Language of document : ECLI:EU:T:2024:111

Υπόθεση T466/16 RENV

NRW.Bank

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο πενταμελές τμήμα) της 21ης Φεβρουαρίου 2024

«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο ταμείο εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για το 2016 – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Αρχή της μη αναδρομικότητας – Άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/63 – Αποκλεισμός ορισμένων υποχρεώσεων από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών – Προνομιακά δάνεια – Παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας»

1.      Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Ανάκαμψη και εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων – Αναπτυξιακή τράπεζα – Υπολογισμός των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Αποκλεισμός από τον εν λόγω υπολογισμό των υποχρεώσεων που συνδέονται με τα προνομιακά δάνεια – Έκταση – Υποχρέωση που συνδέεται με παρεπόμενη αναπτυξιακή δραστηριότητα η οποία ασκείται με κερδοσκοπικό σκοπό σε ανταγωνιστικό περιβάλλον – Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός 2015/63 της Επιτροπής, αιτιολογική σκέψη 13 και άρθρα 3, σημείο 28, και 5 § 1, στοιχείο στʹ)

(βλ. σκέψεις 45, 50, 58-63, 261)

2.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άσκηση των αρμοδιοτήτων – Αρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις – Περιεχόμενο – Σύνθετες εκτιμήσεις και αξιολογήσεις – Ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως – Οδηγία 2014/59 για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων – Καθορισμός των κριτηρίων προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Άρθρο 290 ΣΛΕΕ· κανονισμός 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 41· οδηγία 2014/59 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

(βλ. σκέψεις 90, 91, 97, 98, 112)

3.      Πράξεις των οργάνων – Διαχρονική εφαρμογή – Μη αναδρομικότητα — Εξαιρέσεις — Προϋποθέσεις – Εκπλήρωση σκοπού γενικού συμφέροντος και προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Ανάκληση απόφασης του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) για τον καθορισμό εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) προκειμένου να θεραπευτεί έλλειψη αιτιολογίας – Έκδοση απόφασης η οποία αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της προηγούμενης απόφασης – Μη μεταβολή του ύψους και του υπολογισμού των εν λόγω εισφορών – Συνεκτίμηση του σκοπού των εισφορών προς το ΕΤΕ – Επιτρέπεται

(Κανονισμός 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 2, 67 § 4, 69 και 70)

(βλ. σκέψεις 170, 172, 173)

4.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Δικαίωμα ακρόασης – Περιεχόμενο – Κοινοποίηση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) που ενημερώνει τον προσφεύγοντα για την ανάκληση απόφασης και την αντικατάστασή της – Επιτρέπεται – Προσβολή του δικαιώματος ακρόασης – Δεν συντρέχει

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 2, στοιχείο αʹ)

(βλ. σκέψεις 235, 243)

5.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολόγηση – Υποχρέωση – Περιεχόμενο – Απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Υποχρέωση του ΕΣΕ να γνωστοποιεί στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα τη μέθοδο υπολογισμού των εισφορών αυτών και τη μέθοδο υπολογισμού του ύψους του ετήσιου επιπέδου-στόχου

(Κανονισμός 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 69 §§ 1 και 2 και 70 § 2· κανονισμός 2015/81 του Συμβουλίου, άρθρο 4· κανονισμός 2015/63 της Επιτροπής, άρθρο 4 § 2· οδηγία 2014/59 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

(βλ. σκέψεις 283, 292-303)

Σύνοψη

Επιληφθέν προσφυγής ακυρώσεως, την οποία απορρίπτει, κατά της απόφασης SRB/ES/2022/23 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 27ης Απριλίου 2022 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το Γενικό Δικαστήριο προβαίνει σε σημαντικές διευκρινίσεις, αφενός, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ), ιδίως όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 (1), και, αφετέρου, σχετικά με την αιτιολόγηση του καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου του ΕΤΕ για την περίοδο συνεισφοράς 2016.

Η προσφεύγουσα, NRW.Bank, είναι η αναπτυξιακή τράπεζα του Land Nordrhein-Westfalen (ομόσπονδου κράτους της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Γερμανία).

Στις 15 Απριλίου 2016 το ΕΣΕ εξέδωσε απόφαση σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2016 (SRB/ES/SRF/2016/06) των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα. Στις 20 Μαΐου 2016 το ΕΣΕ εξέδωσε απόφαση σχετικά με την προσαρμογή των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2016, που συμπλήρωνε την απόφαση του ΕΣΕ της 15ης Απριλίου 2016 σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2016 (SRB/ES/SRF/2016/13). Επιληφθέν προσφυγής ακυρώσεως την οποία άσκησε η προσφεύγουσα κατά των δύο αυτών αποφάσεων (στο εξής: αρχικές αποφάσεις), το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, NRW.Bank κατά ΕΣΕ (T‑466/16) (2), απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη. Με την απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2021, NRW.Bank κατά ΕΣΕ (C‑662/19 P) (3), το Δικαστήριο, επιληφθέν αναιρέσεως την οποία άσκησε η προσφεύγουσα, αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και ανέπεμψε ενώπιόν του την υπόθεση. Στις 27 Απριλίου 2022 το ΕΣΕ εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ανακάλεσε και αντικατέστησε τις αρχικές αποφάσεις προκειμένου να θεραπεύσει την έλλειψη αιτιολογίας των αποφάσεων αυτών την οποία είχε διαπιστώσει κατόπιν αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου (4).

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν να αποκλείονται από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών οι υποχρεώσεις που συνδέονται με τις αποκαλούμενες «παρεπόμενες αναπτυξιακές» δραστηριότητες, οι οποίες συνίστανται ιδίως στην αγορά χρεωστικών τίτλων μέσω της κεφαλαιαγοράς (στο εξής: οικείες δραστηριότητες). Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι διατάξεις αυτές ορίζουν ότι οι επίμαχες υποχρεώσεις μπορούν να αποκλειστούν από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς του ενδιαφερόμενου ιδρύματος μόνο μέχρι του ποσού των προνομιακών δανείων που χορηγεί το ίδρυμα αυτό. Για να μπορούν να χαρακτηριστούν ως «προνομιακά δάνεια», οι επίμαχες πράξεις πρέπει να διενεργούνται σε μη ανταγωνιστική και μη κερδοσκοπική βάση (5). Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι οικείες δραστηριότητες διεξάγονται, αφενός, στην ανοικτή κεφαλαιαγορά στην οποία δραστηριοποιούνται και άλλοι φορείς, οι οποίοι ασκούν τα ίδια είδη δραστηριοτήτων και μπορούν να αγοράσουν τους ίδιους χρεωστικούς τίτλους με τις αναπτυξιακές τράπεζες, υπό τους ίδιους όρους της αγοράς που ισχύουν και για τις τράπεζες αυτές. Σε μια τέτοια αγορά, οι αναπτυξιακές τράπεζες τελούν, εξ ορισμού, σε άμεσο ανταγωνισμό με τους εν λόγω άλλους φορείς της αγοράς και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι οικείες δραστηριότητες ασκούνται σε μη ανταγωνιστική βάση. Αφετέρου, οι οικείες δραστηριότητες έχουν ως σκοπό και ως αποτέλεσμα τη δημιουργία εσόδων, δεδομένου ότι συνίστανται στη δημιουργία περιθωρίων επιτοκίων με σκοπό τη χρηματοδότηση της καθαυτό τραπεζικής δραστηριότητας των αναπτυξιακών τραπεζών. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται σε μη κερδοσκοπική βάση.

Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι «απώτερος σκοπός» των εν λόγω δραστηριοτήτων δεν είναι η επίτευξη κέρδους, λόγω της απαγόρευσης προς την ίδια να διανέμει μερίσματα. Ειδικότερα, ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας μιας δραστηριότητας (6) εκτιμάται με βάση τη φύση της κάθε δραστηριότητας περί της οποίας πρόκειται, χωρίς να ασκεί επιρροή το κατά πόσον τα κέρδη που προκύπτουν από τη δραστηριότητα χρησιμοποιούνται ή όχι εν συνεχεία για τη χρηματοδότηση των αναπτυξιακών δραστηριοτήτων, οι οποίες ασκούνται σε μη κερδοσκοπική βάση. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα ισοδυναμούσε με το να γίνει δεκτό ότι οι οικείες δραστηριότητες έχουν μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα για τον λόγο και μόνον ότι ασκούνται από αναπτυξιακή τράπεζα, με αποτέλεσμα να καθίσταται κενή περιεχομένου η προϋπόθεση η οποία προκύπτει από τη χρήση της φράσης «σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση» (7).

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, σημεία 27 και 28, του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει να αποκλείονται οι υποχρεώσεις που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες των αναπτυξιακών τραπεζών, όπως η προσφεύγουσα, από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς τους.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο τονίζει ότι, στο πλαίσιο κατ’ εξουσιοδότηση αρμοδιότητας κατά την έννοια του άρθρου 290 ΣΛΕΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαθέτει, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί, ευρεία διακριτική ευχέρεια, ιδίως όταν καλείται να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις και αξιολογήσεις. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι τούτο ισχύει όσον αφορά τον καθορισμό των κανόνων που εξειδικεύουν την έννοια της προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων (8). Υπό τις συνθήκες αυτές, όσον αφορά τη μέθοδο προσαρμογής των βασικών ετήσιων συνεισφορών στον κίνδυνο, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στην εξέταση του αν, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στην Επιτροπή, το εν λόγω θεσμικό όργανο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη ή σε κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν η Επιτροπή υπερέβη προδήλως τα όρια της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ενείχε πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή είχε εκδοθεί κατά πρόδηλη υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής, καθόσον δεν απέκλειε τις υποχρεώσεις που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες των περιφερειακών αναπτυξιακών τραπεζών από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς τους.

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε προκειμένου να θεραπευτεί η έλλειψη αιτιολογίας των αρχικών αποφάσεων, την οποία διαπίστωσε το ΕΣΕ κατόπιν αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς να μεταβάλλεται με την προσβαλλόμενη απόφαση ή με τις ως άνω αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου η έκταση της υποχρέωσης της προσφεύγουσας να καταβάλει εκ των προτέρων εισφορά για την περίοδο συνεισφοράς 2016, όπως είχε καθοριστεί με τις αρχικές αποφάσεις και όπως είχε ισχύσει για την εν λόγω περίοδο συνεισφοράς. Υπό τις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες, αν το ΕΣΕ δεν είχε εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση ορίζοντας ότι αυτή άρχιζε να ισχύει από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της πρώτης από τις αρχικές αποφάσεις, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θα μπορούσε να παραγάγει τα αποτελέσματά της για το διάστημα από τις 15 Απριλίου 2016 έως τις 27 Απριλίου 2022, κατά το οποίο η προσφεύγουσα θα απαλλασσόταν από την υποχρέωσή της να καταβάλει εκ των προτέρων εισφορά για την περίοδο συνεισφοράς 2016, ενώ δυνάμει του κανονισμού 806/2014 υπέκειτο στην εν λόγω υποχρέωση (9). Ομοίως, κατά τη διάρκεια του εν λόγω χρονικού διαστήματος, το ΕΤΕ θα στερούνταν, κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων, πόρους που θα προέρχονταν από τις εκ των προτέρων εισφορές της προσφεύγουσας, γεγονός που θα έθιγε την εφαρμογή της οδηγίας 2014/59, του κανονισμού 806/2014 και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Κατά συνέπεια, η έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης με έναρξη ισχύος στις 15 Απριλίου 2016 είχε ως σκοπό να διασφαλίσει ότι η έναρξη ισχύος της προσβαλλόμενης απόφασης θα συνέπιπτε με το χρονικό σημείο κατά το οποίο γεννήθηκε η υποχρέωση της προσφεύγουσας να καταβάλει εκ των προτέρων εισφορά για το 2016, ώστε να αποτραπεί κατά τον τρόπο αυτόν ένα αποτέλεσμα αντίθετο προς την εφαρμοστέα νομοθεσία. Η επίτευξη του σκοπού αυτού προϋπέθετε ότι θα καθοριζόταν ημερομηνία έναρξης ισχύος της προσβαλλόμενης απόφασης προγενέστερη της ημερομηνίας έκδοσής της.

Τέλος, τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τα ιδρύματα που είναι υπόχρεα σε καταβολή των εκ των προτέρων εισφορών πρέπει να είναι σε θέση να κατανοήσουν, από την ανάγνωση της απόφασης που καθορίζει τις εισφορές αυτές, τουλάχιστον τα κύρια στάδια της μεθόδου υπολογισμού του ύψους του ετήσιου επιπέδου-στόχου για την οικεία περίοδο συνεισφοράς.

Όσον αφορά το κατά πόσον η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι επαρκής, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η περίοδος συνεισφοράς 2016 αντιστοιχεί στο πρώτο έτος της οκταετούς αρχικής περιόδου. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το ΕΣΕ καθόρισε το ετήσιο επίπεδο-στόχο σε δύο κύρια στάδια, ως εξής. Αρχικώς καθόρισε το προβλεπόμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου και, εν συνεχεία, διαίρεσε το ποσό αυτό διά του οκτώ προκειμένου να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η αρχική περίοδος περιελάμβανε οκτώ έτη εισφορών. Αντιθέτως, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο υπολογισμός του ετήσιου επιπέδου-στόχου για την περίοδο συνεισφοράς 2016 πραγματοποιήθηκε βάσει μαθηματικού τύπου διαφορετικού από εκείνον που παρατίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ή ότι περιελάμβανε άλλα πρόσθετα στάδια που δεν εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι το ΕΣΕ δεν παρέλειψε να εκθέσει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα κύρια στάδια της μεθόδου υπολογισμού του ύψους του ετήσιου επιπέδου-στόχου για την περίοδο συνεισφοράς 2016.

Σχετικά με το προβλεπόμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου, το Γενικό Δικαστήριο σημειώνει ότι μπορεί να συναχθεί από τον μαθηματικό τύπο που παρατίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο το ΕΣΕ καθόρισε το προβλεπόμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου, το ΕΣΕ βάσισε την ανάλυσή του στο γεγονός ότι, κατά τον κανονισμό 806/2014, το ύψος αυτό έπρεπε να αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των κατά το τέλος της αρχικής περιόδου καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας σε όλα τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης. Συναφώς, έλαβε υπόψη την προβλεπόμενη εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, με βάση το ποσό των καταθέσεων αυτών όπως είχε από το 2015 και μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, ήτοι μέχρι το τέλος του 2023. Εξάλλου, το ΕΣΕ προσδιόρισε καταρχάς ετήσιο ρυθμό αύξησης των εν λόγω καλυπτόμενων καταθέσεων ύψους 3 % μεταξύ 2015 και 2023, αλλά εν συνεχεία μείωσε το ως άνω ποσοστό προκειμένου να λάβει υπόψη την ανάλυση της φάσης του οικονομικού κύκλου και τον δυνητικό φιλοκυκλικό αντίκτυπο που θα μπορούσαν να έχουν οι εκ των προτέρων εισφορές στην οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Επομένως, έλαβε υπόψη ετήσιο ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων χαμηλότερο του 3 % μεταξύ 2015 και 2023 προκειμένου να καθορίσει το τελικό επίπεδο‑στόχο.

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο τονίζει ότι, κατά τη στιγμή του καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου για την περίοδο συνεισφοράς 2016, το ΕΣΕ δεν διέθετε αξιόπιστα δεδομένα σχετικά με την πιθανή εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων των ιδρυμάτων μεταξύ 2015 και 2023, και τούτο διότι είχε διατυπωθεί νέος ορισμός των καλυπτόμενων καταθέσεων μόλις ένα έτος νωρίτερα (10). Ελλείψει τέτοιων δεδομένων, το ΕΣΕ αναγκάστηκε να εκτιμήσει την προβλεπόμενη εξέλιξη των εν λόγω καταθέσεων βάσει των ρυθμών αύξησης των καταθέσεων των νοικοκυριών και των καταθέσεων των μη χρηματοπιστωτικών εμπορικών εταιριών.

Υπό τις ιδιαίτερες αυτές περιστάσεις και λαμβανομένου υπόψη επιπλέον του γεγονότος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε την πρώτη περίοδο συνεισφοράς μετά την έκδοση του κανονισμού 806/2014, τα ιδρύματα, ως συνετοί επιχειρηματίες, μπορούσαν ευλόγως να αναμένουν ότι, για τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου ως προς την περίοδο αυτή, το ΕΣΕ θα ελάμβανε υπόψη και το προβλεπόμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου, όπως αυτό αναγραφόταν στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης της Επιτροπής που κατέληξε στην έκδοση του εν λόγω κανονισμού (11).

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι τα ιδρύματα ήταν σε θέση να κατανοήσουν τον βασικό τρόπο με τον οποίο το ΕΣΕ επρόκειτο να καθορίσει το τελικό επίπεδο-στόχο με σκοπό τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου ως προς την περίοδο συνεισφοράς 2016.


1      Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης (ΕΕ 2015, L 11, σ. 44).


2      Απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, NRW.Bank κατά ΕΣΕ (T‑466/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:445).


3      Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2021, NRW.Bank κατά ΕΣΕ (C‑662/19 P, EU:C:2021:846).


4      Αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2019, Hypo Vorarlberg Bank κατά ΕΣΕ (T‑377/16, T‑645/16 και T‑809/16, EU:T:2019:823), και της 28ης Νοεμβρίου 2019, Portigon κατά ΕΣΕ (T‑365/16, EU:T:2019:824).


5      Το άρθρο 3, σημείο 28, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ορίζει ως «προνομιακό δάνειο» το «δάνειο που χορηγείται από αναπτυξιακή τράπεζα ή μέσω ενδιάμεσης τράπεζας σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση, για την προώθηση των στόχων δημόσιας πολιτικής της κεντρικής ή περιφερειακής κυβέρνησης σε ένα κράτος μέλος».


6      Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 3, σημείο 28, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.


7      Όπως προβλέπεται στο άρθρο 3, σημείο 28, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.


8      Δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190).


9      Δυνάμει του άρθρου 2, του άρθρου 67, παράγραφος 4, και των άρθρων 69 και 70 του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (EE 2014, L 225, σ. 1).


10      Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ 2014, L 173, σ. 149).


11      Πρόταση COM(2013) 520 final της Επιτροπής, της 10ης Ιουλίου 2013.