Language of document : ECLI:EU:C:2021:289

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

EVGENI TANCHEV

της 15ης Απριλίου 2021(1)

Υπόθεση C487/19

W.Ż.

παρισταμένων των:

Prokurator Generalny zastępowany przez Prokuraturę Krajową,
τέως Prokurator Prokuratury Krajowej Bożena Górecka,

Rzecznik Praw Obywatelskich

[αίτηση του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 2, άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, και άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κράτος δικαίου – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως – Αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών – Διορισμός σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατόπιν προτάσεως του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου – Διορισμός δικαστή μολονότι εκκρεμεί ένδικο βοήθημα κατά του πορίσματος του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου με το οποίο προτείνεται ο διορισμός του ενδιαφερόμενου προσώπου και μολονότι υφίσταται δικαστική απόφαση αναστέλλουσα την εκτέλεση του πορίσματος αυτού»






1.        Με την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο, Πολωνία, στο εξής: Ανώτατο Δικαστήριο ή αιτούν δικαστήριο) ζητεί την ερμηνεία του άρθρου 2 ΣΕΕ, του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 3, ΣΕΕ, του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2.        Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας που κίνησε ο δικαστής W.Ż. ζητώντας την εξαίρεση δικαστών του Izba Kontroli Nadzwyczajnej i Spraw Publicznych (τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημόσιων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία, στο εξής: τμήμα εκτάκτου ελέγχου), οι οποίοι καλούνται να αποφανθούν επί προσφυγής που άσκησε ο W.Ż. κατά πορίσματος του Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, Πολωνία, στο εξής: KRS) σχετικά με την μετάθεση του W.Ż. σε άλλο τμήμα του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί. Η εν λόγω μετάθεση συνιστά de facto υποβιβασμό του, καθόσον μετατέθηκε από το δευτεροβάθμιο στο πρωτοβάθμιο τμήμα του δικαστηρίου. Ο W.Ż. ήταν μέλος και εκπρόσωπος Τύπου του KRS υπό την προηγούμενη σύνθεσή του και είχε επικρίνει δημόσια τις δικαστικές μεταρρυθμίσεις που πραγματοποίησε στην Πολωνία το κυβερνών κόμμα.

3.        Στις παρούσες προτάσεις, παρέλκει η παράθεση του εθνικού δικαίου, δεδομένου ότι δεν είναι απολύτως απαραίτητο για τους σκοπούς της νομικής ανάλυσης (2).

I.      Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

4.        Ο W.Ż. είναι δικαστής του Sąd Okręgowy (πρωτοδικείου περιφέρειας, Πολωνία) της πόλης K. Με απόφαση της 27ης Αυγούστου 2018, μετατέθηκε από το τμήμα του δικαστηρίου αυτού, στο οποίο υπηρετούσε μέχρι τότε, σε άλλο τμήμα του ίδιου δικαστηρίου. Ο W.Ż. προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του KRS, το οποίο, με πόρισμά του της 21ης Σεπτεμβρίου 2018 (στο εξής: επίμαχο πόρισμα), αποφάσισε να περατωθεί η διαδικασία της διοικητικής ένστασής του. Στις 14 Νοεμβρίου 2018, ο W.Ż. άσκησε προσφυγή κατά του επίμαχου πορίσματος ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

5.        Μετά την άσκηση της προσφυγής του, ο W.Ż. υπέβαλε αίτηση ζητώντας να εξαιρεθούν από την εκδίκαση της εν λόγω προσφυγής όλοι οι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου που είναι μέλη του τμήματος εκτάκτου ελέγχου. Υποστήριξε ότι το τμήμα εκτάκτου ελέγχου, λόγω της θεσμικής του μορφής και του τρόπου εκλογής των μελών του από το αντισυνταγματικά συσταθέν KRS, δεν μπορεί, ανεξαρτήτως συνθέσεως, να αποφανθεί επί της προσφυγής κατά τρόπο αμερόληπτο και ανεξάρτητο.

6.        Η πρόταση διορισμού όλων των δικαστών του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημόσιων υποθέσεων τους οποίους αφορά η αίτηση εξαίρεσης περιλαμβανόταν στο υπ’ αριθ. 331/2018 πόρισμα του KRS, της 28ης Αυγούστου 2018 (στο εξής: πόρισμα 331/2018 του KRS). Κατά του πορίσματος αυτού στο σύνολό του προσέφυγαν ενώπιον του Naczelny Sąd Administracyjny (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Πολωνία, στο εξής: Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) άλλοι μετέχοντες στη διαδικασία διορισμού, ως προς τους οποίους το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο δεν υπέβαλε στον Prezydent Rzeczypospolitej Polskiej (Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας, στο εξής: Πρόεδρος της Δημοκρατίας) πρόταση διορισμού τους σε θέσεις δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

7.        Με απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2018, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο ανέστειλε την εκτέλεση του πορίσματος 331/2018 του KRS. Παρά την προγενέστερα ασκηθείσα προσφυγή κατά του πορίσματος 331/2018 του KRS στο σύνολό του και την αναστολή εκτέλεσης του πορίσματος από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, καθώς και τη μη περάτωση της διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επέδωσε στις 10 Οκτωβρίου 2018 πράξεις διορισμού δικαστικού λειτουργού του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημόσιων υποθέσεων στα πρόσωπα τα οποία αφορούσε η αίτηση εξαίρεσης που είχε υποβάλει ο W.Ż.

8.        Στις 21 Νοεμβρίου 2018, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με άλλο πόρισμα του KRS (συγκεκριμένα δε το πόρισμα 317/2018) με το οποίο προτεινόταν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ο διορισμός συγκεκριμένων προσώπων ως δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στις 22 Νοεμβρίου 2018, η διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου στις υποθέσεις των προσφυγών κατά του πορίσματος 331/2018 του KRS ανεστάλη έως ότου το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων όσον αφορά τον συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης χαρακτήρα του άρθρου 44, παράγραφοι 1bis και 4, του νόμου περί του KRS (υπόθεση C‑824/18 (3)).

9.        Παρά το γεγονός ότι η διαδικασία αυτή δεν είχε περατωθεί, στις 20 Φεβρουαρίου 2019, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επέδωσε πράξη διορισμού σε θέση δικαστή του τμήματος εκτάκτου ελέγχου στον A.S. (τον δικαστή που επιλήφθηκε, στο πλαίσιο μονομελούς δικαστικού σχηματισμού, της προσφυγής του W.Ż.)

10.      Η πρόταση διορισμού του A.S. περιλαμβανόταν στο πόρισμα 331/2018 του KRS και, ως εκ τούτου, και ο διορισμός αυτός πραγματοποιήθηκε μετά την προσφυγή κατά του πορίσματος 331/2018 του KRS στο σύνολό του ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου και μετά την αναστολή εκτέλεσης του πορίσματος αυτού από το εν λόγω δικαστήριο, και μολονότι εξακολουθούσε να εκκρεμεί η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου αυτού. Δεδομένου ότι ο A.S. διορίστηκε δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 20 Φεβρουαρίου 2019, δηλαδή μετά την εκ μέρους του W.Ż. υποβολή της αίτησης εξαίρεσης της 14ης Νοεμβρίου 2018, η εν λόγω αίτηση δεν αφορούσε το πρόσωπο αυτό.

11.      Στις 8 Μαρτίου 2019, ακριβώς πριν από την έναρξη της συνεδρίασης του τμήματος αστικών υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το τμήμα εκτάκτου ελέγχου, σε μονομελή σύνθεση αποτελούμενη από τον A.S., και ενώ δεν είχε στη διάθεσή του τη δικογραφία της υπόθεσης I αριθ. 47/18, εξέδωσε συναφώς διάταξη, απορρίπτοντας την προσφυγή του W.Ż. ως απαράδεκτη (στο εξής: προσβαλλόμενη διάταξη). Με τη διάταξη αυτή έγινε δεκτή η θέση του εθνικού Γενικού Εισαγγελέα χωρίς να παρασχεθεί προηγουμένως η δυνατότητα στον W.Ż. να υποβάλει παρατηρήσεις επ’ αυτής. Επιπλέον το τμήμα εκτάκτου ελέγχου έκρινε απαράδεκτη την προσφυγή, μολονότι το τμήμα αστικών υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε ήδη επιληφθεί αίτησης που υπέβαλε ο W.Ż. για την εξαίρεση όλων των δικαστών του τμήματος εκτάκτου ελέγχου.

12.      Στη συνεδρίαση της 20ής Μαρτίου 2019, ο σχηματισμός του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εξέτασε την αίτηση εξαίρεσης απεφάνθη ότι η έκδοση της διάταξης της 8ης Μαρτίου 2019 στην υπόθεση I αριθ. 47/18 (πριν την εξέταση της αίτησης εξαίρεσης) συνιστά παράβαση του άρθρου 50, παράγραφος 3, σημείο 2, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του άρθρου 45, παράγραφος 1, του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας, του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ) και του άρθρου 47, παράγραφος 2, του Χάρτη.

13.      Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε επίσης κατά πόσον ο A.S, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών διορισμού του, είναι πράγματι δικαστής του εν λόγω δικαστηρίου. Το γεγονός αυτό έχει σημασία για να εκτιμηθεί αν η διάταξη της 8ης Μαρτίου 2019, εκδοθείσα στην υπόθεση I αριθ. 47/18 από το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση αποτελούμενη από τον A.S., υφίσταται νομικώς ως δικαστική απόφαση. Η προηγούμενη επίλυση του εν λόγω ζητήματος είναι κρίσιμη για την έκβαση της εξέτασης της αίτησης εξαίρεσης. Εάν η διάταξη της 8ης Μαρτίου 2019 στην υπόθεση I αριθ. 47/18 υφίσταται νομικώς, η διαδικασία στην υπόθεση περί εξαίρεσης πρέπει να περατωθεί (να καταργηθεί η δίκη) ως άνευ αντικειμένου. Εάν όμως η διάταξη της 8ης Μαρτίου 2019 δεν υφίσταται νομικώς, τότε η αίτηση εξαίρεσης πρέπει να εξεταστεί.

14.      Κατά την εξέταση του ζητήματος αυτού, το Ανώτατο Δικαστήριο, διατηρώντας σοβαρές αμφιβολίες ως προς τις ενδεδειγμένες ενέργειες, υπέβαλε στην κρίση επταμελούς δικαστικού σχηματισμού το ακόλουθο νομικό ζήτημα: υφίσταται νομικώς μια δικαστική απόφαση όταν έχει εκδοθεί από τμήμα μονομελούς σύνθεσης αποτελούμενο από πρόσωπο διορισθέν στη θέση του δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου παρά την άσκηση προηγούμενης προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου κατά του πορίσματος του KRS το οποίο περιλαμβάνει πρόταση διορισμού του οικείου προσώπου, παρά την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης αυτής και παρά τη μη περάτωση της διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου πριν από την επίδοση της πράξης διορισμού;

15.      Το επταμελές τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκτιμά ότι είναι αναγκαία η έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου, προκειμένου να μπορέσει να αποφανθεί επί του προαναφερθέντος νομικού ζητήματος. Η απόφαση του Δικαστηρίου μπορεί να συνεπάγεται ότι οι αποφάσεις που εκδίδει τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη σύνθεση του οποίου μετέχουν αποκλειστικά και μόνον πρόσωπα διορισθέντα υπό τέτοιες περιστάσεις θεωρούνται νομικώς ανυπόστατες, διότι εκδόθηκαν από πρόσωπο ή πρόσωπα που δεν είναι δικαστές.

16.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η διαδικασία διορισμού του A.S. σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου συνιστά κατάφωρη και εκ προθέσεως παράβαση της πολωνικής νομοθεσίας που διέπει τον διορισμό των δικαστών.

17.      Ως εκ τούτου, το τμήμα αστικών υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπό διευρυμένη επταμελή σύνθεση, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν το άρθρο 2, το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, [ΣΕΕ], σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του [Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων] και το άρθρο 267 [ΣΛΕΕ], την έννοια ότι δεν αποτελεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως κατά την έννοια του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το μονομελές δικαστήριο το οποίο αποτελείται από πρόσωπο διορισθέν στη θέση του δικαστή κατά κατάφωρη παράβαση των εθνικών κανόνων δικαίου σχετικά με τον διορισμό των δικαστών, παράβαση συνιστάμενη ιδίως στον διορισμό του εν λόγω προσώπου στη θέση του δικαστή, παρά την προηγούμενη άσκηση προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου (Naczelny Sąd Administracyjny) (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου) κατά του πορίσματος εθνικής αρχής (Krajowa Rada Sądownictwa) (Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου), το οποίο περιλαμβάνει πρόταση διορισμού του ενδιαφερόμενου προσώπου στη θέση του δικαστή, παρά την αναστολή εκτέλεσης του πορίσματος αυτού σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και παρά τη μη περάτωση της διαδικασίας ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου) πριν από την επίδοση της πράξης διορισμού;»

II.    Ανάλυση

Α.      Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

18.      Ο εθνικός Γενικός Εισαγγελέας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί του υποβληθέντος ερωτήματος, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι αρμόδια όσον αφορά τους λεπτομερείς όρους της διαδικασίας διορισμού των δικαστών, το κύρος των διορισμών αυτών, τις διαδικασίες εξαιρέσεως των δικαστών ή τη διαπίστωση ενδεχομένου νομικώς ανυπόστατου χαρακτήρα αποφάσεων εθνικών δικαστηρίων. Επιπλέον, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της ιδιότητας συγκεκριμένου προσώπου ως εθνικού δικαστή.

19.      Ωστόσο, αρκεί η επισήμανση, πρώτον, ότι «μολονότι η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ» (4). Τούτο μπορεί να συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση των εθνικών κανόνων που αφορούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις και τους όρους της διαδικασίας για την έκδοση των αποφάσεων περί διορισμού δικαστών και, ενδεχομένως, των κανόνων σχετικά με τον δικαστικό έλεγχο που εφαρμόζεται στο πλαίσιο τέτοιων διαδικασιών διορισμού (5).

20.      Δεύτερον, ο προσφεύγων της κύριας δίκης (ο W.Ż.) –ο οποίος, ως εκ της ιδιότητάς του ως δικαστή, μπορεί να αποφανθεί επί ζητημάτων σχετικών με την εφαρμογή και ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης– ζητεί ευθέως την προστασία που απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης, στο μέτρο που τα διοικητικά μέτρα που λαμβάνονται εις βάρος του (φαίνεται να συνιστούν de facto υποβιβασμό) μπορούν να έχουν αρνητικές συνέπειες για την ανεξαρτησία του. Η προσφυγή του W.Ż. –ο οποίος ζητεί την προστασία της επαγγελματικής του ιδιότητας– πρέπει να κριθεί επίσης σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης: ειδικότερα, σύμφωνα με την απαίτηση ότι επί μιας τέτοιας προσφυγής μπορεί να αποφανθεί μόνο δικαστής ή δικαστήριο που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 19 ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη.

21.      Τρίτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε ο εθνικός Γενικός Εισαγγελέας άπτονται στην πράξη του ίδιου του περιεχομένου και, ως εκ τούτου, της ερμηνείας των εν λόγω διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Η ερμηνεία αυτή, όμως, εμπίπτει προδήλως στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (6).

Β.      Επί του παραδεκτού του προδικαστικού ερωτήματος

22.      Η Πολωνική Κυβέρνηση προβάλλει σειρά επιχειρημάτων, βάσει των οποίων φρονεί ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο. Κατ’ ουσίαν, υποστηρίζει ότι τούτο συμβαίνει διότι: i) το ερώτημα δεν αφορά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, αλλά απλώς την επιβεβαίωση της γνώμης του αιτούντος δικαστηρίου ότι ο οικείος δικαστής δεν είναι ανεξάρτητος, αμερόληπτος ή νομίμως διορισμένος –θέσεις οι οποίες άπασες απαιτούν, μεταξύ άλλων, την ερμηνεία του εθνικού δικαίου και την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών· ii) δεν είναι δυνατή η εκ μέρους του Δικαστηρίου αναδιατύπωση του υποβληθέντος από το Ανώτατο Δικαστήριο ερωτήματος, δεδομένου ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ζητείται από το Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση περί εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και να αποφανθεί ότι ο εμπλεκόμενος δικαστής δεν συνιστά δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως· iii) η απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα δεν είναι αναγκαία για να μπορέσει το αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί επί της κύριας δίκης (ειδικότερα, η προσφυγή του W.Ż. έχει ήδη απορριφθεί ως απαράδεκτη με την προσβαλλόμενη διάταξη και, εν πάση περιπτώσει, το αιτούν δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εκδώσει απόφαση που θα συνεπαγόταν την απώλεια της ιδιότητας του δικαστή)· και iv) οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που μνημονεύονται στο προδικαστικό ερώτημα δεν έχουν εφαρμογή στην κύρια δίκη.

23.      Εκτός από επιχειρήματα ανάλογα των ανωτέρω της Πολωνικής Κυβέρνησης, ο εθνικός Γενικός Εισαγγελέας υποστηρίζει επίσης ότι το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο, καθόσον: i) η επίμαχη στην κύρια δίκη αίτηση εξαίρεσης των δικαστών του τμήματος εκτάκτου ελέγχου έπρεπε να έχει κηρυχθεί απαράδεκτη βάσει της εθνικής νομολογίας· ii) κρίνοντας επί προσφυγής κατά πορίσματος του KRS, όπως η επίμαχη εν προκειμένω, το Ανώτατο Δικαστήριο ενεργεί όχι ως δικαστήριο που καλείται να αποφανθεί επί διαφοράς βάσει διατάξεων νόμου, αλλά ως όργανο νομικής προστασίας το οποίο παρεμβαίνει στο πλαίσιο διαδικασίας με σκοπό την έκδοση πορίσματος γενικού χαρακτήρα· iii) η ερμηνεία που ζητείται εν προκειμένω δεν έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, διότι –ως προς το ζήτημα εάν ο δικαστής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη διάταξη είναι ανεξάρτητος και αμερόληπτος, καθώς και ως προς τη νομική βάση ή ενδεχομένως το ανυπόστατο της διάταξης αυτής– το Δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση που να μην καταλείπει καμία αμφιβολία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, αλλά περιορίζεται στο να παράσχει νομικές κατευθύνσεις βάσει των οποίων το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εκδώσει την απόφασή του, ενώ το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα στηρίζεται μόνον σε υποκειμενικές και ατεκμηρίωτες αιτιάσεις περί παράβασης της εθνικής διαδικασίας διορισμού· και iv) το σκεπτικό της διάταξης περί παραπομπής δεν είναι σύμφωνο με το άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι το εθνικό δίκαιο παρατίθεται από το αιτούν δικαστήριο επιλεκτικά και μεροληπτικά και δεν τεκμηριώνεται η προβαλλόμενη παράβαση της εθνικής διαδικασίας διορισμού.

24.      Κατ’ αρχάς, ως γενική παρατήρηση, το Δικαστήριο είναι, κατά τη γνώμη μου, σαφώς αρμόδιο και μάλιστα είναι το μοναδικό δικαστήριο αρμόδιο να απαντήσει σε ερώτημα που αφορά τα κριτήρια τα οποία πρέπει να πληροί ένα ανεξάρτητο δικαστήριο σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης (7) και, εν συνεχεία, να καθορίσει τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από τις αποφάσεις που λαμβάνονται από πρόσωπο ή όργανο το οποίο δεν πληροί τα κριτήρια αυτά. Για τους λόγους αυτούς, ερωτήματα όπως το υποβληθέν πρέπει να κρίνονται παραδεκτά.

25.      Περαιτέρω, αντιθέτως προς το σύνολο των προαναφερθέντων επιχειρημάτων της Πολωνικής Κυβέρνησης και του εθνικού Γενικού Εισαγγελέα, συντάσσομαι με την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, της Επιτροπής και του Rzecznik Praw Obywatelskich (Συνηγόρου του Πολίτη, Πολωνία), σύμφωνα με την οποία το να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα –ήτοι, στο εάν ο επίμαχος δικαστής είχε όντως την ιδιότητα δικαστικού λειτουργού, αρμόδιου για την έκδοση της προσβαλλόμενης διάταξης– είναι αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

26.      Τούτο ισχύει διότι –εν αντιθέσει προς την επίμαχη περίπτωση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Miasto Łowicz (8)– η ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ θα επηρεάσει άμεσα την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, δεδομένου ότι θα του παράσχει τη δυνατότητα να αποφανθεί σχετικά με το κρινόμενο ζήτημα ως πρόκριμα, ενώ από την απάντηση στο ζήτημα αυτό θα εξαρτηθεί εάν πρέπει (ή όχι) να εξεταστεί η αίτηση εξαίρεσης των δικαστών του τμήματος εκτάκτου ελέγχου, στην περίπτωση που με την προσβαλλόμενη διάταξη νομίμως περατώθηκε η διαδικασία που κινήθηκε από τον W.Ż. ή εάν, αντιθέτως, πρέπει να κηρυχθεί ανυπόστατη η προσβαλλόμενη διάταξη και, επομένως, να εξεταστεί η προσφυγή και η αίτηση εξαίρεσης.

27.      Το πρόκριμα αυτό μπορεί να αφορά, ιδίως, δικονομική πτυχή της κύριας δίκης (9) ή την αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου να εξετάσει το υπό κρίση ένδικο βοήθημα (10). Από την άποψη αυτή, η υπό κρίση υπόθεση δεν διαφέρει ιδιαίτερα από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Α. Κ. κ.λπ., στη σκέψη 99 της οποίας αναφέρεται: «[ε]ν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί […] ότι με τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε στο Δικαστήριο και με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που ζητεί στην περίπτωση αυτή, το αιτούν δικαστήριο δεν ζητεί διευκρινίσεις επί της ουσίας των διαφορών των οποίων έχει επιληφθεί και οι οποίες άπτονται οι ίδιες άλλων ζητημάτων που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά διευκρινίσεις όσον αφορά ζήτημα δικονομικής φύσεως το οποίο πρέπει να επιλύσει ως πρόκριμα κατά την έναρξη της δίκης, καθόσον το ζήτημα αυτό αφορά την ίδια την αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου να επιληφθεί των εν λόγω διαφορών».

28.      Πράγματι, η απάντηση που θα δοθεί από το Δικαστήριο θα καταστήσει δυνατόν για το αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά με την ιδιότητα του διορισθέντος προσώπου εντός του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σχετικά με το καθεστώς του τμήματος εκτάκτου ελέγχου, καθώς και σχετικά με το κύρος της διάταξης που εξέδωσε ο A.S. στις 8 Μαρτίου 2019 (ως προς το απαράδεκτο της προσφυγής του W.Ż.), ενώ, επιπλέον, θα παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της αίτησης εξαίρεσης του συνόλου των δικαστών του τμήματος εκτάκτου ελέγχου.

29.      Εξάλλου, ανεξαρτήτως της φύσης της υπόθεσης της κύριας δίκης, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει εφαρμογή εν προκειμένω, δεδομένου ότι το τμήμα εκτάκτου ελέγχου συνιστά δικαστήριο το οποίο –πέραν των αποφάσεων επί βασικών πολιτειακών ζητημάτων σύμφωνα με το κράτος δικαίου, όπως η επικύρωση του αποτελέσματος των εκλογών στην Πολωνία– ενδέχεται να κληθεί να αποφανθεί επί ζητημάτων που συνδέονται με την εφαρμογή και την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, ιδίως λόγω της αρμοδιότητάς του στους τομείς του δικαίου του ανταγωνισμού, της ρύθμισης του κλάδου της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, των σιδηροδρομικών μεταφορών και του ελέγχου των μέσων μαζικής ενημέρωσης (11).

Γ.      Επί της ουσίας

1.      Συνοπτική έκθεση των επιχειρημάτων των διαδίκων

30.      Ο W.Ż., ο εθνικός Γενικός Εισαγγελέας, ο εθνικός Συνήγορος του Πολίτη, η Πολωνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου.

31.      Η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ΣΕΕ, το τμήμα εκτάκτου ελέγχου αποτελεί ανεξάρτητο δικαστήριο και ότι η ιδιότητα των δικαστών που μετέχουν σε αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο εκκρεμούσας ενώπιόν του διαφοράς. Συναφώς, i) το προσβαλλόμενο πόρισμα, σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο d, του νόμου περί του KRS, έχει πλέον καταστεί απρόσβλητο ως προς τους προταθέντες συμμετέχοντες στη διαδικασία διορισμού, ο διορισμός τους ουδόλως εμποδίζεται, το δε Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επ’ αυτού του μέρους του πορίσματος ή να αναστείλει την εκτέλεσή του· ii) οι διατάξεις βάσει των οποίων το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο επελήφθη της διαφοράς κρίθηκαν αντισυνταγματικές με την απόφαση του Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Πολωνία· στο εξής: Συνταγματικό Δικαστήριο) της 25ης Μαρτίου 2019 και η κινηθείσα με την προσφυγή αυτή δίκη περατώθηκε με νομοθετική παρέμβαση, λαμβανομένης υπόψη της εν λόγω αποφάσεως και του άρθρου 3 του νόμου της 26ης Απριλίου 2019· και iii) η προβλεπόμενη στο άρθρο 179 του Συντάγματος και στον νόμο περί του KRS διαδικασία διορισμού των δικαστών του τμήματος εκτάκτου ελέγχου δεν διαφέρει από αυτή που ισχύει σε άλλα κράτη μέλη, καθόσον μάλιστα προβλέπει ακόμη πιο αυστηρές προϋποθέσεις από ορισμένα εξ αυτών των εθνικών συστημάτων, και ουδόλως επηρεάζει την ανεξαρτησία των διορισθέντων δικαστών, η οποία εξάλλου διασφαλίζεται πλήρως από τα άρθρα 178 έως 181 του Συντάγματος, που εγγυώνται την ισοβιότητα, το αμετακίνητο, την ποινική ασυλία και τις αποδοχές των δικαστών, ενώ παράλληλα απαιτεί από αυτούς, μεταξύ άλλων, πολιτική ουδετερότητα.

32.      Ο εθνικός Γενικός Εισαγγελέας δεν υπέβαλε παρατηρήσεις επί της ουσίας του προδικαστικού ερωτήματος, ενώ το σύνολο των παρατηρήσεών του αφορούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Προσέθεσε ότι η επίμαχη διαδικασία διορισμού δικαστή δεν παραβίαζε καμία διάταξη του πολωνικού δικαίου και ότι το δικαστήριο που αποφάνθηκε επί της υποθέσεως του W.Ż. είχε όλα τα εχέγγυα ανεξαρτησίας, αμεροληψίας και νόμιμης σύστασης.

33.      Ο W.Ż. επικαλείται κατ’ ουσίαν τη νομολογία Ástráðsson του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) και τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση Α. Κ. κ.λπ.), κατά την οποία τα εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας που απορρέουν από το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και από το άρθρο 47 του Χάρτη, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, επιβάλλουν την ύπαρξη κανόνων για τον διορισμό των δικαστών, ώστε να μην προκαλείται στους πολίτες καμία εύλογη αμφιβολία ως προς το ανεπηρέαστο των δικαστών αυτών από συμφέροντα, ιδίως αυτά της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Κατά τον W.Ż., το Δικαστήριο έκρινε ότι οι απαιτήσεις αυτές δεν πληρούνται όταν οι αντικειμενικές περιστάσεις υπό τις οποίες συστάθηκε το δικαστήριο, τα χαρακτηριστικά του και ο τρόπος διορισμού των μελών του ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα να μη δίδει το δικαστήριο αυτό εντύπωση ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, στοιχείο που μπορεί να θίξει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει η δικαιοσύνη στους πολίτες στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας (απόφαση Α. Κ. κ.λπ.). Κατά τον W.Ż., εντούτοις, ούτε το KRS ούτε τα μέλη του τμήματος εκτάκτου ελέγχου (των οποίων τον διορισμό πρότεινε το KRS στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας) πληρούν τις απαιτήσεις αυτές.

34.      Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση Α. Κ. κ.λπ.) προκύπτει ότι «μολονότι το ένα ή το άλλο από τα στοιχεία [των πρόσφατων νομοθετικών μεταρρυθμίσεων του δικαστικού συστήματος] μπορεί να μην είναι επικριτέο αφεαυτού και να εμπίπτει, στην περίπτωση αυτή, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών και στις εκ μέρους τους επιλογές, ο συνδυασμός τους, προστιθέμενος στις περιστάσεις υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκαν οι επιλογές αυτές, μπορεί, αντιθέτως, να προκαλέσει αμφιβολίες για την ανεξαρτησία οργάνου» όπως το τμήμα εκτάκτου ελέγχου και οι δικαστές του. Από τα διάφορα κριτήρια που απορρέουν από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι το νέο KRS, που εμπλέκεται στη διαδικασία διορισμού των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν παρέχει τις εγγυήσεις ανεξαρτησίας που απαιτούνται προκειμένου το τμήμα εκτάκτου ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο δημιουργήθηκε εκ του μηδενός, και τα μέλη του να μπορούν να θεωρηθούν ανεξάρτητα και αμερόληπτα δικαστήρια και δικαστές, όπως απαιτεί το δίκαιο της Ένωσης.

35.      Ο εθνικός Συνήγορος του Πολίτη και ο W.Ż. υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, λαμβανομένου υπόψη του ότι ο εμπλεκόμενος δικαστής διορίστηκε κατά κατάφωρη παραβίαση του εθνικού δικαίου και της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, καθώς και του ότι αυτός δεν αποτελεί ούτε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως ούτε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, ο συγκεκριμένος δικαστής δεν ήταν σε θέση να αποφανθεί επί ενδίκου βοηθήματος εμπίπτοντος στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη. Επιπλέον, σε τέτοια περίπτωση, δεν είναι συμβατή με τις απαιτήσεις που είναι συνυφασμένες με το δίκαιο της Ένωσης καμία εθνική διάταξη ή πρακτική (νομοθετική, διοικητική ή δικαστική) που μειώνει την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, λόγω της μη αναγνωρίσεως στον αρμόδιο δικαστή, στο πλαίσιο της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, της εξουσίας να πράττει (κατά τον χρόνο της εφαρμογής αυτής) καθετί αναγκαίο ώστε να μην τύχουν εφαρμογής οι εθνικές διατάξεις που θίγουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των άμεσα εφαρμοστέων κανόνων του δικαίου της Ένωσης (όπως το άρθρο 19 παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη), χωρίς να χρειάζεται να ζητήσει ή να αναμένει την κατάργηση της επίμαχης πράξης νομοθετικώς ή δυνάμει οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας (12).

36.      Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι στο πρώτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Αντιθέτως, υποστηρίζει ότι στο δεύτερο σκέλος πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση.

2.      Εκτίμηση

α)      Εισαγωγικά: το αιτούν δικαστήριο έχει ήδη διαπιστώσει την ύπαρξη, εν προκειμένω, κατάφωρης και εκ προθέσεως παράβασης της πολωνικής νομοθεσίας περί διορισμών δικαστών

37.      Με το προδικαστικό ερώτημα, το οποίο αφορά το άρθρο 2 ΣΕΕ, το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη, το τμήμα αστικών υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν οι εν λόγω διατάξεις του δικαίου της Ένωσης απαγορεύουν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να διορίσει πρόσωπο ως δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και δη στο τμήμα εκτάκτου ελέγχου, που δημιουργήθηκε ex novo, σε περίπτωση κατά την οποία: i) το πόρισμα του KRS με το οποίο προτείνεται ο διορισμός του οικείου δικαστή στη θέση αυτή αποτελεί το αντικείμενο προσφυγής που εκκρεμεί ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου (πρώτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος) και ii) το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, έχει αναστείλει την εκτέλεση του εν λόγω πορίσματος (δεύτερο σκέλος).

38.      Το προδικαστικό ερώτημα πρέπει να εξεταστεί λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες συναφείς υποθέσεις που απασχόλησαν το Δικαστήριο: i) υπόθεση C‑824/18 (βλ. προτάσεις μου της 17ης Δεκεμβρίου 2020 και απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Μαρτίου 2021 (13)), στην οποία το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο αμφισβήτησε την ανεξαρτησία των εθνικών δικαστηρίων ως δικαστηρίων της Ένωσης στο πλαίσιο δικαστικού ελέγχου πορίσματος του KRS με το οποίο προτάθηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ο διορισμός δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου· ii) υπόθεση C‑508/19 (η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, βλ. τις παράλληλες, χωριστές, προτάσεις μου στην εν λόγω υπόθεση, της 15ης Απριλίου 2021, δηλαδή της ίδιας ημερομηνίας με τις παρούσες), η οποία παραπέμφθηκε στο Δικαστήριο από το Ανώτατο Δικαστήριο και στην οποία, μεταξύ των επίμαχων νομικών ζητημάτων, περιλαμβάνεται ο προδήλως παράνομος διορισμός δικαστή ο οποίος έχει αποφανθεί επί της ερμηνείας και της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης καθώς και οι συνέπειες ενός τέτοιου διορισμού επί των αποφάσεων που εκδίδει ο δικαστής αυτός· και iii) υπόθεση C‑791/19 (η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, βλ. προτάσεις μου στην εν λόγω υπόθεση, οι οποίες θα αναπτυχθούν στις 6 Μαΐου 2021 και στις οποίες θα εξετάσω επίσης το ζήτημα του δικαιώματος σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως, ως μέρος των εγγυήσεων του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ).

39.      Το αιτούν δικαστήριο έχει ήδη διαπιστώσει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας διορισμού του A.S. σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπήρξε κατάφωρη και εκ προθέσεως παράβαση της πολωνικής νομοθεσίας περί διορισμών δικαστών.

40.      Η παράβαση αυτή συνίστατο κυρίως στο ότι ο A.S. διορίστηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας στη θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου μολονότι άλλοι μετέχοντες στη διαδικασία διορισμού είχαν προηγουμένως ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου κατά του πορίσματος 331/2018 του KRS, το οποίο περιελάμβανε την πρόταση διορισμού του, και παρά τη μη περάτωση της διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου πριν από την επίδοση σε αυτόν της πράξης διορισμού του.

41.      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, αφενός, δυνάμει του άρθρου 179 του πολωνικού Συντάγματος, οι δικαστές στην Πολωνία διορίζονται για θητεία αορίστου χρόνου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατόπιν πρότασης του KRS. Ως εκ τούτου, από χρονικής άποψης απαιτείται η σύμπραξη των δύο αυτών συμπληρωματικών μεταξύ τους οργάνων. Η πρόταση του KRS έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα, ωστόσο παρέχει ορισμένες εξουσίες: η διαβίβασή της στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας παρέχει σε αυτόν την η αρμοδιότητα να διορίσει το πρόσωπο που προτείνεται σε θέση δικαστή.

42.      Της υποβολής πρότασης από το KRS στον πρόεδρο της Δημοκρατίας για τον διορισμό δικαστή προηγείται διαδικασία διορισμού, η οποία ρυθμίζεται νομοθετικά σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές. Προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των δικαιωμάτων των υποψηφίων που συμμετέχουν στη διαδικασία διορισμού, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος πρόσβασης στη δημόσια διοίκηση επί ίσοις όροις (άρθρο 60 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας) και του δικαιώματος προσφυγής σε δικαστήριο σε κάθε ατομική περίπτωση (άρθρο 45, παράγραφος 1, και άρθρο 77, παράγραφος 2, του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας), έχει προβλεφθεί ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των πορισμάτων του KRS που αφορούν την υποβολή προτάσεως προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας για τον διορισμό δικαστικών λειτουργών (άρθρο 44 του νόμου περί του KRS). Για τους υποψηφίους που υποβάλλουν αίτηση για διορισμό σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο έλεγχος αυτός ανατίθεται στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο –το οποίο πρέπει να λάβει υπόψη τις απαντήσεις που έδωσε το Δικαστήριο στα προδικαστικά ερωτήματα στην υπόθεση C‑824/18 (14) και να αποφανθεί επί του συμβατού των οικείων εθνικών διατάξεων (του άρθρου 44, παράγραφοι 1bis και 4 του νόμου περί του KRS) με το δίκαιο της Ένωσης, καθώς και να διασφαλίσει τη σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του εθνικού δικαίου.

43.      Αφετέρου, στην περίπτωση κατά την οποία, πριν από την επίδοση της πράξης διορισμού σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έχει ασκηθεί ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγή κατά πορίσματος που περιλαμβάνει την πρόταση διορισμού συγκεκριμένου προσώπου, η νομική υπόσταση του εν λόγω πορίσματος εξαρτάται από την απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου. Η ευδοκίμηση της προσφυγής μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη συνακόλουθη διαπίστωση ότι εξέλιπε μία εκ των προϋποθέσεων διορισμού του δικαστή αυτού. Επομένως, μέχρι την περάτωση της διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Πολωνίας δεν μπορεί να ασκήσει το προνόμιό του να διορίσει συγκεκριμένο πρόσωπο ως δικαστή λόγω έλλειψης στέρεης νομικής βάσης επί της οποίας στηρίζεται η άσκηση του εν λόγω προνομίου.

44.      Οι παραβάσεις της πολωνικής νομοθεσίας σχετικά με τον διορισμό των δικαστών στην υπό κρίση υπόθεση έλαβαν χώρα στο πλαίσιο λήψεως επιπλέον μέτρων με σκοπό να αποτραπεί ο αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος των πορισμάτων του KRS περί προτάσεως διορισμού σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (15).

45.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, πέραν των ζητημάτων που εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της προαναφερθείσας υπόθεσης, υπάρχουν και άλλες παρατυπίες σχετικές με τον επίμαχο στην κύρια δίκη διορισμό, όπως το γεγονός ότι τα μέλη του KRS που είναι δικαστές ορίστηκαν από τη Sejm (Κάτω Βουλή ή Δίαιτα, Πολωνία) και όχι, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, από τους συναδέλφους τους. Επιπλέον, οι δικαστές αυτοί ορίστηκαν λόγω της σύντμησης της διάρκειας της θητείας του προηγούμενου KRS, μολονότι η διάρκεια αυτή διασφαλίζεται από το Σύνταγμα. Τα ζητήματα αυτά εξετάστηκαν στην απόφαση Α. Κ. κ.λπ.

2)      Συνιστά ο A.S., ως μονομελής δικαστικός σχηματισμός, δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως;

46.      Κατ’ αρχάς, όσον αφορά το άρθρο 47 του Χάρτη ως αυτοτελή διάταξη στο πλαίσιο υπόθεσης, όπως σαφώς προκύπτει από το πρώτο εδάφιο της εν λόγω διάταξης, το πρόσωπο που το επικαλείται προβάλλει δικαιώματα ή ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης (16).

47.      Εντούτοις, από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά την αναγνώριση δικαιώματος που παρέχεται στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης δυνάμει διάταξης του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, το άρθρο 47 του Χάρτη δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

48.      Περαιτέρω, όπως υπογραμμίζει ο εθνικός Συνήγορος του Πολίτη, η εθνική διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε το προδικαστικό ερώτημα αφορά παρέμβαση στην επαγγελματική σταδιοδρομία εθνικού δικαστή ο οποίος ασκεί τα καθήκοντά του σε δικαστήριο που εντάσσεται στο σύστημα των τακτικών πολωνικών δικαστηρίων. Ο εν λόγω δικαστής ενδέχεται, ως εκ τούτου, να κληθεί να αποφανθεί επί ζητημάτων εφαρμογής ή ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, και συνιστά, επιπλέον, «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ενώ αποτελεί μέρος του πολωνικού συστήματος ενδίκων βοηθημάτων «στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ. Εντούτοις, η διάταξη αυτή υποχρεώνει το οικείο κράτος μέλος να διασφαλίζει ότι ο συγκεκριμένος δικαστής πληροί τις απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία και, ειδικότερα, την απαίτηση περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. Τούτο προϋποθέτει ότι ο W.Ż. προστατεύεται από τον κίνδυνο μεταθέσεων, κάτι που θα έπρεπε, όπως και οι απολύσεις, να υπόκειται σε επαρκείς εγγυήσεις, ώστε να αίρεται κάθε εύλογη αμφιβολία των πολιτών ως προς το ανεπηρέαστο των οικείων δικαστών από εξωτερικούς παράγοντες.

49.      Δεδομένου ότι ο W.Ż. εμπίπτει στο πεδίο προστασίας που παρέχεται βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, έχει, βάσει των διατάξεων αυτών, δικαίωμα –άμεσα απορρέον από το δίκαιο της Ένωσης (17)– για αποτελεσματική δικαστική προστασία, κάτι που συνεπάγεται ότι η προσφυγή του πρέπει να εξεταστεί από όργανο που έχει την ιδιότητα του «δικαστηρίου», όπως αυτό ορίζεται από το δίκαιο της Ένωσης, δηλαδή να πρόκειται για ανεξάρτητο, αμερόληπτο και συσταθέν νομίμως όργανο (18). Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το KRS δεν είναι δικαστήριο, το μόνο δικαιοδοτικό όργανο που θα μπορούσε να πληροί τις προαναφερθείσες απαιτήσεις είναι το Ανώτατο Δικαστήριο, ως αποφαινόμενο σε πρώτο και τελευταίο βαθμό δικαιοδοτικό όργανο που καλείται να εξακριβώσει αν η παρέμβαση στο επαγγελματικό καθεστώς του W.Ż. έθιξε τις εγγυήσεις που του παρέχονται δυνάμει των ίδιων διατάξεων, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, το οποίο επιβάλλει να επιλυθεί το ζήτημα εάν ο οικείος δικαστής (ο A.S.) πληρούσε τις απαιτήσεις αυτές.

1)      Πρώτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος: διορισμός δικαστών πριν εκδοθεί απόφαση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου επί της εκκρεμούσας προσφυγής κατά του επίμαχου πορίσματος 331/2018 του KRS

50.      Το κρίσιμο ζήτημα εν προκειμένω είναι εάν η ύπαρξη εν εξελίξει δικαστικού ελέγχου των πορισμάτων του KRS (που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας διορισμών στο Ανώτατο Δικαστήριο) έχει (ή έπρεπε να έχει) ανασταλτικό αποτέλεσμα.

51.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 184 του Συντάγματος φαίνεται να προβλέπει ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο ασκεί δικαστικό έλεγχο εντός των ορίων που θέτει ο νόμος και ότι από το άρθρο 44, παράγραφοι 1b και 4, του νόμου περί του KRS προκύπτει ότι προσφυγή κατά πορίσματος του KRS δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα όσον αφορά το τμήμα της αποφάσεως αυτής με το οποίο προτείνεται ο διορισμός ενός προσώπου σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

52.      Εντούτοις, φρονώ ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση του πρώτου σκέλους του προδικαστικού ερωτήματος είναι παραπειστική, ιδίως λόγω της γενικής κατάστασης που επικρατεί στην Πολωνία. Πράγματι, όπως υποστήριξα στις προτάσεις μου στην υπόθεση A. B. κ.λπ., και όπως το Δικαστήριο επιβεβαίωσε εν τω μεταξύ με την απόφασή του στην ίδια υπόθεση (19), ένδικο βοήθημα όπως αυτό που ασκήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 44, παράγραφοι 1a έως 4, του νόμου περί του KRS, στερείται κάθε πραγματικής αποτελεσματικότητας και, ως εκ τούτου, συνιστά φαινομενικά μόνο ένδικο βοήθημα.

53.      Τούτο οφείλεται, ιδίως, στις διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφοι 1b και 4, του νόμου περί του KRS, από τις οποίες προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι, παρά την άσκηση τέτοιας προσφυγής από υποψήφιο που δεν είχε προταθεί προς διορισμό από το KRS, τα πορίσματα του KRS καθίστανται πάντοτε απρόσβλητα όσον αφορά την απόφαση περί υποβολής πρότασης διορισμού υποψηφίων που περιέχεται σε αυτά, καθώς οι υποψήφιοι αυτοί δύνανται –όπως συνέβη εν προκειμένω– να διοριστούν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στις οικείες θέσεις, χωρίς να αναμένεται η εκδίκαση της εν λόγω προσφυγής. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι, πράγματι, προφανές ότι ενδεχόμενη ακύρωση της περιεχόμενης σε τέτοιο πόρισμα αποφάσεως περί μη υποβολής πρότασης διορισμού προσφεύγοντος κατά το πέρας της κινηθείσας από αυτόν ένδικης διαδικασίας δεν θα έχει ουσιαστικές συνέπειες επί της κατάστασής του όσον αφορά τη θέση την οποία διεκδικούσε, η οποία, επομένως, θα έχει ήδη πληρωθεί βάσει του πορίσματος αυτού.

54.      Όπως επισημαίνει το Δικαστήριο στις σκέψεις 159 έως 164 της αποφάσεως Α. Β. κ.λπ., πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα: i) οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικές διατάξεις μετέβαλαν ουσιωδώς το προϊσχύσαν εθνικό δίκαιο· ii) είχαν ως συνέπεια να καταστεί άνευ αποτελεσματικότητας ο δικαστικός έλεγχος που προέβλεπε μέχρι τότε η εθνική νομοθεσία· iii) οι διατάξεις αυτές μείωσαν την ένταση του δικαστικού ελέγχου των πορισμάτων του KRS που ίσχυε προγενέστερα· iv) οι περιορισμοί του άρθρου 44, παράγραφοι 1bis έως 4, του νόμου περί του KRS αφορούν αποκλειστικώς προσφυγές κατά των πορισμάτων του σχετικά με την υποβολή υποψηφιοτήτων για θέσεις δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου· v) πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλα κρίσιμα στοιχεία του ευρύτερου πλαισίου της υπόθεσης που συνδέονται με το σύνολο των λοιπών μεταρρυθμίσεων οι οποίες επηρέασαν προσφάτως το Ανώτατο Δικαστήριο και το KRS (βλ. σκέψεις 130 έως 135 της αποφάσεως Α. Β. κ.λπ.) και vi) οι διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφοι 1ter και 4, του νόμου περί του KRS προστέθηκαν με τον νόμο της 20ής Ιουλίου 2018 περί τροποποιήσεως του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων και ορισμένων άλλων νόμων και τέθηκαν σε ισχύ στις 27 Ιουλίου 2018, δηλαδή μικρό χρονικό διάστημα πριν το KRS, υπό τη νέα του σύνθεση, κληθεί να αποφανθεί επί των υποψηφιοτήτων που υποβλήθηκαν για την πλήρωση πολλών θέσεων δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες θεωρήθηκαν κενές ή συστάθηκαν για πρώτη φορά συνεπεία της θέσεως σε ισχύ του νέου νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και, μεταξύ άλλων, να αποφανθεί επί των υποψηφιοτήτων των προσφευγόντων στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση Α. Β. κ.λπ.

55.      Επιπροσθέτως, κατόπιν νέων νομοθετικών τροποποιήσεων, η δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατά των πορισμάτων του KRS σε ατομικές υποθέσεις που αφορούν τον διορισμό σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε αποκλειστεί πλήρως από τις 23 Μαΐου 2019 και εφεξής. Αρκεί εν προκειμένω η επισήμανση ότι τούτο προκύπτει από τις προτάσεις μου καθώς και από την απόφαση A. B. κ.λπ. (υπό την έννοια ότι οι διαδοχικές τροποποιήσεις του νόμου περί του KRS που έχουν ως αποτέλεσμα να αποκλείουν τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων του εν λόγω συμβουλίου με τις οποίες προτείνονται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας οι υποψήφιοι για το αξίωμα του δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ενδέχεται να αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης, βλ. ανάλυση στην οποία στηρίζεται η απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στο πλαίσιο της υπόθεσης εκείνης, ιδίως σκέψεις 108 επ. της εν λόγω απόφασης).

56.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω –μολονότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προβεί στη σχετική εκτίμηση– φρονώ ότι η οπισθοδρόμηση την οποία συνεπάγονται οι επίμαχες εθνικές διατάξεις επί της αποτελεσματικότητας του δικαστικού ελέγχου των πορισμάτων του KRS με τα οποία προτείνεται ο διορισμός δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου συνιστά παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

57.      Κατά την εκτίμησή του, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές που θα παράσχει το Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση και εκείνες που παρέσχε με την απόφαση Α. Β. κ.λπ., καθώς και τις λοιπές κρίσιμες περιστάσεις των οποίων ενδεχομένως θα λάβει γνώση, συνεκτιμώντας, όπου απαιτείται, τους λόγους και τους ειδικούς σκοπούς που προβάλλονται ενώπιόν του προκειμένου να δικαιολογήσουν τα επίμαχα μέτρα. Το αιτούν δικαστήριο πρέπει επίσης να εκτιμήσει κατά πόσο εθνικές ρυθμίσεις όπως αυτές που περιλαμβάνονται στο άρθρο 44, παράγραφοι 1bis έως 4, του νόμου περί του KRS δύνανται να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς το ανεπηρέαστο των δικαστών που διορίζονται βάσει πορισμάτων του KRS έναντι εξωτερικών στοιχείων, ειδικότερα δε έναντι της άμεσης ή έμμεσης επιρροής της πολωνικής νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, καθώς και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων, και, ως εκ τούτου, δύνανται να έχουν ως αποτέλεσμα να μη δίδουν οι εν λόγω δικαστές εντύπωση ανεξαρτησίας ή αμεροληψίας, στοιχείο που μπορεί να θίξει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει η δικαιοσύνη στους πολίτες στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας και ενός κράτους δικαίου.

58.      Συγκεκριμένα, εντός του ισχύοντος επί του παρόντος στην Πολωνία γενικού πλαισίου, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ επιβάλλει τα πορίσματα που υιοθετούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας διορισμού των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο με ανασταλτικό αποτέλεσμα.

59.      Ειδικότερα, με την απόφασή του της 27ης Μαΐου 2008 (υπόθεση SK 57/06) το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι «ο περιορισμός της πρόσβασης σε δικαστικό έλεγχο σχετικά με τα πορίσματα του KRS με τα οποία παραλείπεται η πρόταση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας υποψηφιότητας για θέση δικαστή ήταν αντισυνταγματική».

60.      Όπως ορθώς επισήμανε ο εθνικός Συνήγορος του Πολίτη, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη, η διαδικασία διορισμού δεν πρέπει να προκαλεί στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς το ανεπηρέαστο των οικείων δικαστών από εξωτερικούς παράγοντες, αφ’ ης στιγμής οι ενδιαφερόμενοι διορίζονται σε θέση δικαστή. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη της καθοριστικής σημασίας αποστολής του KRS στο πλαίσιο της διαδικασίας δικαστικού διορισμού και της απουσίας δικαστικού ελέγχου επί των αποφάσεων του Προέδρου της Δημοκρατίας περί διορισμού δικαστή, είναι αναγκαίο να υφίσταται πραγματικός δικαστικός έλεγχος για τους υποψηφίους δικαστές. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, το κράτος, με τη στάση του, παρεμβαίνει στη διαδικασία διορισμού των δικαστών κατά τρόπο που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη μελλοντική ανεξαρτησία των δικαστών αυτών. Ο απαραίτητος δικαστικός έλεγχος θα πρέπει: α) να λαμβάνει χώρα προ του διορισμού, δεδομένου ότι ο δικαστής εκ των υστέρων προστατεύεται από την αρχή της ισοβιότητας· β) να αφορά, τουλάχιστον, τη διακρίβωση περί του ότι δεν υφίσταται υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, πλάνη περί το δίκαιο ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως· και γ) να καθιστά δυνατή την αποσαφήνιση όλων των πτυχών της διαδικασίας διορισμού, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, ενδεχομένως διά της υποβολής στο Δικαστήριο ερωτημάτων που αφορούν, μεταξύ άλλων, τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (20).

61.      Όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο στην απόφαση περί παραπομπής, υπήρξε διττή παράβαση του άρθρου 179 του Συντάγματος. Αφενός, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διόρισε τον A.S., μολονότι το πόρισμα 331/2018 του KRS, το οποίο περιλάμβανε την πρόταση διορισμού του, δεν είχε καταστεί απρόσβλητο (σκέψεις 24 επ. της απόφασης περί παραπομπής). Αφετέρου, κατά το αιτούν δικαστήριο, παραβιάστηκαν επίσης η αρχή της διάκρισης και εξισορρόπησης των εξουσιών, καθώς και η αρχή της νομιμότητας. Δεδομένης της συνταγματικής θέσης του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου ως οργάνου της δικαστικής εξουσίας, της εκ του νόμου αρμοδιότητάς του να ελέγχει –στην προκειμένη περίπτωση– τη νομιμότητα των αποφάσεων του KRS και της αναγκαιότητας σεβασμού της μελλοντικής έκβασης της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Πολωνίας δεν μπορούσε να ασκήσει το προνόμιό του για τον διορισμό σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου πριν περατωθεί η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου αυτού.

62.      Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής –και επιβεβαιώνεται επίσης από τα τρία τμήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε διευρυμένη σύνθεση στην απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2020 (21) (σκέψη 35, σ. 45)– τα πορίσματα του KRS δεν είχαν καταστεί απρόσβλητα, δεδομένου ότι εκκρεμούσαν δίκες επί προσφυγών, οι οποίες μπορούσαν να επιφέρουν την ακύρωσή τους. Τέτοια πορίσματα δεν μπορούσαν να στηρίξουν πρόταση για τον εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας διορισμό των οικείων προσώπων σε κενές δικαστικές θέσεις. Δεδομένου ότι τα πορίσματα μπορούσαν να προσβληθούν με προσφυγή, οι κενές δικαστικές θέσεις δεν πληρώθηκαν νόμιμα.

63.      Κατά συνέπεια, η πράξη διορισμού σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την οποία εξέδωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πριν το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο αποφανθεί οριστικά επί της προσφυγής που ασκήθηκε κατά του πορίσματος 331/2018 του KRS, συνιστά κατάφωρη παράβαση των εθνικών κανόνων που διέπουν τη διαδικασία διορισμού των δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο, ερμηνευομένων σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης (και συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ).

2)      Δεύτερο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος: διορισμός σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου παρά την ύπαρξη διάταξης του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, περί αναστολής εκτέλεσης του πορίσματος του KRS με το οποίο προτείνεται ο διορισμός των υποψηφίων

64.      Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται, εν τέλει, να εκτιμήσει και το ζήτημα αυτό, βάσει του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων, ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, η παρατυπία κατά τον διορισμό του εμπλεκομένου δικαστή του τμήματος εκτάκτου ελέγχου (22) (του δικαστή A.S.) οφείλεται κατά μείζονα λόγο στο ότι διορίστηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο και στο συγκεκριμένο τμήμα παρά την απόφαση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου με την οποία διατάχθηκε η αναστολή εκτέλεσης του πορίσματος 331/2018 του KRS.

65.      Ως εκ τούτου, συντάσσομαι με την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, καθώς και του W.Ż., του εθνικού Συνηγόρου του Πολίτη και της Επιτροπής, ότι η εσκεμμένη και εκ προθέσεως παραβίαση, εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, δικαστικής απόφασης, και συγκεκριμένα απόφασης του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου με την οποία διατάσσονται ασφαλιστικά μέτρα (ήτοι της διάταξης της 27ης Σεπτεμβρίου 2018) –με πρόδηλο σκοπό τη διασφάλιση της επιρροής της κυβέρνησης επί των διορισμών των δικαστών– καταδεικνύει τη μη τήρηση της αρχής του κράτους δικαίου και συνιστά, αυτή καθεαυτήν, παραβίαση, εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, των «θεμελιωδών κανόνων που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της θεσπίσεως και της λειτουργίας του εν λόγω δικαιοδοτικού συστήματος», κατά την έννοια της σκέψης 75 της απόφασης της 26ης Μαρτίου 2020, Επανεξέταση Simpson κατά Συμβουλίου και HG κατά Επιτροπής (C‑542/18 RX‑II και C‑543/18 RX‑II, EU:C:2020:232) (στο εξής: απόφαση Simpson και HG).

66.      Τα εν λόγω ασφαλιστικά μέτρα αποσκοπούν στη διατήρηση της πλήρους αποτελεσματικότητας της αποφάσεως του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, για την περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο αυτό δεχθεί την προσφυγή κατά του πορίσματος 331/2018 του KRS και το ακυρώσει, όπως ζητεί ο προσφεύγων.

67.      Είναι σαφές ότι η διάταξη περί ασφαλιστικών μέτρων αποτελούσε νομικώς δεσμευτική οριστική απόφαση.

68.      Ως εκ τούτου, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα της σκέψης 75 της απόφασης Simpson και HG, εάν ο διορισμός του εμπλεκομένου δικαστή του τμήματος εκτάκτου ελέγχου (του δικαστή Α.S.) συνιστά πλημμέλεια η οποία δημιουργεί πραγματικό κίνδυνο να μπορούν άλλες εξουσίες, ιδίως η εκτελεστική, να ασκήσουν αδικαιολόγητη διακριτική ευχέρεια, θέτοντας σε κίνδυνο τη νομιμότητα του αποτελέσματος στο οποίο οδηγεί η διαδικασία διορισμού και προκαλώντας με τον τρόπο αυτό εύλογη αμφιβολία στους πολίτες ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του οικείου δικαστή.

69.      Η απαίτηση για νόμιμη σύσταση των δικαστηρίων σκοπεί να διασφαλίσει ότι η οργάνωση του δικαιοδοτικού συστήματος στηρίζεται σε κανόνες εκπορευόμενους από τη νομοθετική εξουσία, και, συνεπώς, δεν εξαρτάται από τη διακριτική ευχέρεια ούτε της εκτελεστικής εξουσίας ούτε των ίδιων των δικαστικών αρχών.

70.      Το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη περιλαμβάνει το δικαίωμα σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως, ενώ το περιεχόμενο των εν λόγω διατάξεων και της έννοιας αυτής πρέπει να προσδιορίζεται λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του ΕΔΔΑ σχετικά με το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ.

71.      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι «[οι] εγγυήσεις περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας απαιτούν την ύπαρξη κανόνων, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, τη διάρκεια της θητείας τους και τους λόγους εξαιρέσεως ή παύσεώς τους, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη στεγανότητα του εν λόγω οργάνου έναντι των εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων» (23).

72.      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει επίσης ότι «από τις επεξηγήσεις που αφορούν το άρθρο 47 του Χάρτη, οι οποίες, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και κατά το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την ερμηνεία του, προκύπτει ότι το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου 47 αντιστοιχούν στο άρθρο 6, παράγραφος 1, και στο άρθρο 13 της [ΕΣΔΑ]» (24).

73.      Το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη προβλέπει ότι, στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση.

74.      Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΕΣΔΑ, «το δικαστήριο πρέπει πάντοτε να είναι νομίμως λειτουργούν» (25).

75.      Όπως επισήμανε το ΕΔΔΑ «ο όρος “νόμος” κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, ΕΣΔΑ, δεν περιλαμβάνει μόνον τη νομοθεσία που διέπει τη σύσταση και την αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων, αλλά και κάθε άλλη διάταξη του εθνικού δικαίου, η παράβαση της οποίας θα καθιστούσε παράτυπη τη συμμετοχή ενός ή περισσοτέρων δικαστών στην εξέταση υποθέσεως […]. Τούτο περιλαμβάνει, ιδίως, διατάξεις σχετικές με την ανεξαρτησία των μελών δικαστηρίου, τη διάρκεια της θητείας τους και την αμεροληψία τους […]. Άλλως ειπείν, ο όρος “νομίμως λειτουργούν” δεν καλύπτει μόνο τη νομική βάση της ίδιας της ύπαρξης ενός “δικαστηρίου”, αλλά και τη συμμόρφωση του δικαστηρίου αυτού με τους ιδιαίτερους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία του» (26).

76.      Επομένως, η έννοια της «σύστασης» περιλαμβάνει, ως εκ της φύσεώς της, τη διαδικασία διορισμού των δικαστών στο επίμαχο δικαστικό σύστημα, η οποία, σύμφωνα με την αρχή της υπεροχής του δικαίου, πρέπει να διεξάγεται κατά πιστή συμμόρφωση προς τους εφαρμοστέους κανόνες του εθνικού δικαίου.

77.      Στην απόφαση Ástráðsson κατά Ισλανδίας, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του ΕΔΔΑ –επικυρώνοντας σε μεγάλο βαθμό την απόφαση του τμήματος της 12ης Μαρτίου 2019– απεφάνθη ότι, λαμβανομένων υπόψη των ενδεχόμενων συνεπειών της διαπιστώσεως προσβολής και των διακυβευόμενων σημαντικών συμφερόντων, το δικαίωμα σε «νομίμως λειτουργούν δικαστήριο» δεν πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο υπερβολικά ευρύ, ώστε κάθε πλημμέλεια σε διαδικασία δικαστικού διορισμού να ενέχει τον κίνδυνο προσβολής του δικαιώματος αυτού. Ως εκ τούτου, το ΕΔΔΑ διαμόρφωσε έναν έλεγχο τριών σταδίων, προκειμένου να καθοριστεί εάν οι παρατυπίες σε διαδικασία δικαστικού διορισμού ήταν τόσο σοβαρές ώστε να συνεπάγονται προσβολή του δικαιώματος σε νομίμως λειτουργούν δικαστήριο: στάδιο 1, εάν υπήρξε πρόδηλη παραβίαση του εσωτερικού δικαίου (§ 244 και 245 της απόφασης αυτής)· στάδιο 2, εάν οι παραβιάσεις του εσωτερικού δικαίου αφορούσαν οποιονδήποτε θεμελιώδη κανόνα της διαδικασίας δικαστικού διορισμού (§ 246 και 247)· και στάδιο 3, εάν οι φερόμενες παραβιάσεις του δικαιώματος σε «νομίμως λειτουργούν δικαστήριο» εξετάστηκαν και διορθώθηκαν αποτελεσματικά από τα εθνικά δικαστήρια (§ 248 έως 252).

78.      Οι ανωτέρω αρχές έχουν εφαρμογή όχι μόνο σε περίπτωση παράβασης διατάξεων που διέπουν ειδικώς την εν στενή εννοία διαδικασία διορισμού, αλλά, όπως αποδεικνύεται από την υπό κρίση υπόθεση, πρέπει επίσης να εφαρμόζονται σε περίπτωση παράκαμψης του δικαστικού ελέγχου που ασκείται επί προγενεστέρων πράξεων διορισμού, οι οποίες έχουν συστατικό χαρακτήρα σε σχέση με τον διορισμό αυτόν (όπως το επίμαχο εν προκειμένω πόρισμα 331/2018 του KRS).

79.      Όπως επισήμανε η Επιτροπή, όσον αφορά τους κανόνες διορισμού των δικαστών, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι τόσο το ΕΔΔΑ (στην προμνημονευθείσα απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2020, Ástráðsson κατά Ισλανδίας, § 247 (27)) όσο και το Δικαστήριο (στην προμνημονευθείσα απόφαση Simpson και HG, σκέψη 75 (28)) συνδέουν άμεσα την απαίτηση περί νόμιμης σύστασης του δικαστηρίου με την αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητη η διερεύνηση εάν οποιαδήποτε πλημμέλεια κατά τον διορισμό των δικαστών «δημιουργεί πραγματικό κίνδυνο να μπορούν άλλες εξουσίες, ιδίως η εκτελεστική, να ασκήσουν αδικαιολόγητη διακριτική εξουσία θέτοντας σε κίνδυνο την ακεραιότητα του αποτελέσματος στο οποίο οδηγεί η διαδικασία διορισμού και δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό εύλογη αμφιβολία στους πολίτες ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του ή των οικείων δικαστών» (απόφαση Simpson και HG, σκέψη 75).

80.      Από την προμνημονευθείσα νομολογία προκύπτει ότι η απαίτηση περί νόμιμης σύστασης των δικαστηρίων, καθώς και οι απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των δικαστηρίων και των δικαστών είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους.

81.      Μολονότι το ελάχιστο όριο που θέτει το Δικαστήριο στην απόφαση Simpson και HG (σκέψεις 75 και 79) είναι παρόμοιο με εκείνο που τίθεται στην απόφαση Α. Κ. κ.λπ. (29), η διαφορά μεταξύ των νομολογιών αυτών έγκειται στο γεγονός ότι στην απόφαση Simpson και HG παρέχονται κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της παράβασης των κανόνων οργάνωσης της δικαιοσύνης και, ειδικότερα, του διορισμού των δικαστών: ως εκ τούτου, η απόφαση αυτή αφορά παράβαση των κανόνων, ενώ στην απόφαση A. K. κ.λπ. διατυπώνονται κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να εκτιμηθεί εάν το νομικό πλαίσιο της οργάνωσης της δικαιοσύνης αυτό καθεαυτό παρέχει τις αναγκαίες εγγυήσεις για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των δικαστών.

82.      Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, το επίμαχο ζήτημα είναι η εκτίμηση ενδεχόμενης πλημμέλειας κατά τη διαδικασία διορισμού δικαστή (του δικαστή A.S. του τμήματος εκτάκτου ελέγχου), κρίσιμη είναι η νομολογία Simpson και HG.

83.      Προκειμένου να κριθεί εάν μια τέτοια πλημμέλεια συνιστά παράβαση της επιταγής ότι τα δικαστήρια πρέπει να έχουν συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια του άρθρου 19 ΣΕΕ, σύμφωνα με τη σκέψη 75 της προμνημονευθείσας απόφασης Simpson και HG, πρέπει να εκτιμηθεί εάν η πλημμέλεια αυτή «είναι τέτοιας φύσεως και σοβαρότητας ώστε να δημιουργείται πραγματικός κίνδυνος να μπορούν άλλες εξουσίες, ιδίως η εκτελεστική, να ασκήσουν αδικαιολόγητη διακριτική εξουσία θέτοντας σε κίνδυνο την ακεραιότητα του αποτελέσματος στο οποίο οδηγεί η διαδικασία διορισμού και δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό εύλογη αμφιβολία στους πολίτες ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του ή των οικείων δικαστών, όπερ συμβαίνει οσάκις πρόκειται για θεμελιώδεις κανόνες που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της θεσπίσεως και της λειτουργίας του εν λόγω δικαιοδοτικού συστήματος» (η υπογράμμιση δική μου).

84.      Όσον αφορά την επιταγή της «νόμιμης σύστασης», όπως επισημαίνει ο εθνικός Συνήγορος του Πολίτη, επιβάλλεται η αυστηρή τήρηση των κανόνων περί διορισμού, διότι δίδει στον διορισθέντα δικαστή την αίσθηση ότι απέκτησε τη θέση του αποκλειστικώς βάσει των προσόντων του, αξιολογουμένων βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, και κατόπιν αξιόπιστης διαδικασίας, αποφεύγοντας τη δημιουργία οποιασδήποτε σχέσης εξάρτησης μεταξύ του δικαστή και των αρχών που έπαιξαν ρόλο στον διορισμό αυτόν. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο απέδειξε πειστικά, αφενός, ότι ο αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος της διαδικασίας διορισμού συνιστά απαίτηση απορρέουσα από τις συνταγματικές αρχές σχετικά με την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και με το υποκειμενικό δικαίωμα πρόσβασης σε θέση δημοσίου λειτουργού και σε δικαστήριο και, αφετέρου, ότι ο διορισμός του οικείου δικαστή έγινε κατά παράβαση του εν λόγω αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου και της δικαστικής απόφασης με την οποία ανεστάλη η εκτέλεση του πορίσματος 331/2018 του KRS.

85.      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι τα μέλη του τμήματος εκτάκτου ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τα οποία επιλήφθηκαν της υπόθεσης I αριθ. 47/18, διορίστηκαν στη θέση αυτή μολονότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε λάβει γνώση της διάταξης του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2018. Φρονώ, ως εκ τούτου, ότι το αιτούν δικαστήριο θα αποφανθεί ότι η πράξη διορισμού εκδόθηκε εσκεμμένως κατά παράβαση της διάταξης αυτής.

86.      Επιπλέον, φρονώ ότι η πράξη με την οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διόρισε τους υποδειχθέντες με το πόρισμα 331/2018 του KRS υποψηφίους σε θέσεις δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου συνιστά αναμφίβολα εκτέλεση του εν λόγω πορίσματος του KRS –παρά το γεγονός ότι αυτό δεν είχε ακόμη καταστεί εκτελεστό– γεγονός που συνιστά πρόδηλη παράβαση της διάταξης του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου με την οποία ανεστάλη η εκτέλεση του συγκεκριμένου πορίσματος εν αναμονή της έκβασης της εκκρεμούσας ενώπιον του δικαστηρίου αυτού προσφυγής.

87.      Το πρόδηλο και εσκεμμένο της παράβασης της διάταξης του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου περί αναστολής εκτέλεσης του πορίσματος 331/2018 του KRS, εκ μέρους τόσο σημαντικής κρατικής αρχής όπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος είναι αρμόδιος για την παράδοση της πράξης διορισμού σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καταδεικνύει κατάφωρη παράβαση των κανόνων του εθνικού δικαίου που διέπουν τη διαδικασία διορισμού των δικαστών.

88.      Όσον αφορά το κριτήριο της σοβαρότητας, κατά τη γνώμη μου, λαμβανομένου υπόψη του γενικού πλαισίου των αμφιλεγόμενων δικαστικών μεταρρυθμίσεων στην Πολωνία, οι παραβάσεις στην υπό κρίση υπόθεση είναι σοβαρότερες από τις επίμαχες παραβάσεις στην προμνημονευθείσα απόφαση του ΕΔΔΑ Ástráðsson κατά Ισλανδίας.

89.      Εν πάση περιπτώσει, το ίδιο το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ουδόλως έλαβε υπόψη την οριστική απόφαση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου –ήτοι, του διοικητικού δικαστηρίου τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας– με την οποία διετάχθησαν προσωρινά μέτρα και ανεστάλη η εκτέλεση του πορίσματος 331/2018 του KRS μέχρι την έκδοση απόφασης του ίδιου δικαστηρίου επί της εκκρεμούσας ενώπιόν του προσφυγής, καταδεικνύει τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παράβασης.

90.      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η τήρηση από τις αρμόδιες εθνικές αρχές κράτους μέλους των προσωρινών μέτρων που διατάσσουν τα εθνικά δικαστήρια συνιστά «ουσιώδες στοιχείο του κράτους δικαίου, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ και στο οποίο στηρίζεται η Ένωση» (30).

3)      Αποτελέσματα επί της πράξης διορισμού του A.S. σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου και/ή επί της διάταξης της 8ης Μαρτίου 2019, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της ισοβιότητας των δικαστών

91.      Προκειμένου να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που θα του ήταν χρήσιμα κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων της τάδε ή της δείνα διατάξεως του δικαίου αυτού (31), είναι αναγκαίο να εξεταστούν και οι συνέπειες της διαπίστωσης ότι ενδεχομένως ο A.S., ως μονομελής δικαστικός σχηματισμός, δεν συνιστά δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως.

92.      Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ επιβάλλει σε όλα τα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία, κατά την έννοια, ιδίως, του άρθρου 47 του Χάρτη, στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση Α. Κ. κ.λπ., σκέψη 168 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), όπερ σημαίνει ότι η τελευταία αυτή διάταξη πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη για την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (32).

93.      Όπως επισήμανα στις προτάσεις μου στην προμνημονευθείσα υπόθεση A. B. κ.λπ. (σημεία 94 και 95), το Δικαστήριο έχει δεχθεί εμμέσως ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει άμεσο αποτέλεσμα. Τούτο επιβεβαιώθηκε πλέον ρητώς με την απόφαση επί της ίδιας υπόθεσης (σκέψη 146): «το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη σαφή συγκεκριμένη υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος η οποία δεν συνοδεύεται από καμία προϋπόθεση όσον αφορά την ανεξαρτησία που πρέπει να χαρακτηρίζει τα δικαστήρια τα οποία καλούνται να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν το δίκαιο της Ένωσης».

94.      Επομένως, ο πολίτης ή ο εθνικός δικαστής μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν δικαστική απόφαση έχει εκδοθεί από δικαστήριο που πληροί τις απαιτήσεις περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, το οποίο έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως.

95.      Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην προμνημονευθείσα απόφαση Simpson και HG (σκέψη 57), «οι εγγυήσεις περί προσβάσεως σε ανεξάρτητο, αμερόληπτο και προηγουμένως νομίμως συσταθέν δικαστήριο, ιδίως δε εκείνες που καθορίζουν την έννοια του δικαστηρίου όπως και τη σύνθεσή του, αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Το δικαίωμα αυτό συνεπάγεται ότι κάθε δικαστήριο οφείλει να εξετάζει αν, με την εκάστοτε σύνθεσή του, συνιστά τέτοιο δικαστήριο όταν ανακύπτει επί του θέματος αυτού σοβαρή αμφιβολία. Η εξέταση αυτή είναι αναγκαία για την εμπιστοσύνη την οποία οφείλουν να εμπνέουν στους πολίτες τα δικαστήρια μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Υπό την έννοια αυτή, ο συγκεκριμένος έλεγχος συνιστά ουσιώδη τύπο, η τήρηση του οποίου αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως και πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως».

96.      Αν δεν πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις, η ασυμβατότητα αυτή μπορεί, κατ’ αρχήν, να προβληθεί ως λόγος ακυρώσεως της δικαστικής αποφάσεως λόγω παράτυπης συγκροτήσεως του σχηματισμού του οικείου δικαστηρίου.

97.      Η διαπίστωση αυτή πρέπει να γίνεται εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών και να λαμβάνει υπόψη την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

98.      Όπως επισήμανε η Επιτροπή, στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, τούτο σημαίνει ότι, όταν ο δικαστής A.S., δικάζοντας ως μονομελής δικαστικός σχηματισμός, εξέδωσε την επίμαχη διάταξη περί απαραδέκτου, η οποία δεν είναι δεκτική ενδίκου μέσου, τότε –εάν υποτεθεί ότι ο εν λόγω δικαστικός σχηματισμός δεν πληροί τις απαιτήσεις δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως– η νομική ισχύς της διάταξης αυτής πρέπει να περιοριστεί.

99.      Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο θα είχε τη δυνατότητα να ακυρώσει (ή να μη λάβει υπόψη) τη διάταξη αυτή και να αποφανθεί επί της αίτησης εξαίρεσης των δικαστών του τμήματος εκτάκτου ελέγχου, την οποία υπέβαλε ο W.Ż., προκειμένου η προσφυγή του να εξεταστεί από δικαστήριο που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (ήτοι, από το αιτούν δικαστήριο).

100. Φρονώ ότι οι παραβάσεις που διαπράχθηκαν στην υπό κρίση υπόθεση στο πλαίσιο της διαδικασίας διορισμού δικαστών, καθώς και ο κίνδυνος έλλειψης δικαστικής προστασίας του W.Ż., συνιστούν περιστάσεις που δικαιολογούν τον περιορισμό του δεσμευτικού χαρακτήρα της διάταξης της 8ης Μαρτίου 2019, αντίθετα προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

101. Εν συνεχεία, είναι αναγκαίο να εξεταστεί η αρχή της ισοβιότητας των δικαστών, καθώς και το ζήτημα εάν η μη τήρηση των απαιτήσεων περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, πρέπει επίσης να έχει, εν προκειμένω, αποτελέσματα ως προς την ίδια την πράξη διορισμού (του A.S. σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου).

102. Οι απαιτήσεις που απορρέουν από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, αποσκοπούν στην προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος ενός προσώπου για αποτελεσματική δικαστική προστασία κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στην περίπτωσή του.

103. Επομένως, οι απαιτήσεις αυτές αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της εργασίας του ως δικαστή και, εάν παραστεί ανάγκη, μια τέτοια προστασία μπορεί να διασφαλιστεί με την ακύρωση απόφασης (ή με το να μη ληφθεί αυτή υπόψη) που εκδόθηκε από δικαστή ο οποίος αποφαίνεται στο πλαίσιο μονομελούς δικαστικού σχηματισμού και ο οποίος δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

104. Φρονώ (όπως και η Επιτροπή και ο εθνικός Συνήγορος του Πολίτη) ότι, εφόσον διασφαλίζεται αυτή η προστασία, μέσω της ακύρωσης (ή της μη λήψεως υπόψη) της προσβαλλομένης διάταξης, συνεπεία της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, δεν είναι αναγκαίο να παρεμβαίνει το δίκαιο της Ένωσης στο πεδίο των δικαστικών διορισμών, ούτε στην έννομη σχέση του δικαστή με το κράτος μέλος που τον διόρισε.

105. Με άλλα λόγια, εν προκειμένω, ενδεχόμενη παράβαση, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, της απαίτησης το δικαστήριο να έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως δεν συνεπάγεται ότι η πράξη διορισμού του δικαστή A.S. –του δικαστή ο οποίος εξέδωσε τη διάταξη περί απαραδέκτου– είναι αυτή καθεαυτήν άκυρη.

III. Πρόταση

106. Για τους ανωτέρω λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο, Πολωνία) ως εξής:

Το δικαίωμα σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι δικαστήριο, όπως η μονομελής σύνθεση του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πολωνία), δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ώστε να συνιστά δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως σε περίπτωση κατά την οποία ο οικείος δικαστής έχει διοριστεί κατά κατάφωρη παράβαση της εφαρμοστέας επί των διορισμών δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο νομοθεσίας του κράτους μέλους, ζήτημα του οποίου η διακρίβωση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο. Το αιτούν δικαστήριο πρέπει, συναφώς, να εκτιμήσει τον πρόδηλο και εσκεμμένο χαρακτήρα της παράβασης αυτής, καθώς και τη σοβαρότητά της, και να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ο εν λόγω διορισμός πραγματοποιήθηκε: i) παρά την προγενέστερη προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου εθνικού δικαστηρίου κατά του πορίσματος του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, το οποίο περιλάμβανε πρόταση διορισμού του προσώπου αυτού σε θέση δικαστή, που εκκρεμούσε ακόμη κατά τον κρίσιμο χρόνο του διορισμού και/ή ii) μολονότι η εκτέλεση του πορίσματος αυτού ανεστάλη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η δε εν λόγω διαδικασία ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου δεν είχε περατωθεί πριν από την επίδοση της πράξης διορισμού.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Οι διατάξεις του εθνικού δικαίου παρατίθενται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και καταλαμβάνουν περί τις δέκα σελίδες του πρωτοτύπου κειμένου της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.


3      Βλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, A.B. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές) (C‑824/18, EU:C:2021:153), και προτάσεις μου στην ίδια υπόθεση (C‑824/18, EU:C:2020:1053).


4      Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


5      Βλ. συναφώς απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψεις 134 έως 139 και 145) (στο εξής: απόφαση Α. Κ. κ.λπ.).


6      Απόφαση Α. Κ. κ.λπ., σκέψη 74.


7      Βλ., συναφώς, για παράδειγμα, Biltgen, F., L’indépendance du juge national vue depuis Luxembourg, Revue trimestrielle des droits de l’homme, αριθ. 123, 1η Ιουλίου 2020, σ. 551.


8      Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234).


9      Βλ. απόφαση της 20ής Μαρτίου 1997, Hayes (C‑323/95, EU:C:1997:169).


10      Βλ. απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, Agrokonsulting-04 (C‑93/12, EU:C:2013:432).


11      Βλ. ιδίως, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑619/18, EU:C:2019:531, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ. Bogdanowicz, P., και Taborowski, M., How to Save a Supreme Court in a Rule of Law Crisis: the Polish Experience, European Constitutional Law Review, τόμος 16, τεύχος 2, Ιούνιος 2020, σ. 306.


12      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1978, Simmenthal (106/77, EU:C:1978:49), της 19ης Ιουνίου 1990, Factortame κ.λπ. (C‑213/89, EU:C:1990:257), και της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov (C‑556/17, EU:C:2019:626, σκέψη 57).


13      Προτάσεις μου στην υπόθεση Α. Β. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές) (C‑824/18, EU:C:2020:1053), Απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Α. Β. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές) (C‑824/18, EU:C:2021:153). Βλ., επίσης, εκκρεμούσα υπόθεση C‑132/20, Getin Noble Bank.


14      Βλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Α. Β. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές) (C‑824/18, EU:C:2021:153), και προτάσεις μου στην ίδια υπόθεση (C‑824/18, EU:C:2020:1053).


15      Βλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Α. Β. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές) (C‑824/18, EU:C:2021:153), και προτάσεις μου στην ίδια υπόθεση (C‑824/18, EU:C:2020:1053).


16      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, État luxembourgeois (Δικαίωμα προσφυγής κατά αιτήματος παροχής πληροφοριών σε φορολογικά θέματα) (C‑245/19 και C‑246/19, EU:C:2020:795, σκέψη 55).


17      Απόφαση Α. Κ. κ.λπ., σκέψεις 167 έως 169. Βλ., μεταξύ άλλων, Filipek, P., «Only a Court Established by Law Can Be an Independent Court: The ECJ’s Independence Test as an Incomplete Tool to Assess the Lawfulness of Domestic Courts», Verfassungsblog.de, 23 Ιανουαρίου 2020.


18      Απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Margarit Panicello (C‑503/15, EU:C:2017:126, σκέψη 27).


19      Τούτο αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υπεβλήθη στην υπόθεση αυτή, σκέψεις 156 έως 167 της εν λόγω απόφασης.


20      Απόφαση Α. Κ. κ.λπ., σκέψη 134.


21      Βλ. Garlicki, L., «Polish Judicial Crisis and the European Court of Human Rights (a few observations on the Astradsson case)», σε Bodnar, A. και Urbanik, J., Waiting for the Barbarians – Law in the days of Constitutional Crisis, υπό έκδοση, Studies offered to Mirosław Wyrzykowski, Βαρσοβία, 2021.


22      Σχετικά με το ότι το πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν συνιστά δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως, βλ. Pech, L., «Protecting Polish judges from Poland’s Disciplinary “Star Chamber”», https://ssrn.com/abstract=3683683, σ. 16. Πρβλ. Pech, L., «The Right to an Independent and Impartial Tribunal Previously Established by Law under Article 47 of the EU Charter», σε Peers, S. κ.ά., The EU Charter of Fundamental Rights: A Commentary, Hart, https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=3608669.


23      Η υπογράμμιση δική μου. Απόφαση Α. Κ. κ.λπ. (σκέψη 123 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


24      Απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Toma and Biroul Executorului Judecătoresc Horațiu-Vasile Cruduleci (C‑205/15, EU:C:2016:499, σκέψη 40).


25      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 1ης Δεκεμβρίου 2020, Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας (CE:ECHR:2020:1201JUD002637418, § 211).


26      Απόφαση του ΕΔΔΑ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 1ης Δεκεμβρίου 2020, Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας (CE:ECHR:2020:1201JUD002637418, §§ 212 και 213 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


27      Η οποία είναι αντίστοιχη με τη σκέψη 103 της απόφασης του τμήματος (απόφαση του ΕΔΔΑ της 12ης Μαρτίου 2019, Ástráðsson κατά Ισλανδίας, CE:ECHR:2019:0312JUD002637418). Σχετικά με την ανάλυση της νομολογίας αυτής στο πλαίσιο της Πολωνίας, βλ. μεταξύ άλλων Szwed, M., «Orzekanie przez wadliwie powołanych sędziów jako naruszenie prawa do sądu w świetle wyroku Astradsson», Europejski Przegląd Sądowy, Ιούλιος 2019, σ. 42 και Graver, H. P., «A New Nail in the Coffin for the 2017 Polish Judicial Reform: On the ECtHR judgment in the case of Guðmundur Andri Ástráðsson v. Iceland (Application no. 26374/18)», Verfassungsblog.de, 2 Δεκεμβρίου 2020. Πρβλ. παρατηρήσεις του Παρατηρητηρίου του Ελσίνκι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην υπόθεση Ástráðsson, 1926/2019/PSP/MSZ, 30 Δεκεμβρίου 2019.


28      Βλ. Simon, D., «Composition du Tribunal de la fonction publique – Note sur l’arrêt Simpson c/Conseil», Europe, αρ. 5, Μάιος 2020. Σχετικά με την Πολωνία, βλ. Pech, L., «Dealing with “fake judges” under EU Law: Poland as a Case Study in light of the ruling in Simpson and HG», Reconnect Working Paper αρ. 8, Μάιος 2020.


29      Βλ. Leloup, M., «The appointment of judges and the right to a tribunal established by law: The ECJ tightens its grip on issues of domestic judicial organization: Review Simpson», Common Market Law Review, τόμος 57, αριθ. 4, 2020, σ. 1152.


30      Βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑441/17 R, EU:C:2017:877, σκέψη 102).


31      Αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2015, CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και Α. Κ. κ.λπ. (σκέψη 132).


32      Διάταξη της 6ης Οκτωβρίου 2020, Prokuratura Rejonowa w Słubicach (C‑623/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:800, σκέψη 28).