Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 16 Δεκεμβρίου 2021 η Covestro Deutschland AG κατά της απόφασης την οποία εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) στις 6 Οκτωβρίου 2021 στην υπόθεση T-745/18, Covestro Deutschland AG κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-790/21 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Covestro Deutschland AG (εκπρόσωποι: T. Hartmann, M. Kachel, D. Fouquet, Rechtsanwälte)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Οκτωβρίου 2021 στην υπόθεση T-745/18 και να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής SA.34045 (2013/C) (πρώην 2012/NN) της 28ης Μαΐου 2018, C(2018) 3166, για τα έτη 2012 και 2013·

επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να ακυρώσει, όσον αφορά την αναιρεσείουσα, την επίδικη απόφαση της Επιτροπής·

επικουρικώς σε σχέση με το πρώτο αίτημα, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου σχετικά με την ακύρωση της επίδικης απόφασης της Επιτροπής·

επικουρικώς σε σχέση με το δεύτερο αίτημα, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου σχετικά με την ακύρωση της επίδικης απόφασης της Επιτροπής όσον αφορά την αναιρεσείουσα·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει τέσσερις λόγους.

Πρώτος και δεύτερος λόγος: προσβολή του δικαιώματος ακρόασης και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

Στο πλαίσιο των δύο πρώτων λόγων αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη δικονομικούς κανόνες του δικαίου της Ένωσης και, συγκεκριμένα, προσέβαλε το δικαίωμα ακρόασης της αναιρεσείουσας και παρέβη την υποχρέωσή του περί αιτιολόγησης της απόφασης. Συνεπεία αυτών, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον συνήγαγε ότι υφίσταται κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

Με το πρώτο μέρος των δύο αυτών λόγων αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη, κατά την εξέταση του κρατικού ελέγχου, τον ισχυρισμό της σχετικά με τον καθορισμό του ποσού της προσαύξησης βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 2, της γερμανικής Stromnetzentgeltverordnung (κανονιστικής απόφασης για τα τέλη δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, στο εξής: StromNEV) (σκέψη 8 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

Με το δεύτερο μέρος των δύο αυτών λόγων αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της σχετικά με τον καθορισμό του ποσού της προσαύξησης βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 2, της StromNEV (σκέψεις 12, 94, 103, 129, 135 και 146 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

Με το τρίτο μέρος των δύο αυτών λόγων αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της σχετικά με τη μη επιστροφή όλων των απολεσθέντων εσόδων και των δαπανών που προέκυψαν από τη χορήγηση απαλλαγών από τα τέλη δικτύου (σκέψεις 130 και 143 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

Με το τέταρτο μέρος των δύο αυτών λόγων αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη, κατά την εξέταση του κρατικού χαρακτήρα των πόρων, τον ισχυρισμό της σχετικά με την ακύρωση της απόφασης της Bundesnetzagentur (Ομοσπονδιακής Ρυθμιστικής Αρχής Δικτύων) του 2011 (σκέψεις 107, 125 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

Τρίτος λόγος: παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, επιπλέον, ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη ουσιαστικούς κανόνες του δικαίου της Ένωσης, καθόσον έκρινε ότι η προσαύξηση βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 2, της StromNEV συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (σκέψεις 78 έως 145 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

Πρώτον, η αναιρεσείουσα προσάπτει, συναφώς, στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον καθορισμό κριτηρίων για την εξέτασή του σχετικά με την ύπαρξη ενίσχυσης, καθόσον έκρινε ότι η επίμαχη προσαύξηση συνιστά ευνοϊκή μεταχείριση. Το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως συνήγαγε ότι υφίσταται πλεονέκτημα και δεν έλαβε υπόψη την απουσία επιλεκτικού χαρακτήρα η οποία προκύπτει από τη φύση της υπόθεσης και την εν γένει οικονομία της StromNEV.

Δεύτερον, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι εσφαλμένως έκρινε ότι η προσαύξηση βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 2, της StromNEV συνιστά ενίσχυση χορηγηθείσα με κρατικούς πόρους. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε μη ορθή βάση για την εκτίμηση του κρατικού χαρακτήρα των πόρων και έκρινε εσφαλμένως ότι ο κρατικός χαρακτήρας των πόρων προκύπτει από την ύπαρξη φορολογικής επιβάρυνσης.

Τρίτον, η αναιρεσείουσα προσάπτει επίσης στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δέχθηκε ότι υφίσταται κρατικός έλεγχος επί των πόρων της προσαύξησης βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 2, της StromNEV.

Τέταρτος λόγος: παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων

Τέλος, στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραβίασε την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, καθόσον, πρώτον, παραγνώρισε την παράνομη διαφορετική μεταχείριση που προέκυψε από την επιβληθείσα με την επίδικη απόφαση της Επιτροπής ανάκτηση της ενίσχυσης όσον αφορά τον μεταβατικό κανόνα του άρθρου 32, παράγραφος 7, της StromNEV του 2013, δεύτερον, προέβη σε ανεπίτρεπτη διάκριση μεταξύ καταναλωτών βασικού φορτίου και, τρίτον, προέβη σε μη δικαιολογημένη ίση μεταχείριση αντικυκλικών καταναλωτών και καταναλωτών βασικού φορτίου (σκέψεις 192 έως 210 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

____________