Language of document : ECLI:EU:F:2014:40

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(τρίτο τμήμα)

της 20ής Μαρτίου 2014

Υπόθεση F‑44/13

Françoise Michel

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλος — Αγωγή αποζημιώσεως — Αποδοχές — Υπηρεσιακή τοποθέτηση σε τρίτη χώρα — Αποζημίωση συνθηκών διαβιώσεως — Υπολογισμός της αποζημιώσεως — Εσφαλμένη εκτίμηση του φόρου επί συντάξεως επιζώντος — Σφάλμα της ΑΔΑ — Αίτημα αποκαταστάσεως της προκληθείσας ζημίας — Απρόσβλητο των εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδοχών — Χρόνος παραγραφής που αντιτάσσεται κατά του υπαλλήλου — Άρθρο 85 του ΚΥΚ — Δεν έχει εφαρμογή — Άρθρο 76 του Κανονισμού Διαδικασίας — Προσφυγή προδήλως απαράδεκτη»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία η F. Michel ζητεί κατ’ ουσίαν την ακύρωση της αποφάσεως της 25ης Ιανουαρίου 2013 της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (στο εξής: ΑΔΑ), με την οποία η εν λόγω αρχή δέχθηκε μόνον εν μέρει τη διοικητική ένστασή της, αρνούμενη, λόγω της εκπρόθεσμης άσκησης του ενδίκου βοηθήματος, να την αποζημιώσει πλήρως για ζημία που οφείλεται σε εσφαλμένο υπολογισμό, επί περίπου μια δεκαετία, του ποσού που εδικαιούτο ως αποζημίωση συνθηκών διαβιώσεως.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη. Η F. Michel φέρει τα δικαστικά έξοδά της και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές — Αγωγή αποζημιώσεως — Λόγοι — Παράνομος χαρακτήρας αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής που δεν προσβλήθηκε εμπροθέσμως — Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Προθεσμίες — Χαρακτήρας δημοσίας τάξεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπαλληλικές προσφυγές — Αίτημα αποζημιώσεως απευθυνόμενο σε θεσμικό όργανο — Επίκληση των δυσχερειών κατανοήσεως των κανόνων που διέπουν τις αποδοχές του προς δικαιολόγηση του εκπρόθεσμου του αιτήματος — Δεν επιτρέπεται — Καταβολή εκ μέρους της Διοικήσεως, χωρίς να υπέχει σχετική υποχρέωση, βάσει του υπολογισμού που ζήτησε ο αιτών — Δυνατότητα εφαρμογής της σχετικής με τις αιτήσεις επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων προθεσμίας — Αποκλείεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 85, εδ. 2, και 90 § 1)

4.      Υπάλληλοι — Αποδοχές — Δικαίωμα καταβολής τόκων υπερημερίας — Προϋποθέσεις

1.      Υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού που παρέλειψε να προσβάλει βλαπτικές γι’ αυτόν πράξεις ασκώντας, εμπροθέσμως, διοικητική ένσταση και, στη συνέχεια, προσφυγή ακυρώσεως δεν μπορεί να θεραπεύσει την παράλειψη αυτή και να επιτύχει, κατά τον τρόπο αυτό, την έναρξη νέων προθεσμιών για την άσκηση προσφυγής, μέσω αιτήματος αποζημιώσεως το οποίο υπέβαλε σε μεταγενέστερο χρόνο και το οποίο σκοπεί σαφώς στην επίτευξη του ίδιου χρηματικού αποτελέσματος με αυτό στο οποίο θα οδηγούσε η εμπρόθεσμη άσκηση προσφυγής ακυρώσεως των πράξεων αυτών.

(βλ. σκέψη 45)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 13 Ιουλίου 1993, T‑20/92, Moat κατά Επιτροπής, σκέψη 46

ΔΔΔΕΕ: 28 Σεπτεμβρίου 2011, F‑12/11, Hecq κατά Επιτροπής, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Οι προθεσμίες ασκήσεως διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής, οι οποίες είναι δημοσίας τάξεως, οι δε διάδικοι και ο δικαστής δεν μπορούν να τις μεταβάλλουν κατά την κρίση τους, έχουν ως σκοπό την εδραίωση, εντός των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, της αναγκαίας για την εύρυθμη λειτουργία τους ασφάλειας δικαίου, αποτρέποντας την επ’ αόριστον δυνατότητα προσβολής των πράξεων της Ένωσης που παράγουν έννομα αποτελέσματα καθώς και την αποτροπή κάθε αυθαίρετης διακρίσεως ή μεταχειρίσεως κατά την απονομή της δικαιοσύνης. Επομένως, η δυνατότητα υποβολής αιτήματος κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ δεν συνεπάγεται ότι ο υπάλληλος μπορεί να ασκήσει, χωρίς να τηρήσει τις προθεσμίες των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση και προσφυγή, με τις οποίες αμφισβητεί εμμέσως, μέσω του μεταγενέστερου αιτήματος που προβάλλει, προγενέστερη απόφαση η οποία δεν είχε αμφισβητηθεί εμπροθέσμως.

Συναφώς, λόγω του χαρακτήρα δημοσίας τάξεως των εν λόγω προθεσμιών, το γεγονός ότι θεσμικό όργανο εξετάζει επί της ουσίας εν μέρει εκπρόθεσμη, και ως εκ τούτου απαράδεκτη, διοικητική ένσταση δεν μπορεί να οδηγήσει σε παρέκκλιση από το σύστημα των επιτακτικών προθεσμιών.

(βλ. σκέψεις 46 και 68)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 13 Νοεμβρίου 1986, 232/85, Becker κατά Επιτροπής, σκέψη 8

ΓΔΕΕ: 29 Ιανουαρίου 1997, T‑7/94, Adriaenssens κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 27 και 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 24 Μαρτίου 1998, T‑181/97, Meyer κ.λπ. κατά Δικαστηρίου, σκέψη 31· 5 Μαρτίου 2008, T‑414/06 P, Combescot κατά Επιτροπής, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Ένας υπάλληλος δεν μπορεί να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο του αιτήματος αποζημιώσεως όσον αφορά τη βάση υπολογισμού των αποδοχών του με την επίκληση των δυσχερειών που προέκυψαν κατά τον προσδιορισμό και την κατανόηση των μεθόδων υπολογισμού. Συγκεκριμένα, κάθε υπάλληλος που επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια θεωρείται ότι γνωρίζει τον ΚΥΚ και, ειδικότερα, τους κανόνες που διέπουν τον μισθό του.

Εξάλλου, η περίπτωση κατά την οποία η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφάσισε, χωρίς να υπέχει σχετική υποχρέωση, να καθορίσει αναδρομικώς με ορθό υπολογισμό την αποζημίωση του ενδιαφερομένου για τη χορήγηση της οποίας ο τελευταίος πληρούσε τις προϋποθέσεις και η οποία στο παρελθόν είχε υπολογιστεί λαμβανομένης υπόψη της επίμαχης βάσεως υπολογισμού δεν επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να επικαλεστεί, mutatis mutandis, την προθεσμία πέντε ετών του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ. Εν πάση περιπτώσει, ένα θεσμικό όργανο δεν υποπίπτει σε υπηρεσιακό πταίσμα λόγω του ότι δεν επισημαίνει στον υπάλληλο τις μεθόδους υπολογισμού μιας παροχής. Η κατάσταση του θεσμικού οργάνου το οποίο είναι επιφορτισμένο με την καταβολή χιλιάδων μισθών και διαφόρων επιδομάτων στους μόνιμους υπαλλήλους και στα μέλη του λοιπού προσωπικού δεν μπορεί να συγκριθεί με την κατάσταση του υπαλλήλου, ο οποίος έχει προσωπικό συμφέρον να ελέγχει τα ποσά που του καταβάλλονται μηνιαίως.

(βλ. σκέψεις 52 έως 54 και 69 έως 73)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 18 Μαρτίου 1975, 44/74, 46/74 και 49/74, Acton κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 29· 27 Οκτωβρίου 1987, 176/86 και 177/86, Houyoux και Guery κατά Επιτροπής, σκέψεις 9 και 14 έως 16

ΓΔΕΕ: 10 Φεβρουαρίου 1994, T‑107/92, White κατά Επιτροπής, σκέψη 47· 5 Νοεμβρίου 2002, T‑205/01, Ronsse κατά Επιτροπής, σκέψη 52· 16 Μαΐου 2007, T‑324/04, F κατά Επιτροπής, σκέψη 144 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: 12 Μαρτίου 2014, F‑128/12, CR κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Εφόσον σφάλμα της Διοικήσεως κατά την εφαρμογή διατάξεως του ΚΥΚ δεν υπερβαίνει το σύνηθες πλαίσιο των σφαλμάτων και διορθώσεων που ενδέχεται να μεταβάλουν τον υπολογισμό των μηνιαίων αποδοχών, είτε προς όφελος του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου είτε, αντιθέτως, εις βάρος του, είναι λογικό ότι, εφόσον τα σφάλματα διορθώνονται από τη στιγμή που γίνονται αντιληπτά, ούτε ο υπάλληλος ούτε η Διοίκηση μπορούν να απαιτήσουν την καταβολή τόκων υπερημερίας, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει σοβαρό σφάλμα της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, δεδομένου ότι, οι διορθώσεις που πραγματοποιούνται κατόπιν ασκήσεως διοικητικής ενστάσεως ή προσφυγής δεν διαφέρουν από τις συνήθεις διορθώσεις.

Εξάλλου και εν πάση περιπτώσει, η καταβολή τόκων υπερημερίας επί ποσού το οποίο το θεσμικό όργανο σκοπεύει να επιστρέψει χωρίς να υπάρχει σχετική υποχρέωση είναι δυνατή μόνον, αφενός, στην περίπτωση που η κύρια οφειλή είναι βεβαία ως προς το ποσό ή τουλάχιστον προσδιορίσιμη βάσει αποδεδειγμένων αντικειμενικών στοιχείων και, αφετέρου, στην περίπτωση που στη συνέχεια η Διοίκηση καθυστέρησε αδικαιολόγητα να καταβάλει το επίμαχο ποσό.

(βλ. σκέψεις 80 και 82)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 13 Οκτωβρίου 1977, 106/76, Gelders-Deboeck κατά Επιτροπής, σκέψεις 26 έως 29

ΓΔΕΕ: 12 Μαρτίου 1996, T‑361/94, Weir κατά Επιτροπής, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία