνεται και αυτή από τους εξαγωγικούς περιορισμούς.

209    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η τιμή εξαγωγής FOB του ΑΦ από την Ινδονησία περιλαμβάνει τον αντίκτυπο της εισφοράς κατά την εξαγωγή, όπως διευκρινίζει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 173 και 181 του προσβαλλόμενου κανονισμού, δεν συνεπάγεται τη στρέβλωση της εν λόγω τιμής. Αντιθέτως, δεδομένου ότι η τιμή του ΑΦ στην εγχώρια αγορά ήταν χαμηλότερη της κανονικής, λόγω δέσμης μέτρων, περιλαμβανομένων του εξαγωγικού φόρου και της εισφοράς κατά την εξαγωγή και του καθορισμού των τιμών από την PTPN, η τιμή εξαγωγής του ΑΦ, μετά την καταβολή της εισφοράς κατά την εξαγωγή, αντιστοιχούσε, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, στην τιμή εξαγωγής που πρότειναν οι πωλητές. Μολονότι η εισφορά κατά την εξαγωγή είναι ένα από τα μέτρα που έχουν ως αποτέλεσμα να αναγκάζουν τους προμηθευτές ΑΦ να πωλούν στην εγχώρια αγορά σε τιμές χαμηλότερες των κανονικών, δεν καθιστά την ινδονησιακή τιμή εξαγωγής FOB ακατάλληλη ως τιμή αναφοράς για τον υπολογισμό του οφέλους. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς εκτίμησε η Επιτροπή, η εν λόγω τιμή ήταν σε θέση να αντικατοπτρίζει, κατά τον κανόνα που καθορίζεται στο άρθρο 6, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού και τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 200 ανωτέρω, στο μέτρο του δυνατού, το όφελος που πράγματι προσπορίζεται ο αποδέκτης.

210    Τέλος, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή έπρεπε να είχε προσαρμόσει την τιμή αναφοράς είναι επίσης απορριπτέο. Συγκεκριμένα, πρώτον, η προσέγγιση των προσφευγουσών κατά την οποία η εισφορά κατά την εξαγωγή έπρεπε να έχει αφαιρεθεί απορρίφθηκε στην προηγούμενη σκέψη. Δεύτερον, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ήταν αναγκαία η διενέργεια άλλων προσαρμογών της τιμής αναφοράς, οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν επαρκή στοιχεία τα οποία να προσδιορίζουν τις συγκεκριμένες προσαρμογές και τους λόγους για τους οποίους ήταν αναγκαίες. Μια τέτοια απόδειξη είναι όμως απαραίτητη προκειμένου να συναχθεί ότι θεσμικό όργανο της Ένωσης υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης που να δικαιολογεί την ακύρωση μιας πράξης (πρβλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Gold East Paper και Gold Huasheng Paper κατά Συμβουλίου, T‑444/11, EU:T:2014:773, σκέψη 62).

211    Κατά τρίτον, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, οι προσφεύγουσες επικαλούνται την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ με τίτλο «ΗΠΑ – Αντισταθμιστικά μέτρα για ορισμένα πλατέα προϊόντα ανθρακοχάλυβα θερμής έλασης από την Ινδία», η οποία εκδόθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2014 (WT/DS 436/AB/R) και με την οποία κρίθηκε, στα σημεία 4.148 και 4.151, ότι «η εξακρίβωση του αν το τίμημα είναι “χαμηλότερο του κανονικού” κατά την έννοια του άρθρου 14, στοιχείο d, προϋποθέτει την επιλογή μιας τιμής σύγκρισης –ήτοι μιας τιμής που αποτελεί σημείο αναφοράς– με την οποία θα συγκριθεί η τιμή του Δημοσίου για το επίμαχο αγαθό» και ότι το εν λόγω σημείο αναφοράς «πρέπει να συνίσταται στις τιμές που καθορίζει η αγορά για πανομοιότυπα ή παρόμοια αγαθά οι οποίες ανάγονται, παραπέμπουν ή σχετίζονται με τους όρους της αγοράς που ισχύουν για το επίμαχο αγαθό στη χώρα προμήθειας». Επιβάλλεται η διαπίστωση, με την επιφύλαξη της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 38 και 39 ανωτέρω, ότι οι διαπιστώσεις που περιέχονται στην προμνησθείσα έκθεση δεν αναιρούν την ανάλυση της Επιτροπής που εκτέθηκε στις σκέψεις 201, 205 και 208 ανωτέρω, η οποία παραπέμπει επίσης σε τιμή της αγοράς διαθέσιμη για το ίδιο προϊόν, ιδίως υπό το πρίσμα της παρατήρησης που διατυπώνεται στο σημείο 4.155 της εν λόγω έκθεσης ότι, «[μ]ολονότι η ανάλυση των σημείων αναφοράς εκκινεί από την εξέταση των τιμών στη χώρα για το επίμαχο αγαθό, η χρήση των εν λόγω τιμών δεν θα είναι προσήκουσα εάν δεν καθορίζονται από την αγορά».

212    Ως εκ τούτου, το ως άνω επιχείρημα είναι απορριπτέο και, κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί στο σύνολό του.

213    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτίμησης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής

214    Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού και υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής στηριζόμενη στην πεπλανημένη παραδοχή ότι η κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ήταν εύθραυστη.

215    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το EBB, αντικρούει τον συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως.

216    Εν προκειμένω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, στις αιτιολογικές σκέψεις 319 και 320 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν είχε υποστεί σημαντική ζημία κατά την περίοδο έρευνας, μολονότι ο εν λόγω κλάδος δεν ήταν υγιής. Εντούτοις, έκρινε ότι υπήρχε, εν προκειμένω, κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

217    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού, ως «ζημία» νοείται, εάν δεν ορίζεται άλλως, η σημαντική ζημία η οποία προκαλείται στον οικείο ενωσιακό κλάδο παραγωγής ή ο κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής και ότι το εν λόγω άρθρο παραπέμπει στις διατάξεις του άρθρου 8 για την ερμηνεία της συγκεκριμένης έννοιας.

218    Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού αφορά τον προσδιορισμό της ύπαρξης ζημίας. Ο προσδιορισμός αυτός προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση, αφενός, του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων και της επίδρασής τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης και, αφετέρου, των συνεπειών των εισαγωγών αυτών για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

219    Το άρθρο 8, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι η εξέταση της επίπτωσης των επιδοτούμενων εισαγωγών επί του οικείου ενωσιακού κλάδου παραγωγής περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και δεικτών που αντανακλούν την κατάσταση του υπόψη κλάδου παραγωγής και στους οποίους περιλαμβάνεται το γεγονός ότι ένας κλάδος παραγωγής βρίσκεται ακόμη σε φάση ανάκαμψης από τις επιπτώσεις προγενέστερων περιπτώσεων χορήγησης επιδοτήσεων ή ντάμπινγκ.

220    Στο άρθρο 8, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού διευκρινίζεται ότι πρέπει να αποδεικνύεται, βάσει του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων που ασκούν επιρροή συναφώς και ανάγονται στην κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, η ύπαρξη ζημίας την οποία υφίσταται ο εν λόγω κλάδος παραγωγής. Ειδικότερα, το ως άνω άρθρο προβλέπει ότι αυτό περιλαμβάνει την απόδειξη ότι ο όγκος ή το επίπεδο των τιμών, όπως έχουν καθοριστεί βάσει της παραγράφου 2 αυτού, ευθύνονται για τις συνέπειες επί του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, και ότι οι συνέπειες αυτές είναι τέτοιας έκτασης ώστε να είναι δυνατόν να θεωρηθούν σημαντικές (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου, C‑10/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:865, σκέψη 49).

221    Το άρθρο 8, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού διέπει τη «[διαπίστωση] κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας». Διευκρινίζεται ότι για τη διαπίστωση αυτή λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, και όχι μόνο τυχόν ισχυρισμοί, εικοτολογίες ή απομακρυσμένες πιθανότητες, και ότι οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων, που θα δημιουργούσε κατάσταση υπό την οποία είναι πιθανή η πρόκληση ζημίας από την επιδότηση, πρέπει να είναι δυνατόν να προβλεφθεί με βεβαιότητα και να είναι επικείμενη. Εξ αυτού συνάγεται ότι η διαπίστωση της ύπαρξης κινδύνου πρόκλησης ζημίας πρέπει να προκύπτει σαφώς από τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Συνάγεται επίσης ότι η σχετική ζημία πρέπει να επέλθει σύντομα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2014, Hubei Xinyegang Steel κατά Συμβουλίου, T‑528/09, EU:T:2014:35, σκέψη 54).

222    Η προμνησθείσα διάταξη δεν απαριθμεί περιοριστικά τους παράγοντες οι οποίοι πρέπει να ληφθούν υπόψη όταν εξετάζεται κατά πόσον υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Συμβούλιο κατά Hubei Xinyegang Steel, C‑186/14 P και C‑193/14 P, EU:C:2015:767, σημείο 44).

223    Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης ζημίας, όπως και η ύπαρξη ζημίας, πρέπει να αποδεικνύεται κατά την ημερομηνία λήψης του μέτρου κατά των επιδοτήσεων, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής κατά την ημερομηνία αυτή. Πράγματι, μόνον υπό το πρίσμα της κατάστασης αυτής μπορούν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να προσδιορίσουν αν η επικείμενη αύξηση των μελλοντικών εισαγωγών οι οποίες αποτελούν αντικείμενο επιδότησης θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντική ζημία στον οικείο ενωσιακό κλάδο παραγωγής, σε περίπτωση που δεν ληφθούν προστατευτικά μέτρα. Ωστόσο, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν υπόψη, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας δεδομένα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2021, eurocylinder systems, C‑324/19, EU:C:2021:94, σκέψεις 40 και 41).

224    Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 26 ανωτέρω, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτίμησης, λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάζουν. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι για την εξέταση της ύπαρξης κινδύνου πρόκλησης ζημίας απαιτείται αξιολόγηση πολύπλοκων οικονομικών ζητημάτων και ότι, ως εκ τούτου, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να ελέγχει, ως προς τη σχετική εκτίμηση, μόνον αν τηρήθηκαν οι κανόνες δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες, αν είναι ακριβή τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η αμφισβητούμενη επιλογή, αν υπήρξε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών αυτών περιστατικών ή αν συντρέχει περίπτωση κατάχρησης εξουσίας. Ο περιορισμένος αυτός δικαστικός έλεγχος επ’ ουδενί σημαίνει ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο τα θεσμικά όργανα ερμήνευσαν τα οικονομικής φύσης δεδομένα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2014, Hubei Xinyegang Steel κατά Συμβουλίου, T‑528/09, EU:T:2014:35, σκέψη 53, και πρβλ. απόφαση της 19 Μαΐου 2021, China Chamber of Commerce for Import and Export of Machinery and Electronic Products κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑254/18, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2021:278, σκέψη 149). Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εξετάζει όχι μόνο την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν τεκμηριώνουν τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2018, Gul Ahmed Textile Mills κατά Συμβουλίου, C‑100/17 P, EU:C:2018:842, σκέψη 64).

225    Τέλος, το συμπέρασμα της Επιτροπής όσον αφορά την κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, το οποίο έχει διατυπωθεί στο πλαίσιο της ανάλυσης της σημαντικής ζημίας που προκλήθηκε σε ενωσιακό κλάδο παραγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, παραμένει, κατ’ αρχήν, κρίσιμο στο πλαίσιο της ανάλυσης του κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας στον συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 8, του κανονισμού αυτού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2021, eurocylinder systems, C‑324/19, EU:C:2021:94, σκέψη 42).

226    Με γνώμονα τις ανωτέρω αρχές πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού καταλήγοντας στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 360 του προσωρινού κανονισμού, το οποίο επιβεβαίωσε στην αιτιολογική σκέψη 405 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι η εύθραυστη οικονομική κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής είναι πιθανό να επιδεινωθεί λόγω των επικείμενων και συνεχιζόμενων επιδοτούμενων εισαγωγών βιοντίζελ από την Ινδονησία, εισαγωγών οι οποίες αποτέλεσαν, κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

227    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι υπέπεσε σε πλάνη εκτιμώντας ότι η κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ήταν εύθραυστη, μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να θεωρήσει ότι η κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής θα μεταβαλλόταν στο εγγύς μέλλον με αποτέλεσμα την πρόκληση σημαντικής ζημίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως με τον οποίο οι προσφεύγουσες δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση το συγκεκριμένο μέρος της ανάλυσης του κινδύνου πρόκλησης σημαντικής σημασίας πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί.

228    Επισημαίνεται ότι, καίτοι το άρθρο 8, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού προϋποθέτει, για τον «προσδιορισμό της ύπαρξης ζημίας», ιδίως αντικειμενική εξέταση των συνεπειών των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, εξέταση η οποία περιλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και όλων των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, εντούτοις, η εξέταση αυτή δεν απαιτείται ρητώς από τον βασικό κανονισμό, όταν πρόκειται για την ανάλυση του κινδύνου πρόκλησης ζημίας, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 8, του εν λόγω κανονισμού. Ωστόσο, η εξέταση των συναφών παραγόντων οι οποίοι επιδρούν στην κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής φαίνεται ότι είναι αναγκαία, καθότι παρέχει τη δυνατότητα εκτίμησης της κατάστασης του οικείου ενωσιακού κλάδου παραγωγής, βάσει της οποίας τα θεσμικά όργανα μπορούν να αξιολογήσουν, όπως απαιτεί το άρθρο 8, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού, αν, σε περίπτωση νέων, επικείμενων εισαγωγών, ο κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας για τον οικείο ενωσιακό κλάδο παραγωγής θα μετατραπεί σε σημαντική ζημία, σε περίπτωση που δεν ληφθούν προστατευτικά μέτρα. Με άλλα λόγια, για να μπορέσουν τα θεσμικά όργανα να διαπιστώσουν την ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, ενώ, εξ ορισμού, ο οικείος κλάδος παραγωγής δεν υφίσταται υλική ζημία κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο, παρά τις συνέπειες των επιδοτούμενων εισαγωγών κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, είναι αναγκαίο να είναι γνωστή η υφιστάμενη κατάσταση του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel, C‑186/14 P και C‑193/14 P, EU:C:2016:209, σκέψη 31, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Συμβούλιο κατά Hubei Xinyegang Steel, C‑186/14 P και C‑193/14 P, EU:C:2015:767, σημεία 43 έως 48).

229    Εν προκειμένω, όπως ορθώς υπογραμμίζουν οι προσφεύγουσες, από την αιτιολογική σκέψη 360 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη την κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης ζημίας. Επομένως, το συμπέρασμα της Επιτροπής ως προς την κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν είναι άσχετο με την ανάλυση του ζητήματος της ύπαρξης κινδύνου πρόκλησης ζημίας (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2014, Hubei Xinyegang Steel κατά Συμβουλίου, T‑528/09, EU:T:2014:35, σκέψη 58). Συνεπώς, εάν γινόταν δεκτός, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση το βάσιμο του συμπεράσματος της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας.

230    Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της Επιτροπής που εκτέθηκε στη σκέψη 227 ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλουν οι προσφεύγουσες πρέπει να εξεταστεί.

231    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ανάλυση των οικονομικών δεικτών της Ένωσης δεν αναδεικνύει εύθραυστη οικονομική κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Κατά τις προσφεύγουσες, όλοι οι παράγοντες, πλην των μεριδίων αγοράς, βελτιώθηκαν στο διάστημα από το 2015 έως την περίοδο έρευνας, παρατηρείται δε μόνον πολύ μικρή μείωση των πωλήσεων στο διάστημα από το πλήρες 2017 έως την περίοδο έρευνας. Προς στήριξη των ισχυρισμών τους, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν στο Γενικό Δικαστήριο πίνακα ο οποίος περιέχει την εκ μέρους τους ανάλυση των αντιπροσωπευτικών στοιχείων της οικονομικής κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής που η Επιτροπή έλαβε υπόψη στον προσωρινό κανονισμό.

232    Προκαταρκτικώς, διαπιστώνεται ότι οι παρατηρήσεις των προσφευγουσών λαμβάνουν υπόψη στοιχεία τα οποία εξέθεσε η Επιτροπή και τα οποία αφορούν όχι μόνον την περίοδο έρευνας, αλλά και το σύνολο της «εξεταζόμενης περιόδου», ήτοι της περιόδου από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως το τέλος της περιόδου έρευνας (αιτιολογική σκέψη 13 του προσωρινού κανονισμού). Κατά τη νομολογία, η ιδέα στην οποία στηρίζεται ο καθορισμός μιας «υπό εξέταση περιόδου» είναι να παρέχεται στην Επιτροπή η δυνατότητα να εξετάσει μια περίοδο μεγαλύτερη από την περίοδο αυτή καθεαυτήν που καλύπτει η έρευνα, ώστε να στηρίξει την ανάλυσή της σε πραγματικές και δυνητικές τάσεις οι οποίες απαιτούν, προκειμένου να μπορούν να προσδιοριστούν, αρκούντως μεγάλο χρονικό διάστημα (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 7ης Μαΐου 1991, Nakajima κατά Συμβουλίου, C‑69/89, EU:C:1991:186, σκέψη 87, και της 19ης Μαΐου 2021, China Chamber of Commerce for Import and Export of Machinery and Electronic Products κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑254/18, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2021:278, σκέψη 337).

233    Προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν ήταν υγιής κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, η Επιτροπή έλαβε υπόψη πλείονες μικροοικονομικούς και μακροοικονομικούς δείκτες στις αιτιολογικές σκέψεις 309 έως 340 του προσωρινού κανονισμού και επιβεβαίωσε τη συγκεκριμένη ανάλυση στις αιτιολογικές σκέψεις 279 έως 317 του προσβαλλόμενου κανονισμού με τον οποίο εξέτασε επίσης, στις αιτιολογικές σκέψεις 321 έως 341, οικονομικούς δείκτες μεταγενέστερους της περιόδου έρευνας.

234    Κατά πρώτον, όσον αφορά τους μακροοικονομικούς δείκτες, πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η παραγωγή της Ένωσης, η παραγωγική ικανότητα και η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας εξελίχθηκαν θετικά στο διάστημα από το 2015 έως την περίοδο έρευνας.

235    Συναφώς, παρατηρείται ότι από τον πίνακα 3 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 268 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι, ύστερα από την αύξηση που καταγράφηκε στο διάστημα από το 2015 έως το 2017, η παραγωγή της Ένωσης παρέμεινε ουσιαστικά σταθερή από το 2017 έως την περίοδο έρευνας (μικρή αύξηση από 13 071 053 σε 13 140 582 τόνους, με σταθερό δείκτη 111), ενώ, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, η κατανάλωση της Ένωσης αυξήθηκε, όπως προκύπτει από τον πίνακα 4 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 271 του προσωρινού κανονισμού (από 14 202 128 σε 15 634 102 τόνους, ήτοι αύξηση 10,08 %). Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η παραγωγή της Ένωσης δεν ακολούθησε την αύξηση της κατανάλωσης της Ένωσης και, επομένως, της ζήτησης. Επιπλέον, από τον πίνακα 8 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 309 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι η παραγωγική ικανότητα της Ένωσης αυξήθηκε ελαφρώς από το 2015 έως το 2016 (από 16 009 878 σε 16 561 814 τόνους) και από το 2017 έως την περίοδο έρευνας (από 16 594 853 σε 17 031 230 τόνους), ενώ η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, κατόπιν αύξησης τα έτη 2015, 2016 και 2017, μειώθηκε ελαφρώς στο διάστημα από το 2017 έως την περίοδο έρευνας.

236    Βάσει των ανωτέρω στοιχείων, η Επιτροπή εκτίμησε, στην αιτιολογική σκέψη 310 του προσωρινού κανονισμού, ότι η αύξηση της παραγωγικής ικανότητας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ήταν σημαντικά χαμηλότερη από την αύξηση της ζήτησης, δεδομένου ότι ο εν λόγω κλάδος παραγωγής μπόρεσε να αποκομίσει περιορισμένα μόνον οφέλη από την ανάπτυξη της αγοράς λόγω της σημαντικής αύξησης των επιδοτούμενων εισαγωγών, ιδίως κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.

237    Δεδομένου ότι η ως άνω διαπίστωση αντιστοιχεί στα στοιχεία που αναλύθηκαν και είναι ικανή να θεμελιώσει το συμπέρασμα ότι η κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ήταν εύθραυστη, το πρώτο επιχείρημα των προσφευγουσών είναι απορριπτέο.

238    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο όγκος πωλήσεων αυξήθηκε.

239    Εντούτοις, από τον πίνακα 9 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 314 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει σαφώς ότι, μολονότι ο όγκος των πωλήσεων στην αγορά της Ένωσης αυξήθηκε από το 2015 έως το 2017, οι πωλήσεις μειώθηκαν από το 2017 έως την περίοδο έρευνας, διάστημα το οποίο αντιστοιχεί, όπως παρατηρεί η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 317 του προσωρινού κανονισμού, στην κατάργηση των δασμών επί των εισαγωγών από την Ινδονησία. Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο επιχείρημα των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθεί.

240    Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής διατήρησε υψηλό μερίδιο αγοράς, κυμαινόμενο μεταξύ 81 % και 95 %.

241    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τον πίνακα 9 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 314 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι το μερίδιο αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μειώθηκε σημαντικά από το 2017 έως την περίοδο έρευνας (από 91,6 % σε 81,5 %). Στην αιτιολογική σκέψη 317 του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή εκθέτει –χωρίς να αντικρουστεί προσηκόντως επ’ αυτού από τις προσφεύγουσες με την επιχειρηματολογία που αντλούν από τον ρόλο των εισαγωγών από την Αργεντινή (βλ. σκέψεις 285 έως 293 κατωτέρω)– ότι η εν λόγω μείωση οφείλεται στην κατάργηση των δασμών επί των εισαγωγών από την Ινδονησία η οποία μετέβαλε την εικόνα της αγοράς τον Μάρτιο του 2018, κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το ως άνω επιχείρημα των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθεί.

242    Τέταρτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η απασχόληση και η παραγωγικότητα καταγράφουν θετικές τάσεις.

243    Συγκεκριμένα, από τον πίνακα 10 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 319 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι ο αριθμός των εργαζομένων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε ελαφρώς από το 2015 έως την περίοδο έρευνας (κατά 78 εργαζομένους). Εντούτοις, η παραγωγικότητα μειώθηκε στο διάστημα από το 2017 έως την περίοδο έρευνας (από 4 782 τόνους ανά εργαζόμενο σε 4 625 τόνους ανά εργαζόμενο). Συνεπώς, η μικρή αύξηση του αριθμού εργαζομένων δεν επαρκεί, αφ’ εαυτής, για να αναιρέσει τα συμπεράσματα της Επιτροπής τα οποία αντλήθηκαν από το σύνολο των μακροοικονομικών δεικτών. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, η διαπίστωση των θεσμικών οργάνων περί κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας δεν προϋποθέτει ότι όλοι οι κρίσιμοι παράγοντες και οικονομικοί δείκτες είναι οπωσδήποτε αρνητικοί (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Απριλίου 2018, Shanxi Taigang Stainless Steel κατά Επιτροπής, T‑675/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:209, σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

244    Ως εκ τούτου, τα συγκεκριμένα επιχειρήματα των προσφευγουσών κρίνονται απορριπτέα.

245    Κατά δεύτερον, όσον αφορά τους μικροοικονομικούς δείκτες, πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι τιμές πώλησης στην Ένωση και το κόστος παραγωγής εξελίχθηκαν παράλληλα.

246    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τον πίνακα 11 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 325 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι, κατόπιν αύξησης στο διάστημα από το 2015 έως το 2017, κατά το οποίο επιβάλλονταν δασμοί στις εισαγωγές από την Ινδονησία, οι τιμές μειώθηκαν από 832 ευρώ/τόνο σε 794 ευρώ/τόνο στο διάστημα από το 2017 έως την περίοδο έρευνας. Από τον πίνακα 11 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 325 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει επίσης ότι το κόστος παραγωγής μειώθηκε από 827 ευρώ/τόνο σε 791 ευρώ/τόνο στο διάστημα από το 2017 έως την περίοδο έρευνας. Εντούτοις, από το σύνολο των στοιχείων του εν λόγω πίνακα, και ειδικότερα από τη μείωση της τιμής πώλησης, προκύπτει ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν επωφελήθηκε της συγκεκριμένης μείωσης του κόστους, καθότι αναγκάστηκε να μετακυλίσει στο σύνολό της την εν λόγω μείωση στους πελάτες του, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 328 του προσωρινού κανονισμού. Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο επιχείρημα των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθεί.

247    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το μέσο κόστος εργασίας ανά εργαζόμενο εξελίχθηκε θετικά.

248    Εντούτοις, από τον πίνακα 12 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 330 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι το εν λόγω κόστος, μετά τη σημαντική μείωσή του στο διάστημα από το 2015 έως το 2016, παρέμεινε ουσιαστικά σταθερό στο διάστημα από το 2016 έως την περίοδο έρευνας. Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγουσών είναι απορριπτέο.

249    Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι ταμειακές ροές, η κερδοφορία των πωλήσεων και η απόδοση των επενδύσεων εξελίχθηκαν θετικά.

250    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τον πίνακα 14 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 334 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι οι ταμειακές ροές αυξήθηκαν από το 2015 έως το 2017 (με έντονη αύξηση στο διάστημα από το 2016 έως το 2017) και εν συνεχεία μειώθηκαν εκ νέου στα επίπεδα του 2016. Επομένως, εν αντιθέσει προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί θετική εξέλιξη.

251    Η απόδοση των επενδύσεων αυξήθηκε σημαντικά από το 2015 έως το 2016 και παρέμεινε εν συνεχεία σχετικά σταθερή (18 % το 2016, 16 % το 2017 και 17 % κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας). Οι εξελίξεις αυτές, όμως, καθώς και η σταθεροποίηση της κερδοφορίας των πωλήσεων στην Ένωση σε μη συνδεδεμένους πελάτες σε 0,8 % το 2017 και κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας δεν είναι ικανές να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματα της Επιτροπής όσον αφορά την παγκόσμια κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Όπως υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο συγκεκριμένος δείκτης κερδοφορίας είναι χαμηλός και δεν αρκεί για να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη επιβίωση ενός κλάδου παραγωγής.

252    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν επίσης τα συμπεράσματα που άντλησε η Επιτροπή από τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν το μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας χρονικό διάστημα.

253    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η δυνατότητα συνεκτίμησης, σε ορισμένες περιπτώσεις, των μεταγενέστερων της περιόδου έρευνας δεδομένων είναι δικαιολογημένη στο πλαίσιο ερευνών που δεν αφορούν τη διαπίστωση ζημίας, αλλά την εξακρίβωση ύπαρξης κινδύνου πρόκλησης ζημίας η οποία, εξ ορισμού, προϋποθέτει ανάλυση των προοπτικών εξέλιξης της αγοράς. Επομένως, τα δεδομένα αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επιβεβαίωση ή τη διάψευση των προβλέψεων που περιλαμβάνονται στον κανονισμό της Επιτροπής περί επιβολής προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού και, στην πρώτη περίπτωση, να καταστήσουν δυνατή την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού. Εντούτοις, η χρήση από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης των μεταγενέστερων της περιόδου έρευνας δεδομένων δεν είναι δυνατόν να εκφεύγει του ελέγχου του δικαστή της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2021, eurocylinder systems, C‑324/19, EU:C:2021:94, σκέψη 41).

254    Εν προκειμένω, στις αιτιολογικές σκέψεις 321 έως 341 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε τα δεδομένα για την περίοδο από τον Οκτώβριο του 2018 έως τον Ιούνιο του 2019 (στο εξής: μεταγενέστερη της έρευνας περίοδος) και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, κατά τη διάρκεια της μεταγενέστερης της έρευνας περιόδου, η οικονομική κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής είχε επιδεινωθεί περαιτέρω.

255    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, μολονότι οι πληροφορίες αυτές είναι ελλιπείς, καθίσταται φανερό ότι, αφενός, οι πωλήσεις και η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας παρέμειναν σταθερές και, αφετέρου, δεδομένου ότι το κόστος παραγωγής μειώθηκε περισσότερο από τις μοναδιαίες τιμές πώλησης, η κερδοφορία βελτιώθηκε.

256    Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι από τον πίνακα 2 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 325 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τα στοιχεία του οποίου δεν αμφισβήτησαν οι προσφεύγουσες, προκύπτει ότι τόσο η παραγωγή του ενωσιακού κλάδου παραγωγής όσο και οι πωλήσεις μειώθηκαν στο διάστημα από την περίοδο έρευνας έως τη μεταγενέστερη της έρευνας περίοδο (από 2 510 356 τόνους σε 1 824 599 τόνους και από 2 524 646 τόνους σε 1 871 962 τόνους, αντιστοίχως). Το ποσοστό χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας μειώθηκε επίσης ελαφρώς (από 82 % σε 80 %). Επιπλέον, μολονότι είναι αληθές ότι το μοναδιαίο κόστος παραγωγής μειώθηκε από 791 ευρώ/τόνο σε 760 ευρώ/τόνο, η μοναδιαία τιμή πώλησης μειώθηκε επίσης κατά 4 ευρώ/τόνο. Η μείωση αυτή μετριάζει τη μικρή παρατηρηθείσα βελτίωση της κερδοφορίας η οποία δεν μπορεί να αναιρέσει τα συμπεράσματα της Επιτροπής όσον αφορά την κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής τα οποία βασίζονται στο σύνολο των κρίσιμων στοιχείων συναφώς.

257    Επομένως, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα με τα οποία οι προσφεύγουσες επιδιώκουν να αναιρέσουν την ανάλυση της κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και, κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφοι 5 και 6, του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτίμησης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές από την Ινδονησία ενέχουν κίνδυνο πρόκλησης ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής και παρέβλεψε τις επιπτώσεις των εισαγωγών από την Αργεντινή

258    Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αποτελείται από δύο σκέλη, τα οποία η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το EBB, αντικρούει.

259    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 8, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών και της ζημίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού (απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T‑300/16, EU:T:2019:235, σκέψη 257). Η ίδια αρχή εφαρμόζεται όταν ο οριστικός αντισταθμιστικός δασμός βασίζεται στην ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

260    Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφοι 5 και 6, του βασικού κανονισμού, αφενός, τα θεσμικά όργανα έχουν την υποχρέωση να εξετάζουν αν η ζημία την οποία πρόκειται να λάβουν υπόψη οφείλεται πράγματι σε επιδοτούμενες εισαγωγές. Πρόκειται για τη λεγόμενη ανάλυση περί καταλογισμού. Αφετέρου, τα θεσμικά όργανα πρέπει να αποκλείσουν κάθε ζημία οφειλόμενη σε άλλους παράγοντες, ώστε η οφειλόμενη στους άλλους αυτούς παράγοντες ζημία να μην καταλογίζεται στις εν λόγω εισαγωγές. Πρόκειται για τη λεγόμενη ανάλυση περί μη καταλογισμού [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2017, Yingli Energy (China) κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑160/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:125, σκέψη 189 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

261    Οι ανωτέρω διατάξεις δεν επιβάλλουν στα θεσμικά όργανα καμία υποχρέωση όσον αφορά τη μορφή ή τη σειρά διενέργειας των αναλύσεων περί καταλογισμού και περί μη καταλογισμού. Αντιθέτως, προβλέπουν ότι οι εν λόγω αναλύσεις πρέπει να διενεργούνται κατά τρόπον ώστε να είναι δυνατός ο διαχωρισμός και η διάκριση των επιπτώσεων των επιδοτούμενων εισαγωγών από τις επιπτώσεις που οφείλονται σε άλλους παράγοντες (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου, T‑192/08, EU:T:2011:619, σκέψη 38).

262    Όπως έχει διευκρινίσει ο δικαστής της Ένωσης, για την επίτευξη του σκοπού του άρθρου 8, παράγραφοι 5 και 6, του βασικού κανονισμού, αφενός, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης πρέπει να διαχωρίζουν και να διακρίνουν τις αρνητικές επιπτώσεις των επιδοτούμενων εισαγωγών από τις επιπτώσεις των άλλων παραγόντων, δεδομένου ότι, εάν δεν διαχωρίσουν και δεν διακρίνουν τις επιπτώσεις των διαφόρων παραγόντων, δεν μπορούν βασίμως να διαπιστώσουν ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές προκάλεσαν ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Αφετέρου, ο σκοπός του κανόνα αυτού έγκειται στο να μην παρασχεθεί στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής προστασία που βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Moser Baer India κατά Συμβουλίου, C‑535/06 P, EU:C:2009:498, σκέψη 90, της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου, C‑10/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:865, σκέψη 39, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Godrej Industries και VVF κατά Συμβουλίου, T‑6/12, EU:T:2013:408, σκέψη 63).

263    Επιπλέον, η ευρεία εξουσία εκτίμησης την οποία διαθέτουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής, και ειδικότερα όσον αφορά τα μέτρα εμπορικής άμυνας, κατά τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 26 ανωτέρω, εκτείνεται, μεταξύ άλλων, σε όλες τις παραμέτρους που αφορούν τον καθορισμό της ζημίας που προκαλείται στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής στο πλαίσιο διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων, περιλαμβανομένης της αιτιώδους συνάφειας, και, επομένως, απόκειται στις προσφεύγουσες να προσκομίσουν τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων το Γενικό Δικαστήριο θα μπορέσει να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά την αποτίμηση και τα αίτια της ζημίας (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Gold East Paper και Gold Huasheng Paper κατά Συμβουλίου, T‑443/11, EU:T:2014:774, σκέψεις 323 έως 325).

264    Με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την ανάλυση περί καταλογισμού την οποία διενήργησε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 406 έως 415 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες επικρίνουν την ανάλυση περί μη καταλογισμού, η οποία παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 416 επ. του ίδιου κανονισμού.

 Επί του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού και περιπτώσεις πρόδηλης πλάνης εκτίμησης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές από την Ινδονησία ενέχουν κίνδυνο πρόκλησης ζημίας

265    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών βιοντίζελ από την Ινδονησία και του κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

266    Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι ο προσδιορισμός των επιπτώσεων των επιδοτούμενων συναλλαγών στις τιμές ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, βασίζεται σε διαφορετική ανάλυση από εκείνη που στοχεύει στη διαπίστωση της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών και της ζημίας που υφίσταται ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού. Σκοπός του προσδιορισμού που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού είναι να διαπιστωθούν οι επιπτώσεις των επιδοτούμενων συναλλαγών στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης. Ο εν λόγω προσδιορισμός προϋποθέτει εξέταση της σχέσης μεταξύ των τιμών των επιδοτούμενων εισαγωγών και των τιμών των ομοειδών προϊόντων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Σκοπός του προσδιορισμού που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού είναι να διαπιστωθεί η σχέση μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών και της ζημίας, στο σύνολό της, στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Εντούτοις, μολονότι οι δύο αυτοί προσδιορισμοί έχουν διαφορετικό σκοπό, τα αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη ζημίας, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τον αντίκτυπο των εισαγωγών στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης, λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 8, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ανάλυσης της αιτιώδους συνάφειας από την Επιτροπή. Επομένως, υπάρχει σχέση μεταξύ, αφενός, της υποτιμολόγησης και, γενικότερα, του αντικτύπου των επιδοτούμενων εισαγωγών στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης και, αφετέρου, της αιτιώδους συνάφειας, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 2011, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑107/08, EU:T:2011:704, σκέψη 59, και της 19ης Μαΐου 2021, China Chamber of Commerce for Import and Export of Machinery and Electronic Products κ.λπ. κατά Επιτροπής, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, T‑254/18, EU:T:2021:278, σκέψη 363).

267    Εν προκειμένω, για τους σκοπούς της διαπίστωσης της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας, η Επιτροπή έλαβε υπόψη, στην αιτιολογική σκέψη 361 του προσωρινού κανονισμού, την αύξηση των εισαγωγών από την Ινδονησία κατά την περίοδο έρευνας, την υποτιμολόγηση του βιοντίζελ από την Ινδονησία και το γεγονός ότι οι εν λόγω εισαγωγές είχαν προκαλέσει συμπίεση των τιμών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Στην αιτιολογική σκέψη 362 του προσωρινού κανονισμού και στην αιτιολογική σκέψη 407 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η εν λόγω κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια μεριδίου αγοράς για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, παρά την αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικής ικανότητας, καθώς και ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν μπόρεσε να βελτιώσει το μη ικανοποιητικό περιθώριο κέρδους του σε μια κατά τα άλλα ευνοϊκή συγκυρία για την αγορά. Επομένως, στην αιτιολογική σκέψη 365 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, το οποίο επιβεβαιώθηκε στην αιτιολογική σκέψη 415 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές βιοντίζελ από την Ινδονησία συνεπάγονται κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

268    Προκαταρκτικώς, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός των προσφευγουσών ότι οι εισαγωγές από την Ινδονησία δεν ήταν μια από τις αιτίες της ευάλωτης θέσης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και, επομένως, ότι οι εν λόγω εισαγωγές δεν μπορούσαν να συνιστούν κίνδυνο πρόκλησης ζημίας για τον εν λόγω κλάδο. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, η σχετική ανάλυση εν προκειμένω δεν αφορά το αν οι εισαγωγές από την Ινδονησία συνιστούν αιτία της ευάλωτης θέσης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής αλλά αν οι εν λόγω εισαγωγές συνιστούν κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας στο εγγύς μέλλον.

269    Κατά πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι από τα στοιχεία των πινάκων που παρατίθενται στον προσωρινό κανονισμό προκύπτει ότι η αύξηση των μεριδίων αγοράς των εισαγωγών από την Ινδονησία στο διάστημα από το 2017 έως την περίοδο έρευνας, λογική συνέπεια της ακύρωσης των μέτρων αντιντάμπινγκ τα οποία κρίθηκαν παράνομα και τα οποία εμπόδιζαν τις εισαγωγές από την Ινδονησία (βλ. σκέψεις 3 έως 6 ανωτέρω), ήταν λιγότερο σημαντική από τη μείωση των μεριδίων αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, στοιχείο το οποίο σημαίνει ότι οι εισαγωγές από την Ινδονησία κάλυψαν απλώς και μόνον ένα κενό το οποίο δεν κάλυπτε ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής και δεν δικαιολογούσαν την απώλεια των μεριδίων αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

270    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τα στοιχεία που η Επιτροπή χρησιμοποίησε προκειμένου να καταλήξει στα συμπεράσματά της. Συγκεκριμένα, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι η παραγωγή του ενωσιακού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε ελαφρώς από το 2017 έως την περίοδο έρευνας, από 13 071 053 τόνους σε 13 140 852 τόνους (πίνακας 3 ο οποίος παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 268 του προσωρινού κανονισμού), η δε κατανάλωση της Ένωσης αυξήθηκε περισσότερο κατά το ίδιο διάστημα, από 14 202 128 τόνους σε 15 634 102 τόνους (πίνακας 4 ο οποίος παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 271 του προσωρινού κανονισμού). Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, οι εισαγωγές από την Ινδονησία αυξήθηκαν από 24 984 τόνους σε 516 088 τόνους (πίνακας 5 ο οποίος παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 280 του προσωρινού κανονισμού), ήτοι αύξηση κατά 1 965,67 % ή 491 104 τόνους, ο δε όγκος των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στην αγορά της Ένωσης μειώθηκε από 13 004 462 σε 12 741 791 τόνους (πίνακας 9 ο οποίος παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 314 του προσωρινού κανονισμού), ήτοι μείωση κατά 262 671 τόνους. Επιπλέον, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής χρησιμοποίησε μόνον το 77 % της παραγωγικής ικανότητάς του (πίνακας 8 ο οποίος παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 309 του προσωρινού κανονισμού).

271    Από τα στοιχεία που εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη προκύπτει ότι, παρά την αύξηση της κατανάλωσης και, επομένως, της ζήτησης στην αγορά της Ένωσης, οι πωλήσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στην ίδια αγορά μειώθηκαν, τούτο δε παρά την ύπαρξη σημαντικής μη χρησιμοποιούμενης παραγωγικής ικανότητας, ενώ, συγχρόνως, οι εισαγωγές από την Ινδονησία αυξήθηκαν κατά 1 965,67 %. Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 263 ανωτέρω, εκτιμώντας, στην αιτιολογική σκέψη 407 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι η αύξηση των εισαγωγών κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας και η υποτιμολόγηση και η συμπίεση των τιμών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής από τις επιδοτούμενες εισαγωγές από την Ινδονησία οδήγησαν σε απώλεια μεριδίου αγοράς για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής παρά τις αυξήσεις στην παραγωγή και την παραγωγική ικανότητα, και εμπόδισαν τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής να επωφεληθεί από μια ευνοϊκή κατά τα άλλα κατάσταση στην αγορά.

272    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι εισαγωγές από την Ινδονησία δεν θα αυξηθούν περαιτέρω στο μέλλον. Πρώτον, η ζήτηση βιοντίζελ με υψηλό CFPP είναι, κατ’ αυτές, περιορισμένη. Δεύτερον, δύο κείμενα τα οποία εκδόθηκαν πρόσφατα περιορίζουν, κατά τις προσφεύγουσες, τη χρήση του ΜΦ στην Ένωση: η οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (ΕΕ 2018, L 328, σ. 82), και ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2019/807 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2019, για τη συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τον καθορισμό των πρώτων υλών υψηλού κινδύνου έμμεσης αλλαγής της χρήσης γης για τις οποίες παρατηρείται σημαντική επέκταση της περιοχής παραγωγής σε εκτάσεις με υψηλά αποθέματα άνθρακα και για την πιστοποίηση των βιοκαυσίμων, βιορευστών και καυσίμων βιομάζας χαμηλού κινδύνου έμμεσης αλλαγής της χρήσης γης (ΕΕ 2019, L 133, σ. 1).

273    Πρώτον, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν τα συμπεράσματα σχετικά με την ανταγωνιστική σχέση του βιοντίζελ που παράγεται στην Ένωση και του βιοντίζελ από την Ινδονησία, καθώς και το γεγονός ότι το δεύτερο ασκεί πίεση στις τιμές (αιτιολογική σκέψη 254 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Επιπλέον, όπως προκύπτει από τον πίνακα 4 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 353 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ο όγκος των εισαγωγών από την Ινδονησία κατά τα τρία τρίμηνα της μεταγενέστερης της έρευνας περιόδου είναι υψηλότερος από τον όγκο των εν λόγω εισαγωγών κατά τα 4 τρίμηνα της περιόδου έρευνας.

274    Δεύτερον, ορθώς η Επιτροπή θεώρησε, στην αιτιολογική σκέψη 360 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι το αποτέλεσμα της οδηγίας 2018/2001 δεν μπορούσε να προβλεφθεί και «δεν ασκεί επιρροή στην τρέχουσα ανάλυση του κινδύνου πρόκλησης ζημίας τον οποίο ενέχουν οι εισαγωγές από την Ινδονησία για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής στο εγγύς μέλλον». Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ως άνω οδηγία εκδόθηκε μετά την περίοδο έρευνας και ότι, βάσει του άρθρου 36 αυτής, παράγραφος 1, η προθεσμία μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο έληγε στις 30 Ιουνίου 2021. Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, ο πλήρης περιορισμός της εισαγωγής «βιοκαυσίμων υψηλού κινδύνου έμμεσης αλλαγής στη χρήση γης, βιορευστών ή καυσίμων βιομάζας που παράγονται από καλλιέργειες τροφίμων και ζωοτροφών σχετικά με τις οποίες παρατηρείται σημαντική επέκταση της περιοχής παραγωγής σε εκτάσεις με μεγάλα αποθέματα άνθρακα» θα είναι σταδιακός, από την 31η Δεκεμβρίου 2023.

275    Κατά δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τον σύνδεσμο μεταξύ της αύξησης των εισαγωγών από την Ινδονησία και των προβλημάτων κερδοφορίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Από τα στοιχεία που εκτίθενται στους πίνακες που παρατίθενται στον προσωρινό κανονισμό προκύπτει, κατά τις προσφεύγουσες, ότι η κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής παρέμεινε θετική κατά την περίοδο έρευνας και ότι δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των εισαγωγών από την Ινδονησία και της κερδοφορίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Τα στοιχεία της μεταγενέστερης της έρευνας περιόδου επιβεβαιώνουν την εν λόγω έλλειψη συσχέτισης.

276    Συγκεκριμένα, από τον πίνακα 14 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 334 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι η κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής παρέμεινε σταθερή κατά την περίοδο έρευνας (σε 0,8 %). Εντούτοις, όπως προκύπτει από τον πίνακα 3 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 329 του προσβαλλόμενου κανονισμού, κατά τη διάρκεια της μεταγενέστερης της έρευνας περιόδου και μετά την αύξηση της κερδοφορίας σε 10,8 % κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2018, η κερδοφορία μειώθηκε σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με την περίοδο έρευνας, ακόμη και σε αρνητικά επίπεδα (– 5 %) κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2019. Επιπλέον, από τον πίνακα 4 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 353 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι οι εισαγωγές από την Ινδονησία ήταν υψηλότερες κατά το πρώτο και το δεύτερο τρίμηνο του 2019 σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2018, κατά τη διάρκεια του οποίου η κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής είχε αυξηθεί.

277    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών βιοντίζελ από την Ινδονησία και της ύπαρξης κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

278    Επομένως, το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού και περιπτώσεις πρόδηλης πλάνης εκτίμησης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την ανάλυση της επίδρασης των εισαγωγών βιοντίζελ από την Αργεντινή

279    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, στην ανάλυση περί μη καταλογισμού, τον κίνδυνο πρόκλησης ζημίας λόγω των εισαγωγών βιοντίζελ από την Αργεντινή οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/244 της Επιτροπής, της 11ης Φεβρουαρίου 2019, για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής (ΕΕ 2019, L 40, σ. 1).

280    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 260 ανωτέρω, στο πλαίσιο της ανάλυσης περί μη καταλογισμού που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή πρέπει να αποκλείσει κάθε ζημία οφειλόμενη σε άλλους παράγοντες, ώστε η οφειλόμενη στους άλλους αυτούς παράγοντες ζημία να μην καταλογίζεται στις επιδοτούμενες εισαγωγές.

281    Προς τον σκοπό αυτό, απόκειται στην Επιτροπή να εξακριβώσει αν τα αποτελέσματα των ως άνω άλλων παραγόντων ήταν ικανά να καταλύσουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ, αφενός, των οικείων εισαγωγών και, αφετέρου, της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής. Στην Επιτροπή απόκειται, επίσης, να εξακριβώσει ότι η καταλογιστέα στους ως άνω άλλους παράγοντες ζημία δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό της ζημίας, καθότι, ακόμη και αν ένας άλλος συγκεκριμένος παράγοντας δεν είναι ικανός να καταλύσει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των οικείων εισαγωγών και της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, μπορεί να προκαλεί αυτοτελώς ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Εντούτοις, εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι, παρά τους παράγοντες αυτούς, η ζημία που προκάλεσαν οι εν λόγω εισαγωγές είναι σημαντική, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των συγκεκριμένων εισαγωγών και της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής μπορεί, κατά συνέπεια, να αποδειχθεί (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 4ης Φεβρουαρίου 2016, C & J Clark International και Puma, C‑659/13 και C‑34/14, EU:C:2016:74, σκέψη 169 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 28ης Φεβρουαρίου 2017, Canadian Solar Emea κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑162/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:124, σκέψεις 182 έως 185 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

282    Επιπλέον, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή μπορεί να αποδώσει στις επιδοτούμενες εισαγωγές την ευθύνη για τη ζημία, έστω και αν τα αποτελέσματά τους αποτελούν μέρος μόνο μιας ευρύτερης ζημίας δυναμένης να αποδοθεί σε άλλους παράγοντες. Η επιβολή αντισταθμιστικών δασμών είναι δυνατή, ακόμη και αν αφήνουν άλυτα τα προβλήματα που δημιουργούν στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής άλλοι παράγοντες [πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1988, Canon κ.λπ. κατά Συμβουλίου, 277/85 και 300/85, EU:C:1988:467, σκέψεις 62 και 63, της 29ης Ιανουαρίου 1998, Sinochem κατά Συμβουλίου, T‑97/95, EU:T:1998:9, σκέψεις 99 έως 103, και της 28ης Φεβρουαρίου 2017, Yingli Energy (China) κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑160/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:125, σκέψη 192]. Επομένως, για να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών και της ζημίας, ή του κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, κατά την έννοια των διατάξεων του βασικού κανονισμού, δεν είναι αναγκαίο οι εν λόγω εισαγωγές να είναι η μόνη αιτία της ζημίας.

283    Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι αναγκαίο να εκτεθούν, ούτε καν να προσδιοριστούν ποσοτικά ή αριθμητικά, τα ακριβή αποτελέσματα του επίμαχου παράγοντα [πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2017, Yingli Energy (China) κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑160/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:125, σκέψη 195· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2006, Moser Baer India κατά Συμβουλίου, T‑300/03, EU:T:2006:289, σκέψη 269].

284    Υπενθυμίζεται επίσης ότι στα πρόσωπα που επικαλούνται την έλλειψη νομιμότητας του επίδικου κανονισμού απόκειται να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι οι εν λόγω παράγοντες δεν ήταν ασήμαντοι ώστε να μην αποδεικνύονται και να πρέπει, επομένως, να τεθούν εν αμφιβόλω η ύπαρξη ζημίας προκληθείσας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της εν λόγω ζημίας και των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ή των επιδοτούμενων εισαγωγών (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2013, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, C‑13/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:780, σκέψη 75, και της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου, C‑10/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:865, σκέψη 28).

285    Εν προκειμένω, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή εκτίμησε τις συνέπειες των λοιπών παραγόντων που μπορούν να προκαλέσουν ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, με τις αιτιολογικές σκέψεις 416 έως 460 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή εκτίμησε μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές σκέψεις 416 έως 420 του προσβαλλόμενου κανονισμού και στις αιτιολογικές σκέψεις 368 έως 370 του προσωρινού κανονισμού, τα αποτελέσματα των εισαγωγών βιοντίζελ από την Αργεντινή.

286    Ειδικότερα, η Επιτροπή παρατήρησε, στην αιτιολογική σκέψη 368 του προσωρινού κανονισμού, ότι οι εισαγωγές από την Αργεντινή αντιπροσώπευαν μερίδιο αγοράς 2,8 % το 2017, ενώ αυξήθηκαν σε σχεδόν 10 % κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, αλλά είχαν αποτελέσει αντικείμενο έρευνας, η οποία κατέληξε στην επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού και στην αποδοχή προσφορών ανάληψης υποχρεώσεων τον Φεβρουάριο του 2019. Επομένως, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, στις αιτιολογικές σκέψεις 417 και 418 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι οι εισαγωγές από την Αργεντινή ήταν μέρος του κινδύνου πρόκλησης ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας και για τον λόγο αυτό η Επιτροπή επέβαλε μέτρα στις εισαγωγές αυτές τον Φεβρουάριο του 2019 και αποδέχθηκε αναλήψεις υποχρεώσεων ως προς τις τιμές, αλλά ότι το γεγονός αυτό δεν σήμαινε ότι οι εισαγωγές από την Ινδονησία δεν συνεπάγονταν επίσης κίνδυνο πρόκλησης ζημίας, ιδίως μετά την έναρξη ισχύος των μέτρων κατά των εισαγωγών από την Αργεντινή.

287    Κατά πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η αύξηση των εισαγωγών από την Αργεντινή υπήρξε τριπλάσια εκείνης των εισαγωγών από την Ινδονησία και ότι οι τιμές των εισαγωγών από την Αργεντινή ήταν πολύ πιο χαμηλές, όπερ σημαίνει ότι αυτές ήταν η κύρια αιτία του κινδύνου πρόκλησης ζημίας. Επιπλέον, κατά τις προσφεύγουσες, οι εισαγωγές από την Ινδονησία κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας ανήλθαν σε 516 088 τόνους, ήτοι μερίδιο αγοράς 3,3 %, και κατά τη διάρκεια της μεταγενέστερης της έρευνας περιόδου ανήλθαν σε 581 086 τόνους, ήτοι μερίδιο αγοράς 5 %, το οποίο σήμαινε για την Επιτροπή, κατά την αιτιολογική σκέψη 466 του εκτελεστικού κανονισμού 2019/244, ότι ήταν απίθανο οι εν λόγω εξαγωγές να αποτελέσουν την κύρια αιτία ζημίας στο άμεσο μέλλον. Κατά τη διάρκεια της μεταγενέστερης της έρευνας περιόδου, το μερίδιο αγοράς της Αργεντινής μειώθηκε κατά 4,1 % ενώ εκείνο της Ινδονησίας αυξήθηκε κατά 1,7 %, της Μαλαισίας αυξήθηκε κατά 0,9 %, της Κίνας παρέμεινε σταθερό και του ενωσιακού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε κατά 1,5 %. Οι τιμές του βιοντίζελ από την Ινδονησία παρέμειναν χαμηλότερες των τιμών του βιοντίζελ από την Αργεντινή, η δε κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής βελτιώθηκε.

288    Οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι η Επιτροπή ενέκρινε, εξάλλου, με την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2019/245, της 11ης Φεβρουαρίου 2019, για την αποδοχή προσφορών ανάληψης υποχρεώσεων μετά την επιβολή οριστικών αντισταθμιστικών δασμών στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής (ΕΕ 2019, L 40, σ. 71), εισαγωγές ύψους 10 % περίπου της μέσης ετήσιας κατανάλωσης της Ένωσης από το 2014 έως την περίοδο έρευνας (ποσοστό το οποίο αντιστοιχεί, κατά τις προσφεύγουσες, σε 1 233 417 τόνους ετησίως, ήτοι άνω του διπλασίου των εισαγωγών από την Ινδονησία). Επομένως, η Επιτροπή έκρινε ότι οι εισαγωγές από την Αργεντινή δεν θα επηρέαζαν, κατ’ αρχήν, αρνητικά τις συνολικές επιδόσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Παρά την έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού 2019/244, οι εν λόγω εισαγωγές εξακολουθούν να συνιστούν, κατά τις προσφεύγουσες, κίνδυνο πρόκλησης ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, καθότι δεν υπόκεινται στους αντισταθμιστικούς δασμούς μόνον όταν δεν υπερβαίνουν το κατώτατο όριο των 1 233 417 τόνων ετησίως και εφόσον τηρούν ελάχιστη τιμή εισαγωγής. Από τους πίνακες 2 και 6 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει, κατά τις προσφεύγουσες, ότι οι εισαγωγές από την Αργεντινή συνεχίζονται με όγκους υψηλότερους εκείνων των εισαγωγών από την Ινδονησία και ότι οι τιμές των εισαγωγών από την Ινδονησία υπήρξαν υψηλότερες των τιμών των εισαγωγών από την Αργεντινή κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας όπως καθορίζεται στον εκτελεστικό κανονισμό 2019/244.

289    Με το σύνολο των ως άνω επιχειρημάτων, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, πρώτον, οι εισαγωγές από την Αργεντινή εξακολουθούν να συνιστούν παράγοντα κινδύνου πρόκλησης ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής και ότι, δεύτερον, στο παγκόσμιο πλαίσιο μετά την έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού 2019/244, οι εισαγωγές από την Ινδονησία δεν συνιστούν κίνδυνο πρόκλησης ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

290    Εντούτοις, όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 282 ανωτέρω, η Επιτροπή μπορεί να αποδώσει στις επιδοτούμενες εισαγωγές την ευθύνη για τη ζημία, έστω και αν τα αποτελέσματά τους αποτελούν μέρος μόνο μιας ευρύτερης ζημίας δυναμένης να αποδοθεί σε άλλους παράγοντες. Οι επιδοτούμενες εισαγωγές δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να είναι η μόνη αιτία της ζημίας ή του κινδύνου πρόκλησης ζημίας. Επομένως, η διατήρηση κινδύνου πρόκλησης ζημίας σχετιζόμενου με τις εισαγωγές βιοντίζελ από την Αργεντινή δεν απέκλειε τη διαπίστωση από την Επιτροπή, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, της ύπαρξης άλλου κινδύνου πρόκλησης ζημίας, λόγω των εισαγωγών βιοντίζελ από την Ινδονησία.

291    Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ότι οι εισαγωγές από την Αργεντινή δεν ήταν ικανές να καταλύσουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ, αφενός, των εισαγωγών από την Ινδονησία και, αφετέρου, του κινδύνου πρόκλησης ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, διότι εφαρμόζονταν ήδη αντισταθμιστικά μέτρα για τις εισαγωγές από την Αργεντινή (αιτιολογική σκέψη 418 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Ορθώς επίσης η Επιτροπή θεώρησε ότι, παρά τις εν λόγω εισαγωγές, ο κίνδυνος πρόκλησης ζημίας λόγω των εισαγωγών από την Ινδονησία ήταν σημαντικός και ότι η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εν λόγω εισαγωγών και του κινδύνου πρόκλησης ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής μπορούσε να διαπιστωθεί. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τον πίνακα 6 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 430 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τα στοιχεία του οποίου δεν αμφισβήτησαν οι προσφεύγουσες, κατά τη διάρκεια της μεταγενέστερης της έρευνας περιόδου τα μερίδια αγοράς των εισαγωγών από την Αργεντινή και από την Ινδονησία ήταν σχεδόν ίδια (5,7 % και 5 %, αντιστοίχως), ενώ οι τιμές των εισαγωγών από την Ινδονησία (655 ευρώ/τόνο) ήταν χαμηλότερες των τιμών των εισαγωγών από την Αργεντινή (673 ευρώ/τόνο). Η συγκεκριμένη διαφορά τιμής μεταξύ των εισαγωγών από την Ινδονησία και των εισαγωγών από την Αργεντινή επιρρωννύει το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι ο κίνδυνος πρόκλησης ζημίας λόγω των εισαγωγών από την Ινδονησία ήταν σημαντικός, παρά την ύπαρξη εισαγωγών από την Αργεντινή.

292    Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν, όπως όφειλαν κατά τη νομολογία που μνημονεύθηκε στην αιτιολογική σκέψη 284 ανωτέρω, ότι οι εισαγωγές από την Αργεντινή είχαν τόση σημασία ώστε να μην αποδεικνύονται η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο της Ένωσης και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών από την Ινδονησία και του κινδύνου πρόκλησης ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

293    Επιπλέον, οι ισχυρισμοί που οι προσφεύγουσες αντλούν από τα συμπεράσματα της Επιτροπής στις αιτιολογικές σκέψεις 463 και 466 του εκτελεστικού κανονισμού 2019/244, ήτοι ότι ήταν απίθανο οι εισαγωγές βιοντίζελ από την Ινδονησία, οι οποίες αντιπροσώπευαν μερίδιο αγοράς 5 %, να αποτελέσουν την κύρια αιτία πρόκλησης ζημίας στο άμεσο μέλλον, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Πρώτον, τα συμπεράσματα της Επιτροπής αφορούν διαφορετική περίοδο έρευνας, ήτοι την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, κατά τη διάρκεια της οποίας ίσχυαν ακόμη τα μέτρα αντιντάμπινγκ που είχαν ληφθεί έναντι των εισαγωγών από την Ινδονησία. Δεύτερον, η κατάσταση μεταβλήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας όσον αφορά τις εισαγωγές από την Ινδονησία, διότι, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, οι αρνητικές επιπτώσεις των εισαγωγών από την Αργεντινή εξαλείφθηκαν με την έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού 2019/244 τον Φεβρουάριο του 2019, στοιχείο το οποίο μετέβαλε την κατάσταση στην αγορά της Ένωσης. Τρίτον, επισημαίνοντας ότι ήταν απίθανο οι εισαγωγές βιοντίζελ από την Ινδονησία να αποτελέσουν την «κύρια» αιτία πρόκλησης ζημίας στο άμεσο μέλλον, η Επιτροπή δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο οι εν λόγω εισαγωγές να αποτελέσουν αιτία πρόκλησης ζημίας ή κίνδυνο πρόκλησης ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

294    Κατά συνέπεια, η ανάλυση της Επιτροπής είναι σύμφωνη προς τις αρχές που εκτέθηκαν στις σκέψεις 280 έως 282 ανωτέρω, η δε Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών από την Ινδονησία και του κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Συνεπώς, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθούν.

295    Κατά δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ανακολουθία στην ανάλυση περί μη καταλογισμού που διενήργησε η Επιτροπή αναδεικνύεται από τη νομολογία των οργάνων του ΠΟΕ.

296    Προς στήριξη των ισχυρισμών τους, οι προσφεύγουσες επικαλούνται δύο εκθέσεις της ειδικής ομάδας του ΠΟΕ. Η πρώτη είναι η έκθεση της ειδικής ομάδας του ΠΟΕ με τίτλο «Κίνα – Μέτρα αντιντάμπινγκ για τις εισαγωγές χαρτοπολτού από τον Καναδά», η οποία εκδόθηκε στις 25 Απριλίου 2017 (WT/DS 483/R) και στο σημείο 7.150 της οποίας εκτίθενται τα ακόλουθα:

«Η αύξηση του μεριδίου αγοράς των εισαγωγών που δεν αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίες πωλούνταν σε τιμές παραπλήσιες εκείνων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, δεν εξετάστηκε […] στο πλαίσιο της απόδειξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της σημαντικής ζημίας. […] Θα αναμέναμε, όμως, ότι αρχή επιφορτισμένη με τη διενέργεια εύλογης και αντικειμενικής έρευνας θα εξέταζε τουλάχιστον, υπό τις παρούσες περιστάσεις, τον ενδεχόμενο ρόλο των εισαγωγών που δεν αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στη συμπίεση των τιμών, για την οποία η [επιφορτισμένη με την έρευνα αρχή] διαπίστωσε ότι συνέβαλε στην πρόκληση σημαντικής ζημίας στον εθνικό κλάδο παραγωγής.»

297    Η δεύτερη έκθεση είναι αυτή της ειδικής ομάδας του ΠΟΕ με τίτλο «ΗΠΑ – Μέτρα αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικά μέτρα για τις εισαγωγές επιχρισμένου χαρτιού από την Ινδονησία», η οποία εκδόθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2017 (WT/DS 491/R) και στα σημεία 7.211 και 7.233 της οποίας εκτίθενται τα ακόλουθα:

«Προκειμένου να ερευνήσουμε [αν η επιφορτισμένη με την έρευνα αρχή διασφάλισε ότι δεν θα καταλογιστεί στις επιδοτούμενες εισαγωγές οποιαδήποτε (μελλοντική) ζημία η οποία θα μπορούσε να προκληθεί από εικαζόμενους “άλλους παράγοντες”], θα εξετάσουμε αν [η επιφορτισμένη με την έρευνα αρχή] εξήγησε με ικανοποιητικό τρόπο τη φύση και τη σημασία των πιθανών επιζήμιων επιπτώσεων των άλλων παραγόντων, σε σύγκριση με τις πιθανές επιζήμιες επιπτώσεις των επιδοτούμενων εισαγωγών, και αν οι εξηγήσεις […] παρέχουν τη δυνατότητα να διαπιστωθεί ότι τα συμπεράσματα της εν λόγω αρχής είναι εξίσου εύλογα με εκείνα που θα μπορούσε να αντλήσει αμερόληπτη και αντικειμενική επιφορτισμένη με την έρευνα αρχή υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών που εκτέθηκαν και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν […] [Σ]ε περίπτωση που άλλοι παράγοντες συνέβαλαν στην ευάλωτη θέση εθνικού κλάδου παραγωγής, θα αναμέναμε η επιφορτισμένη με την έρευνα αρχή να λάβει υπόψη και να εξετάσει την πιθανή μελλοντική σημασία των εν λόγω άλλων παραγόντων, ώστε να διασφαλιστεί ότι καμία πιθανή μελλοντική ζημία απορρέουσα από τους εν λόγω άλλους παράγοντες δεν θα καταλογιστεί στις επίμαχες εισαγωγές.»

298    Πάντως, και με την επιφύλαξη της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 38 και 39 ανωτέρω, από τα μέρη του προσβαλλόμενου κανονισμού και του προσωρινού κανονισμού που αφορούν την ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας, και ειδικότερα τις αιτιολογικές σκέψεις 416 έως 420 του προσβαλλόμενου κανονισμού και τις αιτιολογικές σκέψεις 368 έως 370 του προσωρινού κανονισμού που αφορούν τις εισαγωγές από την Αργεντινή, προκύπτει ότι η ανάλυση της Επιτροπής είναι συμβατή με τις αρχές που διατυπώνονται στις προμνησθείσες εκθέσεις της ειδικής ομάδας του ΠΟΕ. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εκτίμησε τον ρόλο και τις επιπτώσεις των εισαγωγών βιοντίζελ από την Αργεντινή στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής (αιτιολογικές σκέψεις 430 έως 433 του προσβαλλόμενου κανονισμού και αιτιολογικές σκέψεις 367 έως 370 του προσωρινού κανονισμού) και παρέσχε ικανοποιητικές εξηγήσεις για τη φύση και τη σημασία των πιθανών επιζήμιων συνεπειών των εν λόγω εισαγωγών, μεταξύ άλλων στην αιτιολογική σκέψη 370 του προσωρινού κανονισμού και στην αιτιολογική σκέψη 431 του προσβαλλόμενου κανονισμού, κατέληξε δε στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 431 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι οι εν λόγω εισαγωγές δεν μπορούσαν να συνιστούν πλέον κίνδυνο για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

299    Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αντλούνται από τις ως άνω εκθέσεις του ΠΟΕ πρέπει να απορριφθούν.

300    Κατά τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμά τους χρηστής διοίκησης, καθότι δεν εξέτασε με προσοχή και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υπόθεσης όσον αφορά τις εισαγωγές από την Αργεντινή και, ειδικότερα, δεν έλαβε υπόψη τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η ίδια με τον εκτελεστικό κανονισμό 2019/244.

301    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα χρηστής διοίκησης προϋποθέτει ένα καθήκον επιμέλειας, το οποίο επιβάλλει στο αρμόδιο θεσμικό όργανο την υποχρέωση να εξετάζει με προσοχή και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία κάθε υπόθεσης [βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Crown Equipment (Suzhou) και Crown Gabelstapler κατά Συμβουλίου, T‑643/11, EU:T:2014:1076, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

302    Εν προκειμένω, από τις αιτιολογικές σκέψεις 416 έως 420 του προσβαλλόμενου κανονισμού και από τις αιτιολογικές σκέψεις 368 έως 370 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε με προσοχή και αμεροληψία τα κρίσιμα στοιχεία προκειμένου να εξακριβώσει αν οι εισαγωγές από την Αργεντινή ήταν ικανές να αμβλύνουν ή να καταλύσουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών από την Ινδονησία και του κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Δεδομένου ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών προς απόδειξη του αντιθέτου απορρίφθηκαν, το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί και, επομένως, ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος στο σύνολό του.

303    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, χωρίς να είναι αναγκαία, για λόγους οικονομίας της διαδικασίας, η απόφανση επί των επιχειρημάτων της Επιτροπής με τα οποία αμφισβητείται το παραδεκτό της προσφυγής όσον αφορά μία εκ των προσφευγουσών, την PT Multi Nabati Sulawesi (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2002, Συμβούλιο κατά Boehringer, C‑23/00 P, EU:C:2002:118, σκέψη 52).

 Επί των δικαστικών εξόδων

304    Σύμφωνα με το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Επιτροπή και το EBB, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής και του EBB.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τις PT Wilmar Bioenergi Indonesia, PT Wilmar Nabati Indonesia και PT Multi Nabati Sulawesi στα δικαστικά έξοδα.

Gervasoni

Madise

Nihoul

Frendo

 

      Martín y Pérez de Nanclares

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Δεκεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.