Language of document : ECLI:EU:T:2022:586

Υπόθεση T-174/21

Agrofert, a.s.

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 28ης Σεπτεμβρίου 2022

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Έγγραφα σχετικά με την έρευνα κατά του πρώην πρωθυπουργού της Τσεχικής Δημοκρατίας για κατάχρηση κονδυλίων της ΕΕ και πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων – Άρνηση παροχής πρόσβασης – Εξαίρεση που αφορά την προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου – Μερική απώλεια του εννόμου συμφέροντος – Μερική κατάργηση της δίκης – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

1.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα – Προστασία των νομικών γνωμοδοτήσεων – Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των εγγράφων – Έννοια – Ίδια συμφέροντα διαδίκου για τη δημοσιοποίηση νομικής γνωμοδότησης της Επιτροπής – Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, 2η περίπτωση)

(βλ. σκέψεις 28-30)

2.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα – Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των εγγράφων – Έννοια – Υποκειμενικό συμφέρον του ενδιαφερομένου να αμυνθεί – Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 1 και 4 § 2)

(βλ. σκέψεις 45, 128-130)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Έννομο συμφέρον – Προσφυγή κατά απόφασης θεσμικού οργάνου περί άρνησης παροχής πρόσβασης σε έγγραφα – Προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου – Μερική δημοσιοποίηση εγγράφου λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων για την προστασία ορισμένων πληροφοριών – Απώλεια του εννόμου συμφέροντος – Κατάργηση της δίκης

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, 3η περίπτωση)

(βλ. σκέψεις 46, 47, 49-53)

4.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Έννομο συμφέρον – Προσφυγή κατά απόφασης θεσμικού οργάνου περί άρνησης παροχής πρόσβασης σε έγγραφα – Δημοσιοποίηση εγγράφου από τρίτον μετά την άσκηση της προσφυγής – Έννοια του όρου «τρίτος» – Θεσμικό όργανο που συνέταξε το έγγραφο – Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 1 και 2)

(βλ. σκέψεις 54-59)

5.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα – Προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου – Περιεχόμενο – Εφαρμογή μετά την περάτωση των οικείων δραστηριοτήτων – Προϋποθέσεις – Στάδιο ανταλλαγής απόψεων με το κράτος μέλος με σκοπό την εφαρμογή των συστάσεων της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου που καταρτίστηκε κατά το στάδιο του οικονομικού ελέγχου – Επιτρέπεται

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, 3η περίπτωση)

(βλ. σκέψεις 73-77, 84, 85, 88, 92, 119)

Σύνοψη

Είναι νόμιμη η απόφαση του Κοινοβουλίου να μην παράσχει πρόσβαση σε δύο έγγραφα σχετικά με την έρευνα που διεξάγεται σε βάρος του Andrej Babiš, πρώην πρωθυπουργού της Τσεχικής Δημοκρατίας, για κατάχρηση ευρωπαϊκών κονδυλίων και ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων.

Το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, διαπιστώνει ότι η εταιρία Agrofert δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση με την οποία δεν της παρασχέθηκε πρόσβαση σε σχετική έκθεση που έχει καταρτίσει η Επιτροπή και, αφετέρου, απορρίπτει την προσφυγή της εν λόγω εταιρίας κατά της απόφασης να μην της παρασχεθεί πρόσβαση σε επιστολή της Επιτροπής προς τον πρωθυπουργό της Τσεχικής Δημοκρατίας.

Η προσφεύγουσα, ήτοι η Agrofert, a.s., είναι τσεχική εταιρία συμμετοχών, η οποία ελέγχει περισσότερες από 230 εταιρίες δραστηριοποιούμενες σε διαφόρους τομείς της οικονομίας, όπως η γεωργία, η παραγωγή τροφίμων, η χημική βιομηχανία ή τα μέσα ενημέρωσης. Είχε συσταθεί από τον Andrej Babiš, ο οποίος ήταν πρωθυπουργός της Τσεχικής Δημοκρατίας από το 2017 έως το 2021. Σε ψήφισμα του Κοινοβουλίου (1) με αντικείμενο με την επανέναρξη της έρευνας σχετικά με τις κατηγορίες εις βάρος του πρωθυπουργού της Τσεχικής Δημοκρατίας για κατάχρηση κονδυλίων της ΕΕ και πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων, αναφέρεται ότι ο Andrej Babiš εξακολουθούσε να ελέγχει τον όμιλο Agrofert μετά τον διορισμό του ως πρωθυπουργού. Θεωρώντας την αναφορά αυτή ανακριβή και επιθυμώντας να πληροφορηθεί βάσει ποιων πληροφοριών εξέδωσε το Κοινοβούλιο το προαναφερθέν ψήφισμα, καθώς και τις πηγές των πληροφοριών αυτών, η προσφεύγουσα υπέβαλε στο Κοινοβούλιο αίτηση πρόσβασης σε διάφορα έγγραφα (2). Το Κοινοβούλιο προσδιόρισε, με την αρχική του απάντηση της 14ης Σεπτεμβρίου 2020, τα προσβάσιμα για το κοινό έγγραφα και αρνήθηκε να επιτρέψει την πρόσβαση σε επιστολή της Επιτροπής προς τον Τσέχο πρωθυπουργό και σε τελική έκθεση ελέγχου της Επιτροπής με αντικείμενο τον έλεγχο της λειτουργίας των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου που είχαν θεσπιστεί στην Τσεχική Δημοκρατία για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων (3). Απαντώντας σε επιβεβαιωτική αίτηση, το Κοινοβούλιο, με απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2021 (4), επιβεβαίωσε, μεταξύ άλλων, την απόφασή του να μην παράσχει πρόσβαση στα δύο ως άνω έγγραφα, βάσει της προβλεπόμενης στον κανονισμό 1049/2001 εξαίρεσης που αφορά την προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου (5).

Αποφαινόμενο επί προσφυγής ακυρώσεως κατά της απόφασης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση του Κοινοβουλίου να μην της παράσχει πρόσβαση στην τελική έκθεση ελέγχου της Επιτροπής και, αφετέρου, απορρίπτει την προσφυγή κατά της απόφασης να μην παρασχεθεί πρόσβαση στην επιστολή της Επιτροπής προς τον Τσέχο πρωθυπουργό.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει εάν μετά τη δημοσίευση της τελικής έκθεσης ελέγχου της Επιτροπής η προσφεύγουσα διατηρεί το έννομο συμφέρον της, δεδομένου ότι το ακυρωτικό αίτημά της αφορά την άρνηση του Κοινοβουλίου να της παράσχει πρόσβαση στην επίμαχη έκθεση.

Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, μετά τη δημοσίευση της τελικής έκθεσης ελέγχου, η άρνηση του Κοινοβουλίου να παράσχει πρόσβαση σε αυτήν δεν παράγει πλέον κανένα αποτέλεσμα, διότι ο συντάκτης του εγγράφου, δηλαδή η Επιτροπή, αποφάσισε να επιτρέψει την πρόσβαση του κοινού σε αυτό, και ότι η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που απορρίπτει το αίτημα πρόσβασης στην έκθεση αυτή δεν θα είχε καμία επιπλέον συνέπεια σε σχέση με τη δημοσιοποίηση του εγγράφου και δεν θα ωφελούσε την προσφεύγουσα.

Οι διαπιστώσεις αυτές δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν δημοσίευσε το πλήρες κείμενο της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η αίτηση πρόσβασης αποσκοπεί στην παροχή πρόσβασης του κοινού σε συγκεκριμένο έγγραφο και μπορεί να έχει ως συνέπεια μόνον τη δημοσιοποίηση του μη εμπιστευτικού κειμένου του επίμαχου εγγράφου. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η απόφαση της Επιτροπής να μην παράσχει στο κοινό πρόσβαση σε ορισμένα στοιχεία της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου δεν στηρίχθηκε στην προβλεπόμενη από τον κανονισμό 1049/2001 εξαίρεση περί προστασίας του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, αλλά σε επιταγές που σχετίζονται με την προστασία ορισμένων πληροφοριών, όπως είναι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή το εμπορικό απόρρητο. Εξ αυτού συνάγει ότι η ακύρωση της απόφασης του Κοινοβουλίου να μην παράσχει στην προσφεύγουσα πρόσβαση στην τελική έκθεση ελέγχου βάσει της προβλεπόμενης από τον κανονισμό 1049/2001 εξαίρεσης περί προστασίας του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου δεν θα είχε ως αποτέλεσμα την παροχή πρόσβασης στα προαναφερθέντα στοιχεία της τελικής έκθεσης ελέγχου, διότι το Κοινοβούλιο δεν είναι ο συντάκτης της έκθεσης και, συνεπώς, δεν μπορούσε να προβεί σε δημοσιοποίηση ευρύτερη από εκείνη που είχε επιτρέψει η Επιτροπή, η οποία είναι ο συντάκτης του εγγράφου. Συνεπώς, λόγω της δημοσίευσης της τελικής έκθεσης ελέγχου, η προσφεύγουσα έχει αποκομίσει το μόνο όφελος που θα μπορούσε να της προσπορίσει η προσφυγή της.

Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ακόμη ότι η επιλογή της προσφεύγουσας να ζητήσει την παροχή πρόσβασης στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου από το Κοινοβούλιο και όχι από το θεσμικό όργανο που συνέταξε το επίμαχο έγγραφο δεν μπορεί να οδηγήσει στην παραδοχή ότι η δημοσίευση του εγγράφου αυτού από την Επιτροπή συνιστά δημοσιοποίηση από «τρίτον», δεδομένου ότι η Επιτροπή είναι ο συντάκτης του εγγράφου.

Το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει ότι η προσφεύγουσα έχει απολέσει το έννομο συμφέρον της να προσβάλει την επίδικη απόφαση, καθόσον το Κοινοβούλιο αρνείται να της παράσχει πρόσβαση στην τελική έκθεση ελέγχου.

Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο αναλύει το αίτημα περί μερικής ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον το Κοινοβούλιο αρνείται να παράσχει στην προσφεύγουσα πρόσβαση στην επιστολή της Επιτροπής.

Κατά πρώτον, απορρίπτει τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται ότι η εξαίρεση που προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001 για την προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου εφαρμόστηκε κατά τρόπο εσφαλμένο, καθόσον το Κοινοβούλιο δεν απέδειξε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις για τη μη παροχή πρόσβασης στην επιστολή της Επιτροπής.

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι, εν προκειμένω, ο σκοπός της έρευνας της Επιτροπής, που συνίσταται στη διασφάλιση της συμβατότητας των συστημάτων ελέγχου και διαχείρισης ενός κράτους μέλος προς το δίκαιο της Ένωσης, δεν είχε επιτευχθεί με την έκδοση του εγγράφου παρακολούθησης. Συγκεκριμένα, η έρευνα δεν αποσκοπεί μόνο στην ανάλυση των συστημάτων που έχει θεσπίσει το οικείο κράτος μέλος· η υλοποίηση από το κράτος μέλος των συστάσεων που διατυπώνει η Επιτροπή στην έκθεση οικονομικού ελέγχου περιλαμβάνεται εξίσου στα βήματα που απαιτούνται για την επίτευξη του σκοπού της έρευνας. Επομένως, η προστασία του σκοπού της έρευνας που διασφαλίζεται με την επίμαχη εξαίρεση δεν ολοκληρώνεται με την έκδοση της ως άνω έκθεσης ούτε με την έκδοση του εγγράφου παρακολούθησης διά του οποίου η Επιτροπή παρακολουθεί την υλοποίηση των συστάσεων που διατύπωσε στην προαναφερθείσα έκθεση. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ακολουθούν δύο στάδια ανταλλαγής απόψεων με το κράτος μέλος, το πρώτο εκ των οποίων αφορά τις αρχικές συστάσεις και το δεύτερο τις συστάσεις που παραμένουν σε εκκρεμότητα, αμφότερα δε τα στάδια αυτά αποτελούν μέρος των ερευνών που καλύπτονται από την εξαίρεση.

Το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει, εξάλλου, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το Κοινοβούλιο δεν απέδειξε ότι η δημοσιοποίηση της επιστολής της Επιτροπής μπορούσε να θίξει την έρευνα. Συγκεκριμένα, αφενός, για να αποδειχθεί συνάφεια μεταξύ της επιστολής της Επιτροπής και της επίμαχης έρευνας, το Κοινοβούλιο έπρεπε απλώς να καταδείξει ότι η επιστολή αυτή αποτελεί μέρος των εγγράφων που σχετίζονται με τη διεξαγόμενη έρευνα. Αφετέρου, η αιτιολογία που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση επαρκεί για να εξηγηθεί ο λόγος για τον οποίον η δημοσιοποίηση της επιστολής της Επιτροπής μπορούσε να θίξει τον σκοπό του οικονομικού ελέγχου, ιδίως δεδομένου ότι, λόγω της άμεσης εμπλοκής του Τσέχου πρωθυπουργού, ήταν σημαντικό να προστατευθεί το απόρρητο των συζητήσεων μεταξύ του εν λόγω προσώπου και της Επιτροπής.

Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται ότι δεν ελήφθη υπόψη η ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση της επιστολής της Επιτροπής. Είναι, βέβαια, γεγονός ότι τα δικαιώματα άμυνας υπάρχουν προς το δημόσιο συμφέρον. Καθόσον, όμως, εν προκειμένω, τα δικαιώματα αυτά συνδέονται με το υποκειμενικό συμφέρον της προσφεύγουσας να αμυνθεί έναντι των σοβαρών κατηγοριών που έχει διατυπώσει το Κοινοβούλιο σε βάρος της, το συμφέρον που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν είναι δημόσιο, αλλά ιδιωτικό και, ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση της επιστολής της Επιτροπής.


1      Ψήφισμα 2019/2987(RSP) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 19ης Ιουνίου 2020, με αντικείμενο την επανέναρξη της έρευνας σχετικά με τις κατηγορίες εις βάρος του πρωθυπουργού της Τσεχικής Δημοκρατίας για κατάχρηση κονδυλίων της ΕΕ και πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων (ΕΕ 2021, C 362, σ. 37).


2      Βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43).


3      Σύμφωνα με τα άρθρα 72 έως 75 και 125 του κανονισμού (ΕΕ) 1303/2013, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006 (ΕΕ 2013, L 347, σ. 320, και διορθωτικά ΕΕ 2016, L 200, σ. 140, και ΕΕ 2019, L 66, σ. 6).


4      Απόφαση A(2019) 8551 C (D 300153) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2021, με την οποία το Κοινοβούλιο αρνήθηκε να παράσχει στην προσφεύγουσα πρόσβαση σε δύο έγγραφα σχετικά με την έρευνα που διεξάγεται σε βάρος του πρώην πρωθυπουργού της Τσεχικής Δημοκρατίας, για κατάχρηση ευρωπαϊκών κονδυλίων και ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων.


5      Εξαίρεση προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2021.