Language of document : ECLI:EU:T:2022:833

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

της 21ης Δεκεμβρίου 2022 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Καθεστώς-πλαίσιο με σκοπό τη χορήγηση στήριξης για μη καλυπτόμενες πάγιες δαπάνες στο πλαίσιο της πανδημίας της νόσου COVID‑19 στη Γερμανία – Απόφαση περί μη προβολής αντιρρήσεων – Προσωρινό πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων – Εξατομικευμένη εξέταση του κοινοποιηθέντος καθεστώτος ενισχύσεων – Μέτρο που αποσκοπεί στην άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑260/21,

E. Breuninger GmbH & Co., με έδρα τη Στουτγάρδη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους R. Velte και W. Meilicke, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους V. Bottka, G. Braga da Cruz και C. Kovács,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους P.‑L. Krüger και J. Möller,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους V. Tomljenović, πρόεδρο, F. Schalin, P. Škvařilová-Pelzl, I. Nõmm (εισηγητή) και D. Kukovec, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή της, η προσφεύγουσα, E. Breuninger GmbH & Co, ζητεί την ακύρωση της απόφασης C(2020) 8318 final της Επιτροπής, της 20ής Νοεμβρίου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.59289 (2020/N) – Γερμανία COVID-19 – Ενίσχυση υπό μορφή στήριξης για μη καλυπτόμενες πάγιες δαπάνες (ΕΕ 2022, C 124, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2021) 1066 final της Επιτροπής, της 12ης Φεβρουαρίου 2021, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.61744 (2021/N) – Συλλογική κοινοποίηση τροποποίησης για την προσαρμογή των καθεστώτων ενισχύσεων που έχουν λάβει έγκριση δυνάμει του προσωρινού πλαισίου, ιδίως κατόπιν της πέμπτης τροποποίησης του προσωρινού πλαισίου (ΕΕ 2021, C 77, σ. 18) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα είναι η εταιρία εκμετάλλευσης και λειτουργίας του ομίλου E. Breuninger, ο οποίος δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στον κλάδο της ένδυσης και της εμπορίας ενδυμάτων, αρωμάτων, καλλυντικών και προϊόντων προσωπικής φροντίδας, επίπλων και ειδών οικιακής χρήσης και διακόσμησης.

3        Στις 19 Μαρτίου 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση με τίτλο «Προσωρινό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η οικονομία κατά τη διάρκεια της τρέχουσας έξαρσης της νόσου COVID-19» (ΕΕ 2020, C 91 I, σ. 1, στο εξής: προσωρινό πλαίσιο), η οποία τροποποιήθηκε για πρώτη φορά στις 3 Απριλίου 2020 (ΕΕ 2020, C 112 I, σ. 1), για δεύτερη φορά στις 8 Μαΐου 2020 (ΕΕ 2020, C 164, σ. 3), για τρίτη φορά στις 29 Ιουνίου 2020 (ΕΕ 2020, C 218, σ. 3) και για τέταρτη φορά στις 13 Οκτωβρίου 2020 (ΕΕ 2020, C 340 I, σ. 1).

4        Τα σημεία 17 έως 19 του τμήματος 2 του προσωρινού πλαισίου, υπό τον τίτλο «Εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) [ΣΛΕΕ]», έχουν ως εξής:

«17.      Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή μπορεί να κρίνει ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά ενισχύσεις “για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους”. Στο πλαίσιο αυτό, τα Δικαστήρια της Ένωσης έχουν αποφανθεί ότι η διαταραχή πρέπει να επηρεάζει το σύνολο ή σημαντικό μέρος της οικονομίας του οικείου κράτους μέλους και όχι απλώς μία από τις περιφέρειες ή ένα από τμήματα της επικράτειάς του. Τούτο, εξάλλου, συνάδει με την ανάγκη στενής ερμηνείας οποιασδήποτε εξαιρετικής διάταξης, όπως το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ […]. Την ερμηνεία αυτή εφαρμόζει με συνέπεια η Επιτροπή κατά τη λήψη αποφάσεων […].

18.      Λαμβανομένου υπόψη ότι η έξαρση της νόσου COVID-19 πλήττει όλα τα κράτη μέλη και ότι τα μέτρα ανάσχεσης που έλαβαν τα κράτη μέλη επηρεάζουν τις επιχειρήσεις, η Επιτροπή θεωρεί ότι η κρατική ενίσχυση είναι δικαιολογημένη και ότι μπορεί να κριθεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, με σκοπό να αντιμετωπιστεί η έλλειψη ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις και να διασφαλιστεί ότι οι διαταραχές που προκαλούνται από την έξαρση της νόσου COVID-19 δεν υπονομεύουν τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, ιδίως των ΜΜΕ.

19.      Στην παρούσα ανακοίνωση, η Επιτροπή καθορίζει τις προϋποθέσεις συμβατότητας που θα εφαρμόσει κατ’ αρχήν για τις ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ. Επομένως, τα κράτη μέλη πρέπει να αποδεικνύουν ότι τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης που κοινοποιούνται στην Επιτροπή σύμφωνα με την παρούσα ανακοίνωση είναι αναγκαία, κατάλληλα και αναλογικά για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας του οικείου κράτους μέλους, καθώς και ότι τηρούνται πλήρως όλες οι προϋποθέσεις της παρούσας ανακοίνωσης».

5        Η ανακοίνωση με την οποία επήλθε η τέταρτη τροποποίηση του προσωρινού πλαισίου προβλέπει, στο σημείο της 11, τα εξής:

«[Ω]ς αποτέλεσμα της έξαρσης της νόσου COVID-19, πολλές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν προσωρινά χαμηλότερη ζήτηση η οποία δεν τους επιτρέπει να καλύψουν μέρος των πάγιων δαπανών τους. Σε πολλές περιπτώσεις, η ζήτηση αναμένεται να ανακάμψει κατά τους επόμενους μήνες, ενώ ενδέχεται να μην είναι αποτελεσματική λύση να μειώσουν το μέγεθός τους οι εν λόγω επιχειρήσεις εάν η μείωση αυτή συνεπιφέρει σημαντικό κόστος αναδιάρθρωσης. Η στήριξη των εν λόγω επιχειρήσεων με τη συνεισφορά μέρους των πάγιων δαπανών τους σε προσωρινή βάση μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματικό μέσο για να γεφυρωθεί αυτό το μεσοδιάστημα, ώστε να αποφευχθεί η επιδείνωση του κεφαλαίου τους, να διατηρηθεί η επιχειρηματική τους δραστηριότητα και να τους δοθεί ένα ισχυρό εφαλτήριο για την ανάκαμψή τους.»

6        Η ανακοίνωση με την οποία επήλθε η τέταρτη τροποποίηση του προσωρινού πλαισίου εισήγαγε στο προσωρινό πλαίσιο το τμήμα 3.12, υπό τον τίτλο «Ενισχύσεις υπό μορφή στήριξης για μη καλυπτόμενες πάγιες δαπάνες», το οποίο περιλαμβάνει τα ακόλουθα σημεία 86 και 87:

«86.      Τα κράτη μέλη μπορούν να εξετάσουν το ενδεχόμενο να συνεισφέρουν στις μη καλυπτόμενες πάγιες δαπάνες των εν λόγω επιχειρήσεων των οποίων η επιχειρηματική δραστηριότητα ανεστάλη ή μειώθηκε ως αποτέλεσμα της πανδημίας της COVID-19.

87.      Εάν τα εν λόγω μέτρα συνιστούν ενίσχυση, η Επιτροπή θα θεωρήσει ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      [η] ενίσχυση χορηγείται το αργότερο στις 30 Ιουνίου 2021 και καλύπτει μη καλυπτόμενες πάγιες δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Μαρτίου 2020 και 30ής Ιουνίου 2021, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια μέρους της εν λόγω περιόδου (“επιλέξιμη περίοδος”)·

β)      [η] ενίσχυση χορηγείται βάσει καθεστώτος σε επιχειρήσεις που κατά τη διάρκεια της επιλέξιμης περιόδου υφίστανται μείωση του κύκλου εργασιών κατά τουλάχιστον 30 % σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2019 […]·

γ)      [μ]η καλυπτόμενες πάγιες δαπάνες είναι οι πάγιες δαπάνες που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της επιλέξιμης περιόδου οι οποίες δεν καλύπτονται ούτε από τα κέρδη (δηλαδή έσοδα μείον μεταβλητές δαπάνες) κατά την ίδια περίοδο ούτε από άλλες πηγές, όπως ασφάλιση, προσωρινά μέτρα ενίσχυσης που καλύπτονται από την παρούσα ανακοίνωση ή στήριξη από άλλες πηγές […]. H ένταση της ενίσχυσης δεν υπερβαίνει το 70 % των μη καλυπτόμενων πάγιων δαπανών, με εξαίρεση τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (κατά την έννοια του παραρτήματος I του γενικού κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία), όπου η ένταση ενίσχυσης δεν υπερβαίνει το 90 % των μη καλυπτόμενων πάγιων δαπανών. Για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, οι ζημίες των επιχειρήσεων, όπως εμφανίζονται στις καταστάσεις κερδών και ζημιών τους, κατά τη διάρκεια της επιλέξιμης περιόδου […] θεωρείται ότι συνιστούν μη καλυπτόμενες πάγιες δαπάνες. Οι ενισχύσεις στο πλαίσιο του παρόντος μέτρου μπορούν να χορηγούνται βάσει των προβλεπόμενων ζημιών, ενώ το τελικό ποσό της ενίσχυσης προσδιορίζεται μετά την πραγματοποίηση των ζημιών βάσει ελεγμένων λογαριασμών ή, με κατάλληλη αιτιολόγηση που παρέχεται από το κράτος μέλος στην Επιτροπή (για παράδειγμα σε σχέση με τα χαρακτηριστικά ή το μέγεθος συγκεκριμένων τύπων επιχειρήσεων), βάσει φορολογικών λογαριασμών. Κάθε πληρωμή που υπερβαίνει το τελικό ποσό της ενίσχυσης ανακτάται·

δ)      [ε]ν πάση περιπτώσει, η συνολική ενίσχυση δεν υπερβαίνει τα 3 εκατ. [ευρώ] ανά επιχείρηση. Η ενίσχυση μπορεί να χορηγείται με τη μορφή άμεσων επιχορηγήσεων, εγγυήσεων και δανείων, με την προϋπόθεση ότι η συνολική ονομαστική αξία των εν λόγω μέτρων δεν υπερβαίνει το συνολικό ανώτατο όριο των 3 εκατ. [ευρώ] ανά επιχείρηση· όλα τα αριθμητικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται είναι ακαθάριστα, δηλαδή προ της αφαίρεσης φόρων ή άλλης επιβάρυνσης·

ε)      οι ενισχύσεις στο πλαίσιο του μέτρου αυτού δεν σωρεύονται με άλλες ενισχύσεις για τις ίδιες επιλέξιμες δαπάνες·

στ)      η ενίσχυση δεν μπορεί να χορηγείται σε επιχειρήσεις που ήταν ήδη προβληματικές (κατά την έννοια του γενικού κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία […]) την 31η Δεκεμβρίου 2019. Κατά παρέκκλιση των ανωτέρω, μπορούν να χορηγηθούν ενισχύσεις σε πολύ μικρές ή μικρές επιχειρήσεις (κατά την έννοια του παραρτήματος I του γενικού κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία) που ήταν ήδη προβληματικές στις 31 Δεκεμβρίου 2019, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάγονται σε συλλογική διαδικασία αφερεγγυότητας βάσει του εθνικού δικαίου και δεν έχουν λάβει ενίσχυση διάσωσης […] ή ενίσχυση αναδιάρθρωσης […]».

7        Στις 17 Νοεμβρίου 2020, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κοινοποίησε στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, καθεστώς ενισχύσεων με σκοπό τη χορήγηση, εντός της επικράτειάς της, στήριξης για μη καλυπτόμενες πάγιες δαπάνες στο πλαίσιο της πανδημίας της νόσου COVID-19.

8        Στις 20 Νοεμβρίου 2020, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2020) 8318 final.

9        Με την απόφαση C(2020) 8318 final, η Επιτροπή, πρώτον, περιέγραψε τα βασικά χαρακτηριστικά του κοινοποιηθέντος καθεστώτος ενισχύσεων από το οποίο προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι ατομικά μέτρα ενίσχυσης μπορούν να χορηγηθούν μόνο στις επιχειρήσεις που έχουν υποστεί μείωση του κύκλου εργασιών κατά τουλάχιστον 30 % (αιτιολογική σκέψη 17). Δεύτερον, υπογράμμισε ότι το κοινοποιηθέν καθεστώς εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στον βαθμό που παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στους δικαιούχους του και, ως εκ τούτου, συνεπάγεται στρέβλωση του ανταγωνισμού (αιτιολογικές σκέψεις 31 έως 33). Τρίτον, παραπέμποντας στα κριτήρια του σημείου 87 του προσωρινού πλαισίου, έκρινε ότι το εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ (αιτιολογικές σκέψεις 35 έως 41). Ως εκ τούτου, δεν προέβαλε αντιρρήσεις ως προς το καθεστώς αυτό ενισχύσεων.

10      Το εγκριθέν με την απόφαση C(2020) 8318 final καθεστώς ενισχύσεων αφορούσε ενισχύσεις ποσού έως 3 εκατομμυρίων ευρώ ανά επιχείρηση (αιτιολογική σκέψη 20).

11      Στις 28 Ιανουαρίου 2021, η Επιτροπή προέβη σε πέμπτη τροποποίηση του προσωρινού πλαισίου (ΕΕ 2021, C 34, σ. 6), με την οποία τροποποίησε, μεταξύ άλλων, το σημείο 87, στοιχείο δʹ, του εν λόγω πλαισίου, αυξάνοντας το ανώτατο όριο ενίσχυσης στα 10 εκατομμύρια ευρώ ανά επιχείρηση. Η Επιτροπή τροποποίησε επίσης το σημείο 87, στοιχείο αʹ, του προσωρινού πλαισίου, παρατείνοντας έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021 την αρχικώς προβλεφθείσα περίοδο μεταξύ 1ης Μαρτίου 2020 και 30ής Ιουνίου 2021.

12      Στις 2 Φεβρουαρίου 2021, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κοινοποίησε στην Επιτροπή μεταβολή του καθεστώτος ενισχύσεων, η οποία συνίστατο σε αύξηση του ανωτάτου ορίου ενίσχυσης στα 10 εκατομμύρια ευρώ και στην παράταση της ισχύος του καθεστώτος ενισχύσεων έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021.

13      Με την απόφαση C(2021) 1066 final, η Επιτροπή ενέκρινε διάφορες τροποποιήσεις που είχε επιφέρει η Γερμανία σε κοινοποιηθέντα καθεστώτα ενισχύσεων, συμπεριλαμβανομένου αυτού που είχε εγκριθεί με την απόφαση C(2020) 8318 final (στο εξής: επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων).

14      Ειδικότερα, με την απόφαση C(2021) 1066 final, η Επιτροπή, αφενός, επανέλαβε την ανάλυση που παρατίθεται στις προηγούμενες αποφάσεις της για να τονίσει την ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και τη συμβατότητά τους με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ (αιτιολογικές σκέψεις 15 και 17) και, αφετέρου, έκρινε ότι η παράταση της διάρκειας ισχύος του καθεστώτος ενισχύσεων που είχε κοινοποιηθεί και εγκριθεί βάσει του προσωρινού πλαισίου καθώς και η αύξηση του ανώτατου ορίου του ήταν συμβατές με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ (αιτιολογική σκέψη 18).

 Αιτήματα των διαδίκων

15      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

16      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

17      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ανέφερε ότι αποσύρει το αίτημά της περί κηρύξεως της προσφυγής απαραδέκτου, όπερ σημειώθηκε στα πρακτικά της εν λόγω συζήτησης.

18      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

19      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αφορούν παράβαση, αντιστοίχως, του άρθρου 107 ΣΛΕΕ και του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107 ΣΛΕΕ

20      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή εσφαλμένα έκρινε ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων μπορούσε να κηρυχθεί συμβατό με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ. Ο λόγος αυτός διαρθρώνεται σε δύο σκέλη.

21      Με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας καθόσον εγκρίνει καθεστώς ενισχύσεων στηριζόμενο σε κριτήριο επιλεξιμότητας το οποίο λαμβάνει υπόψη τον κύκλο εργασιών της επιχείρησης (στο εξής: επίμαχο κριτήριο επιλεξιμότητας). Με το δεύτερο σκέλος του, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη τόσο την υποχρέωσή της να προβεί σε εξατομικευμένη εξέταση του κοινοποιηθέντος καθεστώτος ενισχύσεων όσο και την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως.

22      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

23      Κατά το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, «[δ]ύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά […] οι ενισχύσεις […] για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους».

24      Κατά τη νομολογία, από την εν γένει οικονομία της Συνθήκης προκύπτει ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 108 ΣΛΕΕ διαδικασία ουδέποτε δύναται να καταλήξει σε αποτέλεσμα αντίθετο προς τις ειδικές διατάξεις της Συνθήκης. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορεί να κρίνει ότι είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά κρατική ενίσχυση η οποία, λόγω ορισμένων όρων της χορήγησής της, παραβαίνει άλλες διατάξεις της Συνθήκης. Ομοίως, η Επιτροπή δεν μπορεί να κρίνει ότι συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά κρατική ενίσχυση η οποία, λόγω ορισμένων όρων της χορήγησής της, παραβιάζει τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Απριλίου 2008, Nuova Agricast, C-390/06, EU:C:2008:224, σκέψεις 50 και 51, και της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Αυστρία κατά Επιτροπής, C-594/18 P, EU:C:2020:742, σκέψη 44).

25      Υπενθυμίζεται ότι, για την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η άσκηση της οποίας απαιτεί σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως (βλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Bayerische Motoren Werke και Freistaat Sachsen κατά Επιτροπής, C-654/17 P, EU:C:2019:634, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και, ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στην επαλήθευση της τήρησης των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογίας, καθώς και στον έλεγχο της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, της έλλειψης πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και της έλλειψης κατάχρησης εξουσίας (βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks, C-333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 Επί του πρώτου σκέλους με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

26      Η προσφεύγουσα φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι το επίμαχο κριτήριο επιλεξιμότητας είναι δυσανάλογο και έχει ως συνέπεια την άνιση μεταχείριση εις βάρος επιχειρήσεων με πλείονες τομείς δραστηριότητας, ορισμένοι μόνον από τους οποίους επλήγησαν από την πανδημία της νόσου COVID-19. Κατά συνέπεια το κριτήριο αυτό, στον βαθμό που έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό των εν λόγω επιχειρήσεων από το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων ή τη μείωση του οφέλους που θα μπορούσαν να αποκομίσουν από αυτό, τις υποχρεώνει να προσφύγουν σε διασταυρούμενη χρηματοδότηση των επηρεαζόμενων δραστηριοτήτων τους, σε αντίθεση με τους ανταγωνιστές τους που δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στο λιανικό εμπόριο σε καταστήματα, οι οποίοι μπορούν να επωφεληθούν πλήρως από το εν λόγω καθεστώς.

27      Η Επιτροπή και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλουν ότι το σκέλος αυτό του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως είναι αβάσιμο. Προκαταρκτικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι το σκέλος αυτό του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί εκ προοιμίου για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας υπό την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ κατά του προσωρινού πλαισίου του οποίου εφαρμογή αποτελεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

–       Επί της ενστάσεως απαραδέκτου της Επιτροπής, η οποία αντλείται από μη προβολή ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας κατά του προσωρινού πλαισίου

28      Η Επιτροπή, πρώτον, επισημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εφαρμόζει ορθά το επίμαχο κριτήριο επιλεξιμότητας, όπως αυτό ορίζεται στο σημείο 87 του προσωρινού πλαισίου, δεύτερον, υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του εν λόγω πλαισίου και, τρίτον, συνάγει εξ αυτού ότι υφίσταται τεκμήριο νομιμότητας του προσωρινού πλαισίου, η δε νομιμότητά του δεν είναι δυνατόν να τεθεί εν αμφιβόλω επ’ ευκαιρία της αμφισβήτησης του βασίμου της προσβαλλόμενης απόφασης.

29      Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

30      Πρώτον, είναι μεν ακριβές ότι το δικόγραφο της προσφυγής δεν περιέχει ρητώς ένσταση ελλείψεως νομιμότητας ή κάποια ρητή αναφορά στο άρθρο 277 ΣΛΕΕ, πλην όμως υπενθυμίζεται ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν απαιτεί ρητή επίκληση της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας. Πράγματι, κατά τη νομολογία μπορεί να θεωρηθεί ότι προβάλλεται εμμέσως ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, καθόσον προκύπτει με σχετική σαφήνεια από το δικόγραφο της προσφυγής ότι ο προσφεύγων διατυπώνει πράγματι μια τέτοια αιτίαση (πρβλ. απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2018, Mouvement pour une Europe des nations et des libertés κατά Κοινοβουλίου, T-829/16, EU:T:2018:840, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω.

32      Κατά πρώτον, σε ορισμένα χωρία του δικογράφου της προσφυγής αμφισβητείται ευθέως το κύρος του σημείου 87 του προσωρινού πλαισίου. Υπογραμμίζεται, συναφώς, ότι «το κριτήριο που ορίζεται στο σημείο 87, στοιχείο βʹ, του προσωρινού πλαισίου, ως ίσχυε μετά την τέταρτη τροποποίηση του τελευταίου […] δεν αποτελεί πρόσφορο κριτήριο για τον περιορισμό ή την εξάλειψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού». Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι το σημείο 87, στοιχείο γʹ, του προσωρινού πλαισίου συνεπάγεται «αδικαιολόγητη διαφορετική μεταχείριση».

33      Κατά δεύτερον, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης, η παρεμπίπτουσα αμφισβήτηση του κύρους του προσωρινού πλαισίου από την προσφεύγουσα συνάγεται επίσης, κατά λογική ακολουθία, από το σύνολο των επιχειρημάτων που η ίδια προέβαλε με το σκέλος αυτό του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Πράγματι, τόσο το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων όσο και η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία εγκρίνεται το καθεστώς αυτό αναπαράγουν ένα κριτήριο επιλεξιμότητας το οποίο στηρίζεται στο σημείο 87 του προσωρινού πλαισίου. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορεί να μην είχε αντιληφθεί ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας, αντλούμενο από έλλειψη νομιμότητας της εν λόγω απόφασης λόγω του δυσανάλογου χαρακτήρα του επίμαχου κριτηρίου, συνεπαγόταν επίσης αμφισβήτηση του κύρους του προαναφερθέντος σημείου.

34      Δεύτερον, και σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή σφάλλει ως προς τα έννομα αποτελέσματα πράξεων, όπως το εν λόγω πλαίσιο, τις οποίες η ίδια θεσπίζει με σκοπό την οριοθέτηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, καθόσον υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν δύναται, επειδή δεν προέβαλε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του κριτηρίου που στηρίζεται στο σημείο 87 του προσωρινού πλαισίου, να αμφισβητήσει το βάσιμο του εν λόγω κριτηρίου.

35      Κατά πάγια νομολογία, οι νομικές πράξεις της Ένωσης απολαύουν τεκμηρίου νομιμότητας και, ως εκ τούτου, παράγουν έννομα αποτελέσματα εφόσον δεν έχουν ανακληθεί, ακυρωθεί κατόπιν προσφυγής ακυρώσεως ή κριθεί ανίσχυρες κατόπιν προδικαστικής παραπομπής ή κατόπιν ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας ή εφόσον δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο αναστολής εκτέλεσης ή άλλων προσωρινών μέτρων από τον δικαστή της Ένωσης κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 278 και 279 ΣΛΕΕ [πρβλ. αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2012, CIVAD, C-533/10, EU:C:2012:347, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 2ας Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχικής Δημοκρατίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκατάστασης αιτούντων διεθνή προστασία), C‑715/17, C-718/17 και C-719/17, EU:C:2020:257, σκέψη 140]. Η τήρηση του τεκμηρίου αυτού νομιμότητας ενδέχεται να εμποδίσει την εξέταση του βασίμου απόφασης η οποία συνιστά απλώς εφαρμογή πράξης γενικής ισχύος της οποίας δεν αμφισβητείται το κύρος (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2021, P. Krücken Organic κατά Επιτροπής, C-586/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:1046, σκέψη 69, και της 2ας Φεβρουαρίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-469/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:50, σκέψη 57). Συνεπώς, μόνον οι δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως πράξεις των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης οι οποίες παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων και έχουν καταστεί απρόσβλητες απολαύουν του συγκεκριμένου τεκμηρίου. Τούτο δεν συντρέχει στην περίπτωση πράξης με την οποία η Επιτροπή θεσπίζει κανόνες συμπεριφοράς προκειμένου να οριοθετήσει την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει.

36      Ασφαλώς, ο αυτοπεριορισμός της Επιτροπής ως προς την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει συνεπάγεται ότι η Επιτροπή δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποκλίνει από τους κανόνες που η ίδια έχει θεσπίσει, διότι άλλως υπάρχει ενδεχόμενο να ακυρωθούν οι πράξεις της λόγω παραβίασης γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση (βλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Bayerische Motoren Werke και Freistaat Sachsen κατά Επιτροπής, C-654/17 P, EU:C:2019:634, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, η θέσπιση τέτοιων κανόνων δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωσή της να προβεί σε εξατομικευμένη εξέταση των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μη εφαρμογή των κανόνων αυτών, εάν το επιβάλλουν οι ιδιαιτερότητες της υπόθεσης (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ., C‑526/14, EU:C:2016:570, σκέψη 41). Εξ αυτού συνάγεται ότι, σε αντίθεση με τις νομικές πράξεις που μνημονεύονται στη σκέψη 35 ανωτέρω, οι πράξεις με τις οποίες η Επιτροπή θεσπίζει απλώς κανόνες συμπεριφοράς δεν παράγουν αφ’ εαυτών δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

37      Η απουσία αυτή εγγενών δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων είναι ιδιαίτερα σημαντική λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των εξουσιών που ανατίθενται στην Επιτροπή στον τομέα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Συνακόλουθα, το να γίνει δεκτό ότι το προσωρινό πλαίσιο παράγει αφ’ εαυτού δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και απολαύει τεκμηρίου νομιμότητας θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση στο εν λόγω πλαίσιο νομικής φύσης ίδιας με τη φύση ενός κανονισμού, ήτοι πράξης που, πλην των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 108, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή δεν είναι αρμόδια να εκδίδει δυνάμει του τμήματος της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με τις «κρατικές ενισχύσεις».

38      Κατά συνέπεια, παρά το γεγονός ότι το κριτήριο επιλεξιμότητας που εφάρμοσε η Επιτροπή στηρίζεται στο σημείο 87 του προσωρινού πλαισίου και ότι ουδεμία ένσταση ελλείψεως νομιμότητας προβλήθηκε κατά του εν λόγω σημείου, η προσφεύγουσα διατηρεί το δικαίωμα να αμφισβητήσει τόσο τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή έκανε χρήση, στο πλαίσιο της προσβαλλόμενης απόφασης, της εξουσίας εκτιμήσεως που αντλεί από το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, κηρύσσοντας το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων συμβατό με την εσωτερική αγορά, όσο και, στο ίδιο αυτό πλαίσιο, το βάσιμο του κριτηρίου επιλεξιμότητας που εφάρμοσε η Επιτροπή.

–       Επί του περιεχομένου των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας

39      Με το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το κριτήριο επιλεξιμότητας του σημείου 87, στοιχεία βʹ και γʹ, του προσωρινού πλαισίου, το οποίο εφαρμόστηκε στο πλαίσιο του επίμαχου καθεστώς ενισχύσεων και εγκρίθηκε από την Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι δυσανάλογο. Συναφώς, προβάλλει σειρά αιτιάσεων, επικαλούμενη επίσης παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

40      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα βάλλει κατά του γεγονότος ότι, στο σημείο 87, στοιχεία βʹ και γʹ, του προσωρινού πλαισίου, ως κριτήριο επιλεξιμότητας όσον αφορά την ενίσχυση για μη καλυπτόμενες πάγιες δαπάνες χρησιμοποιείται η μείωση του κύκλου εργασιών σε επίπεδο επιχείρησης και όχι σε επίπεδο των δραστηριοτήτων και μόνον που επηρεάζονται από την πανδημία της νόσου COVID-19.

41      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η συνεκτίμηση της μείωσης του κύκλου εργασιών σε επίπεδο επιχείρησης απορρέει από το σημείο 87, στοιχείο βʹ, του προσωρινού πλαισίου, το οποίο ορίζει ότι η ενίσχυση χορηγείται βάσει καθεστώτος που παρέχει στήριξη σε «επιχειρήσεις που κατά τη διάρκεια της επιλέξιμης περιόδου [μεταξύ 1ης Μαρτίου 2020 και 30ής Ιουνίου 2021] υφίστανται μείωση του κύκλου εργασιών κατά τουλάχιστον 30 %». Η συνεκτίμηση αυτή απορρέει και από το σημείο 87, στοιχείο γʹ, του εν λόγω πλαισίου, καθ’ ο μέρος από την έννοια των «μη καλυπτόμενων πάγιων δαπανών» εξαιρούνται οι δαπάνες που καλύπτονται από τα κέρδη ή από άλλες πηγές.

42      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ, απαιτεί οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να μην υπερβαίνουν τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση (απόφαση της 17ης Μαΐου 1984, Denkavit Nederland, 15/83, EU:C:1984:183, σκέψη 25), με δεδομένο ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων του ενός κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα δυσμενή αποτελέσματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς [απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, Ιταλία κατά Συμβουλίου, (Αλιευτική ποσόστωση για τον ξιφία της Μεσογείου), C-611/17, EU:C:2019:332, σκέψη 55].

43      Συνεπώς, ένα μέτρο συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, εφόσον συντρέχουν τρία στοιχεία. Το πρώτο στοιχείο αφορά την προσφορότητα του μέτρου, ήτοι το εάν το μέτρο είναι κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού. Το δεύτερο στοιχείο αφορά την αναγκαιότητα του μέτρου και έχει την έννοια ότι ο εν λόγω θεμιτός σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο επαχθή, αλλά εξίσου πρόσφορα μέσα (πρβλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Dansk Jurist- og Økonomforbund, C-546/11, EU:C:2013:603, σκέψη 69). Τέλος, το τρίτο στοιχείο, το οποίο ενίοτε χαρακτηρίζεται ως «αναλογικότητα εν στενή εννοία», αφορά την αναλογικότητα του μέτρου, ήτοι το να μην επάγεται το μέτρο μειονεκτήματα υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Μαρτίου 2013, Πολωνία κατά Επιτροπής, T-370/11, EU:T:2013:113, σκέψη 89, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2014, Romonta κατά Επιτροπής, T-614/13, EU:T:2014:835, σκέψη 74).

44      Δεύτερον, η προσφεύγουσα φαίνεται επίσης να προβάλλει αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το επίμαχο κριτήριο επιλεξιμότητας είχε ως συνέπεια την άνιση μεταχείριση επιχειρήσεων ορισμένες από τις δραστηριότητες των οποίων δεν επηρεάστηκαν από την πανδημία της νόσου COVID-19, αναγκάζοντάς τες να προβούν σε διασταυρούμενη χρηματοδότηση των επηρεαζόμενων δραστηριοτήτων τους λόγω του γεγονότος ότι δεν μπορούσαν να επωφεληθούν, ή παρά μόνο σε μικρότερο βαθμό, από το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων το οποίο είχε λάβει την έγκριση της Επιτροπής.

45      Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχείρισης επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση σε παρόμοιες καταστάσεις ούτε η ίδια μεταχείριση σε διαφορετικές καταστάσεις, εκτός εάν μια τέτοια μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, Nuova Agricast, C-390/06, EU:C:2008:224, σκέψη 66· πρβλ., επίσης, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Montero Mateos, C-677/16, EU:C:2018:393, σκέψη 49).

46      Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν διάφορες καταστάσεις και, συνακόλουθα, καταδεικνύουν τον παρεμφερή χαρακτήρα τους πρέπει, ειδικότερα, να προσδιορίζονται και να εκτιμώνται υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της πράξης της Ένωσης που θεσπίζει την επίμαχη διάκριση. Επιπλέον, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι σκοποί του τομέα στον οποίο εμπίπτει η επίμαχη πράξη (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., C-127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 26).

47      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ανωτέρω επιχείρημα, το οποίο προβάλλεται κατά απόφασης με την οποία εφαρμόζεται το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, ταυτίζεται με τις αιτιάσεις της προσφεύγουσας περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας ως προς τα επιμέρους στοιχεία της.

48      Πράγματι, το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ επιτρέπει παρέκκλιση από τη γενική αρχή του ασυμβιβάστου των κρατικών ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά που προβλέπεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Εξ αυτού συνάγεται, αφενός, ότι σκοπός του ανωτέρω άρθρου είναι να επιτρέψει να κηρυχθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά κρατικές ενισχύσεις οι οποίες συνεπάγονται, εξ ορισμού, τη χορήγηση σε ορισμένες επιχειρήσεις επιλεκτικού πλεονεκτήματος που δύναται να χαρακτηριστεί ως εισάγον δυσμενείς διακρίσεις (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group κ.λπ., C-20/15 P και C-21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψεις 54 και 55) και, αφετέρου, ότι το άρθρο αυτό πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ. απόφαση της 9ης Απριλίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-150/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:191, σκέψη 146 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Συνεπώς, το γεγονός ότι το επίμαχο κριτήριο επιλεξιμότητας έχει ως αποτέλεσμα τη διαφορετική μεταχείριση των επιχειρήσεων αναλόγως του εάν η πανδημία της νόσου COVID-19 επηρέασε το σύνολο ή μέρος μόνον των δραστηριοτήτων τους δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτού ότι το επίμαχο κριτήριο στερείται νομιμότητας. Αντιθέτως, πρέπει να εξεταστεί εάν η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, όπερ προϋποθέτει ότι το εν λόγω κριτήριο είναι αναγκαίο, πρόσφορο και αναλογικό για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας του οικείου κράτους μέλους.

–       Επί της αιτιάσεως με την οποία αμφισβητείται η προσφορότητα του επίμαχου κριτηρίου επιλεξιμότητας

50      Η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι το επίμαχο κριτήριο επιλεξιμότητας δεν είναι πρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, καθόσον στρεβλώνει τον ανταγωνισμό χωρίς να αμβλύνει τις επιπτώσεις της πανδημίας της νόσου COVID-19 και αντίκειται στο σημείο11 της ανακοίνωσης με την οποία επήλθε η τέταρτη τροποποίηση του προσωρινού πλαισίου, το οποίο αναφέρεται στην ανάγκη να αποφευχθεί η επιδείνωση του κεφαλαίου των επιχειρήσεων. Συναφώς, ισχυρίζεται ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας αυτής στο λιανικό εμπόριο σε καταστήματα ήταν τέτοιες που δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο επιχειρήσεις που, ως εκ της άσκησης λοιπών δραστηριοτήτων, δεν επωφελούνται από το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, να πάψουν να ασκούν την εν λόγω δραστηριότητα.

51      Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

52      Πρώτον, δεν αμφισβητείται ότι η πανδημία της νόσου COVID-19 προκάλεσε σοβαρή διαταραχή στη γερμανική οικονομία. Συνεπώς, η πανδημία αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

53      Δεύτερον, από το σημείο 18 του προσωρινού πλαισίου, όπως αυτό παρατίθεται στη σκέψη 4 ανωτέρω, προκύπτει ότι σκοπός του εν λόγω πλαισίου είναι να καταστήσει συμβατές με την εσωτερική αγορά ορισμένες ενισχύσεις, ιδίως εκείνες υπό μορφή στήριξης για τις μη καλυπτόμενες πάγιες δαπάνες, με τις οποίες επιχειρείται να αντιμετωπιστεί η έλλειψη ρευστότητας που υφίστανται οι επιχειρήσεις εξαιτίας της πανδημίας της νόσου COVID-19 και να διασφαλιστεί ότι η διαταραχή που προκαλείται εκ του λόγου αυτού δεν θα θέσει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά τους.

54      Επιπλέον, από το σημείο 11 της ανακοίνωσης με την οποία επήλθε η τέταρτη τροποποίηση του προσωρινού πλαισίου, όπως αυτό παρατίθεται στη σκέψη 5 ανωτέρω, προκύπτει ότι η στήριξη των επιχειρήσεων που αδυνατούν προσωρινά να καλύψουν μέρος των πάγιων δαπανών τους αποσκοπεί να διασφαλίσει τη συνέχειά τους και να αποτρέψει την επιδείνωση των κεφαλαίων τους, καθιστώντας δυνατή τη διατήρηση της εμπορικής δραστηριότητάς τους και παρέχοντάς τους ισχυρό εφαλτήριο για την ανάκαμψή τους.

55      Τρίτον, επισημαίνεται ότι σκοπός όπως ο ανωτέρω, ο οποίος λαμβάνει υπόψη τις δυσκολίες που πιθανώς αντιμετωπίζει μια επιχείρηση για την κάλυψη των παγίων δαπανών της λόγω της πανδημίας της νόσου COVID-19, συνάδει με τον σκοπό του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ και εντάσσεται στην άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που αντλεί η Επιτροπή από τη διάταξη αυτή, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 25 ανωτέρω.

56      Τέταρτον, σημειώνεται ότι κριτήριο που επιτρέπει στις επιχειρήσεις των οποίων ο κύκλος εργασιών έχει μειωθεί άνω του 30 % λόγω της πανδημίας της νόσου COVID-19 να λάβουν χρηματοδοτική ενίσχυση εντάσσεται πλήρως στο πλαίσιο υλοποίησης του σκοπού, όπως αυτός υπομνήσθηκε στις σκέψεις 53 και 54 ανωτέρω, να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα και η συνέχεια των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της εν λόγω πανδημίας.

57      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι ορισμένες επιχειρήσεις που δεν επωφελούνται από το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων ή που επωφελούνται σε μικρότερο βαθμό λόγω της άσκησης δραστηριοτήτων μη επηρεαζόμενων από την πανδημία της νόσου COVID-19, όπως το ηλεκτρονικό εμπόριο, ενδεχομένως να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τον τομέα του λιανικού εμπορίου σε καταστήματα.

58      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ δεν απαιτεί το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων να μπορεί αφ’ εαυτού να άρει τη σοβαρή διαταραχή της οικονομίας του οικείου κράτους μέλους. Πράγματι, αφ’ ης στιγμής η Επιτροπή διαπιστώσει την ύπαρξη σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους, είναι δυνατόν να επιτραπεί στο κράτος αυτό, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές επίσης προϋποθέσεις του ως άνω άρθρου, να χορηγήσει κρατικές ενισχύσεις, υπό τη μορφή καθεστώτων ενισχύσεων ή ατομικών ενισχύσεων, οι οποίες συμβάλλουν στην άρση της εν λόγω σοβαρής διαταραχής. Ενδέχεται, επομένως, να πρόκειται για πλείονα καθεστώτα ενισχύσεων, καθένα εκ των οποίων συμβάλλει στον σκοπό αυτόν. Ως εκ τούτου, προκειμένου ένα καθεστώς ενισχύσεων να στηρίζεται βασίμως στην ανωτέρω διάταξη, δεν είναι δυνατόν να απαιτείται το εν λόγω καθεστώς να αίρει αφ’ εαυτού σοβαρή διαταραχή της οικονομίας κράτους μέλους.

59      Επιπλέον, η Επιτροπή μπορούσε, δίχως να υπερβεί τα όρια της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει κατ’ εφαρμογήν της μνημονευόμενης στη σκέψη 25 ανωτέρω νομολογίας, να κρίνει ότι ήταν αναγκαίο να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων σημαντικό μέρος της δραστηριότητας των οποίων επλήγη από την πανδημία της νόσου COVID-19 και όχι η βιωσιμότητα κάθε επηρεαζόμενης από την πανδημία δραστηριότητας, ανεξαρτήτως της συνολικής κατάστασης της επιχείρησης.

60      Ως εκ τούτου, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της αιτιάσεως με την οποία αμφισβητείται η αναγκαιότητα του επίμαχου κριτηρίου επιλεξιμότητας

61      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η εφαρμογή ενός εναλλακτικού κριτηρίου, το οποίο θα λάμβανε υπόψη τις ζημίες στους τομείς δραστηριότητας που επηρεάζονται από την πανδημία της νόσου COVID-19 και όχι τη συνολική κατάσταση της επιχείρησης, θα ήταν πλέον πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι ένα τέτοιο κριτήριο δεν θα είχε τα περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα που απορρέουν από το επίμαχο κριτήριο επιλεξιμότητας. Επισημαίνει ότι το εναλλακτικό αυτό κριτήριο είχε ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή στο πλαίσιο άλλων αποφάσεων.

62      Η Επιτροπή απαντά, μεταξύ άλλων, ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να αποφανθεί αφηρημένα επί του συνόλου των εναλλακτικών μέτρων που θα μπορούσαν να ληφθούν στη θέση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων. Προσθέτει ότι αλυσιτελώς η προσφεύγουσα συγκρίνει την προσβαλλόμενη απόφαση με άλλες αποφάσεις που είχε εκδώσει η Επιτροπή λόγω της πανδημίας της νόσου COVID‑19, δεδομένου ότι οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν την ίδια νομική βάση.

63      Αληθεύει, κατ’ αρχήν, ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποφαίνεται αφηρημένα επί όλων των εναλλακτικών μέτρων που θα μπορούσαν να ληφθούν, δεδομένου ότι, καίτοι το οικείο κράτος μέλος οφείλει να εκθέσει εμπεριστατωμένα τους λόγους οι οποίοι υπαγόρευσαν τη θέσπιση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, ιδίως όσον αφορά τα προκριθέντα κριτήρια επιλεξιμότητας, εντούτοις, δεν οφείλει να αποδείξει, τεκμηριωμένα, ότι κανένα άλλο πιθανό μέτρο, εξ ορισμού υποθετικό, δεν δύναται να διασφαλίσει με καλύτερο τρόπο την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Εφόσον το εν λόγω κράτος μέλος δεν υπέχει τέτοια υποχρέωση, η προσφεύγουσα δεν δύναται βασίμως να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να υποκαταστήσει τις εθνικές αρχές στο καθήκον αυτό αναζήτησης κανονιστικών ρυθμίσεων, ώστε να εξετάσει κάθε εναλλακτικό μέτρο το οποίο θα μπορούσε να ληφθεί (βλ. απόφαση της 6ης Μαΐου 2019, Scor κατά Επιτροπής, T-135/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:287, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64      Επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι η νομολογία αυτή δεν ασκεί επιρροή υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης. Πράγματι, η εν λόγω νομολογία βασίζεται στη διττή παραδοχή ότι, αφενός, τα κριτήρια επιλεξιμότητας ενός καθεστώτος ενισχύσεων καταρτίζονται από το οικείο κράτος μέλος και, αφετέρου, η Επιτροπή υποχρεούται απλώς και μόνον να εξετάσει την αναγκαιότητά τους επί τη βάσει των εξηγήσεων που παρέχει το εν λόγω κράτος. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι το κριτήριο επιλεξιμότητας που προβλέπεται στο πλαίσιο του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων στηρίζεται, στην πραγματικότητα, στο προσωρινό πλαίσιο της Επιτροπής και, αφετέρου, ότι το εναλλακτικό κριτήριο που επικαλείται η προσφεύγουσα έχει εφαρμοστεί από την Επιτροπή με άλλες αποφάσεις της με τις οποίες κηρύχθηκαν συμβατά με την εσωτερική αγορά ορισμένα καθεστώτα ενισχύσεων που είχαν θεσπιστεί λόγω της πανδημίας της νόσου COVID-19.

65      Γεγονός παραμένει, ωστόσο, ότι η υπό κρίση αιτίαση δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

66      Πρώτον, όπως τονίστηκε στις σκέψεις 25, 55 και 58 ανωτέρω, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, η υπό κρίση αιτίαση θα μπορούσε να γίνει δεκτή μόνον εάν το προτεινόμενο από την προσφεύγουσα εναλλακτικό κριτήριο καταδείκνυε κατά τρόπο πρόδηλο ότι το επίμαχο κριτήριο επιλεξιμότητας δεν ήταν αναγκαίο.

67      Δεύτερον, σημειώνεται ότι το προτεινόμενο από την προσφεύγουσα εναλλακτικό κριτήριο διαφέρει από το επίμαχο κριτήριο επιλεξιμότητας ως προς την έκταση των δημοσιονομικών επιπτώσεών του για το οικείο κράτος μέλος. Πράγματι, η εφαρμογή του εναλλακτικού αυτού κριτηρίου θα είχε ως συνέπεια τη χορήγηση δημοσίων πόρων σε κάθε επιχείρηση που έχει υποστεί ζημίες λόγω της πανδημίας, ανεξαρτήτως της συνολικής οικονομικής κατάστασής της. Αντιθέτως, το επίμαχο κριτήριο επιλεξιμότητας περιορίζει τον δημοσιονομικό αντίκτυπο των ενισχύσεων αυτών, καθόσον αποκλείει από το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων ή περιορίζει το όφελος που μπορούν να αποκομίσουν εξ αυτού επιχειρήσεις οι οποίες, λόγω λοιπών πηγών εσόδων, είδαν τη συνολική οικονομική κατάστασή τους να επηρεάζεται σε μικρότερο βαθμό από την πανδημία της νόσου COVID‑19.

68      Τρίτον, και κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα εσφαλμένως υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το εναλλακτικό κριτήριο που προτείνει αποτελεί «εξίσου πρόσφορο» μέτρο, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στις σκέψεις 42 και 43 ανωτέρω, δυνάμενο να καταδείξει ότι το επίμαχο κριτήριο επιλεξιμότητας δεν ήταν αναγκαίο.

69      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή έχει δεχθεί, με δύο αποφάσεις με τις οποίες κηρύχθηκαν συμβατά με την εσωτερική αγορά καθεστώτα ενισχύσεων βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, την εφαρμογή κριτηρίου στηριζόμενου στους τομείς δραστηριότητας που επηρεάζονται από την πανδημία της νόσου COVID-19.

70      Συναφώς, αρκεί να υπογραμμιστεί ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορούσε, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά τις άνευ ετέρου συμβατές με την εσωτερική αγορά ενισχύσεις για την αποκατάσταση ζημιών προκαλουμένων από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα, να εγκρίνει καθεστώτα ενισχύσεων για την αντιστάθμιση των απωλειών που είχαν προκληθεί από εντολές διακοπής λειτουργίας λόγω της πανδημίας της νόσου COVID-19, χωρίς συνεκτίμηση της συνολικής οικονομικής κατάστασης των δικαιούχων, δεν σημαίνει ότι όφειλε να ακολουθήσει παρόμοια προσέγγιση κατά την άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που της παρέχει το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, προκειμένου να κηρύξει συμβατές με την εσωτερική αγορά ενισχύσεις για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους.

–       Επί της αιτιάσεως με την οποία αμφισβητείται η αναλογικότητα του επίμαχου κριτηρίου επιλεξιμότητας

71      Η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι το επίμαχο κριτήριο επιλεξιμότητας είναι δυσανάλογο σε σχέση με τα περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα που προκάλεσε για τις επιχειρήσεις των οποίων ορισμένες μόνον δραστηριότητες επλήγησαν από την πανδημία της νόσου COVID-19. Η ίδια επισημαίνει ότι αναγκάστηκε να στηρίξει τις εν λόγω δραστηριότητες, αντί να προβεί σε νέες επενδύσεις, σε αντίθεση με τους ανταγωνιστές της που επωφελήθηκαν από το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αγνοεί, μετά την αύξηση του ανωτάτου ορίου στα 10 εκατομμύρια ευρώ δυνάμει της ανακοίνωσης με την οποία επήλθε η πέμπτη τροποποίηση του προσωρινού πλαισίου, την έκταση των περιοριστικών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων που είχε η εφαρμογή του επίμαχου κριτηρίου επιλεξιμότητας.

72      Χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί εάν η Επιτροπή όφειλε να σταθμίσει, κατά την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, τα θετικά αποτελέσματα ενός υπό εξέταση καθεστώτος ενισχύσεων με τα αρνητικά αποτελέσματά του επί της διατήρησης ανόθευτου ανταγωνισμού, αρκεί η διαπίστωση ότι το επίμαχο κριτήριο επιλεξιμότητας δεν επέφερε, εν πάση περιπτώσει, περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα προδήλως υπέρμετρα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο από το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων σκοπό που συνίσταται στη διασφάλιση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων που επλήγησαν από την πανδημία της νόσου COVID-19.

73      Πράγματι, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα αναγκάστηκε, αντί να προβεί σε νέες επενδύσεις, να διαθέσει μέρος των πόρων της από δραστηριότητες που δεν επηρεάστηκαν από την πανδημία της νόσου COVID-19 για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που επηρεάστηκαν από την πανδημία θίγει σε τέτοιον βαθμό την ανταγωνιστική θέση της ώστε να μην μπορεί να τύχει εφαρμογής η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ. Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι ανταγωνιστές της προσφεύγουσας, οι οποίοι επωφελούνται πλήρως από το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, αναγκάζονται επίσης να επωμιστούν μέρος των ζημιών που προκλήθηκαν από την πανδημία αυτή, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προβλέπει, κατ’ εφαρμογήν του σημείου 87, στοιχείο γʹ, του προσωρινού πλαισίου, ότι η ένταση της ενίσχυσης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 70 % των μη καλυπτόμενων πάγιων δαπανών, με εξαίρεση τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις ως προς τις οποίες το όριο αυτό ανέρχεται στο 90 % των εν λόγω δαπανών.

74      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η συλλογιστική της προσφεύγουσας φαίνεται να βασίζεται στην παραδοχή ότι το καθεστώς ενισχύσεων επέτρεπε στους δικαιούχους του να επενδύσουν στην ανάπτυξη των υφιστάμενων δραστηριοτήτων τους ή σε νέες δραστηριότητες, παρέχοντάς τους κατ’ αυτόν τον τρόπο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των επιχειρήσεων με επιχειρηματικό μοντέλο που δεν τους επιτρέπει να επωφεληθούν από το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, ή τους το επιτρέπει μόνον σε μικρότερο βαθμό. Ωστόσο, η παραδοχή αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθόσον το επίμαχο καθεστώς παρέχει μόνον τη δυνατότητα σε επιχειρήσεις οι οποίες έχουν αποδυναμωθεί σοβαρά από την πανδημία της νόσου COVID-19, σε αντίθεση με τις επιχειρήσεις με δραστηριότητες σημαντικό μέρος των οποίων δεν επλήγησαν από την πανδημία, να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους. Συνεπώς, δεν μπορεί ευλόγως να γίνει δεκτό ότι το επίμαχο καθεστώς θα επιτρέψει στις εν λόγω επιχειρήσεις να αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους εις βάρος των ανταγωνιστών τους.

75      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αιτίαση και, κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου σκέλους με το οποίο προβάλλεται έλλειψη εξατομικευμένης εξέτασης του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων και έλλειψη αιτιολογίας

76      Η προσφεύγουσα, αφενός, υπενθυμίζει ότι η έγκριση του προσωρινού πλαισίου από την Επιτροπή δεν απάλλασσε την τελευταία από την υποχρέωση να προβεί σε εξατομικευμένη εξέταση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων και, αφετέρου, προσάπτει στο θεσμικό αυτό όργανο ότι δεν προέβη εν προκειμένω στην εξέταση αυτή. Αναφέρεται, συναφώς, στο γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογείται αποκλειστικά με παραπομπή στο προαναφερθέν πλαίσιο και ότι εκδόθηκε εντός τριών μόλις ημερών από την κοινοποίηση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει έλλειψη αιτιολογίας, δεδομένου ότι η Επιτροπή αρκέστηκε, με την απόφαση, να παραπέμψει στο προαναφερθέν πλαίσιο.

77      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ισχυρίζεται ότι προέβη σε εξέταση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστατο λόγος παρέκκλισης από το προσωρινό πλαίσιο. Επιπλέον, αρνείται οποιαδήποτε έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης.

78      Για τους λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί στις σκέψεις 36 και 37 ανωτέρω, επισημαίνεται ότι είναι βεβαίως ορθό το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η έγκριση του προσωρινού πλαισίου από την Επιτροπή δεν απάλλασσε την τελευταία από την υποχρέωση να προβεί σε εξατομικευμένη εξέταση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων.

79      Ωστόσο, δεν μπορεί εν προκειμένω να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να προβεί σε εξατομικευμένη εξέταση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων.

80      Πρώτον, από τις σκέψεις 9 και 14 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή, τόσο με την απόφαση C(2020) 8318 final όσο και με την απόφαση C(2021) 1066 final, περιέγραψε τα χαρακτηριστικά του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων.

81      Δεύτερον, με τα δικόγραφά της, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι συνέτρεχαν ειδικά ως προς το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων εξαιρετικές περιστάσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τυχόν απόφαση της Επιτροπής να μην εφαρμόσει το σημείο 87 του προσωρινού πλαισίου. Πράγματι, από την εξέταση του πρώτου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι οι διάφορες αιτιάσεις της προσφεύγουσας αφορούν το βάσιμο του επίμαχου κριτηρίου επιλεξιμότητας, όπως αυτό ορίζεται στο προμνησθέν σημείο 87 και εφαρμόστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, πλην όμως δεν αφορούν ειδικά το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων.

82      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η ύπαρξη επιχειρήσεων με επιχειρηματικό μοντέλο που συνεπάγεται την εκ μέρους τους ταυτόχρονη άσκηση δραστηριοτήτων που επηρεάζονται από την πανδημία της νόσου COVID-19, αλλά και δραστηριοτήτων που δεν επηρεάζονται από αυτή, δεν αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων που θα έπρεπε να έχει λάβει υπόψη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση. Το ίδιο ισχύει και για το γεγονός ότι η ανακοίνωση με την οποία επήλθε η πέμπτη τροποποίηση του προσωρινού πλαισίου αύξησε το ανώτατο όριο καταβαλλόμενης ενίσχυσης στα 10 εκατομμύρια ευρώ ανά επιχείρηση.

83      Τρίτον, και κατά συνέπεια, καθόσον η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει καμία εξαιρετική περίσταση ικανή να οδηγήσει σε παρέκκλιση της Επιτροπής από τους κανόνες που η ίδια είχε θεσπίσει με το προσωρινό πλαίσιο, το γεγονός ότι η Επιτροπή ήταν σε θέση να εκδώσει απόφαση εντός τριών ημερών από την κοινοποίηση του καθεστώτος ενισχύσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ενδεικτικό της παράλειψης εξατομικευμένης εξέτασης του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων.

84      Τέταρτον, ελλείψει περιστάσεων που αφορούν ειδικά το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, η Επιτροπή δεν παρέβη την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως παραπέμποντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στην αιτιολογία που παρατίθεται στο προσωρινό πλαίσιο, προκειμένου να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να κηρύξει το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων συμβατό με την εσωτερική αγορά κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

85      Εξάλλου, από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει, αφενός, ότι η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να κατανοήσει το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης και, αφετέρου, ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να ελέγξει το βάσιμο του εν λόγω σκεπτικού, οπότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη κατά νόμον.

86      Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί το υπό κρίση σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ

87      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, στον βαθμό που το ζήτημα της συμβατότητας του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά ήγειρε σοβαρές δυσχέρειες, η Επιτροπή όφειλε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας και ότι, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση προσέβαλε τα διαδικαστικά δικαιώματα που αντλεί η προσφεύγουσα από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Η ίδια εκτιμά, κατ’ ουσίαν, ότι από τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε τις επιπτώσεις που θα είχε μια προσέγγιση στηριζόμενη στην εκτίμηση των συνεπειών της πανδημίας της νόσου COVID-19 σε επίπεδο επιχείρησης όσον αφορά τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε πλείονες τομείς δραστηριοτήτων. Κατά την προσφεύγουσα, μετά την πέμπτη τροποποίηση του προσωρινού πλαισίου, η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει αντιληφθεί τη σημασία της χορήγησης ενισχύσεων σε μεγάλες επιχειρήσεις, πλην όμως ουδέν συμπέρασμα εξήγαγε εξ αυτού κατά την εξέταση της τροποποίησης του αρχικού καθεστώτος ενισχύσεων. Κατά τη γνώμη της, το γεγονός αυτό μαρτυρά ανεπαρκή και ελλιπή εξέταση και, ως εκ τούτου, καταδεικνύει την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του επίμαχου καθεστώτος με την εσωτερική αγορά. Τέλος, η προσφεύγουσα φρονεί ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως έχει αυτοτελές περιεχόμενο έναντι του πρώτου.

88      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο έναντι του πρώτου, με αποτέλεσμα η απόρριψη του πρώτου λόγου ακυρώσεως να επιφέρει αυτομάτως την απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

89      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας λόγω της μη κίνησης από την Επιτροπή επίσημης διαδικασίας έρευνας παρά τη φερόμενη ύπαρξη σοβαρών αμφιβολιών, προβάλλεται στην πραγματικότητα επικουρικώς, για την περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο δεν θα εξέταζε αυτό καθεαυτό το βάσιμο της εκτίμησης της ενίσχυσης. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, ένας τέτοιος λόγος σκοπεί να παράσχει στο ενδιαφερόμενο μέρος τη δυνατότητα να ασκήσει παραδεκτώς, υπό την ιδιότητα αυτή, προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, πράγμα το οποίο δεν θα είχε άλλως τη δυνατότητα να πράξει (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 48, και της 27ης Οκτωβρίου 2011, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ., C-47/10 P, EU:C:2011:698, σκέψη 44). Ωστόσο, αφ’ ης στιγμής ο λόγος αυτός, ο οποίος αφορά αυτό καθεαυτό το βάσιμο της εκτίμησης της ενίσχυσης, έχει εξεταστεί, παύει να υφίσταται ο σκοπός για τον οποίον προβλήθηκε.

90      Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως στερείται αυτοτελούς περιεχομένου. Πράγματι, ο προσφεύγων δύναται να προβάλει, για την προάσπιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων που του αναγνωρίζονται στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, αποκλειστικώς ισχυρισμούς ικανούς να αποδείξουν ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διέθετε ή μπορούσε να διαθέτει η Επιτροπή, στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης του κοινοποιηθέντος μέτρου, θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα του μέτρου με την εσωτερική αγορά (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks, C‑333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 81, της 9ης Ιουλίου 2009, 3F κατά Επιτροπής, C‑319/07 P, EU:C:2009:435, σκέψη 35, και της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 59), όπως είναι ο ανεπαρκής ή ατελής χαρακτήρας της εξέτασης που έχει πραγματοποιήσει η Επιτροπή κατά την προκαταρκτική διαδικασία εξέτασης ή η ύπαρξη καταγγελιών τρίτων. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως επαναλαμβάνει συνοπτικά τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, χωρίς να εκθέτει συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με ενδεχόμενες σοβαρές δυσχέρειες.

91      Ως εκ τούτου, στον βαθμό που ο πρώτος λόγος ακυρώσεως έχει εξεταστεί επί της ουσίας, παρέλκει η εξέταση του υπό κρίση λόγου.

92      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

93      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

94      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

95      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Επομένως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η E. Breuninger GmbH & Co φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Tomljenović

Schalin

Škvařilová-Pelzl

Nõmm

 

      Kukovec

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Δεκεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.