Language of document : ECLI:EU:C:2022:477

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 16ης Ιουνίου 2022 (1)

Υπόθεση C230/21

X, η οποία ενεργεί επ’ ονόματί της και με την ιδιότητα της νόμιμης εκπροσώπου των ανήλικων τέκνων της Y και Z

κατά

Belgische Staat

[αίτηση του Raad voor Vreemdelingenbetwistingen
(Συμβουλίου επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών, Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Μεταναστευτική πολιτική – Οδηγία 2003/86/ΕΚ – Δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση – Έννοια του “ασυνόδευτου ανηλίκου” – Δικαίωμα πρόσφυγα στην οικογενειακή επανένωση με τους γονείς του – Ανήλικος πρόσφυγας ο οποίος είναι έγγαμος κατά την είσοδο σε κράτος μέλος – Γάμος ανηλίκου ο οποίος δεν αναγνωρίζεται στο εν λόγω κράτος μέλος»






I.      Εισαγωγή

1.        Συνιστά το γεγονός ότι μια ανήλικη πρόσφυγας είναι έγγαμη κώλυμα στο να θεωρηθεί αυτή «ασυνόδευτη ανήλικη» και να απολαύει του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης με τον ανιόντα της, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/86/ΕΚ (2);

2.        Δίνοντας απάντηση στο ως άνω ερώτημα που τίθεται στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο θα αποφανθεί επί των περιπτώσεων των γάμων ανηλίκων, οι οποίες είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητες, μεταξύ άλλων, διότι ενδέχεται να πρόκειται για εξαναγκαστικούς γάμους και, ως εκ τούτου, για ιδιαιτέρως σοβαρές προσβολές θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως δε των παιδιών και των γυναικών (3).

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Η οδηγία 2003/86

3.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 6, 8, 9 και 11 της οδηγίας 2003/86 έχουν ως εξής:

«(2)      Τα μέτρα που αφορούν την οικογενειακή επανένωση θα πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και σεβασμού της οικογενειακής ζωής που αναφέρεται σε πολλές πράξεις διεθνούς δικαίου. Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από το άρθρο 8 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[…]

(6)      Για την προστασία της οικογένειας και τη δημιουργία ή διατήρηση οικογενειακού βίου, θα πρέπει να καθορισθούν τα υλικά κριτήρια για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης βάσει κοινών κριτηρίων.

[…]

(8)      Θα πρέπει να αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην κατάσταση των προσφύγων, εξαιτίας των λόγων που τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και που τους εμποδίζουν να διεξάγουν εκεί κανονικό οικογενειακό βίο. Θα πρέπει, συνεπώς, να προβλεφθούν πιο ευνοϊκές προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματός τους οικογενειακής επανένωσης.

(9)      Η οικογενειακή επανένωση θα πρέπει να ισχύει εν πάση περιπτώσει για τα μέλη του πυρήνα της οικογένειας, ήτοι τον/τη σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα.

[…]

(11)      Το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης θα πρέπει να ασκείται σε συμμόρφωση με τις αξίες και τις αρχές που αναγνωρίζουν τα κράτη μέλη, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα των γυναικών και των παιδιών […]».

4.        Κατά το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής ως «ασυνόδευτος ανήλικος» νοείται ο «υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ ετών, ο οποίος φθάνει στην επικράτεια των κρατών μελών χωρίς να συνοδεύεται από τον κατά το νόμο ή το έθιμο υπεύθυνο ενήλικο και για όσο διάστημα ένα τέτοιο πρόσωπο δεν έχει αναλάβει πραγματικά την επιμέλειά του ή ο ανήλικος που βρέθηκε χωρίς συνοδεία μετά την είσοδό του στην επικράτεια των κρατών μελών».

5.        Το άρθρο 4, παράγραφοι 1, 2 και 5, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή, δυνάμει της παρούσας οδηγίας και υπό την επιφύλαξη της τήρησης των προϋποθέσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο IV, καθώς και στο άρθρο 16, των ακόλουθων μελών της οικογένειας:

α)      του/της συζύγου του συντηρούντος·

β)      των ανήλικων τέκνων του συντηρούντος και του/της συζύγου του, συμπεριλαμβανομένων των τέκνων που έχουν υιοθετηθεί σύμφωνα με απόφαση που ελήφθη από την αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ή με απόφαση αυτοδικαίως εκτελεστή δυνάμει διεθνών υποχρεώσεων του εν λόγω κράτους μέλους ή η οποία πρέπει να αναγνωρισθεί σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις·

γ)      των ανήλικων τέκνων, συμπεριλαμβανομένων των θετών τέκνων του συντηρούντος, όταν ο συντηρών έχει την επιμέλεια και την ευθύνη συντήρησης των τέκνων. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν την επανένωση των τέκνων των οποίων η επιμέλεια είναι επιμερισμένη, εφόσον συναινεί ο έτερος δικαιούχος της επιμέλειας·

δ)      των ανήλικων τέκνων, συμπεριλαμβανομένων των θετών τέκνων του/της συζύγου όταν ο/η σύζυγος έχει την επιμέλεια και την ευθύνη συντήρησης των τέκνων. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν την επανένωση των τέκνων των οποίων η επιμέλεια είναι επιμερισμένη, εφόσον συναινεί ο έτερος δικαιούχος της επιμέλειας.

Τα ανήλικα τέκνα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο πρέπει να είναι νεότερα από την ηλικία ενηλικίωσης που προσδιορίζεται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους και να μην είναι έγγαμα.

[…]

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν, με νομοθετική ή κανονιστική πράξη, να επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή, δυνάμει της παρούσας οδηγίας και υπό την επιφύλαξη της τήρησης των όρων που ορίζονται στο κεφάλαιο IV, των ακόλουθων μελών της οικογένειας:

α)      των εξ αίματος και πρώτου βαθμού ανιόντων του συντηρούντος ή του/της συζύγου του, εφόσον έχουν την ευθύνη συντήρησής τους και τα άτομα αυτά στερούνται της απαραίτητης οικογενειακής υποστήριξης στη χώρα καταγωγής·

[…]

5.      Για την καλύτερη ενσωμάτωση και για την αποφυγή τέλεσης εξαναγκαστικών γάμων, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν από τον συντηρούντα και τον/τη σύζυγό του να έχουν συμπληρώσει ελάχιστη ηλικία, και κατά ανώτατο όριο την ηλικία των 21 ετών, πριν τους δοθεί η δυνατότητα να επανενωθούν μαζί του/της.»

6.        Το άρθρο 5, παράγραφος 5, της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

«Κατά την εξέταση μιας αίτησης, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να λαμβάνουν δεόντως υπόψη το μείζον συμφέρον των ανηλίκων τέκνων.»

7.        Το άρθρο 10 της οδηγίας 2003/86, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο V, που επιγράφεται «Οικογενειακή επανένωση προσφύγων», προβλέπει στην παράγραφο 3, στοιχείο αʹ, τα εξής:

«Αν ο πρόσφυγας είναι μη συνοδευόμενος ανήλικος, τα κράτη μέλη:

α)      επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή, για λόγους οικογενειακής επανένωσης, των εξ αίματος πρώτου βαθμού ανιόντων του, χωρίς να εφαρμόζουν τους οριζόμενους από το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο α) όρους·».

Β.      Ο κανονισμός Δουβλίνο III

8.        Το άρθρο 2, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 (4), ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[…]

ζ)      “μέλη της οικογένειας”: εφόσον η οικογένεια ήδη υπήρχε στη χώρα καταγωγής, τα ακόλουθα μέλη της οικογένειας του αιτούντος τα οποία είναι παρόντα στο έδαφος των κρατών μελών:

–        […]

–        όταν ο δικαιούχος διεθνούς προστασίας είναι ανήλικος και άγαμος, ο πατέρας, η μητέρα ή άλλος ενήλικος υπεύθυνος για τον αιτούντα, είτε βάσει νόμου είτε βάσει της πρακτικής του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται ο δικαιούχος·».

9.        Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III προβλέπει τα εξής:

«Εάν ο αιτών είναι ασυνόδευτος ανήλικος, υπεύθυνο κράτος μέλος είναι εκείνο στο οποίο ευρίσκεται νομίμως ένα μέλος της οικογένειας ή αδελφός του ασυνόδευτου ανηλίκου, εφόσον αυτό είναι προς το μείζον συμφέρον του ανηλίκου. Όταν ο αιτών είναι έγγαμος ανήλικος, ο σύζυγος του οποίου δεν ευρίσκεται νομίμως στο έδαφος των κρατών μελών, υπεύθυνο κράτος μέλος είναι εκείνο στο οποίο ευρίσκεται νομίμως ο πατέρας, η μητέρα ή άλλος ενήλικος υπεύθυνος για τον ανήλικο, είτε βάσει νόμου είτε βάσει της πρακτικής του εν λόγω κράτους μέλους, ή αδελφός του.»

III. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

10.      Στις 8 Δεκεμβρίου 2016, και ενώ ήταν ανήλικη, η θυγατέρα της X, προσφεύγουσας της κύριας δίκης, συνήψε γάμο στον Λίβανο με τον Y.B., ο οποίος διέθετε ισχύουσα άδεια διαμονής στο Βέλγιο.

11.      Κατά την άφιξή της στο Βέλγιο στις 28 Αυγούστου 2017 θεωρήθηκε ασυνόδευτη ανήλικη αλλοδαπή από την Υπηρεσία Επιτροπείας της FOD Justitie (ομοσπονδιακής δημόσιας υπηρεσίας Δικαιοσύνης, Βέλγιο) και της διορίστηκε επίτροπος στις 29 Αυγούστου 2017.

12.      Στις 20 Σεπτεμβρίου 2017 η Dienst Vreemdelingenzaken (Υπηρεσία Αλλοδαπών, Βέλγιο) αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη λιβανέζικη ληξιαρχική πράξη γάμου, βάσει των άρθρων 21 και 27 του βελγικού code de droit international privé (κώδικα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου), με την αιτιολογία ότι επρόκειτο για γάμο ανηλίκου, ο οποίος θεωρείται ότι αντίκειται στη δημόσια τάξη.

13.      Την ίδια ημέρα, η θυγατέρα της Χ υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 26 Σεπτεμβρίου 2018 της αναγνωρίστηκε το καθεστώς πρόσφυγα.

14.      Στις 18 Δεκεμβρίου 2018 η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, η οποία έχει την παλαιστινιακή ιθαγένεια, υπέβαλε ενώπιον της βελγικής αντιπροσωπείας στη Βηρυτό (Λίβανος) αίτηση για τη χορήγηση θεωρήσεως εισόδου χάριν οικογενειακής επανένωσης, συγκεκριμένα με τη γεννηθείσα στις 2 Φεβρουαρίου 2001 ανήλικη θυγατέρα της. Την ίδια ημέρα η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υπέβαλε και αιτήσεις θεωρήσεως για ανθρωπιστικούς λόγους για τους ανήλικους υιούς της, Y και Z.

15.      Στις 20 Αυγούστου 2019 η θυγατέρα της Χ γέννησε κορίτσι, Βελγίδα υπήκοο.

16.      Με τρεις αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 2019, ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος του minister van Sociale Zaken en Volksgezondheid, en van Asiel en Migratie (Υπουργού Κοινωνικών Υποθέσεων, Δημόσιας Υγείας, Ασύλου και Μεταναστεύσεως, Βέλγιο, στο εξής: εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος του Υπουργού) απέρριψε τις αιτήσεις χορηγήσεως θεωρήσεων εισόδου τις οποίες είχε υποβάλει η X. Με απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, το αιτούν δικαστήριο ακύρωσε τις ως άνω αποφάσεις. Στις 17 Μαρτίου 2020 ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος του Υπουργού εξέδωσε τρεις νέες αποφάσεις προς απόρριψη των αιτήσεων χορηγήσεως θεωρήσεων εισόδου.

17.      Κατά τον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο του Υπουργού, από το άρθρο 10, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 4, του νόμου περί αλλοδαπών και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86 προκύπτει ότι η πυρηνική οικογένεια αποτελείται από τους συζύγους και τα ανήλικα άγαμα τέκνα και ότι, κατά συνέπεια, η θυγατέρα της X, της οποίας ο γάμος είναι έγκυρος στη χώρα καταγωγής της, δεν ανήκει πλέον στην πυρηνική οικογένεια των γονέων της.

18.      Στις 10 Αυγούστου 2020 η Χ άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προσφυγή κατά των τριών αποφάσεων που εξέδωσε ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος του Υπουργού στις 17 Μαρτίου 2020.

19.      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Χ ισχυρίζεται ότι ούτε ο βελγικός νόμος περί αλλοδαπών ούτε η οδηγία 2003/86 προβλέπουν ως απαίτηση ότι ο συντηρών ανήλικος πρόσφυγας πρέπει να είναι άγαμος προκειμένου να απολαύει του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης με τους γονείς του. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι ο γάμος της θυγατέρας της, εφόσον δεν αναγνωρίζεται στο Βέλγιο, δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα στη βελγική έννομη τάξη. Κατ’ αυτήν, η θυγατέρα της πρέπει να πληροί δύο μόνον προϋποθέσεις προκειμένου να έχει δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης με τους γονείς της, ήτοι να είναι ανήλικη και ασυνόδευτη κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας, αμφότερες δε οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται εν προκειμένω.

20.      Κατά το Raad voor Vreemdelingenbetwistingen (Συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών, Βέλγιο), η κατάσταση της θυγατέρας της προσφεύγουσας της κύριας δίκης φαίνεται να είναι ίδια με εκείνη στην οποία βρίσκεται «ασυνόδευτος ανήλικος» κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/86. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει συναφώς ότι η οδηγία δεν περιέχει καμία αναφορά στην οικογενειακή κατάσταση του «ασυνόδευτου ανηλίκου». Σημειώνει ωστόσο, αναφερόμενο στα επιχειρήματα του εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου του Υπουργού, ότι το καθεστώς οικογενειακής επανένωσης το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 9 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ απαιτεί ο ανήλικος πρόσφυγας να είναι άγαμος προκειμένου το κράτος μέλος στο οποίο διαμένει να είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας των γονέων του.

21.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Raad voor Vreemdelingenbetwistingen (Συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της [οδηγίας 2003/86], την έννοια ότι ο “ασυνόδευτος ανήλικος” πρόσφυγας που διαμένει σε κράτος μέλος πρέπει να είναι “άγαμος” κατά το εθνικό του δίκαιο, ώστε να υφίσταται δικαίωμα οικογενειακής επανένωσής του με εξ αίματος σε ευθεία γραμμή ανιόντες;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως: Μπορεί ανήλικος πρόσφυγας, του οποίου ο συναφθείς στην αλλοδαπή γάμος δεν αναγνωρίζεται για λόγους δημοσίας τάξεως, να θεωρηθεί “ασυνόδευτος ανήλικος” κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 10, παράγραφος 3, της οδηγίας [2003/86];»

22.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, η Βελγική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ίδιοι μετέχοντες στη διαδικασία ανέπτυξαν και προφορικώς τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 31ης Μαρτίου 2022.

IV.    Ανάλυση

Α.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

23.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν ανήλικος πρόσφυγας διαμένων σε κράτος μέλος πρέπει να είναι άγαμος προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί «ασυνόδευτος ανήλικος» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/86 και, κατά συνέπεια, να μπορεί να απολαύει του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης με τον ανιόντα του, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας.

24.      Κατ’ αρχάς, υπογραμμίζεται ότι το συγκεκριμένο προδικαστικό ερώτημα δεν αφορά όλες τις πτυχές της έννοιας του «ασυνόδευτου ανηλίκου», αλλά μόνον το κατά πόσον ο ενδιαφερόμενος ανήλικος πρέπει να είναι άγαμος. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο δεν καλείται να δώσει θετικό ορισμό της έννοιας αυτής και, ως εκ τούτου, να κρίνει εάν η θυγατέρα της X είναι «ασυνόδευτη ανήλικη» κατά την έννοια της οδηγίας 2003/86, αλλά μόνο να αποφανθεί εάν το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος ανήλικος είναι έγγαμος συνιστά κώλυμα στο να θεωρηθεί «ασυνόδευτος ανήλικος» και να απολαύει του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης με τον ανιόντα του.

25.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της αυτοτελούς και ενιαίας ερμηνείας οποιασδήποτε διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (5).

26.      Κατά τη γνώμη μου και για τους λόγους που θα αναπτύξω, τόσο η γραμματική όσο και η τελολογική και συστηματική ερμηνεία των δύο αυτών διατάξεων της οδηγίας 2003/86 επιβάλλουν να δοθεί αρνητική απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα.

1.      Γραμματική ερμηνεία

27.      Όσον αφορά το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/86, το οποίο ορίζει την έννοια «ασυνόδευτος ανήλικος» για τους σκοπούς της οδηγίας, όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο και όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, η διάταξη αυτή προβλέπει δύο προϋποθέσεις, τουτέστιν ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να είναι «ανήλικος» και «ασυνόδευτος» (6).

28.      Επομένως, ο ως άνω ορισμός, όπως είναι διατυπωμένος, ουδόλως αναφέρεται στην οικογενειακή κατάσταση του ανηλίκου, ούτε θέτει ως προϋπόθεση ότι ο ανήλικος πρέπει να είναι άγαμος προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί «ασυνόδευτος ανήλικος» κατά την έννοια της οδηγίας 2003/86.

29.      Τέτοια προϋπόθεση δεν προβλέπεται ούτε στο άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας. Ειδικότερα, η συγκεκριμένη διάταξη ρυθμίζει το ζήτημα της οικογενειακής επανένωσης ασυνόδευτου ανηλίκου πρόσφυγα και ορίζει ότι τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή των εξ αίματος, πρώτου βαθμού ανιόντων του χωρίς περαιτέρω προϋποθέσεις.

30.      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι άλλες διατάξεις της οδηγίας 2003/86 προβλέπουν ρητώς ως προϋπόθεση ότι ο ανήλικος πρέπει να είναι άγαμος για να μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση (7). Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη προϋπόθεση δεν μνημονεύεται στο άρθρο 2, στοιχείο στʹ, και στο άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας όσον αφορά τους ασυνόδευτους ανηλίκους υποδηλώνει, συνεπώς, ότι η εν λόγω προϋπόθεση δεν ισχύει στην περίπτωσή τους (8).

31.      Επομένως, επ’ ουδενί προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να αναγνωρίζεται το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης ασυνόδευτων ανηλίκων αποκλειστικώς και μόνον υπέρ των άγαμων ανηλίκων.

32.      Το αποτέλεσμα της γραμματικής ερμηνείας των δύο αυτών διατάξεων επιβεβαιώνεται, κατά τη γνώμη μου, και από τη συστηματική και τελολογική ερμηνεία τους.

2.      Συστηματική ερμηνεία

33.      Επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι, όπως υπογραμμίζει και η Βελγική Κυβέρνηση, σε άλλες διατάξεις της οδηγίας γίνεται ρητή αναφορά σε περιπτώσεις στις οποίες ο ανήλικος είναι έγγαμος. Ειδικότερα, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, το οποίο ορίζει ποια μέλη της οικογένειας του συντηρούντος καλύπτει το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, προβλέπει ότι «[τ]α ανήλικα τέκνα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο πρέπει […] να μην είναι έγγαμα». Ομοίως, το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 2003/86 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να απαιτούν από τον συντηρούντα και τον/τη σύζυγό του να έχουν συμπληρώσει μια ελάχιστη ηλικία για την άσκηση του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση.

34.      Σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, τα ανήλικα τέκνα του γονέα που έχει την ιδιότητα του συντηρούντος μπορούν να εισέλθουν και να διαμείνουν στην Ένωση επί τη βάσει του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι έγγαμα και, σε περίπτωση που έχουν συνάψει γάμο, μπορούν να απολαύουν του δικαιώματος αυτού με τον/τη σύζυγό τους μόνον εφόσον έχουν συμπληρώσει ορισμένη ελάχιστη ηλικία.

35.      Το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε τις προϋποθέσεις αυτές όσον αφορά τον συντηρούντα γονέα ή τον/τη συντηρούντα σύζυγο, αλλά όχι όσον αφορά τον συντηρούντα ασυνόδευτο ανήλικο καταδεικνύει τη βούληση του νομοθέτη να μην περιορίσει το ευεργέτημα του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 μόνο στους άγαμους ασυνόδευτους ανηλίκους.

36.      Ειδικότερα, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης αναφέρεται ρητώς στην κατάσταση των έγγαμων ανηλίκων που επιθυμούν να μεταναστεύσουν προς επανένωση με τον συντηρούντα γονέα ή σύζυγο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η σιωπή του νομοθέτη όσον αφορά την οικογενειακή κατάσταση των ανηλίκων προσφύγων οι οποίοι είναι οι ίδιοι συντηρούντες συνιστά έκφραση της βουλήσεώς του να μην υπόκεινται στις ίδιες προϋποθέσεις. Εάν ο νομοθέτης ήθελε να ορίσει ότι ο ασυνόδευτος ανήλικος πρέπει να είναι άγαμος, θα το είχε δηλώσει ρητώς.

37.      Διευκρινίζω δε επ’ αυτού ότι, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει η Βελγική Κυβέρνηση, η ως άνω ερμηνεία δεν εισάγει διάκριση εις βάρος έγγαμου ανηλίκου ο οποίος ζητεί οικογενειακή επανένωση με τον συντηρούντα γονέα του ή τον/τη συντηρούντα σύζυγό του/της που διαμένει σε κράτος μέλος. Όπως υπογραμμίζουν η Επιτροπή και η X, η περίπτωση ανηλίκου που μεταναστεύει προς επανένωση με τον συντηρούντα γονέα του ή τον/τη συντηρούντα σύζυγό του είναι αντικειμενικώς διαφορετική από εκείνη του ανηλίκου που εισέρχεται ασυνόδευτος σε κράτος μέλος και ο γονέας του θα μπορούσε να μεταναστεύσει προς επανένωση μαζί του. Μολονότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις ο ανήλικος μπορεί ασφαλώς να θεωρηθεί ευάλωτος, στη δεύτερη εντούτοις περίπτωση ο ασυνόδευτος ανήλικος βρίσκεται σε ιδιαιτέρως ευάλωτη θέση (9), επειδή έχει εισέλθει και διαμένει μόνος του σε κράτος διαφορετικό από το κράτος καταγωγής του, εν αντιθέσει προς τον ανήλικο που διαμένει στο κράτος καταγωγής του, όπου διατηρεί δεσμούς (10).

38.      Περαιτέρω, ενώ το άρθρο 4 της οδηγίας 2003/86 θεσπίζει γενικές διατάξεις που ρυθμίζουν το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση, το άρθρο 10 της ίδιας οδηγίας αναφέρεται ρητώς στο δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης των προσφύγων, οι οποίοι χρήζουν, λόγω της κατάστασής τους, ιδιαίτερης προσοχής και πρέπει να υπόκεινται σε πιο ευνοϊκές προϋποθέσεις ως προς την άσκηση του δικαιώματός τους στην οικογενειακή επανένωση (11). Επομένως, δεν μπορεί να υπάρξει καμία αναλογία μεταξύ των δύο ρυθμιστικών πλαισίων, δεδομένου ότι δεν διέπονται από την ίδια λογική.

39.      Ακολούθως, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, φρονώ ότι πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Βελγικής Κυβέρνησης ότι θα πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση η κατάσταση κάθε ανηλίκου προκειμένου να διαπιστώνεται, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων στοιχείων, όπως είναι η γέννηση τέκνου, εάν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο κακοποίησης στον γάμο και, επομένως, εάν ο γάμος συνιστά κώλυμα στο να απολαύει ο συντηρών ανήλικος του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση με τους γονείς του, όπως συμβαίνει με την εξέταση που διενεργείται για να διαπιστωθεί κατά πόσον ένας ανήλικος μπορεί να μεταναστεύσει προς επανένωση με τον/τη συντηρούντα σύζυγό του επί τη βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 2003/86.

40.      Επισημαίνεται συναφώς ότι το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86 απαιτεί να είναι εξατομικευμένη η εξέταση των αιτήσεων για οικογενειακή επανένωση (12). Πλην όμως, αυτή η απαίτηση να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση του αιτούντος την οικογενειακή επανένωση δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να επιβάλουν στον αιτούντα την υποχρέωση να πληροί προϋποθέσεις που δεν προβλέπονται στην οδηγία. Με άλλα λόγια, η εξατομικευμένη εξέταση αιτήσεως για οικογενειακή επανένωση σχετικής με ασυνόδευτο ανήλικο δεν είναι δυνατόν να οδηγήσει σε τροποποίηση του περιεχομένου της έννοιας «ασυνόδευτος ανήλικος», μέσω της προσθήκης μιας επιπλέον προϋπόθεσης (να είναι άγαμος) την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έχει προβλέψει.

41.      Περαιτέρω, προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού, η Βελγική Κυβέρνηση παραλληλίζει και πάλι την περίπτωση συντηρούντος που επανενώνεται με τον/τη σύζυγό του με την περίπτωση ασυνόδευτου ανηλίκου που είναι ο ίδιος συντηρών, ενώ πρόκειται για αντικειμενικώς διαφορετικές καταστάσεις, οι οποίες εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εξατομικευμένη εξέταση της κατάστασης ενός συντηρούντος έγγαμου ανηλίκου, την οποία προτείνει η Βελγική Κυβέρνηση, δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στην οδηγία 2003/86.

42.      Θα ήθελα να προσθέσω δε ότι τα στοιχεία τα οποία η Βελγική Κυβέρνηση θεωρεί κρίσιμα στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής δεν ασκούν, κατά τη γνώμη μου, επιρροή ούτως ή άλλως. Παραδείγματος χάριν, η γέννηση ενός παιδιού στο πλαίσιο γάμου δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι δεν υφίσταται κακοποίηση στον γάμο αυτό, κατά μείζονα λόγο όταν πρόκειται για γάμο με ανήλικο, όπου ο κίνδυνος να εκτεθεί ο τελευταίος σε σοβαρές μορφές βίας είναι αυξημένος (13).

43.      Τέλος, η Βελγική Κυβέρνηση παραπέμπει, αφενός, στον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ και στον εκεί ορισμό της έννοιας «μέλη της οικογένειας», ο οποίος προϋποθέτει ότι ο ανήλικος είναι άγαμος, και, αφετέρου, στον βελγικό νόμο περί αλλοδαπών, ο οποίος, μεταφέροντας στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, προβλέπει ότι οι γονείς ασυνόδευτου ανηλίκου επιτρέπεται να διαμείνουν στο Βέλγιο υπό την προϋπόθεση ότι «μεταβαίνουν με σκοπό να ζήσουν μαζί του».

44.      Κανένα από τα στοιχεία αυτά δεν επηρεάζει, κατά τη γνώμη μου, την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στις διατάξεις της οδηγίας 2003/86, δεδομένου ότι ο μεν κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ δεν αφορά την οικογενειακή επανένωση των ασυνόδευτων ανηλίκων, η δε διατύπωση την οποία επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν οι εθνικοί νομοθέτες κατά τη μεταφορά μιας οδηγίας δεν δύναται να επηρεάσει την ερμηνεία της επίμαχης οδηγίας.

3.      Τελολογική ερμηνεία

45.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η οδηγία 2003/86 δεν επιδιώκει απλώς, εν γένει, την επίτευξη των σκοπών της διευκόλυνσης της οικογενειακής επανένωσης και της παροχής προστασίας στους υπηκόους τρίτων χωρών, ιδίως δε στους ανηλίκους, αλλά ότι το άρθρο της 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, αποσκοπεί ειδικώς στη διασφάλιση αυξημένης προστασίας υπέρ εκείνων των προσφύγων που έχουν την ιδιότητα του «ασυνόδευτου ανηλίκου» (14).

46.      Επομένως, μια περιοριστική ερμηνεία του όρου «ασυνόδευτος ανήλικος» που θα απέκλειε τους έγγαμους ανηλίκους θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, αντίθετη προς αυτόν τον ειδικό προστατευτικό σκοπό. Πράγματι, μια τέτοια ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια να μην μπορεί ένας έγγαμος ανήλικος, του οποίου ο/η σύζυγος διαμένει στο έδαφος της Ένωσης, να επωφεληθεί από την αυξημένη προστασία που του παρέχει η οδηγία 2003/86, παρόλο που η ιδιαιτέρως ευάλωτη θέση των ανηλίκων δεν αμβλύνεται λόγω του γάμου. Τουναντίον μάλιστα, το γεγονός ότι ο ανήλικος είναι έγγαμος μπορεί να σημαίνει, ιδίως όσον αφορά τα ανήλικα κορίτσια, ότι είναι εκτεθειμένος στη σοβαρή μορφή βίας την οποία αντιπροσωπεύουν οι γάμοι ανηλίκων και οι εξαναγκαστικοί γάμοι.

47.      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο αν ληφθεί υπόψη ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 11 της οδηγίας 2003/86, το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης θα πρέπει να ασκείται οπωσδήποτε σύμφωνα με τις αξίες και τις αρχές που αναγνωρίζουν τα κράτη μέλη, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα των γυναικών και των παιδιών. Επομένως, μεταξύ των σκοπών της συγκεκριμένης οδηγίας καταλέγεται και η πρόληψη των εξαναγκαστικών γάμων (15). Το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας προβλέπει, εξάλλου, ότι το μείζον συμφέρον του παιδιού πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη κατά την εξέταση αιτήσεων οικογενειακής επανένωσης. Ομοίως, το άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. Κατά τη γνώμη μου, οποιαδήποτε ερμηνεία που θα εξαρτούσε την ιδιότητα του «ασυνόδευτου ανηλίκου» από την προϋπόθεση ότι ο τελευταίος δεν είναι έγγαμος θα ήταν επίσης αντίθετη προς τις αρχές αυτές, εφόσον θα είχε ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της οικογενειακής επανένωσης των εν λόγω παιδιών με τους ανιόντες τους, παρά την ιδιαιτέρως ευάλωτη κατάστασή τους.

48.      Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο γάμος ανηλίκου έχει αυτομάτως ως συνέπεια ότι ο ανήλικος δεν είναι πλέον «συντηρούμενος» από τους γονείς του, αλλά από τον/την σύζυγό του. Σύμφωνα δε με τη Βελγική Κυβέρνηση, η προϋπόθεση να είναι οι γονείς όντως υπεύθυνοι για τον ανήλικο θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για την άσκηση του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος αυτού για έναν συντηρούντα γονέα με τον οποίο επανενώνονται τα τέκνα του μπορούν να εφαρμοστούν και στην περίπτωση συντηρούντος ασυνόδευτου ανηλίκου, καθόσον πρόθεση του νομοθέτη ήταν η επανένωση των γονέων με τα ανήλικα τέκνα που τελούν υπό την επιμέλειά τους.

49.      Ωστόσο, για τους λόγους που αναφέρθηκαν στα σημεία 37 και 38 των παρουσών προτάσεων, εκτιμώ ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται αναλογία μεταξύ της περιπτώσεως ενός ανηλίκου ο οποίος επιθυμεί την επανένωση με τον συντηρούντα γονέα του που διαμένει στο έδαφος κράτους μέλους και της περιπτώσεως ανηλίκου πρόσφυγα διαμένοντος στο έδαφος κράτους μέλους, αφού ο νομοθέτης θέλησε να διακρίνει σαφώς μεταξύ των ρυθμιστικών πλαισίων που εφαρμόζονται στις δύο αυτές περιπτώσεις.

4.      Πρόταση απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα

50.      Κατά συνέπεια, προτείνω στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, και το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 έχουν την έννοια ότι ο ανήλικος ο οποίος διαμένει στο έδαφος κράτους μέλους δεν απαιτείται να είναι άγαμος προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ως «ασυνόδευτος ανήλικος» κατά το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας και, κατά συνέπεια, να απολαύει του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης με τον ανιόντα του το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας (16).

Β.      Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

51.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, μπορεί ανήλικος πρόσφυγας, του οποίου ο συναφθείς στην αλλοδαπή γάμος δεν αναγνωρίζεται για λόγους δημοσίας τάξεως, να θεωρηθεί «ασυνόδευτος ανήλικος» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/86.

52.      Αφ’ ης στιγμής είμαι της γνώμης ότι η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να είναι αρνητική, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα. Για λόγους πληρότητας, ωστόσο, και για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν συμφωνήσει με την ανάλυσή μου επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, θα εξετάσω το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, εκκινώντας από την παραδοχή ότι ο όρος «ασυνόδευτος ανήλικος», κατά το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, και το άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/86, προϋποθέτει ότι ο ανήλικος είναι άγαμος.

53.      Η οδηγία 2003/86 δεν ορίζει την έννοια του «γάμου». Πλην όμως, κατά την γνώμη μου, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί εξ αυτού ότι η συγκεκριμένη έννοια μπορεί να θεωρηθεί ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης. Τούτο διότι, κατ’ εμέ, όχι μόνον το δίκαιο της Ένωσης, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του, δεν παρέχει επαρκή στοιχεία για να οριστεί η έννοια του «γάμου», αλλά, επιπλέον, θα ήταν πολύ δύσκολο να γίνει δεκτό ότι επαφίεται αποκλειστικώς στην αρμοδιότητα της Ένωσης η διαπίστωση της ύπαρξης, ή μη, γάμου κατά την έννοια των διατάξεων της προαναφερθείσας οδηγίας. Αντιθέτως, φρονώ ότι, γενικώς, η εκτίμηση της προσωπικής καταστάσεως των ατόμων τα οποία αφορά η οδηγία, όπως η ύπαρξη δεσμού συγγενείας ή συζυγικού δεσμού, εξαρτάται κατ’ ανάγκην από το δίκαιο που έχει εφαρμογή στις καταστάσεις αυτές.

54.      Επομένως, κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι δεν ορίζεται η έννοια του «γάμου» καταδεικνύει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να αφήσει στα κράτη μέλη ένα ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την ερμηνεία της συγκεκριμένης έννοιας, υπό την επιφύλαξη ότι δεν θίγεται η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης και, ως εκ τούτου, οι σκοποί που επιδιώκονται με την οδηγία 2003/86 (17).

55.      Με άλλα λόγια, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η οδηγία 2003/86 προβλέπει –κάτι που δεν ισχύει– ότι ως «ασυνόδευτοι ανήλικοι» θεωρούνται μόνον οι άγαμοι ανήλικοι, καταλείπει αντιθέτως στα κράτη μέλη τη μέριμνα να καθορίσουν αν ο ανήλικος είναι έγγαμος, με γνώμονα τους σκοπούς τους οποίους αυτή επιδιώκει, ήτοι τη διευκόλυνση της οικογενειακής επανένωσης, καθώς και, παράλληλα, την παροχή αυξημένης προστασίας στους ασυνόδευτους ανηλίκους και την πρόληψη των εξαναγκαστικών γάμων.

56.      Συνεπώς, εναπόκειται στα κράτη μέλη να ορίσουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, κατά πόσον ένας γάμος ανηλίκου δύναται να έχει έννομες συνέπειες ικανές να επισύρουν τον μη χαρακτηρισμό του ως «ασυνόδευτου ανηλίκου», υπό την προϋπόθεση ότι η εξέταση αυτή συνάδει, αφενός, προς τον σκοπό της οικογενειακής επανένωσης και, αφετέρου, προς τον σκοπό της αποτροπής των εξαναγκαστικών γάμων.

57.      Υπό τις συνθήκες αυτές, η μη αναγνώριση του γάμου από το οικείο κράτος μέλος για λόγους δημοσίας τάξεως έχει, κατά τη γνώμη μου, καθοριστική σημασία.

58.      Ειδικότερα, το να αρνείται ένα κράτος μέλος να αναγνωρίσει τον γάμο ανηλίκου για λόγους δημοσίας τάξεως, ενώ ταυτόχρονα δέχεται ότι ο γάμος αυτός έχει έννομες συνέπειες όσον αφορά το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση, θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, αντίθετο τόσο προς τον σκοπό της οικογενειακής επανένωσης όσο και προς τον σκοπό της αποτροπής των εξαναγκαστικών γάμων.

59.      Μια τέτοια λύση θα είχε ως αποτέλεσμα να μπορεί το κράτος μέλος να στερήσει από τον συγκεκριμένο ανήλικο το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση με τους ανιόντες του, χωρίς όμως να τον προστατεύει από έναν γάμο τον οποίο το ίδιο το κράτος μέλος αναγνωρίζει ως αντίθετο προς τη δημόσια τάξη.

60.      Στην περίπτωση αυτή, ο ανήλικος θα βρισκόταν σε μια παράδοξη κατάσταση όπου ο γάμος του δεν θα μπορούσε να παραγάγει καμία έννομη συνέπεια στο έδαφος του κράτους μέλους, ενώ ταυτόχρονα θα αυξανόταν η εξάρτησή του από τον/τη σύζυγό του, έστω και αν δεν αναγνωρίζεται ως τέτοιος, δεδομένου ότι δεν θα μπορούσε να απολαύει του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης με τους ανιόντες του.

61.      Κατά συνέπεια, καταλήγω ότι το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, και το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 έχουν την έννοια ότι μπορεί να θεωρηθεί ως «ασυνόδευτος ανήλικος» ο ανήλικος πρόσφυγας του οποίου ο συναφθείς στην αλλοδαπή γάμος δεν αναγνωρίζεται από το κράτος μέλος υποδοχής για λόγους δημοσίας τάξεως.

V.      Πρόταση

62.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Raad voor Vreemdelingenbetwistingen (Συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών, Βέλγιο) ως εξής:

Το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, και το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, έχουν την έννοια ότι ο ανήλικος ο οποίος διαμένει στο έδαφος κράτους μέλους δεν απαιτείται να είναι άγαμος προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ως «ασυνόδευτος ανήλικος» κατά το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής και, κατά συνέπεια, να απολαύει του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης με τον ανιόντα του, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Οδηγία του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (ΕΕ 2003, L 251, σ. 12).


3      Βλ., επ’ αυτού, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Noorzia (C‑338/13, EU:C:2014:288, σημεία 1 έως 4).


4      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013, L 180, σ. 31, στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο III).


5      Αποφάσεις της 17ης Νοεμβρίου 1983, Merck (292/82, EU:C:1983:335, σκέψη 12), της 12ης Μαΐου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Ερυθρά αγγελία της Interpol) (C‑505/19, EU:C:2021:376, σκέψη 77), και της 26ης Απριλίου 2022, Landespolizeidirektion Steiermark (Μέγιστη διάρκεια των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα) (C‑368/20 και C‑369/20, EU:C:2022:298, σκέψη 56).


6      Απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S (C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψη 37).


7      Άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 2003/86.


8      Συναφώς, βλ. σημεία 33 επ. των παρουσών προτάσεων.


9      Απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S (C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψη 58).


10      Όσον αφορά την ιδιαιτέρως ευάλωτη θέση των ασυνόδευτων ανηλίκων, βλ. σημεία 44 επ. των παρουσών προτάσεων.


11      Αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2003/86.


12      Απόφαση της 4ης Μαρτίου 2010, Chakroun (C‑578/08, EU:C:2010:117, σκέψη 48).


13      Βλ. προοίμιο της Συμβάσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως), η οποία εγκρίθηκε από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 7 Απριλίου 2011, Série des traités du Conseil de l’Europe, αριθ. 210.


14      Αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2012, O κ.λπ. (C‑356/11 και C‑357/11, EU:C:2012:776, σκέψη 69), και της 12ης Απριλίου 2018, A και S (C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψη 44).


15      Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Noorzia (C‑338/13, EU:C:2014:2092, σκέψη 15).


16      Η απάντηση αυτή δεν θίγει, όπως ακριβώς συμβαίνει με την άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος, το ενδεχόμενο να διαπιστωθεί, σε συγκεκριμένη περίπτωση, κατάχρηση δικαιώματος, εξυπακουομένου πάντως ότι η εκτίμηση της ασκήσεως ενός δικαιώματος που απορρέει από διάταξη της Ένωσης δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αλλοίωση του περιεχομένου της διατάξεως αυτής, ούτε να τίθενται σε κίνδυνο οι επιδιωκόμενοι με αυτή στόχοι. Βλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 1998, Κεφάλας κ.λπ. (C‑367/96, EU:C:1998:222, σκέψη 22).


17      Πρβλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Noorzia (C‑338/13, EU:C:2014:2092, σκέψη 13).