Language of document : ECLI:EU:T:2008:404

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 25ης Σεπτεμβρίου 2008 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – ΕΤΠΑ – Κατάργηση χρηματοδότησης – Επιστροφή καταβληθέντων – Αίτημα περί καταβολής τόκων υπερημερίας – Συμψηφισμός – Περιφερειακός ή τοπικός οργανισμός Μη απευθείας χρηματοδότηση – Απαράδεκτο»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑392/03, T‑408/03, T‑414/03 και T‑435/03,

Regione Siciliana (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους G. Aiello και A. Cingolo, avvocati dello Stato,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους E. de March, L. Flynn και G. Wilms, επικουρούμενους από τον A. Dal Ferro, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο, πρώτον, στην υπόθεση T‑392/03, την ακύρωση του εγγράφου της Επιτροπής, της 6ης Οκτωβρίου 2003, καθό μέτρο αφορά τη διαδικασία επιστροφής των ποσών που κατέβαλε το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) για το έργο υποδομής με την επωνυμία «φράγμα Gibbesi», καθώς και των προπαρασκευαστικών και παράγωγων πράξεων του εγγράφου αυτού, δεύτερον, στην υπόθεση T‑408/03, την ακύρωση του εγγράφου της 6ης Οκτωβρίου 2003, καθό μέτρο αφορά τη διαδικασία επιστροφής των ποσών που κατέβαλε το ΕΤΠΑ για τα έργα υποδομής με την επωνυμία «Aragona Favara» και «πεδιάδα Κατάνης», καθώς και των προπαρασκευαστικών και παράγωγων πράξεων του εγγράφου αυτού, ιδίως δε των εγγράφων της Επιτροπής, της 13ης Αυγούστου 2003 και της 14ης Αυγούστου 2003, τρίτον, στην υπόθεση T‑414/03, την ακύρωση του εγγράφου της 6ης Οκτωβρίου 2003, καθό μέτρο αφορά τη διαδικασία επιστροφής των ποσών που κατέβαλε το ΕΤΠΑ για το έργο υποδομής με την επωνυμία «αυτοκινητόδρομος Μεσσήνη-Παλέρμο», καθώς και των προπαρασκευαστικών και παράγωγων πράξεων του εγγράφου αυτού, ιδίως δε του χρεωστικού υπ’ αριθ. 3240406591 της Επιτροπής, της 25ης Σεπτεμβρίου 2002, και, τέταρτον, στην υπόθεση T‑435/03, την ακύρωση του εγγράφου της Επιτροπής, της 24ης Οκτωβρίου 2003, περί του συμψηφισμού απαιτήσεων και χρεών της Επιτροπής όσον αφορά τις χρηματοδοτήσεις του ΕΤΠΑ με τις επωνυμίες «Πόρτο Εμπεδοκλής», «φράγμα Gibbesi», «αυτοκινητόδρομος Μεσσήνη-Παλέρμο», «Aragona Favara» και «πεδιάδα Κατάνης», καθώς και των προπαρασκευαστικών και παράγωγων πράξεων του εγγράφου αυτού,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe και S. Soldevila Fragoso (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Επιτροπή, με την απόφαση C (87) 2090 026, της 17ης Δεκεμβρίου 1987, χορήγησε στην Ιταλική Δημοκρατία χρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) ύψους 94 940 620 056 ιταλικών λιρετών (ITL), για την κατασκευή φράγματος στον χείμαρρο Gibessi (στο εξής: χρηματοδότηση «φράγμα Gibbesi»). Αρμόδιος για την κατασκευή του έργου οργανισμός ήταν η Ente minerario siciliano (διοικητική υπηρεσία ορυκτού πλούτου της Σικελίας). Οι ιταλικές αρχές, με έγγραφο της 28ης Δεκεμβρίου 1996, ζήτησαν παράταση της προθεσμίας –που έληγε στις 31 Μαρτίου 1995–για την υποβολή της αίτησης οριστικής πληρωμής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2052/88 όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων (ΕΕ L 374, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2082/93 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1993 (ΕΕ L 193, σ. 20), προκειμένου να ελέγξει αν υπάρχουν ενδεχομένως παρατυπίες. Μετά την εκ μέρους της προσφεύγουσας και των ιταλικών αρχών υποβολή σχετικών παρατηρήσεων, η Επιτροπή εξέδωσε την κοινοποιηθείσα στην Ιταλική Δημοκρατία απόφαση C (2002) 4905, της 11ης Δεκεμβρίου 2002, με την οποία, πρώτον, καταργεί τη χρηματοδότηση «φράγμα Gibbesi», δεύτερον, διατάσσει την επιστροφή της χορηγηθείσας προκαταβολής των 75 592 496 044 ITL (39 040 266,10 ευρώ) και, τρίτον, καταργεί τη δέσμευση περί καταβολής 18 898 124 012 ITL (9 760 066,53 ευρώ) ως υπολοίπου.

2        Η Επιτροπή, με την απόφαση C (93) 3961 της 22ας Δεκεμβρίου 1993, χορήγησε στην Ιταλική Δημοκρατία χρηματοδότηση από το ΕΤΠΑ ως επένδυση σε υποδομή σχετικά με τον αυτοκινητόδρομο που συνδέει τη Μεσσήνη με το Παλέρμο (στο εξής : χρηματοδότηση «αυτοκινητόδρομος Μεσσήνη-Παλέρμο»). Υπεύθυνη υπηρεσία για το έργο ήταν η Assessorato dei lavori publici (περιφερειακή διεύθυνση δημοσίων έργων) της Regione Siciliana και ανάδοχος του έργου η κοινοπραξία για τον αυτοκινητόδρομο που συνδέει τη Μεσσήνη με το Παλέρμο. Η Επιτροπή, με έγγραφο της 5ης Σεπτεμβρίου 2002, περάτωσε τη χρηματοδότηση αυτή λόγω καθυστερήσεων στην εκτέλεση των εργασιών και υπολόγισε, αφενός, το υπόλοιπο για την αποδέσμευσή της στο ποσό των 26 378 246 ευρώ και, αφετέρου, το υπόλοιπο προς επιστροφή στο ποσό των 58 036 177 ευρώ.

3        Στις 3 Αυγούστου 2001, η Επιτροπή εξέδωσε το χρεωστικό υπ’ αριθ. 3240304871, σε συνέχεια της περάτωσης της χρηματοδότησης του ΕΤΠΑ σχετικά με την ολοκλήρωση της βιομηχανικής ζώνης Aragona Favara (στο εξής: χρηματοδότηση «Aragona Favara»). Το χρεωστικό αυτό προέβλεπε απαίτηση υπέρ της Επιτροπής ύψους 5 614 002 097 ITL (ήτοι 2 899 390,11 ευρώ) και όρισε την 30ή Σεπτεμβρίου 2001 ως προθεσμία καταβολής, επισημαίνοντας ότι η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής θα συνεπαγόταν την επιβολή τόκων υπερημερίας. Η Επιτροπή, με έγγραφο της 21ης Φεβρουαρίου 2002, ζήτησε εκ νέου από το ιταλικό Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών την επιστροφή του ποσού αυτού. Η πληρωμή του ποσού του χρεωστικού υπ’ αριθ. 3240304871 πραγματοποιήθηκε την 1η Απριλίου 2003. Η Επιτροπή, με έγγραφο της 14ης Αυγούστου 2003, διαβίβασε στις ιταλικές αρχές, στέλνοντας αντίγραφο στην προσφεύγουσα, πίνακα με τον λεπτομερή υπολογισμό των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας λόγω παρελεύσεως της προθεσμίας που είχε τάξει το χρεωστικό υπ’ αριθ. 3240304871. Κατόπιν των ανωτέρω, με το έγγραφο αυτό επισημαίνεται ότι, στις 29 Αυγούστου 2003, το υπόλοιπο προς καταβολή ανέρχεται στο ποσό των 284 702,81 ευρώ, πλέον 60,41 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης.

4        Στις 27 Ιουνίου 2001, η Επιτροπή εξέδωσε το χρεωστικό υπ’ αριθ. 3240303927, σε συνέχεια της περάτωσης της χρηματοδότησης του ΕΤΠΑ σχετικά με την κατασκευή του αγροτικού υδραγωγείου για τον εφοδιασμό της πεδιάδας της Κατάνης (στο εξής: χρηματοδότηση «πεδιάδα Κατάνης») με πόσιμο νερό. Η Επιτροπή, με το χρεωστικό αυτό ζήτησε την επιστροφή της χορηγηθείσας προκαταβολής των 1 857 500 000 ITL (ήτοι 959 318,69 ευρώ). Το χρεωστικό όρισε την 31η Αυγούστου 2001 ως προθεσμία καταβολής, επισημαίνοντας ότι η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής θα συνεπαγόταν την επιβολή τόκων υπερημερίας. Η καταβολή του ποσού του χρεωστικού υπ’ αριθ. 3240303927 πραγματοποιήθηκε στις 25 Ιουλίου 2003. Η Επιτροπή, με έγγραφο της 13ης Αυγούστου προς τις ιταλικές αρχές και αντίγραφο προς την προσφεύγουσα, υπολόγισε το υπόλοιπο προς πληρωμή, λαμβάνοντας υπόψη τους οφειλόμενους τόκους υπερημερίας λόγω μη τήρησης της προθεσμίας που είχε τάξει το εν λόγω χρεωστικό. Κατόπιν των ανωτέρω, στις 28 Αυγούστου 2003, το ποσό αυτό ανερχόταν σε 121 007,04 ευρώ πλέον 26,33 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης.

5        Στις 25 Σεπτεμβρίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε το χρεωστικό υπ’ αριθ. 3240406591, το οποίο κοινοποίησε στο ιταλικό Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών σε συνέχεια της περάτωσης της χρηματοδότησης «αυτοκινητόδρομος Μεσσήνη-Παλέρμο» (βλ. ανωτέρω σκέψη 2). Το χρεωστικό αυτό προέβλεπε απαίτηση υπέρ της Επιτροπής ύψους 58 036 177 ευρώ και όριζε την 30ή Νοεμβρίου 2002 ως προθεσμία καταβολής, επισημαίνοντας ότι η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής θα συνεπαγόταν την επιβολή τόκων υπερημερίας. Η πληρωμή του ποσού του χρεωστικού υπ’ αριθ. 3240406591 πραγματοποιήθηκε την 1η Αυγούστου 2003. Η Επιτροπή, με δεύτερο έγγραφο της 14ης Αυγούστου 2003 προς την προσφεύγουσα και αντίγραφο προς τις ιταλικές αρχές, υπολόγισε το υπόλοιπο προς πληρωμή λαμβάνοντας υπόψη τους οφειλόμενους τόκους υπερημερίας λόγω παρελεύσεως της προθεσμίας που είχε τάξει το εν λόγω χρεωστικό. Κατόπιν των ανωτέρω, στις 29 Αυγούστου 2003, το ποσόν αυτό ανερχόταν σε 2 548 927,80 ευρώ, πλέον 471,71 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης.

6        Σε συνέχεια της κατάργησης της χρηματοδότησης «φράγμα Gibbesi», η Επιτροπή εξέδωσε, στις 19 Δεκεμβρίου 2002, το χρεωστικό υπ’ αριθ. 3240409358 σε βάρος της Ιταλικής Δημοκρατίας. Το χρεωστικό αυτό προέβλεπε απαίτηση υπέρ της Επιτροπής ύψους 39 040 266,10 ευρώ, όριζε την 31η Ιανουαρίου 2003 ως προθεσμία καταβολής και επισήμαινε ότι, σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής, θα επιβάλλονταν τόκοι υπερημερίας. Η Επιτροπή, με έγγραφο της 4ης Αυγούστου 2003, κοινοποίησε στην προσφεύγουσα, κατόπιν αιτήσεώς της, αντίγραφο των οφειλόμενων κατά το στάδιο αυτό τόκων.

7        Η Regione Siciliana, με έγγραφα της 4ης και της 22ας Σεπτεμβρίου 2003 προς την Επιτροπή, αμφισβήτησε τον υπολογισμό του ποσού των τόκων υπερημερίας των προαναφερθέντων τεσσάρων χρεωστικών και υποστήριξε ότι η Επιτροπή όφειλε να συμψηφίσει αυτεπαγγέλτως τα οφειλόμενα ποσά και τις ενδιάμεσες αιτήσεις πληρωμής του ΕΤΠΑ σχετικά με το περιφερειακό λειτουργικό πρόγραμμα «Σικελία 2000-2006» (στο εξής: POR Σικελία), γεγονός που θα καθιστούσε δυνατή την αποφυγή ή τη διακοπή της επιβολής των εν λόγω τόκων υπερημερίας.

8        O υπόλογος της Επιτροπής, με έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2003 προς τη Regione Siciliana και αντίγραφο στις ιταλικές αρχές, τοποθετήθηκε ως προς τα θέματα που έθεσε η Regione Siciliana. Ειδικότερα, επισήμανε ότι, όσον αφορά την περίοδο μεταξύ των αντίστοιχων ημερομηνιών λήξης των προθεσμιών των χρεωστικών και της 1ης Ιανουαρίου 2003 –ημερομηνίας έναρξης της ισχύος του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1)– η ισχύουσα νομοθεσία [ιδίως το άρθρο 49 του δημοσιονομικού κανονισμού, της 21ης Δεκεμβρίου 1977, που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 356, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) 762/2001 (ΕΕ L 111, σ. 1), σχετικά με τον διαχωρισμό των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου και προληπτικού οικονομικού ελέγχου] υποχρέωνε τους δικαιούχους κοινοτικών ενισχύσεων να καταβάλουν τόκους υπερημερίας υπέρ της Κοινότητας σε περίπτωση επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών. Εξάλλου, ο υπόλογος της Επιτροπής επισήμανε, αφενός, ότι ο συμψηφισμός που ζητεί η προσφεύγουσα προβλέπεται ρητώς ως τρόπος ικανοποίησης των απαιτήσεων μόνον από την έναρξη ισχύος του κανονισμού και, αφετέρου, ότι επρόκειτο να δοθούν εντολές ώστε οι τόκοι στα επίμαχα χρεωστικά να συμψηφιστούν με την προβλεπόμενη καταβολή των ποσών στην Ιταλική Δημοκρατία προκειμένου περί των πληρωμών που αφορούν την προσφεύγουσα.

9        Ο υπόλογος της Επιτροπής, με έγγραφο της 24ης Οκτωβρίου 2003 προς τη Regione Siciliana και αντίγραφο στις ιταλικές αρχές, εξήγησε ότι θα γινόταν συμψηφισμός μεταξύ ορισμένων απαιτήσεων και χρεών της Επιτροπής. Οι απαιτήσεις αυτές συνίστανται, πρώτον, στο ποσό του χρεωστικού υπ’ αριθ. 3240504102, της 24ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη χρηματοδότηση του ΕΤΠΑ για πολεοδομικές εργασίες και συναφείς υποδομές στη βιομηχανική ζώνη του Πόρτο Εμπεδοκλή (στο εξής: χρηματοδότηση «Πόρτο Εμπεδοκλής»), ήτοι στο ποσό των 7 704 723 ευρώ, δεύτερον, στο ποσό του χρεωστικού υπ’ αριθ. 3240409358, της 19ης Δεκεμβρίου 2002 (χρηματοδότηση «φράγμα Gibbesi»), ήτοι στο ποσό των 39 040 266,10 ευρώ και, τρίτον, στους τόκους υπερημερίας του χρεωστικού υπ’ αριθ. 3240406591, της 25ης Σεπτεμβρίου 2002, (χρηματοδότηση «αυτοκινητόδρομος Μεσσήνη-Παλέρμο»), ήτοι 2 581 947,74 ευρώ, του χρεωστικού υπ’ αριθ. 3240304871, της 3ης Αυγούστου 2001, (χρηματοδότηση «Aragona Favara»), ήτοι 288 931,82 ευρώ και του χρεωστικού υπ’ αριθ. 3240303927, της 27ης Ιουνίου 2001 (χρηματοδότηση «πεδιάδα Κατάνης»), ήτοι 122 876,18 ευρώ. Τα επίμαχα χρέη αφορούν αίτημα περί πληρωμής σχετικά με την απόφαση C (2000) 2346 της Επιτροπής, της 8ης Αυγούστου 2000, με την οποία χορηγήθηκε χρηματοδότηση του ΕΤΠΑ στο πλαίσιο του POR Σικελία, συνολικού ποσού 50 335 454,98 ευρώ.

10      Η Επιτροπή, όπως είχε ανακοινώσει με το έγγραφο της 24ης Οκτωβρίου 2003, συμψήφισε, στις 7 Νοεμβρίου 2003, τις απαιτήσεις και τα χρέη για τα οποία έγινε λόγος ανωτέρω. Επίσης, η Επιτροπή, με έγγραφο της 20ής Νοεμβρίου 2003, ανακοίνωσε στις ιταλικές αρχές ότι θα συμψήφιζε το ποσό που όφειλε η Ιταλική Δημοκρατία ως τόκους υπερημερίας του χρεωστικού υπ’ αριθ. 3240409358 (χρηματοδότηση «φράγμα Gibbesi»), ήτοι 1 880 126,91 ευρώ. Ο συμψηφισμός αυτός πραγματοποιήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2003.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11      Η προσφεύγουσα, με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 4, 12, 11 και 24 Δεκεμβρίου 2003, άσκησε τις υπό κρίση προσφυγές.

12      Ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του Πρωτοδικείου, με διάταξη της 9ης Ιουλίου 2004, διέταξε τη συνεκδίκαση των υπό κρίση υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

13      Το Πρωτοδικείο, με διάταξη της 12ης Ιανουαρίου 2006, αποφάσισε την αναστολή της διαδικασίας στις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις μέχρι την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση C‑417/04 P, Regione Siciliana κατά Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 54, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, του άρθρου 77, στοιχείο α΄, και του άρθρου 78 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Το Πρωτοδικείο, με διάταξη της 11ης Σεπτεμβρίου 2006, αποφάσισε την εκ νέου αναστολή της διαδικασίας για τον ίδιο λόγο, μέχρι την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση C‑15/06 P, Regione Siciliana κατά Επιτροπής. 

14      Στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διάδικοι κλήθηκαν, μεταξύ άλλων, να καταθέσουν έγγραφες παρατηρήσεις ως προς την επίδραση των αποφάσεων του Δικαστηρίου, της 2ας Μαΐου 2006, C‑417/04 P, Regione Siciliana κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑3881), και της 22ας Μαρτίου 2007, C‑15/06 P, Regione Siciliana κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑2591) στις υπό κρίση υποθέσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση αυτή.

15      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει το έγγραφο της Επιτροπής της 6ης Οκτωβρίου 2003, καθό μέτρο αφορά τη διαδικασία επιστροφής των ποσών που κατέβαλε το ΕΤΠΑ για τη χρηματοδότηση «φράγμα Gibbesi», καθώς και τις προπαρασκευαστικές και παράγωγες πράξεις του εγγράφου αυτού (υπόθεση T‑392/03),

–        να ακυρώσει το έγγραφο της Επιτροπής της 6ης Οκτωβρίου 2003· καθό μέτρο αφορά τη διαδικασία επιστροφής των ποσών που κατέβαλε το ΕΤΠΑ για τις χρηματοδοτήσεις «Aragona Favara» και «πεδιάδα Κατάνης», καθώς και τις προπαρασκευαστικές και παράγωγες πράξεις του εγγράφου αυτού, ιδίως δε τα έγγραφα της Επιτροπής της 13ης Αυγούστου 2003 και της 14ης Αυγούστου 2003 (στο εξής: έγγραφο της 14ης Αυγούστου 2003) (υπόθεση T‑408/03),

–        να ακυρώσει το έγγραφο της Επιτροπής της 6ης Οκτωβρίου 2003, καθό μέτρο αφορά τη διαδικασία επιστροφής των ποσών που κατέβαλε το ΕΤΠΑ για τη χρηματοδότηση «αυτοκινητόδρομος Μεσσήνη-Παλέρμο», καθώς και τις προπαρασκευαστικές και παράγωγες πράξεις του εγγράφου αυτού, ιδίως δε το χρεωστικό υπ’ αριθ. 3240406591 της Επιτροπής, της 25ης Σεπτεμβρίου 2002 (υπόθεση T‑414/03),

–        να ακυρώσει το έγγραφο της Επιτροπής της 24ης Οκτωβρίου 2003, περί του συμψηφισμού απαιτήσεων και χρεών της Επιτροπής όσον αφορά τις χρηματοδοτήσεις «Πόρτο Εμπεδοκλής», «φράγμα Gibbesi», «αυτοκινητόδρομος Μεσσήνη-Παλέρμο», «Aragona Favara» και «πεδιάδα Κατάνης», καθώς και τις προπαρασκευαστικές και παράγωγες πράξεις του εγγράφου αυτού (υπόθεση T‑435/03),

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

16      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές ως απαράδεκτες·

–        επικουρικώς, να απορρίψει τις προσφυγές ως αβάσιμες·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

17      Το Πρωτοδικείο, σύμφωνα με το άρθρο 113 του Κανονισμού του Διαδικασίας, μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τους διαδίκους, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως και αποφαίνεται σχετικά, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 114, παράγραφοι 3 και 4, του εν λόγω κανονισμού.

18      Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η διαδικασία συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Πρωτοδικείο αποφασίσει άλλως.

19      Στην προκειμένη περίπτωση, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι έχει κατατοπισθεί επαρκώς από τα στοιχεία του φακέλου, όσον αφορά το παραδεκτό των προσφυγών και αποφαίνεται ότι παρέλκει η εκ μέρους των διαδίκων παροχή σχετικών εξηγήσεων. Πρέπει επίσης να απορριφθεί το αίτημα της προσφεύγουσας να γίνει προφορική διαδικασία λόγω της οικονομικής σημασίας της υπόθεσης και των ζητημάτων επί βασικών αρχών που ανακύπτουν, καθόσον το αίτημα αυτό αφορά την ουσία των διαφορών και μόνον.

 Επί του χρεωστικού της 25ης Σεπτεμβρίου 2002 και των εγγράφων της 13ης και 14ης Αυγούστου 2003 (υποθέσεις T‑408/03 και T‑414/03)

 Επιχειρήματα των διαδίκων

20      H Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι επίμαχες πράξεις κοινοποιήθηκαν επισήμως στον αρμόδιο Ιταλό υπουργό και απλώς για ενημέρωση στην προσφεύγουσα. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι πράξεις αυτές δεν μπορούν να αφορούν άμεσα την προσφεύγουσα και ότι μόνον η Ιταλική Δημοκρατία μπορεί να ζητήσει την ακύρωσή τους.

21      Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προσφυγές ουδαμώς αναφέρουν τους λόγους για τους οποίους η προσφεύγουσα θεωρεί ότι οι πράξεις αυτές είναι παράνομες, παραβαίνοντας έτσι το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου που έχει εφαρμογή και στο Πρωτοδικείο, σύμφωνα με το άρθρο 53 του εν λόγω οργανισμού, καθώς και το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Τέλος, η Επιτροπή απορρίπτει το επιχείρημα της προσφεύγουσας σύμφωνα με το οποίο τα έγγραφα της 13ης και της 14ης Αυγούστου 2003 δεν αποτελούν αυτοτελείς πράξεις σε σχέση με το έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2003 και ισχυρίζεται ότι τα εν λόγω έγγραφα αποτελούν αποκλειστικώς λογικό επακόλουθο της εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας αδυναμίας εμπρόθεσμης πληρωμής των ποσών των χρεωστικών υπ’ αριθ. 3240304871, της 3ης Αυγούστου 2001, και υπ’ αριθ. 3240303927, της 27ης Ιουνίου 2001.

22      Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα αιτήματα περί ακυρώσεως των πράξεων της 25ης Σεπτεμβρίου 2002 και της 13ης και 14ης Αυγούστου 2003 είναι απαράδεκτα, καθόσον κατατέθηκαν μετά την παρέλευση της προθεσμίας δύο μηνών και δέκα ημερών που προβλέπεται προς τούτου. Επομένως, η προσφεύγουσα έλαβε τα δύο τελευταία αιτήματα, σύμφωνα με τις σφραγίδες της προεδρίας της Regione Siciliana, στις 22 ή 26 Αυγούστου 2003, ενώ η προσφυγή στην υπόθεση T‑408/03 ασκήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2003.

23      Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι οι επίμαχες πράξεις δεν μπορούν να προσβληθούν αυτοτελώς. Ωστόσο, ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω πράξεις δεν ήταν καθόλου αιτιολογημένες και ότι μόνο με το έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2003 η Επιτροπή διευκρίνισε τη θέση της. Συνεπώς, η πρώτη πράξη που θα μπορούσε λυσιτελώς να προσβληθεί είναι το έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2003. Εξάλλου, η μη παράθεση λόγων προς στήριξη των αιτημάτων περί ακυρώσεως των επίμαχων πράξεων αποτελεί πρόδηλη και λογική συνέπεια του γεγονότος ότι οι πράξεις αυτές δεν έχουν αυτοτέλεια και μπορούν να προσβληθούν μόνον αν συνδυασθούν με το έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2003 που εκθέτει το περιεχόμενο και τη νομική τους βάση.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

24      Καταρχάς, σημειωτέον ότι δεν είναι δυνατό να αποσαφηνισθεί, υπό το πρίσμα των αιτημάτων της προσφεύγουσας στην υπόθεση T‑408/03, αν η προσφυγή της αφορά τα χρεωστικά υπ’ αριθ. 3240304871, της 3ης Αυγούστου 2001, σχετικά με τη χρηματοδότηση «Aragona Favara», και υπ’ αριθ. 3240303927, της 27ης Ιουνίου 2001, σχετικά με τη χρηματοδότηση «πεδιάδα Κατάνης», ή τα έγγραφα της 13ης και της 14ης Αυγούστου 2003 σχετικά με τους οφειλόμενους τόκους υπερημερίας λόγω μη εμπρόθεσμης πληρωμής των ποσών που αναγράφονται στα χρεωστικά. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει το παραδεκτό των υπό κρίση προσφυγών.

25      Ειδικότερα, από την εξέταση των εν λόγω τεσσάρων πράξεων και του χρεωστικού υπ’ αριθ. 3240406591, της 25ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με τη χρηματοδότηση «αυτοκινητόδρομος Μεσσήνη-Κατάνη» καθώς και των εγγράφων, αφενός, της 14ης Αυγούστου 2003, σχετικά με την επιβολή τόκων υπερημερίας λόγω καθυστερημένης πληρωμής του ποσού του χρεωστικού υπ’ αριθ. 3240304871, της 3ης Αυγούστου 2001, σχετικά με τη χρηματοδότηση «Aragona Favara», και, αφετέρου, της 13ης Αυγούστου, σχετικά με την επιβολή τόκων υπερημερίας λόγω καθυστερημένης πληρωμής του ποσού του χρεωστικού υπ’ αριθ. 3240303927, της 27ης Ιουνίου 2001, σχετικά με τη χρηματοδότηση «πεδιάδα Κατάνης» που κοινοποιήθηκαν στην Ιταλική Δημοκρατία και, απλώς για ενημέρωση, στην προσφεύγουσα, προκύπτει ότι οι εν λόγω πράξεις περιορίζονται στην εκτέλεση προγενέστερων αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες καταργήθηκαν ή περατώθηκαν οι επίμαχες χρηματοδοτήσεις. Ειδικότερα, οι εν λόγω αποφάσεις περί κατάργησης και ανάκτησης των χρηματοδοτήσεων προέβλεπαν ότι η διαδικασία επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθεισών προκαταβολών θα προσδιοριζόταν με χρεωστικά που θα κοινοποιούνταν στις ιταλικές αρχές από τον υπόλογο της Επιτροπής και η προσφεύγουσα δέχεται ότι τα χρεωστικά αυτά δεν έχουν αποφασιστικό περιεχόμενο και απορρέουν άμεσα από τις αποφάσεις περί καταργήσεως των χρηματοδοτήσεων.

26      Επομένως, αφενός, τα χρεωστικά υπ’ αριθ. 3240304871, της 3ης Αυγούστου 2001, σχετικά με τη χρηματοδότηση «Aragone Favara», υπ’ αριθ. 3240303927, της 27ης Ιουνίου 2001, σχετικά με τη χρηματοδότηση «πεδιάδα Κατάνης» και υπ’ αριθ. 3240406591, της 25ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με τη χρηματοδότηση «αυτοκινητόδρομος Μεσσήνη-Παλέρμο», ουδεμία διάταξη περιλαμβάνουν με την οποία ζητείται από την Ιταλική Δημοκρατία να ανακτήσει από την προσφεύγουσα τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά. Επομένως, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορούσε να αποφασίσει να επιβαρυνθεί εκείνη την επιστροφή των χρηματοδοτήσεων υπέρ του ΕΤΠΑ (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσα απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Regione Siciliana κατά Επιτροπής, σκέψη 26).

27      Αφετέρου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα έγγραφα της 13ης και της 14ης Αυγούστου 2003 αφορούν άμεσα την προσφεύγουσα. Ειδικότερα, τα έγγραφα αυτά κοινοποιήθηκαν στην Ιταλική Δημοκρατία, με αντίγραφο στην προσφεύγουσα, και σκοπούν στην επιβολή τόκων υπερημερίας για την υπέρβαση των προθεσμιών των αντίστοιχων χρεωστικών. Επομένως, τα έγγραφα αυτά αποτελούν λογικό επακόλουθο της εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας εκπρόθεσμης πληρωμής των ποσών των χρεωστικών υπ’ αριθ. 3240304871, της 3ης Αυγούστου 2001, και υπ’ αριθ. 3240303927, της 27ης Ιουνίου 2001.

28      Κατόπιν των προεκτεθέντων, οι προσφυγές στις υποθέσεις T‑408/03 και T‑414/03 είναι απαράδεκτες, καθό μέτρο επιδιώκουν την ακύρωση των χρεωστικών της 25ης Σεπτεμβρίου 2002 και των εγγράφων της 13ης και της 14ης Αυγούστου 2003, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων απαραδέκτου που επικαλείται η Επιτροπή.

 Επί του εγγράφου της 6ης Οκτωβρίου 2003 σχετικά με τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας και την απουσία αυτεπάγγελτου συμψηφισμού (υποθέσεις T‑392/03, T‑408/03 και T‑414/03)

 Επιχειρήματα των διαδίκων

29      Η Επιτροπή θεωρεί ότι το αίτημα περί ακυρώσεως του εγγράφου της 6ης Οκτωβρίου 2003 είναι απαράδεκτο, καθόσον το έγγραφο αυτό, μολονότι κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα, ουδόλως επηρεάζει άμεσα τη νομική της κατάσταση και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να την αφορά άμεσα. Ειδικότερα το έγγραφο αυτό θέτει ζητήματα, όπως τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας στα χρεωστικά της Επιτροπής και την προσφυγή στον συμψηφισμό, που αφορούν απαιτήσεις των οποίων υποκείμενα είναι η Επιτροπή, αφενός, και η Ιταλική Δημοκρατία, αφετέρου. Η προσβαλλόμενη απόφαση θα παρήγε έννομα αποτελέσματα σε βάρος της προσφεύγουσας μόνον αν η προσφεύγουσα υποχρεούνταν, με την απόφαση αυτή, να επιστρέψει πράγματι το εν λόγω ποσό.

30      Ωστόσο, κατά την Επιτροπή, τα ενδεχόμενα επιζήμια αποτελέσματα του εγγράφου αφορούν αποκλειστικώς την Ιταλική Δημοκρατία και όχι την προσφεύγουσα που θα μπορούσε να υποστεί βλάβη από το εν λόγω έγγραφο μόνον αν οι αρχές του κράτους αυτού, μέσω ειδικής και αυτοτελούς παρεμβάσεως, την υποχρέωναν να επιστρέψει τα ποσά που το κράτος οφείλει στην Επιτροπή. Εξάλλου, το γεγονός ότι το έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2003 κοινοποιήθηκε επισήμως στην προσφεύγουσα οφείλεται στην πρακτική διαφανούς, ανοιχτής και απλοποιημένης διαχείρισης των λογιστικών της Κοινότητας, αφού η προσφεύγουσα συμμετείχε σε διάφορες συναντήσεις σχετικά με τις χρηματοδοτήσεις αυτές. Εν τέλει, μόνον η Ιταλική Δημοκρατία μπορούσε να ζητήσει την ακύρωση του εγγράφου της 6ης Οκτωβρίου 2003 και όχι η προσφεύγουσα που δεν είναι δικαιούχος των πιστώσεων που ισχυρίζεται.

31      Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2003 δεν συνιστά πράξη που μπορεί να προσβληθεί δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η επίμαχη πράξη, για να μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως, πρέπει να προορίζεται αντικειμενικά να παραγάγει έννομα αποτελέσματα σε βάρος τρίτων και να μπορεί, κατά συνέπεια, να έχει άμεση επίπτωση στα συμφέροντά τους μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική τους κατάσταση. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται στην περίπτωση πράξης με την οποία η Επιτροπή περιορίζεται να γνωστοποιήσει την ερμηνεία που προτίθεται να ακολουθήσει κατά την εφαρμογή κανονιστικής διάταξης –στην προκειμένη περίπτωση, όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας με τα χρεωστικά και τον συμψηφισμό ως μέθοδο είσπραξης απαιτήσεων. Τα συμφέροντα τρίτων μπορούν να θιγούν πραγματικά μόνον από μέτρα που πράγματι λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν προθέσεων που ανακοινώνονται με παρόμοια πράξη, όπως το αίτημα περί καταβολής τόκων υπερημερίας με τα χρεωστικά ή η πραγματική άρνηση συμψηφισμού για την απόσβεση των χρεών κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων του εγγράφου της 6ης Οκτωβρίου 2003 (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 114/86, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 5289, σκέψεις 12 και 13).

32      Τέλος, όσον αφορά την υπόθεση T‑392/03, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η προσφυγή είναι επίσης απαράδεκτη λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας από την ακύρωση του εγγράφου της 6ης Οκτωβρίου 2003. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το χρεωστικό αυτό ουδόλως αφορά τη χρηματοδότηση «φράγμα Gibbesi». Η προσφυγή στην υπόθεση T‑392/03 αφορά μόνον τη διαδικασία εξόφλησης του χρεωστικού της εν λόγω χρηματοδότησης. Ως εκ τούτου, το αντικείμενο της προσφυγής ουδεμία σχέση έχει με το έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2003. Συναφώς, η Επιτροπή επικαλείται την απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1977, 88/76, Société pour l’exportation des sucres κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1977, σ. 209), τη διάταξη του Δικαστηρίου της 28ης Ιανουαρίου 2004, C‑164/02, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I‑1177, σκέψεις 18 και 24), και τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 1999, T‑78/98, Unione provinciale degli agricoltori di Firenze κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑1377).

33      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν ενεργεί ως διαφορετική από την Ιταλική Δημοκρατία οντότητα, αλλά ως διοικητική υποδιαίρεση του κράτους αυτού και τελική αποδέκτρια των επίμαχων χρηματοδοτήσεων. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει περαιτέρω ότι το έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2003 της κοινοποιήθηκε επισήμως και την αφορά άμεσα και ατομικά, καθόσον υπάρχει πρόδηλος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ατομικής της κατάστασης και της επίμαχης πράξης. Επομένως, το έγγραφο αυτό απαντά στο έγγραφο της 22ας Σεπτεμβρίου 2003 που η προσφεύγουσα κοινοποίησε στην Επιτροπή και με το οποίο αμφισβητεί τον υπολογισμό του ποσού των τόκων υπερημερίας. Η προσφεύγουσα επικαλείται επίσης το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, περί γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά Ταμεία (ΕΕ L 161, σ. 1), που θεσπίζει την αρχή της «εταιρικής σχέσης» της Επιτροπής και των εθνικών και περιφερειακών αρχών. Η προσφεύγουσα εμμένει εξάλλου στις προς εκείνη αναφορές του κανονισμού (ΕΟΚ) 2052/88 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για την αποστολή των διαρθρωτικών ταμείων, την αποτελεσματικότητά τους και τον συντονισμό των παρεμβάσεών τους μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των άλλων υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων (ΕΕ L 185, σ. 9), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2081/93 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1993 (ΕΕ L 193, σ. 5) και στις προς εκείνη αναφορές στις αποφάσεις περί χορηγήσεως των επίμαχων χρηματοδοτήσεων καθώς και στην επίσημη αλληλογραφία της με την Επιτροπή. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν διέθετε διακριτική ευχέρεια ως προς τις αποφάσεις περί των χρηματοδοτήσεων στην προκειμένη περίπτωση.

34      Εξάλλου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2003 δεν εκφράζει απλώς τη γενική θέση της Επιτροπής όσον αφορά ένα συγκεκριμένο είδος προβλημάτων, αλλά συμπληρώνει την αιτιολογία των χρεωστικών που είχε προηγουμένως εκδώσει. Επομένως, το εν λόγω έγγραφο συνιστά αιτιολογική πράξη με περιεχόμενο νομικής πράξης με την οποία η Επιτροπή ανακοινώνει, για πρώτη φορά, τους πραγματικούς και νομικούς λόγους που τεκμηριώνουν τα επιμέρους χρεωστικά. Συνεπώς, το έγγραφο αυτό συνιστά, ενδεχομένως, βλαπτική πράξη, καθόσον επιβεβαιώνει τις επίμαχες χρεώσεις και αποκλείει το ενδεχόμενο να έχουν γίνει σφάλματα ή διαδικαστικές παρατυπίες

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

35      Η Επιτροπή, με το έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2003, τοποθετείται επί δύο ζητημάτων που έθεσε η προσφεύγουσα, αφενός, κατά τη συνάντηση της 12ης Σεπτεμβρίου 2003 και, αφετέρου, με το έγγραφο της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με την επιβολή τόκων υπερημερίας με τα χρεωστικά υπ’ αριθ. 3240303927, της 27ης Ιουνίου 2001 (χρηματοδότηση «πεδιάδα Κατάνης»), υπ’ αριθ. 3240304871, της 31ης Αυγούστου 2008 (χρηματοδότηση «Aragona Favara»), και υπ’ αριθ. 32404006591, της 25ης Σεπτεμβρίου 2002 (χρηματοδότηση «αυτοκινητόδρομος Μεσσήνη-Παλέρμο»).

36      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, συνιστούν πράξεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ τα μέτρα που παράγουν υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 1992, T‑10/92 έως T‑12/92 και T‑15/92, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2667, σκέψη 28).

37      Στην προκειμένη περίπτωση, το έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2003 δεν παράγει τέτοια υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, όσον αφορά το πρώτο ζήτημα που έθεσε η προσφεύγουσα, η Επιτροπή περιορίζεται να επισημάνει τους ισχύοντες κοινοτικούς κανόνες περί του υπολογισμού των τόκων υπερημερίας κατά την περίοδο μεταξύ των ημερομηνιών λήξης των προθεσμιών πληρωμής των επίμαχων χρεωστικών και της 1ης Ιανουαρίου 2003, ημερομηνία έναρξης της ισχύος του νέου κοινοτικού δημοσιονομικού κανονισμού, ήτοι του κανονισμού 1605/2002. Επομένως, το έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2003 δεν συνιστά, αφεαυτού, αίτημα περί πληρωμής τόκων υπερημερίας, ούτε προβαίνει στον ορθό υπολογισμό τους.

38      H Επιτροπή, με το έγγραφο αυτό της 6ης Οκτωβρίου 2003, εξηγεί γιατί δεν προέβη αυτεπαγγέλτως σε συμψηφισμό μεταξύ των χρεώσεων που αναγράφονται στα επίμαχα χρεωστικά και των χρηματοδοτήσεων υπέρ της Ιταλικής Δημοκρατίας, των οποίων τελική δικαιούχος είναι η προσφεύγουσα. Ειδικότερα, η Επιτροπή επισημαίνει, πρώτον, ότι ο συμψηφισμός αυτός προβλέπεται ρητώς ως τρόπος είσπραξης απαιτήσεων μόνον από τον νέο κοινοτικό δημοσιονομικό κανονισμό. Η Επιτροπή επισημαίνει, δεύτερον, ότι, όσον αφορά τις μετά τη θέση σε ισχύ του κανονισμού αυτού πληρωμές, οι τόκοι υπερημερίας σε βάρος της Ιταλικής Δημοκρατίας δεν οφείλονται στην απουσία συμψηφισμού κατά την πληρωμή του 2003, αλλά στη μη επιστροφή των οφειλόμενων ποσών από τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής τους. Επομένως, η Επιτροπή, με το έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2003, δεν εξέδωσε απόφαση, αλλά περιορίστηκε στη δικαιολόγηση του γεγονότος ότι δεν προέβη προηγουμένως σε συμψηφισμό που ενδεχομένως θα απέτρεπε ή θα διέκοπτε την καταβολή τόκων υπερημερίας.

39      Περαιτέρω, σημειωτέον ότι από το έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2003 προκύπτει ότι οι επίμαχοι τόκοι υπερημερίας επιβλήθηκαν σε βάρος της Ιταλικής Δημοκρατίας προς την οποία απευθύνθηκαν τα χρεωστικά. Επίσης, οι πιστώσεις με τις οποίες θα μπορούσε να γίνει συμψηφισμός αποτελούσαν χρηματοδοτήσεις υπέρ της Ιταλικής Δημοκρατίας, μολονότι τελική αποδέκτρια ήταν η προσφεύγουσα. Ωστόσο, η Ιταλική Δημοκρατία μπορούσε να αποφασίσει να φέρει η ίδια το βάρος της επιστροφής της κύριας οφειλής και των τόκων στο ΕΤΠΑ από δικούς της πόρους χωρίς να μετακυλίσει την υποχρέωση αυτή στην προσφεύγουσα (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσα απόφαση της 2ας Μαΐου 2006 Regione Siciliana κατά Επιτροπής, σκέψη 26). Συνεπώς, εν πάση περιπτώσει το έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2003 δεν αφορά άμεσα την προσφεύγουσα.

40      Κατόπιν των προεκτεθέντων, οι προσφυγές στις υποθέσεις T‑392/03, T‑408/03 και T‑414/03 είναι απαράδεκτες, καθό μέτρο επιδιώκουν την ακύρωση του εγγράφου της 6ης Οκτωβρίου 2003.

 Επί του εγγράφου της 24ης Οκτωβρίου 2003 σχετικά με τον συμψηφισμό (υπόθεση T‑435/03)

 Επιχειρήματα των διαδίκων

41      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το αίτημα περί ακυρώσεως του εγγράφου της 24ης Οκτωβρίου 2003 είναι απαράδεκτο, επικαλούμενη, στην ουσία, τα ίδια επιχειρήματα που προέβαλε προς στήριξη της θέσης της σχετικά με τα αιτήματα περί ακυρώσεως του εγγράφου της 6ης Οκτωβρίου 2003 (βλ. ανωτέρω σκέψεις 29 επ.). Η Επιτροπή υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι, ακόμη και αν το έγγραφο της 24ης Οκτωβρίου 2003 απευθύνεται στην προσφεύγουσα, ουδόλως επηρεάζει τη νομική της κατάσταση και ως εκ τούτου δεν μπορεί να την αφορά άμεσα. Εξάλλου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα χρεωστικά που αφορούν τις χρηματοδοτήσεις «αυτοκινητόδρομος Μεσσήνη-Παλέρμο», «φράγμα Gibbesi», «Πόρτο Εμπεδοκλής», «Aragona Favara» και «πεδιάδα Κατάνης» απευθύνονται στην Ιταλική Δημοκρατία και μόνον. Η προσφεύγουσα ουδεμία ζημία υφίσταται από τα εν λόγω χρεωστικά, εκτός εάν οι ιταλικές αρχές, μέσω ειδικής και αυτοτελούς παρέμβασης, την υποχρέωναν να επιστρέψει τα ποσά που το κράτος αυτό οφείλει στην Επιτροπή.

42      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκ μέρους της έλλειψη εννόμου συμφέροντος, επικαλούμενη τα ίδια επιχειρήματα που προέβαλε προς στήριξη του παραδεκτού των αιτημάτων περί ακυρώσεως του εγγράφου της 6ης Οκτωβρίου 2003 (βλ. ανωτέρω σκέψεις 33 και 34).

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

43      Σημειωτέον ότι, αν και το έγγραφο της 24ης Οκτωβρίου 2003 κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα και, για ενημέρωση, στο ιταλικό Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, αφορά πιστώσεις της Επιτροπής προς την Ιταλική Δημοκρατία σχετικά με την κατάργηση των προαναφερθεισών πέντε χρηματοδοτήσεων του ΕΤΠΑ.

44      Στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, το Πρωτοδικείο ζήτησε από τους διαδίκους να ταυτοποιήσουν τους υπόχρεους των επίμαχων χρεών και χρεώσεων και, στην περίπτωση που υπόχρεη ήταν η Ιταλική Δημοκρατία, να διευκρινίσουν αν τα εν λόγω ποσά δόθηκαν, εν πάση περιπτώσει, στην προσφεύγουσα, ή αν η Ιταλική Δημοκρατία μπορούσε να τα διαθέσει ελεύθερα προς χρηματοδότηση άλλων έργων που δεν αφορούν την περιοχή αυτή. Η Επιτροπή, με τις παρατηρήσεις της σε απάντηση των ερωτήσεων του Πρωτοδικείου, διευκρίνισε ότι τα χρέη με τα οποία έπρεπε να γίνει συμψηφισμός αφορούσαν αίτημα περί πληρωμής σχετικά με την απόφαση C (2000) 2346 της Επιτροπής, με την οποία χορηγείται χρηματοδότηση του ΕΤΠΑ στο πλαίσιο του POR Σικελία, της οποίας δικαιούχος είναι η Ιταλική Δημοκρατία. Η Επιτροπή ισχυρίζεται επίσης ότι δικαιούχος του λογαριασμού στον οποίο διενεργήθηκε ο συμψηφισμός που αναφέρει το έγγραφο της 24ης Οκτωβρίου 2003 ήταν το ιταλικό Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών. Η προσφεύγουσα επιβεβαιώνει τον τελευταίο αυτό ισχυρισμό, υποστηρίζοντας, πάντως, αφενός, ότι ο ρόλος της Ιταλικής Δημοκρατίας ήταν διαμεσολαβητικός και περιοριζόταν στην επιτήρηση και τον έλεγχο και, αφετέρου, ότι τα επίμαχα ποσά «προορίζονταν για την περιφέρεια» και ως εκ τούτου οφείλονταν σε αυτήν.

45      Υπενθυμίζεται περαιτέρω ότι η Ιταλική Δημοκρατία διέθετε διακριτική ευχέρεια και, ως εκ τούτου, μπορούσε να αποφασίσει να μη ζητήσει από την προσφεύγουσα, εν όλω ή εν μέρει, την επιστροφή των ποσών του εγγράφου της 24ης Οκτωβρίου 2003, όσον αφορά τόσο την κύρια οφειλή όσο και τους τόκους υπερημερίας (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσα απόφαση της 2ας Μαΐου 2006 Regione Siciliana, σκέψη 26).

46      Συνεπώς, μολονότι το έγγραφο της 24ης Οκτωβρίου 2003 κοινοποιήθηκε επισήμως στην προσφεύγουσα, ουσιαστική αποδέκτρια της απόφασης περί συμψηφισμού ήταν, στην πραγματικότητα, η Ιταλική Δημοκρατία. Πάντως, σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 2ας Μαΐου 2006 και της 22ας Μαρτίου 2007, Regione Siciliana κατά Επιτροπής), η απόφαση αυτή δεν μπορεί να αφορά άμεσα την προσφεύγουσα.

47      Επομένως, η προσφυγή στην υπόθεση T‑435/03 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί των αιτημάτων περί ακυρώσεως των προπαρασκευαστικών και παράγωγων πράξεων (υποθέσεις T‑392/03, T‑408/03, T‑414/03 και T‑435/03)

48      Δεδομένου ότι τα αιτήματα περί ακυρώσεως όλων των «προπαρασκευαστικών και παράγωγων πράξεων» δεν διατυπώνονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή όσον αφορά το αντικείμενό τους, πρέπει να απορριφθούν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ., σχετικώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Νοεμβρίου 2004, T‑166/98, Cantina sociale di Dolianova κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3991, σκέψη 79).

49      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, οι υπό κρίση προσφυγές πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες στο σύνολό τους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

50      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει τις προσφυγές ως απαράδεκτες.

2)      Καταδικάζει τη Regione Siciliana στα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 25 Σεπτεμβρίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      I. Pelikánová


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.