Language of document :

Αγωγή της 26ης Ιουνίου 2014 – Kendrion κατά Δικαστηρίου

(Υπόθεση T-479/14)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Διάδικοι

Ενάγουσα: Kendrion NV (Zeist, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωποι: P. Glazener και T. Ottervanger, δικηγόροι)

Εναγόμενο: Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα της ενάγουσας

Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

να καταβάλει, λόγω υλικής βλάβης, το ποσό των 2 308 463,98 ευρώ, ή το ποσό που θα κρίνει εύλογο το Γενικό Δικαστήριο, και

να καταβάλει, λόγω ηθικής βλάβης, κυρίως το ποσό των 11 050 000,00 ευρώ, ή, επικουρικά, το ποσό των 1 700 000,00 ευρώ, ή, επικουρικότερα, το ποσό που οι διάδικοι θα καθορίσουν με τον τρόπο που θα ορίσει το Γενικό Δικαστήριο, ή το ποσό που θα κρίνει εύλογο το Γενικό Δικαστήριο, ενώ

κάθε ποσό θα είναι αυξημένο, από τις 26 Νοεμβρίου 2013, με τόκους υπερημερίας βάσει του επιτοκίου που θα κρίνει εύλογο το Γενικό Δικαστήριο, και

το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2013, Kendrion κατά Επιτροπής (C-50/12 P, EU:C:2013:771), το Δικαστήριο διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της δίκης που διεξήχθη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-54/06, Kendrion κατά Επιτροπής, η οποία είχε ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως C(2005) 4634 της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2005, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] (υπόθεση COMP/F/38.354 – Βιομηχανικοί σάκοι), στο μέτρο που είχε απευθυνθεί στην ενάγουσα, καθώς και αίτημα ακυρώσεως ή, επικουρικά, μειώσεως του προστίμου που είχε επιβληθεί στην ενάγουσα.

Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι παράβαση της υποχρεώσεως που απορρέει από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να κολάζεται στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, επειδή μια τέτοια αγωγή συνιστά αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα.

Η ενάγουσα διατείνεται ότι στην ανωτέρω απόφαση το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου ο οποίος έχει ως αντικείμενο την παροχή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

Επιπλέον, η ενάγουσα διατείνεται ότι, εφόσον η δίκη διήρκεσε 5 έτη και 9 μήνες, ενώ, κατά την άποψή της, εύλογη πρέπει να θεωρηθεί περίοδος 2 ετών και 6 μηνών, πρόκειται για υπέρβαση της εύλογης προθεσμίας κατά 3 έτη και 3 μήνες. Ως εκ τούτου, αν η δίκη είχε περατωθεί εντός εύλογης προθεσμίας, η απόφαση θα είχε εκδοθεί στις 26 Νοεμβρίου 2010 και όχι στις 26 Αυγούστου 2013.Η υλική βλάβη που η ενάγουσα υπέστη λόγω της υπερβολικής διάρκειας συνίσταται στα πρόσθετα οικονομικά βάρη τα οποία αναγκάστηκε να αναλάβει κατά την εν λόγω περίοδο. Η βλάβη αυτή συνίσταται στους τόκους επί του ποσού του προστίμου των 34 000 000 ευρώ τους οποίους η Επιτροπή υπολόγισε για την εν λόγω περίοδο, πλέον των εξόδων που κατά την περίοδο αυτή συνδέονται με την τραπεζική εγγύηση που συστάθηκε για την έντοκη πληρωμή του προστίμου. Από το ποσό αυτό αφαιρούνται τα έξοδα που συνδέονται με τη χρηματοδότηση της πληρωμής προς την Ένωση, στις 26 Αυγούστου 2010, του εντόκως οφειλόμενου προστίμου αν το Γενικό Δικαστήριο είχε εκδώσει απόφαση την ημερομηνία αυτή.Ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που η ενάγουσα υπέστη ως αποτέλεσμα της υπερβολικής διάρκειας, η ενάγουσα ζητεί δίκαιη αποζημίωση ίση με το 10 % του προστίμου για κάθε έτος, αυξημένη κατά ένα ποσοστό του 10 % ανάλογο με το αντίστοιχο μέρος του έτους κατά το οποίο υπερέβη την εύλογη προθεσμία η δίκη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Κατά την ενάγουσα, η αποζημίωση αυτή είναι προσήκουσα, δεδομένου ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, το ποσοστό 10 %, ήταν ο κανόνας για την αύξηση των προστίμων για κάθε έτος συνεχιζόμενης παραβάσεως.Επικουρικά, η ενάγουσα ζητεί, για την ηθική βλάβη, δίκαιη αποζημίωση ίση με το 5 % του προστίμου. Το ποσό αυτό συνάδει με την αποζημίωση που από το Δικαστήριο θεωρήθηκε κατάλληλη σε παρόμοιες περιπτώσεις κατάφωρης υπερβάσεως της εύλογης προθεσμίας για την αξιολόγηση προστίμων για συμπράξεις.