Language of document : ECLI:EU:T:2014:1083

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 11ης Δεκεμβρίου 2014(*)

«Διαδικασία — Καθορισμός των δικαστικών εξόδων — Αμοιβή δικηγόρου — Εκπροσώπηση οργάνου της Ένωσης από δικηγόρο — Έξοδα μετακινήσεως και διαμονής εκπροσώπου — Έξοδα μεταφράσεως — Έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν — Οικονομική κατάσταση του αναιρεσείοντος»

Στην υπόθεση T‑283/08 P‑DEP,

με αντικείμενο αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων κατόπιν της αποφάσεως της 7ης Ιουλίου 2011, Λογγινίδης κατά Cedefop (T‑283/08 P, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2011:338),

Παύλος Λογγινίδης, κάτοικος Θεσσαλονίκης (Ελλάδα), εκπροσωπούμενος από τον Π. Γιαταγαντζίδη, δικηγόρο,

αναιρεσείων,

όπου ο έτερος διάδικος είναι το

Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop), εκπροσωπούμενο από την M. Fuchs,

καθoύ πρωτοδίκως,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, M. Prek και G. Berardis (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό, διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Ιουλίου 2008, ο Π. Λογγινίδης άσκησε, δυνάμει του άρθρου 9 του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως της 24ης Απριλίου 2008, Λογγινίδης κατά Cedefop (F‑74/06, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:F:2008:48), με την οποία το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είχε απορρίψει την προσφυγή του με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop) της 30ής Νοεμβρίου 2005, περί καταγγελίας της συμβάσεώς του εργασίας ως εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου.

2        Με την απόφαση της 7ης Ιουλίου 2011, Λογγινίδης κατά Cedefop (T‑283/08 P, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2011:338), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της, δεδομένου ότι οι έξι λόγοι αναιρέσεως τους οποίους προέβαλε ο Π. Λογγινίδης κρίθηκαν είτε απαράδεκτοι είτε αβάσιμοι είτε αλυσιτελείς. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο καταδίκασε τον Π. Λογγινίδη στα δικαστικά έξοδα, τόσο στα δικά του όσο και σε εκείνα στα οποία υποβλήθηκε το Cedefop στο πλαίσιο της ως άνω διαδικασίας.

3        Με έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2011, το Cedefop ζήτησε από τον Π. Λογγινίδη να του αποδώσει, ως δικαστικά έξοδα στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, συνολικό ποσό 16 641,28 ευρώ, που αναλυόταν στην αμοιβή του δικηγόρου Π. Ανέστη, στον οποίο είχε ανατεθεί η υπόθεση, στα έξοδα που πραγματοποίησε η εκπρόσωπος του Cedefop για τη μετακίνηση και τη διαμονή της στην πόλη του Λουξεμβούργου (Λουξεμβούργο) προκειμένου να παραστεί στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση και, τέλος, στα έξοδα μεταφράσεως.

4        Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες μιας ιδιωτικής εταιρίας ταχυδρομικών παραδόσεων να επιδώσει το έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2011, ο Π. Λογγινίδης το παρέλαβε τελικώς μόνον ως συνημμένο σε ένα άλλο έγγραφο, το οποίο του απεστάλη από το Cedefop στις 19 Ιανουαρίου 2012 και αφορούσε επίσης τα επίμαχα δικαστικά έξοδα. Με το εν λόγω έγγραφο, το Cedefop καλούσε τον Π. Λογγινίδη να υποβάλει τις παρατηρήσεις του το αργότερο έως τις 10 Φεβρουαρίου 2012.

5        Ο Π. Λογγινίδης ζήτησε, στο πλαίσιο ανταλλαγής μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το Cedefop, την παράταση της προθεσμίας αυτής και απάντησε εν τέλει στο έγγραφο της 19ης Ιανουαρίου 2012 με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 2ας Μαρτίου 2012, ημερομηνία κατά την οποία έληγε η νέα προθεσμία που του τάχθηκε κατόπιν του αιτήματος παρατάσεως.

6        Με το μήνυμα αυτό, ο Π. Λογγινίδης ισχυρίστηκε, πρώτον, ότι υπήρχε, όσον αφορά την υπόθεσή του, σύγκρουση συμφερόντων στο πρόσωπο του προσωρινού διευθυντή του Cedefop, ο οποίος είχε υπογράψει τα έγγραφα της 14ης Δεκεμβρίου 2011 και της 19ης Ιανουαρίου 2012. Δεύτερον, υποστήριξε ότι τα ως άνω έγγραφα και τα συνημμένα παραρτήματά τους ήσαν υπερβολικά ασαφή αφού, κατά την άποψή του, δεν προέκυπτε από αυτά, αφενός, γιατί το Cedefop δεν εκπροσωπήθηκε μόνον από υπάλληλό του αλλά και από δικηγόρο, χωρίς μάλιστα να καταγράφονται ούτε η ωριαία αμοιβή ούτε ο συνολικός χρόνος απασχολήσεως του τελευταίου, και, αφετέρου, πώς δικαιολογούνταν τα έξοδα μεταφράσεως. Τρίτον, ζήτησε να ανασταλεί η διαδικασία σχετικά με τα αποδοτέα προς το Cedefop έξοδα μέχρι τον διορισμό του νέου διευθυντή του εν λόγω οργανισμού.

7        Το Cedefop απάντησε στον Π. Λογγινίδη με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 23 Μαρτίου 2012 ότι το ποσό των 16 641,28 ευρώ ήταν εύλογο και ότι οι αντιρρήσεις του στερούνταν ερείσματος. Παρά ταύτα, ο Π. Λογγινίδης ούτε απάντησε στο συγκεκριμένο μήνυμα ούτε κατέβαλε το ποσό.

8        Το Cedefop, θεωρώντας ότι συντρέχει λόγω της συμπεριφοράς του Π. Λογγινίδη περίπτωση αμφισβητήσεως σχετικά με τα ποσά που μπορούν να αναζητηθούν, κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, υπέβαλε, με δικόγραφο το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Σεπτεμβρίου 2013, αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων, ζητώντας από το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί ότι τα αποδοτέα έξοδα κατόπιν της αποφάσεως Λογγινίδης κατά Cedefop (EU:T:2011:338) ανέρχονται σε 16 641,28 ευρώ, πλέον ποσού 2 061,25 ευρώ το οποίο αντιστοιχεί στα έξοδα μεταφράσεως της υπό κρίση αιτήσεως από την αγγλική γλώσσα προς τη γλώσσα διαδικασίας.

9        Με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Δεκεμβρίου 2013, ο Π. Λογγινίδης ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση ως απαράδεκτη ή ως αβάσιμη και, επικουρικώς, να αποφανθεί ότι το ποσό των εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν είναι χαμηλότερο και δεν υπερβαίνει, εν πάση περιπτώσει, τα [εμπιστευτικό] (1) ευρώ.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

10      Ο Π. Λογγινίδης αμφισβητεί, με τις παρατηρήσεις του επί της υπό κρίση αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων, το παραδεκτό της εν λόγω αιτήσεως.

11      Ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η αίτηση αυτή είναι απαράδεκτη για τον λόγο ότι δεν υφίσταται, κατά την άποψή του, αμφισβήτηση μεταξύ των διαδίκων ως προς τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν. Ειδικότερα, διατείνεται ότι το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το οποίο απέστειλε στις 2 Μαρτίου 2012 δεν πρέπει να θεωρηθεί ως απόδειξη ότι αμφισβήτησε το ποσό που το Cedefop ζήτησε να του αποδοθεί. Το συγκεκριμένο μήνυμα ισοδυναμούσε κατ’ ουσίαν με αίτημα αναστολής της διοικητικής διαδικασίας την οποία κίνησε το Cedefop προς αναζήτηση των δικαστικών εξόδων, ώστε να εξασφαλιστεί ότι δεν θα ήταν επικεφαλής της διαδικασίας ένας διευθυντής που θα μεροληπτούσε, κατά τον Π. Λογγινίδη, εις βάρος του.

12      Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, κατά το άρθρο 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν γεννηθεί αμφισβήτηση σχετικά με τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται με διάταξη η οποία δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου διαδίκου και αφού ο αντίδικος υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

13      Συναφώς, δεν πρέπει να γίνει δεκτό ότι αμφισβήτηση κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως γεννάται μόνον όταν ο μεν νικήσας διάδικος ζητεί να του αποδοθεί ορισμένο ποσό ως δικαστικά έξοδα, ο δε ηττηθείς διάδικος αρνείται ρητώς να το καταβάλει. Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση θα αρκούσε στον διάδικο που καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου του στο πλαίσιο συγκεκριμένης διαφοράς να απόσχει από κάθε ενέργεια ή να ακολουθήσει μια παρελκυστική τακτική, προκειμένου να καταστήσει αδύνατη την υποβολή αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων κατ’ εφαρμογήν της προαναφερθείσας διατάξεως. Ως εκ τούτου, δεν θα είχε καμία πρακτική αποτελεσματικότητα η διαδικασία του άρθρου 92 του Κανονισμού Διαδικασίας, σκοπός της οποίας είναι να αποφανθεί αμετακλήτως ο δικαστής επί των δικαστικών εξόδων της δίκης (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη της 25ης Μαρτίου 2014, Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑126/11 P‑DEP, EU:T:2014:171, σκέψη 13).

14      Ο Π. Λογγινίδης υποστηρίζει, δεύτερον, ότι η υπό κρίση αίτηση είναι αόριστη, στο μέτρο που το Cedefop ούτε εξήγησε γιατί τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ήσαν όντως αναγκαία ούτε διευκρίνισε πόσες ακριβώς ώρες απασχολήθηκε ο δικηγόρος του και ποια ήταν η ωριαία αμοιβή του.

15      Η ένσταση απαραδέκτου είναι απορριπτέα και ως προς αυτόν τον λόγο, δεδομένου ότι το ζήτημα κατά πόσον η αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων είναι αόριστη, ενδεχομένως λόγω ανεπαρκούς θεμελιώσεως του αναγκαίου χαρακτήρα των οικείων εξόδων, άπτεται της ουσίας και όχι του παραδεκτού της σχετικής αιτήσεως.

 Επί της ουσίας

16      Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω σκέψεις 3 και 8, το Cedefop ζητεί από τον Π. Λογγινίδη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 18 702,53 ευρώ. Πρόκειται για το άθροισμα των εξής επιμέρους ποσών:

–        8 869,04 ευρώ, που καταβλήθηκαν στον δικηγόρο Π. Ανέστη για την αναιρετική διαδικασία, εκ των οποίων τα 869,04 για έξοδά του·

–        923,49 ευρώ, για τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής στο Λουξεμβούργο της εκπροσώπου του Cedefop η οποία παρέστη στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση για την ως άνω διαδικασία·

–        6 848,75 ευρώ, για τα έξοδα μεταφράσεως στα οποία το Cedefop ισχυρίζεται ότι αναγκάστηκε να υποβληθεί στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας·

–        2 061,25 ευρώ, για τα έξοδα μεταφράσεως της υπό κρίση αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων από την αγγλική γλώσσα προς τη γλώσσα διαδικασίας.

17      Ο Π. Λογγινίδης ισχυρίζεται, πρώτον, ότι δεν ήταν αναγκαίο να χρησιμοποιήσει το Cedefop τις υπηρεσίες εξωτερικού δικηγόρου επικουρικώς προς εκείνες της εκπροσώπου του, δεύτερον, ότι το ύψος της αμοιβής του δικηγόρου αυτού είναι αδικαιολόγητο και αναπόδεικτο, τρίτον, ότι δεν ήταν απαραίτητο να παραστεί η εν λόγω εκπρόσωπος στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, τέταρτον, ότι τα έξοδα μεταφράσεως στα οποία υποβλήθηκε το Cedefop δεν μπορούν να αναζητηθούν. Εν πάση περιπτώσει, προσθέτει ότι η οικονομική του κατάσταση δεν του επιτρέπει να καταβάλει στο Cedefop ποσό το οποίο να υπερβαίνει τα 4 000 ευρώ.

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

18      Κατά το άρθρο 91, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, θεωρούνται ως έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης, και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής, καθώς και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων.

19      Από την ως άνω διάταξη συνάγεται ότι μπορούν να αναζητηθούν μόνον τα έξοδα τα οποία, αφενός, πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, αφετέρου, ήσαν αναγκαία για τον σκοπό αυτό (διατάξεις της 31ης Μαρτίου 2011, Tetra Laval κατά Επιτροπής, T‑5/02 DEP και T‑80/02 DEP, EU:T:2011:129, σκέψη 53, και της 23ης Μαρτίου 2012, Kerstens κατά Επιτροπής, T‑498/09 P‑DEP, EU:T:2012:147, σκέψη 13).

20      Κατά πάγια νομολογία, ελλείψει διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικών με το ύψος των αμοιβών, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να εκτιμά ελεύθερα τα στοιχεία της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της από πλευράς δικαίου της Ένωσης καθώς και τις δυσκολίες που παρουσιάζει, τον όγκο της εργασίας την οποία κλήθηκαν ενδεχομένως να φέρουν εις πέρας οι δικηγόροι, οι εκπρόσωποι ή οι σύμβουλοι των διαδίκων, καθώς και τα διακυβευόμενα στο πλαίσιο της διαφοράς οικονομικά συμφέροντα των διαδίκων (διατάξεις της 28ης Ιουνίου 2004, Airtours κατά Επιτροπής, T‑342/99 DEP, Συλλογή, EU:T:2004:192, σκέψη 18, και Kerstens κατά Επιτροπής, EU:T:2012:147, σκέψη 14).

21      Κατά τον καθορισμό του ποσού των αποδοτέων εξόδων, το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει επίσης υπόψη όλες τις περιστάσεις της υποθέσεως έως τον χρόνο εκδόσεως της σχετικής διατάξεώς του, περιλαμβανομένων τυχόν εξόδων που ήσαν αναγκαία στο πλαίσιο της διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων (διάταξη Kerstens κατά Επιτροπής, EU:T:2012:147, σκέψη 15).

 Επί της χρησιμοποιήσεως υπηρεσιών εξωτερικού δικηγόρου

22      Το Cedefop ισχυρίζεται ότι, αντιθέτως προς τα όσα υποστήριξε ο Π. Λογγινίδης με το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 2ας Μαρτίου 2012, ήταν αναγκαίο να εκπροσωπηθεί όχι μόνον από υπάλληλό του, αλλά και από δικηγόρο, η δε επιλογή του αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από τον καταδικασθέντα στα δικαστικά έξοδα διάδικο. Το Cedefop προσθέτει ότι επρόκειτο για τον ίδιο δικηγόρο ο οποίος το είχε ήδη εκπροσωπήσει ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και γνώριζε την ελληνική, που είχε επιλεγεί από τον Π. Λογγινίδη ως γλώσσα διαδικασίας, ενώ η αρμόδια για τον φάκελο της υποθέσεως υπάλληλος δεν κατείχε τη συγκεκριμένη γλώσσα.

23      Ο Π. Λογγινίδης διατείνεται ότι το Cedefop δεν απέδειξε ότι ήταν αναγκαίο να επικουρηθεί η αρμόδια για τον φάκελο της υποθέσεως υπάλληλος από εξωτερικό δικηγόρο. Ειδικότερα, κατά τον Π. Λογγινίδη, η επιλογή στην οποία ο ίδιος προέβη σχετικά με τη γλώσσα διαδικασίας δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι ήταν απαραίτητη η παροχή τέτοιας συνδρομής.

24      Συναφώς, από το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, ως προς τον τρόπο με τον οποίο προτίθενται να εκπροσωπηθούν ή να παρασταθούν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, ελεύθερα να αποφασίσουν αν θα χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες δικηγόρου. Επομένως, όταν ο εκπρόσωπος θεσμικού οργάνου επικουρείται από δικηγόρο που πρέπει να αμειφθεί, η αμοιβή του δικηγόρου καταλέγεται στα αναγκαία έξοδα στα οποία έχει υποβληθεί το οικείο θεσμικό όργανο λόγω της δίκης, χωρίς το τελευταίο να οφείλει να αποδείξει ότι η συνδρομή του δικηγόρου ήταν αντικειμενικώς δικαιολογημένη. Για τους σκοπούς της εφαρμογής της ως άνω διατάξεως, οι λοιποί οργανισμοί της Ένωσης, όπως το Cedefop, εξομοιώνονται προς τα θεσμικά όργανα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη της 10ης Οκτωβρίου 2013, ΚΓΦΠ κατά Schräder, C‑38/09 P‑DEP, EU:C:2013:679, σκέψεις 20 έως 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25      Εξάλλου, το γεγονός ότι το Cedefop εκπροσωπήθηκε τόσο από υπάλληλό του όσο και από εξωτερικό δικηγόρο στερείται μεν συνεπειών ως προς το αν τα επίμαχα έξοδα μπορούν πράγματι να αναζητηθούν, δεδομένου ότι απαγορεύεται ο κατ’ αρχήν αποκλεισμός τους, πλην όμως μπορεί να έχει αντίκτυπο κατά τον καθορισμό του ποσού στο οποίο ανέρχονται τα τελικώς αποδοτέα δικαστικά έξοδα. Δεν τίθεται επομένως ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των προσφευγόντων όταν ο καθού οργανισμός της Ένωσης αποφασίζει, σε ορισμένες μόνον υποθέσεις, να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες δικηγόρου, ενώ σε άλλες εκπροσωπείται από υπαλλήλους του (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη της 28ης Μαΐου 2013, Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑278/07 P‑DEP, Συλλογή, EU:T:2013:269, σκέψη 14).

26      Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία υπό την έννοια ότι το δικαίωμα οργανισμού της Ένωσης να αξιώσει το σύνολο ή μέρος της αμοιβής που κατέβαλε σε δικηγόρο εξαρτάται από το κατά πόσον αποδεικνύεται ότι ήταν «αντικειμενικώς» αναγκαία η χρησιμοποίηση των υπηρεσιών του εν λόγω δικηγόρου θα συνιστούσε, στην πραγματικότητα, έμμεσο περιορισμό της ελευθερίας η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και θα σήμαινε ότι θα υποχρεωνόταν ο δικαστής της Ένωσης να προβεί στη σχετική εκτίμηση, αντί των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών που έχουν την ευθύνη για την οργάνωση των υπηρεσιών τους. Τούτο θα ήταν ασύμβατο τόσο προς το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου όσο και προς την εξουσία εσωτερικής οργανώσεως της οποίας απολαύουν τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης όσον αφορά τον χειρισμό των υποθέσεών τους ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (διάταξη Marcuccio κατά Επιτροπής, EU:T:2013:269, σκέψη 15).

27      Από τη νομολογία αυτή συνάγεται ότι δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα που προέβαλε ο Π. Λογγινίδης αμφισβητώντας ότι ήταν αναγκαίο να χρησιμοποιήσει το Cedefop τις υπηρεσίες εξωτερικού δικηγόρου (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διατάξεις ΚΓΦΠ κατά Schräder, EU:C:2013:679, σκέψη 23, και Marcuccio κατά Επιτροπής, EU:T:2014:171, σκέψη 30).

 Επί της αμοιβής του δικηγόρου του Cedefop

28      Ο αιτών οφείλει να παράσχει ακριβή στοιχεία προκειμένου να εκτιμηθεί, βάσει των κριτηρίων που απαριθμούνται στην ανωτέρω σκέψη 20, κατά πόσον ήσαν αναγκαία τα έξοδα τα οποία πραγματοποιήθηκαν λόγω της δίκης. Η απουσία τέτοιων στοιχείων δεν εμποδίζει μεν το Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει, κατά δίκαιη κρίση, το ποσό των εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν, πλην όμως λειτουργεί κατ’ ανάγκην περιοριστικά όσον αφορά την εκτίμησή του επί των αξιώσεων του αιτούντος (βλ. διάταξη Marcuccio κατά Επιτροπής, EU:T:2014:171, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Εν προκειμένω, το Cedefop ζητεί το ποσό των 8 000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην κατ’ αποκοπήν αμοιβή που συμφώνησε με τον εξωτερικό δικηγόρο. Διευκρινίζει ότι το συμφωνηθέν κατ’ αποκοπήν ποσό αντικατοπτρίζει το σύνηθες ύψος των αμοιβών δικηγόρων που ειδικεύονται στο δίκαιο της Ένωσης, ενώ μια αμοιβή η οποία θα υπολογιζόταν βάσει ωριαίας χρεώσεως θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα υψηλότερη.

30      Ο Π. Λογγινίδης ισχυρίζεται, κατ’ αρχάς, ότι το Cedefop δεν διευκρίνισε ούτε ποια ήταν η ωριαία αμοιβή του δικηγόρου ούτε πόσες ώρες απασχολήθηκε αυτός για την κατ’ αναίρεση δίκη. Εν συνεχεία, υπογραμμίζει ότι το επίμαχο κατ’ αποκοπήν ποσό, το οποίο συμφωνήθηκε μεταξύ του Cedefop και του δικηγόρου του προτού ο τελευταίος προχωρήσει στις απαιτούμενες ενέργειες για τον χειρισμό της υποθέσεως κατά το στάδιο της αναιρετικής διαδικασίας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι αντανακλά την πραγματική αξία της εργασίας που παρασχέθηκε. Τέλος, τονίζει ότι στην αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων δεν προσδιορίζεται με ποιον ακριβώς τρόπο καταμερίστηκαν μεταξύ της εκπροσώπου του Cedefop και του δικηγόρου οι εργασίες που ήσαν απαραίτητες για την προπαρασκευή της υπερασπίσεως του οργανισμού.

31      Υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει την εξουσία να καθορίζει το ύψος της αμοιβής που οφείλουν οι διάδικοι στους δικηγόρους τους, αλλά να ορίζει μέχρι ποιο ποσό μπορεί να ζητηθεί η απόδοση της αμοιβής αυτής έναντι του διαδίκου ο οποίος έχει καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Ομοίως, το γεγονός ότι πρόκειται για κατ’ αποκοπήν αμοιβή είναι άνευ σημασίας για την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το ύψος των αποδοτέων δικαστικών εξόδων, δεδομένου ότι ο δικαστής βασίζεται στα κριτήρια που έχει θέσει η νομολογία και στα ακριβή στοιχεία τα οποία οφείλουν να προσκομίσουν οι διάδικοι. Η απουσία τέτοιων στοιχείων δεν εμποδίζει μεν το Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει, κατά δίκαιη κρίση, το ποσό των εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν, πλην όμως λειτουργεί κατ’ ανάγκην περιοριστικά όσον αφορά την εκτίμησή του επί των αξιώσεων του αιτούντος, όπως ήδη επισημάνθηκε στην ανωτέρω σκέψη 28 (διατάξεις Marcuccio κατά Επιτροπής, EU:T:2013:269, σκέψη 20, και Marcuccio κατά Επιτροπής, EU:T:2014:171, σκέψη 38).

32      Εφόσον το Cedefop δεν έχει παράσχει περαιτέρω διευκρινίσεις, πρέπει να εφαρμοστούν τα κριτήρια τα οποία απαριθμούνται στην ανωτέρω σκέψη 20, αποκλειστικώς βάσει των στοιχείων που το Γενικό Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του.

33      Όσον αφορά, πρώτον, τη φύση της διαφοράς, διαπιστώνεται ότι η υπό κρίση αίτηση αφορά έξοδα που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δηλαδή μιας διαδικασίας η οποία, ως εκ της φύσεώς της, περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και δεν έχει ως αντικείμενο τη διαπίστωση πραγματικών περιστατικών (βλ. διάταξη Marcuccio κατά Επιτροπής, EU:T:2014:171, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Εντούτοις, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο Π. Λογγινίδης είχε υποστηρίξει με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 32 και 35 της αποφάσεως Λογγινίδης κατά Cedefop (EU:T:2011:338), ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είχε παραμορφώσει αποδεικτικά στοιχεία. Κατόπιν τούτου, το Cedefop αναγκάστηκε να λάβει θέση, με το υπόμνημα αντικρούσεως, επί του συγκεκριμένου ζητήματος.

35      Όσον αφορά, δεύτερον, το αντικείμενο της διαφοράς, τις δυσκολίες της υποθέσεως και τον όγκο της εργασίας με την οποία επιβαρύνθηκε το Cedefop λόγω της ένδικης διαδικασίας, υπενθυμίζεται ότι ο Π. Λογγινίδης προσέβαλε με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, το οποίο αριθμούσε 20 σελίδες και συνοδευόταν από πλείονα παραρτήματα, διάφορα κεφάλαια της αποφάσεως Λογγινίδης κατά Cedefop (EU:F:2008:48), η οποία περιείχε 185 σκέψεις. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει και από τη σκέψη 27 της αποφάσεως Λογγινίδης κατά Cedefop (EU:Τ:2011:338), προβλήθηκαν κατ’ ουσίαν έξι λόγοι αναιρέσεως οι οποίοι αφορούσαν, ο πρώτος, παράβαση των διατάξεων περί αποδείξεων και παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων, ο δεύτερος, αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως την οποία υπέχει ο δικαστής της Ένωσης, ο τρίτος, πεπλανημένη ερμηνεία της υποχρεώσεως της Διοικήσεως να αιτιολογεί τις αποφάσεις της, ο τέταρτος, εσφαλμένη κρίση ότι δεν υφίστατο πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ο πέμπτος, πεπλανημένη ερμηνεία της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και, ο έκτος, παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας.

36      Με το υπόμνημα αντικρούσεως, το οποίο περιελάμβανε 21 σελίδες, το Cedefop έλαβε θέση επί όλων των λόγων αναιρέσεως που προέβαλε ο Π. Λογγινίδης. Πάντως, όπως ορθώς παρατηρεί ο Π. Λογγινίδης, η εργασία του Π. Ανέστη διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι γνώριζε εις βάθος τα ζητήματα που τέθηκαν κατ’ αναίρεση, δεδομένου ότι είχε ήδη εκπροσωπήσει το Cedefop κατά την πρωτόδικη διαδικασία.

37      Σημειωτέον επίσης ότι, επειδή στο πλαίσιο του έκτου λόγου αναιρέσεως ετίθετο ζήτημα παραδεκτού, το Γενικό Δικαστήριο υπέβαλε γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους, οι οποίοι απάντησαν, ο μεν Π. Λογγινίδης με υπόμνημα 20 σελίδων, το δε Cedefop με υπόμνημα 10 σελίδων.

38      Εξάλλου, κατόπιν σχετικού αιτήματος του Π. Λογγινίδη, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να διεξαγάγει επ’ ακροατηρίου συζήτηση, για την οποία ο Π. Ανέστης αναγκάστηκε οπωσδήποτε να προετοιμαστεί ειδικώς.

39      Επομένως η διαφορά ήταν ως ένα βαθμό πολύπλοκη, όπως επιβεβαιώνεται και από την έκταση της αποφάσεως Λογγινίδης κατά Cedefop (EU:T:2011:338), η οποία περιέχει 133 σκέψεις.

40      Όσον αφορά, τρίτον, το οικονομικό διακύβευμα της διαφοράς, επισημαίνεται ότι, καίτοι, όπως υποστηρίζει ο Π. Λογγινίδης, η διαφορά αφορούσε έναν και μόνον υπάλληλο του Cedefop, εντούτοις το ζήτημα ήταν αν θα επικυρωνόταν, ή όχι, μια δικαστική απόφαση με την οποία είχαν απορριφθεί αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως για ηθική βλάβη ύψους 50 000 ευρώ και αίτημα αποκαταστάσεως υλικής ζημίας ίσης προς τους βασικούς μισθούς και τα επιδόματα που θα εισέπραττε, καθώς και προς τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που θα είχε ο Π. Λογγινίδης αν δεν απολυόταν.

41      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς του Π. Λογγινίδη, το οικονομικό ενδιαφέρον της διαφοράς δεν ήταν αμελητέο, ούτε για τον ίδιο αλλά ούτε και για το Cedefop.

42      Όσον αφορά, τέταρτον, τη σημασία της διαφοράς από πλευράς δικαίου της Ένωσης, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε πολλούς από τους λόγους αναιρέσεως τους οποίους προέβαλε ο Π. Λογγινίδης εφαρμόζοντας απλώς, αφενός, τη νομολογία που ανάγεται στην απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, ETF κατά Landgren (T‑404/06 P, Συλλογή, EU:T:2009:313), σχετικά με τις υποχρεώσεις της Διοικήσεως σε περίπτωση απολύσεως εκτάκτου υπαλλήλου, και, αφετέρου, πάγιες αρχές που διέπουν την αρμοδιότητα του αναιρετικού δικαστή. Εντούτοις, η απόφαση Λογγινίδης κατά Cedefop (EU:T:2011:338) παρέχει σημαντικές διευκρινίσεις ιδίως ως προς το περιεχόμενο του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης (σκέψη 39), τη δυνατότητα συμπληρώσεως της αιτιολογίας της βλαπτικής πράξεως με την απορριπτική απόφαση επί της οικείας ενστάσεως (σκέψη 72), καθώς και ως προς την αμεροληψία ενός οργάνου ίσης εκπροσωπήσεως, όπως η επιτροπή προσφυγών του Cedefop (σκέψη 115). Γίνεται επομένως δεκτό ότι η σημασία της διαφοράς από πλευράς δικαίου της Ένωσης δεν ήταν αμελητέα.

43      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, το ποσό των 8 000 ευρώ το οποίο ζητεί το Cedefop κρίνεται υπερβολικό, εφόσον ο εν λόγω οργανισμός ουδέν άλλο στοιχείο προσκόμισε προς στήριξη των αξιώσεών του. Συνεπώς, κατά δίκαιη κρίση των περιστάσεων της προκειμένης υποθέσεως, ορίζεται ότι, από την αμοιβή που καταβλήθηκε στον Π. Ανέστη, μπορεί να αναζητηθεί το κατ’ αποκοπήν ποσό των 6 000 ευρώ.

 Επί των εξόδων του δικηγόρου του Cedefop

44      Το Cedefop ζητεί από τον Π. Λογγινίδη να του αποδώσει όχι μόνο την αμοιβή του δικηγόρου του, αλλά και τα έξοδα του τελευταίου, τα οποία αναγράφονται στα τιμολόγια που έχουν επισυναφθεί σε παράρτημα της υπό κρίση αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων.

45      Ο Π. Λογγινίδης αντιτείνει ότι δεν προσκομίστηκε κανένα έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι ο Π. Ανέστης όντως υποβλήθηκε σε αυτά τα έξοδα.

46      Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα τιμολόγια τα οποία κατέθεσε το Cedefop σε παράρτημα της αιτήσεώς του για τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων αναφέρονται απλώς και μόνο σε δύο ποσά, ήτοι 355,54 ευρώ και 513,50 ευρώ, ως έξοδα που πραγματοποίησε ο Π. Ανέστης, χωρίς λεπτομερέστερη ανάλυση των εξόδων αυτών.

47      Ελλείψει περαιτέρω διευκρινίσεων εκ μέρους του Cedefop, το άθροισμα των ανωτέρω ποσών, το οποίο ανέρχεται σε 869,04 ευρώ, κρίνεται υπερβολικό. Συνεπώς ορίζεται ότι, από τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο δικηγόρος του Cedefop, μπορεί να αναζητηθεί το κατ’ αποκοπήν ποσό των 300 ευρώ (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διατάξεις της 1ης Οκτωβρίου 2013, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P‑DEP, Συλλογή, EU:C:2013:644, σκέψη 26, και ΚΓΦΠ κατά Schräder, EU:C:2013:679, σκέψη 41).

 Επί των εξόδων μετακινήσεως της εκπροσώπου του Cedefop

48      Το Cedefop υποστηρίζει ότι μπορούν να αναζητηθούν τα έξοδα που πραγματοποίησε η εκπρόσωπός του για τη μετακίνηση και τη διαμονή της στο Λουξεμβούργο, προκειμένου να παραστεί στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Δεκεμβρίου 2010. Συγκεκριμένα, κατά την άποψή του, η εκπροσώπηση από έναν μόνον υπάλληλο και έναν μόνο δικηγόρο είναι η ελάχιστη δυνατή.

49      Ο Π. Λογγινίδης αντιτείνει ότι η παρουσία του Π. Ανέστη στην εν λόγω επ’ ακροατηρίου συζήτηση θα αρκούσε. Ως εκ τούτου, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η εκπρόσωπος του οργανισμού για τη μετακίνηση και τη διαμονή της στο Λουξεμβούργο δεν πρέπει, κατά την άποψή του, να θεωρηθούν ως έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν.

50      Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι, κατ’ αρχήν, τα έξοδα ενός μόνο δικηγόρου ή εκπροσώπου για κάθε διάδικο λογίζονται ως αναγκαία κατά την έννοια του άρθρου 91, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατά συνέπεια, τα έξοδα για την παρουσία δεύτερου δικηγόρου ή εκπροσώπου μπορούν να αναζητηθούν μόνον αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, σχετικές ιδίως με τη φύση της οικείας ένδικης διαφοράς (βλ. διαφορά της 20ής Ιανουαρίου 2014, Schönberger κατά Κοινοβουλίου, T‑186/11 DEP, EU:T:2014:40, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51      Διαπιστώνεται όμως ότι, εν προκειμένω, δεν συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις. Πράγματι, το ίδιο το Cedefop υπογράμμισε το γεγονός ότι χρησιμοποίησε τις υπηρεσίες εξωτερικού δικηγόρου και στο πλαίσιο της ασκηθείσας από τον Π. Λογγινίδη αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλοντας ως λόγους ότι ο συγκεκριμένος δικηγόρος γνώριζε εις βάθος την υπόθεση, στο μέτρο που είχε ήδη εκπροσωπήσει το Cedefop κατά την πρωτόδικη διαδικασία (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογίαν, διάταξη ΚΓΦΠ κατά Schräder, EU:C:2013:679, σκέψη 40), ότι ο δικηγόρος αυτός ειδικευόταν στις υπαλληλικές υποθέσεις και ότι η εκπρόσωπος του οργανισμού δεν κατείχε τη γλώσσα διαδικασίας.

52      Επιβάλλεται συνεπώς το συμπέρασμα ότι δεν εμπίπτει στα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν το ποσό των 923,49 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στα έξοδα που πραγματοποίησε η εκπρόσωπος του Cedefop για τη μετακίνηση και τη διαμονή της στο Λουξεμβούργο προκειμένου να παραστεί στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

 Επί των εξόδων μεταφράσεως

53      Το Cedefop ισχυρίζεται ότι, εφόσον ο Π. Λογγινίδης επέλεξε ως γλώσσα διαδικασίας την ελληνική, την οποία δεν γνώριζαν επαρκώς ούτε η εκπρόσωπος ούτε ο διευθυντής του οργανισμού, περιλαμβάνονται στα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, αφενός, τα έξοδα μεταφράσεως διαφόρων δικογράφων της αναιρετικής διαδικασίας προς την αγγλική γλώσσα και, αφετέρου, τα έξοδα μεταφράσεως της υπό κρίση αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων από την αγγλική γλώσσα, στην οποία συντάχθηκε από την ως άνω εκπρόσωπο, προς την ελληνική γλώσσα. Διευκρινίζει δε ότι οι επίμαχες μεταφράσεις έγιναν από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εξέδωσε συναφώς τα συνημμένα στην υπό κρίση αίτηση τιμολόγια.

54      Ο Π. Λογγινίδης υποστηρίζει ότι τα έξοδα μεταφράσεως δεν πρέπει να θεωρηθούν ως αποδοτέα, λαμβανομένου υπόψη ότι το Cedefop επέλεξε να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες ελληνόφωνου εξωτερικού δικηγόρου και ότι θα μπορούσε κάλλιστα να ζητήσει να μεταφραστούν τα οικεία έγγραφα από τις υπηρεσίες του ίδιου του οργανισμού.

55      Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, βάσει του άρθρου 35, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δυνάμει της παραπομπής που περιέχει το άρθρο 29 του Κανονισμού Διαδικασίας του τελευταίου, η γλώσσα διαδικασίας της κάθε υποθέσεως επιλέγεται ελεύθερα από τον προσφεύγοντα μεταξύ των επισήμων γλωσσών της Ένωσης, υπό την επιφύλαξη ορισμένων διατάξεων οι οποίες εισάγουν εξαίρεση αλλά δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω.

56      Επομένως, ο Π. Λογγινίδης είχε οπωσδήποτε το δικαίωμα να επιλέξει την ελληνική ως γλώσσα διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

57      Δεύτερον, βάσει του άρθρου 136α του Κανονισμού Διαδικασίας, γλώσσα διαδικασίας στην υπόθεση της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε ο Π. Λογγινίδης ήταν κατ’ ανάγκην η ελληνική, ήτοι η γλώσσα της αναιρεσιβληθείσας αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

58      Τρίτον, δυνάμει του άρθρου 35, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Cedefop ήταν υποχρεωμένο να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα διαδικασίας την οποία είχε επιλέξει ο Π. Λογγινίδης.

59      Τέταρτον, το άρθρο 1 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 14), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 517/2013 του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 2013, για την προσαρμογή ορισμένων κανονισμών και αποφάσεων στους τομείς της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, του εταιρικού δικαίου, της πολιτικής ανταγωνισμού, της γεωργίας, της ασφάλειας των τροφίμων, της κτηνιατρικής και φυτοϋγειονομικής πολιτικής, της πολιτικής μεταφορών, της ενέργειας, της φορολογίας, των στατιστικών, των διευρωπαϊκών δικτύων, της δικαιοσύνης και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της ασφάλειας, του περιβάλλοντος, της τελωνειακής ένωσης, των εξωτερικών σχέσεων, της εξωτερικής πολιτικής, και της πολιτικής ασφαλείας και άμυνας και των θεσμικών οργάνων, λόγω της προσχώρησης της Δημοκρατίας της Κροατίας (ΕΕ L 158, σ. 1), ορίζει ότι η βουλγαρική, η κροατική, η ισπανική, η τσεχική, η δανική, η γερμανική, η εσθονική, η ελληνική, η αγγλική, η γαλλική, η ιρλανδική, η ιταλική, η λεττονική, η λιθουανική, η ουγγρική, η μαλτέζικη, η ολλανδική, η πολωνική, η πορτογαλική, η ρουμανική, η σλοβακική, η σλοβενική, η φινλανδική και η σουηδική είναι όχι μόνον επίσημες γλώσσες, αλλά και γλώσσες εργασίας των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2013, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑248/10, EU:T:2013:534, σκέψη 29). Επιπλέον, μολονότι το άρθρο 6 του κανονισμού 1 προβλέπει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης μπορούν να καθορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του γλωσσικού καθεστώτος με τους εσωτερικούς τους κανονισμούς, το Cedefop δεν προβάλλει ως επιχείρημα ότι ίσχυαν στην περίπτωσή του τέτοιοι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής και ότι αυτοί θα δικαιολογούσαν, εν προκειμένω, την απόδοση των εξόδων μεταφράσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογίαν, απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, EU:T:2013:534, σκέψη 38).

60      Πέμπτον, το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει ότι απαγορεύεται κατά την εφαρμογή του κάθε διάκριση λόγω, μεταξύ άλλων, της γλώσσας. Κατά την παράγραφο 6, πρώτη περίοδος, του άρθρου αυτού, κάθε περιορισμός στην εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να είναι ευλόγως και αντικειμενικώς δικαιολογημένος και πρέπει να ανταποκρίνεται σε θεμιτούς σκοπούς γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού (απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, EU:T:2013:534, σκέψη 30).

61      Εν προκειμένω, αν γινόταν δεκτό ότι τα έξοδα μεταφράσεως τα οποία το Cedefop ζήτησε να του αποδοθούν είναι πράγματι έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, ο Π. Λογγινίδης θα υφίστατο δυσμενή διάκριση λόγω γλώσσας, δεδομένου ότι ο οργανισμός δεν θα είχε πραγματοποιήσει τα έξοδα αυτά αν ο Π. Λογγινίδης είχε επιλέξει μίαν άλλη γλώσσα διαδικασίας, παραδείγματος χάριν την αγγλική, προς και από την οποία το Cedefop παρήγγειλε να μεταφραστούν τα επίμαχα έγγραφα.

62      Όσον αφορά τις μεταφράσεις των δικογράφων της αναιρετικής διαδικασίας, σημειώνεται ότι, υπό τις περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως, τέτοια διάκριση επ’ ουδενί δικαιολογείται, δεδομένου ότι το Cedefop χρησιμοποίησε, όπως άλλωστε είχε δικαίωμα δυνάμει της νομολογίας που υπομνήσθηκε με τις ανωτέρω σκέψεις 24 έως 26, τις υπηρεσίες εξωτερικού δικηγόρου ο οποίος γνώριζε τη γλώσσα διαδικασίας. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παρουσία του δικηγόρου αυτού αρκούσε για να εξασφαλιστεί η δυνατότητα του Cedefop να εργαστεί, στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας την οποία κίνησε ο Π. Λογγινίδης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στην ελληνική γλώσσα, σύμφωνα με τις προμνησθείσες στις ανωτέρω σκέψεις 58 και 59 υποχρεώσεις του.

63      Όσον αφορά τη μετάφραση της υπό κρίση αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων, υπογραμμίζεται ότι στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας απαιτούνται γνώσεις μάλλον λογιστικής, παρά νομικές (διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Schräder κατά ΚΓΦΠ, T‑187/06 DEP, EU:T:2013:522, σκέψη 68), οπότε η εκπρόσωπος του Cedefop θα μπορούσε να την συντάξει στη γλώσσα διαδικασίας, ενδεχομένως με τη συνδρομή άλλων υπαλλήλων του ίδιου οργανισμού οι οποίοι κατέχουν την ελληνική, έστω και αν δεν έχουν ειδικές νομικές γνώσεις.

64      Εξάλλου, επιβάλλεται επίσης να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν η νομολογία σύμφωνα με την οποία τα έξοδα για τις μεταφράσεις που τα όργανα της Ένωσης οφείλουν να προσκομίζουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας δεν μπορούν να θεωρούνται ως αποδοτέα [βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 26ης Νοεμβρίου 2004, ΕΤΕπ κατά De Nicola, C‑198/02 P(R)‑DEP, EU:C:2004:754, σκέψεις 21 και 22]. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έχει δεχθεί μόνο σε σχέση με τους παρεμβαίνοντες ότι τα έξοδα μεταφράσεως μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να χαρακτηριστούν αναγκαία (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη της 18ης Απριλίου 2006, Euroalliages κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑132/01 DEP, EU:T:2006:112, σκέψη 46).

65      Υπό τις συνθήκες αυτές, τα έξοδα μεταφράσεως τα οποία πραγματοποίησε το Cedefop πρέπει να αποκλειστούν από τα αποδοτέα έξοδα.

 Επί της οικονομικής καταστάσεως του Π. Λογγινίδη

66      Ο Π. Λογγινίδης ισχυρίζεται ότι, εν πάση περιπτώσει, η οικονομική του κατάσταση δεν του επιτρέπει να αποδώσει στο Cedefop ποσό που να υπερβαίνει τα [εμπιστευτικό] ευρώ, διότι άλλως θα δημιουργηθεί πρόβλημα βιοπορισμού για την οικογένειά του. Διευκρινίζει συναφώς ότι, όπως προκύπτει από τη φορολογική του δήλωση για το έτος 2012, την οποία έχει επισυνάψει στις παρατηρήσεις του επί της υπό κρίση αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων, τα εισοδήματά του προέρχονται αποκλειστικώς από την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου και ανέρχονται μόλις σε [εμπιστευτικό] ευρώ.

67      Επ’ αυτού, διαπιστώνεται ότι η οικονομική κατάσταση του διαδίκου που καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα δεν καταλέγεται μεταξύ των κριτηρίων βάσει των οποίων ο δικαστής της Ένωσης καθορίζει το ύψος των αποδοτέων εξόδων στο πλαίσιο της σχετικής διαδικασίας. Επομένως, το συγκεκριμένο επιχείρημα του Π. Λογγινίδη ουδεμία επιρροή ασκεί εν προκειμένω.

68      Πέραν τούτου, επισημαίνεται ότι η φορολογική δήλωση την οποία επικαλείται ο Π. Λογγινίδης αναφέρεται μόνο στα εισοδήματά του για το έτος 2012, οπότε δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, δυνατό να συναχθεί συμπέρασμα σχετικά με τη συνολική οικονομική του κατάσταση.

69      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το ποσό των εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν εν προκειμένω, περιλαμβανομένων των σχετικών με την παρούσα διαδικασία, ορίζεται σε 6 300 ευρώ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα)

διατάσσει:

Το συνολικό ποσό το οποίο ο Π. Λογγινίδης οφείλει να αποδώσει στο Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop) ορίζεται σε 6 300 ευρώ.

Λουξεμβούργο, 11 Δεκεμβρίου 2014.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. Jaeger


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.


1 Εμπιστευτικά στοιχεία που παραλείπονται.