Language of document :

Προσφυγή της 9ης Απριλίου 2013 – Portugal Telecom κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-208/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Portugal Telecom SGPS, SA (Λισσαβώνα, Πορτογαλία) (εκπρόσωποι: N. Mimoso Ruiz και R. Bordalo Junqueiro, advogados)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση C (2013) 306 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα,

επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα με το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει ότι η Portugal Telecom και η Telefónica S.A. παραβίασαν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ στο μέτρο που περιέλαβαν μια ένατη ρήτρα στη μεταξύ τους συναφθείσα συμφωνία βάσει της οποίας η Telefónica S.A απέκτησε πακέτο μετοχών της Brasilcel NV το οποίο είχε στην κατοχή της η Portugal Telecom, ρήτρα η οποία ερμηνεύθηκε από την Επιτροπή ως συμφωνία μη ανταγωνισμού άσχετη με την οικεία μεταβίβαση.

Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου:

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει ελλιπή αιτιολογία, καθόσον στο αιτιολογικό της υπάρχουν παραλείψεις, ανακρίβειες και σφάλματα όσον αφορά ουσιώδη στοιχεία που πλήττουν ανεπανόρθωτα το κύρος των συμπερασμάτων της αποφάσεως αυτής,

Η προσφεύγουσα διατείνεται επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ανεπαρκείς αποδείξεις, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ικανό να αντικρούσει τα αποδεικτικά στοιχεία της ίδιας της προσφεύγουσας από τα οποία προκύπτει ότι η ρήτρα υπ’ αριθ. 9 της συμφωνίας περιλάμβανε όντως υποχρέωση αποχής από τον ανταγωνισμό η οποία όμως, δεδομένων των περιστάσεων που οδήγησαν στην πρόβλεψή της, δεν μπορούσε εφαρμοστεί χωρίς προηγούμενη έγκριση από αμφότερες τις αντισυμβαλλόμενες,

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επιπλέον ότι η ρήτρα υπ’ αριθ. 9 της συμφωνίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού καθώς και ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε, ως όφειλε, την ύπαρξη, πραγματική η δυνητική, περιοριστικών αποτελεσμάτων που ενδέχεται να συνιστούν παραβίαση των κανόνων του ανταγωνισμού.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παραβίαση της Συνθήκης και των κανόνων των σχετικών με την εφαρμογή της:

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης στο μέτρο που ενέχει τις κατωτέρω πλημμέλειες:α)    πρόδηλη πλάνη περί τα πράγματα, περί τα αποδεικτικά στοιχεία και περί τον επαρκή χαρακτήρα τους, στο μέτρο που η Επιτροπή αξιολόγησε και ερμήνευσε εσφαλμένα τα στοιχεία που προσκόμισαν οι διάδικοι και που, κατά συνέπεια, δεν συνήγαγε τα εύλογα συμπεράσματα που όφειλε να αντλήσει από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιόν της,β)    εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και συνακόλουθη παράβαση της εν λόγω διάταξης, στο μέτρο που η Επιτροπή έκρινε αβάσιμα και εσφαλμένα τις αντισυμβαλλόμενες ως εν δυνάμει ανταγωνίστριες στο σύνολο των αγορών που καλύπτονταν από την επίμαχη υποχρέωση αποχής από τον ανταγωνισμό· η εν λόγω υποχρέωση δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού χωρίς η Επιτροπή να αποδείξει την παραγωγή οποιωνδήποτε αποτελεσμάτων,γ)    παράβαση της υποχρέωσης που υπέχει η Επιτροπή να διερευνά και να αποφαίνεται, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξετάζει αλλά ούτε και απορρίπτει ομάδα κρίσιμων επιχειρημάτων προβληθέντων από τις αντισυμβαλλόμενες τα οποία αφορούν, μεταξύ άλλων, το πεδίο εφαρμογής της ρήτρας μη ανταγωνισμού, δ)    παραβίαση της αρχής in dubio pro reo, στο μέτρο που η Επιτροπή θεωρεί ως αποδειχθέντα ορισμένα δυσμενή για την προσφεύγουσα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με τα οποία εγείρονται σοβαρές αμφι

βολίες και ως προς τα οποία η ίδια η Επιτροπή δεν είναι βέβαια,ε)    παραβίαση των αρχών τις οποίες δεσμεύτηκε να τηρεί η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας επιβολής προστίμων, πιο συγκεκριμένα της αρχής που καθιερώνει η παράγραφος 13 των κατευθυντηρίων γραμμών που το θεσμικό αυτό όργανο έχει εκδώσει συναφώς, στο μέτρο που η Επιτροπή υπολόγι

σε το ποσό του προστίμου για το σύνολο των αγορών των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ανεξαρτήτως του αν τοποθετούνται γεωγραφικά στην Ιβηρική Χερσόνησο ή όχι, παραβλέποντας επίσης το γεγονός ότι, εν πάση περιπτώσει, η προβαλλόμενη παράβαση δεν διήρκεσε μετά τις 29 Οκτωβρίου 2010,στ) παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως και των κριτηρίων που πρέπει να τηρούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιβ

ολής προστίμων.