Language of document : ECLI:EU:T:2015:813

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 28ης Οκτωβρίου 2015 (*)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού εικονιστικού σήματος Маcка — Προγενέστερο εθνικό εικονιστικό σήμα Маcка που δεν έχει καταχωριστεί — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 — Εφαρμογή του εθνικού δικαίου από το ΓΕΕΑ»

Στην υπόθεση T‑96/13,

Rot Front OAO, με έδρα τη Μόσχα (Ρωσία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον B. Térauda, στη συνέχεια, από τους O. Spuhler και M. Geitz, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από την D. Walicka,

καθού,

έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

Rakhat AO, με έδρα το Almaty (Καζακστάν),

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 28ης Νοεμβρίου 2012 (υπόθεση R 893/2012‑2), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Rot Front OAO και της Rakhat AO,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Pelikánová και E. Buttigieg (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: I. Dragan, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Φεβρουαρίου 2013,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Μαΐου 2013,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Αυγούστου 2013,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Μαρτίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 26 Νοεμβρίου 2010 η Rakhat AO υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1).

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το εξής εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση υπάγονται στις κλάσεις 29 και 30 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών ενόψει της καταχώρισης σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως αυτός έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        Κλάση 29: «Μικρογεύματα (σνακ) με φρούτα, μαρμελάδες, μαρμελάδες εσπεριδοειδών, φρούτα γλασέ, ζελατίνες για διατροφική χρήση, πολτός φρούτων, ζελέ φρούτων, φέτες φρούτων, ειδικότερα αποξηραμένες ή γλασέ, διατηρημένα φρούτα ή φρούτα γλασέ, φρούτα διατηρημένα σε αλκοόλ, καβουρντισμένα αμύγδαλα, καβουρντισμένα καρύδια, κροκάν, νιφάδες καρύδας»·

–        Κλάση 30: «Κουφέτα, ζαχαρώδη, επίσης και ως διακοσμητικά χριστουγεννιάτικων δέντρων, καραμελωμένα αμύγδαλα, παγωτά, σορμπέ, πόπ-κορν, πουτίγκες, πραλίνες, επίσης και με υγρή γέμιση, ειδικότερα από οινοπνευματώδη, γλυκίσματα σε μορφή παστίλιας, μάρτζιπαν, κουφέτα με αμύγδαλα, αρτοσκευάσματα σε μορφή αμυγδαλωτών, ζαχαρώδη σε μορφή φρουί γλασέ, κουφέτα σε μορφή φοντάν, κουφέτα με καρύδια, καραμέλες, καραμέλες βουτύρου, σοκολάτες, κουβερτούρα, σοκολάτα σε μορφή μπάρας, πλάκας ή σφαίρας, ειδικότερα σοκολάτα που λιώνει εύκολα, σοκολάτα με γέμιση, σοκολάτα ή πραλίνες σε συνδυασμό με καρύδια ή άλλα φρούτα, με ηδύποτα ή με σιρόπι· Καραμέλες, τσίχλες, για μη ιατρική χρήση· Μαλακές καραμέλες με γεύση οίνου· Είδος γλυκίσματος με ζελατίνη (μαρσμάλοου)· Χυμός γλυκόριζας· Γλυκόρριζα· Υποκατάστατο μάρτζιπαν (από πυρήνες ροδάκινων και βερίκοκων)· Αμυγδαλωτά».

4        Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 2011/019, της 28ης Ιανουαρίου 2011.

5        Στις 14 Απριλίου 2011 η Rot Front OAO, προσφεύγουσα, άσκησε, βάσει του άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009, ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος για τα προϊόντα που διαλαμβάνονται ανωτέρω στη σκέψη 3.

6        Η ανακοπή στηριζόταν στο ακόλουθο μη καταχωρισμένο εικονιστικό σήμα, το οποίο χρησιμοποιείται στο εμπόριο ζαχαρωδών παρασκευασμάτων στην Ελλάδα και στη Γερμανία:

Image not found

7        Ο λόγος που προβλήθηκε προς στήριξη της ανακοπής ήταν ο προβλεπόμενος στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009.

8        Με απόφαση της 12ης Απριλίου 2012, το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή. Έκρινε κατ’ ουσίαν ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι απέκτησε, δυνάμει του γερμανικού δικαίου βάσει του οποίου προστατευόταν το μη καταχωρισμένο προγενέστερο σήμα, το δικαίωμα να απαγορεύει τη χρήση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Ειδικότερα, ο σχετικά περιορισμένος, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους της αγοράς ζαχαρωδών παρασκευασμάτων στη Γερμανία, όγκος πωλήσεων των επίμαχων προϊόντων δεν καθιστούσε δυνατή την απόδειξη ότι το προγενέστερο σήμα είχε καταστεί επαρκώς αναγνωρίσιμο (Verkehrsgeltung), κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Gesetz über den Schutz von Marken und sonstigen Kennzeichen, της 25ης Οκτωβρίου 1994 (νόμος περί προστασίας των σημάτων και άλλων διακριτικών σημείων, BGBl. I, σ. 3082, στο εξής: Markengesetz), από το ενδιαφερόμενο κοινό το οποίο αποτελούνταν από το σύνολο του γερμανικού πληθυσμού.

9        Στις 7 Μαΐου 2012 η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ προσφυγή, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009, κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

10      Με απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2012 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ επιβεβαίωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών. Καταρχάς, έκρινε ότι, στο μέτρο κατά το οποίο η προσφεύγουσα δεν είχε προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με χρήση η οποία δεν είχε τοπική μόνο ισχύ κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 για το μη καταχωρισμένο προγενέστερο σήμα του στην Ελλάδα, η ανακοπή ήταν απαράδεκτη ή, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμη, καθόσον προς στήριξή της είχε προβληθεί το ως άνω προγενέστερο δικαίωμα. Στη συνέχεια, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι, για να μπορεί να ασκήσει ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του σήματος για το οποίο είχε υποβληθεί η σχετική αίτηση, η προσφεύγουσα έπρεπε να αποδείξει ότι είχε αποκτήσει το δικαίωμα να απαγορεύει τη χρήση του σήματος αυτού πριν την ημερομηνία καταχωρίσεώς του βάσει της νομοθεσίας της Γερμανίας στην οποία το μη καταχωρισμένο προγενέστερο σήμα βρισκόταν επίσης σε χρήση. Όφειλε συναφώς να αποδείξει ότι το σήμα αυτό ήταν αναγνωρίσιμο από σημαντικό τμήμα του ενδιαφερόμενου κοινού ως σήμα της προσφεύγουσας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Markengesetz. Το τμήμα προσφυγών συνήγαγε, όπως ακριβώς το τμήμα ανακοπών, ότι, λαμβανομένων υπόψη των επίμαχων προϊόντων τα οποία καταναλώνονται ευρέως και αγοράζονται από το πλατύ κοινό, το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελούνταν από το σύνολο του γερμανικού πληθυσμού. Το γεγονός ότι το σήμα αποτελούνταν από χαρακτήρες του κυριλλικού αλφαβήτου ή ότι η διανομή των επίμαχων προϊόντων στη Γερμανία γινόταν μέσω καταστημάτων των οποίων οι πελάτες ήταν κατά κύριο λόγο ρωσόφωνοι δεν καθιστούσε δυνατή, κατά το τμήμα προσφυγών, τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελούνταν αποκλειστικώς από τους εν λόγω ρωσόφωνους καταναλωτές. Τέλος, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, ακόμη και αν γίνονταν δεκτά τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τον όγκο πωλήσεων των ζαχαρωδών προϊόντων υπό το προγενέστερο σήμα, εν πάση περιπτώσει, ελλείψει άλλων πληροφοριακών στοιχείων, δεν ήταν δυνατό να εκτιμηθεί το επίπεδο των πωλήσεων αυτών προκειμένου να προσδιοριστεί ο αντίκτυπος του σήματος στο ενδιαφερόμενο γερμανικό κοινό. Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών συνήγαγε ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το μη καταχωρισμένο προγενέστερο σήμα ήταν αναγνωρίσιμο από σημαντικό τμήμα του κοινού αυτού ως δικό της σήμα κατά την έννοια του γερμανικού δικαίου και ότι, ως εκ τούτου, δεν ανταποκρινόταν σε μία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, και συγκεκριμένα την προϋπόθεση να έχει αποκτήσει, δυνάμει του σήματος αυτού και βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους που εφαρμοζόταν επί του εν λόγω σημείου, το δικαίωμα να απαγορεύει τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος.

 Αιτήματα των διαδίκων

11      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

12      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

13      Το ΓΕΕΑ, με το υπόμνημα αντικρούσεως, αμφισβήτησε το παραδεκτό, αφενός, ορισμένων συνημμένων στο δικόγραφο της προσφυγής εγγράφων, με το επιχείρημα ότι αυτά κατατέθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, αφετέρου, ορισμένων αναφορών που γίνονταν εντός του δικογράφου στην εθνική νομολογία και θεωρία, με το επιχείρημα ότι αυτές αποτελούσαν νέα πραγματικά στοιχεία.

14      Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου καθώς και σε ερώτηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ΓΕΕΑ απέσυρε τμήμα των αντιρρήσεών του ως προς το παραδεκτό των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων και των επιστημονικών δημοσιεύσεων, που κατατέθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και των αναφορών που έκανε στα ανωτέρω η προσφεύγουσα.

15      Εν πάση περιπτώσει, ως προς την πτυχή αυτή πρέπει να υπομνησθεί ότι, μολονότι ορισμένες αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων και επιστημονικές δημοσιεύσεις κατατέθηκαν από την προσφεύγουσα για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, εντούτοις αυτό έχει τη δυνατότητα να τις λάβει υπόψη καθόσον πρόκειται για έγγραφα και επιχειρήματα σχετικά με την εθνική νομοθεσία και τη νομολογιακή πρακτική των εθνικών δικαστηρίων. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, δεν μπορεί να απαγορεύεται στους διαδίκους ούτε στο Γενικό Δικαστήριο να λαμβάνουν υπόψη, για την ερμηνεία του εθνικού δικαίου στο οποίο κάνει αναφορά, όπως εν προκειμένω, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. σκέψη 19 κατωτέρω), στοιχεία αντλούμενα από την εθνική νομοθεσία, νομολογία και θεωρία, δεδομένου ότι δεν εγείρεται ζήτημα ως προς τη συνεκτίμηση από το τμήμα προσφυγών πραγματικών στοιχείων από συγκεκριμένη απόφαση εθνικού δικαστηρίου, αλλ’ αντιθέτως πρόκειται για επίκληση αποφάσεων και επιστημονικών δημοσιεύσεων προς στήριξη λόγου ακυρώσεως που αφορά τη μη ορθή εφαρμογή από το τμήμα προσφυγών διατάξεως του εθνικού δικαίου [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2006, Vitakraft-Werke Wührmann κατά ΓΕΕΑ — Johnson’s Veterinary Products (VITACOAT), T‑277/04, Συλλογή, EU:T:2006:202, σκέψεις 70 και 71].

16      Ζήτημα τίθεται μόνον ως προς το παραδεκτό των εγγράφων που έχουν περιληφθεί στο παράρτημα A.5 του δικογράφου της προσφυγής. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα έγγραφα αυτά πρέπει να κριθούν παραδεκτά, διότι με αυτά δεν προβάλλονται νέα επιχειρήματα σε σχέση με όσα προκύπτουν από τα λοιπά έγγραφα που προσκομίστηκαν ενώπιον του ΓΕΕΑ.

17      Το περιεχόμενο του παραρτήματος A.5 του δικογράφου της προσφυγής συνίσταται σε άρθρο με τίτλο «Τα ρωσικά σούπερ μάρκετ στη Γερμανία: samovar —χωρίς πέρασμα από την Toula», στη ρωσική γλώσσα, συνοδευόμενο από αγγλική μετάφραση και δημοσιευμένο στον ιστότοπο «www.dw.de». Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το επίμαχο άρθρο, το οποίο κατατέθηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αποτελεί νέο πραγματικό στοιχείο προς στήριξη των επιχειρημάτων που είχε προβάλει ενώπιον του ΓΕΕΑ και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής. Συγκεκριμένα, η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αφορά τον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ κατά την έννοια του άρθρου 65 του κανονισμού 207/2009, οπότε το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να επανεξετάζει τα πραγματικά περιστατικά υπό το πρίσμα των εγγράφων που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιόν του. Επομένως, πρέπει να μη ληφθούν υπόψη τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα A.5 του δικογράφου της προσφυγής χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί η αποδεικτική ισχύς τους [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2005, Sadas κατά ΓΕΕΑ — LTJ Diffusion (ARTHUR ET FELICIE), T‑346/04, Συλλογή, EU:T:2005:420, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

 Επί της ουσίας

18      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως που αφορά την παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, καθόσον το τμήμα προσφυγών προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Markengesetz δυνάμει του οποίου η προσφεύγουσα ζητεί την προστασία του μη καταχωρισμένου προγενέστερου σήματός της στον βαθμό που αυτό χρησιμοποιούνταν στη Γερμανία. Αντιθέτως, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση του τμήματος προσφυγών ότι η ανακοπή δεν ήταν βάσιμη κατά το μέρος που προς στήριξή της προβλήθηκε το ασκηθέν στην Ελλάδα προγενέστερο δικαίωμα.

19      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές σημείου το οποίο δεν έχει μόνον τοπική ισχύ, το σήμα για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση δεν γίνεται δεκτό προς καταχώριση στις περιπτώσεις και στον βαθμό που, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους που διέπει το σημείο αυτό, έχουν αποκτηθεί δικαιώματα επί του εν λόγω σημείου πριν από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος και το εν λόγω σημείο παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 18ης Απριλίου 2013, Peek & Cloppenburg κατά ΓΕΕΑ — Peek & Cloppenburg (Peek & Cloppenburg), T‑507/11, EU:T:2013:198, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, Tresplain Investments κατά ΓΕΕΑ — Hoo Hing (Golden Elephant Brand), T‑303/08, Συλλογή, EU:T:2010:505, σκέψεις 89 και 90].

20      Οι ως άνω προϋποθέσεις είναι σωρευτικές. Επομένως, όταν ένα σήμα δεν πληροί μία από τις προϋποθέσεις αυτές, η ανακοπή που στηρίζεται στην ύπαρξη μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλων σημείων που χρησιμοποιούνται στις συναλλαγές κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 δεν μπορεί να ευδοκιμήσει [απόφαση της 30ής Ιουνίου 2009, Danjaq κατά ΓΕΕΑ — Mission Productions (Dr. No), T‑435/05, Συλλογή, EU:T:2009:226, σκέψη 35].

21      Όσον αφορά το μη καταχωρισμένο προγενέστερο σήμα στον βαθμό που αυτό χρησιμοποιούνταν στη Γερμανία, η εξέταση της ανακοπής από το τμήμα προσφυγών είχε ως αφετηρία το ζήτημα αν η προσφεύγουσα, πριν την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, είχε αποκτήσει, βάσει του γερμανικού δικαίου που έχει εφαρμογή στην εξεταζόμενη υπόθεση, το δικαίωμα να απαγορεύει τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009.

22      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Markengesetz αναγνωρίζει την απόκτηση δικαιωμάτων επί σήματος διά της χρήσεως η οποία οδηγεί στην αναγνώριση από το ενδιαφερόμενο κοινό, και συγκεκριμένα τους αποδέκτες των οικείων προϊόντων, του σημείου ως σήματος του δικαιούχου. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της ως άνω διατάξεως και, κατά συνέπεια, σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, στο μέτρο που, κατά την εκτίμηση της αναγνωρισιμότητας του προγενέστερου σήματος από το ενδιαφερόμενο κοινό, θεώρησε ως τέτοιο το σύνολο του γερμανικού πληθυσμού, ενώ το γερμανικό δίκαιο επέτρεπε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τον περιορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού σε εκείνους μόνο τους καταναλωτές που γνωρίζουν συγκεκριμένη ξένη γλώσσα ή με βάση τα δίκτυα διανομής των προϊόντων τα οποία αφορά το επίμαχο σήμα. Εν προκειμένω, πληρούνταν οι προϋποθέσεις περιορισμού του ενδιαφερόμενου κοινού στους ρωσόφωνους καταναλωτές στη Γερμανία. Η προσφεύγουσα στηρίζει την ως άνω ερμηνεία του γερμανικού δικαίου σε διάφορες αποφάσεις ανώτατων γερμανικών δικαστηρίων, σε απόσπασμα τόμου ερμηνείας του Markengesetz και σε απόφαση του ελβετικού ανώτατου ομοσπονδιακού δικαστηρίου.

23      Το ΓΕΕΑ συντάσσεται, κατ’ ουσίαν, με την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών και δέχεται ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε, ως όφειλε, ότι το προγενέστερο σήμα ήταν αναγνωρίσιμο από σημαντικό τμήμα του γερμανικού πληθυσμού, σύμφωνα με την απαίτηση του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Markengesetz, με αποτέλεσμα να μην μπορεί αυτή να αντιταχθεί στην καταχώριση του σήματος για το οποίο υποβλήθηκε η σχετική αίτηση. Υποστηρίζει ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα ενώπιον του τμήματος προσφυγών όσον αφορά την έννοια του γερμανικού δικαίου, ούτε το γεγονός ότι τα προϊόντα που έφεραν το προγενέστερο σήμα πωλούνταν μόνο σε ορισμένα εξειδικευμένα καταστήματα που απευθύνονταν κατά βάση στους διαβιούντες στη Γερμανία Ρώσους ούτε η χρήση του κυριλλικού αλφαβήτου από το προγενέστερο σήμα δικαιολογούσαν τον περιορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού στους ρωσόφωνους και μόνο καταναλωτές.

24      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το ζήτημα του κατά πόσον ένα σημείο που προστατεύεται σε ορισμένο κράτος μέλος θεμελιώνει δικαίωμα απαγορεύσεως πλέον πρόσφατου σήματος πρέπει να εξετάζεται βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου (βλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Peek & Cloppenburg κατά ΓΕΕΑ, C‑325/13 P και C‑326/13 P, EU:C:2014:2059, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Προς τον σκοπό αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η εθνική νομοθεσία της οποίας γίνεται επίκληση και οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί εντός του οικείου κράτους μέλους (απόφαση της 29ης Μαρτίου 2011, Anheuser-Busch/Budějovický Budvar, C‑96/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:189, σκέψη 190) καθώς και επιστημονικές δημοσιεύσεις (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C‑263/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:452, σκέψη 53).

25      Στο γερμανικό δίκαιο, το οποίο έχει εφαρμογή στην εξεταζόμενη υπόθεση, το δικαίωμα του δικαιούχου μη καταχωρισμένου σήματος να αντιτάσσεται στη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος διέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 2, του Markengesetz.

26      Το άρθρο 4 του Markengesetz ορίζει τα εξής:

«Η προστασία των σημάτων απορρέει από […]

2.      τη χρήση σημείου στις συναλλαγές, υπό την προϋπόθεση ότι η χρήση αυτή έχει οδηγήσει στην αναγνώριση του σημείου ως σήματος από τους ενδιαφερόμενους συναλλασσόμενους κύκλους

[…]».

27      Το άρθρο 14, παράγραφος 2, σημείο 2, του Markengesetz απαγορεύει την εκ μέρους τρίτου χρήση στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου, σημείου, όπως ενός κοινοτικού σήματος, το οποίο είναι ικανό να προκαλέσει κίνδυνο συγχύσεως με το προστατευόμενο σημείο.

28      Οι διάδικοι συμφωνούν ότι, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Markengesetz, δικαίωμα επί μη καταχωρισμένου σήματος θεμελιώνεται διά της χρήσεως μόνον υπό την προϋπόθεση να έχει καταστήσει η χρήση αυτή το εν λόγω σήμα αναγνωρίσιμο από σημαντικό τμήμα του ενδιαφερόμενου κοινού. Τουναντίον, οι διάδικοι ερίζουν ως προς τον ορισμό της έννοιας «ενδιαφερόμενοι συναλλασσόμενοι κύκλοι» («beteiligte Verkehrskreise»), η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου για την εκτίμηση της αναγνωρισιμότητας κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Markengesetz.

29      Διαπιστώνεται συναφώς, κατά πρώτο λόγο, ότι η απόρριψη από το τμήμα προσφυγών, κατ’ επίκληση της νομολογίας του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τον κανονισμό 207/2009, του επιχειρήματος της προσφεύγουσας ότι το ενδιαφερόμενο κοινό περί του οποίου επρόκειτο στην εξεταζόμενη υπόθεση έπρεπε να περιοριστεί μόνο στους Ρώσους ή ρωσόφωνους καταναλωτές στη Γερμανία για τον λόγο ότι τα προϊόντα που έφεραν το προγενέστερο σήμα πωλούνταν μόνο εντός καταστημάτων που απευθύνονταν ειδικώς στους καταναλωτές αυτούς βαρύνεται με πλάνη περί το δίκαιο. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 24 ανωτέρω, το ζήτημα του κατά πόσον ένα μη καταχωρισμένο προγενέστερο σήμα που προστατεύεται σε ορισμένο κράτος μέλος θεμελιώνει δικαίωμα απαγορεύσεως πλέον πρόσφατου σήματος πρέπει να εξετάζεται βάσει των κριτηρίων του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο χρησιμοποιούνταν το επίμαχο σημείο, ήτοι, εν προκειμένω, των κριτηρίων του γερμανικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της εθνικής νομολογίας και θεωρίας, και όχι βάσει της νομολογίας του Γενικού Δικαστηρίου της σχετικής με την εφαρμογή του κανονισμού 207/2009.

30      Κατά δεύτερο λόγο, όσον αφορά το εθνικό δίκαιο δυνάμει του οποίου η προσφεύγουσα διατείνεται ότι απέκτησε, βάσει του μη καταχωρισμένου σήματός της, το δικαίωμα να αντιταχθεί στην καταχώριση του σήματος για το οποίο έχει υποβληθεί σχετική αίτηση —και συγκεκριμένα το άρθρο 4, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 2, του Markengesetz—, επισημαίνεται ότι, όπως ασφαλώς προκύπτει από τη νομολογία, ο ανακόπτων πρέπει να αποδείξει τόσο ότι το προγενέστερο σημείο που αυτός αντιτάσσει προς στήριξη της ανακοπής εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου του οικείου κράτους μέλους, του οποίου έχει γίνει επίκληση, όσο και ότι το δίκαιο αυτό επιτρέπει την απαγόρευση της χρήσεως ενός πλέον πρόσφατου σήματος (απόφαση Anheuser-Busch κατά Budějovický Budvar, σκέψη 24 ανωτέρω, EU:C:2011:189, σκέψη 190). Δυνάμει του κανόνα αυτού, ο ανακόπτων φέρει το βάρος να προσκομίσει στο ΓΕΕΑ όχι μόνο τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις κατά την εθνική νομοθεσία, την εφαρμογή της οποίας ζητεί προκειμένου να μπορέσει, δυνάμει προγενέστερου δικαιώματος, να απαγορεύσει τη χρήση κοινοτικού σήματος, αλλά και τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ποιο είναι το περιεχόμενο της εν λόγω νομοθεσίας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Edwin κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 24 ανωτέρω, EU:C:2011:452, σκέψη 50).

31      Εντούτοις, από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, στην περίπτωση κατά την οποία το ΓΕΕΑ κληθεί να λάβει υπόψη το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους εντός του οποίου απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα επί του οποίου στηρίζεται η ανακοπή, πρέπει να αναζητήσει αυτεπαγγέλτως, χρησιμοποιώντας τα μέσα που κρίνει αναγκαία προς τον σκοπό αυτό, πληροφορίες σχετικά με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους, εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι αναγκαίες για την εκτίμηση των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να γίνει δεκτός λόγος απαραδέκτου της επίμαχης αιτήσεως καταχωρίσεως, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι μπορεί να λάβει υπόψη, πέραν των πραγματικών στοιχείων που ρητώς προέβαλαν οι διάδικοι κατά τη διαδικασία ανακοπής, παγκοίνως γνωστά πραγματικά στοιχεία, ήτοι στοιχεία που μπορούν να γίνουν γνωστά στον οποιονδήποτε ή μπορούν να γίνουν γνωστά από γενικώς προσιτές πηγές [βλ. απόφαση της 20ής Απριλίου 2005, Atomic Austria κατά ΓΕΕΑ — Fabricas Agrupadas de Muñecas de Onil (ATOMIC BLITZ), T‑318/03, Συλλογή, EU:T:2005:136, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2012, National Lottery Commission κατά ΓΕΕΑ — Mediatek Italia και De Gregorio (Απεικόνιση χεριού), T‑404/10, EU:T:2012:423, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, η οποία επιβεβαιώθηκε ως προς το σημείο αυτό από την απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C‑530/12 P, Συλλογή, EU:C:2014:186, σκέψη 45]. Η υποχρέωση αυτεπάγγελτης αναζητήσεως πληροφοριών για το εθνικό δίκαιο βαρύνει, κατά περίπτωση, το ΓΕΕΑ εφόσον αυτό διαθέτει ήδη ενδεικτικά στοιχεία για το εθνικό δίκαιο, είτε υπό τη μορφή ισχυρισμών σχετικά με το περιεχόμενο του εν λόγω δικαίου είτε υπό τη μορφή στοιχείων που μνημονεύθηκαν στο πλαίσιο της συζητήσεως της υποθέσεως και για τα οποία υποστηρίχθηκε ότι έχουν αποδεικτική ισχύ [απόφαση της 20ής Μαρτίου 2013, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ — Chez Gerard (CLUB GOURMET), T‑571/11, Συλλογή, EU:T:2013:145, σκέψη 41].

32      Η επιβολή της υποχρεώσεως αυτής επαναλαμβάνεται, κατ’ ουσίαν, στις κατευθυντήριες γραμμές για τη διενεργούμενη από το ΓΕΕΑ εξέταση, τις οποίες αυτό επικαλέστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και οι οποίες, παραπέμποντας στην απόφαση ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, σκέψη 31 ανωτέρω (EU:C:2014:186), προβλέπουν ότι το ΓΕΕΑ διαθέτει την εξουσία να εξακριβώνει, με κάθε μέσο που κρίνει πρόσφορο, την έννοια, τις προϋποθέσεις εφαρμογής και την έκταση εφαρμογής των διατάξεων του εφαρμοστέου δικαίου το οποίο επικαλείται ο ανακόπτων (κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το ΓΕΕΑ, μέρος Γ, τμήμα 4, σημείο 4.1). Το ΓΕΕΑ, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ενέμεινε στο γεγονός ότι η εν λόγω εξουσία εξακριβώσεως περιορίζεται στη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας την οποία επικαλείται ο ανακόπτων, αλλά δεν απαλλάσσει τον τελευταίο από το βάρος αποδείξεως. Επίσης, η ως άνω εξουσία εξακριβώσεως δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να υποκαθίσταται το ΓΕΕΑ στη θέση του ανακόπτοντος όσον αφορά την υποχρέωση του τελευταίου να παραθέσει την κρίσιμη για την υπόθεση νομοθεσία.

33      Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται, αφενός, ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα παρέθεσε τις διατάξεις του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου καθώς και το περιεχόμενό τους. Επίσης, υποστήριξε ενώπιον του ΓΕΕΑ, όπως προκύπτει από το σημείο 11, τρίτη περίπτωση, της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ενδιαφερόμενο κοινό, για τους σκοπούς εκτιμήσεως της αναγνωρισιμότητας του μη καταχωρισμένου προγενέστερου σήματος κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Markengesetz, αποτελούνταν από ρωσόφωνους καταναλωτές που κατοικούσαν στη Γερμανία, δεδομένου ότι το προγενέστερο σήμα αποτελούνταν από χαρακτήρες του κυριλλικού αλφαβήτου και ότι τα προϊόντα που έφεραν το σήμα αυτό διανέμονταν μέσω καταστημάτων των οποίων οι πελάτες ήταν στην πλειοψηφία τους ρωσόφωνοι καταναλωτές.

34      Επισημαίνεται, αφετέρου, ότι ο προσδιορισμός του ενδιαφερόμενου κοινού είχε καθοριστική σημασία για την επίλυση της κρινόμενης διαφοράς. Πράγματι, μολονότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε το γεγονός που διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών ότι το προγενέστερο σήμα δεν είχε καταστεί αναγνωρίσιμο από το κοινό εν ευρεία εννοία, δηλαδή από το σύνολο των μέσων καταναλωτών στη Γερμανία, δεν αποκλείεται, στην περίπτωση που το ενδιαφερόμενο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Markengesetz καθοριστεί ως αποτελούμενο από τους ρωσόφωνους καταναλωτές στη Γερμανία, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα, να είχε όντως καταστεί αναγνωρίσιμο.

35      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το ΓΕΕΑ όφειλε, βάσει της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 31 ανωτέρω, να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή του στο πλαίσιο της εξουσίας του προς εξακρίβωση, ώστε να αναζητήσει πληροφορίες για το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο και να προβεί σε βαθύτερη έρευνα ως προς την έννοια και την έκταση εφαρμογής των διατάξεων του εθνικού δικαίου του οποίου έγινε επίκληση, υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα, είτε αυτεπαγγέλτως είτε καλώντας την προσφεύγουσα να τεκμηριώσει όσα υποστήριξε αναφορικά με τον προσδιορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Markengesetz (βλ., ως προς την τελευταία αυτή πτυχή, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C‑530/12 P, Συλλογή, EU:C:2013:782, σημεία 66 και 87).

36      Πάντως, ούτε από την προσβαλλόμενη απόφαση ούτε από τον διαβιβασθέντα στο Γενικό Δικαστήριο φάκελο της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ προκύπτει ότι το ΓΕΕΑ προέβη σε βαθύτερη έρευνα ως προς την έννοια και την έκταση εφαρμογής των διατάξεων του εθνικού δικαίου του οποίου έγινε επίκληση, υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα, είτε αυτεπαγγέλτως είτε καλώντας την προσφεύγουσα να τεκμηριώσει όσα υποστήριξε αναφορικά με τον προσδιορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Markengesetz, πράγμα το οποίο αποδέχθηκε το ΓΕΕΑ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

37      Η διεξαγωγή αποδείξεων ως προς το γερμανικό δίκαιο από το τμήμα προσφυγών θα του παρείχε κατά πάσα πιθανότητα τη δυνατότητα να αποκτήσει τα στοιχεία τα οποία η προσφεύγουσα προσκόμισε για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ορισμένα εκ των οποίων δεν είναι, εκ πρώτης όψεως, άσχετα για την εξέταση της υποστηριζόμενης από αυτήν απόψεως ως προς τον προσδιορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Markengesetz. Η διαπίστωση αυτή ισχύει ιδίως για τη νομολογία του Bundesgerichtshof (γερμανικού Ακυρωτικού) με την οποία έχει γίνει δεκτό ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, ακόμη και στην περίπτωση προϊόντων ευρείας καταναλώσεως, το ενδιαφερόμενο κοινό θα μπορούσε να προσδιορίζεται σε πιο περιορισμένη βάση, αναλόγως του γενικού σκοπού και των πιθανοτήτων εμπορικής επιτυχίας των συγκεκριμένων προϊόντων [BGH, I ZR 90/58, DB 1959, 1368, (amtl. Leitsatz) — Sunpearl II] ή των αγοραστών των εν λόγω προϊόντων και των ενδιαφερόμενων προσώπων, εκ των οποίων ορισμένα ενδέχεται να μην επιθυμούν κάποια προϊόντα ή να μην τα δέχονται [BGH, I ZR 94/80, GRUR 1982, 672 — Aufmachung von Qualitätsseifen]. Ομοίως, από την απόφαση του Bundespatentgericht (ομοσπονδιακού δικαστηρίου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας) στην υπόθεση Ƃepёзкa [28 W (pat) 40/10] προκύπτει ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το ενδιαφερόμενο κοινό για τα προϊόντα που εμπίπτουν, όπως εν προκειμένω, στις κλάσεις 29 και 30 μπορεί να περιορίζεται στους καταναλωτές που έχουν γνώση της ρωσικής γλώσσας, λαμβανομένων υπόψη της παρουσιάσεως, της παρασκευής και της ονομασίας με χαρακτήρες του κυριλλικού αλφαβήτου των επίμαχων προϊόντων.

38      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η μη διεξαγωγή αποδείξεων από το τμήμα προσφυγών είχε καθοριστική επίδραση στην ερμηνεία που αυτό έδωσε στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του Markengesetz.

39      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 6, του κανονισμού 207/2009, το ΓΕΕΑ υποχρεούται να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Συναφώς, το ΓΕΕΑ οφείλει ιδίως, αφού προβεί, κατ’ ενάσκηση της σχετικής εξουσίας του, στη διεξαγωγή αποδείξεων σε σχέση με το γερμανικό δίκαιο, να κρίνει αν το δίκαιο αυτό παρέχει στην προσφεύγουσα το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009.

 Επί των δικαστικών εξόδων

40      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδά του καθώς και στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του δεύτερου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 28ης Νοεμβρίου 2012 (υπόθεση R 893/2012‑2).

2)      Καταδικάζει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδά του καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Rot Front OAO.

Kanninen

Pelikánová

Buttigieg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Οκτωβρίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.