Language of document : ECLI:EU:C:2016:689

Υπόθεση C‑484/14

Tobias Mc Fadden

κατά

Sony Music Entertainment Germany GmbH

(αίτηση του Landgericht München I
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνία των πληροφοριών – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Επαγγελματικό ασύρματο τοπικό δίκτυο (WLAN) – Ελεύθερη διάθεση στο κοινό – Ευθύνη των ενδιάμεσων παρόχων – Απλή μετάδοση – Οδηγία 2000/31/ΕΚ– Άρθρο 12 – Περιορισμός της ευθύνης – Ανώνυμος χρήστης του δικτύου αυτού – Προσβολή των δικαιωμάτων των δικαιούχων προστατευόμενου έργου – Υποχρέωση προστασίας του δικτύου – Αστική ευθύνη του επιτηδευματία»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα)
της 15ης Σεπτεμβρίου 2016

1.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Ηλεκτρονικό εμπόριο – Οδηγία 2000/31 – Παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας – Έννοια – Παροχή υπηρεσίας η οποία παρέχεται από αυτόν που διατηρεί σε λειτουργία δίκτυο επικοινωνιών και συνίσταται στη δωρεάν διάθεση του εν λόγω δικτύου στο κοινό με σκοπό τη διαφήμιση προϊόντων που πωλεί ο ίδιος ή υπηρεσιών που παρέχει – Περιλαμβάνεται

(Οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/34, άρθρο 1, σημείο 2, και 2000/31, άρθρα 2, στοιχείο αʹ, και 12 § 1)

2.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Ηλεκτρονικό εμπόριο – Οδηγία 2000/31 – Εξαίρεση από την ευθύνη των παρεχόντων πρόσβαση στην περίπτωση παροχής προσβάσεως σε δίκτυο επικοινωνιών – Έννοια της παροχής υπηρεσιών – Αρκεί η διάθεση στο κοινό – Πρόσθετες προϋποθέσεις όσον αφορά την ύπαρξη συμβατικής σχέσεως μεταξύ του αποδέκτη και του παρόχου της υπηρεσίας και της διαφημιστικής προβολής – Δεν απαιτούνται

(Οδηγία 2000/31 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 12 § 1, και 14 § 1, στοιχείο βʹ)

3.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Ηλεκτρονικό εμπόριο – Οδηγία 2000/31 – Ευθύνη των μεσαζόντων στην παροχή υπηρεσιών – Εξαιρέσεις για τις δραστηριότητες της μεταδόσεως, της αποθηκεύσεως και της φιλοξενίας πληροφοριών – Λοιπές προϋποθέσεις για τον παρέχοντα υπηρεσίες προσβάσεως σε δίκτυο επικοινωνιών– Δεν απαιτούνται

(Οδηγία 2000/31 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 2, στοιχείο βʹ, και 12 § 1)

4.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Ηλεκτρονικό εμπόριο – Οδηγία 2000/31 – Ευθύνη των μεσαζόντων στην παροχή υπηρεσιών – Εξαιρέσεις για τις δραστηριότητες της μεταδόσεως, της αποθηκεύσεως και της φιλοξενίας πληροφοριών – Περιεχόμενο – Προσβολή από τρίτον των δικαιωμάτων των δικαιούχων προστατευόμενου έργου – Δεν περιλαμβάνεται – Δικαίωμα των δικαιούχων αυτών να ζητήσουν την παράλειψη στο μέλλον της προσβολής όταν έχει εκδοθεί σχετική διαταγή από εθνικό δικαστήριο

(Οδηγία 2000/31 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 12 § 1)

5.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Ηλεκτρονικό εμπόριο – Οδηγία 2000/31 – Ευθύνη των μεσαζόντων στην παροχή υπηρεσιών – Εξαιρέσεις για τις δραστηριότητες της μεταδόσεως, της αποθηκεύσεως και της φιλοξενίας πληροφοριών – Διαταγή που διατάσσει τον παρέχοντα πρόσβαση σε δίκτυο επικοινωνιών να μην επιτρέπει σε τρίτους να θέτουν στη διάθεση του κοινού, μέσω διαδικτυακής συνδέσεως, έργο ή μέρη αυτού που προστατεύονται από δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας – Επιτρέπεται – Επαλήθευση από το εθνικό δικαστήριο

(Οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2000/31, άρθρο 12 §§ 1 και 3, 2001/29 και 2004/48)

1.        Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής και το άρθρο 1, σημείο 2, της οδηγίας 98/34, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών, όπως έχει τροποποιηθεί από την οδηγία 98/48, έχει την έννοια ότι υπηρεσία, η οποία παρέχεται από αυτόν που διατηρεί σε λειτουργία δίκτυο επικοινωνιών και συνίσταται στη δωρεάν διάθεση του εν λόγω δικτύου στο κοινό, αποτελεί «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά την έννοια της πρώτης ως άνω διατάξεως όταν πραγματοποιείται από τον συγκεκριμένο παρέχοντα πρόσβαση προκειμένου να διαφημιστούν προϊόντα ή υπηρεσίες που πωλεί ή παρέχει ο ίδιος.

Συναφώς, όπως προκύπτει, αφενός, από τις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 19 της οδηγίας 98/48, περί τροποποιήσεως της οδηγίας 98/34, και, αφετέρου, από το άρθρο 1, σημείο 2, της οδηγίας 98/34, οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας που αφορά το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31 είναι αποκλειστικά εκείνες που παρέχονται συνήθως έναντι αμοιβής. Ωστόσο, εξ αυτού δεν μπορεί να συναχθεί ότι υπηρεσία οικονομικής φύσεως παρεχόμενη δωρεάν ουδέποτε μπορεί να συνιστά «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31. Συγκεκριμένα, η αμοιβή για υπηρεσία που παρέχεται από πάροχο υπηρεσιών στο πλαίσιο της οικονομικής του δραστηριότητας δεν καταβάλλεται κατ’ ανάγκην από αυτούς που επωφελούνται από αυτήν. Αυτό ισχύει, ιδίως, όταν η δωρεάν παροχή από τον πάροχο πραγματοποιείται προκειμένου να διαφημιστούν προϊόντα που πωλεί ο ίδιος ή υπηρεσίες που παρέχει, οπότε το κόστος της δραστηριότητας αυτής ενσωματώνεται στην τιμή πώλησης των προϊόντων ή στην τιμή παροχής των υπηρεσιών.

(βλ. σκέψεις 37-39, 41-43, διατακτ. 1)

2.        Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά, έχει την έννοια ότι, για να θεωρείται παρασχεθείσα η υπηρεσία που προβλέπεται στη διάταξη αυτή, η οποία συνίσταται στην παροχή προσβάσεως σε δίκτυο επικοινωνιών, η πρόσβαση αυτή δεν πρέπει να βαίνει πέραν του πλαισίου της τεχνικής, αυτόματης και παθητικής μεθόδου που εξασφαλίζει την πραγματοποίηση της απαραίτητης μεταδόσεως πληροφοριών και δεν χρειάζεται να πληρούται καμία άλλη προϋπόθεση.

Συγκεκριμένα, από το γράμμα της διάταξης αυτής προκύπτει, αφενός, ότι η παροχή της υπηρεσίας που αναφέρεται στην ίδια διάταξη συνεπάγεται τη μετάδοση πληροφοριών σε ένα δίκτυο επικοινωνιών και, αφετέρου, από την αιτιολογική σκέψη 42 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι η δραστηριότητα της «απλής μεταδόσεως» είναι εντελώς τεχνική, αυτόματη και παθητική. Εξάλλου, ούτε από τις λοιπές διατάξεις της οδηγίας 2000/31 ούτε από τους επιδιωκόμενους από αυτήν σκοπούς προκύπτει ότι η παροχή προσβάσεως σε δίκτυο επικοινωνιών πρέπει να πληροί πρόσθετες προϋποθέσεις, όπως η ύπαρξη συμβατικής σχέσεως μεταξύ του αποδέκτη και του παρόχου της υπηρεσίας ή η διαφήμιση εκ μέρους του παρόχου της εν λόγω παροχής.

Τέλος, η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι η προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής δεν έχει κατ’ αναλογία εφαρμογή στο εν λόγω άρθρο 12, παράγραφος 1. Πράγματι, οι εξαιρέσεις από την ευθύνη που προβλέπονται στις εν λόγω διατάξεις υπόκεινται σε διαφορετικές προϋποθέσεις εφαρμογής, αναλόγως του είδους των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων. Ειδικότερα, το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι, για να μην υφίσταται ευθύνη των φιλοξενούντων ιστοχώρους βάσει της εξαιρέσεως που προβλέπεται στη διάταξη αυτή, πρέπει αυτοί να ενεργήσουν ταχέως μόλις αντιληφθούν παράνομη πληροφορία για να την αφαιρέσουν ή να καταστήσουν την πρόσβαση σε αυτήν αδύνατη, ενώ, αντιθέτως, το άρθρο 12, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας δεν εξαρτά την εξαίρεση από την ευθύνη που προβλέπεται σε αυτό υπέρ των παρεχόντων πρόσβαση σε δίκτυο επικοινωνιών από την τήρηση της ως άνω προϋποθέσεως.

(βλ. σκέψεις 46-48, 50, 54, 57-59, 64, 65, διατακτ. 2, 3)

3.        Το άρθρο 12, παράγραφος 1, πρώτο ήμισυ της περιόδου, της οδηγίας 2000/31, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι δεν υφίστανται άλλες προϋποθέσεις, πέραν της αναφερόμενης στη διάταξη αυτή, στις οποίες υπόκειται ο παρέχων πρόσβαση σε δίκτυο επικοινωνιών.

(βλ. σκέψη 71, διατακτ. 4)

4.        Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο να ζητήσει ο θιγείς από την προσβολή των δικαιωμάτων του επί ενός έργου αποζημίωση από τον παρέχοντα πρόσβαση σε δίκτυο επικοινωνιών με το αιτιολογικό ότι μία από τις προσβάσεις αυτές χρησιμοποιήθηκε από τρίτους για την προσβολή των δικαιωμάτων του, καθώς και την επιστροφή των εξόδων οχλήσεων και των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε για την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στο να ζητήσει το πρόσωπο αυτό την παράλειψη στο μέλλον της εν λόγω προσβολής, καθώς και την επιστροφή των εξόδων οχλήσεων και των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε στρεφόμενος κατά του παρέχοντος πρόσβαση σε δίκτυο επικοινωνιών του οποίου οι υπηρεσίες χρησιμοποιήθηκαν για την διάπραξη της προσβολής, στην περίπτωση που τα αιτήματα αυτά αφορούν ή έπονται της εκδόσεως διαταγής από εθνική διοικητική αρχή ή εθνικό δικαστήριο που υποχρεώνει τον εν λόγω παρέχοντα την πρόσβαση να μην επιτρέπει στο μέλλον την ως άνω προσβολή.

(βλ. σκέψη 79, διατακτ. 5)

5.        Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά, σε συνδυασμό με το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων που απορρέουν από την προστασία των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και των κανόνων που προβλέπουν οι οδηγίες 2001/29 και 2004/48, ότι δεν αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, στην έκδοση διαταγής, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία υποχρεώνει τον παρέχοντα πρόσβαση σε δίκτυο επικοινωνιών μέσω του οποίου το κοινό μπορεί να συνδεθεί στο διαδίκτυο, επ’ απειλή χρηματικής ποινής, να μην επιτρέπει σε τρίτους να θέτουν στη διάθεση του κοινού, μέσω της συνδέσεως αυτής, ορισμένο έργο ή τμήματα του έργου αυτού που προστατεύονται από το δικαίωμα του δημιουργού, σε ομότιμο δίκτυο (peer-to-peer), όταν ο εν λόγω παρέχων την πρόσβαση έχει την επιλογή να λάβει τεχνικά μέτρα για να συμμορφωθεί με την ως άνω διαταγή, ακόμη και αν το μόνο μέτρο που μπορεί αυτός να λάβει συνίσταται στην προστασία με χρήση κωδικού της συνδέσεως στο διαδίκτυο, καθόσον οι χρήστες του δικτύου αυτού θα ήταν υποχρεωμένοι, προκειμένου να αποκτήσουν τον κωδικό, να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους και δεν θα μπορούσαν επομένως να ενεργούν ανώνυμα, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Συναφώς, στον βαθμό που, αφενός, η εν λόγω διαταγή επιβάλλει στον ως άνω παρέχοντα πρόσβαση υποχρέωση που ενδέχεται να θίξει την οικονομική του δραστηριότητα και, αφετέρου, ενδέχεται να περιορίσει την ελευθερία της προσβάσεως στο διαδίκτυο που διαθέτουν οι αποδέκτες της υπηρεσίας αυτής, η εν λόγω διαταγή θίγει το δικαίωμα της επιχειρηματικής ελευθερίας του παρέχοντος πρόσβαση, το οποίο προστατεύεται δυνάμει του άρθρου 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και το δικαίωμα της ελευθερίας πληροφόρησης των ως άνω αποδεκτών, η προστασία του οποίου κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Χάρτη. Όταν διάφορα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύονται από το δίκαιο της Ένωσης έρχονται σε σύγκρουση, εναπόκειται στις οικείες εθνικές αρχές ή στα εθνικά δικαστήρια να μεριμνούν για τη διασφάλιση της ορθής ισορροπίας μεταξύ των εν λόγω δικαιωμάτων.

Στην περίπτωση που τα μέτρα τα οποία μπορεί να λάβει στην πράξη ο αποδέκτης της διαταγής περιορίζονται στα εξής τρία, δηλαδή, να εξετάσει όλες τις πληροφορίες που μεταδίδονται μέσω της συνδέσεως στο διαδίκτυο, να διακόψει τη σύνδεση αυτή ή να την προστατεύσει με χρήση κωδικού, πρώτον, η επιτήρηση του συνόλου των μεταδιδόμενων πληροφοριών πρέπει ευθύς εξαρχής να αποκλειστεί, διότι είναι αντίθετο στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31 που απαγορεύει την επιβολή, ιδίως στους παρέχοντες πρόσβαση σε δίκτυο επικοινωνιών, γενικής υποχρεώσεως ελέγχου των πληροφοριών που μεταδίδουν.

Όσον αφορά, δεύτερον, το μέτρο της πλήρους διακοπής της συνδέσεως στο διαδίκτυο, η εφαρμογή του μέτρου αυτού θα έθιγε σημαντικά την επιχειρηματική ελευθερία του προσώπου το οποίο, έστω και παρεπομένως, ασκεί οικονομική δραστηριότητα η οποία συνίσταται στην παροχή προσβάσεως στο διαδίκτυο, απαγορεύοντάς του πλήρως να συνεχίσει να ασκεί τη δραστηριότητά του αυτή, προκειμένου να άρει μια περιορισμένη προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού, χωρίς να εξετάσει τη λήψη μέτρων που να θίγουν σε μικρότερο βαθμό την ελευθερία αυτή. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ένα τέτοιο μέτρο δεν συμφωνεί προς την απαίτηση εξασφαλίσεως μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων των οποίων απαιτείται συγκερασμός.

Όσον αφορά, τρίτον, το μέτρο που συνίσταται στην προστασία με χρήση κωδικού της συνδέσεως στο διαδίκτυο, μολονότι το μέτρο αυτό ενδέχεται να περιορίσει τόσο το δικαίωμα της επιχειρηματικής ελευθερίας του παρέχοντος πρόσβαση σε δίκτυο επικοινωνιών όσο και το δικαίωμα της ελευθερίας πληροφόρησης των αποδεκτών της υπηρεσίας αυτής, ωστόσο, πρώτον, ένα τέτοιο μέτρο δεν θίγει το ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος της επιχειρηματικής ελευθερίας του παρέχοντος πρόσβαση σε δίκτυο επικοινωνιών, εφόσον το μέτρο αυτό περιορίζεται στο να ρυθμίσει ακροθιγώς έναν από τους τεχνικούς τρόπους ασκήσεως της δραστηριότητας του εν λόγω παρέχοντος την πρόσβαση.

Δεύτερον, ένα τέτοιο μέτρο που συνίσταται στην προστασία της συνδέσεως στο διαδίκτυο δεν μπορεί να θίξει το ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος της ελευθερίας πληροφόρησης των αποδεκτών της υπηρεσίας προσβάσεως στο διαδίκτυο, στον βαθμό που ζητεί απλώς από αυτούς να έχουν ένα κωδικό, εξυπακουομένου, βεβαίως, ότι η εν λόγω σύνδεση συνιστά έναν μόνον από τους πιθανούς τρόπους προσβάσεως στο διαδίκτυο.

Τρίτον, μολονότι το μέτρο που θα ληφθεί από τον αποδέκτη της διαταγής πρέπει να εστιάζεται αυστηρώς στον επιδιωκόμενο σκοπό, ωστόσο, μέτρο που λαμβάνει ο παρέχων πρόσβαση σε δίκτυο επικοινωνιών, συνιστάμενο στην προστασία της συνδέσεως στο δίκτυό του, δεν φαίνεται να θίγει τη δυνατότητα που διαθέτουν οι χρήστες του διαδικτύου που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες του εν λόγω παρέχοντος να έχουν νόμιμη πρόσβαση σε πληροφορίες, εφόσον το μέτρο αυτό δεν εμποδίζει την πρόσβαση στην ιστοσελίδα.

Τέταρτον, τα μέτρα που λαμβάνει ο αποδέκτης διατάξεως για την εκτέλεσή της πρέπει να είναι επαρκώς αποτελεσματικά ώστε να διασφαλίζεται η πραγματική προστασία του επίμαχου θεμελιώδους δικαιώματος, δηλαδή να έχουν ως αποτέλεσμα να παρακωλύουν ή, τουλάχιστον, να δυσχεραίνουν τη μη εγκεκριμένη πρόσβαση σε προστατευόμενα αντικείμενα ή να αποθαρρύνουν σοβαρώς την πρόσβαση των χρηστών του διαδικτύου, οι οποίοι χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες του αποδέκτη της διατάξεως αυτής, στα εν λόγω αντικείμενα τα οποία τέθηκαν στη διάθεσή τους κατά τρόπο θίγοντα το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα. Πάντως, μέτρο που συνίσταται στην προστασία με χρήση κωδικού της συνδέσεως στο διαδίκτυο μπορεί να αποτρέψει τους χρήστες της συνδέσεως αυτής να προσβάλουν το δικαίωμα του δημιουργού ή συγγενικά δικαιώματα, καθόσον οι χρήστες αυτοί θα ήταν υποχρεωμένοι, προκειμένου να αποκτήσουν τον κωδικό, να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους και δεν θα μπορούσαν επομένως να ενεργούν ανώνυμα, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Ελλείψει άλλων μέτρων αναφερόμενων από το αιτούν δικαστήριο τα οποία ενδέχεται να είναι συμβατά με το δίκαιο της Ένωσης, το να γίνει δεκτό ότι ο παρέχων πρόσβαση σε δίκτυο επικοινωνιών δεν οφείλει να προστατεύσει με κωδικό τη σύνδεσή του στο διαδίκτυο θα είχε ως αποτέλεσμα να απωλέσει το θεμελιώδες δικαίωμα της διανοητικής ιδιοκτησίας κάθε προστασία, πράγμα αντίθετο με την ιδέα της ορθής ισορροπίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, μέτρο για την προστασία συνδέσεως στο διαδίκτυο με χρήση κωδικού πρέπει να θεωρηθεί ως απαραίτητο για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος της διανοητικής ιδιοκτησίας. Συνεπώς, μέτρο που συνίσταται στην προστασία της συνδέσεως πρέπει να θεωρηθεί ότι επιτυγχάνει ορθή ισορροπία μεταξύ, αφενός, του θεμελιώδους δικαιώματος της διανοητικής ιδιοκτησίας και, αφετέρου, του δικαιώματος της επιχειρηματικής ελευθερίας του παρέχοντος υπηρεσία προσβάσεως σε δίκτυο επικοινωνιών, καθώς και του δικαιώματος της ελευθερίας πληροφόρησης των αποδεκτών της υπηρεσίας αυτής.

(βλ. σκέψεις 82, 83, 85, 87-101, διατακτ. 6)