Language of document :

Προσφυγή της 23ης Μαρτίου 2021 – De Capitani κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-163/21)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγων: Emilio De Capitani (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: O. Brouwer και B. Verheijen, δικηγόροι)

Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα

Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του καθού με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για τη χορήγηση πρόσβασης σε ορισμένα έγγραφα βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η οποία του γνωστοποιήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2021 με έγγραφο το οποίο έφερε τα στοιχεία αναφοράς SGS 21/000067, περιλαμβανομένου και του παραρτήματος·

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 134 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και στα δικαστικά έξοδα τυχόν παρεμβαινόντων.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει τρεις λόγους.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλονται νομικά σφάλματα και πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, με συνέπεια την εσφαλμένη εφαρμογή της εξαίρεσης σχετικά με την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων (άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001)1 , και έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον η γνωστοποίηση δεν θα έθιγε σοβαρά την οικεία διαδικασία λήψεως αποφάσεων.

Κατά τον προσφεύγοντα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη τη νέα συνταγματική διάσταση που προέκυψε με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, και ιδίως το άρθρο 15, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, που δημιούργησε ένα νέο νομικό καθεστώς για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα, ιδίως δε στα νομοθετικά έγγραφα.

Περαιτέρω, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εφάρμοσε, ούτε και τήρησε, το ορθό κριτήριο βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, εσφαλμένως δε στηρίχθηκε στο επιχείρημα ότι η γνωστοποίηση των οικείων εγγράφων θα έθετε εν αμφιβόλω τις τελικές επιλογές των κρατών μελών και θα δημιουργούσε άνευ λόγου αβεβαιότητα ως προς τις προθέσεις τους.

Ο προσφεύγων υποστηρίζει, επίσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένως στηρίχθηκε στο επιχείρημα ότι η γνωστοποίηση των εγγράφων θα παρεμπόδιζε τις αποστολές στο έργο τους για την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ των διαφόρων συμφερόντων στο πλαίσιο της οικείας νομοθετικής διαδικασίας, ενώ εσφαλμένως στηρίχθηκε και στο επιχείρημα ότι η μη γνωστοποίηση ενός περιορισμένου αριθμού εγγράφων δεν συνεπάγεται ότι οι πολίτες στερούνται της δυνατότητας ενημέρωσης σχετικά με τη νομοθετική διαδικασία.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλονται νομικά σφάλματα και πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, με συνέπεια την εσφαλμένη εφαρμογή της εξαίρεσης σχετικά με την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων (άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001), και έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναγνώρισε την ύπαρξη και δεν χορήγησε πρόσβαση επί τη βάσει υπερισχύοντος δημόσιου συμφέροντος.

Ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναγνώρισε την ύπαρξη και δεν χορήγησε πρόσβαση επί τη βάσει υπερισχύοντος δημόσιου συμφέροντος. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι υφίσταται υπερισχύον δημόσιο συμφέρον, καθώς η γνωστοποίηση εγγράφων παρέχει τη δυνατότητα στους Ευρωπαίους πολίτες να συμμετέχουν στη νομοθετική διαδικασία, ενώ παράλληλα διασφαλίζει ότι αυτή δεν τελματώνει, αλλά συνεχίζεται και ολοκληρώνεται.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλονται, επικουρικώς: νομικά σφάλματα και πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, με συνέπεια την εσφαλμένη εκπλήρωση της υποχρεώσεως χορήγησης μερικής πρόσβασης σε έγγραφα (άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001), και έλλειψη αιτιολογίας.

Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προέβη σε εξέταση και χορήγηση μερικής πρόσβασης επαρκώς κατά νόμον. Δεν εφάρμοσε ορθώς το νομικό κριτήριο κατά το οποίο πρέπει να εκτιμάται αν κάθε μέρος του οικείου εγγράφου καλύπτεται από την εξαίρεση που προβάλλεται ως λόγος μη χορήγησης πρόσβασης.

____________

1 Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43).