Language of document : ECLI:EU:T:2015:223

Υπόθεση T‑320/09

Planet AE Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Συμβουλευτικών Υπηρεσιών

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης — Σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης (ΣΕΠ) που παρέχει τη δυνατότητα προσδιορισμού του επιπέδου του κινδύνου που συνδέεται με τους αναδόχους δημοσίων συμβάσεων — Έρευνα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) σχετικά με την εκτέλεση δημόσιας συμβάσεως που αφορά έργο θεσμικού εκσυγχρονισμού στη Συρία — Αποφάσεις με τις οποίες ζητείται η ενεργοποίηση των προειδοποιήσεων W1α και W1β — Νομική βάση — Θεμελιώδη δικαιώματα — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα)
της 22ας Απριλίου 2015

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Έννομο συμφέρον — Συμφέρον εκτιμώμενο κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής — Προσφυγή κατά της αποφάσεως με την οποία καταχωρίστηκε η προσφεύγουσα στο Σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης το οποίο χρησιμοποιείται από τους διατάκτες της Επιτροπής και των εκτελεστικών οργανισμών — Διαγραφή της καταχωρίσεως κατά τη διάρκεια της δίκης — Δεν ασκεί επιρροή — Βάση τυχόν αγωγής αποζημιώσεως — Διατήρηση του εννόμου συμφέροντος

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· απόφαση 2008/969 της Επιτροπής)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Λόγοι — Αναρμοδιότητα του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη — Λόγος δημοσίας τάξεως — Αναρμοδιότητα του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη που αποτελεί τη νομική βάση της προσβαλλομένης πράξεως — Λόγος ο οποίος δεν είναι δημοσίας τάξεως — Δεν αποκλείεται η αυτεπάγγελτη εξέτασή του

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

3.      Επιτροπή — Αρμοδιότητες — Εκτέλεση του κοινοτικού προϋπολογισμού — Απόφαση με την οποία δημιουργείται Σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης στο οποίο είναι δυνατή η καταχώριση, ως οντοτήτων που αποτελούν κίνδυνο για τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, προσώπων τα οποία αποτελούν αντικείμενο έρευνας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης — Έλλειψη νομικής βάσεως — Αναρμοδιότητα της Επιτροπής

(Άρθρα 5 ΕΚ, 274 ΕΚ και 279 ΕΚ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48 § 1· κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρα 51, 59 § 2 και 95 § 1· απόφαση 2008/969 της Επιτροπής)

4.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Η υποχρέωση αιτιολογήσεως εκτιμάται ανάλογα με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως

(Άρθρο 253 ΕΚ)

5.      Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης — Καταπολέμηση της απάτης και λοιπών παράνομων δραστηριοτήτων — Σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης το οποίο χρησιμοποιείται από τους διατάκτες της Επιτροπής και των εκτελεστικών οργανισμών — Μη γνωστοποίηση σε πρόσωπο που καταχωρίστηκε στο σύστημα της αποφάσεως περί καταχωρίσεως — Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

(Άρθρο 253 ΕΚ· απόφαση 2008/969 της Επιτροπής)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 27, 28, 30-32)

2.      Η αναρμοδιότητα του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως αποτελεί λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως που πρέπει να λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από τον δικαστή της Ένωσης, ακόμη και χωρίς σχετικό αίτημα των διαδίκων. Ως προς το ζήτημα της αναρμοδιότητας του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη βάσει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, ο δικαστής της Ένωσης, μολονότι δεν υποχρεούται να το εξετάσει αυτεπαγγέλτως, ενδέχεται να οδηγηθεί σε μια τέτοια εξέταση. Αυτό μπορεί να συμβεί αναλόγως των στοιχείων της δικογραφίας ή εάν πρόκειται για ελάττωμα το οποίο είναι πρόδηλο, αν, δηλαδή, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί ευχερώς να το εντοπίσει και να το επισημάνει ως τέτοιο.

(βλ. σκέψη 35)

3.      Ούτε από τις διατάξεις του άρθρου 274 ΕΚ ούτε από εκείνες του κανονισμού 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προκύπτει ρητή αρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει, προκειμένου να καταπολεμήσει την απάτη και κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα η οποία θίγει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, την απόφαση 2008/969 σχετικά με το Σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης το οποίο θα χρησιμοποιείται από τους διατάκτες της Επιτροπής και των εκτελεστικών οργανισμών. Ομολογουμένως, το άρθρο 274 ΕΚ ορίζει ότι η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό της Ένωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού που εκδίδεται σε εκτέλεση του άρθρου 279 ΕΚ. Το δεύτερο αυτό άρθρο προβλέπει την τήρηση της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας. Εντούτοις, ο κανονισμός 1605/2002, που έχει ως νομική βάση το άρθρο 279 ΕΚ, δεν αναφέρεται σε σύστημα όπως το Σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης. Ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει στο άρθρο του 95, παράγραφος 1, μόνο τη δημιουργία κεντρικής βάσεως δεδομένων για τους υποψηφίους και τους προσφέροντες για τους οποίους συντρέχει μία από τις περιπτώσεις υποχρεωτικού αποκλεισμού που αυτός προβλέπει.

Ομοίως, μολονότι ένα σύστημα προειδοποιήσεως μπορεί να αποτελεί χρήσιμο εργαλείο στο πλαίσιο της αποστολής της Επιτροπής ως θεματοφύλακα του προϋπολογισμού της Ένωσης και οργάνου που τον εκτελεί, εξ αυτού δεν μπορεί να συναχθεί ότι υπάρχει σιωπηρή εξουσία για την έκδοση της αποφάσεως 2008/969. Ειδικότερα, μολονότι η Επιτροπή έχει την εξουσία να οργανώνει την εσωτερική της λειτουργία προκειμένου να διασφαλίζει την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητά της κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 51 και 59, παράγραφος 2, του κανονισμού 1605/2002, εντούτοις η εξουσία της να αυτορρυθμίζεται οριοθετείται από τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί. Πλην όμως, μολονότι τα εσωτερικά μέτρα παράγουν αποτελέσματα μόνον εντός της διοικήσεως και δεν δημιουργούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τους τρίτους, αυτό δεν ισχύει για την απόφαση 2008/969 η οποία έχει σκοπό να παράγει εξωτερικά έννομα αποτελέσματα.

Εξάλλου, ο νομοθέτης της Ένωσης, μολονότι θέσπισε νομική βάση για τις προειδοποιήσεις αποκλεισμού, δεν έκρινε εντούτοις σκόπιμη τη θέσπιση νομικής βάσεως για τις άλλες προειδοποιήσεις τις οποίες προβλέπει η απόφαση 2008/969. Επιπροσθέτως, σε αντίθεση με τις προειδοποιήσεις W5 οι οποίες στηρίζονται σε αντικειμενικά και, ως ένα βαθμό, τεκμηριωμένα στοιχεία, η καταχώριση των προειδοποιήσεων W1α ή W1β δυνάμει της αποφάσεως 2008/969 είναι συνέπεια έρευνας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης, μολονότι δεν έχει ακόμη στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη διαπιστωμένης απάτης ή διοικητικού λάθους. Κατά τα λοιπά, δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό, διότι άλλως θα θίγονταν θεμελιώδη δικαιώματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το τεκμήριο αθωότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι ισχύει το αξίωμα qui potest majus potest et minus. Σε αντίθεση όμως με τις προειδοποιήσεις αποκλεισμού, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι προειδοποιήσεις W1α και W1β αφορούν κατάσταση κατά την οποία διεξάγονται ακόμα έρευνες και, άρα, δεν έχει ακόμη διαπιστωθεί ενοχή δικαστικώς. Κατά συνέπεια, αν η Επιτροπή εκτιμά ότι είναι αναγκαία η λήψη προληπτικών μέτρων σε πρώιμο στάδιο, είναι κατά μείζονα λόγο απαραίτητη νομική βάση η οποία να επιτρέπει τη δημιουργία τέτοιου συστήματος προειδοποιήσεως και τη λήψη των σχετικών μέτρων, δηλαδή συστήματος που να σέβεται τα δικαιώματα άμυνας και να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, καθώς και την αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία επιτάσσει οι κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και ακριβείς, τα δε αποτελέσματά τους να μπορούν να προβλεφθούν, ιδίως όταν οι κανόνες αυτοί ενδέχεται να έχουν δυσμενείς συνέπειες για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις.

(βλ. σκέψεις 43, 45, 58, 59, 61-67)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 77, 78)

5.      Συντρέχει παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας στην περίπτωση αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία καταχωρίζεται ορισμένη οντότητα στο Σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης που δημιουργήθηκε με την απόφαση 2008/969 σχετικά με το εν λόγω Σύστημα το οποίο θα χρησιμοποιείται από τους διατάκτες της Επιτροπής και των εκτελεστικών οργανισμών, εάν η απόφαση δεν γνωστοποιήθηκε στον ενδιαφερόμενο, εφόσον αυτός εξ αυτού του λόγου δεν είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις του και επίσης δεν έλαβε γνώση των λόγων που δικαιολογούν την καταχώρισή του στο Σύστημα προειδοποιήσεως.

Ειδικότερα, πρέπει πάντοτε να διασφαλίζονται τα δικαιώματα άμυνας, ακόμα και αν δεν υπάρχει ρύθμιση η οποία να αφορά τη συγκεκριμένη διαδικασία. Το ίδιο ισχύει για την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Μολονότι ο επιδιωκόμενος σκοπός από την απόφαση 2008/969 είναι η προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης με προληπτικά μέτρα, ουδόλως δικαιολογείται αυτή η μη γνωστοποίηση. Ως προς το σημείο αυτό, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης δημιουργήθηκε ως εσωτερικό εργαλείο, εντούτοις, η καταχώριση σε αυτό έχει έννομες συνέπειες για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, λόγω των οποίων πρέπει να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα άμυνας, περιλαμβανομένης της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

(βλ. σκέψεις 79, 83, 86, 87)