Language of document : ECLI:EU:C:2015:383

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑226/13, C‑245/13, C‑247/13 και C‑578/13

Stefan Fahnenbrock κ.λπ.

κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας

(αιτήσεις του Landgericht Wiesbaden και του Landgericht Kiel

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων – Κανονισμός (EK) 1393/2007 – Άρθρο 1, παράγραφος 1 – Έννοια των “αστικών ή εμπορικών υποθέσεων” – Ευθύνη του κράτους για τις acta jure imperii»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 11ης Ιουνίου 2015

1.        Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου – Περιγραφή και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς – Αναγκαιότητα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος και λυσιτέλεια των υποβαλλόμενων ερωτημάτων – Εκτίμηση από το εθνικό δικαστήριο

(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

2.        Προδικαστικά ερωτήματα – Υποβολή στο Δικαστήριο – Αναγκαιότητα, για το εθνικό δικαστήριο, προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου να εκδώσει τη δική του απόφαση – Έννοια – Ερμηνεία των εφαρμοστέων δικονομικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης – Εμπίπτει

(Άρθρο 267, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

3.        Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων – Κανονισμός 1393/2007 – Πεδίο εφαρμογής – Αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Έννοια – Αυτοτελής ερμηνεία

(Κανονισμός 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 1)

4.        Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων –Κανονισμός 1393/2007– Σκοποί

(Κανονισμός 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

5.        Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων – Κανονισμός 1393/2007 – Πεδίο εφαρμογής – Αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Έννοια – Αγωγές αποζημιώσεως τις οποίες ασκούν ιδιώτες, δικαιούχοι κρατικών ομολόγων, κατά του κράτους που εξέδωσε τα ομόλογα αυτά – Εμπίπτουν

(Κανονισμός 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 1)

1.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 25–29)

2.        Η κατά το άρθρο 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ έννοια της «εκδόσεως της δικής του αποφάσεως» πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως, προκειμένου να αποσοβηθεί ο κίνδυνος να θεωρηθούν πολλά προδικαστικά ερωτήματα ως απαράδεκτα και να μην μπορέσουν να αποτελέσουν αντικείμενο ερμηνείας από το Δικαστήριο. Η έννοια αυτή πρέπει επομένως να νοηθεί ως περιλαμβάνουσα το σύνολο της διαδικασίας η οποία καταλήγει στην έκδοση αποφάσεως από το αιτούν δικαστήριο, έτσι ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να αποφανθεί επί της ερμηνείας του συνόλου των δικονομικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης τις οποίες υποχρεούται να εφαρμόσει το αιτούν δικαστήριο για την έκδοση της δικής του αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 30)

3.        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις και κατάργησης του κανονισμού 1348/2000, ορίζει ότι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Πάντως, ο ως άνω κανονισμός δεν ορίζει ούτε το περιεχόμενο ούτε την έκταση εφαρμογής των εννοιών «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» και «acta jure imperii» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Επομένως, η έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» πρέπει να θεωρείται ως αυτοτελής και ερμηνευτέα σε συνάρτηση, μεταξύ άλλων, προς τους σκοπούς και το σύστημα του ως άνω κανονισμού.

(βλ. σκέψεις 37–39)

4.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 40)

5.        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις και κατάργησης του κανονισμού 1348/2000, έχει την έννοια ότι αγωγές περί ανορθώσεως της ζημίας λόγω προσβολής της νομής και της κυριότητας, περί εκπληρώσεως της συμβάσεως και περί καταβολής αποζημιώσεως, οι οποίες ασκήθηκαν από ιδιώτες, δικαιούχους κρατικών ομολόγων, κατά του κράτους που εξέδωσε τα ομόλογα αυτά, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού στο μέτρο που δεν προκύπτει ότι οι αγωγές αυτές προδήλως δεν υπάγονται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.

Ειδικότερα, αρκεί το επιληφθέν δικαστήριο, προκειμένου να διαπιστώσει ότι ο κανονισμός 1393/2007 έχει εφαρμογή, να κρίνει ότι δεν είναι προφανές ότι το ασκηθέν ενώπιόν του ένδικο βοήθημα δεν υπάγεται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις. Το ερώτημα αν ένα εισαγωγικό δίκης έγγραφο αφορά τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις κατά την έννοια του ως άνω κανονισμού πρέπει υποχρεωτικώς να επιλυθεί πριν την κοινοποίηση του εν λόγω εγγράφου στους λοιπούς διαδίκους εκτός εκείνου που κινεί τη διαδικασία, δεδομένου ότι από την επίλυση ακριβώς του ως άνω ζητήματος εξαρτάται ο τρόπος κοινοποιήσεως του εγγράφου αυτού. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το οικείο δικαστήριο πρέπει να αρκεσθεί σε έναν αρχικό έλεγχο των, αναγκαστικώς αποσπασματικών, στοιχείων που διαθέτει προκειμένου να κρίνει αν το ως άνω ένδικο βοήθημα υπάγεται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις ή αν υπάγεται σε τομέα που δεν καλύπτεται από τον ως άνω κανονισμό, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτού, τα δε πορίσματα του ελέγχου αυτού δεν μπορούν βεβαίως να προκαταλάβουν τις αποφάσεις που θα λάβει το επιληφθέν δικαστήριο στη συνέχεια όσον αφορά ιδίως την αρμοδιότητά του και την ουσία της οικείας υποθέσεως.

Σε ό,τι αφορά αγωγές ανορθώσεως της ζημίας οι οποίες ασκήθηκαν από ιδιώτες, δικαιούχους κρατικών ομολόγων, κατά του κράτους που εξέδωσε τα ομόλογα αυτά, πρέπει να εξετασθεί αν η έννομη σχέση μεταξύ των διαδίκων αποτελεί προδήλως έκφανση της δημόσιας εξουσίας του κράτους οφειλέτη, καθόσον αντιστοιχεί στην άσκηση εξουσιών οι οποίες είναι υπέρμετρες σε σύγκριση με τους κανόνες του κοινού δικαίου που έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Η έκδοση όμως ομολόγων δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε την άσκηση εξουσιών οι οποίες είναι υπέρμετρες σε σύγκριση με τους κανόνες που έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών. Εξάλλου, σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα ανταλλαγής κρατικών ομολόγων, αφενός, το γεγονός ότι η δυνατότητα αυτή εισήχθη με νόμο δεν είναι από μόνο του καθοριστικό ώστε να κριθεί ότι το Δημόσιο άσκησε τη δημόσια εξουσία του και, αφετέρου, δεν είναι προφανές ότι η θέσπιση του ως άνω νόμου είχε ευθέως και αμέσως ως αποτέλεσμα την τροποποίηση των χρηματοοικονομικών όρων των επίμαχων ομολόγων και κατά συνέπεια προκάλεσε τη ζημία την οποία προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι.

(βλ. σκέψεις 44–46, 49, 51, 53, 55–57, 59 και διατακτ.)