Language of document : ECLI:EU:T:2016:267

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 4ης Μαΐου 2016

Υπόθεση T‑129/14 P

Carlos Andres κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΚΤ – Συντάξεις – Μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως – Διακοπή του συνταξιοδοτικού προγράμματος – Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της ΕΚΤ – Δικαίωμα διαβουλεύσεως – Διαφορετική φύση της συμβατικής σχέσεως εργασίας και της σχέσεως εργασίας που διέπεται από τον ΚΥΚ – Παραμόρφωση των στοιχείων – Πλάνη περί το δίκαιο»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 11ης Δεκεμβρίου 2013, Andres κ.λπ. κατά ΕΚΤ (F‑15/10, EU:F:2013:194).

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Carlos Andres και οι λοιποί αναιρεσείοντες τα ονόματα των οποίων περιλαμβάνονται στο παράρτημα της αποφάσεως καταδικάζονται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Πράξεις των οργάνων – Αρχή της μη αλλοιώσεως της πράξεως μετά την έκδοσή της – Τροποποίηση που υπόκειται στην τήρηση των κανόνων που διέπουν την αρμοδιότητα και τη διαδικασία

2.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Εκπροσώπηση – Επιτροπή εποπτείας του συνταξιοδοτικού προγράμματος – Υποχρεωτική διαβούλευση – Περιεχόμενο – Υποχρέωση παροχής όλων των κρίσιμων πληροφοριών στην επιτροπή – Όρια

(Πρωτόκολλο για το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας άρθρο 10.4· εσωτερικός κανονισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 23.1)

3.      Κοινωνική πολιτική – Ενημέρωση των εργαζομένων και διαβούλευση με αυτούς – Οδηγία 2002/14 – Δικαίωμα των εργαζομένων για ενημέρωση και διαβούλευση εντός της επιχειρήσεως – Περιεχόμενο

(Οδηγία 2002/14 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

1.      Η αρχή της ασφάλειας δικαίου σκοπεί στην εξασφάλιση της προβλεψιμότητας των εννόμων καταστάσεων και σχέσεων που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Προς τούτο, έχει θεμελιώδη σημασία η εκ μέρους των οργάνων της Ένωσης τήρηση της αρχής της μη αλλοιώσεως των πράξεων που έχουν εκδώσει και που επηρεάζουν τη νομική και πραγματική κατάσταση των υποκειμένων δικαίου, ώστε να μη μπορούν να τροποποιήσουν τις πράξεις αυτές παρά μόνο στο πλαίσιο των ισχυόντων κανόνων που διέπουν την αρμοδιότητα και τη διαδικασία. Επομένως, αυτή καθαυτήν η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν δύναται να εμποδίσει την τροποποίηση ενός κανόνα δικαίου.

(βλ. σκέψη 35)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2003, Schulin, C‑305/00, Συλλογή, EU:C:2003:218, σκέψη 58, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, C‑199/03, EU:C:2005:548, σκέψη 69

ΓΔΕΕ: απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 1997, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, T‑229/94, Συλλογή, EU:T:1997:155, σκέψη 113 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Η υποχρέωση διεξαγωγής διαβουλεύσεως που υπέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο μεταρρυθμίσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως συνεπάγεται ότι αυτή οφείλει να παρέχει στην επιτροπή εποπτείας του συνταξιοδοτικού προγράμματος τις κρίσιμες πληροφορίες καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διαβουλεύσεως, δεδομένου ότι σκοπός είναι να παρέχεται στην εν λόγω επιτροπή η δυνατότητα να μετάσχει στη διαδικασία διαβουλεύσεως με τον πληρέστερο και τον αποτελεσματικότερο τρόπο. Προς τούτο, η Τράπεζα πρέπει να της γνωστοποιεί κάθε νέα κρίσιμη πληροφορία μέχρι το πέρας της εν λόγω διαδικασίας.

Εντούτοις, ούτε από το γενικό περιεχόμενο της υποχρεώσεως διεξαγωγής διαβουλεύσεως που υπέχει η Τράπεζα σχετικά με τη σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση του συστήματός της κοινωνικής ασφαλίσεως ούτε από άλλες διατάξεις, ήτοι από το άρθρο 6 του πρωτοκόλλου-συμφωνίας για τις σχέσεις μεταξύ της εκτελεστικής επιτροπής και της επιτροπής προσωπικού της Τράπεζας και από το άρθρο 30 της εντολής της επιτροπής εποπτείας του συνταξιοδοτικού προγράμματος, απορρέει ότι η εν λόγω υποχρέωση διεξαγωγής διαβουλεύσεως επιτρέπει στην Τράπεζα να παρεκκλίνει από την υποχρέωσή της περί τηρήσεως του απορρήτου των σχετικών εγγράφων. Αντιθέτως, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, η επιτροπή εποπτείας οφείλει να μετέχει στη διαδικασία διαβουλεύσεως με τον πληρέστερο και τον αποτελεσματικότερο τρόπο, ενώ, σύμφωνα με τον σκοπό του κεφαλαίου II του εν λόγω πρωτοκόλλου-συμφωνίας, οι πληροφορίες που επιτρέπουν την εξοικείωση με το αντικείμενο της διαβουλεύσεως πρέπει να υποβάλλονται στην επιτροπή προσωπικού στο μέτρο που κανένας επιτακτικός λόγος δεν αντίκειται σε αυτό.

(βλ. σκέψεις 57 και 60)

3.      Μολονότι η υποχρέωση διεξαγωγής διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων εκφράζεται με την υποχρέωση του εργοδότη να παρέχει ή να διαβιβάζει, κατά την έννοια της οδηγίας 2002/14, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, στις επιτροπές τις κρίσιμες πληροφορίες καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας διαβουλεύσεως, γεγονός που συνεπάγεται μια ενεργητική πράξη από πλευράς του εργοδότη προς την κατεύθυνση αυτή, εντούτοις η εν λόγω υποχρέωση δεν δύναται να εκληφθεί ως επιβάλλουσα στον εργοδότη την υποχρέωση να διαβιβάζει στους εκπροσώπους των εργαζομένων τις πληροφορίες στις οποίες αυτοί έχουν πρόσβαση μέσω άλλων πηγών, ιδίως δε τις πληροφορίες που εμπίπτουν στη δημόσια σφαίρα.

(βλ. σκέψη 76)