Language of document : ECLI:EU:T:2018:784

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο πενταμελές τμήμα)

της 15ης Νοεμβρίου 2018 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Διατάξεις για τον φόρο εταιριών οι οποίες επιτρέπουν στις εταιρίες με φορολογική έδρα στην Ισπανία την απόσβεση της υπεραξίας που προκύπτει από την απόκτηση μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών με φορολογική έδρα στην αλλοδαπή – Απόφαση η οποία κηρύσσει την ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και διατάσσει την ανάκτησή της – Έννοια της κρατικής ενίσχυσης – Επιλεκτικός χαρακτήρας – Σύστημα αναφοράς – Παρέκκλιση – Διαφορετική μεταχείριση – Δικαιολόγηση της διαφορετικής μεταχείρισης – Επιχειρήσεις δικαιούχοι του μέτρου – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη»

Στην υπόθεση T‑219/10 RENV,

World Duty Free Group SA, πρώην Autogrill España SA, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους J. Buendía Sierra, E. Abad Valdenebro, R. Calvo Salinero και A. Lamadrid de Pablo, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze,

από

την Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τις G. Hodge και E. Creedon, στη συνέχεια από τις G. Hodge και D. Browne, επικουρούμενες από τον B. Doherty Barry και την A. Goodman, barristers,

και από

το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον M. Sampol Pucurull,

παρεμβαίνοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους R. Lyal, B. Stromsky, C. Urraca Caviedes και την P. Němečková,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, για την ακύρωση του άρθρου 1, παράγραφος 1, της απόφασης 2011/5/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη φορολογική απόσβεση χρηματοοικονομικού εμπορικού κεφαλαίου για τη συμμετοχή σε ξένο μετοχικό κεφάλαιο υπό τον αριθμό C 45/07 (πρώην NN 51/07, πρώην CP 9/07) εφαρμοσθείσα από την Ισπανία (ΕΕ 2011, L 7, σ. 48), και, επικουρικώς, του άρθρου 4 της απόφασης αυτής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni (εισηγητή), πρόεδρο, L. Madise, R. da Silva Passos, K. Kowalik‑Bańczyk και C. Mac Eochaidh, δικαστές,

γραμματέας: X. Lopez Bancalari, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 31ης Ιανουαρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 10 Οκτωβρίου 2007, κατόπιν πλειόνων γραπτών ερωτήσεων που υπέβαλαν το 2005 και το 2006 στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ορισμένα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καθώς και μιας καταγγελίας που περιήλθε στην ίδια κατά το έτος 2007 από ιδιώτη επιχειρηματία, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όσον αφορά τη διάταξη του άρθρου 12, παράγραφος 5, η οποία προστέθηκε στον Ley del Impuesto sobre Sociedades (ισπανικό νόμο περί φόρου εταιριών) με τον Ley 24/2001, de Medidas Fiscales, Administrativas y del Orden Social (νόμο 24/2001, περί λήψεως φορολογικών και διοικητικών μέτρων, καθώς και μέτρων κοινωνικού χαρακτήρα), της 27ης Δεκεμβρίου 2001 (BOE αριθ. 313, της 31ης Δεκεμβρίου 2001, σ. 50493), και η οποία περιλαμβάνεται και στο Real Decreto Legislativo 4/2004, por el que se aprueba el texto refundido de la Ley del Impuesto sobre Sociedades (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 4/2004, για την έγκριση του αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου περί φόρου εταιριών), της 5ης Μαρτίου 2004 (BOE αριθ. 61, της 11ης Μαρτίου 2004, σ. 10951, στο εξής: επίμαχο μέτρο ή επίμαχο καθεστώς).

2        Το επίμαχο μέτρο προβλέπει ότι, στην περίπτωση που επιχείρηση φορολογούμενη στην Ισπανία αποκτά μερίδια στο κεφάλαιο «αλλοδαπής εταιρίας» τουλάχιστον της τάξης του 5 % και τα διακρατεί αδιαλείπτως για χρονική περίοδο τουλάχιστον ενός έτους, η προκύπτουσα χρηματοοικονομική υπεραξία (βλ. σκέψεις 67 και 69 κατωτέρω) μπορεί να εκπέσει, υπό τη μορφή απόσβεσης, από τη βάση επιβολής του φόρου εταιριών τον οποίο οφείλει η οικεία επιχείρηση. Το επίμαχο μέτρο διευκρινίζει ότι, προκειμένου να χαρακτηριστεί ως «αλλοδαπή εταιρία», μια εταιρία πρέπει να υπόκειται σε φόρο πανομοιότυπο με τον εφαρμοζόμενο στην Ισπανία και ότι τα έσοδά της πρέπει να προέρχονται πρωτίστως από επιχειρηματικές δραστηριότητες πραγματοποιούμενες στο εξωτερικό.

3        Με έγγραφο της 5ης Δεκεμβρίου 2007 περιήλθαν στην Επιτροπή οι παρατηρήσεις του Βασιλείου της Ισπανίας επί της απόφασης περί κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας (στο εξής: απόφαση κίνησης της διαδικασίας). Μεταξύ της 18ης Ιανουαρίου και της 16ης Ιουνίου 2008, περιήλθαν επίσης στην Επιτροπή οι παρατηρήσεις 32 ενδιαφερομένων τρίτων. Με έγγραφα της 30ής Ιουνίου 2008 και της 22ας Απριλίου 2009, το Βασίλειο της Ισπανίας διατύπωσε τα σχόλιά του επί των παρατηρήσεων των ενδιαφερόμενων τρίτων.

4        Στις 18 Φεβρουαρίου 2008, καθώς και στις 12 Μαΐου και 8 Ιουνίου 2009, η Επιτροπή διοργάνωσε συσκέψεις τεχνικού χαρακτήρα με τις ισπανικές αρχές. Άλλες συσκέψεις τεχνικού χαρακτήρα διοργανώθηκαν και με ορισμένους από τους 32 ενδιαφερόμενους τρίτους.

5        Με έγγραφο της 14ης Ιουλίου 2008 και με ηλεκτρονικό μήνυμα της 16ης Ιουνίου 2009, το Βασίλειο της Ισπανίας υπέβαλε στην Επιτροπή πρόσθετα στοιχεία.

6        Η Επιτροπή περάτωσε τη διαδικασία, όσον αφορά την απόκτηση μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την απόφαση 2011/5/ΕΚ, της 28ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη φορολογική απόσβεση χρηματοοικονομικού εμπορικού κεφαλαίου για τη συμμετοχή σε ξένο μετοχικό κεφάλαιο υπό τον αριθμό C 45/07 (πρώην NN 51/07, πρώην CP 9/07) εφαρμοσθείσα από την Ισπανία (ΕΕ 2011, L 7, σ. 48, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

7        Η Επιτροπή κήρυξε ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά το επίμαχο καθεστώς το συνιστάμενο σε φορολογικό πλεονέκτημα το οποίο επιτρέπει στις ισπανικές εταιρίες την απόσβεση της υπεραξίας που προκύπτει από την απόκτηση μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή, σε περίπτωση κατά την οποία το εν λόγω καθεστώς έχει εφαρμογή επί απόκτησης μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών εγκατεστημένων εντός της Ένωσης (άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης). Το άρθρο 4 της εν λόγω απόφασης προβλέπει, μεταξύ άλλων, την ανάκτηση από το Βασίλειο της Ισπανίας των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν.

8        Εντούτοις, η Επιτροπή συνέχισε τη διαδικασία όσον αφορά την απόκτηση μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών εκτός της Ένωσης, οι δε ισπανικές αρχές δεσμεύθηκαν να προσκομίσουν πρόσθετα στοιχεία σχετικά με τα εμπόδια στις διασυνοριακές συγχωνεύσεις επιχειρήσεων εκτός της Ένωσης στα οποία είχαν αναφερθεί.

9        Στις 12, 16, και 20 Νοεμβρίου 2009, καθώς και στις 3 Ιανουαρίου 2010, το Βασίλειο της Ισπανίας κοινοποίησε στην Επιτροπή στοιχεία σχετικά με τις άμεσες επενδύσεις που είχαν πραγματοποιήσει ισπανικές εταιρίες εκτός της Ένωσης. Παρατηρήσεις ενώπιον της Επιτροπής υπέβαλαν επίσης πλείονες ενδιαφερόμενοι τρίτοι.

10      Στις 27 Νοεμβρίου 2009 και στις 16 και 29 Ιουνίου 2010 διεξήχθησαν συσκέψεις τεχνικού χαρακτήρα στις οποίες μετείχαν η Επιτροπή και οι ισπανικές αρχές.

11      Στις 12 Ιανουαρίου 2011 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2011/282/ΕΕ, σχετικά με τη φορολογική απόσβεση χρηματοοικονομικής υπεραξίας για τη συμμετοχή σε ξένο μετοχικό κεφάλαιο αριθ. C 45/07 (πρώην NN 51/07, πρώην CP 9/07) εφαρμοσθείσα από την Ισπανία (ΕΕ 2011, L 135, σ. 1, στο εξής: απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2011), με την οποία κηρύσσεται ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά το επίμαχο καθεστώς, στο μέτρο που εφαρμόζεται σε αποκτήσεις μεριδίων στο κεφάλαιο επιχειρήσεων εγκατεστημένων εκτός της Ένωσης.

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

12      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Μαΐου 2010, η προσφεύγουσα, World Duty Free Group, SA, άσκησε προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

13      Με απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2014, Autogrill España κατά Επιτροπής (T‑219/10, EU:T:2014:939), το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτά τα αιτήματα αυτά με το σκεπτικό ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα την προϋπόθεση περί επιλεκτικού χαρακτήρα που προβλέπει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

14      Επιπλέον, η απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2011 ακυρώθηκε επίσης από το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2014, Banco Santander και Santusa κατά Επιτροπής (T‑399/11, EU:T:2014:938).

15      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 Ιανουαρίου 2015, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης της 7ης Νοεμβρίου 2014, Autogrill España κατά Επιτροπής (T‑219/10, EU:T:2014:939). Το δικόγραφο της εν λόγω αίτησης αναίρεσης, που πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό C‑20/15 P, επισυνάφθηκε στην αίτηση αναίρεσης η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό C‑21/15 P, και την οποία είχε ασκήσει η Επιτροπή κατά της απόφασης της 7ης Νοεμβρίου 2014, Banco Santander και Santusa κατά Επιτροπής (T‑399/11, EU:T:2014:938).

16      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, την Ιρλανδία και το Βασίλειο της Ισπανίας, ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

17      Με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group κ.λπ. (C‑20/15 P και C‑21/15 P, στο εξής: απόφαση World Duty Free, EU:C:2016:981), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2014, Autogrill España κατά Επιτροπής (T‑219/10, EU:T:2014:939), ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και επιφυλάχθηκε ως προς τμήμα των δικαστικών εξόδων. Το Δικαστήριο αναίρεσε επίσης την απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2014, Banco Santander και Santusa κατά Επιτροπής (T‑399/11, EU:T:2014:938).

18      Σύμφωνα με το άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, οι κύριοι διάδικοι υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις στις 2 Μαρτίου 2017 και το Βασίλειο της Ισπανίας στις 3 Μαρτίου 2017.

19      Σύμφωνα με το άρθρο 217, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι κύριοι διάδικοι και το Βασίλειο της Ισπανίας κατέθεσαν συμπληρωματικό υπόμνημα γραπτών παρατηρήσεων στις 24 Απριλίου 2017.

20      Κατόπιν έκθεσης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

21      Με απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2017, ο πρόεδρος του ένατου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, αφού άκουσε τους διαδίκους, διέταξε τη συνεκδίκαση της παρούσας υπόθεσης και της υπόθεσης T‑399/11 RENV, Banco Santander και Santusa κατά Επιτροπής, προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας, κατά το άρθρο 68 του Κανονισμού Διαδικασίας.

22      Οι διάδικοι αγόρευσαν κατά τη συνεδρίαση της 31ης Ιανουαρίου 2018.

23      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον διαπιστώνει ότι το επίμαχο καθεστώς περιλαμβάνει στοιχεία κρατικών ενισχύσεων,

–        επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον διαπιστώνει ότι το επίμαχο καθεστώς περιλαμβάνει στοιχεία κρατικών ενισχύσεων στο μέτρο που εφαρμόζεται στις αποκτήσεις μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών οι οποίες συνεπάγονται απόκτηση ελέγχου,

–        επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον προβλέπει την ανάκτηση των ενισχύσεων για τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης αποφάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

24      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, άλλως, να κρίνει ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

25      Η προσφεύγουσα ζητεί επίσης από το Γενικό Δικαστήριο να λάβει μέτρα οργάνωσης της διαδικασίας προκειμένου να υποχρεωθεί η Επιτροπή να κοινοποιήσει ορισμένα έγγραφα.

26      Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

27      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι απαράδεκτη, διότι η προσφεύγουσα δεν θίγεται από το επίμαχο μέτρο. Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον.

28      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσφυγή της είναι παραδεκτή.

29      Πρέπει να υπομνησθεί ότι ο δικαστής της Ένωσης δύναται να εκτιμήσει, με βάση τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης, αν η ορθή απονομή της δικαιοσύνης δικαιολογεί την επί της ουσίας απόρριψη της προσφυγής, χωρίς προηγούμενη απόφανση επί του παραδεκτού της (βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2002, Συμβούλιο κατά Boehringer, C‑23/00 P, EU:C:2002:118, σκέψη 52).

30      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο κρίνει δικαιολογημένο να εξετάσει την προσφυγή επί της ουσίας χωρίς να αποφανθεί επί της ενεργητικής νομιμοποίησης της προσφεύγουσας, καθώς και επί του έννομου συμφέροντός της, εφόσον τούτο κρίνεται σκόπιμο.

31      Συναφώς, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακύρωσης προς στήριξη της προσφυγής, εκ των οποίων ο πρώτος στηρίζεται στην απουσία επιλεκτικού χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, ο δεύτερος σε εσφαλμένο προσδιορισμό του δικαιούχου του επίμαχου μέτρου, και ο τρίτος σε παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

1.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη μη επιλεκτικότητα του επίμαχου μέτρου

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

32      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακύρωσης, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις αιτιάσεις, εκ των οποίων η πρώτη στηρίζεται στην εκ πρώτης όψεως απουσία επιλεκτικού χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, η δεύτερη σε εσφαλμένο προσδιορισμό του συστήματος αναφοράς (ή πλαισίου αναφοράς ή ακόμη κοινού ή κανονικού καθεστώτος), και η τρίτη στο γεγονός ότι το επίμαχο μέτρο δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του συστήματος στο οποίο εντάσσεται.

33      Πρέπει να διευκρινιστεί, όσον αφορά τις δύο τελευταίες αιτιάσεις, ότι η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η συνολική επιχειρηματολογία την οποία παραθέτει στο δικόγραφο της προσφυγής μπορεί να εφαρμοστεί σε αυτές τις δύο αιτιάσεις.

34      Στο πλαίσιο της πρώτης αιτίασης, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το επίμαχο καθεστώς δεν έχει επιλεκτικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι κάθε επιχείρηση δύναται να επωφεληθεί του πλεονεκτήματος που το καθεστώς αυτό προβλέπει. Αναφέρει δε ότι ο επιλεκτικός χαρακτήρας ο οποίος διαπιστώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ταυτολογία και διάλληλο συλλογισμό, σύμφωνα με τον οποίο μόνον οι επιχειρήσεις που επωφελούνται από το επίμαχο μέτρο μπορούν να επωφεληθούν από αυτό.

35      Η προσφεύγουσα στηρίζεται επίσης στην ύπαρξη στατιστικών στοιχείων δυνάμενων να τεκμηριώσουν το γεγονός ότι από το επίμαχο μέτρο μπόρεσαν να ωφεληθούν εταιρίες διαφόρου μεγέθους σε διάφορους τομείς καθώς και σε ασυνέπεια της Επιτροπής σε σχέση με την ίδια της την πρακτική.

36      Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αρκούντως αιτιολογημένη επί του σημείου αυτού.

37      Στο πλαίσιο της δεύτερης αιτίασης, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ενώ οι ισπανικές επιχειρήσεις μπορούν χωρίς δυσκολία να συνενώνονται με εταιρίες εδρεύουσες στην ημεδαπή, γεγονός που τους επιτρέπει να απολαύουν συνακόλουθα της απόσβεσης της υπεραξίας, εντούτοις αντιμετωπίζουν δυσχέρειες που τις εμποδίζουν να προβαίνουν σε συνένωση –και συνεπώς να απολαύουν αυτής της απόσβεσης– όσον αφορά πράξεις που αφορούν εταιρίες εδρεύουσες στην αλλοδαπή. Επομένως, αναλόγως του είδους των οικείων πράξεων, οι επιχειρήσεις τελούν σε διαφορετικές νομικές και πραγματικές καταστάσεις. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το επίμαχο μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται μόνο στις αποκτήσεις μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή, εισάγει παρέκκλιση από το κοινό ή κανονικό φορολογικό καθεστώς, δηλαδή διαφοροποίηση μεταξύ πράξεων ως προς τις οποίες η πραγματική και νομική κατάσταση είναι, υπό το πρίσμα του σκοπού τον οποίο επιδιώκει το καθεστώς αυτό, συγκρίσιμη.

38      Η προσφεύγουσα επικαλείται συναφώς ορισμένες αποφάσεις του Δικαστηρίου.

39      Στο πλαίσιο της τρίτης αιτίασης, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η παρέκκλιση την οποία εισάγει το επίμαχο μέτρο δικαιολογείται από τη λογική του ισπανικού φορολογικού συστήματος. Συγκεκριμένα, το επίμαχο μέτρο καθιστά δυνατή τη διασφάλιση φορολογικής ουδετερότητας μεταξύ των πράξεων απόκτησης μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην ημεδαπή και των πράξεων απόκτησης μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή.

40      Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υπάρχουν εμπόδια στις διασυνοριακές συνενώσεις στο ίδιο το εσωτερικό της Ένωσης. Ακόμη και αν αποδειχθεί ότι τα εμπόδια αυτά παραβιάζουν το δίκαιο της Ένωσης, από το γεγονός αυτό δεν δύναται, κατά την άποψή της, να συναχθεί η απουσία εμποδίων. Επιπλέον, δεν συνιστούν όλα τα εμπόδια παραβάσεις. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα εν λόγω εμπόδια έχουν εξαλειφθεί, η ύπαρξή τους κατά τον χρόνο λήψης του επίμαχου μέτρου θα έπρεπε να οδηγήσει την Επιτροπή στον χαρακτηρισμό του μέτρου αυτού ως υφιστάμενης ενίσχυσης.

41      Κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει έλλειψη αιτιολογίας συνιστάμενη στο ότι η Επιτροπή δεν εξηγεί για ποιον λόγο φρονεί ότι δεν υφίστανται εμπόδια στις διασυνοριακές συνδέσεις.

42      Η προσφεύγουσα επικρίνει επίσης τη συλλογιστική της Επιτροπής κατά την οποία το επίμαχο μέτρο είναι δυσανάλογο και υπερβολικά ασαφές. Κατά την προσφεύγουσα, το επίμαχο μέτρο ορθώς εφαρμοζόταν μόλις συμπληρωνόταν το όριο συμμετοχής 5 %. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή όφειλε να κρίνει ότι το επίμαχο μέτρο δεν ήταν επιλεκτικό όσον αφορά τις πλειοψηφικές συμμετοχές. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί τουλάχιστον κατά το μέτρο που διαπιστώνει ότι η εφαρμογή του επίμαχου μέτρου στις πλειοψηφικές συμμετοχές συνιστά κρατική ενίσχυση.

43      Η προσφεύγουσα επικαλείται συναφώς πλείονες αποφάσεις.

44      Η προσφεύγουσα βάλλει επίσης κατά ορισμένων σημείων της προσβαλλόμενης απόφασης με τα οποία η Επιτροπή επιρρωννύει τη συλλογιστική της παραθέτοντας εκτιμήσεις σχετικές με τις στρεβλωτικές επιπτώσεις που έχει το επίμαχο μέτρο στην εσωτερική αγορά.

45      Το Βασίλειο της Ισπανίας εκτιμά ότι ο στόχος του επίμαχου μέτρου είναι να εξασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι φορολογικές συνέπειες μίας και της αυτής επένδυσης πρέπει να είναι πανομοιότυπες.

46      Το Βασίλειο της Ισπανίας φρονεί ότι το επίμαχο μέτρο δεν σχετίζεται με την «αρχή της ανταγωνιστικότητας».

47      Υπογραμμίζει επίσης ότι κάθε επιχείρηση δύναται να επωφεληθεί του πλεονεκτήματος που απορρέει από το επίμαχο μέτρο, ανεξάρτητα από τη δραστηριότητά της.

48      Προσθέτει δε ότι το επίμαχο μέτρο απλώς και μόνον εξασφαλίζει την ανάκτηση μιας επένδυσης, καθιστώντας δυνατή την έκπτωση του κόστους της επένδυσης αυτής κατά τον χρόνο υπολογισμού του υποκείμενου σε φόρο ποσού.

49      Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα νομικά και πρακτικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι διασυνοριακές συνενώσεις στο εσωτερικό της Ένωσης, ενώ το ίδιο είχε επισημάνει τις δυσχέρειες αυτές στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Προσθέτει ότι τα εν λόγω εμπόδια υπήρχαν κατά τη στιγμή θέσης του επίμαχου μέτρου σε ισχύ και ότι δεν έχουν καταργηθεί, παρά τη μεταγενέστερη θέσπιση κανονιστικής ρύθμισης της Ένωσης στον τομέα αυτόν.

50      Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε αυστηρή εξέταση της νομικής και πραγματικής κατάστασης σχετικά με τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι διασυνοριακές συνενώσεις επιχειρήσεων. Επισημαίνει ότι η Επιτροπή διέθετε πλούσια τεκμηρίωση την οποία το ίδιο της είχε προσκομίσει. Στο πλαίσιο της αλληλογραφίας με τις διοικητικές αρχές της Ισπανίας, το αρμόδιο για θέματα ανταγωνισμού μέλος της Επιτροπής είχε παραδεχθεί την ύπαρξη εμποδίων. Αυτά τα εμπόδια δεν εξαντλούνται στα σαφή νομικά εμπόδια.

51      Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι αποδείχθηκε ότι υφίστανται τόσο νομικά όσο και οικονομικά και πρακτικά εμπόδια για τις διασυνοριακές συνενώσεις.

52      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι η ανάλυση του επιλεκτικού χαρακτήρα η οποία πραγματοποιείται με την προσβαλλόμενη απόφαση συνάδει με τη νομολογία, καθόσον εκκινεί από τον ορισμό του κατάλληλου πλαισίου αναφοράς και συνεχίζει με τη διαπίστωση ότι το επίμαχο μέτρο εισάγει εξαίρεση. Η Επιτροπή εκτιμά, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε σχετικά με την απόφαση World Duty Free, ότι η ανάλυσή της επιβεβαιώθηκε από την εν λόγω απόφαση.

53      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το επίμαχο μέτρο δεν δικαιολογείται από τη λογική του ισπανικού φορολογικού συστήματος. Στηρίζεται ειδικότερα στο γεγονός ότι, για την απόσβεση της υπεραξίας στην περίπτωση των εγχώριων συναλλαγών, πρέπει κατ’ ανάγκην να πραγματοποιηθεί συνένωση επιχειρήσεων ενώ, όταν πρόκειται για διασυνοριακές συναλλαγές, για την εφαρμογή του επίμαχου μέτρου αρκεί απλή απόκτηση μεριδίου 5 % στο κεφάλαιο εδρεύουσας στην αλλοδαπή εταιρίας.

54      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν δέχθηκε ότι η ύπαρξη εμποδίων στις διασυνοριακές συνενώσεις θα μπορούσε να δικαιολογήσει το επίμαχο μέτρο.

55      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν έχει αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιων εμποδίων εντός της Ένωσης.

56      Η Επιτροπή υπενθυμίζει επίσης ότι, υπό το κανονικό καθεστώς, η απόσβεση της υπεραξίας για αποκτήσεις μεριδίων κεφαλαίου ύψους μόνον 5 % είναι δυνατή αποκλειστικά και μόνον εάν οι εν λόγω αποκτήσεις μεριδίων κεφαλαίου ακολουθούνται από συνένωση επιχειρήσεων. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι μία επιχείρηση που αποκτά μερίδιο τουλάχιστον 5 % στο κεφάλαιο εδρεύουσας στην ημεδαπή εταιρίας, αλλά δεν μπορεί να συγχωνευτεί με αυτήν (για παράδειγμα επειδή δεν διαθέτει επαρκή μερίδια κεφαλαίου), δεν θα μπορέσει να επωφεληθεί από την απόσβεση της υπεραξίας. Αντιθέτως, μια επιχείρηση που, κατά τρόπο ανάλογο, αποκτά μερίδια στο κεφάλαιο εδρεύουσας στην αλλοδαπή εταιρίας και επίσης δεν μπορεί να συγχωνευτεί με αυτήν (διότι δεν διαθέτει επαρκή μερίδια κεφαλαίου), θα μπορεί να επωφεληθεί από το επίμαχο μέτρο και, ως εκ τούτου, να αποσβέσει τη χρηματοοικονομική υπεραξία.

57      Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, αντιθέτως προς όσα εκτίθενται, κατά την άποψή της, στο δικόγραφο της προσφυγής, οι ισπανικές αρχές δεν της ζήτησαν να διαπιστώσει ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση στις περιπτώσεις στις οποίες το επίμαχο μέτρο εφαρμόστηκε σε αποκτήσεις πλειοψηφικών συμμετοχών.

58      Τέλος, η Επιτροπή απορρίπτει την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σχετικά με τις στρεβλωτικές επιπτώσεις του επίμαχου μέτρου στην εσωτερική αγορά.

2.      Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

59      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για τον χαρακτηρισμό εθνικού μέτρου ως «κρατικής ενίσχυσης» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απαιτείται να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για κρατική παρέμβαση ή για παρέμβαση μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να χορηγεί επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ του δικαιούχου. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση World Duty Free, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Όσον αφορά την προϋπόθεση του επιλεκτικού χαρακτήρα του πλεονεκτήματος, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιας της «κρατικής ενίσχυσης» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, από εξίσου πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, για τους σκοπούς της εκτίμησης αυτής, είναι απαραίτητο να εξετάζεται κατά πόσον, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, το επίμαχο εθνικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του επιδιωκόμενου με το εν λόγω καθεστώς σκοπού, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και που υφίστανται, ως αποτέλεσμα, διαφορετική μεταχείριση δυνάμενη κατ’ ουσίαν να χαρακτηριστεί ως εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις (βλ. απόφαση World Duty Free, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61      Επιπλέον, όταν το επίμαχο μέτρο σχεδιάζεται ως καθεστώς ενισχύσεων και όχι ως ατομική ενίσχυση, απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι το μέτρο αυτό, μολονότι προβλέπει πλεονέκτημα γενικής ισχύος, στην πραγματικότητα ωφελεί αποκλειστικά και μόνον ορισμένες επιχειρήσεις ή τομείς δραστηριότητας (βλ. απόφαση World Duty Free, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

62      Όσον αφορά, ειδικότερα, τα εθνικά μέτρα που χορηγούν φορολογικό πλεονέκτημα, υπενθυμίζεται ότι ένα μέτρο τέτοιας φύσης το οποίο, μολονότι δεν συνεπάγεται μεταφορά κρατικών πόρων, περιάγει τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς φορολογουμένους, ενδέχεται να προσπορίζει επιλεκτικό πλεονέκτημα στους δικαιούχους και, ως εκ τούτου, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, τα φορολογικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από μέτρο γενικής ισχύος, το οποίο εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους επιχειρηματίες, δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης (βλ. απόφαση World Duty Free, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63      Στο πλαίσιο αυτό, για τον χαρακτηρισμό ενός εθνικού φορολογικού μέτρου ως «επιλεκτικού», η Επιτροπή πρέπει, σε πρώτο στάδιο, να προσδιορίσει το κοινό ή «κανονικό» φορολογικό καθεστώς που έχει εφαρμογή στο οικείο κράτος μέλος, και, σε δεύτερο στάδιο, να αποδείξει ότι το επίμαχο φορολογικό μέτρο παρεκκλίνει από το εν λόγω κοινό καθεστώς, καθόσον διαφοροποιεί τους επιχειρηματίες οι οποίοι βρίσκονται, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το καθεστώς αυτό, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση (βλ. απόφαση World Duty Free, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

64      Η έννοια της «κρατικής ενίσχυσης» δεν αναφέρεται ωστόσο στα μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων ευρισκόμενων, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το επίμαχο νομικό καθεστώς, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και είναι, ως εκ τούτου, a priori επιλεκτικής εφαρμογής, όταν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κατορθώνει να αποδείξει ότι η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται διότι απορρέει από τη φύση ή την οικονομία του καθεστώτος στο οποίο εντάσσονται τα εν λόγω μέτρα (βλ. απόφαση World Duty Free, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

65      Επομένως, το συμπέρασμα ότι ένα εθνικό φορολογικό μέτρο έχει επιλεκτικό χαρακτήρα είναι δυνατόν να συναχθεί κατόπιν εφαρμογής μεθόδου περιλαμβάνουσας τρία στάδια, όπως η εκτιθέμενη με τις σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω.

66      Πρέπει επίσης, πάντοτε προκαταρκτικώς, να υπομνησθεί η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης βάσει της οποίας η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο έχει επιλεκτικό χαρακτήρα.

67      Κατ’ αρχάς, διευκρινίζεται ότι ως υπεραξία νοείται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αξία της καλής φήμης της εμπορικής επωνυμίας της ενδιαφερόμενης επιχείρησης, οι καλές της σχέσεις με τους πελάτες της, η ειδίκευση των εργαζομένων της και άλλοι παρόμοιοι παράγοντες που επιτρέπουν εκτιμήσεις για προσδοκώμενη αύξηση των κερδών στο μέλλον (αιτιολογική σκέψη 18 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η υπεραξία προκύπτει ως η λογιστική διαφορά ανάμεσα στο κόστος εξαγοράς και στην αγοραία αξία των στοιχείων του ενεργητικού που συνιστούν τις επιχειρήσεις που απέκτησε η συνενωθείσα οντότητα ή βρίσκονται υπό τον έλεγχό της (αιτιολογική σκέψη 99 της προσβαλλόμενης απόφασης). Όταν η εξαγορά εταιρίας πραγματοποιείται μέσω εξαγοράς των μετοχών της, η υπεραξία αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της τιμής που καταβλήθηκε για την απόκτηση μεριδίων στο κεφάλαιο της οικείας εταιρίας και της αγοραίας αξίας των στοιχείων του ενεργητικού που ανήκουν στην εταιρία αυτή, διαφορά που πρέπει να καταχωριστεί στα λογιστικά βιβλία της αγοράστριας εταιρίας ως διαχωρισμένο ασώματο στοιχείο του ενεργητικού όταν η αγοράστρια εταιρία αποκτά τον έλεγχο της εταιρίας-στόχου (αιτιολογική σκέψη 18 της προσβαλλόμενης απόφασης).

68      Στην αιτιολογική σκέψη 19 της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ότι, σύμφωνα με τους ισπανικούς φορολογικούς κανόνες, εξαιρουμένου του επίμαχου μέτρου, η απόσβεση της υπεραξίας μπορεί να επιτευχθεί μόνο κατόπιν «[σύνδεσης] εταιρειών», δηλαδή, κατ’ ευρεία ερμηνεία της έκφρασης αυτής, τόσο σε περίπτωση απόκτησης ή εκχώρησης στοιχείων του ενεργητικού, που συνιστούν ανεξάρτητες επιχειρήσεις, όσο και σε περίπτωση συγχώνευσης ή διάσπασης επιχειρήσεων.

69      Στην προσβαλλόμενη απόφαση ορίζεται ότι η χρηματοοικονομική υπεραξία ισούται με την υπεραξία που θα καταχωριζόταν στα λογιστικά βιβλία της αγοράστριας εταιρίας σε περίπτωση συνένωσης της εν λόγω αγοράστριας εταιρίας και της εταιρίας-στόχου. Επομένως, κατά την Επιτροπή, η έννοια της χρηματοοικονομικής υπεραξίας, όπως αυτή ορίζεται στο επίμαχο μέτρο, εισάγει στον τομέα της απόκτησης μεριδίων στο κεφάλαιο εταιρίας μία έννοια που χρησιμοποιείται κατά γενικό κανόνα σε πράξεις συνένωσης εταιριών (αιτιολογική σκέψη 20 της προσβαλλόμενης απόφασης).

70      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε ότι το κατάλληλο πλαίσιο ή σύστημα αναφοράς είναι το γενικό ισπανικό καθεστώς περί φορολογίας των εταιριών και, πιο συγκεκριμένα, οι κανόνες σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας που περιέχονται στο εν λόγω φορολογικό καθεστώς (αιτιολογική σκέψη 96 της προσβαλλόμενης απόφασης). Διευκρίνισε δε ότι «το επίμαχο μέτρο [έπρεπε] να αξιολογηθεί έχοντας υπόψη τις γενικές διατάξεις του καθεστώτος περί φορολογίας επί των εταιρειών, οι οποίες εφαρμόζονται στις περιπτώσεις εκείνες που η εμφάνιση [της υπεραξίας] οδηγεί σε φορολογικό όφελος [...], κυρίως επειδή [θεωρούσε] ότι οι περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να πραγματοποιηθεί απόσβεση [της χρηματοοικονομικής υπεραξίας] δεν περιλαμβάνουν όλους τους φορολογούμενους που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση de facto και de jure» (αιτιολογική σκέψη 89 της προσβαλλόμενης απόφασης). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι το πλαίσιο αναφοράς δεν μπορούσε να περιορισθεί στη φορολογική μεταχείριση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας που προέβλεψε το επίμαχο μέτρο, δεδομένου ότι το μέτρο αυτό εφαρμοζόταν μόνον υπέρ των αποκτήσεων μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή, και ότι, ως εκ τούτου, το πλαίσιο αναφοράς συνίστατο στις γενικές διατάξεις του καθεστώτος περί φορολογίας των εταιριών σχετικά με τη φορολογική απόσβεση της υπεραξίας (στο εξής: φορολογική μεταχείριση της υπεραξίας).

71      Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι, επιτρέποντας να προκύψει η χρηματοοικονομική υπεραξία που θα είχε καταγραφεί λογιστικά εάν οι δύο επιχειρήσεις είχαν συνενωθεί, ακόμη και χωρίς να υφίσταται συνένωση των επιχειρήσεων, το επίμαχο μέτρο συνιστούσε εξαίρεση στο σύστημα αναφοράς (αιτιολογική σκέψη 100 της προσβαλλόμενης απόφασης), δεδομένου ότι το σύστημα αυτό, για λογιστικούς λόγους, προέβλεπε την απόσβεση της υπεραξίας μόνο στην περίπτωση τέτοιας συνένωσης (αιτιολογικές σκέψεις 19, 20 και 99 της προσβαλλόμενης απόφασης).

72      Η Επιτροπή προσέθεσε ότι το επίμαχο μέτρο δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί νέος κανόνας γενικού χαρακτήρα βάσει ιδίου δικαίου, καθώς η απόσβεση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας που προκύπτει από την απλή απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου επιτράπηκε μόνο στην περίπτωση διασυνοριακών αποκτήσεων κεφαλαίου και όχι στην περίπτωση αποκτήσεων εγχώριου κεφαλαίου. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, το επίμαχο μέτρο εισήγαγε διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εγχώριων και των διασυνοριακών συναλλαγών (αιτιολογική σκέψη 100 της προσβαλλόμενης απόφασης).

73      Η Επιτροπή επισήμανε περαιτέρω, με την αιτιολογική σκέψη 111 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το επίμαχο μέτρο δεν ήταν απαραίτητο, λαμβανομένης υπόψη της λογικής του φορολογικού συστήματος. Προσέθεσε δε ότι το εν λόγω μέτρο ήταν επίσης δυσανάλογο. Πρέπει να σημειωθεί ότι, με την αιτιολογική σκέψη 91 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή είχε ήδη τονίσει ότι το επίμαχο μέτρο ήταν αόριστο και ασαφές και, ταυτοχρόνως, συνεπαγόταν δυσμενείς διακρίσεις.

74      Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι το επίμαχο μέτρο οδηγούσε σε διαφορετική φορολόγηση επιχειρήσεων ευρισκόμενων σε παρόμοια κατάσταση αποκλειστικά διότι ορισμένες εξ αυτών συμμετείχαν σε επενδυτικές ευκαιρίες στην αλλοδαπή (αιτιολογική σκέψη 111 της προσβαλλόμενης απόφασης) καθώς και ότι το εν λόγω μέτρο οδηγούσε επίσης, μέσω της εφαρμογής του ακόμη και σε αποκτήσεις μειοψηφικών συμμετοχών, σε πανομοιότυπη μεταχείριση διαφορετικών καταστάσεων (αιτιολογική σκέψη 113 της προσβαλλόμενης απόφασης).

75      Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο χαρακτήρας επιλεκτικού πλεονεκτήματος του επίμαχου φορολογικού καθεστώτος δεν δικαιολογείται από τη φύση του φορολογικού συστήματος (αιτιολογική σκέψη 114 της προσβαλλόμενης απόφασης).

76      Πρέπει να εξεταστεί εάν, υπό το πρίσμα καθεμίας από τις τρεις αιτιάσεις που προβάλλει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή ορθώς κατέληξε, βάσει της υπομνησθείσας νομολογίας και για τους λόγους που μόλις εκτέθηκαν, στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο ήταν επιλεκτικό.

1)      Επί της εκ πρώτης όψεως απουσίας επιλεκτικού χαρακτήρα

77      Με την απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2014, Autogrill España κατά Επιτροπής (T‑219/10, EU:T:2014:939), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί ότι ένα μέτρο που συνιστά φορολογικό πλεονέκτημα νοθεύει τον ανταγωνισμό ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής, όταν το πλεονέκτημα αυτό είναι εφαρμόσιμο σε όλες τις επιχειρήσεις που οφείλουν φόρο εταιριών στο κράτος μέλος που θέσπισε το εν λόγω μέτρο. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το πλεονέκτημα που παρέχει ένα εθνικό φορολογικό μέτρο γενικής ισχύος είναι εφαρμόσιμο σε κάθε επιχείρηση όταν δεν είναι εφικτός ο προσδιορισμός συγκεκριμένης κατηγορίας επιχειρήσεων εξαιρούμενης από το πλεονέκτημα του μέτρου ή, συνακόλουθα, συγκεκριμένης κατηγορίας επιχειρήσεων υπέρ των οποίων έχει αποκλειστική εφαρμογή το πλεονέκτημα του μέτρου (σκέψεις 34 έως 45, 52 και 79 έως 81).

78      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το πλεονέκτημα που παρείχε το επίμαχο μέτρο ήταν εφαρμόσιμο σε κάθε επιχείρηση που οφείλει να καταβάλει φόρο εταιριών στην Ισπανία και η οποία επιλέγει να αποκτήσει μερίδια στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι κάθε επιχείρηση μπορούσε να προβεί ελεύθερα σε τέτοια επιλογή χωρίς, ιδίως, ο τομέας δραστηριότητας της επιχείρησης ή το μέγεθός της να επιβάλλουν περιορισμούς συναφώς και ότι η ίδια επιχείρηση μπορούσε, διαδοχικά ή παράλληλα, να αποκτήσει μερίδια στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην ημεδαπή και εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή (απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2014, Autogrill España κατά Επιτροπής, T‑219/10, EU:T:2014:939, σκέψεις 53 έως 61).

79      Στηριζόμενο στην εν λόγω διαπίστωση δυνατότητας εφαρμογής του επίμαχου μέτρου, το Γενικό Δικαστήριο, βάσει της συλλογιστικής που εκτίθεται στη σκέψη 77 ανωτέρω, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή, για να διαπιστώσει τον επιλεκτικό χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, δεν μπορούσε να αρκεστεί στην απλή επισήμανση ότι το μέτρο αυτό αποτελούσε εξαίρεση από συγκεκριμένο σύστημα αναφοράς, ότι ευνόησε μόνον τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούσαν τις δραστηριότητες τις οποίες αυτό αφορούσε και ότι «στόχος του [ήταν] να προωθήσει την εξαγωγή κεφαλαίων».

80      Με την απόφαση World Duty Free, το Δικαστήριο απέρριψε τη συλλογιστική που εκτίθεται στη σκέψη 77 ανωτέρω, κρίνοντας ότι η συλλογιστική αυτή εισήγαγε πρόσθετη απαίτηση περί προσδιορισμού συγκεκριμένης κατηγορίας επιχειρήσεων δυνάμενων να εξατομικευθούν λόγω συγκεκριμένων ιδιοτήτων, απαίτηση μη δυνάμενη να συναχθεί από τη νομολογία (βλ. σκέψεις 69 έως 71 και 78).

81      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι μια προϋπόθεση εφαρμογής ή χορήγησης φορολογικής ενίσχυσης μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να θεμελιωθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας της ενίσχυσης αυτής, εφόσον η εν λόγω προϋπόθεση συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση επιχειρήσεων ευρισκόμενων, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκει το κοινό καθεστώς που χρησιμεύει ως πλαίσιο αναφοράς, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και εφόσον, ως εκ τούτου, οδηγεί σε δυσμενή διάκριση εις βάρος των επιχειρήσεων που εξαιρούνται από την οικεία ενίσχυση (απόφαση World Duty Free, σκέψη 86). Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι ο επιλεκτικός χαρακτήρας του επίμαχου μέτρου δύναται να συναχθεί από το γεγονός ότι οι εδρεύουσες στην ημεδαπή επιχειρήσεις, όταν αποκτούν μερίδια στο κεφάλαιο εταιριών με φορολογική έδρα στην Ισπανία, δεν μπορούν να τύχουν του πλεονεκτήματος που προβλέπει το μέτρο αυτό (απόφαση World Duty Free, σκέψη 87).

82      Επομένως, η διαπίστωση επιλεκτικού χαρακτήρα δεν απορρέει κατ’ ανάγκη από την αδυναμία ορισμένων επιχειρήσεων να τύχουν του πλεονεκτήματος που προβλέπει το επίμαχο μέτρο λόγω νομικών, οικονομικών ή πρακτικών περιορισμών που τις εμποδίζουν να πραγματοποιήσουν την πράξη από την οποία εξαρτάται η χορήγηση του οικείου πλεονεκτήματος, αλλά ενδέχεται να προκύπτει από την απλή διαπίστωση ότι υφίσταται πράξη η οποία, αν και παρόμοια με εκείνην από την οποία εξαρτάται η χορήγηση του εν λόγω πλεονεκτήματος, εντούτοις δεν παρέχει δικαίωμα στο πλεονέκτημα αυτό. Επομένως, ένα φορολογικό μέτρο μπορεί να είναι επιλεκτικό, παρά το γεγονός ότι κάθε επιχείρηση είναι σε θέση να επιλέξει ελεύθερα να πραγματοποιήσει την πράξη από την οποία εξαρτάται η χορήγηση του πλεονεκτήματος που προβλέπει το εν λόγω μέτρο.

83      Επομένως, δόθηκε έμφαση σε μια έννοια της επιλεκτικότητας που στηρίζεται στη διάκριση μεταξύ επιχειρήσεων που επιλέγουν να πραγματοποιήσουν ορισμένες πράξεις και άλλων επιχειρήσεων που επιλέγουν να μην τις πραγματοποιήσουν και όχι στη διάκριση μεταξύ επιχειρήσεων βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους.

84      Συνεπώς, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εφαρμόσει τη συλλογιστική αυτή στο επίμαχο μέτρο.

85      Επιβάλλεται πάντως η διαπίστωση ότι το επίμαχο μέτρο ευνοεί τις φορολογούμενες στην Ισπανία επιχειρήσεις οι οποίες έχουν επιλέξει να αποκτήσουν μερίδια στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή σε σχέση με τις φορολογούμενες στην Ισπανία επιχειρήσεις που έχουν επιλέξει να αποκτήσουν μερίδια στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην ημεδαπή.

86      Πράγματι, οι φορολογούμενες στην Ισπανία επιχειρήσεις δεν μπορούν, όταν αποκτούν μερίδια στο κεφάλαιο εδρεύουσας στην ημεδαπή εταιρίας, να τύχουν, στο πλαίσιο της πράξης αυτής, του πλεονεκτήματος που προβλέπει το επίμαχο μέτρο.

87      Επομένως, σε περίπτωση που μια φορολογούμενη στην Ισπανία επιχείρηση επιλέγει να αποκτήσει μερίδια στο κεφάλαιο εδρεύουσας στην αλλοδαπή εταιρίας, τότε –εντός του πλαισίου που οριοθετείται με την πράξη αυτή– ευνοείται σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας (βλ. σκέψη 78 ανωτέρω), η οποία θα επέλεγε να αποκτήσει μερίδια στο κεφάλαιο εδρεύουσας στην ημεδαπή εταιρίας.

88      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ένα εθνικό φορολογικό μέτρο όπως το επίμαχο, το οποίο παρέχει πλεονέκτημα η χορήγηση του οποίου εξαρτάται από την πραγματοποίηση οικονομικής πράξης, ενδέχεται να είναι επιλεκτικό ακόμη και όταν, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της επίμαχης πράξης, κάθε επιχείρηση μπορεί ελεύθερα να επιλέξει να πραγματοποιήσει την εν λόγω πράξη.

89      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η πρώτη αιτίαση που προβάλλει η προσφεύγουσα, η οποία στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στο γεγονός ότι κάθε επιχείρηση μπορεί να επωφεληθεί του πλεονεκτήματος που παρέχει το επίμαχο μέτρο, τούτο δε χωρίς να απαιτείται να γίνουν δεκτά τα αιτήματα για τη λήψη μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που υπέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά αποσκοπούν στην παροχή της δυνατότητας να αποδειχθεί ότι κάθε επιχείρηση μπορεί να επωφεληθεί του πλεονεκτήματος που παρέχει το επίμαχο μέτρο.

2)      Επί της ύπαρξης παρέκκλισης

90      Με τη δεύτερη αιτίαση, η προσφεύγουσα επικρίνει τον τρόπο με τον οποίο εφάρμοσε εν προκειμένω η Επιτροπή τα δύο πρώτα στάδια της μεθόδου που αναφέρεται στις σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω, μετά την ολοκλήρωση των οποίων είναι δυνατόν να καθοριστεί αν υπάρχει παρέκκλιση από κοινό ή κανονικό φορολογικό καθεστώς, δηλαδή διαφοροποίηση μεταξύ πράξεων ως προς τις οποίες η πραγματική και νομική κατάσταση είναι, υπό το πρίσμα του σκοπού τον οποίο επιδιώκει το καθεστώς αυτό, συγκρίσιμη. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί κατ’ ουσίαν τα συγκριτικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή στο πλαίσιο των δύο αυτών σταδίων.

91      Επομένως, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει αν η Επιτροπή εφάρμοσε ορθώς τα δύο πρώτα στάδια της μεθόδου ανάλυσης που μνημονεύεται στις σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω, δηλαδή τον προσδιορισμό ενός κοινού εθνικού φορολογικού καθεστώτος (πρώτο στάδιο) και τη διαπίστωση παρέκκλισης από το εν λόγω φορολογικό καθεστώς (δεύτερο στάδιο).

1)      Επί του πρώτου σταδίου

92      Όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 70 ανωτέρω, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ως πλαίσιο αναφοράς για την ανάλυση του επιλεκτικού χαρακτήρα στην οποία προέβη τη φορολογική μεταχείριση της υπεραξίας και δεν περιόρισε το πλαίσιο αυτό στη φορολογική μεταχείριση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας και μόνον. Συγκεκριμένα, το θεσμικό αυτό όργανο έκρινε ότι οι περιπτώσεις στις οποίες η χρηματοοικονομική υπεραξία μπορεί να αποσβεστεί δεν περιλαμβάνουν όλους τους φορολογούμενους που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση de facto και de jure. Επομένως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν περιόρισε την εξέταση του κριτηρίου του επιλεκτικού χαρακτήρα μόνον στις αποκτήσεις μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή.

93      Ωστόσο, κατά την προσφεύγουσα, ενώ οι ισπανικές επιχειρήσεις μπορούν χωρίς δυσκολία να συνενώνονται με εδρεύουσες στην ημεδαπή εταιρίες, γεγονός που τους επιτρέπει να απολαύουν της απόσβεσης της υπεραξίας, εντούτοις αντιμετωπίζουν δυσχέρειες που τις εμποδίζουν να προβαίνουν σε τέτοια συνένωση –και συνεπώς να απολαύουν αυτής της απόσβεσης– όσον αφορά πράξεις που αφορούν εταιρίες εδρεύουσες στην αλλοδαπή. Επομένως, αναλόγως του είδους των οικείων πράξεων, οι επιχειρήσεις τελούν σε διαφορετικές νομικές και πραγματικές καταστάσεις που δικαιολογούν διαφορετική φορολογική μεταχείριση. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το επίμαχο μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται μόνο στις αποκτήσεις μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή, εισάγει διαφοροποίηση μεταξύ πράξεων ως προς τις οποίες η πραγματική και νομική κατάσταση είναι συγκρίσιμη.

94      Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο να διερωτηθεί σχετικά με την καταλληλότητα του πλαισίου αναφοράς που επέλεξε εν προκειμένω η Επιτροπή, δεδομένου ότι, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, το εν λόγω πλαίσιο αναφοράς πρέπει να περιοριστεί, λόγω εμποδίων στις διασυνοριακές συνενώσεις, στο επίμαχο μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται μόνο στις αποκτήσεις μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή.

95      Το αμφισβητούμενο εν προκειμένω ζήτημα είναι ο προσδιορισμός ενός κοινού εθνικού φορολογικού καθεστώτος, δηλαδή το πρώτο από τα τρία στάδια της μεθόδου της οποίας την εφαρμογή προβλέπει το Δικαστήριο για την εξέταση του επιλεκτικού ή μη χαρακτήρα ενός εθνικού φορολογικού μέτρου (βλ. σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω).

96      Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι το πρώτο αυτό στάδιο μνημονεύεται στην παράγραφο 16 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (ΕΕ 1998, C 384, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση του 1998). Η παράγραφος αυτή διευκρινίζει ότι πρέπει καταρχάς να προσδιοριστεί το εφαρμοστέο κοινό καθεστώς.

97      Κατά τα λοιπά, με την ανακοίνωση σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2016, C 262, σ. 1, στο εξής: ανακοίνωση του 2016), η Επιτροπή επισημαίνει ότι το σύστημα αναφοράς αποτελεί το πλαίσιο αναφοράς βάσει του οποίου αξιολογείται ο επιλεκτικός χαρακτήρας ενός μέτρου (παράγραφος 132).

98      Δεύτερον, υπογραμμίζεται ότι, μολονότι η νομολογία του Δικαστηρίου έχει παράσχει διευκρινίσεις που καθιστούν δυνατή την οριοθέτηση του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής του πλαισίου αναφοράς πριν από την ανάλυση των σχέσεων που υφίστανται μεταξύ του πλαισίου αυτού και του μέτρου το οποίο θεωρείται ότι συνιστά ενίσχυση (βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑88/03, EU:C:2006:511, σκέψεις 64 έως 66· βλ., επίσης, όσον αφορά διοικητική οντότητα που διαθέτει αυτοτελή κανονιστική εξουσία σε σχέση με αυτή του οικείου κράτους μέλους, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck, C‑524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψεις 61 και 62), η οριοθέτηση του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του εν λόγω πλαισίου αναφοράς, αντιθέτως, πραγματοποιείται καταρχήν σε συνάρτηση με το οικείο μέτρο.

99      Συνακόλουθα, με την απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Paint Graphos κ.λπ. (C‑78/08 έως C‑80/08, EU:C:2011:550, σκέψη 50), το Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά μέτρο συνιστάμενο σε απαλλαγή από την καταβολή του φόρου εταιριών της οποίας τύγχαναν οι συνεταιριστικές εταιρίες παραγωγών και εργατών, ότι ο φόρος αυτός, στο σύνολό του, αποτελούσε το πλαίσιο αναφοράς, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, για τις ανάγκες του υπολογισμού του φόρου εισοδήματος των εταιριών, η βάση υπολογισμού του φόρου των δικαιούχων του εν λόγω μέτρου καθοριζόταν με τον ίδιο τρόπο όπως και αυτή των λοιπών εταιριών, ήτοι σε συνάρτηση με το ποσό του καθαρού κέρδους που προκύπτει κατά τη λήξη του φορολογικού έτους από την άσκηση της δραστηριότητας της επιχείρησης. Επομένως, το πλαίσιο αναφοράς καθορίστηκε λαμβανομένων υπόψη, αφενός, του αντικειμένου του μέτρου, το οποίο εμφάνιζε σαφή σύνδεσμο με αυτό του πλαισίου αναφοράς, και, αφετέρου, της κατάστασης των δικαιούχων του μέτρου, που ήταν συγκρίσιμη με αυτήν άλλων προσώπων στα οποία εφαρμοζόταν το πλαίσιο αναφοράς.

100    Με την απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑279/08 P, EU:C:2011:551, σκέψη 63 έως 67), ενώ το επίμαχο μέτρο προέβλεπε πλεονέκτημα αποκλειστικά και μόνον υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να ρευστοποιήσουν την οικονομική αξία των μειώσεων των εκπομπών οξειδίων του αζώτου που πραγματοποιούσαν, το Δικαστήριο δέχθηκε καθορισμό του πλαισίου αναφοράς στηριζόμενο κυρίως στην έλλειψη μνείας του μέτρου αυτού σε κανονιστικά κείμενα τα οποία, ωστόσο, είχαν περιβαλλοντικό αντικείμενο ανάλογο προς το δικό του. Επισήμανε, συνακόλουθα, ότι το οικείο πλαίσιο αναφοράς συνίστατο σε «[νόμους σχετικούς] με τη διαχείριση του περιβάλλοντος και την ατμοσφαιρική ρύπανση στους οποίους δεν περιλαμβάνεται το επίμαχο μέτρο».

101    Το Δικαστήριο έκρινε, σε αμφότερες τις υποθέσεις αυτές, ότι υπήρχε ένα καθεστώς με αντικείμενο συνδεόμενο με εκείνο του επίμαχου μέτρου και το οποίο, ενώ ήταν λιγότερο ευνοϊκό από το μέτρο αυτό, είχε εντούτοις εφαρμογή σε επιχειρήσεις ευρισκόμενες σε καταστάσεις συγκρίσιμες με αυτή των δικαιούχων του εν λόγω μέτρου. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Paint Graphos κ.λπ. (C‑78/08 έως C‑80/08, EU:C:2011:550, σκέψη 50), οι επιχειρήσεις αυτές ήταν οι λοιπές εταιρίες που υπέκειντο στον φόρο εταιριών και ως προς τις οποίες η βάση υπολογισμού του φόρου καθοριζόταν με τον ίδιο τρόπο όπως και αυτή των συνεταιριστικών εταιριών παραγωγών και εργατών. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑279/08 P, EU:C:2011:551, σκέψη 64), επρόκειτο για τις επιχειρήσεις εκπομπής οξειδίων του αζώτου στις οποίες το επίμαχο μέτρο δεν εφαρμοζόταν, αλλά στις οποίες, παρά ταύτα, όπως ακριβώς και στις επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμοζόταν το εν λόγω μέτρο, επιβάλλονταν υποχρεώσεις περιορισμού ή μείωσης των εκπομπών οξειδίων του αζώτου.

102    Ως εκ τούτου, από τη νομολογία προκύπτει ότι, εκτός από την ύπαρξη σχέσεως μεταξύ του αντικειμένου του οικείου μέτρου και αυτού του κανονικού καθεστώτος, η εξέταση του συγκρίσιμου χαρακτήρα των καταστάσεων που εμπίπτουν στο εν λόγω μέτρο και των καταστάσεων που εμπίπτουν στο καθεστώς αυτό καθιστά επίσης δυνατή την οριοθέτηση του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του εν λόγω καθεστώτος.

103    Άλλωστε, η ύπαρξη παρέκκλισης μπορεί να συναχθεί και από τον συγκρίσιμο χαρακτήρα των καταστάσεων αυτών (βλ. σκέψη 63 ανωτέρω), όταν οι καταστάσεις που εμπίπτουν στο επίμαχο μέτρο αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τις εμπίπτουσες στο κανονικό καθεστώς, έστω και αν είναι συγκρίσιμες με αυτές.

104    Ως εκ τούτου, μια συνολική συλλογιστική αφορώσα τα δύο πρώτα στάδια της μεθόδου που αναφέρεται στις σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να οδηγήσει τόσο στον προσδιορισμό του κανονικού καθεστώτος όσο και στη διαπίστωση παρέκκλισης.

105    Ωστόσο, διευκρινίζεται ότι, με την απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Paint Graphos κ.λπ. (C‑78/08 έως C‑80/08, EU:C:2011:550, σκέψεις 54 έως 61), το Δικαστήριο προέβη στη σχετική ανάλυση εξετάζοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των συνεταιριστικών εταιριών παραγωγών και εργατών και κατέληξε, κατόπιν της ανάλυσης αυτής, η οποία προσομοίαζε με την πραγματοποιούμενη κατά τη διάρκεια του δεύτερου σταδίου της μεθόδου που αναφέρεται στις σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω, στο συμπέρασμα ότι οι εταιρίες αυτές δεν μπορούν, καταρχήν, να θεωρηθούν ότι τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση με εκείνη των εμπορικών εταιριών.

106    Τρίτον, πάντοτε κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο συγκρίσιμος χαρακτήρας των καταστάσεων που καθιστά εφικτή, στο πλαίσιο του πρώτου σταδίου της μεθόδου που αναφέρεται στις σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω, την οριοθέτηση του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του κανονικού καθεστώτος πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το καθεστώς αυτό.

107    Επομένως, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Paint Graphos κ.λπ. (C‑78/08 έως C‑80/08, EU:C:2011:550, σκέψη 50), το Δικαστήριο συνήγαγε τον συγκρίσιμο χαρακτήρα των καταστάσεων στις οποίες βρίσκονταν, αφενός, οι συνεταιριστικές εταιρίες παραγωγών και εργατών και, αφετέρου, οι λοιπές εταιρίες, εξετάζοντας ακριβώς την κατάσταση των επιχειρήσεων υπό το πρίσμα του σκοπού του φόρου εταιριών. Συγκεκριμένα, ενώ ο σκοπός του φόρου αυτού είναι η φορολόγηση των κερδών των εταιριών (σκέψη 54), ο προσδιορισμός της βάσης υπολογισμού του φόρου των συνεταιριστικών εταιριών και αυτής των λοιπών εταιριών, που αποτελεί το πρώτο αναγκαίο στάδιο για τον υπολογισμό του φόρου, πραγματοποιούνταν με τον ίδιο τρόπο (σκέψη 50).

108    Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑279/08 P, EU:C:2011:551, σκέψεις 63, 64 και 67), οι ίδιες υποχρεώσεις περιορισμού ή μείωσης των εκπομπών οξειδίων του αζώτου επιβάλλονταν, μέσω «νόμων σχετικών με τη διαχείριση του περιβάλλοντος και την ατμοσφαιρική ρύπανση» (βλ. σκέψη 100 ανωτέρω), και σε άλλες εταιρίες πλην των ωφελούμενων από το επίμαχο μέτρο, οι οποίες επίσης εξέπεμπαν οξείδια αζώτου. Επομένως, οι άλλες αυτές εταιρίες βρίσκονταν, υπό το πρίσμα του σκοπού της προστασίας του περιβάλλοντος τον οποίο επιδίωκε όχι μόνο το επίμαχο μέτρο, αλλά κυρίως οι εν λόγω νόμοι, οι οποίοι συνιστούσαν το κανονικό καθεστώς, σε συγκρίσιμη κατάσταση με τις εταιρίες που επωφελούνταν από το επίμαχο μέτρο.

109    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να καθοριστεί αν, εν προκειμένω, υπό το πρίσμα του σκοπού του κανονικού καθεστώτος που προσδιόρισε η Επιτροπή, το αντικείμενο του οποίου πρέπει να συνδέεται με αυτό του επίμαχου μέτρου, οι επιχειρήσεις που αποκτούν μερίδια στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην ημεδαπή και εκείνες που αποκτούν μερίδια στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή βρίσκονται, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, σε νομικές και πραγματικές καταστάσεις που δεν είναι συγκρίσιμες και μάλιστα είναι διαφορετικές σε τέτοιο βαθμό ώστε το κανονικό καθεστώς να έπρεπε να περιοριστεί στο επίμαχο μέτρο.

110    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το επίμαχο μέτρο καθιστά δυνατή τη φορολογική απόσβεση της υπεραξίας που προκύπτει από την απόκτηση μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή.

111    Στο ισπανικό φορολογικό σύστημα, η φορολογητέα βάση υπολογίζεται βάσει του λογιστικού αποτελέσματος, και στη συνέχεια εισάγονται διορθώσεις βάσει εφαρμογής φορολογικών κανόνων (αιτιολογικές σκέψεις 37 και 97 της προσβαλλόμενης απόφασης).

112    Ένας από αυτούς τους φορολογικούς κανόνες, με αντικείμενο το οποίο σχετίζεται με αυτό του επίμαχου μέτρου, προβλέπει την απόσβεση της υπεραξίας.

113    Σύμφωνα με τον εν λόγω κανόνα, η απόσβεση της υπεραξίας είναι δυνατή σε περίπτωση «συνένωσης εταιριών», δηλαδή, κατ’ ευρεία ερμηνεία της έκφρασης αυτής, τόσο σε περίπτωση απόκτησης ή εισφοράς των στοιχείων του ενεργητικού, που συνιστούν ανεξάρτητες επιχειρήσεις, όσο και σε περίπτωση συγχώνευσης ή διάσπασης επιχειρήσεων (αιτιολογικές σκέψεις 19 και 99 της προσβαλλόμενης απόφασης).

114    Διευκρινίζεται ότι από τις διατάξεις του άρθρου 89, παράγραφος 3, του ισπανικού νόμου περί φόρου εταιριών δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να επωφεληθούν, πλην των περιπτώσεων κατά τις οποίες εφαρμόζεται το επίμαχο μέτρο, από την απόσβεση της υπεραξίας για απλές αποκτήσεις μεριδίων κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει το ίδιο το Βασίλειο της Ισπανίας με τις παρατηρήσεις του, δυνάμει των διατάξεων αυτών, όταν μια επιχείρηση αποκτά μερίδια στο κεφάλαιο εταιρίας, επιτρέπεται να αποσβέσει την υπεραξία τη σχετική με την εν λόγω απόκτηση μεριδίου μόνο εφόσον συγχωνεύεται στη συνέχεια με την εταιρία-στόχο. Επομένως, η συγχώνευση, η οποία αποτελεί μορφή συνένωσης επιχειρήσεων –τη μόνη εξάλλου την οποία λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή υπό τη στενή έννοια της έκφρασης αυτής (αιτιολογική σκέψη 23 της προσβαλλόμενης απόφασης) την οποία χρησιμοποιεί όταν περιορίζεται στην περίπτωση των αποκτήσεων μεριδίων κεφαλαίου (αιτιολογικές σκέψεις 20 και 27 της προσβαλλόμενης απόφασης)–, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόσβεση της υπεραξίας.

115    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι μόνο μια συνένωση επιχειρήσεων επιτρέπει τη φορολογική απόσβεση της υπεραξίας. Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάσσεται κατά τον τρόπο αυτό στην υπεραξία εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στις διασυνοριακές συναλλαγές όσο και στις συναλλαγές στο εσωτερικό του Βασιλείου της Ισπανίας.

116    Πάντως, η φορολογική μεταχείριση της υπεραξίας οργανώνεται στο πλαίσιο λογιστικής λογικής, βάσει του κριτηρίου που αντλείται από την ύπαρξη ή μη συνένωσης επιχειρήσεων.

117    Συγκεκριμένα, μια συνένωση επιχειρήσεων προκύπτει από απόκτηση ή εισφορά στοιχείων του ενεργητικού, που συνιστούν ανεξάρτητες επιχειρήσεις, ή από συγχώνευση ή διάσπαση επιχειρήσεων (βλ. σκέψη 113 ανωτέρω). Κατόπιν των πράξεων αυτών, η υπεραξία που προκύπτει ως διαφορά ανάμεσα στο κόστος εξαγοράς και την αγοραία αξία των στοιχείων του ενεργητικού που αποκτώνται κατ’ αυτόν τον τρόπο εμφανίζεται ως διαχωρισμένο ασώματο στοιχείο του ενεργητικού στα λογιστικά βιβλία της εταιρίας που προέρχεται από τη συνένωση (αιτιολογικές σκέψεις 19 και 99 της προσβαλλόμενης απόφασης).

118    Επομένως, υπό το πρίσμα των τεχνικών και των λογιστικών αρχών στην τήρηση των οποίων αποβλέπει η φορολογική μεταχείριση της υπεραξίας, είναι κρίσιμη η διαπίστωση ότι υφίσταται συνένωση επιχειρήσεων, η οποία συνεπάγεται τη λογιστική καταχώριση της εν λόγω υπεραξίας και, εν συνεχεία, τη δυνατότητα απόσβεσής της.

119    Είναι αληθές ότι, δυνάμει των λογιστικών αρχών που ισχύουν στην Ισπανία, η διαφορά μεταξύ, αφενός, της καταβληθείσας τιμής για την απόκτηση μεριδίων στο κεφάλαιο εταιρίας και, αφετέρου, της αγοραίας αξίας των στοιχείων του ενεργητικού που ανήκουν στην εταιρία αυτή μπορεί, ακόμη και ελλείψει συνένωσης επιχειρήσεων, να καταχωριστεί στα λογιστικά βιβλία της αγοράστριας εταιρίας ως διαχωρισμένο ασώματο στοιχείο του ενεργητικού όταν η αγοράστρια εταιρία αποκτά τον έλεγχο της εταιρίας-στόχου. Στην περίπτωση αυτή, στο πλαίσιο της ενοποίησης των λογαριασμών, πρέπει να παρουσιάζεται η συνολική κατάσταση ενός ομίλου εταιριών που υπόκεινται σε ενιαίο έλεγχο (αιτιολογικές σκέψεις 18 και 97 της προσβαλλόμενης απόφασης).

120    Ωστόσο, το γεγονός ότι μια επιχείρηση απέκτησε μερίδια στο κεφάλαιο εδρεύουσας στην ημεδαπή ή εδρεύουσας στην αλλοδαπή εταιρίας δεν έχει σχέση με την καταχώριση της υπεραξίας στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και επομένως με τον σκοπό της φορολογικής μεταχείρισης της υπεραξίας.

121    Συναφώς, είναι αδιάφορο το γεγονός ότι ενδέχεται να υφίστανται εμπόδια στη διασυνοριακή συνένωση. Συγκεκριμένα, σκοπός της φορολογικής μεταχείρισης της υπεραξίας είναι να εξασφαλιστεί ορισμένη συνοχή μεταξύ της φορολογικής μεταχείρισης της υπεραξίας και της λογιστικής της μεταχείρισης, πράγμα που δικαιολογεί την απόσβεση της υπεραξίας όταν αυτή προκύπτει από συνένωση επιχειρήσεων (βλ. σκέψεις 116 και 118 ανωτέρω). Η φορολογική μεταχείριση της υπεραξίας δεν αποβλέπει επομένως να αντισταθμίσει την ύπαρξη εμποδίων στη διασυνοριακή συνένωση ή να εξασφαλίσει την ισότιμη μεταχείριση των διαφόρων μορφών απόκτησης συμμετοχής στο κεφάλαιο.

122    Κατά συνέπεια, οι επιχειρήσεις που αποκτούν μερίδια στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή βρίσκονται, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκει η φορολογική μεταχείριση της υπεραξίας, σε πραγματική και νομική κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των επιχειρήσεων που αποκτούν μερίδια στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην ημεδαπή.

123    Επομένως, στο πλαίσιο του πρώτου σταδίου της μεθόδου που αναφέρεται στις σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω, η Επιτροπή ορθώς δεν περιόρισε την εξέταση του κριτηρίου του επιλεκτικού χαρακτήρα στις αποκτήσεις μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή, επιλέγοντας, ως εκ τούτου, ως κανονικό καθεστώς, τη φορολογική μεταχείριση της υπεραξίας και όχι τη φορολογική μεταχείριση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας που θέσπισε το επίμαχο μέτρο (βλ. σκέψη 70 ανωτέρω).

124    Πρέπει να προστεθεί ότι το επίμαχο μέτρο, καθόσον επιτρέπει την απόσβεση της υπεραξίας για απόκτηση μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή χωρίς να υπάρχει συνένωση επιχειρήσεων, εφαρμόζει στις εν λόγω πράξεις μεταχείριση διαφορετική από εκείνη που εφαρμόζεται στις αποκτήσεις μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην ημεδαπή, ενώ ως προς τις δύο αυτές κατηγορίες πράξεων η νομική και πραγματική κατάσταση είναι, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκει το κανονικό σύστημα, συγκρίσιμη. Μπορεί συνεπώς να επισημανθεί, ήδη κατά το παρόν στάδιο της ανάλυσης, ότι η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε, στο πλαίσιο του δεύτερου σταδίου της μεθόδου που αναφέρεται στις σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω, ότι το επίμαχο μέτρο συνιστούσε παρέκκλιση από το κανονικό καθεστώς (απόφαση World Duty Free, σκέψη 57).

125    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η αιτίαση της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί όχι μόνον καθόσον αφορά το πρώτο στάδιο της μεθόδου που αναφέρεται στις σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω, αλλά επίσης καθόσον αφορά το δεύτερο στάδιο αυτής, πράγμα που επιβεβαιώνει την ύπαρξη δεσμών μεταξύ των δύο αυτών σταδίων, και μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως εν προκειμένω, μιας κοινής συλλογιστικής (βλ. σκέψη 104 ανωτέρω).

126    Ωστόσο, παρά την ύπαρξη φορολογικού καθεστώτος συνδεόμενου με το επίμαχο μέτρο και υπό το πρίσμα του σκοπού του οποίου η κατάσταση ως προς πράξεις μη ωφελούμενες από το επίμαχο μέτρο είναι συγκρίσιμη με την κατάσταση που αφορά πράξεις ωφελούμενες από αυτό, θα πρέπει επίσης να εξεταστεί αν το επίμαχο μέτρο μπορεί, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του και, ως εκ τούτου, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συγκριτική ανάλυση, να συνιστά αφ’ εαυτού αυτοτελές πλαίσιο αναφοράς, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα.

127    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι ένα μέτρο μπορεί να αποτελέσει αυτό το ίδιο το πλαίσιο αναφοράς του όταν θεσπίζει σαφώς οριοθετημένο φορολογικό καθεστώς το οποίο επιδιώκει ειδικούς στόχους, διακρινόμενο ως εκ τούτου από κάθε άλλο φορολογικό καθεστώς εφαρμοζόμενο στο οικείο κράτος μέλος. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να καθοριστεί, προκειμένου να εκτιμηθεί η προϋπόθεση του επιλεκτικού χαρακτήρα, αν ορισμένοι επιχειρηματίες αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του μέτρου, ενώ, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού, οι εν λόγω επιχειρηματίες βρίσκονται σε πραγματική και νομική κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των επιχειρηματιών στους οποίους εφαρμόζεται το εν λόγω μέτρο (βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Μαρτίου 2012, British Aggregates κατά Επιτροπής, T‑210/02 RENV, EU:T:2012:110, σκέψεις 51, 63, 67 και 71 έως 75).

128    Σε σχέση με μέτρο που δεν θεσπίζει σαφώς οριοθετημένο φορολογικό καθεστώς αλλά ανήκει σε ευρύτερο νομικό πλαίσιο, ο γενικός εισαγγελέας J.‑P. Warner παρέσχε, με τις προτάσεις που ανέπτυξε στην υπόθεση Ιταλία κατά Επιτροπής (173/73, EU:C:1974:52, σ. 368), διευκρινίσεις οι οποίες, μολονότι αφορούν εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, εντούτοις δύνανται κάλλιστα να εφαρμοσθούν σε φορολογικά θέματα προκειμένου να προσδιοριστεί αν ένα τέτοιο μέτρο μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά, αφ’ εαυτού, αυτοτελές πλαίσιο αναφοράς.

129    Κατά τον γενικό εισαγγελέα J.‑P. Warner, μια γενική αναμόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης σε κράτος μέλος που θα είχε παρεμπιπτόντως ως αποτέλεσμα να μειώσει το ύψος των εργοδοτικών εισφορών θα μπορούσε, ως αναμόρφωση, να είναι ξένη προς το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων. Εντούτοις, κατ’ αυτόν, το επίμαχο στην υπόθεση εκείνη μέτρο δεν συνιστούσε τέτοια αναμόρφωση ούτε αποτελούσε στοιχείο τέτοιας αναμόρφωσης, αλλά αποσκοπούσε μόνο στην επίλυση συγκεκριμένου προβλήματος. Ενέπιπτε επομένως, όπως επιβεβαίωσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 2ας Ιουλίου 1974, Ιταλία κατά Επιτροπής (173/73, EU:C:1974:71), στις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων.

130    Η προσέγγιση την οποία πρότεινε ο γενικός εισαγγελέας J.-P. Warner με τις προτάσεις που ανέπτυξε στην υπόθεση Ιταλία κατά Επιτροπής (173/73, EU:C:1974:52, σ. 368) οδηγεί στο να στηρίζεται ο αποκλεισμός ενός μέτρου από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων στον συστηματικό και γενικό χαρακτήρα του μέτρου αυτού.

131    Ελλείψει περαιτέρω διευκρινίσεων στη νομολογία όσον αφορά τη μέθοδο που καθιστά εφικτό να προσδιοριστεί, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου συνόλου, ένα αυτοτελές καθεστώς ικανό να αποτελέσει πλαίσιο αναφοράς, είναι χρήσιμο να αναφερθούν ενδεικτικά οι ανακοινώσεις που έχει εκδώσει η Επιτροπή στον τομέα αυτό.

132    Εξάλλου, προσέγγιση παρόμοια προς αυτήν που υιοθέτησε ο γενικός εισαγγελέας J.-P. Warner εκτίθεται στην παράγραφο 133 της ανακοίνωσης του 2016, από την οποία προκύπτει ότι το σύστημα αναφοράς αποτελείται από ένα συνεκτικό σύνολο κανόνων που έχουν γενική εφαρμογή, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, σε όλες τις επιχειρήσεις οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του όπως αυτό ορίζεται από τον σκοπό του.

133    Μπορεί ακόμη να επισημανθεί ότι η παράγραφος 13 της ανακοίνωσης του 1998 προβλέπει, για τη διάκριση των κρατικών ενισχύσεων από τα γενικά μέτρα, δύο κατηγορίες γενικών μέτρων, ήτοι, αφενός, «τα μέτρα που σχετίζονται μόνο με τη φορολογική τεχνική (π.χ. καθορισμός των φορολογικών συντελεστών, των κανόνων για τις αναπροσαρμογές αξίας και τις αποσβέσεις και των κανόνων για τη μεταφορά των ζημιών· διατάξεις για την αποφυγή της διπλής φορολόγησης ή της φοροαποφυγής)» και, αφετέρου, «τα μέτρα που επιδιώκουν ένα στόχο γενικής οικονομικής πολιτικής μέσω της μείωσης της φορολογίας που βαρύνει ορισμένα στοιχεία του κόστους παραγωγής».

134    Εν προκειμένω, το επίμαχο μέτρο συνιστά απλώς ιδιαίτερο τρόπο εφαρμογής ενός ευρύτερου φόρου, του φόρου εταιριών, και, επομένως, δεν θεσπίζει σαφώς οριοθετημένο φορολογικό καθεστώς (βλ. σκέψη 127 ανωτέρω). Πρέπει συνεπώς να εφαρμοσθούν οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 128 έως 133 ανωτέρω.

135    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το επίμαχο μέτρο δεν εισάγει, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 100 της προσβαλλόμενης απόφασης, νέο κανόνα γενικού χαρακτήρα βάσει ιδίου δικαίου σχετικά με την απόσβεση της υπεραξίας, αλλά εξαίρεση από τον γενικό κανόνα κατά τον οποίο μόνον οι συνενώσεις επιχειρήσεων μπορούν να οδηγήσουν στην απόσβεση της υπεραξίας, καθόσον η εξαίρεση αυτή λογίζεται ότι αντιμετωπίζει, κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, τα δυσμενή αποτελέσματα που θα συνεπαγόταν η εφαρμογή του γενικού κανόνα για τις αποκτήσεις μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή.

136    Επομένως, πρώτον, το επίμαχο μέτρο επιφυλάσσει το πλεονέκτημα της απόσβεσης της υπεραξίας μόνο στις αποκτήσεις μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή. Ως εκ τούτου, δεν ανάγει την πράξη που συνίσταται στην απόκτηση μεριδίων κεφαλαίου σε νέο γενικό κριτήριο που ρυθμίζει τη φορολογική μεταχείριση της υπεραξίας, γεγονός από το οποίο θα μπορούσε να συναχθεί ότι το επίμαχο μέτρο αποτελεί «μέτρο που σχετίζεται μόνο με τη φορολογική τεχνική» κατά την έννοια της παραγράφου 13 της ανακοίνωσης του 1998.

137    Δεύτερον, με τις παρατηρήσεις του που εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, το Βασίλειο της Ισπανίας επισήμανε ότι το επίμαχο μέτρο θεσπίστηκε λόγω της ύπαρξης φραγμών, μεταξύ άλλων νομικών, οι οποίοι εμποδίζουν τους Ισπανούς επενδυτές να πραγματοποιήσουν διασυνοριακές συνενώσεις επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, να επωφεληθούν από την απόσβεση της υπεραξίας την οποία επιτρέπει το ισπανικό φορολογικό δίκαιο στην περίπτωση τέτοιας συνένωσης, ενώ μπορούν εύκολα να πραγματοποιήσουν συνενώσεις σε εθνικό πλαίσιο (αιτιολογικές σκέψεις 48 και 80 της προσβαλλόμενης απόφασης). Ως εκ τούτου, το επίμαχο μέτρο επιδιώκει απλώς, σύμφωνα με τον φορέα που το θέσπισε, να αντιμετωπίσει μια κατάσταση –κριθείσα ως μη ικανοποιητική– η οποία προέκυψε από το καθεστώς για τη φορολογική μεταχείριση της υπεραξίας. Επομένως, δεν αποτελεί αυτοτελή σε σχέση με το εν λόγω καθεστώς αναμόρφωση της φορολογίας εταιριών.

138    Επιπλέον, στον βαθμό που αποβλέπει στην επίλυση συγκεκριμένου προβλήματος, δηλαδή αυτού των εικαζόμενων αποτελεσμάτων που συνεπάγονται για τη φορολογική μεταχείριση της υπεραξίας οι φραγμοί στις διασυνοριακές συνενώσεις, το επίμαχο μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιδιώκει στόχο γενικής οικονομικής πολιτικής, κατά την έννοια της παραγράφου 13 της ανακοίνωσης του 1998.

139    Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την έκφραση την οποία χρησιμοποίησε ο γενικός εισαγγελέας J.-P. Warner με τις προτάσεις που ανέπτυξε στην υπόθεση Ιταλία κατά Επιτροπής (173/73, EU:C:1974:52, σ. 368), το επίμαχο μέτρο, το οποίο αποσκοπεί μόνο στην επίλυση συγκεκριμένου προβλήματος, δεν συνιστά γενική αναμόρφωση.

140    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το σύστημα αναφοράς δεν μπορεί να περιοριστεί στο επίμαχο μέτρο και μόνον. Τούτο επιβεβαιώνει ότι η φορολογική μεταχείριση της υπεραξίας συνιστά, όπως ορθώς κατέληξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, το κρίσιμο εν προκειμένω σύστημα αναφοράς (βλ. σκέψη 123 ανωτέρω).

141    Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων και, ειδικότερα, εκείνων που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 121 και 138 ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας που στηρίζεται στην ύπαρξη εμποδίων στις διασυνοριακές συνενώσεις, καθόσον αποσκοπεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το πλαίσιο αναφοράς που επέλεξε η Επιτροπή.

2)      Επί του δεύτερου σταδίου

142    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, η οποία, κατά την άποψή της, όφειλε να αποδείξει ότι οι αποκτήσεις μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην ημεδαπή και εκείνες στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή συνιστούσαν συγκρίσιμες καταστάσεις υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου με το επίμαχο μέτρο σκοπού της φορολογικής ουδετερότητας, δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση αυτή.

143    Όσον αφορά το δεύτερο στάδιο της μεθόδου που αναφέρεται στις σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω, μολονότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2001, Adria-Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke (C‑143/99, EU:C:2001:598, σκέψη 41), αναφέρθηκε στον σκοπό που επιδιώκεται με το «οικείο μέτρο», εντούτοις, στη συνέχεια, αναφέρθηκε στον σκοπό που επιδιώκει το «νομικό καθεστώς» στο οποίο εντάσσεται το εν λόγω μέτρο (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, GIL Insurance κ.λπ., C‑308/01, EU:C:2004:252, σκέψη 68· της 3ης Μαρτίου 2005, Heiser, C‑172/03, EU:C:2005:130, σκέψη 40· της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑88/03, EU:C:2006:511, σκέψη 54, και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck, C‑524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψη 54). Με την απόφαση World Duty Free, η οποία εκδόθηκε από το τμήμα μείζονος συνθέσεως, το Δικαστήριο αναφέρθηκε, κατά ακόμη σαφέστερο τρόπο, στον σκοπό ο οποίος επιδιώκεται με το κοινό ή κανονικό φορολογικό καθεστώς που έχει εφαρμογή στο οικείο κράτος μέλος (σκέψη 57).

144    Επισημαίνεται ότι, λόγω της νομολογίας αυτής, η συγκριτική αξιολόγηση που πραγματοποιείται προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή το δεύτερο στάδιο της μεθόδου που αναφέρεται στις σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω προσομοιάζει πλέον, σε μεγάλο βαθμό, με εκείνη που χρησιμοποιεί το Δικαστήριο για να καθορίζει το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του πλαισίου αναφοράς (βλ. σκέψεις 102 έως 108 και 125 ανωτέρω).

145    Κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 143 ανωτέρω, ιδίως της απόφασης World Duty Free, επί της οποίας οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα, σύμφωνα με την αρχή της αντιμωλίας, να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός του κοινού καθεστώτος στο σύνολό του.

146    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι ο επιδιωκόμενος με το κανονικό καθεστώς σκοπός δεν είναι να παρέχεται στις επιχειρήσεις η δυνατότητα να απολαύουν του φορολογικού πλεονεκτήματος που συνιστά η απόσβεση της υπεραξίας όταν αντιμετωπίζουν δυσκολίες οι οποίες τις εμποδίζουν να προβούν σε συνένωση επιχειρήσεων (βλ. σκέψεις 116 έως 121 ανωτέρω).

147    Αντιθέτως, τούτο επιδιώκεται με το επίμαχο μέτρο, με την αντιμετώπιση της ύπαρξης των εμποδίων στη διασυνοριακή συνένωση και τη συνακόλουθη παροχή της δυνατότητας, κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, να εξασφαλιστεί ο σεβασμός της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας (βλ. σκέψη 137 ανωτέρω).

148    Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με την ύπαρξη εμποδίων στις διασυνοριακές συνενώσεις, το οποίο στηρίζεται, αντιθέτως προς όσα αυτή υποστηρίζει, στον σκοπό του επίμαχου μέτρου και όχι σε αυτόν του κανονικού καθεστώτος, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές στο πλαίσιο της εξέτασης του δεύτερου σταδίου της μεθόδου που αναφέρεται στις σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω. Αντιθέτως, το επιχείρημα αυτό θα εξεταστεί εκ νέου στο πλαίσιο της τρίτης αιτίασης που αφορά το τρίτο στάδιο της εν λόγω μεθόδου.

149    Κατά τα λοιπά, πρέπει να υπομνησθεί ότι το κανονικό καθεστώς προβλέπει την απόσβεση της υπεραξίας μόνον εφόσον υφίσταται συνένωση επιχειρήσεων και ότι το επίμαχο μέτρο, επιτρέποντας την απόσβεση αυτή για τις αποκτήσεις μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή, επιφυλάσσει στις εν λόγω πράξεις μεταχείριση διαφορετική από την εφαρμοζόμενη στις αποκτήσεις μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην ημεδαπή, ενώ η νομική και πραγματική κατάσταση ως προς τα δύο αυτά είδη πράξεων είναι, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκει το κανονικό φορολογικό καθεστώς, συγκρίσιμη. Ως εκ τούτου, το επίμαχο μέτρο εισάγει παρέκκλιση από το καθεστώς αυτό, όπως ορθώς έκρινε η Επιτροπή (βλ. σκέψη 124 ανωτέρω).

150    Επομένως, η αιτίαση της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

151    Το συμπέρασμα που εκτίθεται με τη σκέψη 150 ανωτέρω δεν αναιρείται από τη νομολογία που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα.

152    Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck (C‑524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψεις 61 και 62), ο επίμαχος στην υπόθεση εκείνη κανονισμός περί αερολιμενικών τελών είχε εκδοθεί από αερολιμένα, στο πλαίσιο της αυτοτελούς κανονιστικής του εξουσίας και, επομένως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά παρέκκλιση από καθεστώς εφαρμοζόμενο σε όλους τους αερολιμένες. Συνεπώς, το πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση είναι άσχετο με αυτό της υπό κρίση υπόθεσης.

153    Δεύτερον, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech (C‑518/13, EU:C:2015:9), το χορηγηθέν πλεονέκτημα συνίστατο σε δικαίωμα προτιμησιακής πρόσβασης στους λεωφορειόδρομους που είχαν τα ταξί αλλά όχι τα μισθωμένα οχήματα με οδηγό (σκέψη 63). Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του επίμαχου μέτρου, δηλαδή της δημιουργίας ενός ασφαλούς και αποτελεσματικού συστήματος μεταφορών (σκέψη 50), το γεγονός ότι μόνον τα ταξί μπορούσαν είτε να κυκλοφορούν σε αναζήτηση πελατών είτε να είναι σταθμευμένα για τον ίδιο σκοπό, χωρίς να έχει προηγηθεί κράτηση εκ μέρους του επιβάτη (σκέψη 5) και ότι ορισμένες υποχρεώσεις, όπως για παράδειγμα η υποχρέωση να είναι αναγνωρίσιμα και σε θέση να μεταφέρουν άτομα που μετακινούνται με αναπηρικό καροτσάκι (σκέψη 60), επιβάλλονταν μόνο σε αυτά, παρέσχε στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να συμπεράνει ότι τα ταξί δεν βρίσκονται σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των μισθωμένων οχημάτων με οδηγό (σκέψη 61).

154    Ομοίως, όσον αφορά την απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, 3M Italia (C‑417/10, EU:C:2012:184), το επίμαχο στην υπόθεση εκείνη μέτρο εφαρμοζόταν σε ορισμένους φορολογούμενους οι οποίοι, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδίωκε το εν λόγω μέτρο, το οποίο είχε θεσπιστεί με σκοπό τη διασφάλιση της αντιμετώπισης των παλαιότερων φορολογικών διαφορών κατά τρόπον ώστε να γίνεται σεβαστή η αρχή της εύλογης προθεσμίας, δεν βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση με άλλους φορολογουμένους που ήταν διάδικοι σε πιο πρόσφατες ένδικες διαφορές με τη φορολογική διοίκηση (σκέψεις 40 έως 42).

155    Είναι πράγματι αληθές ότι, με τις δύο αυτές αποφάσεις, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τον σκοπό του μέτρου το οποίο φερόταν ότι παρείχε το επίμαχο πλεονέκτημα και όχι, ευρύτερα, τον σκοπό του καθεστώτος στο οποίο εντασσόταν το μέτρο αυτό, ενώ, με την απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech (C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 55), το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, κατά πάγια νομολογία, σε σχέση με το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, είναι απαραίτητο να εξετάζεται κατά πόσον, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα εθνικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων οι οποίοι τελούν, από πλευράς του επιδιωκόμενου με το εν λόγω καθεστώς σκοπού, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση.

156    Ωστόσο, με την πιο πρόσφατη νομολογία του, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός του καθεστώτος στο οποίο εντάσσεται το μέτρο που χορηγεί πλεονέκτημα και όχι ο σκοπός του μέτρου αυτού (βλ. σκέψη 143 ανωτέρω).

157    Τρίτον, με την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1997, Tiercé Ladbroke κατά Επιτροπής (C‑353/95 P, EU:C:1997:596), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εθνικός νομοθέτης επιφύλαξε διαφορετική μεταχείριση των στοιχημάτων που συνάπτονται στη Γαλλία επί γαλλικών ιπποδρομιών σε σχέση με τα στοιχήματα που συνάπτονται στη Γαλλία επί ιπποδρομιών της αλλοδαπής, προβλέποντας ότι τα τελευταία αυτά υπόκεινται στις νόμιμες και φορολογικές κρατήσεις που ισχύουν στη χώρα οργάνωσης των ιπποδρομιών (σκέψεις 2, 3 και 36).

158    Το Δικαστήριο επισήμανε, βεβαίως, ότι οι δύο κατηγορίες στοιχημάτων δεν είναι πανομοιότυπες (απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1997, Tiercé Ladbroke κατά Επιτροπής, C‑353/95 P, EU:C:1997:596, σκέψη 33), γεγονός που παραπέμπει ενδεχομένως σε συλλογιστική εντασσόμενη στο δεύτερο στάδιο της μεθόδου που αναφέρεται στις σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω.

159    Ωστόσο, για να αιτιολογήσει τη διαπίστωση αυτή, το Δικαστήριο υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι το στοίχημα του τύπου pari mutuel χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι τα ποσά των στοιχημάτων απαρτίζουν ένα κοινό συνολικό ποσό το οποίο, μετά από διάφορες παρακρατήσεις, διανέμεται στους τυχερούς ισομερώς, ανεξαρτήτως της προέλευσης των στοιχημάτων, πράγμα που σημαίνει ότι το τμήμα των ποσών που περιέρχεται στους τυχερούς δεν είναι δυνατό να ποικίλλει αναλόγως των κρατών στα οποία συνάπτονται τα στοιχήματα. Κατέληξε επομένως στο συμπέρασμα ότι η ομαλή λειτουργία ενός τέτοιου συστήματος εξασφαλίζεται μόνον αν το ποσοστό των παρακρατήσεων επί των ποσών των στοιχημάτων για μια συγκεκριμένη ιπποδρομία είναι αυτό που ισχύει στο κράτος στο οποίο πραγματοποιείται η ιπποδρομία (σκέψη 34).

160    Επομένως, στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο υιοθέτησε μια προσέγγιση η οποία στην πραγματικότητα εμπίπτει στο τρίτο στάδιο της μεθόδου που αναφέρεται στις σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω, το οποίο βασίζεται στην εξέταση του δικαιολογητικού λόγου της διαπιστωθείσας διαφορετικής μεταχείρισης.

161    Επομένως, η επίκληση της απόφασης της 9ης Δεκεμβρίου 1997, Tiercé Ladbroke κατά Επιτροπής (C‑353/95 P, EU:C:1997:596), δεν είναι λυσιτελής στο πλαίσιο αμφισβήτησης του τρόπου με τον οποίο ενήργησε εν προκειμένω η Επιτροπή, όσον αφορά τα δύο πρώτα στάδια της μεθόδου που αναφέρεται στις σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω.

162    Εξάλλου, οι περιστάσεις της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση διαφέρουν από αυτές της υπό κρίση υπόθεσης. Κατά συνέπεια, από το γεγονός ότι το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η κατάσταση όσον αφορά τα στοιχήματα που διοργανώνονται στη Γαλλία επί των βελγικών ιπποδρομιών διαφέρει από την κατάσταση όσον αφορά τα στοιχήματα που διοργανώνονται στη Γαλλία επί γαλλικών ιπποδρομιών (βλ. σκέψη 158 ανωτέρω), δεν μπορεί να συναχθεί, χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις εκ μέρους της προσφεύγουσας, ότι και οι καταστάσεις όσον αφορά τις αποκτήσεις μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην ημεδαπή και τις αποκτήσεις μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή είναι διαφορετικές.

163    Εν πάση περιπτώσει, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 150 ανωτέρω βασίζεται στην πλέον πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου που παρατίθεται στη σκέψη 143 ανωτέρω.

164    Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

3)      Επί του δικαιολογημένου χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου υπό το πρίσμα της φύσης και της οικονομίας του συστήματος στο οποίο εντάσσεται το μέτρο αυτό (τρίτο στάδιο)

165    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η παρέκκλιση που εισήγαγε το επίμαχο μέτρο δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του συστήματος στο οποίο αυτό εντάσσεται. Παραπέμπει ως εκ τούτου στο τρίτο στάδιο της μεθόδου ανάλυσης που αναφέρεται στις σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω.

166    Όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 64 ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε, στο πλαίσιο του τρίτου σταδίου της μεθόδου ανάλυσης που αναφέρεται στις σκέψεις 61 και 62 ανωτέρω, ότι η έννοια της «κρατικής ενίσχυσης» δεν αναφέρεται στα μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων ευρισκόμενων, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το κανονικό καθεστώς, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και είναι, ως εκ τούτου, a priori επιλεκτικής εφαρμογής, όταν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κατορθώνει να αποδείξει ότι η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται διότι απορρέει από τη φύση ή την οικονομία του καθεστώτος στο οποίο εντάσσονται τα εν λόγω μέτρα.

167    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, των σκοπών τους οποίους έχει οριστεί να υπηρετεί ένα φορολογικό μέτρο ή ένα ειδικό φορολογικό καθεστώς και οι οποίοι είναι εξωγενείς σε σχέση προς αυτά και, αφετέρου, των μηχανισμών που είναι συμφυείς με το ίδιο το φορολογικό σύστημα και οι οποίοι είναι απαραίτητοι για την επίτευξη των σκοπών αυτών. Κατά συνέπεια, φορολογικές απαλλαγές οι οποίες υπαγορεύονται από έναν εξωγενή σκοπό σε σχέση με το φορολογικό σύστημα στο οποίο εντάσσονται δεν εκφεύγουν των επιταγών του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Paint Graphos κ.λπ., C‑78/08 έως C‑80/08, EU:C:2011:550, σκέψεις 69 και 70).

168    Άλλωστε, με την παράγραφο 138 της ανακοίνωσης του 2016, η Επιτροπή παραπέμπει σε εγγενείς θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες αρχές του επίμαχου φορολογικού συστήματος ή ακόμη σε εγγενείς μηχανισμούς του συστήματος που απαιτούνται για τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητά του και οι οποίοι μπορούν αφ’ εαυτών να δικαιολογήσουν παρέκκλιση.

169    Εν προκειμένω, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των αποκτήσεων μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην ημεδαπή και των αποκτήσεων μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή την οποία εισάγει το επίμαχο μέτρο καθιστά δυνατή, κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, την εξουδετέρωση της διαφορετικής μεταχείρισης που καθιερώνει το ισπανικό φορολογικό καθεστώς της υπεραξίας υπέρ των πρώτων και εις βάρος των δεύτερων.

170    Επομένως, η διαφοροποίηση που εισήχθη με το επίμαχο μέτρο δικαιολογείται δεδομένου ότι απορρέει από την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας.

171    Πάντως, η αρχής της ουδετερότητας, η οποία αναγνωρίζεται στο ισπανικό φορολογικό δίκαιο (αιτιολογική σκέψη 112 της προσβαλλόμενης απόφασης), εμπίπτει στην έννοια των μηχανισμών που είναι συμφυείς με ένα φορολογικό καθεστώς, όπως άλλωστε προκύπτει από την παράγραφο 139 της ανακοίνωσης του 2016, κατά την οποία η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας μπορεί ενδεχομένως να δικαιολογήσει παρέκκλιση από το κανονικό καθεστώς.

172    Επομένως, το Βασίλειο της Ισπανίας μπορεί λυσιτελώς να στηριχθεί στην αρχή της φορολογικής ουδετερότητας προκειμένου να δικαιολογήσει τη διαφοροποίηση που εισάγει το επίμαχο μέτρο.

173    Πρέπει να επισημανθεί ότι μόνο σε μια εξαιρετική περίπτωση όπως η υπό κρίση ο επιδιωκόμενος από το επίμαχο μέτρο σκοπός μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς κατά το τρίτο στάδιο της μεθόδου ανάλυσης που αναφέρεται στις σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω.

174    Δεδομένου ότι γίνεται δεκτή η αποφασιστική σημασία που έχει, για τη διαφοροποίηση που εισήγαγε το επίμαχο μέτρο, ο δικαιολογητικός λόγος τον οποίο προβάλλει το Βασίλειο της Ισπανίας, ήτοι η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, απομένει ακόμη να εξακριβωθεί αν το επίμαχο μέτρο είναι πράγματι σε θέση να διασφαλίσει τη φορολογική ουδετερότητα.

175    Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν κάνει διάκριση μεταξύ των αιτιών ή των σκοπών των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους (βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Ισπανία κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, C‑106/09 P και C‑107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

176    Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όταν η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη παρέκκλισης, εναπόκειται στο οικείο κράτος μέλος να αποδείξει ότι η εν λόγω παρέκκλιση δικαιολογείται καθόσον προκύπτει από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος στο οποίο εντάσσεται (βλ. σκέψη 64 ανωτέρω).

177    Συνεπώς, πρέπει να καθοριστεί αν, εν προκειμένω, τα στοιχεία που προσκόμισε το Βασίλειο της Ισπανίας και που προβάλλει η προσφεύγουσα αρκούν για να δικαιολογήσουν, σε αντίθεση προς όσα έκρινε η Επιτροπή, την παρέκκλιση που διαπιστώθηκε με τη σκέψη 149 ανωτέρω.

178    Η προσφεύγουσα στηρίζεται στο γεγονός ότι, κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, το επίμαχο μέτρο επιδιώκει την αποκατάσταση της φορολογικής ουδετερότητας θέτοντας τέρμα σε μια αδικαιολόγητη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ, αφενός, των επιχειρήσεων οι οποίες μπορούν χωρίς δυσκολία να προβούν σε συγχώνευση με εδρεύουσα στην ημεδαπή εταιρία δυνάμενες, ως εκ τούτου, να επωφεληθούν της απόσβεσης της υπεραξίας και, αφετέρου, των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες νομικής φύσεως, οι οποίες τις εμποδίζουν να προβούν σε συγχώνευση με εδρεύουσα στην αλλοδαπή εταιρία και, κατά συνέπεια, να επωφεληθούν της απόσβεσης της υπεραξίας.

179    Επισημαίνεται ότι το επίμαχο μέτρο, προκειμένου να εξουδετερώσει την αδικαιολόγητη διαφορετική μεταχείριση που προκύπτει κατ’ αυτόν τον τρόπο από το κανονικό καθεστώς, παρέχει το πλεονέκτημα της απόσβεσης της υπεραξίας στις επιχειρήσεις που αποκτούν μερίδια στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή.

180    Επομένως, το επίμαχο μέτρο στηρίζεται κατ’ ανάγκην στην παραδοχή ότι οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να προβούν σε διασυνοριακές συγχωνεύσεις αλλά αδυνατούν να το πράξουν λόγω νομικών, μεταξύ άλλων, εμποδίων στις συνενώσεις, αποκτούν κατά τεκμήριο μερίδια στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή ή τουλάχιστον διατηρούν τα μερίδια τα οποία ήδη διαθέτουν.

181    Πράγματι, χωρίς αυτή την παραδοχή, το επίμαχο μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ωφελεί τις επιχειρήσεις οι οποίες, κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, υφίστανται αδικαιολόγητη δυσμενή μεταχείριση εξαιτίας της εφαρμογής του κανονικού καθεστώτος. Δεν μπορεί επομένως να έχει ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση της διάκρισης.

182    Η παραδοχή όμως που αναφέρεται στη σκέψη 180 ανωτέρω δεν αποδεικνύεται.

183    Βεβαίως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, όταν δεν είναι δυνατές οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις λόγω εμποδίων που θέτουν οι νομοθεσίες και διοικητικές πρακτικές των οικείων κρατών, οι εν λόγω πράξεις θα πρέπει, στις περισσότερες περιπτώσεις, να διενεργούνται μέσω της απόκτησης μεριδίων στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή.

184    Ωστόσο, η απόκτηση μεριδίου κεφαλαίου, σε αντίθεση με τη συγχώνευση, δεν συνεπάγεται λύση της εταιρίας-στόχου. Λαμβανομένης υπόψη της διαφοράς αυτής και των νομικών και οικονομικών επιπτώσεών της, δεν είναι προφανές ότι τα δύο αυτά είδη πράξεων αποσκοπούν στην επίτευξη των ίδιων σκοπών ή ότι οι πράξεις αυτές αντιστοιχούν σε πανομοιότυπες οικονομικές στρατηγικές. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όσον αφορά την απόκτηση μειοψηφικών συμμετοχών που εμπίπτουν ωστόσο, εφόσον φτάνουν το όριο του 5 %, στο πεδίο εφαρμογής του επίμαχου μέτρου. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να συναχθεί ότι μια επιχείρηση η οποία δεν μπορεί να προβεί σε συγχώνευση με συγκεκριμένη εταιρία αποκτά κατά τεκμήριο μερίδια στο κεφάλαιο της εταιρίας αυτής.

185    Είναι επίσης πιθανό ακόμη και το ενδεχόμενο οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να προβούν σε συγχώνευση με εδρεύουσα στην αλλοδαπή εταιρία αλλά αδυνατούν να το πράξουν λόγω νομικών, μεταξύ άλλων, εμποδίων στις συνενώσεις, να αποφασίσουν να μην αποκτήσουν ή να μη διατηρήσουν μερίδια του κεφαλαίου της οικείας εταιρίας. Επομένως, οι εν λόγω επιχειρήσεις, οι οποίες, ωστόσο, είναι εκείνες που ενδέχεται να υποστούν δυσμενή μεταχείριση, δεν επωφελούνται από το πλεονέκτημα που χορηγεί το επίμαχο μέτρο.

186    Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, στο οποίο εναπόκειται να αποδείξει ότι η παρέκκλιση είναι δικαιολογημένη (βλ. σκέψη 176 ανωτέρω), απέδειξε ότι οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να προβούν σε διασυνοριακές συγχωνεύσεις και αδυνατούν να το πράξουν λόγω νομικών, μεταξύ άλλων, εμποδίων στις συνενώσεις, αποκτούν κατά τεκμήριο μερίδια στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή ή, τουλάχιστον, διατηρούν τα μερίδια τα οποία ήδη διαθέτουν.

187    Εξάλλου, ούτε η προσφεύγουσα απέδειξε κάτι τέτοιο.

188    Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι το πλεονέκτημα που απορρέει από το επίμαχο μέτρο ωφελεί τις επιχειρήσεις που υφίστανται τη διαφορετική μεταχείριση την οποία υποτίθεται ότι αντιμετωπίζει το εν λόγω μέτρο. Ως εκ τούτου, δεν αποδείχθηκε ότι το επίμαχο μέτρο έχει ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση της διάκρισης.

189    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή ανέφερε, με την αιτιολογική σκέψη 91 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το επίμαχο μέτρο είναι υπερβολικά ασαφές και αόριστο, δεδομένου ότι για την εφαρμογή του δεν τίθενται όροι όπως η ύπαρξη ειδικών και νομικά οριοθετημένων περιπτώσεων που να δικαιολογούν διαφορετική φορολογική μεταχείριση.

190    Δεύτερον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το επίμαχο μέτρο έχει ως συνέπεια την εξουδετέρωση των φερόμενων ως δυσμενών αποτελεσμάτων του κανονικού καθεστώτος, πράγμα το οποίο δεν αποδείχθηκε, το μέτρο αυτό είναι, όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή (αιτιολογικές σκέψεις 111 έως 113 της προσβαλλόμενης απόφασης), δυσανάλογο και, ως εκ τούτου, αδικαιολόγητο.

191    Πράγματι, δεν προσανατολίζονται κατ’ ανάγκην όλες οι επιχειρήσεις που αποκτούν μερίδια τουλάχιστον 5 % στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην ημεδαπή να προβούν σε συγχώνευση με τις εταιρίες αυτές και, ως εκ τούτου, να τύχουν του πλεονεκτήματος της απόσβεσης της υπεραξίας.

192    Κατ’ αρχάς, μια τέτοια συγχώνευση δεν είναι πάντοτε δυνατή. Τούτο συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν η οικεία επιχείρηση δεν διαθέτει μερίδιο κεφαλαίου που να της παρέχει τον έλεγχο της εταιρίας με την οποία επιθυμεί να συγχωνευθεί, οι λοιποί δε μέτοχοι της εταιρίας αυτής αντιτίθενται στη συνένωση.

193    Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μια τέτοια συγχώνευση είναι δυνατή, η απόσβεση της υπεραξίας θα ωφελήσει αποκλειστικά και μόνον τις επιχειρήσεις που επιθυμούν να διενεργήσουν τέτοια πράξη. Δεν είναι όμως βέβαιο ότι όλες οι επιχειρήσεις που έχουν αποκτήσει μερίδια στο κεφάλαιο εδρεύουσας στην ημεδαπή εταιρίας, συμπεριλαμβανομένων και των πλειοψηφικών συμμετοχών, επιθυμούν να προβούν σε συγχώνευση με την εν λόγω εταιρία, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, του γεγονότος ότι δεν είναι προφανές ότι η απόκτηση μεριδίων κεφαλαίου και η συγχώνευση αποσκοπούν στην επίτευξη των ίδιων σκοπών ή ότι αντιστοιχούν σε πανομοιότυπες οικονομικές στρατηγικές (βλ. σκέψη 184 ανωτέρω).

194    Εντούτοις, όλες οι επιχειρήσεις που αποκτούν μερίδια στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή θα επωφεληθούν από την απόσβεση της υπεραξίας, έστω και αν δεν αποβλέπουν κατ’ ανάγκη στη συγχώνευση.

195    Συναφώς, η Επιτροπή ορθώς επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 91 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το επίμαχο μέτρο κάλυπτε «ευρεία κατηγορία συναλλαγών κατά τρόπο που δημιουργεί διακρίσεις, κάτι το οποίο δεν είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί από την ύπαρξη αντικειμενικών διαφορών μεταξύ των φορολογουμένων».

196    Υπογραμμίζεται ακόμη ότι το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που αποκτούν μερίδια στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην ημεδαπή μπορούν ευκολότερα να επωφεληθούν, εφόσον το επιθυμούν, της απόσβεσης της υπεραξίας προβαίνοντας σε συγχώνευση δεν περιάγει τις επιχειρήσεις αυτές σε εξίσου πλεονεκτική θέση σε σχέση με τις επιχειρήσεις που αποκτούν μερίδια στο κεφάλαιο εδρευουσών στην αλλοδαπή εταιριών και, ως εκ τούτου, απολαύουν αυτομάτως της απόσβεσης της υπεραξίας.

197    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το επίμαχο μέτρο οδηγεί σε διαφορετική μεταχείριση επιχειρήσεων που, παρά ταύτα, τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση.

198    Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το επίμαχο μέτρο καθιστά εφικτή την αποκατάσταση σε κάποιο βαθμό της φορολογικής ουδετερότητας την οποία υπονόμευσε το κανονικό καθεστώς, πράγμα το οποίο δεν αποδείχθηκε (βλ. σκέψη 188 ανωτέρω), τα αποτελέσματα που το μέτρο αυτό παράγει έχουν, εν πάση περιπτώσει, ως συνέπεια ότι το μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένο υπό το πρίσμα της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας, όπως ορθώς έκρινε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σκέψη 190 ανωτέρω).

199    Εν κατακλείδι, όπως συνάγεται από καθεμία εκ των δύο αυτοτελών αιτιολογιών οι οποίες εκτίθενται στο πλαίσιο των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 176 έως 198 ανωτέρω, δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι η παρέκκλιση που εισάγει το επίμαχο μέτρο δικαιολογείται υπό το πρίσμα της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας.

200    Ενώ το σύστημα αναφοράς που πρέπει να επιλεγεί για την εξέταση του επιλεκτικού χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου είναι η φορολογική μεταχείριση της υπεραξίας (βλ. σκέψη 140 ανωτέρω), το δε επίμαχο μέτρο εισάγει παρέκκλιση από το σύστημα αυτό (βλ. σκέψη 149 ανωτέρω), η ενδεχόμενη ύπαρξη φραγμών στις διασυνοριακές συγχωνεύσεις δεν είναι σε θέση, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, να δικαιολογήσει την παρέκκλιση που εισάγει το επίμαχο μέτρο.

201    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η θέση της προσφεύγουσας ότι το επίμαχο μέτρο δικαιολογείται υπό το πρίσμα του σκοπού της φορολογικής ουδετερότητας, τούτο δε χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί η επιχειρηματολογία της σχετικά με την ύπαρξη εμποδίων που καθιστούν τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις ανέφικτες ή δυσχερείς.

202    Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει λόγος να γίνουν δεκτά ούτε τα αιτήματα για τη λήψη μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που υπέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά αποσκοπούν να παράσχουν τη δυνατότητα απόδειξης της ύπαρξης εμποδίων που καθιστούν τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις ανέφικτες ή δυσχερείς.

203    Το συμπέρασμα που εκτίθεται στη σκέψη 201 ανωτέρω δεν κλονίζεται από τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα.

204    Πρώτον, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή όφειλε να προβεί σε διάκριση μεταξύ των αποκτήσεων μεριδίων στο κεφάλαιο εδρευουσών στην αλλοδαπή εταιριών που συνεπάγονται απόκτηση ελέγχου και των λοιπών αποκτήσεων μεριδίων κεφαλαίου, τούτο δε προκειμένου να διαπιστώσει ότι η εφαρμογή του επίμαχου μέτρου στις πρώτες δεν συνεπαγόταν κρατική ενίσχυση.

205    Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 193 ανωτέρω, ορισμένες επιχειρήσεις αποκτούν πλειοψηφικές συμμετοχές στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην ημεδαπή χωρίς ωστόσο να επιθυμούν να προβούν σε συγχώνευση. Επομένως, το επίμαχο μέτρο οδηγεί σε δυσμενή μεταχείριση των επιχειρήσεων αυτών σε σχέση με τις επιχειρήσεις που αποκτούν μερίδια στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή, παρά το γεγονός ότι οι πρώτες βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση με τις δεύτερες. Η δυσμενής αυτή μεταχείριση καταδεικνύει την ανακολουθία που συνεπάγεται το επίμαχο μέτρο όσον αφορά τη φορολογική μεταχείριση της υπεραξίας και την οποία το μέτρο αυτό θα συνεπαγόταν ακόμη και αν ωφελούμενες από αυτό ήταν μόνον οι αποκτήσεις πλειοψηφικών συμμετοχών στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή.

206    Ως εκ περισσού, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το επίμαχο μέτρο μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένο για τις αποκτήσεις πλειοψηφικών συμμετοχών, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν όφειλε, εν πάση περιπτώσει, να καθορίσει, στο πλαίσιο της προσβαλλόμενης απόφασης, προϋποθέσεις εφαρμογής του επίμαχου μέτρου οι οποίες θα μπορούσαν να της επιτρέψουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να μη δεχθεί τον χαρακτηρισμό του εν λόγω μέτρου ως ενίσχυσης. Το ζήτημα αυτό υπάγεται, συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του διαλόγου μεταξύ των ισπανικών αρχών και της Επιτροπής, όσον αφορά την κοινοποίηση του επίμαχου καθεστώτος, στην οποία όφειλαν να προβούν οι αρχές αυτές πριν από την εφαρμογή του (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑227/01 έως T‑229/01, T‑265/01, T‑266/01 και T‑270/01, EU:T:2009:315, σκέψη 381).

207    Προστίθεται δε ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στην περίπτωση καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών του σχετικού καθεστώτος, χωρίς να υποχρεούται να εξετάσει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής του, προκειμένου να εξακριβώσει αν το καθεστώς αυτό περιλαμβάνει στοιχεία ενίσχυσης (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑278/00, EU:C:2004:239, σκέψη 24· της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑66/02, EU:C:2005:768, σκέψη 91, και της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Ισπανία κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, C‑106/09 P και C‑107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψη 122).

208    Συναφώς, η προσφεύγουσα επικαλείται την απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2001, Mitteldeutsche Erdöl-Raffinerie κατά Επιτροπής (T‑9/98, EU:T:2001:271, σκέψη 117). Μολονότι είναι αληθές ότι στην υπόθεση αυτή το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αρκεστεί σε μια γενική και αφηρημένη ανάλυση του επίμαχου μέτρου, αλλά όφειλε επίσης να εξετάσει την ειδική περίπτωση της προσφεύγουσας της εν λόγω υπόθεσης, η λύση αυτή επελέγη υπό πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις, διαφορετικές από εκείνες της υπό κρίση διαφοράς, δεδομένου ότι, πρώτον, η λήψη του επίμαχου μέτρου είχε υπαγορευθεί, ιδίως, από τις ιδιομορφίες της κατάστασης της προσφεύγουσας, δεύτερον, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η ιδιαίτερη αυτή κατάσταση είχε αποτελέσει το αντικείμενο όχι μόνο γραπτών παρατηρήσεων εκ μέρους της Γερμανικής Κυβέρνησης και της μητρικής εταιρίας της προσφεύγουσας της εν λόγω υπόθεσης, αλλά και διεξοδικών συζητήσεων μεταξύ της κυβέρνησης αυτής και της Επιτροπής και, τρίτον, η Γερμανική Κυβέρνηση είχε προτείνει στην Επιτροπή να εφαρμόσει το επίμαχο μέτρο μόνο στην προσφεύγουσα της υπόθεσης αυτής και να κοινοποιήσει ατομικώς όλες τις άλλες ενδεχόμενες περιπτώσεις εφαρμογής του εν λόγω μέτρου (σκέψεις 80 έως 82).

209    Όσον αφορά την επίκληση της απόφασης της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368), πρέπει να τονιστεί ότι η εν λόγω απόφαση είναι προγενέστερη της απόφασης της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Ισπανία κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου (C‑106/09 P και C‑107/09 P, EU:C:2011:732), η οποία επιβεβαίωσε τη νομολογία κατά την οποία, στην περίπτωση καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών του εν λόγω καθεστώτος, χωρίς να υποχρεούται να εξετάσει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής του προκειμένου να εξακριβώσει αν το καθεστώς αυτό περιλαμβάνει στοιχεία ενίσχυσης (βλ. σκέψη 207 ανωτέρω).

210    Επιπλέον, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368), και η απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2008, Hotel Cipriani κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑254/00, T‑270/00 και T‑277/00, EU:T:2008:537), την οποία επίσης επικαλείται η προσφεύγουσα, είχε προβληθεί παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων, δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε, στην περίπτωση καθεστώτος ενισχύσεων, εξετάσει την ατομική κατάσταση ορισμένων επιχειρήσεων, συγκεκριμένα των δημοτικών επιχειρήσεων, χωρίς να πράξει το ίδιο όσον αφορά ιδιωτικές επιχειρήσεις ευρισκόμενες σε ανάλογη κατάσταση. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν επικαλείται παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω του ότι η κατάσταση ορισμένων επιχειρήσεων αποτέλεσε αντικείμενο εξατομικευμένης εξέτασης. Επομένως, η λύση που επέλεξε το Γενικό Δικαστήριο (και επικύρωσε το Δικαστήριο με τις σκέψεις 128 και 160 της απόφασής του), σύμφωνα με την οποία, ελλείψει συγκεκριμένων στοιχείων σχετικά με τις προσφεύγουσες επιχειρήσεις και τους τομείς στους οποίους αυτές δραστηριοποιούνταν, η Επιτροπή δεν όφειλε, δυνάμει της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων, να παρεκκλίνει από την προσέγγισή της τη στηριζόμενη σε εξέταση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων βάσει των γενικών χαρακτηριστικών του και να προβεί σε ανάλυση της ατομικής τους κατάστασης, δεν είναι κρίσιμη εν προκειμένω.

211    Ειδικότερα, η νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 208 έως 210 ανωτέρω δεν είναι κρίσιμη, δεδομένου ότι το αποφασιστικό εν προκειμένω ζήτημα δεν είναι να προσδιοριστούν, ανάλογα με τον κλάδο, οι επιχειρήσεις για τις οποίες ο χαρακτηρισμός του μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης θα μπορούσε να μη γίνει δεκτός, αλλά να καθοριστούν, ανάλογα με τις οικονομικές πράξεις στις οποίες εφαρμόζεται το οικείο πλεονέκτημα, οι επιχειρήσεις για τις οποίες ο χαρακτηρισμός αυτός θα μπορούσε να μη γίνει δεκτός. Εάν η Επιτροπή υπείχε υποχρέωση να εξετάσει τις διάφορες οικονομικές πράξεις στις οποίες θα μπορούσε εγκύρως να εφαρμοστεί το επίμαχο πλεονέκτημα χωρίς να μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη ενίσχυσης, τούτο θα την οδηγούσε να προβεί σε τροποποίηση του περιεχομένου ή των προϋποθέσεων εφαρμογής του εξεταζόμενου μέτρου και όχι σε απλή οριοθέτηση του γεωγραφικού ή κατά τομείς πεδίου εφαρμογής του μέτρου. Ωστόσο, μια τέτοια υποχρέωση θα συνεπαγόταν την εκ μέρους της Επιτροπής υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί από τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ και τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1).

212    Επιπλέον, όσον αφορά τον δικαιολογητικό λόγο της διαφοροποίησης που εισάγει το επίμαχο μέτρο, υπενθυμίζεται ότι απόκειται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να τον αποδείξει (βλ. σκέψεις 64 και 176 ανωτέρω). Κατά συνέπεια, στο κράτος μέλος αυτό εναπόκειται επίσης να προσαρμόσει το περιεχόμενο ή τις προϋποθέσεις εφαρμογής του μέτρου αυτού, εφόσον προκύπτει ότι το μέτρο είναι εν μέρει μόνο δικαιολογημένο.

213    Τέλος, καθόσον το κράτος μέλος έχει γνώση της φύσης και της οικονομίας του συστήματος στο οποίο εντάσσεται το επίμαχο μέτρο, αυτό είναι επίσης και το πλέον κατάλληλο να καθορίζει το περιεχόμενο ή τις προϋποθέσεις εφαρμογής του μέτρου, ιδίως όταν, όπως εν προκειμένω, οι επιπτώσεις του εν λόγω μέτρου, οι οποίες προβάλλονται ως δικαιολογητικός λόγος της παρέκκλισης που εισάγει το μέτρο αυτό, είναι περίπλοκο να εκτιμηθούν (βλ. σκέψεις 178 έως 198 ανωτέρω).

214    Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση, στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, της περίπτωσης των αποκτήσεων πλειοψηφικών συμμετοχών αποτέλεσε αντικείμενο ειδικής συζήτησης μεταξύ της Επιτροπής και του Βασιλείου της Ισπανίας με βάση τεκμηριωμένα αιτήματα υποβληθέντα από το εν λόγω κράτος μέλος, από τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 204 έως 213 ανωτέρω προκύπτει ότι η υπό κρίση αιτίαση πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ακόμη και για τις αποκτήσεις πλειοψηφικών συμμετοχών, τούτο δε χωρίς να απαιτείται η εξέταση της επιχειρηματολογίας σχετικά με την ύπαρξη εμποδίων που καθιστούν τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις ανέφικτες ή δυσχερείς.

215    Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει λόγος να γίνουν δεκτά ούτε τα αιτήματα για τη λήψη μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που υπέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά αποσκοπούν να παράσχουν τη δυνατότητα απόδειξης της ύπαρξης εμποδίων που καθιστούν τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις ανέφικτες ή δυσχερείς.

216    Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε επίσης στην αιτιολογία ότι το επίμαχο μέτρο είναι δυσανάλογο καθόσον εφαρμόζεται και στις αποκτήσεις μειοψηφικών συμμετοχών που δεν συνεπάγονται απόκτηση ελέγχου. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι, ασκώντας την κριτική αυτή, η προσφεύγουσα ζητεί, επικουρικώς, την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης στο μέτρο που κηρύσσει παράνομη την εφαρμογή του επίμαχου μέτρου στις αποκτήσεις πλειοψηφικών συμμετοχών.

217    Το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

218    Συγκεκριμένα, πρώτον, η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να θεωρήσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν απέδειξε ότι το επίμαχο μέτρο ήταν δικαιολογημένο, χωρίς καν να στηριχθεί στον δυσανάλογο χαρακτήρα του (βλ. σκέψεις 176 έως 188 ανωτέρω).

219    Επιπροσθέτως, ακόμη και αν εφαρμοζόταν μόνον υπέρ των αποκτήσεων πλειοψηφικών συμμετοχών στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή, το επίμαχο μέτρο θα συνεπαγόταν ανακολουθία στη φορολογική μεταχείριση της υπεραξίας θέτοντας εν αμφιβόλω τη δικαιολόγησή του υπό το πρίσμα της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας (βλ. σκέψη 205 ανωτέρω).

220    Δεύτερον, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 206 έως 213 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να διαπιστώσει τη μη ύπαρξη ενίσχυσης στην περίπτωση των αποκτήσεων πλειοψηφικών συμμετοχών, παρόλο που, κατά την προσφεύγουσα, το Βασίλειο της Ισπανίας της είχε υποβάλει σχετικό αίτημα.

221    Τέλος, τρίτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η μερική ακύρωση πράξης της Ένωσης είναι δυνατή μόνον εφόσον τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση μπορούν να διαχωριστούν από την υπόλοιπη πράξη (βλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2005, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑244/03, EU:C:2005:299, σκέψη 12 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αυτή η προϋπόθεση της δυνατότητας διαχωρισμού δεν πληρούται οσάκις η μερική ακύρωση της πράξης έχει ως αποτέλεσμα να μεταβάλει την ουσία της (απόφαση της 24ης Μαΐου 2005, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑244/03, EU:C:2005:299, σκέψη 13). Όμως, εν προκειμένω, η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον διαπιστώνει την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης ακόμη και όταν πρόκειται για αποκτήσεις πλειοψηφικών συμμετοχών, θα είχε ως αποτέλεσμα να μεταβάλει την ουσία της απόφασης αυτής.

222    Πρέπει επομένως να απορριφθεί το επιχείρημα που παρατίθεται στη σκέψη 216 ανωτέρω καθώς και το επικουρικό αίτημα που στηρίζεται σε αυτό.

223     Όσον αφορά, δεύτερον, την επίκληση της προηγούμενης πρακτικής που ακολουθεί η Επιτροπή στις σχετικές αποφάσεις της, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

224    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά τη νομολογία, ο χαρακτήρας ορισμένου μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης πρέπει να εκτιμάται μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και όχι σε σχέση με την προβαλλόμενη προηγούμενη πρακτική λήψης αποφάσεων της Επιτροπής (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Ισπανία κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, C‑106/09 P και C‑107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψη 136).

225    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η υπό κρίση αιτίαση, η οποία στηρίζεται στον δικαιολογημένο χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου υπό το πρίσμα της φύσης και της οικονομίας του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, πρέπει εν πάση περιπτώσει (βλ. σκέψη 201 ανωτέρω) να απορριφθεί.

226    Επιπλέον, το επιχείρημα που στηρίζεται σε έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά τη διαπίστωση του επιλεκτικού χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, όπως συνάγεται από τις εκτιμήσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 65 έως 75 ανωτέρω, η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή της ως προς τη διαπίστωσή της σχετικά με τον επιλεκτικό χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου.

227    Τέλος, όσον αφορά τις εικαζόμενες επιπτώσεις του επίμαχου μέτρου στην εσωτερική αγορά και της επιχειρηματολογίας που προέβαλε συναφώς η προσφεύγουσα, αρκεί να τονιστεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον διαπιστώνει ότι το επίμαχο μέτρο είναι επιλεκτικό, δεν στηρίζεται στην ύπαρξη τέτοιων στρεβλώσεων. Ακόμη όμως και αν υποτεθεί ότι στηρίζεται σε τέτοιες στρεβλώσεις, από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε τον επιλεκτικό χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, χωρίς να έχει παραστεί ανάγκη, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, να στηριχθεί σε ενδεχόμενες στρεβλωτικές επιπτώσεις του επίμαχου μέτρου στην εσωτερική αγορά.

228    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακύρωσης, ο οποίος στηρίζεται σε απουσία επιλεκτικού χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

2.      Επί του δεύτερου λόγου ακύρωσης, που στηρίζεται σε εσφαλμένο προσδιορισμό του δικαιούχου του επίμαχου μέτρου

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

229    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, το γεγονός ότι το πλεονέκτημα που χορηγήθηκε με το επίμαχο μέτρο ευνοεί τις φορολογούμενες στην Ισπανία επιχειρήσεις οι οποίες αποκτούν μερίδια στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή. Οι δικαιούχοι του επίμαχου μέτρου είναι στην πραγματικότητα οι εταιρίες αυτές και οι μέτοχοί τους, που μπορούν να μεταβιβάσουν τα μερίδιά τους σε καλύτερη τιμή.

230    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απάντηση που παρέσχε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση στο επιχείρημα ορισμένων εκ των ενδιαφερομένων μερών, το οποίο στηρίζεται στο γεγονός ότι οι πραγματικοί δικαιούχοι της ενίσχυσης είναι οι μέτοχοι εδρευουσών στην αλλοδαπή εταιριών που πωλούν τις μετοχές τους σε επιχειρήσεις φορολογούμενες στην Ισπανία, είναι ασυνεπής και εσφαλμένη.

231    Η προσφεύγουσα επικαλείται επίσης την προηγούμενη πρακτική της Επιτροπής.

232    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται η ασυνέπεια την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα.

233    Εν πάση περιπτώσει, κατά την Επιτροπή, οι επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται το επίμαχο μέτρο αποκτούν πλεονέκτημα.

2.      Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

234    Πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι, συνεπεία του επίμαχου μέτρου, οι φορολογούμενες στην Ισπανία επιχειρήσεις που αποκτούν μερίδια στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή μπορούν να μειώσουν, εφόσον πληρούν κατά τα λοιπά τις άλλες προϋποθέσεις που προβλέπει το μέτρο, τη βάση επιβολής του φόρου εταιριών τον οποίο οφείλουν.

235    Κατά την προσφεύγουσα, το πλεονέκτημα που απορρέει από το επίμαχο μέτρο, του οποίου άμεσοι αποδέκτες είναι οι επιχειρήσεις που αποκτούν μερίδια στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή, ενσωματώνεται στην πραγματικότητα στην τιμή πώλησης των μετοχών. Ως εκ τούτου, το επίμαχο μέτρο δεν ωφελεί τις επιχειρήσεις αυτές, αλλά μάλλον τους πωλητές των επίμαχων μεριδίων.

236    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί με βάση καθέναν από τους τρεις αυτοτελείς λόγους που ακολουθούν.

237    Πρώτον, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατά τεκμήριο ότι το πλεονέκτημα που απορρέει από το επίμαχο μέτρο ενσωματώνεται κατ’ ανάγκη στην τιμή πώλησης των μετοχών των εταιριών-στόχων. Ωστόσο, τέτοια περίσταση δεν έχει αποδειχθεί εν προκειμένω. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο.

238    Δεύτερον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι φορολογούμενες στην Ισπανία επιχειρήσεις που επιθυμούν να αγοράσουν μετοχές εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή αυξάνουν την προσφερόμενη τιμή λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση της βάσης επιβολής του φόρου εταιριών από την οποία επωφελούνται στο πλαίσιο της απόκτησης αυτής, τούτο αυξάνει τις πιθανότητές τους να πραγματοποιήσουν τις σχετικές πράξεις. Επομένως, οι επιχειρήσεις αυτές αντλούν «οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχαν αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς», κατά τη διατύπωση που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο στην απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, SFEI κ.λπ. (C‑39/94, EU:C:1996:285, σκέψη 60).

239    Ως εκ τούτου, η κατάσταση που εξετάζεται εν προκειμένω είναι διαφορετική από εκείνη στην οποία ο αποδέκτης του πλεονεκτήματος οφείλει, άνευ ανταλλάγματος, να το μεταβιβάσει σε τρίτον (βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Ιουλίου 2003, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑457/00, EU:C:2003:387, σκέψη 58). Πράγματι, οι αγοράστριες επιχειρήσεις, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ενσωματώνουν πλήρως το φορολογικό πλεονέκτημα που απορρέει από το επίμαχο μέτρο στην τιμή αγοράς των μετοχών των εταιριών-στόχων, αποκτούν αυξημένη διαπραγματευτική ισχύ ως αγοράστριες, γεγονός που συνιστά, αυτό καθαυτό, σαφές πλεονέκτημα, όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή.

240    Τρίτον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το γεγονός ότι το οικονομικό όφελος από την εκμετάλλευση ενός πλεονεκτήματος, ιδίως φορολογικού πλεονεκτήματος, δεν ταυτίζεται με το πλεονέκτημα αυτό ή είναι ανύπαρκτο, δεν επηρεάζει την ανάκτηση της ενίσχυσης από τους αποδέκτες του πλεονεκτήματος (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Aer Lingus και Ryanair Designated Activity, C‑164/15 P και C‑165/15 P, EU:C:2016:990, σκέψεις 92, 93, 100 και 102).

241    Ως εκ τούτου, η περίσταση αυτή δεν επηρεάζει ούτε την ιδιότητα των αποδεκτών του πλεονεκτήματος ως δικαιούχων της ενίσχυσης.

242    Πράγματι, αν γινόταν δεκτό, σε μια τέτοια περίπτωση, ότι οι αποδέκτες του πλεονεκτήματος που προβλέπεται από ορισμένο μέτρο δεν είναι οι πραγματικοί δικαιούχοι του εν λόγω μέτρου, τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία εφαρμογής κάθε μέτρου ανάκτησης έναντι αυτών, πράγμα που θα ήταν αντίθετο προς την επιλεγείσα από το Δικαστήριο λύση.

243    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα επικαλείται κατ’ ουσίαν μείωση, ή ακόμη και εξάλειψη, του οικονομικού οφέλους από την εκμετάλλευση του πλεονεκτήματος που της χορηγεί το επίμαχο μέτρο.

244    Κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 240 ανωτέρω, όπως ερμηνεύθηκε με τη σκέψη 241 ανωτέρω, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι το φορολογικό πλεονέκτημα που απορρέει από το επίμαχο μέτρο ενσωματώθηκε, εν προκειμένω, πλήρως από τις αγοράστριες επιχειρήσεις στην τιμή των μετοχών των εταιριών-στόχων και ότι, εξ αυτού του λόγου, το οικονομικό όφελος το οποίο προέκυψε από το επίμαχο μέτρο και το οποίο αποκόμισαν οι αγοράστριες επιχειρήσεις κατά την αγορά είναι ανύπαρκτο, από το γεγονός αυτό δεν δύναται να συναχθεί ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν είναι οι δικαιούχοι του επίμαχου μέτρου.

245    Όπως προκύπτει από καθέναν εκ των τριών λόγων που εκτίθενται στις σκέψεις 237 έως 244 ανωτέρω, οι φορολογούμενες στην Ισπανία επιχειρήσεις οι οποίες αποκτούν μερίδια στο κεφάλαιο εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή δεν είναι μόνον οι άμεσοι αποδέκτες της επίμαχης ενίσχυσης, αλλά και οι πραγματικοί δικαιούχοι της.

246    Τούτο ακριβώς διευκρινίζει η Επιτροπή με σαφήνεια στην προσβαλλόμενη απόφαση της οποίας η αιτιολογία, επαρκώς λεπτομερής επί του σημείου αυτού, δεν είναι σε καμία περίπτωση ανακόλουθη.

247    Επισημαίνεται, συναφώς, ότι η Επιτροπή ανέφερε, με την αιτιολογική σκέψη 105 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, κατ’ αυτήν, οι δικαιούχοι της ενίσχυσης ήταν οι επιχειρήσεις οι οποίες μπορούσαν να εφαρμόσουν τη φορολογική απόσβεση της υπεραξίας. Η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι δεν υπήρχε κάποιος μηχανισμός που να εγγυάται ότι το πλεονέκτημα μεταβιβάζεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στους πωλητές των εν λόγω μεριδίων και ότι, ακόμη και αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, το επίμαχο μέτρο εξακολουθούσε να παρέχει στον αγοραστή μεγαλύτερη ικανότητα αύξησης της τιμής απόκτησης, «γεγονός υψίστης σημασίας στην περίπτωση ανταγωνιστικής ενέργειας απόκτησης».

248    Επιπλέον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας που στηρίζεται στον φερόμενο ως ανακόλουθο χαρακτήρα της πρακτικής της Επιτροπής όσον αφορά τον προσδιορισμό του δικαιούχου της επίμαχης ενίσχυσης πρέπει να απορριφθεί.

249    Πράγματι, κατά τη νομολογία, ο χαρακτήρας ορισμένου μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης πρέπει να εκτιμάται μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και όχι σε σχέση με την προβαλλόμενη προηγούμενη πρακτική λήψης αποφάσεων της Επιτροπής (βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Ισπανία κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, C‑106/09 P και C‑107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψη 136 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ο καθορισμός όμως του δικαιούχου της ενίσχυσης αποτελεί μία από τις συνιστώσες της διαπίστωσης ότι υπάρχει τέτοια ενίσχυση, αφορά δε αντικειμενική κατάσταση και δεν εξαρτάται από τις ενέργειες των θεσμικών οργάνων (βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Ιταλίας κ.λπ., C‑272/12 P, EU:C:2013:812, σκέψη 53).

250    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί.

3.      Επί του τρίτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

251    Η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, νομικό σφάλμα κατά τον καθορισμό της ημερομηνίας αναφοράς που έλαβε υπόψη η Επιτροπή προκειμένου να προσδιορίσει τις ενισχύσεις που έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο μέτρου ανάκτησης. Η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον παρέλειψε να λάβει υπόψη ως ημερομηνία αναφοράς την ημερομηνία δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

252    Η προσφεύγουσα επικαλείται, ειδικότερα, τη νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης καθώς και την προηγούμενη πρακτική στις σχετικές αποφάσεις της Επιτροπής βάσει της οποίας προβάλλει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

253    Η προσφεύγουσα επικρίνει την άποψη της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία, μετά τη δημοσίευση της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, ένας επιμελής επιχειρηματίας θα όφειλε να απέχει από την εφαρμογή του επίμαχου μέτρου έως τη δημοσίευση της τελικής απόφασης.

254    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα προβάλλει έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης.

255    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας, δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

256    Υποστηρίζει επίσης ότι το επιχείρημα που στηρίζεται στην προηγούμενη πρακτική της είναι αλυσιτελές και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμο.

2.      Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

257    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα επίκλησης της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει τη συνδρομή τριών σωρευτικών προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από τη Διοίκηση στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σε αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους ισχύοντες κανόνες [βλ. αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Masdar (UK) κατά Επιτροπής, C‑47/07 P, EU:C:2008:726, σκέψη 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 23ης Φεβρουαρίου 2006, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, T‑282/02, EU:T:2006:64, σκέψη 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

258    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι ο λόγος ακύρωσης που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς προκειμένου να αμφισβητηθεί απόφαση της Επιτροπής η οποία χαρακτηρίζει ένα εθνικό μέτρο ως κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι η έννοια της κρατικής ενίσχυσης αφορά αντικειμενική κατάσταση και δεν εξαρτάται από τις ενέργειες ή τις δηλώσεις των θεσμικών οργάνων (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, C‑272/12 P, EU:C:2013:812, σκέψη 53). Επομένως, όταν ένα εθνικό μέτρο μπορεί –ορθώς– να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, τυχόν προγενέστερες διαβεβαιώσεις ότι το εν λόγω μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση δεν συνάδουν με το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Δεδομένου ότι δεν πληρούται η τρίτη προϋπόθεση που εκτίθεται ανωτέρω στη σκέψη 257, αποκλείεται να συντρέχει η παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που προβάλλεται κατά της απόφασης της Επιτροπής περί χαρακτηρισμού του μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης.

259    Εντούτοις, ο λόγος ακύρωσης που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς κατά απόφασης με την οποία η Επιτροπή αποφασίζει, δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος υποχρεούται να καταργήσει ορισμένο εθνικό μέτρο ή να το τροποποιήσει εντός της τασσόμενης από το εν λόγω θεσμικό όργανο προθεσμίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ, C‑272/12 P, EU:C:2013:812, σκέψη 53).

260    Τούτο συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν η Επιτροπή υποχρεώνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να καταργήσει σταδιακά ένα υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων που κατέστη ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά (βλ. την προσβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, C‑182/03 και C‑217/03, EU:C:2006:416) ή ακόμη όταν διατάσσει την ανάκτηση νέας ενίσχυσης η οποία καταβλήθηκε χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή και κρίθηκε από αυτήν ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

261    Όσον αφορά το τελευταίο αυτό παράδειγμα, για το οποίο πρόκειται στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, αν υπήρχε κανόνας ή αρχή που να όριζε ότι η Επιτροπή υποχρεούται να διατάξει την ανάκτηση κάθε ενίσχυσης παράνομης και ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά, τυχόν διαβεβαιώσεις παρεχόμενες σε περίπτωση μη ανάκτησης τέτοιας ενίσχυσης, οι οποίες θα μπορούσαν να οφείλονται σε διαβεβαιώσεις ως προς τον μη χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως ενίσχυσης, θα προσέκρουαν κατ’ ανάγκη στην εν λόγω αρχή ή στον εν λόγω κανόνα.

262    Ως εκ τούτου, η τρίτη εκ των σωρευτικών προϋποθέσεων εφαρμογής της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ. σκέψη 257 ανωτέρω), ήτοι η σχετική με το ότι οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους ισχύοντες κανόνες (αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1983, Thyssen κατά Επιτροπής, 188/82, EU:C:1983:329, σκέψη 11· της 6ης Φεβρουαρίου 1986, Βλάχου κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, 162/84, EU:C:1986:56, σκέψη 6· της 27ης Μαρτίου 1990, Chomel κατά Επιτροπής, T‑123/89, EU:T:1990:24, σκέψη 28· της 6ης Ιουλίου 1999, Forvass κατά Επιτροπής, T‑203/97, EU:T:1999:135, σκέψη 70· της 18ης Ιουνίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑260/11, EU:T:2014:555, σκέψη 84, και της 22ας Απριλίου 2016, Ιρλανδία και Aughinish Alumina κατά Επιτροπής, T‑50/06 RENV II και T‑69/06 RENV II, EU:T:2016:227, σκέψη 213), δεν θα μπορούσε ποτέ να συντρέχει.

263    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο, ήδη με την απόφαση της 21ης Μαρτίου 1990, Βέλγιο κατά Επιτροπής (C‑142/87, EU:C:1990:125, σκέψη 66), έκρινε ότι η κατάργηση μιας παράνομης ενίσχυσης ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά μέσω της ανάκτησής της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπίστωσης του παράνομου χαρακτήρα της.

264    Ωστόσο, η λογική σύνδεση που δημιούργησε κατ’ αυτόν τον τρόπο η νομολογία του Δικαστηρίου μεταξύ του παράνομου χαρακτήρα μιας ενίσχυσης και της ανάκτησής της δεν συνεπαγόταν υποχρέωση της Επιτροπής να διατάξει την ανάκτηση κάθε ενίσχυσης παράνομης και ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά.

265    Πράγματι, όπως υπενθύμισε η Επιτροπή με την ανακοίνωση του 2007 με τίτλο «Για μια αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες τα κράτη μέλη διατάσσονται να ανακτήσουν παράνομες και ασυμβίβαστες κρατικές ενισχύσεις» (ΕΕ 2007, C 272, σ. 4), η Επιτροπή άρχισε να διατάσσει πιο συστηματικά την ανάκτηση παράνομων και ασυμβίβαστων με την εσωτερική αγορά ενισχύσεων μόλις κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’80 και κατά τη δεκαετία του ’90, η δε «υποχρέωση της Επιτροπής να διατάσσει την ανάκτηση [τέτοιων] ενισχύσεων» θεσπίστηκε με την έκδοση του κανονισμού 659/1999.

266    Η υποχρέωση αυτή πηγάζει από την πρώτη περίοδο του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 659/1999, κατά την οποία, σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομης ενίσχυσης, «η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο».

267    Παρά τη θέσπιση της διάταξης αυτής, η οποία φαίνεται να επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να διατάσσει την ανάκτηση κάθε παράνομης και ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά ενίσχυσης, ο λόγος ακύρωσης που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εξακολουθεί να μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς κατά απόφασης με την οποία διατάσσεται η ανάκτηση νέας ενίσχυσης που καταβλήθηκε χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή και κρίθηκε από αυτήν ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

268    Πράγματι, πρώτον, τέτοια εξαίρεση από την υποχρέωση να διαταχθεί η ανάκτηση ενίσχυσης παράνομης και ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά προβλέπει ήδη η δεύτερη περίοδος του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, κατά την οποία η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης.

269    Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αναγνωρίζεται ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 19ης Μαΐου 1992, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑104/89 και C‑37/90, EU:C:1992:217, σκέψη 15· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση της 28ης Απριλίου 1988, Mulder, 120/86, EU:C:1988:213, σκέψεις 26 και 27).

270    Δεύτερον, το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, ιδίως η πρώτη περίοδος, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συνεπάγεται την παρεμπόδιση της πλήρωσης της τρίτης εκ των σωρευτικών προϋποθέσεων εφαρμογής της αρχής προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, οδηγώντας, ως εκ τούτου, σε αποκλεισμό της εφαρμογής της εν λόγω αρχής (βλ. σκέψεις 257, 261 και 262 ανωτέρω).

271    Πράγματι, η δεύτερη περίοδος του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 σκοπεί ακριβώς στη διασφάλιση της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όπως προκύπτει από τη δήλωση 29/99 που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της συνόδου του Συμβουλίου κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η επίσημη έκδοση του εν λόγω κανονισμού (μηνιαίος κατάλογος των πράξεων του Συμβουλίου του Μαρτίου 1999), δήλωση κατά την οποία «η Επιτροπή δεσμεύεται πάντα από τις γενικές αρχές του [δικαίου της Ένωσης], ιδίως δε από την αρχή [της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης], οι οποίες υπερισχύουν του παράγωγου [...] δικαίου».

272    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η προσφεύγουσα μπορεί, προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης καθόσον με αυτήν προβλέπεται η ανάκτηση της χορηγηθείσας ενίσχυσης, να προβάλει λυσιτελώς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου λόγο ακύρωσης στηριζόμενο σε παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και να επικαλεστεί προς τούτο τις διαβεβαιώσεις που ενδεχομένως της δόθηκαν από την Επιτροπή ως προς τον μη χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως ενίσχυσης, πράγμα συνεπαγόμενο κατ’ ανάγκην ότι το πλεονέκτημα που της χορήγησε το εν λόγω μέτρο δεν επρόκειτο να αποτελέσει αντικείμενο ανάκτησης (βλ. σκέψη 261 ανωτέρω) ή ότι η ανάκτησή του θα ήταν δυνατή μόνον με τήρηση των εν λόγω διαβεβαιώσεων.

273    Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν ο λόγος που προβάλλει η προσφεύγουσα είναι βάσιμος.

274    Η προσφεύγουσα βάλλει κατά του μεταβατικού καθεστώτος που εφάρμοσε η Επιτροπή, καθόσον στο πλαίσιο αυτού έγινε δεκτή, ως ημερομηνία αναφοράς, η ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης κίνησης της διαδικασίας. Κατά την άποψή της, η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη την ημερομηνία δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

275    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 154 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση, δηλαδή ότι πρόκειται για νέα ενίσχυση εφαρμοσθείσα κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

276    Δεν αμφισβητείται ότι το επίμαχο καθεστώς δεν κοινοποιήθηκε από το Βασίλειο της Ισπανίας στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

277    Βεβαίως, κατά την προσφεύγουσα, το μέτρο απέκτησε επιλεκτικό χαρακτήρα εντός της Ένωσης μόλις με την εξάλειψη των εμποδίων στις διασυνοριακές συγχωνεύσεις η οποία, κατά την προσφεύγουσα, μπορούσε να διαπιστωθεί, το νωρίτερο, μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2005/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών (ΕΕ 2005, L 310, σ. 1). Επομένως, το επίμαχο μέτρο δεν συνιστούσε ενίσχυση κατά τον χρόνο θέσης του σε ισχύ, οπότε μπορεί να θεωρηθεί υφιστάμενη ενίσχυση κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 659/1999.

278    Ωστόσο, ακολουθώντας τη συλλογιστική αυτή, η προσφεύγουσα στηρίζεται στην παραδοχή ότι η ύπαρξη εμποδίων στις διασυνοριακές συνενώσεις θα παρείχε τη δυνατότητα να θεωρηθεί το εν λόγω μέτρο ως μη επιλεκτικό.

279    Όπως διαπιστώθηκε όμως, μεταξύ άλλων, με τις σκέψεις 200, 201 και 214 ανωτέρω, η παραδοχή αυτή δεν ασκεί επιρροή.

280    Ως εκ τούτου, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά υφιστάμενη ενίσχυση. Επομένως, ορθώς η Επιτροπή το χαρακτήρισε ως παράνομη ενίσχυση.

281    Όταν όμως η ενίσχυση χορηγείται χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή, οπότε είναι παράνομη σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ο λήπτης της ενίσχυσης δεν μπορεί, κατά τον χρόνο αυτό, να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα της χορήγησης της ενίσχυσης αυτής, εκτός εάν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 1987, RSV κατά Επιτροπής, 223/85, EU:C:1987:502, σκέψεις 16 και 17· της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑5/89, EU:C:1990:320, σκέψεις 14 και 16· της 13ης Ιουνίου 2013, HGA κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑630/11 P έως C‑633/11 P, EU:C:2013:387, σκέψη 134· της 27ης Ιανουαρίου 1998, Ladbroke Racing κατά Επιτροπής, T‑67/94, EU:T:1998:7, σκέψη 182· της 16ης Οκτωβρίου 2014, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, T‑177/10, EU:T:2014:897, σκέψη 61, και της 22ας Απριλίου 2016, Ιρλανδία και Aughinish Alumina κατά Επιτροπής, T‑50/06 RENV II και T‑69/06 RENV II, EU:T:2016:227, σκέψη 214).

282    Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή, κρίνοντας ότι βρίσκεται ενώπιον τέτοιων περιστάσεων (αιτιολογικές σκέψεις 29 και 175 της προσβαλλόμενης απόφασης), δεν διέταξε την ανάκτηση της επίμαχης ενίσχυσης, μεταξύ άλλων, για τους δικαιούχους του επίμαχου μέτρου οι οποίοι είχαν αποκτήσει μερίδια στο κεφάλαιο αλλοδαπής εταιρίας πριν τις 21 Δεκεμβρίου 2007, ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης κίνησης της διαδικασίας.

283    Κατά την Επιτροπή, η εφαρμογή του εν λόγω μεταβατικού καθεστώτος δικαιολογούνταν από το γεγονός ότι η τελευταία είχε προσφέρει ειδικές, άνευ όρων και εναρμονισμένες εγγυήσεις, ο χαρακτήρας των οποίων είχε ως αποτέλεσμα οι δικαιούχοι του επίμαχου μέτρου να αναπτύξουν δικαιολογημένες προσδοκίες ότι το καθεστώς απόσβεσης της υπεραξίας ήταν νόμιμο, υπό την έννοια ότι δεν περιλαμβανόταν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, και ότι, ως εκ τούτου, κανένα από τα οφέλη του εν λόγω καθεστώτος δεν θα μπορούσε να είναι αντικείμενο επακόλουθης ανάκτησης (αιτιολογική σκέψη 166 της προσβαλλόμενης απόφασης).

284    Συγκεκριμένα, στις 19 Ιανουαρίου 2006, απαντώντας σε ερώτηση βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ένα μέλος της Επιτροπής επισήμανε εξ ονόματός της τα εξής:

«Η Επιτροπή δεν δύναται να επιβεβαιώσει εάν οι αυξημένες προσφορές των ισπανικών εταιριών οφείλονται στην ισπανική φορολογική νομοθεσία, η οποία επιτρέπει στις εταιρίες να προβούν σε απόσβεση [της χρηματοοικονομικής υπεραξίας] πιο γρήγορα από τις αντίστοιχες γαλλικές ή ιταλικές. Η Επιτροπή δύναται, ωστόσο, να επιβεβαιώσει ότι τέτοιου είδους εθνικές νομοθεσίες δεν εμπίπτουν [στο πεδίο] εφαρμογής των [κανόνων περί] κρατικών ενισχύσεων, αλλά συνιστούν γενικούς κανόνες [περί απομείωσης της αξίας], εφαρμόσιμους σε όλες τις εταιρίες στην Ισπανία.»

285    Ομοίως, στις 17 Φεβρουαρίου 2006, απαντώντας σε ερώτηση βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ένα μέλος της Επιτροπής ανέφερε τα εξής, πάντοτε εξ ονόματος του θεσμικού οργάνου:

«Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή, οι ισπανικοί φορολογικοί κανόνες σχετικά με την απόσβεση της υπεραξίας εφαρμόζονται σε όλες τις εταιρίες στην Ισπανία, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους, του τομέα και της νομικής τους μορφής ή του εάν είναι δημόσιες ή ιδιωτικές, καθώς συνιστούν κανόνες γενικής απόσβεσης. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι εν λόγω κανόνες εμπίπτουν [στο πεδίο] εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.»

286    Μολονότι οι απαντήσεις της Επιτροπής δεν αποτέλεσαν αντικείμενο πλήρους δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο αριθμός των ερωτήσεων, ο υποβαλών αυτές, το θέμα τους, το όργανο προς το οποίο απευθύνονταν, καθώς και η μνεία της υπάρξεως και της ημερομηνίας των απαντήσεων αποτέλεσαν αντικείμενο τέτοιας δημοσίευσης (ΕΕ 2006, C 327, σ. 164 και 192).

287    Δεν αμφισβητείται, εν προκειμένω, ότι τα στοιχεία που αναφέρονται στις προηγούμενες σκέψεις μπορούσαν να δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στην προσφεύγουσα.

288    Η διαφωνία των διαδίκων αφορά τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από την έκδοση, στις 10 Οκτωβρίου 2007, της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, η οποία δημοσιεύθηκε, προτασσομένης της σχετικής περιλήψεως, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 21 Δεκεμβρίου 2007 (βλ. σκέψη 274 ανωτέρω).

289    Συναφώς, η νομολογία του Δικαστηρίου, στηριζόμενη στο γράμμα του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, προβλέπει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή κινεί την επίσημη διαδικασία έρευνας, η τελευταία περίοδος του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ απαγορεύει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η διαδικασία αυτή καταλήξει σε τελική απόφαση. Οι νέες ενισχύσεις υπόκεινται, επομένως, σε προληπτικό έλεγχο ασκούμενο από την Επιτροπή και δεν μπορούν, καταρχήν, να τεθούν σε εφαρμογή από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ενόσω το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν έχει αποφανθεί ότι είναι σύμφωνες με τη Συνθήκη (απόφαση της 30ής Ιουνίου 1992, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑312/90, EU:C:1992:282, σκέψη 16).

290    Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν η Επιτροπή έχει κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας όσον αφορά νέο εθνικό μέτρο υπό εκτέλεση, το ανασταλτικό αποτέλεσμα της οικείας απόφασης επιβάλλεται και στα εθνικά δικαστήρια τα οποία ενδέχεται να επιληφθούν σχετικής υπόθεσης και τα οποία οφείλουν, αναλόγως της περίπτωσης, να διατάσσουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να συναχθούν οι συνέπειες τυχόν παράβασης της υποχρέωσης αναστολής της εκτέλεσης του εν λόγω μέτρου (απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2013, Deutsche Lufthansa, C‑284/12, EU:C:2013:755, σκέψη 42).

291    Τέλος, έχει κριθεί, όσον αφορά την απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας σχετικά με μέτρο του οποίου έχει αρχίσει η εκτέλεση και το οποίο έχει χαρακτηρισθεί ως νέα ενίσχυση από την Επιτροπή, ότι υφίστανται, μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης, τουλάχιστον σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα του επίμαχου μέτρου λόγω των οποίων το κράτος μέλος, χωρίς να θίγεται η ευχέρειά του να ζητήσει από τον αρμόδιο δικαστή τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, πρέπει να αναστείλει την καταβολή της ενίσχυσης, δεδομένου ότι η κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ αποκλείει την άμεση έκδοση απόφασης με την οποία να αναγνωρίζεται ο συμβατός χαρακτήρας του εν λόγω μέτρου με την εσωτερική αγορά και βάσει της οποίας θα μπορούσε να συνεχιστεί νομότυπα η εκτέλεση του εν λόγω μέτρου. Οι αμφιβολίες αυτές σχετικά με τη νομιμότητα του επίμαχου μέτρου πρέπει επίσης να οδηγήσουν τις επιχειρήσεις υπέρ των οποίων έχει ληφθεί το μέτρο να αρνηθούν, εν πάση περιπτώσει, νέες καταβολές ή να προβούν σε προβλέψεις για τα ποσά που θα ήταν αναγκαία για τυχόν μεταγενέστερες επιστροφές (απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2001, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑400/99, EU:C:2001:528, σκέψη 59).

292    Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του ανασταλτικού αποτελέσματος της απόφασης κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας η οποία εκδόθηκε όσον αφορά νέο εθνικό μέτρο υπό εκτέλεση, οι δικαιούχοι του εν λόγω μέτρου δεν δύνανται να επικαλεστούν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, εξαιρετικές περιστάσεις δυνάμενες να δικαιολογήσουν τη διατήρηση δικαιολογημένης εμπιστοσύνης μετά την έκδοση της απόφασης αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Απριλίου 2016, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑56/06 RENV II, EU:T:2016:228, σκέψεις 50 έως 56).

293    Εξάλλου, το μεταβατικό καθεστώς που θέσπισε η Επιτροπή παρέσχε τη δυνατότητα στους δικαιούχους της ενίσχυσης οι οποίοι είχαν αποκτήσει μερίδια κεφαλαίου (ή είχαν δεσμευτεί αμετάκλητα να αποκτήσουν τέτοια μερίδια) πριν την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας να εξακολουθήσουν να απολαύουν της εφαρμογής του εν λόγω μέτρου καθ’ όλη την προβλεπόμενη περίοδο απόσβεσης. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω επιχειρήσεις ήταν σε θέση, μετά την ημερομηνία αυτή, να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους κατά τρόπο άμεσο μη αναλαμβάνοντας συμβατική δέσμευση για την απόκτηση μεριδίου στο κεφάλαιο αλλοδαπής εταιρίας εφόσον θεωρούσαν ότι μια τέτοια δέσμευση, δεδομένου του κινδύνου να μην μπορέσουν να επωφεληθούν εντέλει από το φορολογικό πλεονέκτημα που προβλέπει το επίμαχο μέτρο, δεν παρουσίαζε επαρκές οικονομικό ενδιαφέρον.

294    Τέλος, πρέπει να προστεθεί ότι, στην περίληψη της απόφασης κίνησης της διαδικασίας η οποία δημοσιεύτηκε, μαζί με την εν λόγω απόφαση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 21 Δεκεμβρίου 2007, η Επιτροπή επισήμανε ότι, κατά τη γνώμη της, το επίμαχο φορολογικό καθεστώς φαινόταν να πληροί όλα τα ισχύοντα κριτήρια ώστε να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση. Διευκρίνισε επίσης τα εξής:

«[Το] μέτρο φαίνεται να συνιστά παρέκκλιση από το ισπανικό φορολογικό σύστημα κατά την έννοια ότι η οικονομική υπεραξία αποσβέννυται παρόλο που δεν [καταχωρίζεται] στη λογιστική της αποκτώσας εταιρίας λόγω του ότι δεν πραγματοποιείται συνένωση μεταξύ της αποκτώσας και της αποκτώμενης εταιρίας. Με το μέτρο παρέχεται συνεπώς οικονομικό πλεονέκτημα που συνίσταται στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων που αποκτούν σημαντικό μετοχικό μερίδιο σε ξένες εταιρίες. Απ’ [ό,τι] φαίνεται, το μέτρο συνεπάγεται χρησιμοποίηση κρατικών πόρων και πρόκειται για ειδικό μέτρο, δεδομένου ότι ευνοεί τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν συγκεκριμένες επενδύσεις.

Το μέτρο αυτό φαίνεται να στρεβλώνει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών καθόσον, σε [ό,τι] αφορά τους όρους των συναλλαγών, ενισχύει τη θέση των δικαιούχων του που συμμετέχουν σε δραστηριότητες συμμετοχών (holding). Ο ανταγωνισμός μπορεί να επηρεαστεί κατά την έννοια ότι με την επιδότηση ισπανικών εταιριών που υποβάλουν προσφορές για την εξαγορά επιχειρήσεων στο εξωτερικό, περιέρχονται σε μειονεκτική θέση οι μη ισπανικές ανταγωνιστικές εταιρίες που υποβάλλουν συγκρίσιμες προσφορές στις σχετικές αγορές.

Δεν ισχύει καμία από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο [107], παράγραφοι 2 και 3, και η ενίσχυση αυτή φαίνεται ασυμβίβαστη με την [εσωτερική] αγορά. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι με την εφαρμογή του αμφισβητούμενου μέτρου, οι ισπανικές αρχές ενδέχεται να χορηγούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου [107], παράγραφος 1, της Συνθήκης.»

295    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που μνημονεύονται στη σκέψη 294 ανωτέρω, κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, οι επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμοζόταν ή μπορούσε να εφαρμοστεί το επίμαχο καθεστώς είχαν μπορέσει να λάβουν γνώση των συγκεκριμένων λόγων για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι τα μέτρα που προβλέπει το καθεστώς αυτό φαίνονταν να πληρούν καθεμία από τις προϋποθέσεις που απαιτεί το άρθρο 107 ΣΛΕΕ και ότι μπορούσαν να θεωρηθούν ασυμβίβαστα με την εσωτερική αγορά.

296    Επιπλέον, από την περίληψη της απόφασης κίνησης της διαδικασίας ή από το χρονολόγιο που περιλαμβάνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 7 της απόφασης αυτής δεν προκύπτει ότι το επίμαχο καθεστώς μπορεί να αφορά υφιστάμενη ενίσχυση. Ειδικότερα, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ήταν σε θέση να αντιληφθούν ότι το καθεστώς αυτό, το οποίο είχε τεθεί σε εφαρμογή πριν από την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, δεν είχε εγκριθεί από την Επιτροπή.

297    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η έκδοση της απόφασης κίνησης της διαδικασίας αρκούσε, εν προκειμένω, ώστε να αρθεί η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη την οποία είχαν ενδεχομένως δημιουργήσει στους δικαιούχους του επίμαχου μέτρου οι δηλώσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 284 και 285 ανωτέρω.

298    Τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα δεν μπορούν να αναιρέσουν το συμπέρασμα αυτό.

299    Πρώτον, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1987, RSV κατά Επιτροπής (223/85, EU:C:1987:502, σκέψη 6), είχε, βεβαίως, καταβληθεί νέα ενίσχυση πριν από την κοινοποίησή της στην Επιτροπή.

300    Ωστόσο, τα ποσά των οποίων την ανάκτηση ζήτησε η Επιτροπή είχαν καταβληθεί πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας (βλ., συναφώς, την έκθεση ακροατηρίου που δημοσιεύτηκε στη Συλλογή, σ. 4621 και 4622).

301    Επομένως, η λύση που δόθηκε με την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1987, RSV κατά Επιτροπής (223/85, EU:C:1987:502), δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι η ενίσχυση της οποίας την ανάκτηση διέταξε η Επιτροπή δεν είχε ακόμη χορηγηθεί κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, και μάλιστα αφορούσε πλεονέκτημα παρασχεθέν βάσει συμπεριφοράς που επέδειξαν οι δικαιούχοι της ενίσχυσης μετά τη δημοσίευση της απόφασης αυτής (βλ. σκέψη 293 ανωτέρω).

302    Δεύτερον, η προσφεύγουσα επικαλείται την απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (C‑182/03 και C‑217/03, EU:C:2006:416), σχετικά με το βελγικό φορολογικό καθεστώς των κέντρων συντονισμού.

303    Ωστόσο, υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ του πλαισίου της παρούσας υπόθεσης και του πλαισίου της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (C‑182/03 και C‑217/03, EU:C:2006:416).

304    Συγκεκριμένα, πρώτον, στην υπόθεση εκείνη, η Επιτροπή είχε διαπιστώσει, με δύο διαδοχικές αποφάσεις (σκέψη 16), ότι το επίδικο καθεστώς δεν περιελάμβανε στοιχείο ενίσχυσης. Επρόκειτο επομένως για καθεστώς υφιστάμενης ενίσχυσης στο οποίο δεν είχε εφαρμογή η νομολογία σχετικά με την ανάκτηση των παράνομων και ασυμβίβαστων με την εσωτερική αγορά ενισχύσεων, η οποία δέχεται ότι μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις υφίσταται παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ. σκέψη 281 ανωτέρω).

305    Ομοίως, δεν είχαν εφαρμογή οι διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με τα αποτελέσματα της έκδοσης απόφασης για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας ούτε και η νομολογία που συνάγει τις συνέπειες της εφαρμογής των διατάξεων αυτών όταν η ενίσχυση καταβλήθηκε παρανόμως (βλ. σκέψεις 289 έως 292 ανωτέρω), οι οποίες επίσης περιορίζουν την εφαρμογή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

306    Επιπλέον, με τις προτάσεις που ανέπτυξε στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (C‑182/03 και C‑217/03, EU:C:2006:89, σημεία 404 και 405), ο γενικός εισαγγελέας P. Léger τόνισε την ιδιαιτερότητα μιας κατάστασης στην οποία η εμπιστοσύνη δημιουργήθηκε μέσω της έκδοσης προηγούμενων αποφάσεων της Επιτροπής και, κατά συνέπεια, έπρεπε να τύχει ιδιαίτερης προστασίας.

307    Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η νομική κατάσταση των προσώπων στα οποία εφαρμόζεται το επίμαχο μέτρο ενισχύεται από τις αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή διαπιστώνει την απουσία στοιχείου ενίσχυσης, καθόσον οι αποφάσεις αυτές δέχονται τη συμφωνία του μέτρου αυτού με τις διατάξεις του άρθρου 107 ΣΛΕΕ μέχρι την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης με αντίθετο περιεχόμενο.

308    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης απολαύουν του τεκμηρίου νομιμότητας μέχρι την ανάκληση ή την ακύρωσή τους (απόφαση της 15ης Ιουνίου 1994, Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., C‑137/92 P, EU:C:1994:247, σκέψη 48).

309    Δεύτερον, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (C‑182/03 και C‑217/03, EU:C:2006:416), αφορούσε τη δυνατότητα των δικαιούχων ενός καθεστώτος ενισχύσεων να τους χορηγηθεί παράταση της περιόδου κατά την οποία υπάγονταν στο καθεστώς αυτό.

310    Στην υπόθεση εκείνη, προϋπόθεση για την παροχή του ευεργετήματος του εν λόγω καθεστώτος ήταν η χορήγηση άδειας ισχύουσας για δέκα έτη και δυνάμενης να ανανεωθεί. Η προσβαλλόμενη στην εν λόγω υπόθεση απόφαση προέβλεπε ότι, από την ημερομηνία κοινοποίησης της εν λόγω απόφασης, οι δικαιούχοι τέτοιας άδειας δεν μπορούσαν, κατά τη λήξη της, να επιτύχουν την ανανέωσή της (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, C‑182/03 και C‑217/03, EU:C:2006:416, σκέψεις 32 έως 34).

311    Το Δικαστήριο έκρινε ότι το χρονικό διάστημα των οκτώ περίπου μηνών που παρήλθε μεταξύ της δημοσίευσης της απόφασης για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας και της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ήταν αρκετό ώστε οι αποδέκτες της ενίσχυσης να λάβουν υπόψη το ενδεχόμενο απόφασης τερματίζουσας την ισχύ του επίδικου καθεστώτος. Στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι το καθεστώς αυτό προϋπέθετε λογιστικά μέτρα και αποφάσεις χρηματοοικονομικής και οικονομικής φύσεως τις οποίες ένας ενημερωμένος επιχειρηματίας δεν μπορεί να λάβει εντός τόσο σύντομης προθεσμίας (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, C‑182/03 και C‑217/03, EU:C:2006:416, σκέψη 162).

312    Με την απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Koninklijke FrieslandCampina (C‑519/07 P, EU:C:2009:556), το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (C‑182/03 και C‑217/03, EU:C:2006:416), οι δικαιούχοι της άδειας, οι οποίοι δεν μπορούσαν να επιτύχουν την ανανέωσή της λόγω της έκδοσης της απόφασης της Επιτροπής, είχαν προβεί, λόγω της άδειας αυτής, σε σημαντικές επενδύσεις και μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις (σκέψη 91).

313    Με τις προτάσεις που ανέπτυξε στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (C‑182/03 και C‑217/03, EU:C:2006:89, σημείο 418), ο γενικός εισαγγελέας P. Léger επισήμανε ότι το επίδικο σε εκείνη την υπόθεση καθεστώς ήταν ένα φορολογικό καθεστώς το οποίο παρεξέκλινε από το κοινό δίκαιο και περιελάμβανε σειρά απαλλαγών και έναν ιδιαίτερο τρόπο καθορισμού της φορολογητέας βάσης καθώς και ότι ήταν πολύ δυσκολότερο για μια επιχείρηση να λάβει υπόψη το ενδεχόμενο κατάργησης μέτρων αυτού του είδους από ό,τι το ενδεχόμενο κατάργησης μιας επιδότησης, διότι τούτο δεν προϋπέθετε μόνο τη συνεκτίμηση των οικονομικών συνεπειών μιας τέτοιας κατάργησης, αλλά και σημαντική αναδιοργάνωση, ιδίως από λογιστικής άποψης.

314    Αντιθέτως, εν προκειμένω, όπως κρίθηκε με τη σκέψη 293 ανωτέρω, οι επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμοζόταν ή μπορούσε να εφαρμοστεί το επίμαχο καθεστώς ήταν σε θέση, ήδη από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους κατά τρόπο άμεσο μη αναλαμβάνοντας συμβατική δέσμευση για την απόκτηση μεριδίου στο κεφάλαιο αλλοδαπής εταιρίας εφόσον θεωρούσαν ότι μια τέτοια δέσμευση, δεδομένου του κινδύνου να μην μπορέσουν να επωφεληθούν εντέλει από το φορολογικό πλεονέκτημα που προβλέπει το επίμαχο μέτρο, δεν παρουσίαζε επαρκές οικονομικό ενδιαφέρον.

315    Κατά συνέπεια, στην υπό κρίση υπόθεση δεν συντρέχουν όλες οι περιστάσεις της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (C‑182/03 και C‑217/03, EU:C:2006:416), οι οποίες μόλις περιγράφηκαν με τις σκέψεις 302 έως 314 ανωτέρω, είτε πρόκειται για το γεγονός ότι η ενίσχυση στην υπόθεση εκείνη αποτελούσε υφιστάμενη ενίσχυση είτε πρόκειται για την ανάγκη οι δικαιούχοι της ενίσχυσης αυτής να λάβουν, μετά την απαγόρευσή της, μέτρα μη δυνάμενα να ληφθούν εντός σύντομης προθεσμίας. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να επικαλεστεί την απόφαση αυτή.

316    Τρίτον η προσφεύγουσα προβάλλει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Επικαλείται αποφάσεις της Επιτροπής για φορολογικά καθεστώτα τα οποία, όπως αναφέρει η ίδια η προσφεύγουσα, παρουσιάζουν ομοιότητες με το βελγικό φορολογικό καθεστώς των κέντρων συντονισμού, δηλαδή το καθεστώς που εξετάσθηκε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (C‑182/03 και C‑217/03, EU:C:2006:416, σκέψη 16). Όπως όμως κρίθηκε με τη σκέψη 315 ανωτέρω, τα χαρακτηριστικά του καθεστώτος αυτού διαφέρουν από εκείνα του επίμαχου καθεστώτος.

317    Επομένως, οι καταστάσεις τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα συναφώς δεν είναι συγκρίσιμες με εκείνη της υπό κρίση υπόθεσης.

318    Εξάλλου, στο μέτρο που η προσφεύγουσα παραπέμπει τόσο στις αποφάσεις της Επιτροπής για φορολογικά καθεστώτα τα οποία, κατ’ αυτήν, παρουσιάζουν ομοιότητες με το βελγικό φορολογικό καθεστώς των κέντρων συντονισμού όσο και σε πλείονες άλλες αποφάσεις της Επιτροπής σχετικές με φορολογικά μέτρα, δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή χορήγησε το ευεργέτημα της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εντός πλαισίου χαρακτηριζόμενου από τη χορήγηση, ακόμη και μετά την απόφαση κίνησης της διαδικασίας, ενός πλεονεκτήματος που απορρέει από νέα ενίσχυση, μη κοινοποιηθείσα στην Επιτροπή.

319    Επίσης δεν αποδείχθηκε, αλλά ούτε καν υποστηρίχθηκε, ότι οι δικαιούχοι των επίμαχων πλεονεκτημάτων στις αποφάσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα μπορούσαν να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους κατά τρόπο άμεσο (βλ. σκέψη 314 ανωτέρω).

320    Ελλείψει απόδειξης και, κατά μείζονα λόγο, επίκλησης περιστάσεων που θα μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογήσουν τη χορήγηση μεταβατικού καθεστώτος, τα αποτελέσματα του οποίου θα συνεχίζονταν μετά την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, το επιχείρημα της προσφεύγουσας που στηρίζεται στην προηγούμενη πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή στις αποφάσεις της στον τομέα της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει να απορριφθεί.

321    Όσον αφορά την απόφαση της Επιτροπής, της 31ης Οκτωβρίου 2000, σχετικά με την ισπανική νομοθεσία για το φόρο εταιρειών (ΕΕ 2001, L 60, σ. 57), μόνη απόφαση αναγόμενη στην προηγούμενη πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή στις σχετικές αποφάσεις της την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα προσκομίζοντας επαρκή στοιχεία ώστε να μπορέσει το Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει λεπτομερώς αν το πλαίσιο της υπόθεσης αυτής ήταν συγκρίσιμο με αυτό της υπό κρίση υπόθεσης, πρόκειται, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, για απόφαση εκδοθείσα κατ’ εφαρμογή της Συνθήκης ΕΚΑΧ, ως προς την οποία οι προϋποθέσεις ελέγχου των ενισχύσεων δεν ήταν συγκρίσιμες με τις προβλεπόμενες από τη Συνθήκη ΕΚ και εν συνεχεία από τη Συνθήκη ΛΕΕ. Ειδικότερα, στη Συνθήκη ΕΚΑΧ δεν υπήρχαν διατάξεις παρόμοιες με εκείνες του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ στο οποίο στηρίζεται η νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 289 ανωτέρω.

322    Επιπλέον, η εν λόγω απόφαση της Επιτροπής είναι προγενέστερη της απόφασης της 9ης Οκτωβρίου 2001, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑400/99, EU:C:2001:528), η οποία παρατίθεται στη σκέψη 291 ανωτέρω, και σύμφωνα με την οποία υφίστανται, μετά την έκδοση της απόφασης για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, τουλάχιστον σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμφωνία του επίμαχου μέτρου με τους κανόνες της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων.

323    Επομένως, μια τέτοια απόφαση της Επιτροπής δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι υφίσταται δικαιολογημένη εμπιστοσύνη την οποία θα μπορούσε να επικαλεστεί η προσφεύγουσα.

324    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το επιχείρημα που στηρίζεται στην προηγούμενη πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή στις αποφάσεις της όσον αφορά τις λεπτομέρειες ανάκτησης μιας ενίσχυσης και το κατά πόσον αυτές θίγουν ή όχι την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης είναι λυσιτελές για τους σκοπούς της επίκλησης της αρχής αυτής, το επιχείρημα αυτό είναι, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμο.

325    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, ο λόγος που προβάλλει η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί.

326    Όσον αφορά την έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα επικαλείται τέτοια έλλειψη, διαπιστώνεται ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή, όπως προκύπτει από την επί της ουσίας ανάλυση στην οποία μπόρεσε να προβεί το Γενικό Δικαστήριο ανωτέρω, εξήγησε και δικαιολόγησε κατά τρόπο αρκούντως ακριβή και συνεπή τους όρους ανάκτησης της ενίσχυσης, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα στην προσφεύγουσα να αμφισβητήσουν το κύρος της απόφασης αυτής και στον δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας της ίδιας αυτής απόφασης (βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, Tiercé Ladbroke κατά Επιτροπής, T‑471/93, EU:T:1995:167, σκέψη 29). Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να γίνει παραπομπή, ειδικότερα, στις σκέψεις 275 και 283 ανωτέρω, οι οποίες περιέχουν ρητές παραπομπές σε ορισμένα χωρία της προσβαλλόμενης απόφασης.

327    Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο τρίτος λόγος ακύρωσης αποβλέπει επίσης στην αμφισβήτηση της τυπικής νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί σε κάθε περίπτωση ως αβάσιμος.

328    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθούν όλοι οι λόγοι ακύρωσης που προβλήθηκαν προς στήριξη της υπό κρίση προσφυγής.

329    Συνεπώς, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των προβαλλόμενων από την Επιτροπή επιχειρημάτων σχετικά με την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης και έννομου συμφέροντος της προσφεύγουσας.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

330    Κατά το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται, με τις αποφάσεις που εκδίδει κατόπιν αναιρέσεως και αναπομπής, επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά, αφενός, τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες και, αφετέρου, την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία. Στο μέτρο που, με την απόφαση World Duty Free, το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας και της Επιτροπής, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί, με την παρούσα απόφαση, και επί των δικαστικών εξόδων που αφορούν την αναιρετική διαδικασία στην υπόθεση C‑20/15 P (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω).

331    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει, εκτός από τα δικαστικά έξοδά της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

332    Όσον αφορά τους παρεμβαίνοντες, στο μέτρο που, με την απόφαση World Duty Free, το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί των δικαστικών τους εξόδων, το Γενικό Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί μόνον επί των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν σε σχέση με την παρούσα διαδικασία.

333    Δυνάμει του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, αποφασίζεται ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ιρλανδία και το Βασίλειο της Ισπανίας φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα)

Αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η World Duty Free Group, SA φέρει, πέραν των δικαστικών της εξόδων, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ιρλανδία και το Βασίλειο της Ισπανίας φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Gervasoni

Madise

da Silva Passos

Kowalik-Bańczyk

 

      Mac Eochaidh

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Νοεμβρίου 2018.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα


I. Ιστορικό της διαφοράς

II. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

III. Σκεπτικό

Α. Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη μη επιλεκτικότητα του επίμαχου μέτρου

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

2. Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

α) Επί της εκ πρώτης όψεως απουσίας επιλεκτικού χαρακτήρα

β) Επί της ύπαρξης παρέκκλισης

1) Επί του πρώτου σταδίου

2) Επί του δεύτερου σταδίου

γ) Επί του δικαιολογημένου χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου υπό το πρίσμα της φύσης και της οικονομίας του συστήματος στο οποίο εντάσσεται το μέτρο αυτό (τρίτο στάδιο)

Β. Επί του δεύτερου λόγου ακύρωσης, που στηρίζεται σε εσφαλμένο προσδιορισμό του δικαιούχου του επίμαχου μέτρου

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

2. Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Γ. Επί του τρίτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

2. Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

IV. Επί των δικαστικών εξόδων



*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.