Language of document : ECLI:EU:T:2024:110

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T29/14 και T31/14

Telefónica Gestión Integral de Edificios y Servicios, SL, πρώην Taetel, SL
και
Banco Santander, SA, πρώην Banco Popular Español, SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο πενταμελές τμήμα)
της 21ης Φεβρουαρίου 2024

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση χορηγηθείσα από τις ισπανικές αρχές υπέρ ορισμένων ομίλων οικονομικού σκοπού (ΟΟΣ) και των επενδυτών τους – Φορολογικό καθεστώς που διέπει ορισμένες συμφωνίες χρηματοδοτικής μίσθωσης για την αγορά πλοίων (ισπανικό φορολογικό καθεστώς χρηματοδοτικής μίσθωσης) – Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται εν μέρει μη συμβατή με την εσωτερική αγορά και διατάσσεται η μερική ανάκτησή της – Μερική εξάλειψη του αντικειμένου της διαφοράς – Μερική κατάργηση της δίκης – Νέα ενίσχυση – Ανάκτηση – Συμβατικές ρήτρες που προστατεύουν τους δικαιούχους από την ανάκτηση παράνομης και μη συμβατής με την εσωτερική αγορά κρατικής ενίσχυσης – Κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών»

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Προσφυγή κατ’ αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων – Έννομο συμφέρον – Μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως κατόπιν άλλης προσφυγής ασκηθείσας κατά της αποφάσεως αυτής – Προσφυγή με αίτημα την ακύρωση των ακυρωθέντων τμημάτων της προσβαλλομένης αποφάσεως – Προσφυγή η οποία έχει καταστεί εν μέρει άνευ αντικειμένου – Κατάργηση της δίκης

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 22-34, 41-49)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Προσφυγή κατ’ αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων – Έννομο συμφέρον – Μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως κατόπιν άλλης προσφυγής ασκηθείσας κατά της αποφάσεως αυτής – Προσφυγή με αίτημα την ακύρωση των μη ακυρωθέντων τμημάτων της προσβαλλομένης αποφάσεως – Διατήρηση του εννόμου συμφέροντος

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 50, 51, 53-61)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Φορολογικά μέτρα υπέρ ορισμένων ομίλων οικονομικού σκοπού και των επενδυτών τους – Φορολογικό καθεστώς που διέπει ορισμένες συμφωνίες χρηματοδοτικής μίσθωσης για την αγορά πλοίων – Φορολογικό καθεστώς απαρτιζόμενο από διάφορα μέτρα συνδεόμενα μεταξύ τους de facto και de jure – Μεμονωμένη εκτίμηση των εν λόγω μέτρων – Δεν επιτρέπεται

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 67-71)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως – Επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση – Περιεχόμενο – Συμβατικές ρήτρες οι οποίες προβλέπουν τη μετακύλιση σε τρίτους του βάρους της ανάκτησης παράνομης ενισχύσεως από τους δικαιούχους της – Απαγόρευση εκ μέρους της Επιτροπής της μετακύλισης του βάρους της ανάκτησης και διαταγή για την ανάκτηση της παράνομης ενισχύσεως από τους δικαιούχους – Παραβίαση της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών – Προσβολή της επιχειρηματικής ελευθερίας και του δικαιώματος ιδιοκτησίας – Δεν συντρέχει

(Άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 85-105, 110, 111, 114-123)

Σύνοψη

Με την παρούσα απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τις προσφυγές ακυρώσεως που άσκησαν, αντιστοίχως, η Telefónica Gestión Integral de Edificios y Servicios, SL και η Banco Santander, SA κατά της απόφασης με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χαρακτήρισε ως κρατικές ενισχύσεις μια σειρά φορολογικών μέτρων που απαρτίζουν το «ισπανικό φορολογικό καθεστώς χρηματοδοτικής μίσθωσης» (στο εξής: καθεστώς STL) το οποίο εφαρμοζόταν επί ορισμένων συμφωνιών χρηματοδοτικής μίσθωσης για την αγορά πλοίων (1). Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζει εάν ενδεχομένως έχει εξαλειφθεί το αντικείμενο της διαφοράς κατόπιν της μερικής ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης με την απόφαση του Δικαστηρίου Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P) (2). Το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται επίσης επί του καινοφανούς ζητήματος εάν η Επιτροπή υπερέβη τις αρμοδιότητές της στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων αποκλείοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την εφαρμογή ρητρών αποζημίωσης προβλεπομένων σε συμβάσεις συναφθείσες μεταξύ ιδιωτών, οι οποίες προστατεύουν τους δικαιούχους από την ανάκτηση παράνομης και μη συμβατής με την εσωτερική αγορά κρατικής ενίσχυσης (3).

Εν προκειμένω, η Επιτροπή δέχθηκε πλείονες καταγγελίες σχετικά με την εφαρμογή του καθεστώτος STL σε ορισμένες συμφωνίες χρηματοδοτικής μίσθωσης, στο μέτρο που το καθεστώς αυτό παρείχε στις ναυτιλιακές εταιρίες τη δυνατότητα να αγοράζουν πλοία ναυπηγηθέντα από ισπανικές ναυπηγικές επιχειρήσεις σε τιμές μειωμένες κατά 20 έως 30 %. Κατά την Επιτροπή, σκοπός του καθεστώτος STL ήταν να αποκτήσουν φορολογικά πλεονεκτήματα οι όμιλοι οικονομικού σκοπού (στο εξής: ΟΟΣ) και οι επενδυτές που συμμετείχαν σε αυτούς, οι οποίοι μεταβίβαζαν στη συνέχεια μέρος των πλεονεκτημάτων αυτών στις ναυτιλιακές εταιρίες που είχαν αγοράσει καινούργιο πλοίο.

Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2013, η Επιτροπή έκρινε ότι τρία από τα πέντε φορολογικά μέτρα που απάρτιζαν το καθεστώς STL συνιστούσαν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, υπό τη μορφή επιλεκτικού φορολογικού πλεονεκτήματος, η οποία ήταν εν μέρει ασύμβατη με την εσωτερική αγορά. Δεδομένου ότι η επίμαχη ενίσχυση είχε τεθεί σε εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 2002 κατά παράβαση της υποχρέωσης κοινοποίησης (4), η Επιτροπή διέταξε τις εθνικές αρχές να προβούν στην ανάκτησή της από τους επενδυτές, ήτοι από τα μέλη των ΟΟΣ (στο εξής: διαταγή ανάκτησης).

Κατά της προσβαλλόμενης απόφασης ασκήθηκαν πλείονες προσφυγές ακυρώσεως. Η δίκη επί των προσφυγών τις οποίες άσκησαν η Telefónica Gestión Integral de Edificios y Servicios και η Banco Santander ανεστάλη εν αναμονή της έκδοσης αμετάκλητης απόφασης επί των προσφυγών που άσκησαν το Βασίλειο της Ισπανίας, η Lico Leasing, SA και η Pequeños y Medianos Astilleros Sociedad de Reconversión, SA (στο εξής: PYMAR). Ως εκ τούτου, με την απόφαση Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (5), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η Επιτροπή κατά της πρωτόδικης απόφασης, το Δικαστήριο την αναίρεσε με την απόφασή του Επιτροπή κατά Ισπανίας κ.λπ. (C‑128/16 P) (6), και ανέπεμψε τις υποθέσεις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Με την κατόπιν αναπομπής απόφαση Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (7), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές που άσκησαν το Βασίλειο της Ισπανίας, η Lico Leasing και η PYMAR. Με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε προς αμφισβήτηση του επιλεκτικού χαρακτήρα του καθεστώτος STL, κρίνοντας κατ’ ουσίαν ότι το γεγονός ότι η φορολογική διοίκηση είχε ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την έγκριση της πρόωρης απόσβεσης αρκούσε για να γίνει δεκτό ότι το καθεστώς STL ήταν επιλεκτικό στο σύνολό του. Επίσης, απέρριψε, μεταξύ άλλων, τους λόγους ακυρώσεως που αφορούσαν παραβίαση των αρχών που έχουν εφαρμογή στην ανάκτηση ενίσχυσης, ήτοι της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Όσον αφορά, ειδικότερα, το τελευταίο ζήτημα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διατάσσοντας την ανάκτηση του συνόλου της επίμαχης ενίσχυσης εις χείρας μόνον των επενδυτών των ΟΟΣ, μολονότι μέρος του φορολογικού πλεονεκτήματος που είχαν λάβει είχε μεταβιβαστεί σε τρίτους, δηλαδή στις ναυτιλιακές εταιρίες.

Επιληφθέν χωριστών αιτήσεων αναιρέσεως κατά της ως άνω απόφασης, το Δικαστήριο, με την απόφασή του Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P) (8), δέχθηκε τον λόγο αναιρέσεως του Βασιλείου της Ισπανίας με τον οποίο προβλήθηκε έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που αφορά την ανάκτηση της επίμαχης ενίσχυσης και απέρριψε τις αιτήσεις αναιρέσεως κατά τα λοιπά. Το Δικαστήριο, αφού αναίρεσε εν μέρει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και κρίνοντας ότι ήταν σε θέση να αποφανθεί το ίδιο οριστικώς επί του σκέλους των προσφυγών που απέμενε να εξεταστεί, αποφάνθηκε κατά το πέρας της εξέτασης ότι η επίδικη απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί κατά το μέρος που προσδιόριζε τους ΟΟΣ και τους επενδυτές τους ως τους μόνους δικαιούχους της εξετασθείσας ενίσχυσης και διέτασσε την ανάκτηση του συνολικού ποσού της ενίσχυσης αυτής αποκλειστικώς εις χείρας των επενδυτών των ΟΟΣ.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Εξετάζοντας προκαταρκτικώς το ζήτημα εάν, κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P) με την οποία ακυρώθηκε εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, οι ασκηθείσες από τις προσφεύγουσες προσφυγές κατέστησαν άνευ αντικειμένου, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το αντικείμενο της διαφοράς πρέπει να διατηρείται μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης, διότι άλλως παρέλκει η έκδοση απόφασης, τούτο δε προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε.

Ειδικότερα, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά τη διάρκεια της δίκης καθιστά άνευ αντικειμένου την προσφυγή όσον αφορά το αίτημα ακυρώσεως της εν λόγω απόφασης. Πράγματι, με την ακύρωση της πράξης αυτής, ο προσφεύγων επιτυγχάνει το μόνο αποτέλεσμα που θα μπορούσε να επιτύχει με την προσφυγή του και, ως εκ τούτου, δεν υφίσταται πλέον ζήτημα έκδοσης απόφασης του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ίδιο ισχύει όταν η μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης επέφερε το αποτέλεσμα που επιδίωκε ο προσφεύγων με σκέλος της προσφυγής του, οπότε παρέλκει η έκδοση απόφασης επί του εν λόγω σκέλους.

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι προσφυγές που άσκησαν οι προσφεύγουσες έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου κατά το μέρος που βάλλουν κατά του προσδιορισμού των ΟΟΣ και των επενδυτών τους ως των μόνων υπαχθέντων στο καθεστώς STL και των εν λόγω επενδυτών ως των μόνων επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η διαταγή ανάκτησης, καθώς και κατά της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης επί του σημείου αυτού και κατά της περιγραφόμενης στην προσβαλλόμενη απόφαση μεθόδου για τον υπολογισμό του ποσού που πρέπει να επιστραφεί από τους επενδυτές των ΟΟΣ.

Πράγματι, αφενός, με την απόφαση του Δικαστηρίου, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P), ακυρώθηκε ήδη η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που προσδιορίζει τους ΟΟΣ και τους επενδυτές τους ως τους μόνους υπαχθέντες στο καθεστώς STL και διατάσσει την ανάκτηση του συνολικού ποσού της επίμαχης ενίσχυσης από τους εν λόγω επενδυτές. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η επιχειρηματολογία τους με την οποία βάλλουν κατά της εξαίρεσης των ναυπηγείων από τους υπαχθέντες στο καθεστώς STL και από τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η διαταγή ανάκτησης, ακόμη και αν θεωρηθεί βάσιμη, είναι ικανή να τους προσπορίσει όφελος πέραν εκείνου που αντλούν από την απόφαση του Δικαστηρίου.

Αφετέρου, η μέθοδος που περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση για τον υπολογισμό του ποσού που πρέπει να επιστραφεί από τους επενδυτές, λόγω του ότι στηρίζεται στην εσφαλμένη πλέον παραδοχή ότι το σύνολο του πλεονεκτήματος πρέπει να ανακτηθεί μόνον από τους επενδυτές των ΟΟΣ, κατέστη παρωχημένη κατόπιν της απόφασης του Δικαστηρίου.

Πάντως, το Γενικό Δικαστήριο εξακολουθεί να πρέπει να αποφανθεί επί των αιτημάτων των προσφευγουσών με τα οποία ζητείται η ακύρωση μερών της προσβαλλόμενης απόφασης τα οποία δεν ακυρώθηκαν από το Δικαστήριο με την απόφαση Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P). Πράγματι, η προσβαλλόμενη απόφαση παραμένει σε ισχύ κατά το μέρος που κηρύσσει παράνομη και μη συμβατή με την εσωτερική αγορά την ενίσχυση που ωφελεί τουλάχιστον τους ΟΟΣ και τους επενδυτές τους και υποχρεώνει το Βασίλειο της Ισπανίας να ανακτήσει την εν λόγω ενίσχυση, ή μέρος αυτής, από τους τελευταίους. Εξάλλου, το ότι, για τον υπολογισμό των προς ανάκτηση ποσών, η μέθοδος που περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να τροποποιηθεί υπό το πρίσμα της προαναφερθείσας απόφασης του Δικαστηρίου ουδόλως μεταβάλλει το γεγονός ότι αυτή καθεαυτήν η υποχρέωση ανάκτησης εξακολουθεί να υφίσταται.

Συναφώς, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τον λόγο ακυρώσεως που αφορά εσφαλμένο χαρακτηρισμό των φορολογικών μέτρων που απαρτίζουν το καθεστώς STL, εξεταζομένων μεμονωμένως, ως νέων ενισχύσεων.

Ειδικότερα, τα επιχειρήματα με τα οποία οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την ορθότητα του χαρακτηρισμού των φορολογικών αυτών μέτρων ως νέων ενισχύσεων, τον επιλεκτικό χαρακτήρα τους και την ύπαρξη πλεονεκτήματος στηρίζονται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι τα εν λόγω μέτρα έπρεπε να εκτιμηθούν μεμονωμένως, υπό το πρίσμα του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, και όχι λαμβανομένου υπόψη του καθεστώτος STL στο σύνολό του.

Πράγματι, αυτά τα φορολογικά μέτρα συνδέονται, κατ’ ουσίαν, μεταξύ τους de jure, διότι η πρόωρη απόσβεση υπέκειτο στη λήψη έγκρισης από τις φορολογικές αρχές, και de facto, διότι η διοικητική έγκριση για την πρόωρη απόσβεση εχορηγείτο αποκλειστικά στο πλαίσιο συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης πλοίων επιλέξιμων για υπαγωγή στο καθεστώς φορολόγησης βάσει χωρητικότητας. Συγκεκριμένα, ακριβώς λόγω της ύπαρξης αυτού του συνδέσμου, το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφασή του Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑515/13 RENV και T‑719/13 RENV), έκρινε ότι, δεδομένου ότι ένα από τα μέτρα που καθιστούσαν δυνατή την υπαγωγή στο καθεστώς STL στο σύνολό του ήταν επιλεκτικό, δηλαδή η έγκριση της πρόωρης απόσβεσης, ορθώς η Επιτροπή έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το σύστημα ήταν επιλεκτικό στο σύνολό του. Με την απόφαση Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε το συμπέρασμα αυτό καθώς και, εμμέσως, την αναγκαιότητα να εκτιμηθεί το καθεστώς STL στο σύνολό του ως καθεστώς ενισχύσεων.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή υπερέβη τις αρμοδιότητές της στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων απαγορεύοντας τις ρήτρες αποζημίωσης που προβλέπονται σε συμβάσεις συναφθείσες μεταξύ ιδιωτών και προστατεύουν τους δικαιούχους από την ανάκτηση παράνομης και μη συμβατής κρατικής ενίσχυσης.

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η διευκρίνιση που περιέχεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το Βασίλειο της Ισπανίας υποχρεούται να ανακτήσει την ενίσχυση από τους δικαιούχους οι οποίοι «δεν έχουν τη δυνατότητα να μετακυλήσουν το βάρος της ανάκτησης σε άλλα πρόσωπα», είναι διατυπωμένη κατά τρόπο ευρύ και δεν περιορίζεται ρητώς στις ρήτρες αποζημίωσης. Επιπλέον, οι εν λόγω ρήτρες δεν αφορούν ειδικώς την περίπτωση της ανάκτησης παράνομης ή μη συμβατής με την εσωτερική αγορά κρατικής ενίσχυσης, αλλά, γενικότερα, τις συνέπειες που απορρέουν από την ενδεχόμενη μη έγκριση από τις αρμόδιες αρχές των φορολογικών πλεονεκτημάτων που απορρέουν από το καθεστώς STL ή, κατόπιν της εγκρίσεώς τους, από την ενδεχόμενη αμφισβήτηση του κύρους τους.

Εντούτοις, σε ορισμένες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή προσδιορίζει πιο συγκεκριμένα τις ειδικές πτυχές των ρητρών αποζημίωσης που, κατά την άποψή της, αποδεικνύονται προβληματικές στο συγκεκριμένο πλαίσιο της ανάκτησης παράνομων και μη συμβατών με την εσωτερική αγορά ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι ο σκοπός της ανάκτησης, ο οποίος συνίσταται στην επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και δη στην εξάλειψη της νόθευσης του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που αποκτήθηκε μέσω της παράνομης και μη συμβατής με την εσωτερική αγορά ενίσχυσης, δεν θα επιτυγχανόταν ποτέ αν οι φορείς του ιδιωτικού τομέα είχαν τη δυνατότητα, δυνάμει συμβατικών ρητρών, να αλλοιώνουν τα αποτελέσματα των αποφάσεων ανάκτησης που λαμβάνονται από την Επιτροπή. Ως εκ τούτου, η διευκρίνιση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να εκληφθεί ως αφορώσα μόνον τις ρήτρες αποζημίωσης στον βαθμό που μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι προστατεύουν τους δικαιούχους παράνομης και μη συμβατής με την εσωτερική αγορά ενίσχυσης από την ανάκτηση της ενίσχυσης αυτής.

Εξάλλου, η Επιτροπή δεν προέβλεψε την ακυρότητα των εν λόγω ρητρών αποζημίωσης, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα αυτή ανήκει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, στα εθνικά δικαστήρια. Πράγματι, η διευκρίνιση εκ μέρους της Επιτροπής, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αποσκοπεί μόνο στην αποσαφήνιση του περιεχομένου της υποχρέωσης την οποία υπέχει το Βασίλειο της Ισπανίας για ανάκτηση της ενίσχυσης από τους δικαιούχους της προκειμένου να αποκατασταθεί η προ της καταβολής της εν λόγω ενίσχυσης κατάσταση.

Επομένως, η Επιτροπή δεν υπερέβη τις αρμοδιότητες που της απονέμονται στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (9). Πράγματι, μολονότι είναι αληθές ότι η ανάκτηση πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους (10), γεγονός παραμένει ότι οι συγκεκριμένες διαδικασίες πρέπει να καθιστούν δυνατή την άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής. Συνεπώς, τίποτε δεν εμποδίζει την Επιτροπή να διευκρινίσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το Βασίλειο της Ισπανίας πρέπει να μεριμνήσει ώστε οι δικαιούχοι να επιστρέψουν τα ποσά των ενισχύσεων τα οποία καρπώθηκαν πραγματικά, χωρίς να μπορούν να μετακυλίσουν το βάρος της ανάκτησης των ποσών αυτών σε άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Το συμπέρασμα αυτό δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο καθόσον οι ρήτρες αποζημίωσης προβλέπονταν σε συμφωνίες-πλαίσια που συνήφθησαν μεταξύ των διαφόρων συμμετεχόντων στο καθεστώς STL, οι δε συμφωνίες αυτές λαμβάνονταν υπόψη από τη φορολογική διοίκηση προκειμένου να εγκρίνει την πρόωρη απόσβεση.


1      Απόφαση 2014/200/ΕΕ της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2013, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων SA.21233 C/11 (πρώην NN/11, πρώην CP 137/06) που έθεσε σε εφαρμογή η Ισπανία – Φορολογικό καθεστώς που διέπει ορισμένες συμφωνίες χρηματοδοτικής μίσθωσης, γνωστό και ως «ισπανικό φορολογικό καθεστώς χρηματοδοτικής μίσθωσης» (ΕΕ 2014, L 114, σ. 1).


2      Απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60).


3      Δυνάμει των ρητρών αποζημίωσης που προβλέπονταν σε συμβάσεις συναφθείσες μεταξύ ιδιωτών, οι επενδυτές μπορούσαν να αξιώσουν από τις ναυπηγικές επιχειρήσεις τα ποσά που υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στο Δημόσιο.


4      Υποχρέωση προβλεπόμενη στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.


5      Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑515/13 και T‑719/13, EU:T:2015:1004).


6      Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Επιτροπή κατά Ισπανίας κ.λπ. (C‑128/16 P, EU:C:2018:591).


7      Απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑515/13 RENV και T‑719/13 RENV, EU:T:2020:434).


8      Απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60).


9      Βλ. άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1).


10      Άρθρο 14, παράγραφος  3, του κανονισμού 659/1999.