Language of document : ECLI:EU:T:2011:361

Υπόθεση T-59/07

Polimeri Europa SpA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά του καουτσούκ από βουταδιένιο και του καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καταλογισμός της παραβάσεως – Ενιαία παράβαση – Απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως – Πρόστιμα – Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως τόσο της παραβάσεως όσο και της διάρκειάς της – Περιεχόμενο του βάρους αποδείξεως

(Άρθρα 81 § 1 ΕΚ και 82 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Νομική φύση – Προπαρασκευαστικός χαρακτήρας

(Άρθρο 81 ΕΚ)

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσίες της Επιτροπής – Εξουσία συνενώσεως δύο διαφορετικών υποθέσεων

(Άρθρο 81 ΕΚ)

4.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού – Αρκεί αυτή η διαπίστωση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

5.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

6.      Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών – Ανάλογες απαιτήσεις ως προς τις αιτιάσεις που προβάλλονται προς στήριξη ισχυρισμού

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

7.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού – Αρκεί αυτή η διαπίστωση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

8.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως – Όρια

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

9.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απόδειξη – Απάντηση επιχειρήσεως στην αίτηση παροχής πληροφοριών που της απευθύνει η Επιτροπή

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

10.    Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

11.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Εκτίμηση με βάση τη φύση της παραβάσεως – Πολύ σοβαρές παραβάσεις

(Άρθρο 81 ΕΚ· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03)

12.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Υποχρέωση εξασφαλίσεως αναλογίας μεταξύ του ύψους του προστίμου και του συνολικού όγκου της αγοράς του οικείου προϊόντος – Δεν υφίσταται

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3)

13.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου

(Άρθρο 81 ΕΚ· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03)

14.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

15.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή – Έννοια

(Άρθρο 81 ΕΚ· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03, σημείο 2)

16.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Μη εφαρμογή συμφωνίας στην πράξη – Εκτίμηση

(Άρθρο 81 ΕΚ· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03, σημείο 3, δεύτερη περίπτωση)

1.      Όσον αφορά την απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να εξασφαλίσει στοιχεία ικανά να αποδείξουν επαρκώς κατά νόμον περιστατικά που να στοιχειοθετούν παράβαση. Επομένως, είναι απαραίτητο να προσκομίσει η Επιτροπή ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία που να θεμελιώνουν αταλάντευτα την πεποίθηση ότι η παράβαση όντως διαπράχθηκε.

Είναι, εξάλλου, σύνηθες, στο πλαίσιο πρακτικών και συμφωνιών οι οποίες θίγουν τον ανταγωνισμό, οι δραστηριότητες να αναπτύσσονται λαθραίως, να πραγματοποιούνται μυστικές συναντήσεις και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα σχετικά έγγραφα. Συνεπώς, ακόμα και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία αποτελούν ρητές μαρτυρίες για επαφές μεταξύ των επιχειρηματιών, με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά αναγκαία η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Ως εκ τούτου, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας συνάγεται από συμπτώσεις και ενδείξεις οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη της παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

Στο πλαίσιο αυτό, ουδεμία διάταξη ή γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου απαγορεύει στην Επιτροπή να επικαλείται εναντίον μιας επιχειρήσεως δηλώσεις άλλων κατηγορουμένων επιχειρήσεων. Αν δεν ίσχυε αυτό, το βάρος της αποδείξεως των συμπεριφορών που αντιβαίνουν στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, το οποίο βαρύνει την Επιτροπή, θα ήταν δυσβάστακτο και ασυμβίβαστο προς την αποστολή της επιβλέψεως της καλής εφαρμογής των διατάξεων αυτών, η οποία της έχει ανατεθεί από τη Συνθήκη.

Όσον αφορά, ειδικότερα, τις δηλώσεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, ουδεμία διάταξη απαγορεύει στην Επιτροπή να χρησιμοποιεί τέτοιες δηλώσεις προς απόδειξη παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού. Τέτοιες δηλώσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως στερούμενες αποδεικτικής ισχύος, διότι οι αντίθετες στα συμφέροντα του δηλούντος δηλώσεις αποτελούν, καταρχήν, ιδιαίτερα αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία. Μολονότι επικρατεί γενικώς κάποια δυσπιστία ως προς τις εκούσιες καταθέσεις των κυρίων μετεχόντων σε παράνομη σύμπραξη, λαμβανομένης υπόψη της ενδεχόμενης τάσεώς τους να ελαχιστοποιούν τη σημασία της συμβολής τους στην παράβαση και να μεγιστοποιούν τη συμβολή των άλλων, παρ’ όλ’ αυτά η υποβολή αιτήματος περί εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, προς μείωση του προστίμου, δεν παροτρύνει οπωσδήποτε τον αιτούντα να προσκομίσει παραποιημένα αποδεικτικά στοιχεία ως προς τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη. Κάθε προσπάθεια παραπλανήσεως της Επιτροπής ενδέχεται να θέσει εν αμφιβόλω την ειλικρίνεια και τη διάθεση του αιτούντος για πλήρη συνεργασία, με συνέπεια να τίθεται σε κίνδυνο η δυνατότητά του να επωφεληθεί πλήρως από την ανακοίνωση περί συνεργασίας. Ειδικότερα, εφόσον ένα πρόσωπο ομολογεί τη διάπραξη παραβάσεως, παραδεχόμενο έτσι πραγματικά περιστατικά πέραν εκείνων που προκύπτουν ευθέως από τα εν λόγω έγγραφα, συνάγεται a priori, ελλείψει ενδείξεων περί του αντιθέτου, ότι το πρόσωπο αυτό έχει λάβει την απόφαση να πει την αλήθεια.

(βλ. σκέψεις 50-52, 58)

2.      Η ανακοίνωση των αιτιάσεων αποτελεί διαδικαστικό και προπαρασκευαστικό έγγραφο το οποίο, προς εξασφάλιση της αποτελεσματικής ασκήσεως των δικαιωμάτων άμυνας, ορίζει το αντικείμενο της διοικητικής διαδικασίας που κινεί η Επιτροπή, ούτως ώστε αυτή να μη μπορεί να προβάλει άλλες αιτιάσεις με την απόφαση που περατώνει την οικεία διαδικασία. Εξάλλου, η έκδοση ανακοινώσεως αιτιάσεων εκ μέρους της Επιτροπής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως απόδειξη τεκμηρίου ενοχής της οικείας επιχειρήσεως. Άλλως, η κίνηση οποιασδήποτε σχετικής διαδικασίας θα μπορούσε, δυνητικώς, να θεωρηθεί παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας.

Υπό τις συνθήκες αυτές, μόνη η κατάρτιση μιας πρώτης και, κατόπιν, μιας δεύτερης ανακοινώσεως αιτιάσεων δεν μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση κάποιας παρατυπίας.

Όσον αφορά τις διαφορές μεταξύ πρώτης και δεύτερης ανακοινώσεως αιτιάσεων, υπενθυμίζεται ότι, εκ φύσεως, η ανακοίνωση αιτιάσεων έχει προσωρινό χαρακτήρα ή και ενδέχεται να τροποποιηθεί κατά την αξιολόγηση στην οποία προβαίνει στη συνέχεια η Επιτροπή βάσει των παρατηρήσεων που της έχουν υποβληθεί και άλλων διαπιστώσεων ως προς τα πραγματικά περιστατικά. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τα στοιχεία που προκύπτουν από τη διοικητική διαδικασία συνολικά, προκειμένου είτε να παραιτηθεί από αβάσιμες αιτιάσεις είτε να προσαρμόσει και να συμπληρώσει, τόσο από πραγματική όσο και από νομική άποψη, την επιχειρηματολογία στην οποία στηρίζει τις αιτιάσεις της. Επομένως, η Επιτροπή, εφόσον έχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει, τόσο από πραγματική όσο και από νομική άποψη, την επιχειρηματολογία της κατά το διάστημα μεταξύ ανακοινώσεως αιτιάσεων και τελικής αποφάσεως, έχει, κατά μείζονα λόγο, την ίδια δυνατότητα και κατά το διάστημα μεταξύ δύο ανακοινώσεων αιτιάσεων.

(βλ. σκέψεις 68-70, 73)

3.      Όσον αφορά τις συμπράξεις, η Επιτροπή δύναται είτε να διαχωρίζει είτε να συνενώνει υποθέσεις, εφόσον συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι. Είναι, συγκεκριμένα, δυνατή η συνένωση υποθέσεων που έχουν ως αντικείμενο διαφορετικά προϊόντα, εφόσον τα προϊόντα αυτά εντάσσονται στον ίδιο κλάδο, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των φυσικών χαρακτηριστικών και των χρήσεών τους και όταν ορισμένες από τις συναντήσεις, με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, αφορούσαν αμφότερα τα προϊόντα αυτά. Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η παράβαση που αποτελεί αντικείμενο της υποθέσεως που προέκυψε κατόπιν της συνενώσεως συνίσταται, στην πραγματικότητα, από δύο διακριτές παραβάσεις, το αν οι παραβάσεις αυτές διαπιστώθηκαν με πλείονες αποφάσεις ή με μία είναι άνευ σημασίας, εφόσον είναι βέβαιον ότι οι παραβάσεις αυτές δεν έχουν παραγραφεί.

Εξάλλου, παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ ενδέχεται να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμα και από αδιάλειπτη συμπεριφορά. Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί για τον λόγο ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή της αδιάλειπτης αυτής συμπεριφοράς θα συνιστούσαν ενδεχομένως, αφ’ εαυτών και μεμονωμένως εξεταζόμενα, παράβαση της εν λόγω διατάξεως. Όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, σε ένα συνολικό σχέδιο, καθώς επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, η Επιτροπή νομιμοποιείται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές ανάλογα με τη συμμετοχή της στην παράβαση, εξεταζόμενη συνολικά. Εφόσον είναι νόμιμη η διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι διάφορες επιμέρους πράξεις αποτελούσαν μέρος ενιαίας παραβάσεως, ως εντασσόμενες σε ένα συνολικό σχέδιο που αποσκοπούσε στη νόθευση του ανταγωνισμού, το γεγονός ότι ο αριθμός και η ένταση των πρακτικών συμπαιγνίας διέφεραν ανάλογα με την οικεία αγορά δεν σημαίνει ότι η παράβαση δεν αφορούσε τις αγορές στις οποίες οι πρακτικές είχαν μικρότερη ένταση και ήταν αριθμητικά λιγότερες. Συγκεκριμένα, θα ήταν τεχνητή η υποδιαίρεση μιας διαρκούς συμπεριφοράς, χαρακτηριζόμενης από έναν και τον αυτό σκοπό, σε περισσότερες χωριστές παραβάσεις λόγω της διαφοροποιήσεως των πρακτικών της συμπαιγνίας ανάλογα με την αγορά.

(βλ. σκέψεις 100, 272)

4.      Για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, περιττεύει η συνεκτίμηση των συγκεκριμένων επιπτώσεων μιας συμφωνίας, εφόσον η συμφωνία αυτή έχει ως σκοπό τον περιορισμό, την παρεμπόδιση ή τη νόθευση του ανταγωνισμού. Όσον αφορά, ειδικότερα, συμφωνίες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό οι οποίες προκύπτουν από συναντήσεις εκπροσώπων των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ στοιχειοθετείται όταν οι συνεδριάσεις αυτές έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό, την παρεμπόδιση ή τη νόθευση του ανταγωνισμού και αποβλέπουν, ως εκ τούτου, στην τεχνητή οργάνωση της λειτουργίας της αγοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση, για να στοιχειοθετηθεί η συμμετοχή της οικείας επιχειρήσεως στη σύμπραξη αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η εν λόγω επιχείρηση μετέσχε σε συναντήσεις κατά τις οποίες συνάφθηκαν συμφωνίες με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Εφόσον αποδειχθεί η συμμετοχή σε τέτοιες συναντήσεις, εναπόκειται στην ως άνω επιχείρηση να προβάλει ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι δεν μετείχε στις εν λόγω συναντήσεις με πνεύμα αντίθετο στον ανταγωνισμό, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετέχει στις συναντήσεις αυτές με διαφορετικό πνεύμα απ’ ό,τι αυτοί.

Επομένως, όταν η απόδειξη της συνεννοήσεως μεταξύ των επιχειρήσεων δεν προκύπτει από την απλή διαπίστωση παράλληλων συμπεριφορών στην αγορά, αλλά από έγγραφα που εμφαίνουν ότι οι συγκεκριμένες πρακτικές ήταν αποτέλεσμα συνεννοήσεως, η πρόταση εναλλακτικής εξηγήσεως όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών, σύμφωνα με την οποία αυτό που χαρακτηρίζεται ως συνεννόηση σχετικά με τις τιμές είναι στην πραγματικότητα απόρροια της αντιδράσεως των παραγωγών στην αύξηση του κόστους των πρώτων υλών και στην εξέλιξη της αγοράς, δεν είναι ικανή να ανατρέψει τη διαπίστωση της Επιτροπής περί συμπράξεως των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψεις 103, 108-109)

5.      Όταν ένας φορέας παραβιάζει τους κανόνες του ανταγωνισμού, ευθύνεται, κατά την αρχή της προσωπικής ευθύνης, για την παράβαση αυτή. Πάντως, οσάκις δύο επιχειρήσεις αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα, το γεγονός ότι η επιχείρηση που διέπραξε την παράβαση εξακολουθεί να υφίσταται δεν εμποδίζει, καθεαυτό, να επιβληθεί κύρωση στην επιχείρηση στην οποία αυτή μεταβίβασε τις οικονομικές της δραστηριότητες. Ειδικότερα, η επιβολή κυρώσεως στην περίπτωση αυτή μπορεί να γίνει δεκτή αν οι εν λόγω επιχειρήσεις ήταν υπό τον έλεγχο του ιδίου προσώπου και ακολουθούσαν, λόγω των στενών δεσμών που τις ενώνουν από οικονομικής και οργανωτικής απόψεως, τις ίδιες ουσιαστικά εμπορικές οδηγίες.

Επομένως, εφόσον, κατά το διάστημα της παραβάσεως, δύο εταιρίες ανήκαν εξ ολοκλήρου, ευθέως ή εμμέσως, στην ίδια εταιρία, η αρχή της προσωπικής ευθύνης δεν απαγορεύει να καταλογιστεί η παράβαση, που αρχικώς διαπράχθηκε από την πρώτη εξ αυτών και συνεχίστηκε από τη δεύτερη, εξ ολοκλήρου στη δεύτερη.

Εν πάση περιπτώσει, η επιβολή κυρώσεως σε επιχείρηση η οποία εξακολουθεί να υφίσταται από νομικής απόψεως, αλλά δεν ασκεί πλέον οικονομική δραστηριότητα ενδέχεται να μην έχει κανένα αποτέλεσμα. Επιπλέον, αν δεν υπάρχει δυνατότητα επιβολής κυρώσεων σε άλλον φορέα εκτός αυτού που διέπραξε την παράβαση, οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αποφεύγουν κυρώσεις, αλλάζοντας απλώς ταυτότητα στο πλαίσιο αναδιαρθρώσεων, εκχωρήσεων ή άλλων νομικών ή οργανωτικών αλλαγών.

(βλ. σκέψεις 123-126, 129)

6.      Κατά το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβληθέντων ισχυρισμών. Για να είναι παραδεκτή η προσφυγή πρέπει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου. Μολονότι το κύριο μέρος της προσφυγής μπορεί να στηριχθεί και να συμπληρωθεί, επί συγκεκριμένων σημείων, με παραπομπές σε συγκεκριμένα χωρία συνημμένων εγγράφων, η γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα, ακόμη και συνημμένα στην προσφυγή, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία, δυνάμει των ως άνω διατάξεων, πρέπει να περιλαμβάνονται στο κείμενο της προσφυγής.

Δεν απόκειται, εξάλλου, στο Γενικό Δικαστήριο να αναζητεί και να εντοπίζει στα παραρτήματα τους ισχυρισμούς που ενδεχομένως καθιστούν βάσιμη την προσφυγή, δεδομένου ότι τα παραρτήματα επιτελούν λειτουργία αμιγώς αποδεικτική και διευκρινιστική.

Ανάλογα ισχύουν και για τις αιτιάσεις που προβάλλονται προς στήριξη λόγου ακυρώσεως. Επομένως, δεν πληροί τις απαιτήσεις αυτές η αιτίαση της οποίας τα κύρια στοιχεία παρατίθενται μόνο στα παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής.

Δεν μπορεί μια επιχείρηση να καλύψει την πλημμέλεια αυτή, παραθέτοντας, με το υπόμνημα απαντήσεως, ορισμένα πραγματικά ή νομικά στοιχεία και παραπέμποντας σε συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής έγγραφα ή προσθέτοντας νέα συνημμένα έγγραφα στο υπόμνημα απαντήσεως. Συγκεκριμένα, κατά την εξέταση του αν το δικόγραφο της προσφυγής συμβιβάζεται προς τις επιταγές του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το περιεχόμενο του υπομνήματος αντικρούσεως στερείται, κατ’ αρχήν, επιρροής. Ειδικότερα, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του παραδεκτού, το οποίο δέχεται η νομολογία, των ισχυρισμών και των επιχειρημάτων που προβάλλονται με το υπόμνημα απαντήσεως, ως ανάπτυξη των ισχυρισμών που περιέχονται στο δικόγραφο της προσφυγής, προκειμένου να θεραπευθεί η παράβαση των επιταγών του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας κατά την άσκηση της προσφυγής, διότι άλλως η τελευταία αυτή διάταξη θα στερούνταν παντελώς περιεχομένου.

(βλ. σκέψεις 161-162, 168-169)

7.      Στην περίπτωση συμφωνιών που εκδηλώνονται σε συναντήσεις ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, στοιχειοθετείται παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού όταν οι συναντήσεις αυτές έχουν αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και αποβλέπουν στην τεχνητή οργάνωση της λειτουργίας της αγοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση, εγκύρως καταλογίζεται ευθύνη σε επιχείρηση που μετέσχε στις εν λόγω συναντήσεις γνωρίζοντας το αντικείμενό τους, έστω και αν εν συνεχεία δεν εφάρμοσε το ένα ή το άλλο από τα συμφωνηθέντα κατά τις συσκέψεις αυτές μέτρα. Η περισσότερο ή λιγότερο τακτική συμμετοχή της επιχειρήσεως στις συσκέψεις και η περισσότερο ή λιγότερο πλήρης εφαρμογή των συμφωνηθέντων μέτρων έχουν συνέπειες όχι ως προς την ύπαρξη της ευθύνης της, αλλά ως προς την έκτασή της και, συνεπώς, ως προς το επίπεδο της κυρώσεως.

(βλ. σκέψη 173)

8.      Στην πράξη, η Επιτροπή είναι συχνά υποχρεωμένη να αποδεικνύει την ύπαρξη παραβάσεως υπό αντίξοες προς τούτο συνθήκες, καθώς ενδέχεται, αφενός, να έχουν παρέλθει πολλά έτη από την εποχή των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και, αφετέρου, πολλές από τις επιχειρήσεις που αποτελούν το αντικείμενο της έρευνας να μην έχουν συνεργαστεί ενεργά μαζί της. Στο πλαίσιο αυτό, μια επιχείρηση ευθυνόμενη για παράβαση θα απέφευγε ευχερώς κάθε κύρωση, με το επιχείρημα ότι είναι ασαφείς οι πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία μιας παράνομης συμφωνίας, ενώ η ύπαρξη της συμφωνίας και ο θίγων τον ανταγωνισμό σκοπός της έχουν επαρκώς αποδειχθεί. Οι επιχειρήσεις μπορούν να αμυνθούν λυσιτελώς σε μια τέτοια περίπτωση εφόσον έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν παρατηρήσεις για όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται εναντίον τους η Επιτροπή.

(βλ. σκέψη 177)

9.      Στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας με αντικείμενο παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, οι δηλώσεις εξ ονόματος επιχειρήσεως δεν έχουν αμελητέα αποδεικτική αξία, εφόσον ενέχουν σημαντικούς νομικούς και οικονομικούς κινδύνους. Η εν λόγω αποδεικτική αξία είναι ιδιαίτερα υψηλή όταν οι δηλώσεις των επιχειρήσεων επιβεβαιώνονται από άλλες παρόμοιες δηλώσεις.

Εξάλλου, η αξιοπιστία των απαντήσεων που δίνονται εξ ονόματος επιχειρήσεως υπερβαίνει την τυχόν αξιοπιστία της απαντήσεως ενός μέλους του προσωπικού της, ανεξαρτήτως της προσωπικής του εμπειρίας ή γνώμης.

(βλ. σκέψεις 179, 183, 267, 270)

10.    Μπορεί να καταλογιστεί σε επιχείρηση ευθύνη για συμμετοχή σε σύμπραξη συνολικά, έστω και αν αυτή έχει αποδεδειγμένα μετάσχει ευθέως μόνο σε ένα ή σε πλείονα συστατικά στοιχεία αυτής της συμπράξεως, εφόσον, αφενός, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η συμπαιγνία στην οποία μετείχε, ειδικότερα μέσω τακτικών συναντήσεων που οργανώνονταν επί σειρά ετών, αποτελούσε μέρος συνολικού σχεδίου με σκοπό τη στρέβλωση της φυσιολογικής λειτουργίας του ανταγωνισμού και, αφετέρου, το συνολικό αυτό σχέδιο κάλυπτε όλα τα συστατικά στοιχεία της συμπράξεως. Ομοίως, το γεγονός ότι διάφορες επιχειρήσεις διαδραμάτισαν διαφόρους ρόλους κατά την επιδίωξη ενός κοινού σκοπού δεν εξαλείφει την ταυτότητα του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό σκοπού και, ως εκ τούτου, της παραβάσεως, εφόσον κάθε επιχείρηση συνέβαλε, εντός της δικής της σφαίρας επιρροής, στην επιδίωξη του κοινού σκοπού.

(βλ. σκέψη 193)

11.    Από την περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX προκύπτει ότι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αποσκοπούν, ιδίως, όπως εν προκειμένω, στον καθορισμό τιμών-στόχων ή στην κατανομή μεριδίων αγοράς μπορούν να χαρακτηρίζονται, εκ της φύσεώς τους και μόνον, ως «πολύ σοβαρές», χωρίς να απαιτείται να αποδείξει η Επιτροπή την επέλευση συγκεκριμένων επιπτώσεων στην αγορά. Ομοίως, οι οριζόντιες συμπράξεις σε θέματα τιμών θεωρούνται πολύ σοβαρές παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού και μπορούν, ως εκ τούτου, να χαρακτηριστούν αφ’ εαυτές πολύ σοβαρές.

(βλ. σκέψη 225)

12.    Κατά τον καθορισμό του προστίμου που επιβάλλεται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, το πρόστιμο καθορίζεται βάσει της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως. Επιπλέον, το τελικό ποσό του προστίμου είναι το αποτέλεσμα σειράς αριθμητικών υπολογισμών που πραγματοποιεί η Επιτροπή σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX. Ο καθορισμός του εν λόγω τελικού ποσού αποτελεί, μεταξύ άλλων, συνάρτηση διαφόρων περιστάσεων, που ανάγονται στην ατομική συμπεριφορά της συγκεκριμένης επιχείρησης, όπως είναι η διάρκεια της παραβάσεως, η ύπαρξη επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων.

Σε αυτό το νομικό πλαίσιο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή πρέπει να εξασφαλίζει ότι το κατά τα ανωτέρω καθοριζόμενο ποσό του προστίμου είναι ανάλογο προς το συνολικό μέγεθος της αγοράς του επίμαχου προϊόντος εντός του ΕΟΧ σε συγκεκριμένο έτος της παραβάσεως, δεδομένου ότι η επίμαχη παράβαση έχει διαρκέσει περισσότερο από έξι έτη και το ύψος του προστίμου εξαρτάται και από άλλες περιστάσεις αναγόμενες στην ατομική συμπεριφορά της επιχειρήσεως.

(βλ. σκέψη 232)

13.    Η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που εκ προθέσεως ή εξ αμελείας διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 81 ΕΚ συνιστά ένα από τα μέσα που διαθέτει η Επιτροπή προς εκπλήρωση της αποστολής επιβλέψεως που της έχει ανατεθεί από το κοινοτικό δίκαιο, αποστολή που περιλαμβάνει το καθήκον ασκήσεως μιας γενικής πολιτικής με στόχο την εφαρμογή στον τομέα του ανταγωνισμού των αρχών που καθορίζονται στη Συνθήκη και τον προσανατολισμό της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων προς αυτή την κατεύθυνση. Συνεπώς, για να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως ενόψει του καθορισμού του προστίμου, η Επιτροπή οφείλει να μεριμνά ώστε οι ενέργειές της να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα, κυρίως για τις μορφές παραβάσεων που είναι ιδιαίτερα επιβλαβείς για την πραγμάτωση των στόχων της Κοινότητας.

Γι’ αυτό, το ύψος του προστίμου πρέπει να προσαρμόζεται κατάλληλα, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η επιδιωκόμενη επίπτωση επί της επιχειρήσεως στην οποία επιβάλλεται το εν λόγω πρόστιμο, τούτο δε προκειμένου αυτό να μην καθίσταται αμελητέο ή, αντιθέτως, υπερβολικά υψηλό, ιδίως σε σχέση με την οικονομική δυνατότητα της οικείας επιχειρήσεως, σύμφωνα με όσα επιβάλλονται, αφενός, από την ανάγκη εξασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας του προστίμου και, αφετέρου, από την αρχή της αναλογικότητας. Μια μεγάλη επιχείρηση, η οποία διαθέτει σημαντικούς οικονομικούς πόρους σε σχέση με τα άλλα μέλη της συμπράξεως, μπορεί να χρησιμοποιήσει ευκολότερα τους αναγκαίους πόρους για την πληρωμή του προστίμου της, γεγονός που δικαιολογεί, ενόψει της εξασφαλίσεως επαρκώς αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, την επιβολή, ιδίως με την εφαρμογή συντελεστή προσαυξήσεως, προστίμου αναλογικά πολύ υψηλότερου σε σχέση με αυτό που επιβάλλεται για την ίδια παράβαση, εφόσον τη διαπράττει επιχείρηση που δεν διαθέτει τέτοιους πόρους. Ειδικότερα, ο συνυπολογισμός του συνολικού κύκλου εργασιών κάθε μετέχουσας σε σύμπραξη επιχειρήσεως αποτελεί πρόσφορο στοιχείο για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου.

Το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που θεμιτώς επιδιώκει η Επιτροπή κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου σκοπεί να διασφαλίσει την εκ μέρους των επιχειρήσεων τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού που θέτει η Συνθήκη για τις δραστηριότητές τους εντός της Κοινότητας ή του ΕΟΧ. Επομένως, ο αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου που επιβάλλεται λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού δεν καθορίζεται μόνο σε σχέση με την ιδιαίτερη κατάσταση της καταδικασθείσας επιχείρησης. Η αρχή αυτή έχει εφαρμογή ιδίως όταν η Επιτροπή προσαυξάνει το πρόστιμο διά της εφαρμογής «συντελεστή αποτροπής» επί του προστίμου που επιβλήθηκε στην επιχείρηση.

(βλ. σκέψεις 243-246)

14.    Το γεγονός ότι πολλές εταιρίες υποχρεούνται εις ολόκληρον να καταβάλουν πρόστιμο με την αιτιολογία ότι αποτελούν μία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ δεν σημαίνει, όσον αφορά την εφαρμογή του ορίου που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, ότι η υποχρέωση καθεμίας από αυτές περιορίζεται στο 10 % του κύκλου εργασιών τον οποίο πραγματοποίησε κατά την τελευταία χρήση. Πράγματι, το προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή όριο του 10 % πρέπει να υπολογίζεται επί του συνολικού κύκλου εργασιών όλων των εταιριών που απαρτίζουν την ενιαία οικονομική οντότητα η οποία ενεργεί ως «επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, διότι μόνον ο συνολικός κύκλος εργασιών των εταιριών που απαρτίζουν τον όμιλο μπορεί να αποτελέσει ένδειξη περί του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος της εν λόγω επιχειρήσεως.

(βλ. σκέψεις 253, 313)

15.    Στο σημείο 2 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX αναφέρεται ως επιβαρυντική περίσταση το ότι «η εμπλεκόμενη επιχείρηση ή οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έχει/έχουν διαπράξει κατά το παρελθόν παρόμοια παράβαση». Η έννοια της υποτροπής, όπως γίνεται δεκτή σε ορισμένες εθνικές έννομες τάξεις, έχει τη σημασία ότι ένα πρόσωπο διέπραξε εκ νέου παραβάσεις μετά την επιβολή κυρώσεων για παρόμοιες παραβάσεις. Τυχόν υποτροπή περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της σοβαρότητας της παραβάσεως.

Συναφώς, οσάκις η Επιτροπή στηρίζεται στην κατά το άρθρο 81 ΕΚ έννοια της «επιχειρήσεως», ώστε να διαπιστώσει τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της υποτροπής, θεωρώντας ότι η ίδια επιχείρηση επανέλαβε τις παράνομες ενέργειες, παρά το γεγονός ότι στις επίμαχες παραβάσεις δεν εμπλέκονται τα ίδια νομικά πρόσωπα, οφείλει να προσκομίζει εμπεριστατωμένα και ακριβή στοιχεία που τεκμηριώνουν την εκτίμησή της αυτή.

Στο πλαίσιο αυτό, οσάκις η εξέλιξη της διαρθρώσεως και της μετοχικής συνθέσεως των εμπλεκομένων εταιριών είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη, η Επιτροπή οφείλει να είναι ιδιαιτέρως συγκεκριμένη και να προσκομίζει όλα τα απαραίτητα εμπεριστατωμένα στοιχεία, προκειμένου να τεκμηριώσει την εκτίμησή της ότι οι εταιρίες τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση και οι εταιρίες τις οποίες αφορούσαν οι προγενέστερες αποφάσεις αποτελούν την ίδια «επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 293-295, 298-299, 302)

16.    Κατά το σημείο 3, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX, η «μη ουσιαστική εφαρμογή των παράνομων συμφωνιών ή πρακτικών» μπορεί, επίσης, να συνιστά ελαφρυντική περίσταση. Ωστόσο, το γεγονός ότι μια επιχείρηση, που αποδεικνύεται ότι μετέχει με τους ανταγωνιστές της σε σύμπραξη, δεν συμπεριφέρθηκε στην αγορά όπως είχε συμφωνήσει με τους ανταγωνιστές της δεν συνιστά κατ’ ανάγκην στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη, ως ελαφρυντική περίσταση, κατά τον καθορισμό του ύψους του επιβλητέου προστίμου.

Συγκεκριμένα, επιχείρηση η οποία, παρά τη συνεννόηση με τους ανταγωνιστές της, ακολουθεί μια κατά το μάλλον ή ήττον ανεξάρτητη πολιτική στην αγορά ενδέχεται απλώς να επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της, και επιχείρηση η οποία δεν αποστασιοποιείται από τα αποτελέσματα συναντήσεως στην οποία παρέστη διατηρεί, κατ’ αρχήν, την πλήρη ευθύνη της για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αναγνωρίζει ως ελαφρυντική περίσταση τη μη εφαρμογή της συμπράξεως, εκτός αν η επιχείρηση που επικαλείται την περίσταση αυτή μπορεί να αποδείξει ότι αντιτάχθηκε ρητώς και κατηγορηματικώς στην εφαρμογή της εν λόγω συμπράξεως, μέχρι σημείου ώστε να διαταράξει τη λειτουργία της, και ότι δεν προσχώρησε φαινομενικά στη συμφωνία ούτε, ως εκ τούτου, παρακίνησε άλλες επιχειρήσεις να θέσουν την εν λόγω σύμπραξη σε εφαρμογή. Θα ήταν, όντως, ιδιαίτερα ευχερές για τις επιχειρήσεις να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο να υποχρεωθούν να καταβάλουν βαρύ πρόστιμο αν μπορούσαν να επωφελούνται από παράνομη σύμπραξη και να επιτυγχάνουν στη συνέχεια μείωση του προστίμου με την αιτιολογία ότι δεν διαδραμάτισαν παρά περιορισμένο ρόλο στην υλοποίηση της παραβάσεως, ενώ η στάση τους παρότρυνε άλλες επιχειρήσεις να συμπεριφερθούν κατά τρόπο βλαπτικότερο για τον ανταγωνισμό.

(βλ. σκέψεις 306-307)