Language of document : ECLI:EU:T:2018:277

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 17ης Μαΐου 2018 (*)

«Κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα – Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας – Καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα που αναπαριστά καλάθια ποδηλάτου – Λόγος ακυρότητας – Απαράδεκτο της αιτήσεως για την κήρυξη ακυρότητας – Άρθρο 52, παράγραφος 3, και άρθρο 86, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 – Γνωστοποίηση του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος – Ατομικός χαρακτήρας – Διαφορετική συνολική εντύπωση – Άρθρο 6 και άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002»

Στην υπόθεση T-760/16,

Basil BV, με έδρα το Silvolde (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τους N. Weber και J. von der Thüsen, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον S. Hanne και την D. Walicka,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Artex SpA, με έδρα το San Zeno di Cassola (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από την J. Vogtmeier, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τρίτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 7ης Ιουλίου 2016 (υπόθεση R 535/2015-3), σχετικά με διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας μεταξύ της Artex και της Basil,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni (εισηγητή), πρόεδρο, K. Kowalik-Bańczyk και C. Mac Eochaidh, δικαστές,

γραμματέας: J. Plingers, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Νοεμβρίου 2016,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του EUIPO που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Ιανουαρίου 2017,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Ιανουαρίου 2017,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Δεκεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 13 Φεβρουαρίου 2004, η προσφεύγουσα, Basil BV, υπέβαλε στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (ΕΕ 2002, L 3, σ. 1).

2        Το σχέδιο ή υπόδειγμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση (στο εξής: επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα) είναι το εξής:

Image not foundImage not foundImage not found

Image not foundImage not foundImage not found

3        Το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα καταχωρίσθηκε υπό τον αριθμό 142245-0001. Η καταχώρισή του δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων αριθ. 47/2004, της 15ης Ιουνίου 2004. Έκτοτε η καταχώριση αυτή έχει ανανεωθεί μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου 2019.

4        Το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα προορίζεται να εφαρμοσθεί σε «καλάθια ποδηλάτου», υπαγόμενα στην κλάση 03-01 κατά την έννοια του Διακανονισμού του Λοκάρνο για τη διεθνή ταξινόμηση των βιομηχανικών σχεδίων και υποδειγμάτων, της 8ης Οκτωβρίου 1968, όπως έχει τροποποιηθεί.

5        Στις 17 Ιουνίου 2013, η παρεμβαίνουσα, Artex SpA, υπέβαλε ενώπιον του EUIPO αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος βάσει του άρθρου 52 του κανονισμού 6/2002. Ο λόγος που προβλήθηκε προς στήριξη της αιτήσεως για την κήρυξη ακυρότητας ήταν ο διαλαμβανόμενος στο άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002.

6        Με την αίτησή της για την κήρυξη ακυρότητας, η παρεμβαίνουσα υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα δεν είχε ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού 6/2002 και επικαλέσθηκε, προς επίρρωση των όσων υποστήριξε, διάφορα έγγραφα από τα οποία θεωρεί ότι προκύπτει η γνωστοποίηση στο κοινό ενός προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος (στο εξής: προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα), δηλαδή, ειδικότερα:

–        έναν από τους καταλόγους της στον οποίο εμφαίνεται η εικόνα ενός καλαθιού ποδηλάτου· η εικόνα αυτή συνοδεύεται από τον αριθμό εμπορεύματος 34.54.50, από ένδειξη των διαστάσεων του επίμαχου προϊόντος και από την περιγραφή του προϊόντος αυτού, ήτοι «οπίσθιο δικτυωτό καλάθι ποδηλάτου Speedy», η οποία παρατίθεται σε τέσσερις γλώσσες· η εικόνα αυτή και οι συνοδευτικές αυτής ενδείξεις είναι οι εξής:

Image not found

–        σειρά τιμολογίων, τα οποία χρονολογούνται από τα έτη 2000 έως 2002 και τα οποία αφορούν την πώληση, σε επιχειρήσεις, καλαθιών ποδηλάτου επί των οποίων αναγράφεται η επωνυμία Speedy·

–        έναν κατάλογο του έτους 2001 και τρεις καταλόγους του έτους 2002 τους οποίους έχουν εκδώσει διάφορες ιταλικές επιχειρήσεις και οι οποίοι περιέχουν την εξής εικόνα ενός καλαθιού ποδηλάτου:

Image not found

–        ένα τιμολόγιο και ένα δελτίο παράδοσης με ημερομηνία 20 Ιουλίου 2000, τα οποία εκδόθηκαν από μια ταϊλανδική επιχείρηση και τα οποία απευθύνθηκαν στην παρεμβαίνουσα·

–        μια αναπαράσταση του εκθεσιακού περιπτέρου μιας επιχειρήσεως στο οποίο είχε εκτεθεί ένα καλάθι ποδηλάτου, καθώς και ένα τιμολόγιο για μια έκθεση στην Κολωνία (Γερμανία) το 2002.

7        Με απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2015, αφού έκρινε παραδεκτή την αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας, το τμήμα ακυρώσεων κήρυξε άκυρο το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα λόγω του ότι αυτό δεν είχε ατομικό χαρακτήρα.

8        Στις 11 Μαρτίου 2015, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων.

9        Με απόφαση της 7ης Ιουλίου 2016 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τρίτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή. Κατ’ ουσίαν, το εν λόγω τμήμα προσφυγών εκτίμησε, πρώτον, ότι η υποβληθείσα εν προκειμένω από την παρεμβαίνουσα αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας ήταν παραδεκτή, αντιθέτως προς ό,τι υποστήριξε η προσφεύγουσα, δεύτερον, ότι το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα είχε γνωστοποιηθεί προ της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, ήτοι προ της 13ης Φεβρουαρίου 2004, και, τρίτον, ότι ορθώς το τμήμα ακυρώσεων είχε κρίνει ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα ήταν άκυρο, καθόσον εστερείτο ατομικού χαρακτήρα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

10      Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε ερωτήσεις στους διαδίκους, οι οποίοι απάντησαν εμπροθέσμως.

11      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση·

–        να καταδικάσει το EUIPO και, ενδεχομένως, τους αντιδίκους ενώπιον του τμήματος προσφυγών στα δικαστικά έξοδα.

12      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

13      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως, ήτοι, πρώτον, παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 3, του κανονισμού 6/2002, το οποίο αφορά το απαράδεκτο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, των αιτήσεων για την κήρυξη ακυρότητας, δεύτερον, παράβαση του άρθρου 7 του κανονισμού 6/2002, το οποίο αφορά τη γνωστοποίηση των σχεδίων ή υποδειγμάτων, και, τρίτον, παράβαση του άρθρου 6 του κανονισμού 6/2002, το οποίο αφορά τον ατομικό χαρακτήρα των σχεδίων ή υποδειγμάτων.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 3, του κανονισμού 6/2002

14      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το EUIPO όφειλε να κρίνει απαράδεκτη την υποβληθείσα από την παρεμβαίνουσα αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας, εφαρμόζοντας το άρθρο 52, παράγραφος 3, του κανονισμού 6/2002 ή, άλλως, το άρθρο 86, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού.

15      Συναφώς, η προσφεύγουσα στηρίζεται επί της υπάρξεως αποφάσεως ενός τμήματος προσφυγών, η οποία είναι προγενέστερη της προσβαλλομένης αποφάσεως και με την οποία, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, το εν λόγω τμήμα προσφυγών είχε ήδη απορρίψει μια αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας που είχε υποβληθεί κατά του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η εν λόγω προγενέστερη διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας κινήθηκε κατόπιν πρωτοβουλίας της επιχειρήσεως η οποία είχε υποβάλει τη σχετική αίτηση από κοινού με την παρεμβαίνουσα.

16      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν τα επιχειρήματα αυτά.

17      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, κατά πρώτον, ότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, του κανονισμού 6/2002 ορίζει ότι μια υποβληθείσα ενώπιον του EUIPO αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας είναι απαράδεκτη εάν δικαστήριο κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων έχει εκδώσει απόφαση μεταξύ των ιδίων διαδίκων επί αιτήσεως η οποία έχει το ίδιο αντικείμενο και τους αυτούς λόγους και η εν λόγω απόφαση έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

18      Πλην όμως, οι διατάξεις του άρθρου 52, παράγραφος 3, του κανονισμού 6/2002 δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω.

19      Πράγματι, πρώτον, το άρθρο 80 του κανονισμού 6/2002, που φέρει τον τίτλο «Δικαστήρια κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων», προβλέπει, στην παράγραφό του 1, ότι τα κράτη μέλη ορίζουν στο έδαφός τους έναν ορισμένο αριθμό πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων εθνικών δικαστηρίων, ήτοι τα δικαστήρια κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων, τα οποία ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται με τον ως άνω κανονισμό. Επομένως, από τις διατάξεις του άρθρου αυτού προκύπτει ότι ένα δικαστήριο κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων είναι κατ’ ανάγκην ένα εθνικό δικαστήριο κράτους μέλους.

20      Ως εκ τούτου, το άρθρο 52, παράγραφος 3, του κανονισμού 6/2002 δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση κατά την οποία το EUIPO έχει ήδη εκδώσει απόφαση, αλλά εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση κατά την οποία εθνικό δικαστήριο κράτους μέλους έχει ήδη εκδώσει απόφαση.

21      Δεύτερον, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι ο διάδικος που υπέβαλε, στην υπό κρίση υπόθεση, την αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος είναι ο ίδιος διάδικος με αυτόν που υπέβαλε την αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος στην προγενέστερη υπόθεση.

22      Πράγματι, το γεγονός ότι υφίσταται έντονη συνάφεια μεταξύ των δύο επίμαχων υποθέσεων και στενή συνεργασία μεταξύ των δύο διαδίκων που υπέβαλαν, σε καθεμία από τις δύο υποθέσεις, την αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας, το οποίο καταδεικνύεται, ιδίως, από την ταύτιση των εκπροσώπων τους και των επιχειρημάτων τους, δεν συνεπάγεται ότι υφίσταται ταύτιση των διαδίκων.

23      Συναφώς, η παρεμβαίνουσα επισήμανε, χωρίς να αντικρουσθεί επ’ αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η επιχείρηση που υπέβαλε την προγενέστερη αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας ήταν απλώς και μόνον πελάτισσά της, πράγμα που δεν αρκεί για να λογίζεται η ίδια και η εν λόγω επιχείρηση ως ένας και ο αυτός διάδικος.

24      Εξάλλου, το γεγονός που μνημονεύθηκε στη σκέψη 22 ανωτέρω δεν συνεπάγεται ότι οι επίμαχες αιτήσεις για την κήρυξη ακυρότητας είχαν καταχρηστικό χαρακτήρα.

25      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα ότι το τμήμα προσφυγών προσέβαλε, όπως υποστηρίχθηκε, το δικαίωμα επαρκούς ακροάσεως της προσφεύγουσας ως προς τη φερόμενη ως καταχρηστική συμπεριφορά της παρεμβαίνουσας, η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι το τμήμα προσφυγών δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει τις παρατηρήσεις της επί του ζητήματος αυτού.

26      Κατά τα λοιπά, καίτοι η προσφεύγουσα προβάλλει, επικαλούμενη το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, εντούτοις, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι το Γενικό Δικαστήριο απέκλεισε την εφαρμογή ενός τέτοιου δικαιώματος ενώπιον των τμημάτων προσφυγών του EUIPO, διότι η διαδικασία ενώπιον αυτών των τμημάτων προσφυγών δεν είναι δικαιοδοτικής φύσεως, αλλά διοικητικής [αποφάσεις της 20ής Απριλίου 2005, Krüger κατά ΓΕΕΑ – Calpis (CALPICO), T-273/02, EU:T:2005:134, σκέψη 62, και της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Comptoir d’Épicure κατά ΓΕΕΑ – A-Rosa Akademie (da rosa), T-405/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1072, σκέψη 71· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα σαπουνιού), T-63/01, EU:T:2002:317, σκέψη 23].

27      Κατά δεύτερον, οι διατάξεις του άρθρου 86, παράγραφος 5, του κανονισμού 6/2002, σύμφωνα με τις οποίες δεν χωρεί ανταγωγή περί ακυρότητας καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, αν το EUIPO έχει ήδη εκδώσει απόφαση με ισχύ δεδικασμένου επί αιτήσεως με το ίδιο αντικείμενο και τους αυτούς λόγους μεταξύ των αυτών διαδίκων, δεν διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον του EUIPO και, ιδίως, των τμημάτων προσφυγών του εν λόγω Γραφείου, αλλά τις διαδικασίες ενώπιον των δικαστηρίων κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων, ως προς τα οποία επισημάνθηκε στη σκέψη 19 ανωτέρω ότι πρόκειται για εθνικά δικαστήρια.

28      Καίτοι είναι αληθές ότι οι διατάξεις του άρθρου 52, παράγραφος 3, του κανονισμού 6/2002 και εκείνες του άρθρου 86, παράγραφος 5, του κανονισμού 6/2002 έχουν ως αντικείμενο την πρόληψη ενδεχόμενων συγκρούσεων, στον τομέα της κηρύξεως της ακυρότητας ενός σχεδίου ή υποδείγματος, μεταξύ των αποφάσεων του EUIPO και εκείνων των δικαστηρίων κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων, εντούτοις, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί από τις ίδιες διατάξεις ότι ο κανονισμός 6/2002 καθιερώνει αντίστοιχη μορφή προλήψεως των συγκρούσεων μεταξύ των αποφάσεων του EUIPO.

29      Κατά τρίτον, αποκλείεται η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του άρθρου 52, παράγραφος 3, του κανονισμού 6/2002 στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το EUIPO έχει ήδη εκδώσει απόφαση επί αιτήσεως για την κήρυξη ακυρότητας.

30      Πράγματι, δεν προκύπτει ότι η διάταξη αυτή εμφανίζει κενό που να είναι ασυμβίβαστο με κάποια γενική αρχή του δικαίου και που να μπορεί να καλυφθεί με κατ’ αναλογίαν εφαρμογή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1985, Krohn, 165/84, EU:C:1985:507, σκέψεις 13 και 14).

31      Είναι αληθές ότι ο κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [και αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)], και ειδικότερα το άρθρο 56, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού (νυν άρθρο 63 του κανονισμού 2017/1001), στο οποίο παραπέμπει η προσφεύγουσα με το δικόγραφο της προσφυγής της (κάνοντας αναφορά, εκ παραδρομής λόγω τυπογραφικού σφάλματος του οποίου την ύπαρξη επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στο άρθρο 60, παράγραφος 3, του κανονισμού 6/2002), ορίζει, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2424/2015 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 341, σ. 21), ότι η αίτηση κήρυξης της ακυρότητας είναι απαράδεκτη αν αίτηση μεταξύ των αυτών διαδίκων με το αυτό αντικείμενο και την αυτή αιτία έχει κριθεί επί της ουσίας μεταξύ των αυτών διαδίκων είτε από το EUIPO είτε από δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η απόφαση του EUIPO ή του εν λόγω δικαστηρίου επί της συγκεκριμένης αίτησης έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

32      Ωστόσο, εφόσον, στον τομέα των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η θέσπιση ρητής διατάξεως κρίθηκε αναγκαία από τον νομοθέτη προκειμένου η ισχύς που αποδίδεται στις προγενέστερες αποφάσεις του EUIPO να έχει ως συνέπεια την απόρριψη μιας αιτήσεως για την κήρυξη ακυρότητας χωρίς η εν λόγω αίτηση να εξετασθεί επί της ουσίας, η ύπαρξη μιας τέτοιας ρητής διατάξεως θα ήταν, ως εκ τούτου, επίσης αναγκαία στον τομέα των σχεδίων ή υποδειγμάτων. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να αντισταθμισθεί η έλλειψη μιας τέτοιας διατάξεως με εφαρμογή, κατ’ αναλογίαν, του άρθρου 52, παράγραφος 3, του κανονισμού 6/2002 στις αποφάσεις του EUIPO.

33      Επιπλέον, μια διάταξη με ρητή διατύπωση θα ήταν κατά μείζονα λόγο αναγκαία, προκειμένου να υπάρξει κατ’ αναλογίαν εφαρμογή επί των αποφάσεων του EUIPO διατάξεων που έχουν εφαρμογή επί δικαστικών αποφάσεων «που έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου», δεδομένου ότι, κατά πάγια νομολογία, οι διαδικασίες ενώπιον του EUIPO είναι διοικητικής και όχι δικαιοδοτικής φύσεως [απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, TVR Automotive κατά ΓΕΕΑ – TVR Italia (TVR ITALIA), T-398/13, EU:T:2015:503, σκέψη 38· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Σχήμα σαπουνιού, T-63/01, EU:T:2002:317, σκέψεις 22 και 23].

34      Πρέπει να προστεθεί ότι, στον τομέα των κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων, η επί της ουσίας εξέταση της αιτήσεως καταχωρίσεως περιορίζεται, δυνάμει του άρθρου 47, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, στον έλεγχο του κατά πόσον η αίτηση αυτή συνάδει με τον ορισμό του σχεδίου ή υποδείγματος ο οποίος προκύπτει από το άρθρο 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, καθώς και του κατά πόσον η αίτηση αυτή δεν αντιβαίνει στη δημόσια τάξη. Κατά τα λοιπά, έχουν εφαρμογή ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις, οι οποίες παρατίθενται στο άρθρο 45 του κανονισμού 6/2002. Αντιθέτως, τα άρθρα 7 και 8 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρα 7 και 8 του κανονισμού 2017/1001) θεσπίζουν τη διεξαγωγή, πριν από την καταχώριση σήματος, ενός ουσιαστικού ελέγχου της εγκυρότητας του εν λόγω σήματος, ο οποίος στηρίζεται, αναφορικώς με το άρθρο 8 του κανονισμού 207/2009, στην ύπαρξη διαδικασίας ανακοπής. Ως εκ τούτου, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού του ελέγχου της εγκυρότητας των σχεδίων ή υποδειγμάτων πριν από την καταχώρισή τους, η διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας, η οποία παρέχει τη δυνατότητα να διεξαχθεί ένας τέτοιος έλεγχος μετά την εν λόγω καταχώριση, καταλαμβάνει κατ’ ανάγκην διαφορετική θέση στην εν γένει οικονομία του κανονισμού 6/2002 εν σχέσει προς αυτήν που καταλαμβάνει στην εν γένει οικονομία του κανονισμού 207/2009, στο πλαίσιο του οποίου αυτός ο βαθμός ελέγχου είναι διαφορετικός. Τούτο καταδεικνύει την ευαίσθητη φύση οποιασδήποτε κατ’ αναλογίαν εφαρμογής του άρθρου 52, παράγραφος 3, του κανονισμού 6/2002 στις αποφάσεις του EUIPO, η οποία θα διαπνεόταν από τις διατάξεις του άρθρου 56, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009.

35      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 7 του κανονισμού 6/2002

36      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 7 του κανονισμού 6/2002 ως εκ του ότι αναγνώρισε ότι το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα είχε αποτελέσει αντικείμενο γνωστοποιήσεως. Αυτός ο λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει σειρά αιτιάσεων, εκ των οποίων με την πρώτη προβάλλεται εκπρόθεσμη διαβίβαση στο EUIPO της μεταφράσεως των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα προς στοιχειοθέτηση της γνωστοποιήσεως στο κοινό του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος, με τη δεύτερη προβάλλεται ότι δεν ήταν πειστικός ο χαρακτήρας των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων στηρίχθηκε το τμήμα προσφυγών προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα είχε γνωστοποιηθεί πριν από το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα, ενώ με την τρίτη προβάλλεται ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη κατά τον προσδιορισμό των οικείων ειδικευμένων κύκλων.

 Επί της εκπρόθεσμης διαβιβάσεως της μεταφράσεως των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα ενώπιον του EUIPO

37      Η προσφεύγουσα, η οποία υποστήριξε, με το δικόγραφο της προσφυγής της, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα προς στοιχειοθέτηση της γνωστοποιήσεως του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος είχαν μεταφραστεί στη γλώσσα της διαδικασίας για την κήρυξη ακυρότητας μόνον έπειτα από την εκπνοή της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 29, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 2245/2002 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2002, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 6/2002 (ΕΕ 2002, L 341, σ. 28), ανακάλεσε, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, την εν λόγω αιτίαση, επί της οποίας, επομένως, δεν συντρέχει πλέον λόγος να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο.

 Επί του μη πειστικού χαρακτήρα των στοιχείων επί των οποίων στηρίχθηκε το τμήμα προσφυγών προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα περί της υπάρξεως γνωστοποιήσεως στο κοινό του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος

38      Η προσφεύγουσα διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε το τμήμα προσφυγών δεν αποδείκνυαν ότι το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα είχε γνωστοποιηθεί πριν από την υποβολή της αιτήσεως καταχωρίσεως του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, δηλαδή πριν από τις 13 Φεβρουαρίου 2004. Υποστηρίζει, ως εκ τούτου, ότι ο κατάλογος της παρεμβαίνουσας, τα τιμολόγια, η αναπαράσταση του εκθεσιακού περιπτέρου μιας επιχειρήσεως και οι λοιποί κατάλογοι που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα δεν αποδείκνυαν με βεβαιότητα την ύπαρξη προγενέστερης γνωστοποιήσεως.

39      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα ζητούν την απόρριψη της υπό κρίση αιτιάσεως.

40      Κατά το άρθρο 7 του κανονισμού 6/2002, για την εφαρμογή των άρθρων 5 και 6, ένα σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται ότι έχει γνωστοποιηθεί στο κοινό αν έχει δημοσιευθεί κατόπιν καταχωρίσεώς του ή με άλλον τρόπο, ή έχει εκτεθεί, έχει χρησιμοποιηθεί στο εμπόριο ή έχει καταστεί γνωστό με άλλον τρόπο, πριν από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως, εκτός εάν τα γεγονότα αυτά λογικά δεν θα ήταν δυνατόν να γίνουν γνωστά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων στους ειδικευμένους κύκλους του συγκεκριμένου κλάδου οι οποίοι δραστηριοποιούνται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, πάντοτε κατά το άρθρο 7 του κανονισμού 6/2002, δεν θεωρείται ότι το σχέδιο ή υπόδειγμα έχει γνωστοποιηθεί στο κοινό απλώς και μόνο διότι έχει γνωστοποιηθεί σε τρίτον με τη ρητή ή σιωπηρή προϋπόθεση να παραμείνει απόρρητο.

41      Ο κανονισμός 2245/2002 δεν περιλαμβάνει καμία διευκρίνιση αναφορικώς με τα αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να παρέχονται, εκ μέρους του αιτούντος την κήρυξη ακυρότητας, ως προς τη γνωστοποίηση του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος. Ειδικότερα, το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 2245/2002 προβλέπει μόνον ότι, εφόσον η αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στην έλλειψη ατομικού χαρακτήρα του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος για το οποίο ζητείται η προστασία, η εν λόγω αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει τη μνεία και την αναπαράσταση του σχεδίου ή υποδείγματος του αιτούντος την κήρυξη ακυρότητας το οποίο ενδεχομένως αποκλείει τον ατομικό χαρακτήρα του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος για το οποίο ζητείται η προστασία, καθώς και έγγραφα που να πιστοποιούν την προηγούμενη γνωστοποίηση του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος. Εξάλλου, ούτε ο κανονισμός 6/2002 ούτε ο κανονισμός 2245/2002 ορίζουν υποχρεωτικό τύπο όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να προσκομίζονται εκ μέρους του αιτούντος την κήρυξη ακυρότητας προς στοιχειοθέτηση της υπάρξεως γνωστοποιήσεως του σχεδίου ή υποδείγματός του πριν από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως του σχεδίου ή υποδείγματος για το οποίο ζητείται η προστασία. Συγκεκριμένα, το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημεία v και vi, του κανονισμού 2245/2002 απαιτεί μόνον η αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας να περιέχει «έγγραφα που να πιστοποιούν την ύπαρξη [του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος]» καθώς και «αναφορά των πραγματικών περιστατικών, των αποδείξεων και των ισχυρισμών που προβάλλονται προς υποστήριξη [της εν λόγω αιτήσεως]». Ομοίως, το άρθρο 65, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002 προβλέπει μόνον έναν μη εξαντλητικό κατάλογο αποδεικτικών μέσων που επιτρέπονται στο πλαίσιο των διαδικασιών ενώπιον του EUIPO. Επομένως, ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας είναι ελεύθερος να επιλέγει εκείνα τα αποδεικτικά στοιχεία που κρίνει χρήσιμο να προσκομίσει στο EUIPO προς στήριξη της αιτήσεώς του για την κήρυξη ακυρότητας [απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016, Thun 1794 κατά EUIPO – Adekor (Διακοσμητικά γραφικά σύμβολα), T‑420/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:410, σκέψη 26].

42      Εξάλλου, η γνωστοποίηση προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί βάσει πιθανοτήτων ή τεκμηρίων, αλλά πρέπει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα και αντικειμενικά στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη πραγματικής γνωστοποιήσεως του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος εντός της αγοράς. Επιπλέον, τα προσκομισθέντα από τον αιτούντα την κήρυξη ακυρότητας αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να εκτιμώνται σε συσχέτιση μεταξύ τους. Πράγματι, καίτοι ορισμένα από τα εν λόγω στοιχεία ενδέχεται να είναι, εξεταζόμενα μεμονωμένα, ανεπαρκή για να αποδειχθεί η ύπαρξη γνωστοποιήσεως προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος, γεγονός παραμένει ότι, όταν αυτά συσχετίζονται ή ερμηνεύονται από κοινού με άλλα έγγραφα ή πληροφορίες, είναι δυνατόν να συμβάλλουν στη διαμόρφωση της αποδείξεως σχετικώς με την ύπαρξη γνωστοποιήσεως. Τέλος, προκειμένου να εκτιμηθεί η αποδεικτική αξία εγγράφου, πρέπει να ελέγχεται η πειστικότητα και η αξιοπιστία της περιεχόμενης σ’ αυτό πληροφορίας. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η προέλευση του εγγράφου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε και ο αποδέκτης του, ενώ πρέπει περαιτέρω να εξετάζεται αν το έγγραφο είναι, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του, εκ πρώτης όψεως λογικό και αξιόπιστο (απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016, Διακοσμητικά γραφικά σύμβολα, T‑420/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:410, σκέψη 27).

43      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι η παρεμβαίνουσα είχε διαβιβάσει έναν κατάλογο, του οποίου είχε προσκομισθεί ένα πρωτότυπο τεύχος. Στον εν λόγω κατάλογο περιλαμβανόταν η εικόνα ενός καλαθιού ποδηλάτου που έφερε την επωνυμία Speedy. Η εικόνα αυτή συνοδευόταν από τον αριθμό εμπορεύματος 34.54.50. Η παρεμβαίνουσα προσκόμισε επίσης περισσότερα από 100 τιμολόγια απευθυνόμενα σε διάφορες επιχειρήσεις εγκατεστημένες, μεταξύ άλλων, στην Ιταλία. Τα τιμολόγια αυτά χρονολογούνταν από τα έτη 2000 έως 2002 και αντιστοιχούσαν στην πώληση περισσότερων από 25 000 καλαθιών ποδηλάτου επί των οποίων αναγράφονταν τόσο ο αριθμός εμπορεύματος 34.54.50 όσο και η επωνυμία Speedy.

44      Το τμήμα προσφυγών τόνισε ότι ένα καλάθι ποδηλάτου αντίστοιχο προς εκείνο που μνημονεύθηκε στη σκέψη 43 ανωτέρω περιλαμβανόταν επίσης σε τέσσερις καταλόγους άλλων επιχειρήσεων των ετών 2001 και 2002 και εμφανιζόταν στην αναπαράσταση του εκθεσιακού περιπτέρου μιας επιχειρήσεως για μια έκθεση στην Κολωνία το 2002.

45      Βάσει των στοιχείων αυτών, εξεταζομένων στο σύνολό τους, το τμήμα προσφυγών ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κρίσιμο εν προκειμένω προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα είχε αποτελέσει αντικείμενο γνωστοποιήσεως.

46      Το προηγηθέν συμπέρασμα δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα.

47      Πράγματι, η προσφεύγουσα περιορίζεται στο να διατυπώσει αμφιβολίες ή επιφυλάξεις, ιδίως, όσον αφορά την ημερομηνία και τη διάθεση στην κυκλοφορία του καταλόγου περί του οποίου έγινε μνεία στη σκέψη 43 ανωτέρω καθώς και σχετικά με αυτή καθεαυτή την ύπαρξη των καταλόγων περί των οποίων έγινε μνεία στη σκέψη 44 ανωτέρω, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του αριθμού εμπορεύματος που αναγράφεται στον κατάλογο περί του οποίου έγινε μνεία στη σκέψη 43 ανωτέρω και του ίδιου αριθμού ο οποίος αναγράφεται στα τιμολόγια περί των οποίων έγινε επίσης μνεία στη σκέψη 43 ανωτέρω, ή, ακόμη, όσον αφορά το κατά πόσον οι επίμαχοι κατάλογοι είχαν όντως αποτελέσει αντικείμενο διαθέσεως στην κυκλοφορία ή το κατά πόσον τα προϊόντα που εμφαίνονται σε αυτούς είχαν όντως κατασκευαστεί.

48      Οι αμφιβολίες αυτές δεν αρκούν για να κλονισθεί το παρασχεθέν από την παρεμβαίνουσα σύνολο συγκλινουσών ενδείξεων το οποίο ελήφθη υπόψη από το τμήμα προσφυγών προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα περί της υπάρξεως γνωστοποιήσεως.

49      Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από την ανυπαρξία κλητεύσεως μαρτύρων, ότι ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας είναι ελεύθερος να επιλέγει εκείνα τα αποδεικτικά στοιχεία που κρίνει χρήσιμο να προσκομίσει στο EUIPO προς στήριξη της αιτήσεώς του για την κήρυξη ακυρότητας(βλ. σκέψη 41 ανωτέρω).

50      Ομοίως, όσον αφορά τα επιχειρήματα σχετικά με τον μη επαρκώς πειστικό χαρακτήρα οποιουδήποτε εκ των στοιχείων που έλαβε υπόψη του το τμήμα προσφυγών, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά την εξέταση της υπάρξεως γνωστοποιήσεως ενός σχεδίου ή υποδείγματος, επιβάλλεται η διενέργεια συνολικής εκτιμήσεως, αφού ληφθούν υπόψη όλοι οι παράγοντες που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω).

51      Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ουδόλως στοιχειοθετείται το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, στον συγκεκριμένο κλάδο, είναι σύνηθες να χρησιμοποιούνται οι ίδιοι αριθμοί εμπορεύματος για το προϊόν του προηγούμενου μοντέλου και για εκείνο του επόμενου μοντέλου.

52      Επιπλέον, το EUIPO τονίζει με πειστικό τρόπο ότι, ενώ ένα τέτοιο επιχείρημα δεν μπορεί να αποκλεισθεί όσον αφορά μια επωνυμία εμπορεύματος, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα όσον αφορά τον αριθμό του εμπορεύματος, καθόσον η χρήση του ίδιου αριθμού εμπορεύματος για τα προϊόντα διαδοχικών μοντέλων θα καθιστούσε αδύνατη οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των προϊόντων αυτών στο πλαίσιο της παρακολουθήσεως των πωλήσεων, στο πλαίσιο των λογιστικών εγγραφών ή όσον αφορά τα σχετικά με την εγγύηση ζητήματα.

53      Εξάλλου, δεν στοιχειοθετούνται τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας περί παραμορφώσεως του περιεχομένου των εγγράφων που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα.

54      Τέλος, όσον αφορά την εκ μέρους της προσφεύγουσας επίκληση μιας προγενέστερης αποφάσεως ενός τμήματος προσφυγών του EUIPO, στο μέτρο που μια τέτοια αιτίαση δεν συνδέεται με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως ο οποίος απορρίφθηκε στη σκέψη 35 ανωτέρω, αλλά με την επίκληση της πρακτικής που ακολουθούν τα τμήματα προσφυγών του EUIPO με τις αποφάσεις τους, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι οι αποφάσεις που τα τμήματα αυτά καλούνται να λάβουν, δυνάμει του κανονισμού 207/2009, όσον αφορά την καταχώριση ενός σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εμπίπτουν στη σφαίρα της ασκήσεως δέσμιας αρμοδιότητας και όχι διακριτικής ευχέρειας. Επομένως, η νομιμότητα των εν λόγω αποφάσεων πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικώς βάσει του κανονισμού αυτού και όχι βάσει προγενέστερης πρακτικής λήψης αποφάσεων. Έχει κριθεί ότι, βάσει των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως, το EUIPO όφειλε, στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να λαμβάνει υπόψη τις προγενέστερες αποφάσεις επί παρεμφερών αιτήσεων και να εξετάζει με ιδιαίτερη προσοχή αν έπρεπε ή όχι να αποφασίσει κατά τον ίδιο τρόπο. Εντούτοις, έχει κριθεί επίσης ότι οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως πρέπει να συνδυάζονται με την τήρηση της νομιμότητας. Συνεπώς, το πρόσωπο που ζητεί την καταχώριση ενός σημείου ως σήματος δεν μπορεί να επικαλεστεί προς όφελός του τυχόν παρανομία που διαπράχθηκε προς όφελος άλλου προκειμένου να επιτύχει την έκδοση όμοιας αποφάσεως. Κατά τα λοιπά, για λόγους ασφάλειας δικαίου και, συγκεκριμένα, χρηστής διοικήσεως, η εξέταση κάθε αιτήσεως καταχωρίσεως πρέπει να είναι αυστηρή και πλήρης ώστε να αποτρέπεται η αντικανονική καταχώριση σημάτων. Η εξέταση αυτή πρέπει να διενεργείται κατά περίπτωση. Συγκεκριμένα, η καταχώριση σημείου ως σήματος εξαρτάται από ειδικά κριτήρια, τα οποία έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης περιπτώσεως και τα οποία χρησιμεύουν για να διακριβωθεί μήπως το οικείο σημείο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής κάποιου από τους λόγους απαραδέκτου [βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Antrax It κατά EUIPO – Vasco Group (Θερμοσυσσωρευτές για θερμαντικά σώματα), T-828/14 και T-829/14, EU:T:2017:87, σκέψη 93 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

55      Η υπομνησθείσα στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, η οποία είναι σχετική με το σύστημα του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει κατ’ αναλογίαν εφαρμογή στην εξέταση των αιτήσεων για την κήρυξη ακυρότητας σχεδίων ή υποδειγμάτων (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Θερμοσυσσωρευτές για θερμαντικά σώματα, T-828/14 και T-829/14, EU:T:2017:87, σκέψη 93).

56      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 43 έως 45 ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα είχε αποτελέσει αντικείμενο γνωστοποιήσεως. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεσθεί λυσιτελώς, προκειμένου να κλονίσει το συμπέρασμα αυτό, μια προγενέστερη απόφαση του EUIPO.

57      Εν πάση περιπτώσει, αρκετά στοιχεία διαφοροποιούν την υπό κρίση υπόθεση από την υπόθεση την οποία επικαλέστηκε η προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, η παρεμβαίνουσα προσκόμισε πολύ περισσότερα τιμολόγια απ’ ό,τι είχε προσκομίσει η αιτούσα την κήρυξη ακυρότητας στην εν λόγω υπόθεση. Επιπλέον, τα τιμολόγια αυτά παρέπεμπαν στην επωνυμία του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος και σ’ έναν αριθμό εμπορεύματος, τα οποία περιλαμβάνονταν στον πρωτότυπο κατάλογο στον οποίο είχε εμφανιστεί το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα. Τέλος, έχουν επίσης προσκομιστεί και άλλοι κατάλογοι εκδοθέντες από άλλες επιχειρήσεις.

58      Επομένως, το τμήμα προσφυγών ορθώς συνήγαγε, στο σημείο 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι βάσει των στοιχείων αυτών οι δύο υποθέσεις διαφοροποιούνταν επαρκώς, ώστε να δικαιολογείται η εκ μέρους του εν λόγω τμήματος προσφυγών συναγωγή διαφορετικών συμπερασμάτων σε καθεμία από τις υποθέσεις αυτές.

59      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της πλάνης κατά τον προσδιορισμό των οικείων ειδικευμένων κύκλων

60      Η προσφεύγουσα διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη κατά τον προσδιορισμό των οικείων ειδικευμένων κύκλων.

61      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, στο πλαίσιο ενός πρώτου επιχειρήματος, ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως εκτίμησε ότι οι έμποροι ανήκαν στους ειδικευμένους κύκλους.

62      Η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης ένα δεύτερο επιχείρημα, που αντλείται από το ότι το τμήμα προσφυγών δεν διατύπωσε επαρκώς την άποψή του ως προς το ζήτημα αν σημαντικό μέρος των ειδικευμένων κύκλων είχε τη δυνατότητα να λάβει γνώση του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος και, ως εκ τούτου, προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεως της προσφεύγουσας.

63      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα ζητούν την απόρριψη αυτής της αιτιάσεως στο σύνολό της.

64      Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα της προσφεύγουσας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002, το οποίο προβλέπει ότι ένα σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται ότι γνωστοποιήθηκε στο κοινό εντός της Ένωσης εάν δημοσιεύθηκε, εκτέθηκε, χρησιμοποιήθηκε στο εμπόριο ή κατέστη γνωστό με άλλο τρόπο, με αποτέλεσμα, κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών εργασιών, τα γεγονότα αυτά να μπορούν ευλόγως να καταστούν γνωστά στους ειδικευμένους κύκλους του συγκεκριμένου κλάδου οι οποίοι δραστηριοποιούνται εντός της Ένωσης, έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μπορούσε να γίνει δεκτό ότι ένα μη καταχωρισμένο σχέδιο ή υπόδειγμα ενδέχεται, κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών εργασιών, να έχει ευλόγως καταστεί γνωστό στους ειδικευμένους κύκλους του συγκεκριμένου κλάδου οι οποίοι δραστηριοποιούνται εντός της Ένωσης, εφόσον εικόνες του εν λόγω σχεδίου ή υποδείγματος είχαν διαδοθεί σε εμπόρους που δραστηριοποιούνται στον κλάδο αυτό (απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, H. Gautzsch Großhandel, C-479/12, EU:C:2014:75, σκέψη 30). Μια τέτοια ερμηνεία ισχύει, κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, διάταξη της οποίας το γράμμα είναι παρεμφερές με εκείνο του άρθρου 11, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού και η οποία αποσκοπεί, επίσης, στον προσδιορισμό των κρίσιμων στοιχείων για την αναγνώριση της υπάρξεως γνωστοποιήσεως ικανής να παράσχει προστασία σε ένα μη καταχωρισμένο σχέδιο ή υπόδειγμα.

65      Επομένως, το πρώτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

66      Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, πρέπει να υπομνησθεί ότι ένα σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται ότι έχει γνωστοποιηθεί στο κοινό εφόσον ο διάδικος που προβάλλει τη γνωστοποίηση αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που την τεκμηριώνουν. Προς κατάρριψη του τεκμηρίου αυτού, απόκειται στον διάδικο που αμφισβητεί τη γνωστοποίηση να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι οι περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως θα μπορούσαν ευλόγως να εμποδίσουν τους ειδικευμένους κύκλους του συγκεκριμένου κλάδου να λάβουν γνώση των πραγματικών αυτών περιστατικών στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών συναλλαγών [απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, Senz Technologies κατά ΓΕΕΑ – Impliva (Ομπρέλες), T-22/13 και T-23/13, EU:T:2015:310, σκέψη 26].

67      Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 45 ανωτέρω, η παρεμβαίνουσα απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη γνωστοποιήσεως του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος. Πλην όμως, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε απόδειξη περί του ότι οι περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως εμπόδιζαν τους ειδικευμένους κύκλους του συγκεκριμένου κλάδου να λάβουν γνώση των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν τη γνωστοποίηση. Δεδομένου ότι απόκειται στην προσφεύγουσα να αποδείξει τα προαναφερόμενα και ότι αυτή δεν αποδεικνύει ότι ενήργησε προς αυτήν την κατεύθυνση ενώπιον του τμήματος προσφυγών, δεν δύναται, ως εκ τούτου, να προβάλλει λυσιτελώς ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε θέση ως προς το ζήτημα αυτό ούτε ότι το εν λόγω τμήμα προσφυγών προσέβαλε το δικαίωμα επαρκούς ακροάσεως της προσφεύγουσας.

68      Ως εκ περισσού, το επιχείρημα περί προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως δεν συνοδεύεται από επαρκείς διευκρινίσεις ώστε να εκτιμηθεί η βασιμότητά του. Επομένως, το επιχείρημα αυτό πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί.

69      Επιπλέον, καίτοι η προσφεύγουσα προβάλλει, επικαλούμενη το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, εντούτοις, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί διά παραπομπής στις εκτιμήσεις που παρατέθηκαν στη σκέψη 26 ανωτέρω.

70      Επομένως, το δεύτερο επιχείρημα είναι απορριπτέο και η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

71      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς διαπίστωσε ότι είχε υπάρξει γνωστοποίηση στο κοινό του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, δηλαδή στις 13 Φεβρουαρίου 2004.

72      Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 6 του κανονισμού 6/2002

73      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 6 του κανονισμού 6/2002 ως εκ του ότι εκτίμησε ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα εστερείτο ατομικού χαρακτήρα.

74      Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα στοιχεία που διαφέρουν μεταξύ των δύο αντιπαρατιθέμενων σχεδίων ή υποδειγμάτων, ήτοι δύο οριζόντιες λωρίδες στον πυθμένα του καλαθιού και ένα ορθογώνιο στην οπίσθια πλευρά, γίνονται αντιληπτά από τον ενημερωμένο χρήστη και δεσπόζουν επί της συνολικής εντυπώσεως που δημιουργείται από το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα.

75      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα ζητούν την απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

76      Από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002 προκύπτει ότι ο ατομικός χαρακτήρας πρέπει να εκτιμάται, στην περίπτωση καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, υπό το πρίσμα της συνολικής εντυπώσεως που προκαλεί στον ενημερωμένο χρήστη. Η συνολική εντύπωση που προκαλεί στον ενημερωμένο χρήστη πρέπει να είναι διαφορετική από εκείνη που προκαλεί οποιοδήποτε σχέδιο ή υπόδειγμα που έχει γνωστοποιηθεί στο κοινό πριν από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως ή, εάν διεκδικείται προτεραιότητα, πριν από την ημερομηνία προτεραιότητας. Στο άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 αποσαφηνίζεται ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, κατά την εκτίμηση του ατομικού χαρακτήρα, ο βαθμός της ελευθερίας του δημιουργού κατά την εκπόνηση αυτού του σχεδίου ή υποδείγματος [απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2015, Roca Sanitario κατά ΓΕΕΑ – Villeroy & Boch (Μονή μπαταρία νιπτήρα), T-334/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:817, σκέψη 15].

77      Κατά τη νομολογία, ο ατομικός χαρακτήρας ενός σχεδίου ή υποδείγματος προκύπτει από τη διαφορετική συνολική εντύπωση, ή την εντύπωση «καινοφανούς», που αυτό δημιουργεί στον ενημερωμένο χρήστη σε σχέση με οποιοδήποτε προγενέστερο από το σύνολο των υπαρχόντων σχεδίων ή υποδειγμάτων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη διαφορές οι οποίες, καίτοι υπερβαίνουν επουσιώδεις λεπτομέρειες, δεν είναι πάντως αρκετά έντονες ώστε να επηρεάσουν την εν λόγω συνολική εντύπωση, αλλά λαμβανομένων υπόψη των διαφορών οι οποίες είναι αρκετά έντονες ώστε να δημιουργήσουν διαφορετική συνολική εντύπωση (απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2015, Μονή μπαταρία νιπτήρα, T-334/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:817, σκέψη 16).

78      Κατά την εκτίμηση του κατά πόσον ένα σχέδιο ή υπόδειγμα έχει ατομικό χαρακτήρα σε σχέση με οποιοδήποτε προγενέστερο από το σύνολο των υπαρχόντων σχεδίων ή υποδειγμάτων, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η φύση του προϊόντος στο οποίο έχει εφαρμοσθεί ή ενσωματωθεί το σχέδιο ή υπόδειγμα και, ιδίως, ο βιομηχανικός κλάδος στον οποίο εντάσσεται (βλ. αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού 6/2002), ο βαθμός ελευθερίας του δημιουργού κατά την εκπόνηση του σχεδίου ή υποδείγματος, ο ενδεχόμενος κορεσμός της τεχνολογικής εξελίξεως, που είναι δυνατόν να καθιστά τον ενημερωμένο χρήστη πιο ευαίσθητο ως προς τις διαφορές μεταξύ των σχεδίων ή υποδειγμάτων που αποτελούν αντικείμενο συγκρίσεως, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται το οικείο προϊόν, ιδίως σε συνάρτηση με τους χειρισμούς στους οποίους αυτό υποβάλλεται συνήθως κατά τη χρήση του (απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2015, Μονή μπαταρία νιπτήρα, T-334/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:817, σκέψη 17).

79      Τέλος, κατά την εκτίμηση του κατά πόσον ένα σχέδιο ή υπόδειγμα έχει ατομικό χαρακτήρα, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η άποψη του ενημερωμένου χρήστη. Κατά πάγια νομολογία, ο ενημερωμένος χρήστης είναι ένα πρόσωπο το οποίο επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή και το οποίο διαθέτει ορισμένη γνώση της προγενέστερης τεχνολογικής εξελίξεως, δηλαδή των μέχρι τούδε υφισταμένων σχεδίων ή υποδειγμάτων που αφορούν το οικείο προϊόν και τα οποία είχαν γνωστοποιηθεί μέχρι την ημερομηνία καταχωρίσεως του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος ή, ενδεχομένως, μέχρι την ημερομηνία της προβαλλομένης προτεραιότητας (βλ. απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2015, Μονή μπαταρία νιπτήρα, T-334/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:817, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

80      Εν προκειμένω, ο ενημερωμένος χρήστης ορίστηκε ορθώς από το τμήμα προσφυγών, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί, εξάλλου, από την προσφεύγουσα, ως πρόσωπο το οποίο είναι εξοικειωμένο με τα καλάθια ποδηλάτου και το οποίο, χωρίς να είναι σχεδιαστής ή ειδήμων σε τεχνικά θέματα, γνωρίζει τα διάφορα σχέδια ή υποδείγματα που υφίστανται στον συγκεκριμένο κλάδο και διαθέτει έναν ορισμένο βαθμό γνώσεων ως προς τα στοιχεία που τα εν λόγω σχέδια ή υποδείγματα συνήθως περιλαμβάνουν (σημείο 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

81      Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε επίσης ορθώς, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί από την προσφεύγουσα, ότι η ελευθερία του δημιουργού κατά την εκπόνηση των καλαθιών ποδηλάτου περιοριζόταν από υποχρεώσεις τεχνικής φύσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι τα καλάθια ποδηλάτου έπρεπε να είναι προσδεδεμένα στο ποδήλατο και έπρεπε να μπορούν να περιέχουν αντικείμενα χωρίς τα τελευταία να πέφτουν από το ποδήλατο όταν αυτό είναι εν κινήσει, αλλά ότι ο δημιουργός μπορούσε να επιλέξει μεταξύ ενός ευρέος φάσματος χρωμάτων, υλικών (παραδείγματος χάρη κατασκευή από πλαστικό, μέταλλο, ψάθα ή ύφασμα) και σχημάτων (κυκλικό, ωοειδές ή τετράγωνο) του καλαθιού (σημείο 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

82      Εν συνεχεία, το τμήμα προσφυγών επισήμανε, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη, ότι τα συγκεκριμένα καλάθια συνέπιπταν τουλάχιστον ως προς αρκετά χαρακτηριστικά τους (σημείο 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ήτοι ως προς το γεγονός ότι:

–        το υλικό των δύο καλαθιών ήταν μεταλλικό δικτυωτό πλέγμα με στενά διάκενα·

–        τα δύο καλάθια ποδηλάτου ήταν ορθογώνια·

–        τα επάνω άκρα των δύο πλαϊνών πλευρών είχαν κλίση προς τα εμπρός·

–        η εμπρόσθια πλευρά ήταν δύο φορές χαμηλότερη από την οπίσθια πλευρά·

–        το περίγραμμα που περιέβαλλε ολόκληρο το καλάθι διερχόταν από το υψηλότερο σημείο της χαμηλότερης μικρής πλευράς.

83      Το τμήμα προσφυγών ορθώς διαπίστωσε επίσης ότι τα αντιπαρατιθέμενα σχέδια ή υποδείγματα διέφεραν ως προς το ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα περιείχε δύο στοιχεία, ήτοι δύο οριζόντιες λωρίδες στον πυθμένα και ένα ορθογώνιο στην οπίσθια μικρή πλευρά, τα οποία δεν περιελάμβανε το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα (σημείο 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

84      Το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι οι δύο οριζόντιες λωρίδες στον πυθμένα του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος γίνονταν αντιληπτές από τον ενημερωμένο χρήστη ως μέσο ενισχύσεως του καλαθιού. Το τμήμα προσφυγών εκτίμησε επίσης ότι το ορθογώνιο στην οπίσθια μικρή πλευρά του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος έδινε οπτικώς την εντύπωση μιας πινακίδας με το όνομα του κατόχου, ότι τα στοιχεία αυτά δεν δέσποζαν επί της συνολικής εικόνας του καλαθιού ποδηλάτου και ότι ο χρήστης θα διέβλεπε επομένως, στα αντιπαρατιθέμενα σχέδια ή υποδείγματα, το ίδιο σχήμα, το ίδιο υλικό και τις ίδιες ιδιότητες από αισθητικής απόψεως. Το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα αντιπαρατιθέμενα σχέδια ή υποδείγματα δημιουργούσαν την ίδια συνολική εντύπωση και ότι οι περιορισμένες διαφορές τους δεν στοιχειοθετούσαν τον ατομικό χαρακτήρα του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος (σημείο 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

85      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ορθών εκτιμήσεων που διαλαμβάνονται στις προηγηθείσες σκέψεις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το τμήμα προσφυγών καλώς συνήγαγε, βάσει των στοιχείων που έλαβε υπόψη του, ότι τα αντιπαρατιθέμενα σχέδια ή υποδείγματα δημιουργούσαν την ίδια συνολική εντύπωση στον ενημερωμένο χρήστη και ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα εστερείτο ατομικού χαρακτήρα.

86      Η προσφεύγουσα δεν προβάλλει, με το δικόγραφο της προσφυγής της, κανένα επιχείρημα που να κλονίζει το συμπέρασμα που εκτέθηκε στη σκέψη 85 ανωτέρω.

87      Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

88      Πρέπει να προστεθεί, όσον αφορά τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν κατά τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO, στα οποία παραπέμπει η προσφεύγουσα, ιδίως με τα σημεία 61, 66 και 82 του δικογράφου της προσφυγής της, ότι, μολονότι το δικόγραφο της προσφυγής μπορεί να συμπληρωθεί, επί συγκεκριμένων σημείων, με παραπομπές σε αποσπάσματα εγγράφων των παραρτημάτων, τα παραρτήματα επιτελούν απλώς λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών στοιχείων. Τα παραρτήματα δεν μπορούν, συνεπώς, να χρησιμεύσουν για την ανάπτυξη λόγου εκτιθέμενου συνοπτικώς με το δικόγραφο της προσφυγής μέσω της προβολής αιτιάσεων ή επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονται σε αυτή (απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2007, France Télécom κατά Επιτροπής, T-340/03, EU:T:2007:22, σκέψη 167). Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

89      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

90      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα του EUIPO και της παρεμβαίνουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την BasilBV στα δικαστικά έξοδα.

GervasoniKowalik-BańczykMac Eochaidh

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Μαΐου 2018.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.