Language of document : ECLI:EU:T:2011:617

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 24ης Οκτωβρίου 2011

Υπόθεση T‑213/10 P

P

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Απόλυση – Απώλεια εμπιστοσύνης – Αιτιολογία – Αλλοίωση των αποδεικτικών στοιχείων»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 24ης Φεβρουαρίου 2010, F‑89/08, P κατά Κοινοβουλίου.

Διατακτικό:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Η P φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε το Κοινοβούλιο στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι υπαγόμενοι στο άρθρο 2, στοιχείο γ΄ του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού – Έκτακτος υπάλληλος τοποθετημένος σε πολιτική ομάδα του Κοινοβουλίου – Απόφαση περί απολύσεως έκτακτου υπαλλήλου λόγω κλονισμού της σχέσεως εμπιστοσύνης – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 2, στοιχείο γ΄)

2.      Αναίρεση – Λόγοι – Ανεπαρκής αιτιολογία – Έμμεση αιτιολογία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 36 και παράρτημα I, άρθρο 7 § 1)

3.      Αναίρεση – Λόγοι – Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών – Απαράδεκτο – Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11)

1.      Ο εκ μέρους της διοικήσεως σεβασμός του περιεχομένου της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως συνιστά νομικό ζήτημα το οποίο υπόκειται στον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως.

Η υποχρέωση αιτιολογήσεως βάσει του άρθρου 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ εφαρμόζεται σε αποφάσεις καταγγελίας συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου που διέπεται από το Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι «[κ]άθε ατομική απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πρέπει να κοινοποιείται αμελλητί εγγράφως στον ενδιαφερόμενο» και ότι «[κ]άθε απόφαση σε βάρος υπαλλήλου πρέπει να είναι αιτιολογημένη».

Ειδικότερα, όσον αφορά τον λόγο απολύσεως που ανάγεται στην απώλεια ή στον κλονισμό της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ του εκτάκτου υπαλλήλου και της πολιτικής ομάδας του Κοινοβουλίου στην υπηρεσία της οποίας έχει τεθεί, αν δεν υπάρχει υποχρέωση αιτιολογήσεως, ακόμα και ο ελάχιστος έλεγχος εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης αποβαίνει αδύνατος. Το γεγονός ότι η αρμόδια αρχή για τη σύναψη των συμβάσεων πρόσληψης (στο εξής: ΑΑΣΣΠ) ουδέν περιθώριο εκτιμήσεως διαθέτει ως προς την υλοποίηση του αιτήματος της πολιτικής ομάδας ουδόλως περιορίζει την έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Σε τέτοια περίπτωση, η αιτιολογία της αποφάσεως της ΑΑΣΣΠ πρέπει, τουλάχιστον, να αντανακλά τους λόγους του αιτήματος της πολιτικής ομάδας βάσει των οποίων η ΑΑΣΣΠ οφείλει να εκδώσει την απόφαση που λύει τη σύμβαση. Πράγματι, το ίδιο το αίτημα της ομάδας ενδέχεται να παρουσιάζει παρατυπίες που το καθιστούν παράνομο και πρέπει, συνεπώς, να μπορεί να υπαχθεί σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο. Τέλος, ουσιαστικώς μόνον βάσει της αιτιολογίας μπορούν ο μεν ενδιαφερόμενος να κρίνει αν ενδείκνυται να ασκήσει ένδικη προσφυγή κατά της βλαπτικής για αυτόν αποφάσεως, ο δε δικαστής της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του.

Η έκταση αυτής της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ιδίως το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των προβαλλόμενων λόγων και το συμφέρον που ενδέχεται να έχει ο ενδιαφερόμενος όσον αφορά τη λήψη διευκρινίσεων, προκειμένου δε να αξιολογηθεί ο επαρκής χαρακτήρας της αιτιολογίας, πρέπει αυτή να εντάσσεται στο πραγματικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη. Επομένως, μια απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εκδίδεται εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου.

(βλ. σκέψεις 27 έως 30)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 28 Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 453· 28 Φεβρουαρίου 2008, C‑17/07 P, Neirinck κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 50 έως 52· 10 Ιουλίου 2008, C‑413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, Συλλογή 2008 σ. 4951, σκέψη 30

ΓΔΕΕ: 8 Δεκεμβρίου 2005, T‑237/00, Reynolds κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑385 και II-1731, σκέψη 96· 17 Οκτωβρίου 2006, T‑406/04, Bonnet κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑213 και II‑A‑2‑1097, σκέψη 52· 8 Σεπτεμβρίου 2009, T‑404/06 P, ETF κατά Landgren, Συλλογή 2009, σ. II‑2841, σκέψεις 143 έως 171

2.      Η υποχρέωση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις του δυνάμει του άρθρου 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του ίδιου Οργανισμού, δεν του επιβάλλει να εκθέτει αιτιολογία ακολουθούσα αναλυτικά και έναν προς έναν όλους τους λόγους που προέβαλαν οι διάδικοι. Κατά συνέπεια, η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν τα σχετικά μέτρα, στο δε αναιρετικό δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο. Πράγματι, η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως συνεπαγόμενη ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης όφειλε να απαντήσει λεπτομερώς σε κάθε προβληθέν από την αναιρεσείουσα επιχείρημα, ειδικότερα δε αν δεν είναι αρκούντως σαφές και ακριβές και δεν στηρίζεται σε πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία.

Το ζήτημα κατά πόσον η αιτιολογία μιας αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημοσίας Διοίκησης είναι αντιφατική ή ανεπαρκής αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο μπορεί, ως τέτοιο, να προβληθεί κατ’ αναίρεση.

(βλ. σκέψεις 31 και 32)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 21 Ιανουαρίου 2010, C‑150/09 P, Iride και Iride Energia κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 24 Ιουνίου 2010, C‑117/09 P, Kronoply κατά Επιτροπής, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ: Bonnet κατά Δικαστηρίου, προπαρατεθείσα, σκέψεις 52 και 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 8 Ιουνίου 2009, T‑498/07 P, Krcova κατά Δικαστηρίου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 34

3.      Όπως προκύπτει από το άρθρο 11 του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο επαναλαμβάνει το γράμμα του άρθρου 58 του εν λόγω Οργανισμού, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και πρέπει να στηρίζεται σε λόγους αντλούμενους από αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, πλημμέλειες κατά την ενώπιόν του διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος ή παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι το μόνο αρμόδιο για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα υποβληθέντα σ’ αυτό στοιχεία της δικογραφίας, και για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των στοιχείων που προσκομίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως εκ της φύσεώς του, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου.

Η παραμόρφωση αυτή πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, ή να χρησιμοποιηθούν νέα αποδεικτικά στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 46 έως 48)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 9 Νοεμβρίου 2007, C‑74/07 P, Lavagnoli κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 20· 17 Ιουνίου 2010, C‑413/08 P, Lafarge κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I-5361, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ: 2 Μαρτίου 2010, T‑248/08 P, Doktor κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 39 έως 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία