Language of document : ECLI:EU:T:2014:1083

Υπόθεση T‑283/08 P-DEP

Παύλος Λογγινίδης

κατά

Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop)

«Διαδικασία – Καθορισμός των δικαστικών εξόδων – Αμοιβή δικηγόρου – Εκπροσώπηση οργάνου της Ένωσης από δικηγόρο – Κατ’ αποκοπήν αμοιβή – Έξοδα μετακινήσεως και διαμονής εκπροσώπου – Έξοδα μεταφράσεως – Αποδοτέα έξοδα – Οικονομική κατάσταση του αναιρεσείοντος»

Περίληψη – Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (αναιρετικό τμήμα)
της 11ης Δεκεμβρίου 2014

1.      Ένδικη διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Αμφισβήτηση σχετικά με τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν – Έννοια – Δεν απαιτείται ρητή άρνηση του καταδικασθέντος στα δικαστικά έξοδα να καταβάλει το ποσό που του ζητήθηκε να αποδώσει

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 92 § 1)

2.      Ένδικη διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Καθορισμός των εξόδων – Αποδοτέα έξοδα – Έννοια – Στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη – Οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος στα δικαστικά έξοδα – Αποκλείεται

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 91, στοιχείο β΄)

3.      Ένδικη διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Καθορισμός των εξόδων – Αποδοτέα έξοδα – Έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν – Έννοια – Αμοιβή την οποία κατέβαλε θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμός της Ένωσης στον δικηγόρο του – Εμπίπτει – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των προσφευγόντων λόγω της χρησιμοποιήσεως υπηρεσιών δικηγόρου σε ορισμένες μόνον υποθέσεις και όχι σε άλλες – Δεν υφίσταται

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 19, εδ. 1, και 53, εδ. 1ˑ Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 91, στοιχείο β΄)

4.      Ένδικη διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Καθορισμός των εξόδων – Καθορισμός με βάση ακριβή στοιχεία προσκομισθέντα από τον αιτούντα ή, ελλείψει τέτοιων στοιχείων, κατά δίκαιη κρίση του δικαστή της Ένωσης – Συμφωνία να αμειφθεί ο δικηγόρος κατ’ αποκοπή – Άνευ σημασίας ως προς την εξουσία εκτιμήσεως την οποία διαθέτει ο δικαστής

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 91, στοιχείο β΄)

5.      Ένδικη διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Καθορισμός των εξόδων – Αποδοτέα έξοδα – Έννοια – Συμμετοχή περισσοτέρων δικηγόρων – Προϋπόθεση – Συνδρομή ειδικών περιστάσεων

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 91, στοιχείο β΄)

6.      Ένδικη διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Καθορισμός των εξόδων – Αποδοτέα έξοδα – Έννοια – Έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν – Έξοδα μεταφράσεως των δικογράφων θεσμικού οργάνου της Ένωσης από εξωτερικό – Αποκλείονται

(Κανονισμός 1 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 517/2013, άρθρο 1 Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 35 § 3, 43 § 2, και 91, στοιχείο β΄)

1.      Κατά το άρθρο 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, αν γεννηθεί αμφισβήτηση σχετικά με τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου διαδίκου και αφού ο αντίδικος υποβάλει τις παρατηρήσεις του, με διάταξη η οποία δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο.

Ως εκ τούτου, προς διαφύλαξη της πρακτικής αποτελεσματικότητας της προβλεπόμενης από την ως άνω διάταξη διαδικασίας, σκοπός της οποίας είναι να αποφανθεί αμετακλήτως ο δικαστής επί των δικαστικών εξόδων της δίκης, δεν πρέπει να γίνει δεκτό ότι αμφισβήτηση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής γεννάται μόνον όταν ο μεν νικήσας διάδικος ζητεί να του αποδοθεί ορισμένο ποσό ως δικαστικά έξοδα, ο δε ηττηθείς διάδικος αρνείται ρητώς να το καταβάλει.

(βλ. σκέψεις 12, 13)

2.      Από το άρθρο 91, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου συνάγεται ότι μπορούν να αναζητηθούν μόνον τα έξοδα τα οποία, αφενός, έχουν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, αφετέρου, ήσαν αναγκαία για τον συγκεκριμένο σκοπό. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εκτιμά ελεύθερα τα στοιχεία της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της από πλευράς δικαίου της Ένωσης καθώς και τις δυσκολίες που παρουσιάζει, τον όγκο της εργασίας την οποία κλήθηκαν ενδεχομένως να φέρουν εις πέρας οι δικηγόροι, οι εκπρόσωποι ή οι σύμβουλοι των διαδίκων, καθώς και τα διακυβευόμενα στο πλαίσιο της διαφοράς οικονομικά συμφέροντα των διαδίκων. Κατά τον καθορισμό του ποσού των αποδοτέων εξόδων, το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει επίσης υπόψη όλες τις περιστάσεις της υποθέσεως έως τον χρόνο εκδόσεως της σχετικής διατάξεώς του, περιλαμβανομένων τυχόν εξόδων που ήσαν αναγκαία στο πλαίσιο της ίδιας της διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων.

Αντιθέτως, η οικονομική κατάσταση του διαδίκου που καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα δεν καταλέγεται μεταξύ των κριτηρίων βάσει των οποίων ο δικαστής της Ένωσης καθορίζει το ύψος των αποδοτέων εξόδων στο πλαίσιο της σχετικής διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 19-21, 67)

3.      Συναφώς, από το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, ως προς τον τρόπο με τον οποίο προτίθενται να εκπροσωπηθούν ή να παρασταθούν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, ελεύθερα να αποφασίσουν αν θα χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες δικηγόρου. Για τους σκοπούς της εφαρμογής της συγκεκριμένης διατάξεως, γίνεται δεκτό ότι οι λοιποί οργανισμοί της Ένωσης εξομοιώνονται προς τα θεσμικά όργανα.

Έτσι, το γεγονός ότι οργανισμός της Ένωσης επέλεξε να εκπροσωπηθεί τόσο από υπάλληλό του όσο και από εξωτερικό δικηγόρο στερείται μεν συνεπειών ως προς το αν τα επίμαχα έξοδα μπορούν πράγματι να αναζητηθούν, δεδομένου ότι απαγορεύεται ο κατ’ αρχήν αποκλεισμός τους, πλην όμως μπορεί να έχει αντίκτυπο κατά τον καθορισμό του ποσού στο οποίο ανέρχονται τα τελικώς αποδοτέα δικαστικά έξοδα. Δεν τίθεται συναφώς ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των προσφευγόντων όταν το καθού θεσμικό όργανο αποφασίζει να προσλάβει δικηγόρο σε ορισμένες υποθέσεις ενώ σε άλλες παρίσταται με τους εκπροσώπους του.

Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία υπό την έννοια ότι το δικαίωμα οργανισμού της Ένωσης να αξιώσει το σύνολο ή μέρος της αμοιβής που κατέβαλε σε δικηγόρο εξαρτάται από το κατά πόσον αποδεικνύεται ότι ήταν «αντικειμενικώς» αναγκαία η χρησιμοποίηση των υπηρεσιών του εν λόγω δικηγόρου θα συνιστούσε, στην πραγματικότητα, έμμεσο περιορισμό της ελευθερίας η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και θα σήμαινε ότι θα υποχρεωνόταν ο δικαστής της Ένωσης να προβεί στη σχετική εκτίμηση, αντί των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών που έχουν την ευθύνη για την οργάνωση των υπηρεσιών τους. Τούτο θα ήταν ασύμβατο τόσο προς το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου όσο και προς την εξουσία εσωτερικής οργανώσεως της οποίας απολαύουν τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης όσον αφορά τον χειρισμό των υποθέσεών τους ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 24-26)

4.      Βλ. το κείμενο της διατάξεως.

(βλ. σκέψεις 28, 31)

5.      Βλ. το κείμενο της διατάξεως.

(βλ. σκέψη 50)

6.      Τα έξοδα των μεταφράσεων τις οποίες τα θεσμικά και τα λοιπά όργανα της Ένωσης οφείλουν να προσκομίζουν ενώπιον Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αποδοτέα. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο έχει δεχθεί μόνο σε σχέση με τους παρεμβαίνοντες ότι τα έξοδα μεταφράσεως είναι δυνατόν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να χαρακτηριστούν ως αναγκαία.

Συγκεκριμένα, στην περίπτωση όπου έχει συνταχθεί στην ελληνική το δικόγραφο προσφυγής κατά οργανισμού της Ένωσης του οποίου οι εκπρόσωποι δεν κατέχουν τη γλώσσα αυτή και, ως εκ τούτου, απευθύνονται σε ελληνόφωνο εξωτερικό δικηγόρο, η παρουσία του τελευταίου πρέπει να γίνει δεκτό ότι αρκεί για να εξασφαλιστεί η δυνατότητα του εν λόγω οργανισμού να εργαστεί, στο πλαίσιο της σχετικής ένδικης διαδικασίας, στην ελληνική γλώσσα, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 35, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και από το άρθρο 1 του κανονισμού 1, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 517/2013. Αν γινόταν δεκτό ότι τα έξοδα μεταφράσεως είναι πράγματι έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, θα υφίστατο δυσμενής διάκρισης λόγω γλώσσας, δεδομένου ότι ο οργανισμός δεν θα είχε πραγματοποιήσει τα έξοδα αυτά αν ο αναιρεσείων είχε επιλέξει μίαν άλλη γλώσσα διαδικασίας την οποία γνωρίζουν οι εκπρόσωποι του οργανισμού.

(βλ. σκέ΄ψεις 61, 62, 64)