Language of document : ECLI:EU:F:2008:150

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 27ης Νοεμβρίου 2008

Υπόθεση F-35/07

Bettina Klug

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMEA)

«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Μη ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Δυσμενής έκθεση αξιολογήσεως – Ηθική παρενόχληση»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η B. Klug ζητεί να υποχρεωθεί ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων να παρατείνει τη σύμβαση εργασίας που συνήφθη στις 7 Φεβρουαρίου 2002 και άρχισε να ισχύει από 1ης Ιουλίου 2002 για διάρκεια πέντε ετών, να της καταβάλει χρηματική ικανοποίηση 200 000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη, καθώς και να ανακαλέσει την έκθεσή της αξιολογήσεως για την περίοδο από 31 Δεκεμβρίου 2004 έως 31 Δεκεμβρίου 2006 και να καταρτίσει νέα έκθεση βάσει της αποφάσεως που θα εκδώσει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Απόφαση η οποία υπενθυμίζει την ημερομηνία λήξεως της ισχύος συμβάσεως εργασίας εκτάκτου υπαλλήλου και η οποία πρέπει να ερμηνευθεί ως μη ανανέωση της συμβάσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

2.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 47)

3.      Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής την οποία υπέχει η διοίκηση – Έκταση – Υποχρέωση της διοικήσεως να εξετάζει τις καταγγελίες που αφορούν ηθική παρενόχληση και να ενημερώνει τον καταγγέλλοντα για την έκβαση της καταγγελίας του

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 24 και 90 § 1· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 11)

1.      Συνιστά βλαπτική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (ΚΥΚ) απόφαση της διοικήσεως η οποία, υπενθυμίζοντας σε έκτακτο υπάλληλο την ημερομηνία λήξεως της συμβάσεώς του εργασίας, η οποία ωστόσο δύναται να ανανεωθεί, μπορεί να κατανοηθεί από τον ενδιαφερόμενο μόνον ως άρνηση παρατάσεως της ισχύος της εν λόγω συμβάσεως . Συγκεκριμένα, μια τέτοια απόφαση, που έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει έναν έκτακτο υπάλληλο από τη διατήρηση της εργασιακής του σχέσεως με κοινοτικό θεσμικό όργανο, αποτελεί, εκ φύσεως, πράξη θίγουσα ευθέως και αμέσως τα συμφέροντα του υπαλλήλου αυτού, μεταβάλλοντας σαφώς την έννομη κατάστασή του.

(βλ. σκέψη 43)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 15 Οκτωβρίου 2008, T‑160/04, Ποταμιάνος κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 23

ΔΔΔ: 28 Ιουνίου 2007, F‑38/06, Bianchi κατά ETF, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 92 έως 94

2.      Η καταγγελία συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου, σύμφωνα με το άρθρο 47 του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού και τηρουμένης της προειδοποιήσεως που προβλέπεται στη σύμβαση, καθώς και η πρόωρη καταγγελία συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου συναφθείσας για ορισμένο χρόνο υπάγονται στην ευρεία εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας αρχής, οπότε ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή πρέπει να περιορίζεται, ανεξάρτητα από τον έλεγχο της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, στον έλεγχο του αν συντρέχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας. Το αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν δεν πρόκειται για πρόωρη καταγγελία, αλλά για μη ανανέωση συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου συναφθείσας για ορισμένο χρόνο, καθόσον η ανανέωση της συμβάσεως αποτελεί απλώς ευχέρεια, εξαρτώμενη από την προϋπόθεση ότι είναι συμβατή προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

Συναφώς, η αρμόδια αρχή οφείλει, κατά τη λήψη αποφάσεως σχετικά με την κατάσταση υπαλλήλου, να λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν την απόφασή της, ιδίως δε το συμφέρον του οικείου υπαλλήλου. Τούτο προκύπτει, συγκεκριμένα, από το καθήκον αρωγής της διοικήσεως, το οποίο αντικατοπτρίζει την ισορροπία των αντίστοιχων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ο ΚΥΚ και, κατ’ αναλογία, το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού δημιούργησαν στις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων της. Ωστόσο, η συνεκτίμηση του προσωπικού συμφέροντος του οικείου υπαλλήλου δεν μπορεί να φθάσει μέχρι την επιβολή απαγορεύσεως στην αρμόδια αρχή να μην ανανεώσει σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, παρά την αντίθεση του υπαλλήλου αυτού, εφόσον το απαιτεί το συμφέρον της υπηρεσίας.

Κατά συνέπεια, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν υφίσταται πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη μη ανανέωση της συμβάσεως εργασίας έκτακτου υπαλλήλου, κατάχρηση εξουσίας, καθώς και παράβαση του καθήκοντος αρωγής το οποίο υπέχει ένα κοινοτικό όργανο όταν καλείται να αποφασίσει σχετικά με την ανανέωση συμβάσεως που το συνδέει με έναν από τους υπαλλήλους της.

(βλ. σκέψεις 65 έως 68 και 79)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 26 Φεβρουαρίου 1981, 25/80, De Briey κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 637, σκέψη 7· 29 Ιουνίου 1994, C‑298/93 P, Klinke κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1994, σ. I‑3009, σκέψη 38

ΠΕΚ: 28 Ιανουαρίου 1992, T‑45/90, Speybrouck κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II‑33, σκέψεις 97 και 98· 17 Μαρτίου 1994, T‑51/91, Hoyer κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑103 και II‑341, σκέψη 36· 18 Απριλίου 1996, T‑13/95, Κυρπίτσης κατά ΟΚΕ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑167 και II‑503, σκέψη 52· 14 Ιουλίου 1997, T‑123/95, B κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑245 και II‑697, σκέψη 70· 12 Δεκεμβρίου 2000, T‑223/99, Dejaiffe κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑277 και II‑1267, σκέψεις 51 και 53· 6 Φεβρουαρίου 2003, T‑7/01,Pyres κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑37 και II‑239, σκέψεις 50, 51 και 64· 1 Μαρτίου 2005, T‑258/03, Mausolf κατά Ευρωπόλ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑45 και II‑189, σκέψη 49

3.      Το καθήκον αρωγής που προβλέπει το άρθρο 24 του ΚΥΚ και το οποίο εφαρμόζεται στους εκτάκτους υπαλλήλους δυνάμει της παραπομπής που περιέχεται στο άρθρο 11 του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση της διοικήσεως να εξετάζει σοβαρά, γρήγορα και απολύτως εμπιστευτικά τις καταγγελίες για ηθική παρενόχληση και να ενημερώνει τον καταγγέλλοντα για την έκβαση της καταγγελίας του.

Προς τούτο, αρκεί ο μόνιμος ή ο έκτακτος υπάλληλος που αξιώνει την προστασία του κοινοτικού του οργάνου να υποβάλλει αίτηση δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, περιέχουσα τουλάχιστον αρχή αποδείξεως όσον αφορά το υποστατό των παρενοχλήσεων που ισχυρίζεται ότι υφίσταται. Εφόσον υπάρχουν τέτοια στοιχεία, εναπόκειται στο οικείο θεσμικό όργανο να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, διενεργώντας ιδίως έρευνα προκειμένου να αποδειχθούν τα πραγματικά περιστατικά λόγω των οποίων υποβλήθηκε η καταγγελία, σε συνεργασία με τον καταγγέλλοντα.

(βλ. σκέψεις 73, 74 και 76)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 14 Ιουνίου 1979, 18/78, V. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 47, σκέψη 15· 26 Ιανουαρίου 1989, 224/87, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 99, σκέψεις 15 και 16

ΠΕΚ: 21 Απριλίου 1993, T‑5/92, Tallarico κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑477, σκέψεις 30 και 31