Language of document : ECLI:EU:F:2011:168

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 29ης Σεπτεμβρίου 2011

Υπόθεση F‑93/05

Harald Mische

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση — Διορισμός — Πρόσληψη και ταυτόχρονη μετάταξη σε άλλο όργανο — Κατάταξη σε βαθμό κατ’ εφαρμογήν των νέων, λιγότερο ευνοϊκών κανόνων — Παραδεκτό της προσφυγής — Συμφέρον προς άσκηση της προσφυγής —Εκπρόθεσμο»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο H. Mische ζητεί, κατ’ αρχάς, την ακύρωση της αποφάσεως του Κοινοβουλίου, της 4ης Οκτωβρίου 2004, περί κατατάξεώς του στον βαθμό Α*6, κλιμάκιο 1, ακολούθως την αποκατάσταση όλων των δικαιωμάτων του που απορρέουν από τη νόμιμη κατάταξή του και, τέλος, την καταβολή αποζημιώσεως.

Απόφαση:      Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Το Συμβούλιο, παρεμβαίνον, φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Έννομο συμφέρον — Προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως περί κατατάξεως — Πρόσληψη υπαλλήλου και ταυτόχρονη μετάταξή του — Καταλογισμός της αποφάσεως περί κατατάξεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 29 § 1, στοιχείο β΄, 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Ημερομηνία υποβολής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

3.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Έναρξη της προθεσμίας υποβολής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

1.      Το αντικείμενο της προσφυγής πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεώς της, άλλως η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη, και πρέπει να διατηρείται μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως, πράγμα που προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε. Τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληροί προσφυγή ακυρώσεως που βάλλει κατά της αποφάσεως του Κοινοβουλίου περί κατατάξεως υπαλλήλου, εφόσον προκύπτει ότι η εν λόγω κατάταξη καθορίστηκε με την απόφαση του Κοινοβουλίου περί προσλήψεως του ενδιαφερομένου και ταυτόχρονης μετατάξεώς του στην Επιτροπή, ότι η εν λόγω πρόσληψη πραγματοποιήθηκε μόνον κατόπιν ρητού αιτήματος της Επιτροπής, με αποκλειστικό σκοπό την πλήρωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ΚΥΚ, κενής θέσεως στις υπηρεσίες της, ότι, επιπλέον, η Επιτροπή έλαβε ενεργό μέρος στον καθορισμό της κατατάξεως κατά βαθμό και κλιμάκιο και στον προσδιορισμό της ημερομηνίας πραγματικής προσλήψεως και ότι η Επιτροπή διευκρίνισε, εξάλλου, μεταγενεστέρως, με την απόφασή της περί τοποθετήσεως του ενδιαφερομένου, τη βαθμολογική κατάταξη της θέσεως στην οποία αυτός μετατάχθηκε και τροποποίησε την κατάταξή του κατά κλιμάκιο. Υπό τις συνθήκες αυτές, η απόφαση της Επιτροπής υποκατέστησε, ως προς τα σημεία αυτά, την απόφαση του Κοινοβουλίου, χωρίς αυτή να έχει ποτέ, στο μέτρο αυτό, εκτελεστεί, αφού οι δύο αποφάσεις τέθηκαν σε ισχύ την ίδια ημέρα και ο ενδιαφερόμενος δεν εργάστηκε για το Κοινοβούλιο. Εξάλλου, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δεν θα μπορούσε να μεταταχθεί στην Επιτροπή αν το Κοινοβούλιο δεν τον είχε κατατάξει στον ίδιο βαθμό με αυτόν που καθόρισε η Επιτροπή.

Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι, όσον αφορά τουλάχιστον την κατάταξη του εν λόγω υπαλλήλου κατά βαθμό και κλιμάκιο, η απόφαση του Κοινοβουλίου τυπικώς μόνον μπορεί να καταλογιστεί σε αυτό, δεδομένου ότι, στην πραγματικότητα, η εν λόγω κατάταξη καθορίστηκε από την Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 23 έως 25 και 27)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 17 Απριλίου 2008, C‑373/06 P, C‑379/06 P και C‑382/06 P, Flaherty κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 25

2.      Όσον αφορά τον καθορισμό της ημερομηνίας υποβολής προηγούμενης διοικητικής ενστάσεως, το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η ένσταση υποβάλλεται όχι όταν αποσταλεί στο όργανο, αλλά όταν περιέλθει σε αυτό. Όσον όμως αφορά την ημερομηνία εκπνοής της τρίμηνης προθεσμίας, η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ εκπνέει στο τέλος της ημέρας εκείνης, του τρίτου μήνα που έπεται αυτού κατά τον οποίο άρχισε η προθεσμία, η οποία φέρει τον ίδιο αριθμό με την ημέρα του γεγονότος ή της πράξεως από τα οποία άρχισε η προθεσμία.

(βλ. σκέψη 29)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 26 Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 8 και 13· 15 Ιανουαρίου 1987, 152/85, Misset κατά Συμβουλίου, σκέψεις 8 και 9

ΔΔΔΕΕ: 13 Δεκεμβρίου 2007, F‑73/06, Van Neyghem κατά Επιτροπής, σκέψεις 43 και 45

3.       Η τρίμηνη προθεσμία που, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, αρχίζει κατά κανόνα από την ημέρα της κοινοποιήσεως της αποφάσεως στον αποδέκτη, όχι όμως αργότερα από την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει γνώση αυτής, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η εν λόγω προθεσμία αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία ο υπάλληλος έλαβε γνώση του αιτιολογικού και του περιεχομένου του διατακτικού της αποφάσεως, έστω και μέσω ενός οργάνου το οποίο δεν είναι αυτό που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση.

(βλ. σκέψη 30)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 3 Ιουνίου 1997, T‑196/95, H κατά Επιτροπής, σκέψη 31