Language of document : ECLI:EU:T:2021:645

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 6ης Οκτωβρίου 2021 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Πολωνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας – Μηχανισμός επάρκειας ισχύος – Απόφαση περί μη προβολής αντιρρήσεων – Καθεστώς ενισχύσεων – Άρθρο 108, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ – Έννοια των αμφιβολιών – Άρθρο 4, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 – Σοβαρές δυσχέρειες – Άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ – Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς του περιβάλλοντος και της ενέργειας (2014-2020) – Διαδικαστικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων μερών – Υποχρέωση αιτιολογίας»

Στην υπόθεση T‑167/19,

Tempus Energy Germany GmbH, με έδρα το Βερολίνο (Γερμανία),

T Energy Sweden AB, με έδρα το Göteborg (Σουηδία),

εκπροσωπούμενη από τους D. Fouquet και J. Derenne, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις K. Herrmann και P. Němečková,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

από την

PGE Polska Grupa Energetyczna S.A., με έδρα τη Βαρσοβία (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τον A. Ryan και την A. Klosok, solicitors, και από τους T. Janssens και K. Bojarojć-Bartnicka, δικηγόρους,

από την

Enel X Polska z o.o., με έδρα τη Βαρσοβία, εκπροσωπούμενη από τους V. Cannizzaro, S. Ventura και L. Caroli, δικηγόρους,

και από την

Enspirion sp. z o.o., με έδρα το Gdańsk (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τον A. Czech, δικηγόρο,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της απόφασης C(2018) 601 τελικό της Επιτροπής, της 7ης Φεβρουαρίου 2018, περί μη προβολής αντιρρήσεων κατά του καθεστώτος ενισχύσεων σχετικά με τον μηχανισμό επάρκειας ισχύος στην Πολωνία, με το αιτιολογικό ότι το καθεστώς αυτό είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ [κρατική ενίσχυση SA.46100 (2017/N)],

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. M. Collins, πρόεδρο, V. Kreuschitz (εισηγητή) και G. Steinfatt, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

I.      Ιστορικό της διαφοράς

Α.      Οι προσφεύγουσες

1        Οι προσφεύγουσες, οι οποίες είναι οι εταιρίες Tempus Energy Germany GmbH και T Energy Sweden AB (στο εξής, από κοινού: Tempus), διαθέτουν στο εμπόριο τεχνολογία διαχείρισης της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, με άλλα λόγια «διαχείρισης της ζήτησης», για ιδιώτες και επαγγελματίες, ιδίως στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Βασιλείου της Σουηδίας.

2        Η προσφορά της Tempus στους πελάτες της αποσκοπεί στην επίτευξη μειώσεων του κόστους στην αλυσίδα της προσφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, συνδυάζοντας την τεχνολογία της διαχείρισης της ζήτησης με τις υπηρεσίες που προτείνει ένας προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας. Η Tempus πωλεί ηλεκτρική ενέργεια και βοηθά τους πελάτες της να μεταφέρουν την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειες που δεν υπόκειται σε χρονικές δεσμεύσεις σε περιόδους κατά τη διάρκεια των οποίων οι τιμές χονδρικής πώλησης είναι χαμηλές, είτε διότι η ζήτηση είναι μικρή είτε διότι η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές είναι άφθονη και, κατά συνέπεια, λιγότερο δαπανηρή.

Β.      Επί της διοικητικής διαδικασίας και επί της προσβαλλόμενης απόφασης

3        Με την προσφυγή της, η Tempus ζητεί την ακύρωση της απόφασης C(2018) 601 τελικό της Επιτροπής, της 7ης Φεβρουαρίου 2018, περί μη προβολής αντιρρήσεων κατά του καθεστώτος ενισχύσεων σχετικά με τον μηχανισμό επάρκειας ισχύος στην Πολωνία (στο εξής: καθεστώς ενισχύσεων), το οποίο προβλέπει την ετήσια καταβολή στους παρόχους επάρκειας ισχύος τεσσάρων δισεκατομμυρίων πολωνικών ζλότυ (PLN), τμηματικά εντός διαστήματος δέκα ετών, με το αιτιολογικό ότι το εν λόγω καθεστώς είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ [κρατική ενίσχυση SA.46100 (2017/N)] (ΕΕ 2018, C 462, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

[παραλειπόμενα]

Δ.      Επί του καθεστώτος ενισχύσεων

10      Το καθεστώς ενισχύσεων καθιερώνει μηχανισμό ή αγορά επάρκειας ισχύος που αποσκοπεί στην κάλυψη της αναμενόμενης απόκλισης μεταξύ ζήτησης και επάρκειας ισχύος και, ως εκ τούτου, στη διασφάλιση του διαρκούς εφοδιασμού στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Πολωνία, λαμβανομένης υπόψη της εκτίμησης των πολωνικών αρχών ότι η εν λόγω αγορά μπορούσε να φτάσει σε επικίνδυνο επίπεδο έλλειψης επάρκειας των πόρων ή της παραγωγής το 2020. Ειδικότερα, κατά τις εν λόγω αρχές, λόγω της εκτεταμένης σταδιακής απόσυρσης και παροπλισμού των παλαιών μονάδων παραγωγής έως το 2020, αναμένεται να υπάρξουν ελλείψεις επάρκειας ισχύος που δεν μπορούν να καλυφθούν μόνο από τις δυνάμεις της αγοράς, γεγονός που περιγράφεται ως «πρόβλημα ανεπάρκειας εσόδων» (missing money problem) (παράγραφοι 6 έως 8 της προσβαλλόμενης απόφασης). Για να αποδείξουν το εν λόγω έλλειμμα της αγοράς, οι πολωνικές αρχές στηρίχθηκαν, ιδίως, στα δεδομένα και στις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις της PSE όσον αφορά την επάρκεια ισχύος (στο εξής: αξιολόγηση της PSE για την επάρκεια ισχύος), προβλέποντας, κατ’ ουσίαν, απώλεια φορτίου για το 2020, το 2025 και το 2030 μεγαλύτερη από το πρότυπο αξιοπιστίας των τριών ωρών απώλειας φορτίου ετησίως (στο εξής: επίμαχο πρότυπο ασφαλείας), το οποίο αντιστοιχεί σε ένα επίπεδο ασφάλειας του συστήματος κατά 99,97 % (παράγραφος 31 της προσβαλλόμενης απόφασης). Τα δεδομένα που αποτέλεσαν τη βάση της εκτίμησης αυτής διαβιβάστηκαν στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (στο εξής: ΕΔΔΣΜ-ηλ) για την κατάρτιση της έκθεσης του 2017, η οποία έφερε τον τίτλο «Mid-term Adequacy Forecast (MAF) 2017» (στο εξής: έκθεση MAF 2017), και οι προβλέψεις της PSE αποτέλεσαν αντικείμενο ανεξάρτητου ελέγχου από εταιρία συμβούλων (παράγραφοι 9 έως 13 της προσβαλλόμενης απόφασης). Όπως προκύπτει από τις παραγράφους 15 και 16 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι πολωνικές αρχές δεσμεύθηκαν να βελτιώσουν τα μηνύματα που εκπέμπουν οι τιμές (price signals) κατά τη διάρκεια των περιόδων στενότητας με μια σειρά μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της διαβεβαιώσεως ότι, από 1ης Ιανουαρίου 2021, οι δραστηριοποιούμενοι στη διαχείριση της ζήτησης φορείς θα ήταν επιλέξιμοι να συμμετάσχουν στις αγορές χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας και εξισορρόπησης ισότιμα με τους λοιπούς συμμετέχοντες στην αγορά [σημείο 16, στοιχείο στʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης].

11      Αρμόδια για τη διαχείριση της αγοράς επάρκειας ισχύος είναι η PSE και ένα από τα κύρια καθήκοντά της είναι η διοργάνωση συγκεντρωτικών δημοπρασιών για την προμήθεια της απαιτούμενης επάρκειας ισχύος. Οι δημοπρασίες αυτές είναι καταρχήν ανοικτές στους παραγωγούς, σε όσους δραστηριοποιούνται στη διαχείριση της ζήτησης και στους υφιστάμενους και νέους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στην αποθήκευση και είναι εγκατεστημένοι στην Πολωνία ή στην περιοχή ελέγχου των γειτνιαζόντων ευρωπαϊκών Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς [στο εξής: ΔΣΜ] (παράγραφος 4 της προσβαλλόμενης απόφασης). Οι επιλεγέντες προμηθευτές λαμβάνουν σταθερή πληρωμή κατά τη διάρκεια της συμφωνίας για την παροχή επάρκειας ισχύος (στο εξής: πληρωμές για την παροχή επάρκειας ισχύος) ως αντάλλαγμα για τη δέσμευση να παρέχουν στο σύστημα, μετά από αίτημα της PSE, επάρκεια ισχύος στις περιόδους αιχμής φορτίου (στο εξής: απαίτηση παροχής επάρκειας ισχύος). Σε περίπτωση μη προμήθειας του όγκου ενέργειας που αντιστοιχεί στην υποχρέωση παροχής επάρκειας ισχύος, οι επιλεγέντες προμηθευτές υπόκεινται σε χρηματικές κυρώσεις. Οι πληρωμές για την παροχή επάρκειας ισχύος χρηματοδοτούνται με τέλος επί του εφοδιασμού ηλεκτρικής ενέργειας (στο εξής: τέλος για την παροχή επάρκειας ισχύος), το οποίο εισπράττεται από τον τελικό καταναλωτή, βάσει της ετήσιας κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας ή της κατανάλωσης σε «επιλεγμένες ώρες της ημέρας».

[παραλειπόμενα]

13      Ο πολωνικός μηχανισμός επάρκειας ισχύος θεσπίσθηκε με τον Ustawa o rynku mocy (πολωνικό νόμο περί της αγοράς επάρκειας ισχύος, της 8ης Δεκεμβρίου 2017, στο εξής: νόμος) (Dz. U. του 2018, θέση 9), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 18 Ιανουαρίου 2018. Βάσει του άρθρου 34 του νόμου αυτού, ο Πολωνός Υπουργός Ενέργειας εξέδωσε εκτελεστικές κανονιστικές πράξεις οι οποίες διευκρινίζουν τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία της αγοράς επάρκειας ισχύος. Στις 30 Μαρτίου 2018 ο πρόεδρος της Urzęd Regulacji Energetyki (πολωνικής ρυθμιστικής αρχής ενέργειας, Πολωνία) ενέκρινε τις εν λόγω εκτελεστικές κανονιστικές πράξεις. Στις 24 Αυγούστου 2018 ο Πολωνός Υπουργός Ενέργειας εξέδωσε το εκτελεστικό διάταγμα σχετικά με τις παραμέτρους των δημοπρασιών για την περίοδο παραδόσεως μεταξύ 2021 και 2023.

14      Σκοπός του νόμου είναι να εξασφαλίσει στους καταναλωτές την ασφάλεια του εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, με το καλύτερο κόστος, χωρίς διακρίσεις και με βιώσιμο τρόπο (άρθρο 1, παράγραφος 2). Η πολωνική αγορά επάρκειας ισχύος έχει ως αντικείμενο τη δημιουργία και τη διαπραγμάτευση υποχρεώσεων παροχής επάρκειας ισχύος, δηλαδή των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει ένας φορέας να διασφαλίζει την προμήθεια επάρκειας ισχύος κατά τις περιόδους παράδοσης καθώς και την αποτελεσματική προμήθεια επάρκειας ισχύος σε περιόδους έκτακτης ανάγκης. Η επάρκεια ισχύος μπορεί να διατίθεται είτε με την παραγωγή και την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας είτε, στην περίπτωση της διαχείρισης της ζήτησης, με τη μείωση της ζήτησης σε περίοδο αιχμής φορτίου στο σύστημα. Πριν από τις δημοπρασίες για την ανάθεση των υποχρεώσεων επάρκειας ισχύος προηγείται διαδικασία καταχώρισης και πιστοποίησης (άρθρα 11 έως 28 του νόμου· παράγραφοι 20 έως 26 της προσβαλλόμενης απόφασης), με ιδιαιτερότητες όσον αφορά την πιστοποίηση όσων δραστηριοποιούνται στη διαχείριση της ζήτησης (παράγραφοι 27 και 28 της προσβαλλόμενης απόφασης). Οι προμηθευτές επάρκειας ισχύος συμμετέχουν στις δημοπρασίες και στην πολωνική αγορά επάρκειας ισχύος υπό τη μορφή μονάδων της αγοράς επάρκειας ισχύος (στο εξής: CMU), οι οποίες μπορούν, μεταξύ άλλων, να είναι CMU παραγωγής ή διαχείρισης της ζήτησης και να συγκροτούνται από μία ή περισσότερες φυσικές μονάδες που απαρτίζουν τον ίδιο όμιλο προκειμένου να συμμετάσχουν σε διαγωνισμό (άρθρο 16 του νόμου· παράγραφος 17 της προσβαλλόμενης απόφασης). Για να είναι επιλέξιμες ως CMU, οι φυσικές μονάδες παραγωγής ή διαχείρισης της ζήτησης, συμπεριλαμβανομένων των μονάδων της αλλοδαπής, πρέπει να μπορούν να παρέχουν ένα κατώτατο (καθαρό) όριο επάρκειας ισχύος 2 μεγαβάτ (MW) (άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχεία 1, 2, 5 και 6, του νόμου). Για τους ομίλους φυσικών μονάδων παραγωγής ή διαχείρισης της ζήτησης, συμπεριλαμβανομένων των ομίλων της αλλοδαπής, η μέγιστη παραγωγική ικανότητα είναι 50 MW και κάθε φυσική μονάδα δεν μπορεί να υπερβαίνει τη μέγιστη (καθαρή) επάρκεια ισχύος των 10 MW (άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχεία 3, 4, 7 και 8, του νόμου).

[παραλειπόμενα]

III. Σκεπτικό

Α.      Επί του παραδεκτού

[παραλειπόμενα]

35      Εισαγωγικά, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο έχει εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά το άρθρο 53 του ίδιου Οργανισμού, η παρέμβαση έχει ως αντικείμενο μόνον την υποστήριξη των αιτημάτων του ενός των διαδίκων. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 142, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο που αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρεμβάσεώς του. Επομένως, μολονότι οι διατάξεις αυτές δεν απαγορεύουν στον παρεμβαίνοντα να προβάλει νέα ή διαφορετικά επιχειρήματα από τα επιχειρήματα του διαδίκου τον οποίο υποστηρίζει, τα επιχειρήματα αυτά δεν πρέπει να μεταβάλουν το πλαίσιο της διαφοράς (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 2013, Andersen κατά Επιτροπής, T‑92/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:143, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ. επίσης απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, a&o hostel and hotel Berlin κατά Επιτροπής, T‑578/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:437, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Βεβαίως, το ζήτημα αν ο παρεμβαίνων μπορεί παραδεκτώς να προβάλει ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής, όταν ο κύριος διάδικος δεν το έχει πράξει και αν η ένσταση αυτή εκφεύγει ή όχι του πλαισίου της διαφοράς που καθορίζεται από τα αιτήματα του κυρίου διαδίκου, δεν έχει ακόμη επιλυθεί από το Δικαστήριο (αποφάσεις της 10ης Νοεμβρίου 2016, DTS Distribuidora de Televisión Digital κατά Επιτροπής, C‑449/14 P, EU:C:2016:848, σκέψη 121, και της 4ης Ιουνίου 2020, Ουγγαρία κατά Επιτροπής, C‑456/18 P, EU:C:2020:421, σκέψεις 22 έως 24). Ωστόσο, δεδομένου ότι η έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης συνιστά λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται, σε κάθε περίπτωση, να τον εξετάσει αυτεπαγγέλτως (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 2016, Magic Mountain Kletterhallen κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑162/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:341, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 20ής Ιουνίου 2019, a&o hostel and hotel Berlin κατά Επιτροπής, T‑578/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:437, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν η Δημοκρατία της Πολωνίας, η PGE και η Enspion, η Tempus αποτελεί «ενδιαφερόμενο» κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ή «ενδιαφερόμενο μέρος» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589. Κατά συνέπεια, η προσφυγή της, συμπεριλαμβανομένων όλων των λόγων και των αιτιάσεων που προβάλλονται προς στήριξή της για να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει σοβαρές αμφιβολίες ή δυσχέρειες που την υποχρέωναν να κινήσει την επίσημη διαδικασία ελέγχου του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, είναι παραδεκτή στο μέτρο που αποσκοπεί στην προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων που έχει η Tempus δυνάμει της διατάξεως αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψεις 59 και 63 έως 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑817/18 P, EU:C:2020:637, σκέψη 81, και της 20ής Ιουνίου 2019, a&o hostel and hotel Berlin κατά Επιτροπής, T‑578/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:437, σκέψεις 45, 46 και 49).

38      Συγκεκριμένα, κατά τον ορισμό του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, «ενδιαφερόμενο μέρος», έννοια συνώνυμη του «ενδιαφερομένου» κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, είναι, μεταξύ άλλων, «κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις». Η χρήση της λέξης «ιδίως» υποδηλώνει ότι η διάταξη αυτή περιέχει μη εξαντλητική, μόνον, απαρίθμηση των προσώπων που μπορούν να χαρακτηριστούν ως ενδιαφερόμενα μέρη, με αποτέλεσμα η έννοια αυτή να αφορά απροσδιόριστο σύνολο αποδεκτών (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 1984, Intermills κατά Επιτροπής, 323/82, EU:C:1984:345, σκέψη 16, της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 63, και της 13ης Ιουνίου 2019, Copebi, C‑505/18, EU:C:2019:500, σκέψη 34).

39      Λαμβανομένου υπόψη του ορισμού αυτού, ο δικαστής της Ένωσης έχει ερμηνεύσει ευρέως την έννοια του ενδιαφερόμενου μέρους. Επομένως, από τη νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589 δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μια επιχείρηση η οποία δεν είναι άμεσα ανταγωνιστική της δικαιούχου της ενίσχυσης να χαρακτηριστεί ως ενδιαφερόμενο μέρος, εφόσον υποστηρίζει ότι τα συμφέροντά της θα μπορούσαν να θιγούν από τη χορήγηση της ενίσχυσης, και ότι, προς τούτο, αρκεί η εν λόγω επιχείρηση να καταδείξει, επαρκώς κατά νόμον, ότι υπάρχει κίνδυνος η ενίσχυση να έχει συγκεκριμένη επίπτωση επί της κατάστασής της (πρβλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψεις 63 έως 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ομοίως, μια συνδικαλιστική οργάνωση εργαζομένων μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ενδιαφερόμενος» κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όταν καταδεικνύει ότι η ίδια ή τα μέλη της ενδέχεται να θιγούν, ως προς τα συμφέροντά τους, από τη χορήγηση ενίσχυσης, υπό την προϋπόθεση ότι η συνδικαλιστική αυτή οργάνωση καταδεικνύει, επαρκώς κατά νόμον, ότι υπάρχει κίνδυνος η ενίσχυση να έχει συγκεκριμένη επίπτωση επί της κατάστασής της ή επί της κατάστασης των μελών που εκπροσωπεί (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2009, 3F κατά Επιτροπής, C‑319/07 P, EU:C:2009:435, σκέψη 33).

40      Επομένως, το επιχείρημα της PGE και της Δημοκρατίας της Πολωνίας ότι η Tempus δεν τεκμηριώνει την ιδιότητα του ενδιαφερομένου για τον λόγο ότι δεν αποτελεί «άμεσο ανταγωνιστή» δραστηριοποιούμενο στην πολωνική αγορά επάρκειας ισχύος ή ότι δεν απέδειξε αρκούντως συγκεκριμένα σχέδια εισόδου στην εν λόγω αγορά δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Η Tempus απέδειξε, επαρκώς κατά νόμο, ότι τα συμφέροντά της ενδέχεται να θιγούν από το καθεστώς ενισχύσεων και ότι τόσο η σύναψη συμφωνιών όσο και οι πληρωμές για την παροχή επάρκειας ισχύος ενέχουν τον κίνδυνο συγκεκριμένης επίπτωσης στην κατάστασή της. Στο πλαίσιο αυτό, διευκρίνισε με πειστικό τρόπο ότι είναι τουλάχιστον δυνητικός ανταγωνιστής στην πολωνική αγορά επάρκειας ισχύος, καθόσον έχει σαφή πρόθεση, καθώς και την ανάλογη δυναμικότητα, να εισέλθει στην αγορά αυτή στο εγγύς μέλλον και ότι το καθεστώς ενισχύσεων θέτει εμπόδια που δυσχεραίνουν την είσοδό της [βλ. όσον αφορά την έννοια του «δυνητικού ανταγωνισμού», απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 36 έως 58]. Περαιτέρω, η ιδιότητα της Tempus ως ενδιαφερόμενου μέρους επιβεβαιώνεται από την ιδιότητά της ως επιχείρησης δραστηριοποιούμενης στις γειτονικές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας της Γερμανίας και της Σουηδίας, η οποία της παρέχει τη δυνατότητα, μέσω των διασυνδέσεων ή, στην περίπτωση της σουηδικής αγοράς μέσω ενός μηχανισμού σύζευξης της αγοράς (βλέπε σημείο 9 ανωτέρω), να συμμετέχει στην πολωνική αγορά επάρκειας ισχύος. Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η Tempus δεν παρενέβη ούτε στις εθνικές διαδικασίες διαβουλεύσεως ούτε στη διαδικασία προ της κοινοποίησης και τη διαδικασία της προκαταρκτικής εξέτασης ενώπιον της Επιτροπής, στο πλαίσιο των οποίων δεν διαθέτει, όπως ορθώς υπογράμμισε η Επιτροπή, διαδικαστικά δικαιώματα ούτως ώστε να μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις.

41      Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός και μόνον ότι η ιδρυτική πράξη της Tempus Energy Germany φέρει ημερομηνία 26 Ιουλίου 2018, ήτοι πέντε και πλέον μήνες μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, όπερ αναγκαστικά σημαίνει ότι δεν μπορούσε να μετάσχει σε επίσημη διαδικασία έρευνας κατόπιν απόφασης περί κινήσεως της διαδικασίας που εκδόθηκε την ίδια ημερομηνία, δεν επηρεάζει το παραδεκτό της προσφυγής της. Δεδομένου ότι η T Energy Sweden, με την οποία άσκησε από κοινού την παρούσα προσφυγή, έχει την ιδιότητα του ενδιαφερομένου μέρους και νομιμοποιείται ενεργητικά κατά την έννοια της νομολογίας που αναφέρεται στη σκέψη 39 ανωτέρω, δεν απαιτείται να εξεταστεί χωριστά αν νομιμοποιείται ενεργητικώς η Tempus Energy Germany (βλ. προς τούτο αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 2016, Magic Mountain Kletterhallen κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑162/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:341, σκέψεις 40 και 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Le Port de Bruxelles και Région de Bruxelles-Capitale κατά Επιτροπής, T‑674/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:651, σκέψη 36).

42      Κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

Β.      Επί της ουσίας

1.      Επί του αντικειμένου της διαφοράς και επί του ελέγχου της ουσιαστικής νομιμότητας

43      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Tempus προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως.

44      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας και, ως εκ τούτου, προσέβαλε τα διαδικαστικά δικαιώματα που έχει η Tempus, ως ενδιαφερόμενο μέρος, δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589. Ο λόγος αυτός υποδιαιρείται σε δύο κύρια μέρη, εκ των οποίων ειδικότερα το δεύτερο περιλαμβάνει πλείονα σκέλη, επιμέρους σκέλη και αιτιάσεις, που αποσκοπούν στο να καταδειχθεί ότι, κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή έπρεπε να αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες, κατά την έννοια της νομολογίας, ή να έχει αμφιβολίες, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 2015/1589.

45      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση εκ μέρους της Επιτροπής της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

46      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως και την έκταση του ελέγχου νομιμότητας τον οποίο καλείται να ασκήσει συναφώς το Γενικό Δικαστήριο, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και το άρθρο 4 του κανονισμού 2015/1589 θεσπίζουν προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης των κοινοποιηθέντων μέτρων ενίσχυσης. Μετά το πέρας αυτού του σταδίου, η Επιτροπή διαπιστώνει είτε ότι το εν λόγω μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση είτε ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Στη δεύτερη περίπτωση, το εν λόγω μέτρο μπορεί να μη δημιουργεί αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητά του με την κοινή αγορά ή, αντιθέτως, να δημιουργεί (πρβλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 43).

47      Όταν η Επιτροπή, κατά το πέρας του σταδίου της προκαταρκτικής εξέτασης, εκδίδει απόφαση, όπως εν προκειμένω, με την οποία διαπιστώνει ότι ένα κρατικό μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση ασύμβατη με την εσωτερική αγορά, αρνείται σιωπηρώς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Η αρχή αυτή εφαρμόζεται τόσο στην περίπτωση που η απόφαση στηρίζεται στο ότι η Επιτροπή φρονεί ότι η ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589, και εκδίδει τη λεγόμενη «απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων», όσο και όταν η Επιτροπή είναι της άποψης ότι το συγκεκριμένο μέτρο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και, συνεπώς, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2019, Ja zum Nürburgring κατά Επιτροπής, T‑373/15, EU:T:2019:432, σκέψη 111 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ. επίσης απόφαση της 16ης Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑562/19 P, EU:C:2021:201, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Αντιθέτως, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, όταν η Επιτροπή, μετά από πρώτη εξέταση στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΕΚ, δεν μπορεί να σχηματίσει την πεποίθηση ότι ένα κρατικό μέτρο είτε δεν συνιστά «ενίσχυση» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΕΚ είτε, εάν χαρακτηριστεί ως ενίσχυση, συμβιβάζεται με τη Συνθήκη ΛΕΕ, ή όταν η διαδικασία αυτή δεν της έχει επιτρέψει να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την εκτίμηση του συμβατού του εν λόγω μέτρου, το θεσμικό όργανο είναι υποχρεωμένο, χωρίς να διαθέτει συναφώς διακριτική ευχέρεια, να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Η υποχρέωση αυτή αντιστοιχεί σε εκείνη που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2015/1589, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή οφείλει να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όταν το επίμαχο μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, a&o hostel and hotel Berlin κατά Επιτροπής, T‑578/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:437, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Η έννοια των σοβαρών δυσχερειών συμπίπτει με την έννοια των αμφιβολιών (βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, Kerkosand κατά Επιτροπής, T‑745/17, EU:T:2020:400, σκέψη 106 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και έχει αντικειμενικό χαρακτήρα. Η ύπαρξη τέτοιων δυσχερειών πρέπει να αναζητηθεί όχι μόνο στις συνθήκες έκδοσης της απόφασης της Επιτροπής που ελήφθη μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης, αλλά και στις εκτιμήσεις επί των οποίων στηρίχθηκε. Ως εκ τούτου, η νομιμότητα απόφασης περί μη προβολής αντιρρήσεων, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589, εξαρτάται από το αν η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων τα οποία διέθετε ή μπορούσε να διαθέτει η Επιτροπή, κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης του κοινοποιηθέντος μέτρου, θα έπρεπε αντικειμενικά να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τον συμβατό χαρακτήρα του μέτρου αυτού με την εσωτερική αγορά, δεδομένου ότι τέτοιες αμφιβολίες πρέπει να οδηγούν στην κίνηση επίσημης διαδικασίας ελέγχου στην οποία μπορούν να μετάσχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του εν λόγω κανονισμού (βλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑817/18 P, EU:C:2020:637, σκέψεις 79 και 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ. επίσης απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, a&o hostel and hotel Berlin κατά Επιτροπής, T‑578/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:437, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Πράγματι, στη νομολογία έχει διευκρινιστεί συναφώς ότι η νομιμότητα μιας τέτοιας απόφασης πρέπει να εκτιμάται βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που μπορούσε να έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε τη σχετική απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που «μπορούσε να έχει στη διάθεσή της» η Επιτροπή είναι αυτά που είναι κρίσιμα για την εκτίμηση στην οποία πρέπει να προβεί και τα οποία θα μπορούσαν, κατόπιν αιτήματός της, να προσκομισθούν κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C‑300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψεις 70 και 71).

51      Η προσφεύγουσα φέρει το βάρος αποδείξεως της ύπαρξης σοβαρών δυσχερειών ή αμφιβολιών. Η προσφεύγουσα μπορεί να παράσχει την απόδειξη αυτή με μία δέσμη συγκλινουσών ενδείξεων, ιδίως προβάλλοντας και τεκμηριώνοντας την ανεπάρκεια ή τη μη πληρότητα της εξέτασης που διενήργησε η Επιτροπή κατά τη διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης (πρβλ. αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑817/18 P, EU:C:2020:637, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 20ής Ιουνίου 2019, a&o hostel and hotel Berlin κατά Επιτροπής, T‑578/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:437, σκέψεις 59 και 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52      Υπό το πρίσμα αυτών των νομολογιακών αρχών πρέπει να αναλυθεί η βασιμότητα του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

2.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ

[παραλειπόμενα]

α)      Επί του πρώτου μέρους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται η ύπαρξη αμφιβολιών ως προς τη διεξαγωγή και τη διάρκεια της διαδικασίας

[παραλειπόμενα]

2)      Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

63      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει η Tempus στο πλαίσιο του πρώτου μέρους του πρώτου λόγου ακυρώσεως στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 78 έως 115 της απόφασης της 15ης Νοεμβρίου 2018, Tempus Energy και Tempus Energy Technology κατά Επιτροπής (T‑793/14, EU:T:2018:790). Στις σκέψεις 90 και 91 της απόφασης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, βεβαίως, ότι σκοπός του σταδίου που προηγείται της κοινοποιήσεως δεν είναι η εκτίμηση της συμβατότητας με την εσωτερική αγορά ενός σημαντικού, πολύπλοκου και νέου μέτρου και ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να συγχέει αυτό το –ενδεχομένως προκαταρκτικό– στάδιο της προετοιμασίας της κοινοποιήσεως, με το στάδιο της –αρχικώς προκαταρκτικής και, ενδεχομένως, επίσημης στη συνέχεια– εξετάσεώς της, εάν το στάδιο αυτό αποδειχθεί αναγκαίο για να μπορέσει να συλλέξει όλες τις πληροφορίες τις οποίες χρειάζεται προκειμένου να αξιολογήσει τη συμβατότητα της ενισχύσεως και να λάβει προς τούτο τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων.

64      Ωστόσο, από τα ανωτέρω δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή πρέπει γενικώς να απέχει από οποιαδήποτε εκτίμηση, έστω και προσωρινή, της συμβατότητας ενός σχεδίου ενισχύσεως στο πλαίσιο του προ της κοινοποιήσεως σταδίου. Η διαπίστωση αυτή συμβαδίζει με το περιεχόμενο των παραγράφων 11, 12 και 16 του κώδικα βέλτιστων πρακτικών, με τη θέσπιση και δημοσίευση του οποίου η Επιτροπή αυτοπεριορίστηκε ως προς την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας όσον αφορά την οργάνωση των διαδικασιών της (πρβλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑817/18 P, EU:C:2020:637, σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), σύμφωνα με τις οποίες, κατ’ ουσίαν, το προ της κοινοποιήσεως στάδιο αποσκοπεί ακριβώς στο να δοθεί στις υπηρεσίες της Επιτροπής και στο οικείο κράτος μέλος, κατά κύριο λόγο σε ιδιαίτερα ασυνήθιστες ή πολύπλοκες περιπτώσεις, η δυνατότητα να επιλύσουν σημαντικά ζητήματα ανταγωνισμού, να διενεργήσουν οικονομική ανάλυση και, εάν είναι αναγκαίο, να προσφύγουν, προς απόδειξη «της συμβατότητας ενός σχεδιαζόμενου σχεδίου με την εσωτερική αγορά», σε εξωτερική πραγματογνωμοσύνη. Συναφώς, η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Enel X ορθώς υποστηρίζουν ότι, κατά το στάδιο αυτό, η Επιτροπή πρέπει απαραιτήτως να μπορεί να εκτιμήσει τα πληροφοριακά στοιχεία, προκειμένου να καθορίσει αν, κατόπιν της επίσημης κοινοποίησης, τα στοιχεία αυτά αρκούν για να της παράσχουν τη δυνατότητα να προβεί σε πλήρη έλεγχο της συμβατότητας του σχεδίου ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, σε αντίθεση με την παράγραφο 16 του εν λόγω κώδικα, η Επιτροπή δεν θα ήταν καν σε θέση, κατά το πέρας του προ της κοινοποιήσεως σταδίου, να παράσχει για τον ως άνω σκοπό στις εθνικές αρχές ανεπίσημη και μη δεσμευτική προσωρινή αξιολόγηση του εν λόγω σχεδίου.

65      Η Tempus αναγνωρίζει ότι δεν προσάπτει στην Επιτροπή ότι προέβη σε υπερβολικά μακρά εξέταση του κοινοποιηθέντος καθεστώτος ενισχύσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας προκαταρκτικής εξέτασης που κινήθηκε κατόπιν της πλήρους κοινοποιήσεως του καθεστώτος αυτού από τις πολωνικές αρχές, εξέταση η οποία διήρκεσε μόνο δύο μήνες, όπως προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 2015/1589, αλλά θεωρεί ότι η φερόμενη ως υπερβολική διάρκεια του σταδίου πριν από την κοινοποίηση αποτελεί ένδειξη περί της υπάρξεως αμφιβολιών ή σοβαρών δυσχερειών. Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακόμη και αν η Επιτροπή δεν μπορεί να κάνει κατάχρηση του σταδίου της προκαταρκτικής κοινοποίησης προκειμένου να αποφύγει τις δεσμεύσεις, ιδίως τις χρονικές, της διαδικασίας προκαταρκτικής εξέτασης ή ακόμη και να την καταστρατηγήσει (βλ. τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 63 ανωτέρω σχετικά με υπόθεση στην οποία το σχέδιο απόφασης ήταν ήδη έτοιμο κατά τον χρόνο της κοινοποίησης), εντούτοις, σε πολύπλοκες υποθέσεις, οι επαφές πριν από την κοινοποίηση ενδέχεται κατ’ εξαίρεση να διαρκέσουν αρκετούς μήνες (βλέπε παράγραφο 14 του κώδικα βέλτιστων πρακτικών).

66      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, εν προκειμένω, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι από το γεγονός ότι το προ της κοινοποίησης στάδιο διάρκεσε ένα περίπου έτος καταδεικνύεται η ύπαρξη τέτοιας κατάχρησης ή καταστρατήγησης ούτε ότι η διάρκεια αυτή συνιστά ένδειξη αμφιβολιών, έστω και αν πρόκειται για πολύπλοκη περίπτωση. Παραδόξως, η ίδια η Tempus φρονεί ότι το καθεστώς ενισχύσεων ήταν τόσο πολύπλοκο ώστε απαιτούνταν ενδελεχής εξέταση στο πλαίσιο επίσημης διαδικασίας εξετάσεως. Ωστόσο, σύμφωνα με την παράγραφο 14 του κώδικα βέλτιστων πρακτικών, σε μια τέτοια πολύπλοκη περίπτωση, η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να υπερβεί την ενδεικτική προθεσμία των δύο μηνών και να συνεχίσει το προ της κοινοποιήσεως στάδιο επί «πολλούς μήνες» για να εξασφαλιστεί ότι το κράτος μέλος θα υποβάλει πλήρη κοινοποίηση ώστε να της παράσχει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει την προκαταρκτική εξέτασή της έχοντας πλήρη επίγνωση της κατάστασης. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, κατά το προ της κοινοποιήσεως στάδιο, το νομοσχέδιο δεν είχε ακόμη οριστικοποιηθεί και έπρεπε να διέλθει από πολλά στάδια της νομοθετικής διαδικασίας στην Πολωνία, μεταξύ των οποίων και από το στάδιο του δημόσιου διαλόγου, για να ψηφιστεί τελικά από το πολωνικό κοινοβούλιο στις 8 Δεκεμβρίου 2017, δηλαδή δύο μόνον ημέρες μετά την επίσημη κοινοποίηση του εν λόγω νομοσχεδίου. Επομένως, προκειμένου να συμμορφωθούν με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων και σύμφωνα με τις συστάσεις που περιλαμβάνονται στις παραγράφους 10 έως 18 του κώδικα βέλτιστων πρακτικών, οι πολωνικές αρχές είχαν ξεκινήσει τις προ της κοινοποιήσεως επαφές με την Επιτροπή σε πρώιμο στάδιο της εσωτερικής διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, προκειμένου να λάβουν υπόψη τις προσωρινές θέσεις του θεσμικού οργάνου καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής και να διασφαλίσουν ότι το τελικώς κοινοποιηθέν σχέδιο θα πληροί τα κριτήρια συμβατότητας βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ και των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς του περιβάλλοντος και της ενέργειας (2014-2020) (ΕΕ 2014, C 200, σ. 1, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές). Επομένως, ελλείψει άλλων στοιχείων από τα οποία να προκύπτει ο καταχρηστικός χαρακτήρας της, τα οποία δεν υφίστανται εν προκειμένω (βλ. σκέψεις 67 και 68 κατωτέρω), μια τέτοια συνεργατική προσέγγιση των πολωνικών αρχών και της Επιτροπής, εμπνεόμενη από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, της ΣΕΕ, δεν μπορεί αφ’ εαυτής να θεωρηθεί ότι δημιουργεί αμφιβολίες ή σοβαρές δυσχέρειες.

67      Επιπλέον, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες ορθώς υποστηρίζουν ότι, εν αντιθέσει προς τη διαδικασία που αφορούσε την αγορά επάρκειας ισχύος του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της απόφασης της 15ης Νοεμβρίου 2018, Tempus Energy και Tempus Energy Technology κατά Επιτροπής (T‑793/14, EU:T:2018:790, σκέψεις 101 έως 105), εν προκειμένω, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι, κατά τη διάρκεια των διαδικασιών τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και ενώπιον της Επιτροπής, ιδίως κατά τη δημόσια διαβούλευση του σχεδίου νόμου που κινήθηκε με πρωτοβουλία των πολωνικών αρχών, το προτεινόμενο καθεστώς ενισχύσεων αμφισβητήθηκε από τα ενδιαφερόμενα μέρη και, ιδίως, από τους φορείς που δραστηριοποιούνται στη διαχείριση της ζήτησης. Η ίδια η Tempus δεν ισχυρίζεται ότι μετέσχε στη διαβούλευση αυτή ούτε ότι υπέβαλε παρατηρήσεις ή καταγγελία στην Επιτροπή, σε αντίθεση με την προσέγγιση που ακολούθησαν οι προσφεύγουσες στην άλλη υπόθεση σχετικά με τη αγορά επάρκειας ισχύος του Ηνωμένου Βασιλείου, ως μέλη της UK Demand Response Association (UKDRA, Ένωση διαχείρισης της ζήτησης του Ηνωμένου Βασιλείου).

68      Συναφώς, η Tempus αβασίμως επικαλείται την έλλειψη διαδικαστικών εγγυήσεων των ενδιαφερομένων κατά το προ της κοινοποιήσεως στάδιο και κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, δεδομένου ότι ένας συνετός και επιμελής επιχειρηματίας, έχων τη βούληση να εισέλθει σε εθνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας η οποία αποτελεί αντικείμενο σημαντικής μεταρρύθμισης, αναμένεται να προβεί, όπως και οι προσφεύγουσες στην υπόθεση που αφορά την αγορά επάρκειας ισχύος του Ηνωμένου Βασιλείου, σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την προάσπιση των εμπορικών του συμφερόντων ενώπιον των αρμοδίων αρχών. Επομένως, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή μπορούσε να στηριχθεί όχι μόνο στα αποτελέσματα της τομεακής έρευνας που αφορούσε τις αγορές επάρκειας ισχύος ένδεκα κρατών μελών, η οποία περιλάμβανε την Πολωνία, αλλά, ελλείψει εμπεριστατωμένης αντίρρησης, και στα αποτελέσματα της δημόσιας διαβούλευσης από την οποία προέκυψε πληθώρα παρατηρήσεων εκ μέρους των ενδιαφερομένων, συμπεριλαμβανομένων των πολωνικών επιχειρήσεων διαχείρισης της ζήτησης, όπως οι παρεμβαίνουσες Enel X και Enspion. Επιπλέον, η Επιτροπή είχε εμπειρία στην αξιολόγηση της αγοράς επάρκειας ισχύος του Ηνωμένου Βασιλείου, η διάρθρωση της οποίας παρουσιάζει, σύμφωνα με τα λεγόμενα της Tempus, ορισμένες ομοιότητες με τη διάρθρωση της πολωνικής αγοράς επάρκειας ισχύος.

[παραλειπόμενα]

71      Τέλος, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Tempus, το εύρος ή ο όγκος των ενισχύσεων που χορηγούνται βάσει του καθεστώτος ενισχύσεων δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να χαρακτηρισθεί ως ένδειξη αμφιβολιών ή σοβαρών δυσχερειών. Συναφώς, η Επιτροπή ορθώς προβάλλει ότι, όπως προκύπτει και από τις παραγράφους 10 έως 18 του κώδικα βέλτιστων πρακτικών, ακόμη και τα σχέδια ενίσχυσης ορισμένου μεγέθους, πολυπλοκότητας ή καινοτομίας χρήζουν, καταρχήν, της ίδιας διαδικαστικής μεταχείρισης με άλλα λιγότερο σημαντικά σχέδια, δεδομένου ότι οι διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ, του κανονισμού 2015/1589 και του εν λόγω κώδικα δεν κάνουν διάκριση συναφώς.

72      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται η ύπαρξη αμφιβολιών ως προς τη διεξαγωγή και τη διάρκεια της διαδικασίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

[παραλειπόμενα]

β)      Επί του δευτέρου μέρους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται η ύπαρξη αμφιβολιών ως προς το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης

1)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

i)      Επί των φερόμενων αμφιβολιών ή σοβαρών δυσχερειών υπό το πρίσμα των διατάξεων των κατευθυντήριων γραμμών

75      Στο πλαίσιο του δεύτερου μέρους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Tempus υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, όπως αποδεικνύεται από τη σύγκριση του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης με τις διαθέσιμες πληροφορίες στην πολωνική αγορά επάρκειας ισχύος, η Επιτροπή έπρεπε να έχει αμφιβολίες ή σοβαρές δυσχέρειες όσον αφορά τη συμβατότητα του καθεστώτος ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με τις σχετικές διατάξεις, ιδίως δε με το τμήμα 3.9 των κατευθυντήριων γραμμών. Πάντως, η Επιτροπή ούτε εξέτασε ούτε ζήτησε με επιμέλεια και αμεροληψία όλες τις κρίσιμες πληροφορίες ώστε να διαλύσει τις αμφιβολίες αυτές. Ειδικότερα, η εκτίμηση της Επιτροπής είναι ανεπαρκής και ελλιπής όσον αφορά, πρώτον, τον σκοπό κοινού ενδιαφέροντος και την ανάγκη κρατικής παρεμβάσεως (πρώτο σκέλος), δεύτερον, την καταλληλότητα του καθεστώτος ενισχύσεων (δεύτερο σκέλος), τρίτον, τη λειτουργία της ενίσχυσης ως κινήτρου (τρίτο σκέλος), τέταρτον, την αναλογικότητα των ενισχύσεων (τέταρτο σκέλος) και, πέμπτον, την πρόληψη ανεπιθύμητων αρνητικών αποτελεσμάτων επί του ανταγωνισμού και του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου (πέμπτο σκέλος).

ii)    Επί της νομικής φύσεως των κατευθυντήριων γραμμών και επί της εκτάσεως του συναφούς ελέγχου νομιμότητας των δικαστηρίων της Ένωσης

76      Όσον αφορά τη νομική φύση των κατευθυντήριων γραμμών και την έκταση του ελέγχου νομιμότητας που καλούνται να ασκήσουν τα δικαστήρια της Ένωσης υπό το πρίσμα των διατάξεών τους, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή, θεσπίζοντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας, με τη δημοσίευσή τους, ότι θα τους εφαρμόζει στο εξής στις περιπτώσεις που αφορούν οι κανόνες αυτοί, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως και δεν μπορεί κατ’ αρχήν να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως θα ελεγχθεί για ενδεχόμενη παραβίαση γενικών αρχών του δικαίου, όπως η αρχή της ίσης μεταχείρισης και η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑817/18 P, EU:C:2020:637, σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

77      Τα σκέλη του δευτέρου μέρους του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των νομολογιακών αυτών αρχών.

2)      Επί του πρώτου σκέλους, περί ελλιπούς χαρακτήρα της εκτιμήσεως του σκοπού κοινού ενδιαφέροντος και της ανάγκης κρατικής παρέμβασης

i)      Επί του πρώτου επιμέρους σκέλους που αφορά τον σκοπό του κοινού ενδιαφέροντος

78      Η Tempus υποστηρίζει ότι υπήρχαν πολλά στοιχεία που θα έπρεπε να δημιουργήσουν αμφιβολίες στην Επιτροπή υπό το πρίσμα της παραγράφου 220 των κατευθυντήριων γραμμών. Διευκρινίζει ότι δεν αμφισβητεί τον σκοπό κοινού ενδιαφέροντος που επιδιώκεται με τον πολωνικό μηχανισμό επάρκειας ισχύος, ήτοι τον σκοπό διασφαλίσεως επαρκούς εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια των τελικών καταναλωτών στην Πολωνία. Εντούτοις, οι κατευθυντήριες γραμμές έχουν ως γενικό σκοπό «την εξασφάλιση ενός ανταγωνιστικού, αειφόρου και ασφαλούς ενεργειακού συστήματος σε μια εύρυθμη ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας» (παράγραφος 30) και αναγνωρίζουν ότι «[ο]ι ενισχύσεις για την επάρκεια παραγωγής ενδέχεται να αντιβαίνουν στον στόχο της σταδιακής κατάργησης των επιζήμιων για το περιβάλλον επιδοτήσεων μεταξύ άλλων για τα ορυκτά καύσιμα» (παράγραφος 220). Εντεύθεν προκύπτει η απαίτηση για τα κράτη μέλη να μη θεωρούν την επάρκεια παραγωγής ως μεμονωμένο σκοπό κοινού ενδιαφέροντος, αλλά ως σκοπό που εντάσσεται σε έναν γενικότερο στόχο «με σκοπό τη στήριξη της μετάβασης προς μια ανταγωνιστική οικονομία με αποδοτική χρήση των πόρων και χαμηλές ανθρακούχες εκπομπές» (παράγραφος 30). Η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται επίσης υπό το πρίσμα του άρθρου 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο ορίζει τη λειτουργία της αγοράς ενέργειας, την ενεργειακή αποδοτικότητα, την ανάπτυξη νέων και ανανεώσιμων μορφών ενέργειας και την προώθηση της διασύνδεσης ως σκοπών που επιδιώκει η Ένωση, από κοινού με την ασφάλεια του εφοδιασμού.

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως

[παραλειπόμενα]

88      Η Tempus στηρίζει την αμφισβήτησή της στην κύρια παραδοχή ότι ο σκοπός του κοινού ενδιαφέροντος της επάρκειας παραγωγής, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 220 των κατευθυντήριων γραμμών, δεν συνιστά μεμονωμένο σκοπό, αλλά εντάσσεται σε έναν γενικότερο σκοπό, δηλαδή στον σκοπό της στήριξης της «μετάβασης προς μια ανταγωνιστική οικονομία με αποδοτική χρήση των πόρων και χαμηλές ανθρακούχες εκπομπές», που προβλέπεται στην παράγραφο 30 των κατευθυντήριων γραμμών, ο οποίος ανταποκρίνεται στους σκοπούς της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, μεταξύ των οποίων η λειτουργία της αγοράς ενέργειας, η ενεργειακή αποδοτικότητα, η ανάπτυξη νέων και ανανεώσιμων μορφών ενέργειας και η προώθηση της διασύνδεσης, η οποία θα πρέπει να συμβαδίζει με την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού.

89      Συναφώς, είναι βεβαίως ορθή η θέση της Tempus ότι οι σκοποί κοινού ενδιαφέροντος τους οποίους θεωρείται ότι επιδιώκουν οι ενισχύσεις υπέρ του περιβάλλοντος προκύπτουν από τον συνδυασμό των παραγράφων 30 και 220 των κατευθυντήριων γραμμών.

90      Πράγματι, στο πλαίσιο των «[γενικών] διατάξεων συμβατότητας», υπό τον υπότιτλο «Γενικοί όροι» του τίτλου «Συμβολή στην επίτευξη ενός στόχου κοινού ενδιαφέροντος», η παράγραφος 30 των κατευθυντήριων γραμμών αναγνωρίζει έναν «γενικό στόχο» των ενισχύσεων στον τομέα του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της ενέργειας, ο οποίος συνίσταται στην «αύξηση του επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας σε σύγκριση με το επίπεδο που θα μπορούσε να επιτευχθεί ελλείψει ενίσχυσης». Συναφώς, μνημονεύεται η «στρατηγική Ευρώπη 2020» η οποία «θέτει στόχους και σκοπούς για βιώσιμη ανάπτυξη με σκοπό τη στήριξη της μετάβασης προς μια ανταγωνιστική οικονομία με αποδοτική χρήση των πόρων και χαμηλές ανθρακούχες εκπομπές». Ο πρωταρχικός σκοπός των ενισχύσεων στον τομέα της ενέργειας διευκρινίζεται ως η εξασφάλιση «ενός ανταγωνιστικού, αειφόρου και ασφαλούς ενεργειακού συστήματος σε μια εύρυθμη ενωσιακή αγορά ενέργειας». Κατά την παράγραφο 31 των κατευθυντήριων γραμμών, τα κράτη μέλη που σκοπεύουν να χορηγήσουν ενισχύσεις για το περιβάλλον ή την ενέργεια υποχρεούνται «να ορίζουν επακριβώς τον επιδιωκόμενο στόχο και να αναλύουν την προβλεπόμενη συμβολή του μέτρου στην επίτευξη του στόχου αυτού». Αυτή η υποχρέωση επακριβούς ορισμού των σκοπών υπενθυμίζεται στην παράγραφο 221 των κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις ενισχύσεις για την επάρκεια παραγωγής.

91      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω γενικών ορισμών, οι παράγραφοι 219 και 220 των κατευθυντήριων γραμμών διευκρινίζουν το περιεχόμενο του σκοπού κοινού ενδιαφέροντος το οποίο πρέπει να επιδιώκουν οι ενισχύσεις για την επάρκεια παραγωγής, όπως οι επίμαχες εν προκειμένω. Η παράγραφος 219 αναγνωρίζει ότι οι εν λόγω ενισχύσεις «μπορούν […] να επιδιώκουν διαφορετικούς στόχους», μεταξύ των οποίων η αντιμετώπιση «βραχυπρόθεσμων προβληματισμών που προκαλεί η έλλειψη ευέλικτης δυναμικότητας παραγωγής με σκοπό την αντιμετώπιση αιφνίδιων εναλλαγών στη μεταβλητή παραγωγή αιολικής και ηλιακής ενέργειας» ή μπορούν να καθορίζουν έναν «στόχο για την επάρκεια παραγωγής την οποία τα κράτη μέλη ενδέχεται να επιθυμούν να εξασφαλίσουν ανεξάρτητα από βραχυπρόθεσμες εκτιμήσεις». Τούτο καταδεικνύει, αφ’ εαυτού, ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ορισμένη εξουσία εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των εν λόγω επιμέρους σκοπών, οι οποίοι θεωρείται ότι ισοδυναμούν με σκοπό γενικού ενδιαφέροντος.

92      Αυτή η εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών κατά τον καθορισμό των επιμέρους αυτών στόχων και κατά τη μεταξύ τους στάθμιση επιβεβαιώνεται στην παράγραφο 220 των κατευθυντήριων γραμμών, όπου αναγνωρίζεται ότι οι ενισχύσεις για την επάρκεια παραγωγής «ενδέχεται να αντιβαίνουν στον στόχο της σταδιακής κατάργησης των επιζήμιων για το περιβάλλον επιδοτήσεων μεταξύ άλλων για τα ορυκτά καύσιμα» και, επομένως, να παρεκκλίνουν από τον σκοπό γενικού ενδιαφέροντος που διαλαμβάνεται στην παράγραφο 30 των κατευθυντήριων γραμμών της «αύξησης του επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας». Ωστόσο, η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως περιορίζεται από τη σύσταση που προβλέπεται επίσης στην παράγραφο 220 των κατευθυντήριων γραμμών, κατά την οποία «τα κράτη μέλη θα πρέπει καταρχάς να εξετάζουν εναλλακτικούς τρόπους για την επίτευξη επάρκειας παραγωγής οι οποίοι δεν έχουν αρνητικό αντίκτυπο στον στόχο της σταδιακής κατάργησης των περιβαλλοντικά ή οικονομικά επιζήμιων επιδοτήσεων, όπως η διευκόλυνση της διαχείρισης από την πλευρά της ζήτησης και η ενίσχυση της δυναμικότητας διασύνδεσης».

93      Συγκεκριμένα, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να σταθμίζουν τους δυνητικώς αντιφατικούς σκοπούς της διασφάλισης του ενεργειακού εφοδιασμού και της προστασίας του περιβάλλοντος, τηρώντας παράλληλα την αρχή της αναλογικότητας υπό στενή έννοια, με σκοπό τη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των ενισχύσεων στο απολύτως αναγκαίο και αποδεκτό ελάχιστο όριο. Επιπλέον, αυτή η απαίτηση στάθμισης μεταξύ των σκοπών αυτών είναι απολύτως συμβατή, αφενός, με τους επίσης δυνητικώς αποκλίνοντες σκοπούς του άρθρου 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οι οποίοι συνίστανται τόσο στην εξασφάλιση της λειτουργίας της αγοράς ενέργειας και της διασφάλισης του ενεργειακού εφοδιασμού στην Ένωση όσο και στην προώθηση της ενεργειακής αποδοτικότητας, της εξοικονόμησης ενέργειας, της ανάπτυξης νέων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς και της διασύνδεσης των ενεργειακών συστημάτων, και, αφετέρου, με τις απαιτήσεις της αρχής της αναλογικότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ. Συγκεκριμένα, η απαίτηση αυτή υπενθυμίζεται, υπό τον τίτλο «Καταλληλότητα της ενίσχυσης», στις παραγράφους 42 και 43 των κατευθυντήριων γραμμών, κατά τις οποίες, μεταξύ άλλων, «[έ]να μέτρο για την αντιμετώπιση του προβλήματος της επάρκειας παραγωγής πρέπει να εξισορροπηθεί με τον περιβαλλοντικό στόχο της σταδιακής κατάργησης των επιζήμιων σε περιβαλλοντικό ή οικονομικό επίπεδο επιδοτήσεων, μεταξύ άλλων για ορυκτά καύσιμα».

94      Επομένως, σε επίπεδο αρχών, η Tempus ορθώς επισημαίνει ότι, κατά την παράγραφο 220 των κατευθυντήριων γραμμών, όταν ένα κράτος μέλος θεσπίζει μηχανισμό επάρκειας ισχύος, θεωρείται ότι λαμβάνει υπόψη τον σκοπό κοινού ενδιαφέροντος της προστασίας του περιβάλλοντος, μεριμνώντας ώστε ο σκοπός αυτός να μη ματαιώνεται διά της μονομερούς εύνοιας της παραγωγής με βάση ορυκτά καύσιμα και προωθώντας τον, μεταξύ άλλων, με τη «διευκόλυνση της διαχείρισης από την πλευρά της ζήτησης».

95      Επισημαίνεται ωστόσο ότι, λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας εκτιμήσεως του κράτους μέλους για την οποία έγινε λόγος στις σκέψεις 91 και 92 ανωτέρω, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής του εν λόγω κράτους μέλους μεταξύ διαφόρων ενεργειακών πηγών και της γενικής διάρθρωσης του ενεργειακού του εφοδιασμού με σκοπό τη διασφάλισή του (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Αυστρία κατά Επιτροπής, C‑594/18 P, EU:C:2020:742, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), αυτό δεν σημαίνει ότι το εν λόγω κράτος μέλος (πρβλ. κατ’ αναλογία απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ., C‑526/14, EU:C:2016:570, σκέψη 44) ή η Επιτροπή έχουν σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση όσον αφορά τους τρόπους με τους οποίους πρέπει να αξιολογείται ή να προωθείται η δυναμική της διαχείρισης της ζήτησης. Ομοίως, όπως επισημαίνουν η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει μέτρα ενίσχυσης υπέρ συμβατικών σταθμών παραγωγής ενέργειας, περιλαμβανομένων εκείνων που λειτουργούν με βάση ορυκτά καύσιμα, όταν τα μέτρα αυτά αποδεικνύονται αναγκαία για τη διασφάλιση της επάρκειας παραγωγής και, επομένως, της διασφάλισης του ενεργειακού εφοδιασμού, ούτε υπό την έννοια ότι επιβάλλει να δίδεται απόλυτη προτεραιότητα σε εναλλακτικές τεχνικές, όπως η διαχείριση της ζήτησης ή οι δυνατότητες διασύνδεσης.

96      Η Tempus δεν υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, θεσπίζοντας τον νόμο, ο Πολωνός νομοθέτης παρέλειψε να ασκήσει την εν λόγω εξουσία εκτιμήσεως ή να προβεί σε στάθμιση των δυνητικώς αποκλινόντων στόχων που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 93 και 94 ανωτέρω, αλλά περιορίζεται να υποστηρίξει ότι η εκτίμηση που εκτίθεται στις παραγράφους 138 και 163 της προσβαλλόμενης απόφασης δεν στηρίζεται στο «ορθό κριτήριο» καθόσον παρέλειψε να αξιολογήσει, όπως φέρεται να απαιτεί η παράγραφος 220 των κατευθυντήριων γραμμών, το πραγματικό δυναμικό της διαχείρισης της ζήτησης στην πολωνική «καθαρή» αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή στην περίπτωση της απουσίας αγοράς επάρκειας ισχύος.

97      Εντούτοις, μια τέτοια απαίτηση εξέτασης αντίθετης ως προς τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν το δυναμικό της διαχείρισης της ζήτησης δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από την παράγραφο αυτή ούτε από άλλη σχετική διάταξη των κατευθυντήριων γραμμών. Μολονότι η παράγραφος 30 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών ορίζει ότι στόχος των ενισχύσεων στον τομέα του περιβάλλοντος θεωρείται ότι είναι η «αύξηση του επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας σε σύγκριση με το επίπεδο που θα μπορούσε να επιτευχθεί ελλείψει ενίσχυσης», τούτο δεν σημαίνει ότι απαιτείται ακριβής ποσοτικός προσδιορισμός της εν λόγω αύξησης του επιπέδου προστασίας, ιδίως μέσω της διαχείρισης της ζήτησης ως τεχνικής για την οικονομική και αποτελεσματική χρήση της ενέργειας και, συνεπώς, για την προστασία του περιβάλλοντος. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Tempus, μια τέτοια απαίτηση δεν προκύπτει ούτε από το γράμμα της δεύτερης περιόδου της παραγράφου 220 των κατευθυντήριων γραμμών, η οποία προβλέπει ότι «τα κράτη μέλη θα πρέπει καταρχάς να εξετάζουν εναλλακτικούς τρόπους για την επίτευξη επάρκειας παραγωγής οι οποίοι δεν έχουν αρνητικό αντίκτυπο στον στόχο της σταδιακής κατάργησης των περιβαλλοντικά ή οικονομικά επιζήμιων επιδοτήσεων». Στην περίοδο αυτή προβλέπεται απλώς η απαίτηση να προβαίνουν τα κράτη μέλη στη στάθμιση των δυνητικώς αποκλινόντων στόχων, η οποία υπομνήσθηκε στις σκέψεις 93 και 94 ανωτέρω, στο πλαίσιο της οποίας συνιστάται να μην προάγονται πλέον τέτοιες επιδοτήσεις και να γίνεται μάλλον χρήση μέτρων στήριξης που προορίζονται, μεταξύ άλλων, για τη διευκόλυνση της διαχείρισης της ζήτησης και για την ενίσχυση της δυναμικότητας διασύνδεσης. Συγκεκριμένα, οι παράγραφοι 69 και 70 των κατευθυντήριων γραμμών προβλέπουν ένα αντίστροφο ως προς τα πραγματικά περιστατικά σενάριο, όπως αυτό που επικαλείται η Tempus, μόνο στο πλαίσιο της εξέτασης της αναλογικότητας της ενίσχυσης καθεαυτήν.

98      Εν προκειμένω, αρκούσε επομένως να εκτιμήσει η Επιτροπή το κατά πόσον το καθεστώς ενισχύσεων μπορούσε να διευκολύνει τη διαχείριση της ζήτησης βάσει των πληροφοριών που διέθετε, κατά το στάδιο εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με την πραγματική και νομική κατάσταση των φορέων διαχείρισης της ζήτησης, το αναπτυξιακό τους δυναμικό και τις προοπτικές εξέλιξής τους στην πολωνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας ή επάρκειας ισχύος. Βάσει ακριβώς των ανωτέρω, η Επιτροπή μπορούσε εγκύρως να λάβει υπόψη το δυναμικό της διαχείρισης της ζήτησης για να αξιολογήσει τις πιθανές προοπτικές ανάπτυξής της και για να διασφαλίσει ότι δεν υφίσταντο διακρίσεις σε βάρος της σε σχέση με άλλους παραδοσιακούς παρόχους επάρκειας ισχύος (βλ. την εξέταση της δεύτερης αιτίασης κατωτέρω), και δεν έπρεπε να διατηρεί αμφιβολίες επ’ αυτού.

99      Κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

[παραλειπόμενα]

ii)    Επί του δευτέρου επιμέρους σκέλους που αφορά την ανάγκη παρέμβασης του πολωνικού κράτους

[παραλειπόμενα]

–       Επί της δεύτερης αιτίασης

[παραλειπόμενα]

132    Επισημαίνεται ότι οι παράγραφοι 222 έως 224 των κατευθυντήριων γραμμών, υπό τον τίτλο «Ανάγκη για κρατική παρέμβαση», δεν προβλέπουν καμία ειδική απαίτηση για τα κράτη μέλη να προωθούν την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, αλλά απαιτούν μόνον την απόδειξη της ανάγκης θέσπισης ενός καθεστώτος ενισχύσεων για την επάρκεια παραγωγής σε σχέση, ιδίως, με τις επιπτώσεις ορισμένων τεχνολογιών, όπως αυτές της διαχείρισης της ζήτησης και της πραγματικής ή δυνητικής ύπαρξης διασυνδέσεων [παράγραφος 224, στοιχεία βʹ και γʹ των κατευθυντήριων γραμμών]. Η φερόμενη απαίτηση δεν προκύπτει ούτε από τον «[σ]τόχο κοινού ενδιαφέροντος», όπως αυτός περιγράφεται στις παραγράφους 219 και 220 των κατευθυντήριων γραμμών, υπό το πρίσμα των οποίων η Tempus επιχειρεί εκ νέου να θέσει υπό αμφισβήτηση τις παραγράφους 134 έως 143 της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. επίσης την πρώτη αιτίαση). Οι διατάξεις αυτές θέτουν, βεβαίως, τον σκοπό της σταδιακής κατάργησης των επιζήμιων για το περιβάλλον επιδοτήσεων, ιδίως για τα ορυκτά καύσιμα, αλλά δεν προβλέπουν, ως αντάλλαγμα για τις επιδοτήσεις αυτές, κανένα συγκεκριμένο στόχο προώθησης, όσον αφορά τον όγκο δυναμικότητας, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως ο στόχος που προβλέπεται στην οδηγία 2009/28. Το ίδιο ισχύει και για το αόριστο και ανεπαρκώς τεκμηριωμένο επιχείρημα που αντλεί η Tempus από την προώθηση της τεχνολογίας συνδυασμένης καύσης στερεάς βιομάζας σε πολωνικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής που λειτουργούν με άνθρακα. Ωστόσο, τούτο δεν προδικάζει το ζήτημα αν τα στοιχεία αυτά μπορούν να επηρεάσουν άλλα κριτήρια των κατευθυντήριων γραμμών, όπως η καταλληλότητα των ενισχύσεων, κατά την έννοια της παραγράφου 225 των κατευθυντήριων γραμμών (βλ. σκέψεις 235 επ. κατωτέρω).

[παραλειπόμενα]

3)      Επί του δευτέρου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ο φερόμενος ελλιπής χαρακτήρας της εκτιμήσεως της καταλληλότητας του καθεστώτος ενισχύσεων

[παραλειπόμενα]

ii)    Επί του δευτέρου επιμέρους σκέλους, με το οποίο προβάλλεται διάκριση όσον αφορά τη διαχείριση της ζήτησης

[παραλειπόμενα]

–       Επί του πρώτης αιτιάσεως

[παραλειπόμενα]

161    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία που έχει εφαρμογή στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η αρχή της ίσης μεταχείρισης, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει να μην επιφυλάσσεται σε παρόμοιες περιπτώσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές περιπτώσεις παρόμοια μεταχείριση, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, Nuova Agricast, C 390/06, EU:C:2008:224, σκέψη 66). Ο παρεμφερής χαρακτήρας διαφορετικών καταστάσεων εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν. Τα στοιχεία αυτά πρέπει, ιδίως, να καθορίζονται και να εκτιμώνται με γνώμονα το αντικείμενο και τον σκοπό της πράξεως της Ένωσης με την οποία καθιερώνεται η επίμαχη διάκριση. Επιπλέον, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι σκοποί του τομέα στον οποίο εμπίπτει η επίμαχη πράξη (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Banco Privado Português και Massa Insolvente do Banco Privado Português κατά Επιτροπής, T‑487/11, EU:T:2014:1077, σκέψη 139).

162    Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι απόφαση περί μη προβολής αντιρρήσεων η οποία υπόκειται σε έλεγχο νομιμότητας ως προς την εκτίμηση της ύπαρξης αμφιβολιών ή σοβαρών δυσχερειών (βλέπε σημεία 48 έως 51 ανωτέρω), η τήρηση εκ μέρους της Επιτροπής της αρχής της ίσης μεταχείρισης αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο δεν ενέχει κανένα περιθώριο εκτίμησης εκ μέρους της και, ως εκ τούτου, υπόκειται σε πλήρη έλεγχο από τα δικαστήρια της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, Lindorfer κατά Συμβουλίου, C‑227/04 P, EU:C:2007:490, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Koninklijke FrieslandCampina, C‑519/07 P, EU:C:2009:556, σκέψεις 100 έως 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Υπό το πρίσμα της παραδοχής αυτής πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή έπρεπε να διατηρεί αμφιβολίες ως προς την τήρηση, μεταξύ άλλων, της αρχής της ίσης μεταχείρισης την οποία όφειλε να τηρεί και κατά την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 1993, Matra κατά Επιτροπής, C‑225/91, EU:C:1993:239, σκέψη 41), καθώς και ως προς την τήρηση των κανόνων των κατευθυντηρίων γραμμών που αποσκοπούν στην εφαρμογή της διάταξης αυτής.

163    Επομένως, εν προκειμένω, η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των σκοπών που αναγνωρίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές (βλ. τμήμα 3.9.1, με τίτλο «Σκοπός κοινού ενδιαφέροντος»), οι οποίες αποσκοπούν στην εφαρμογή, μεταξύ άλλων, του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ. σκέψεις 88 και 93 ανωτέρω).

164    Μεταξύ των σκοπών αυτών περιλαμβάνεται, ιδίως, ο σκοπός της επάρκειας ισχύος που καθορίζεται από το κράτος μέλος ανεξάρτητα από βραχυπρόθεσμες εκτιμήσεις (παράγραφος 219 των κατευθυντήριων γραμμών). Συναφώς, μπορεί, βεβαίως, να επιτραπεί στα κράτη μέλη να χορηγούν ενισχύσεις που ενδέχεται «να αντιβαίνουν στον στόχο της σταδιακής κατάργησης των επιζήμιων για το περιβάλλον επιδοτήσεων μεταξύ άλλων για τα ορυκτά καύσιμα», αλλά «τα κράτη μέλη θα πρέπει καταρχάς να εξετάζουν εναλλακτικούς τρόπους για την επίτευξη επάρκειας παραγωγής οι οποίοι δεν έχουν αρνητικό αντίκτυπο στον στόχο [αυτόν] […], όπως η διευκόλυνση της διαχείρισης από την πλευρά της ζήτησης και η ενίσχυση της δυναμικότητας διασύνδεσης» (παράγραφος 220 των κατευθυντήριων γραμμών). Επιπλέον, σε σχέση με τους σκοπούς αυτούς, σε συνδυασμό με τον σκοπό της ανταμοιβής μέσω των ενισχύσεων «μόνο τη[ς] υπηρεσία[ς] πλήρους διαθεσιμότητας που παρέχει ο παραγωγός […]» και όχι της πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας (βλ. τμήμα 3.9.3 το οποίο τιτλοφορείται «Καταλληλότητα της ενίσχυσης»), το εν λόγω μέτρο ενίσχυσης «θα πρέπει να είναι ανοικτό και να παρέχει επαρκή κίνητρα τόσο στους υφιστάμενους όσο και στους μελλοντικούς φορείς παραγωγής και διαχειριστές που χρησιμοποιούν τεχνολογίες μεταξύ των οποίων υπάρχει δυνατότητα υποκατάστασης, όπως η ανταπόκριση από την πλευρά της ζήτησης ή οι λύσεις αποθήκευσης» (παράγραφοι 225 και 226 των κατευθυντήριων γραμμών).

165    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι CMU που δραστηριοποιούνται στη διαχείριση της ζήτησης και οι CMU που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή, ιδίως οι νέες CMU και οι CMU που πρόκειται να εκσυγχρονιστούν, βρίσκονται, υπό το πρίσμα των σκοπών που επιδιώκει η πολωνική αγορά επάρκειας ισχύος, σε διαφορετικές πραγματικές και νομικές καταστάσεις όσον αφορά την εφαρμογή των κριτηρίων CAPEX που καθορίζουν τη διάρκεια των συμφωνιών επάρκειας ισχύος, πράγμα που δεν αμφισβητείται καθαυτό από την Tempus.

[παραλειπόμενα]

–       Επί της δεύτερης αιτίασης

[παραλειπόμενα]

180    Στο μέτρο που η Tempus επικαλείται την παράγραφο 43 των κατευθυντήριων γραμμών, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή λαμβάνει υπόψη την ενδεχόμενη ανάγκη να εξισορροπηθεί «[έ]να μέτρο για την αντιμετώπιση του προβλήματος της επάρκειας παραγωγής […] με τον περιβαλλοντικό στόχο της σταδιακής κατάργησης των επιζήμιων σε περιβαλλοντικό ή οικονομικό επίπεδο επιδοτήσεων, μεταξύ άλλων για ορυκτά καύσιμα». Επομένως, δεν προκύπτει απόλυτη προτεραιότητα του περιβαλλοντικού σκοπού καθαυτού, ο οποίος είναι εγγενής στην περιβαλλοντική ενίσχυση, υπό την έννοια η ενίσχυση αυτή πρέπει να είναι διαθέσιμη για τους φορείς που χρησιμοποιούν τεχνολογίες με χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, όπως αυτές της διαχείρισης της ζήτησης. Ομοίως, η παράγραφος 221 των κατευθυντήριων γραμμών προβλέπει απλώς την απαίτηση να προσδιορίζει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος με σαφήνεια τον ακριβή σκοπό που επιδιώκεται με τα μέτρα ενίσχυσης για την επάρκεια παραγωγής, πράγμα που συμβαίνει εν προκειμένω όσον αφορά τόσο τον σκοπό του κοινού ενδιαφέροντος (βλ. σκέψεις 89 επ. ανωτέρω) όσο και την περιβαλλοντική ενίσχυση (βλ. σκέψη 171 ανωτέρω). Τέλος, η απαίτηση να δίδεται, με τα μέτρα αυτά, προτεραιότητα στους φορείς παραγωγής που χρησιμοποιούν τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα, σε περίπτωση ισοδύναμων τεχνικών και οικονομικών παραμέτρων (παράγραφος 233, στοιχείο εʹ, των κατευθυντήριων γραμμών), δεν πρέπει να νοείται ως απόλυτη, αλλά ως υποκείμενη στην προαναφερθείσα απαίτηση εξισορρόπησης.

[παραλειπόμενα]

–       Επί της πέμπτης αιτιάσεως

[παραλειπόμενα]

196    Από την παράγραφο 226 των κατευθυντήριων γραμμών προκύπτει, ειδικότερα, ότι «[τ]ο μέτρο θα πρέπει να είναι ανοικτό και να παρέχει επαρκή κίνητρα τόσο στους υφιστάμενους όσο και στους μελλοντικούς φορείς παραγωγής και διαχειριστές που χρησιμοποιούν τεχνολογίες μεταξύ των οποίων υπάρχει δυνατότητα υποκατάστασης, όπως η ανταπόκριση από την πλευρά της ζήτησης ή οι λύσεις αποθήκευσης» και ότι «οι ενισχύσεις θα πρέπει να παρέχονται μέσω ενός μηχανισμού που προβλέπει δυνητικά διαφορετικούς χρόνους παράδοσης, οι οποίοι αντιστοιχούν στα χρονικά διαστήματα που απαιτούνται για την υλοποίηση νέων επενδύσεων από νέους φορείς παραγωγής που χρησιμοποιούν διαφορετικές τεχνολογίες». Ομοίως, υπό τον τίτλο «Αποφυγή αδικαιολόγητων αρνητικών συνεπειών στον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές», στην παράγραφο 232, στοιχείο αʹ, των κατευθυντήριων γραμμών, αναφέρεται ότι το μέτρο «θα πρέπει να έχει σχεδιαστεί κατά τρόπο που να καθιστά δυνατή τη συμμετοχή σε αυτό οποιασδήποτε δυναμικότητας η οποία μπορεί να συμβάλλει αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση του προβλήματος επάρκειας παραγωγής, ιδίως, λαμβάνοντας υπόψη […] τη συμμετοχή φορέων παραγωγής που χρησιμοποιούν διαφορετικές τεχνολογίες και διαχειριστών που προσφέρουν μέτρα με ισοδύναμες τεχνικές επιδόσεις, για παράδειγμα διαχείριση από την πλευρά της ζήτησης, διασυνδέσεις και αποθήκευση».

197    Όπως υποστηρίζουν η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες, οι διατάξεις αυτές αποτελούν έκφραση της αρχής της τεχνολογικής ουδετερότητας, η οποία απαιτεί ο μηχανισμός επάρκειας ισχύος να μην ευνοεί μονομερώς συγκεκριμένη τεχνολογία προμήθειας ή παραγωγής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της τεχνολογίας με βάση τα ορυκτά καύσιμα ή τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (βλέπε σκέψεις 90 επ. ανωτέρω και σκέψη 205 κατωτέρω). Υπό αυτό ακριβώς το πρίσμα της τεχνολογικής ουδετερότητας, οι διατάξεις αυτές επιτάσσουν, προς αντιμετώπιση του προβλήματος της επάρκειας ισχύος, τη δημιουργία κατάλληλων κινήτρων για την αύξηση της χρήσης υποκαταστάσιμων τεχνολογιών με ισοδύναμες τεχνικές ιδιότητες, όπως η διαχείριση της ζήτησης, οι διασυνδέσεις και οι λύσεις αποθήκευσης.

[παραλειπόμενα]

iv)    Επί του τετάρτου επιμέρους σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ανεπαρκής συμμετοχή της αλλοδαπής παροχής επάρκειας ισχύος

[παραλειπόμενα]

219    Το ζήτημα της δίκαιης και αμερόληπτης πρόσβασης της αλλοδαπής παροχής επάρκειας ισχύος, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης της ζήτησης, σε εθνική αγορά επάρκειας ισχύος ρυθμίζεται, ειδικώς, στο τμήμα 3.9.6, υπό τον τίτλο «Αποφυγή αδικαιολόγητων αρνητικών συνεπειών στον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές», και ιδίως στην παράγραφο 232, στοιχείο βʹ, των κατευθυντήριων γραμμών, όπου «[τ]ο μέτρο θα πρέπει να έχει σχεδιαστεί κατά τρόπο που να καθιστά δυνατή τη συμμετοχή σε αυτό οποιασδήποτε δυναμικότητας η οποία μπορεί να συμβάλλει αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση του προβλήματος επάρκειας παραγωγής, ιδίως, λαμβάνοντας υπόψη τη συμμετοχή φορέων παραγωγής από άλλα κράτη μέλη, εφόσον η συμμετοχή αυτή είναι πρακτικά εφικτή, ιδίως σε περιφερειακό πλαίσιο, δηλαδή η δυναμικότητα μπορεί πρακτικά να παρασχεθεί στο κράτος μέλος που εφαρμόζει το μέτρο και μπορούν να επιβληθούν οι υποχρεώσεις που προβλέπει το μέτρο». Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το κράτος μέλος που θεσπίζει μια αγορά επάρκειας ισχύος δεν αναμένεται να ανοίξει αμέσως την αγορά αυτή στην αλλοδαπή παροχή επάρκειας ισχύος και να την αντιμετωπίσει επί ίσοις όροις με την εθνική, αλλά υποχρεούται να καταστήσει δυνατή την πρόσβαση μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος επάρκειας ισχύος και «εφόσον η συμμετοχή αυτή είναι πρακτικά εφικτή», ιδίως στο μέτρο που «μπορούν να επιβληθούν οι υποχρεώσεις που προβλέπει το [καθεστώς ενισχύσεων]». Η παράγραφος 233, στοιχείο αʹ, των κατευθυντήριων γραμμών δεν προβλέπει ούτε απαίτηση απόλυτης ίσης μεταχείρισης της εθνικής και αλλοδαπής παροχής επάρκειας ισχύος, αλλά απλώς απαιτεί, κατά τρόπο αρνητικό, το καθεστώς ενισχύσεων να μη μειώνει «τα κίνητρα για επενδύσεις στη δυναμικότητα διασύνδεσης».

220    Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των απαιτήσεων σταδιακού ανοίγματος της εθνικής αγοράς επάρκειας ισχύος πρέπει να εξεταστεί αν θα έπρεπε να έχει δημιουργήσει αμφιβολίες στην Επιτροπή η αμφισβήτηση εκ μέρους της Tempus της θέσπισης από το πολωνικό κράτος των μεταβατικών και στοχευμένων λύσεων (βλ. άρθρο 6 του νόμου), οι οποίες αποσκοπούν στην εφαρμογή αυτών των απαιτήσεων.

[παραλειπόμενα]

226    Με το δεύτερο μέρος του τέταρτου επιμέρους σκέλους, η Tempus προσάπτει στην Επιτροπή ότι δέχθηκε προσωρινώς τη μεταβατική λύση, ενώ η λύση αυτή είναι τόσον απρόσφορη όσο και παράνομη. Πρώτον, ως «επόπτες» των CMU που συμμετέχουν στις δημοπρασίες της πολωνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, οι γειτονικοί ΔΣΜ θα αντιμετώπιζαν σοβαρές συγκρούσεις συμφερόντων, καθόσον το κύριο κίνητρο τους θα ήταν η προστασία της επάρκειας των πόρων στο εγχώριο σύστημά τους ή στην εγχώρια αγορά του και όχι η επίτευξη ταχείας συμφωνίας με την PSE, η οποία θα τους στερούσε τον ρόλο του επόπτη. Δεύτερον, ο ΔΣΜ δεν θα προτιμούσε μια CMU διαχείρισης της ζήτησης, δεδομένου ότι αυτή μειώνει τους περιορισμούς του εν λόγω συστήματος και, ως εκ τούτου, την αποδοτικότητα της επέκτασης της μεταφοράς επάρκειας ισχύος. Τρίτον, η Επιτροπή αποδέχεται το ενδεχόμενο παράβασης των κανόνων της Ένωσης που διέπουν τον διαχωρισμό των ΔΣΜ, στο μέτρο που ο ΔΣΜ που έχει διαχωριστεί δεν μπορεί, έστω και για μια μεταβατική περίοδο, να εκπληρώσει παράλληλα τον ρόλο του παραγωγού και του διαχειριστή της ζήτησης που συμμετέχει ενεργά στις δημοπρασίες του πολωνικού μηχανισμού επάρκειας ισχύος.

[παραλειπόμενα]

228    Όσον αφορά τον προβαλλόμενο ρόλο του ΔΣΜ ως «επόπτη» των CMU, αρκεί η επισήμανση ότι το πρώτο επιχείρημα της Tempus, το οποίο αντλείται από φερόμενη σύγκρουση συμφερόντων των διαχειριστών της ζήτησης, δεν είναι ούτε πειστικό ούτε τεκμηριωμένο, λαμβανομένων υπόψη των περί του αντιθέτου λεπτομερών εξηγήσεων που παρείχαν η Επιτροπή και οι παρεμβαίνουσες, καθώς και της απάντησης στη γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου. Επομένως, φαίνεται παράλογο, ή ακόμη και αντιφατικό, να θεωρηθεί ότι ο αλλοδαπός ΔΣΜ, υπό την ιδιότητά του ως παρέχοντος διασύνδεση που υπόκειται στις προβλεπόμενες στο άρθρο 12 της οδηγίας 2009/72 υποχρεώσεις και ως προσφέροντος που συμμετέχει στις δημοπρασίες του πολωνικού μηχανισμού επάρκειας ισχύος, δεν αποσκοπεί στη διευκόλυνση της συμμετοχής αλλοδαπής παροχής επάρκειας ισχύος στην πολωνική αγορά επάρκειας ισχύος. Αντιθέτως, η ποσότητα επάρκειας ισχύος που ανατίθεται στον εν λόγω ΔΣΜ στο πλαίσιο των δημοπρασιών αυτών προορίζεται ακριβώς για την προαναφερθείσα επάρκεια ισχύος, για την οποία πρέπει να διασφαλίζεται η άνευ διακρίσεων πρόσβαση στην εν λόγω ποσότητα [άρθρο 12, στοιχεία δʹ και στʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, σημείο 18, της εν λόγω οδηγίας). Επιπλέον, τα έσοδα από την εν λόγω συμμετοχή είναι πιθανό να ενισχύσουν τη θέση του εν λόγω αλλοδαπού παρόχου επάρκειας ισχύος στην αγορά προς το συμφέρον τόσο της ασφάλειας του εφοδιασμού στις διασυνδεδεμένες αγορές όσο και της ασφαλούς, αξιόπιστης και αποτελεσματικής διαχείρισης των ροών ηλεκτρικής ενέργειας στο σύστημα, λαμβανομένων υπόψη των ανταλλαγών με άλλα διασυνδεδεμένα συστήματα, σύμφωνα με τον σκοπό του άρθρου 12, στοιχείο δʹ της οδηγίας 2009/72. Ομοίως, αυξάνοντας το διασυνοριακό εμπόριο, το οποίο είναι πιθανό να έχει θετικό αντίκτυπο στην επάρκεια ισχύος στα διασυνδεδεμένα συστήματα, η συμμετοχή αλλοδαπής παροχής επάρκειας ισχύος μέσω αλλοδαπού ΔΣΜ είναι μάλλον επωφελής για τη σύζευξη των αγορών που διαλαμβάνεται στην παράγραφο 232, στοιχείο δʹ, των κατευθυντήριων γραμμών και για την απελευθέρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και όχι το αντίστροφο. Εν πάση περιπτώσει, η Tempus δεν απέδειξε ότι μια τέτοια συμμετοχή θα μπορούσε να εμποδίσει ή να μειώσει τη συμβολή της αλλοδαπής παροχής επάρκειας ισχύος στην ασφάλεια του εφοδιασμού στα δικά τους συστήματα ή στις εγχώριες αγορές τους.

229    Επομένως, το πρώτο επιχείρημα δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

230    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το δεύτερο, ασαφές και συνοπτικό, επιχείρημα της Tempus, κατά το οποίο ο ΔΣΜ δεν προτιμά μια CMU διαχείρισης της ζήτησης, για τον λόγο ότι μειώνει τις δεσμεύσεις στο σύστημα και, επομένως, την αποδοτικότητα μιας επέκτασης της μεταφοράς επάρκειας ισχύος, δεν είναι πειστικό και δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Πρώτον, το επιχείρημα που αντλείται από την εξοικονόμηση επάρκειας ισχύος στο σύστημα, η οποία είναι, ως εκ τούτου, διαθέσιμη για εξαγωγή σε διασυνοριακές ζώνες, έρχεται σε αντίθεση με το πρώτο επιχείρημα της Tempus, που απορρίφθηκε στις σκέψεις 228 και 229 ανωτέρω, κατά το οποίο οι ΔΣΜ θα έχουν πρωτίστως κίνητρο να προστατεύουν την επάρκεια των πόρων στο εγχώριο σύστημα ή στην εγχώρια αγορά τους. Δεύτερον, το άρθρο 12, στοιχείο στʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 18, της οδηγίας 2009/72, απαγορεύει ρητώς τις διακρίσεις μεταξύ φορέων δραστηριοποιούμενων στην παραγωγή και φορέων δραστηριοποιούμενων στη διαχείριση της ζήτησης όσον αφορά την πρόσβαση στην ποσότητα παροχής επάρκειας ισχύος που ανατέθηκε σε αλλοδαπό ΔΣΜ κατά τις πολωνικές δημοπρασίες του μηχανισμού επάρκειας ισχύος. Τρίτον, η Δημοκρατία της Πολωνίας και η PGE υποστήριξαν πειστικά ότι η διαχείριση της ζήτησης δεν επηρεάζει την ανάγκη ανάπτυξης υποδομών συστήματος, καθώς μειώνει μόνον την ανάγκη για ενέργεια στο σύστημα σε περιόδους έλλειψης, η οποία συνεπάγεται παράλληλα αύξηση των τιμών στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ σε άλλες περιόδους οι δραστηριοποιούμενοι στη διαχείριση της ζήτησης φορείς διαχειρίζονται κανονικά τους πελάτες τους, πράγμα που απαιτεί επομένως προσήκουσα διαθεσιμότητα υποδομών συστήματος. Συγκεκριμένα, η Tempus δεν ισχυρίζεται ότι η διαχείριση της ζήτησης συμβάλλει στη μείωση των αναγκών για υποδομές συστήματος σε περίπτωση σταθερής και συνεχούς χρήσης των μεθόδων της από τους πελάτες, ανεξάρτητα από τα μηνύματα που εκπέμπουν οι τιμές στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Μια τέτοια μείωση των αναγκών για υποδομές δεν φαίνεται να αποτελεί το αντικείμενο του σημερινού επιχειρηματικού μοντέλου τους, πράγμα που μπορεί να εξηγεί, εν μέρει, τις περιορισμένες δυνατότητές τους στην πολωνική αγορά επάρκειας ισχύος (βλέπε σκέψεις 103 επ. ανωτέρω). Τέλος, όπως ορθώς υπενθυμίζουν οι εν λόγω παρεμβαίνουσες, δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν πλήρως οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας και οι δραστηριοποιούμενοι στη διαχείριση της ζήτησης φορείς από τη δραστηριότητα των ΔΣΜ, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο του διασυνοριακού εμπορίου (βλ. σκέψη 228 ανωτέρω).

231    Επομένως, το δεύτερο επιχείρημα πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμο.

232    Όσον αφορά το τρίτο επιχείρημα της Tempus, το οποίο αντλείται από παράβαση των κανόνων της Ένωσης που διέπουν τον διαχωρισμό των ΔΣΜ και από τη φερόμενη απαγόρευση της παράλληλης άσκησης του ρόλου του παραγωγού και του ρόλου του δραστηριοποιούμενου στη διαχείριση της ζήτησης φορέα που συμμετέχει στις δημοπρασίες του πολωνικού μηχανισμού επάρκειας ισχύος, από τις λεπτομερείς παρατηρήσεις της Επιτροπής, της Enel X, της PGE και της Δημοκρατίας της Πολωνίας που υποβλήθηκαν προς απάντηση στη γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, τις οποίες η Tempus αμφισβήτησε πολύ αόριστα και συνοπτικά, προκύπτει ότι το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή.

233    Πράγματι, η υποχρέωση διαχωρισμού που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/72, δυνάμει της οποίας τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διαχωρίζουν, στις εθνικές ενεργειακές αγορές τους, τα συστήματα μεταφοράς από τη διαχείριση των δραστηριοτήτων παραγωγής και προμήθειας, δεν θίγει τα καθήκοντα των ΔΣΜ, ως παρόχων διασύνδεσης, βάσει του άρθρου 12 της ίδιας οδηγίας, τα οποία αντιστοιχούν στα καθήκοντα που ανατίθενται στην PSE και στους αλλοδαπούς ΔΣΜ στο πλαίσιο της μεταβατικής λύσης (βλ. σκέψη 228 ανωτέρω). Επιπλέον, η Επιτροπή και οι εν λόγω παρεμβαίνουσες εξήγησαν, με πειστικό τρόπο, ότι οι ΔΣΜ, υπό την ιδιότητά τους αυτή, περιορίζονται στην άσκηση δραστηριότητας μεσάζοντος και μεσολαβητή που παρέχει τη δυνατότητα στους αλλοδαπούς παρόχους επάρκειας ισχύος να έχουν πρόσβαση στην ποσότητα επάρκειας ισχύος που κατακυρώνεται σε αλλοδαπό ΔΣΜ κατά τις δημοπρασίες του πολωνικού μηχανισμού επάρκειας ισχύος. Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Tempus, δεν υφίσταται σύγχυση, ως προς τον ΔΣΜ, μεταξύ της ιδιότητάς του ως διαχειριστή δικτύου και ως παρέχοντα διασύνδεση, αφενός, και των δραστηριοτήτων παραγωγής ή προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας από την επάρκεια παραγωγής και διαχείρισης της ζήτησης, αφετέρου.

234    Κατά συνέπεια, πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμο το τρίτο επιχείρημα του δευτέρου μέρους του τετάρτου επιμέρους σκέλους, όπως και το εν λόγω επιμέρους σκέλος στο σύνολό του.

[παραλειπόμενα]

4)      Επί του τρίτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ελλιπής εκτίμηση και μη συνεκτίμηση της λειτουργίας της ενίσχυσης ως κινήτρου

i)      Επί του πρώτου επιμέρους σκέλους, που αντλείται από φερόμενη αναδρομικότητα του καθεστώτος ενισχύσεων

[παραλειπόμενα]

245    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά τη λειτουργία της ενίσχυσης ως κινήτρου, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις του τμήματος 3.2.4 (ιδίως οι παράγραφοι 49 έως 52) των κατευθυντήριων γραμμών. Κατά την παράγραφο 49 των κατευθυντήριων γραμμών, το καθεστώς ενισχύσεων μπορεί να θεωρηθεί συμβατό με την εσωτερική αγορά μόνον εφόσον λειτουργεί ως κίνητρο. Τούτο προϋποθέτει ότι «[η] ενίσχυση […] προτρέπει τον δικαιούχο να μεταβάλει τη συμπεριφορά του ώστε να επιτυγχάνεται αύξηση του επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας ή βελτίωση της λειτουργίας μιας ασφαλούς, οικονομικά προσιτής και βιώσιμης ενεργειακής αγοράς, μια αλλαγή συμπεριφοράς που δεν θα συνέβαινε χωρίς τη χορήγηση ενίσχυσης». Επιπλέον, η ενίσχυση «δεν πρέπει να επιδοτ[εί] το κόστος μιας δραστηριότητας με το οποίο θα επιβαρυνθεί ούτως ή άλλως μια επιχείρηση και δεν πρέπει να αντισταθμίζ[ει] τον συνήθη επιχειρηματικό κίνδυνο μιας οικονομικής δραστηριότητας». Σύμφωνα με την παράγραφο 50 των κατευθυντήριων γραμμών, κατ’ ουσίαν, οι ενισχύσεις θεωρούνται ότι δεν λειτουργούν ως κίνητρο για τον δικαιούχο τους και, ως εκ τούτου, δεν συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά, όταν ο δικαιούχος υπέβαλε στις εθνικές αρχές την αίτησή του για τη χορήγηση ενίσχυσης μετά την έναρξη των σχετικών με το σχέδιο εργασιών.

246    Όσον αφορά την παράγραφο 49 των κατευθυντήριων γραμμών, από το χωρίο «ώστε να επιτυγχάνεται αύξηση του επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας ή βελτίωση της λειτουργίας μιας ασφαλούς, οικονομικά προσιτής και βιώσιμης ενεργειακής αγοράς» προκύπτει ότι η λειτουργία της ενίσχυσης ως κινήτρου για την επάρκεια ισχύος μπορεί να συνδέεται με κάποιον από τους σκοπούς αυτούς, σε συνάρτηση με τη εξισορρόπηση στην οποία πρέπει να προβεί το κράτος μέλος με γνώμονα τα γενικά κριτήρια και τους σκοπούς που διαλαμβάνονται στις παραγράφους 30, 219 και 220 των κατευθυντήριων γραμμών (βλέπε σκέψεις 89 επ. ανωτέρω). Τούτο επιβεβαιώνεται από την παράγραφο 69 των κατευθυντήριων γραμμών, κατά την οποία οι «ενισχύσεις στους τομείς του περιβάλλοντος και της ενέργειας θεωρούνται αναλογικές εάν το ποσό της ενίσχυσης ανά δικαιούχο περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου περιβαλλοντικής προστασίας ή του ενεργειακού στόχου». Επομένως, όταν, όπως εν προκειμένω, το κράτος μέλος επιδιώκει πρωτίστως, μέσω ενός μηχανισμού επάρκειας ισχύος, τον σκοπό της εγγύησης της ασφάλειας του εφοδιασμού και, επομένως, τη «βελτίωση της λειτουργίας μιας ασφαλούς, οικονομικά προσιτής και βιώσιμης ενεργειακής αγοράς», αυτή η λειτουργία της ενίσχυσης ως κινήτρου συνδέεται, κυρίως, με τα κίνητρα για τις επιχειρήσεις να θέσουν στη διάθεσή τους την αναγκαία προς τούτο παραγωγή και, δευτερευόντως μόνο, με τον σκοπό της προστασίας του περιβάλλοντος. Όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 117 επ. ανωτέρω, στο πλαίσιο του πολωνικού μηχανισμού επάρκειας ισχύος, τα κίνητρα αυτά στηρίζονται στα κριτήρια CAPEX που παρέχουν στους φορείς τη δυνατότητα να συνάπτουν πολυετείς συμφωνίες παροχής επάρκειας ισχύος, οι οποίες τους εξασφαλίζουν την απαραίτητη σταθερότητα εσόδων για τη χρηματοδότηση ή την απόσβεση των επενδύσεών τους στη δημιουργία ή στον εκσυγχρονισμό της παραγωγής.

[παραλειπόμενα]

252    Πρώτον, η επιχειρηματολογία αυτή δεν λαμβάνει υπόψη ότι οι επίμαχες ενισχύσεις, ήτοι οι πληρωμές για την παροχή επάρκειας ισχύος, μπορούσαν να χορηγηθούν μόνο μετά την έγκριση του καθεστώτος ενισχύσεων από την Επιτροπή στις 7 Φεβρουαρίου 2018, την έναρξη ισχύος του νόμου και την περάτωση της πρώτης δημοπρασίας, η οποία είχε προγραμματιστεί για το 2018, και περιελάμβανε την ανάθεση των πρώτων συμβάσεων επάρκειας ισχύος για το πρώτο έτος παράδοσης το 2021. Επομένως, η ημερομηνία χορήγησης των ενισχύσεων δεν μπορεί να είναι προγενέστερη από την περάτωση της πρώτης δημοπρασίας, το αποτέλεσμα της οποίας παρέχει, δυνάμει του νόμου, στον επιτυχόντα πλειοδότη το νόμιμο δικαίωμα να λάβει πληρωμές για την παροχή επάρκειας ισχύος (πρβλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 2013, Magdeburger Mühlenwerke, C‑129/12, EU:C:2013:200, σκέψεις 40 και 41, της 6ης Ιουλίου 2017, Nerea, C‑245/16, EU:C:2017:521, σκέψεις 32 και 33, και της 28ης Οκτωβρίου 2020, INAIL, C‑608/19, EU:C:2020:865, σκέψεις 30 έως 34). Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Tempus υποστηρίζει ότι η λειτουργία της ενίσχυσης ως κινήτρου πρέπει να συνδέεται με την έναρξη ισχύος του καθεστώτος ενισχύσεων, ήτοι τον Δεκέμβριο 2017, η επιχειρηματολογία αυτή έρχεται σε αντίθεση με τη δική της διαπίστωση ότι η συνεκτίμηση των προηγούμενων επενδυτικών δαπανών κατά τη διάρκεια μιας περιόδου πέντε ετών ήταν επιτρεπτή και συνεπαγόταν μια τέτοια λειτουργία κινήτρου.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Tempus Energy Germany GmbH και την T Energy Sweden AB στα δικαστικά έξοδά τους καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η PGE Polska Grupa Energetyczna S.A., η Enel X Polska z o.o. και η Enspirion sp. z o.o.

3)      Η Δημοκρατία της Πολωνίας φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Collins

Kreuschitz

Steinfatt

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Οκτωβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.