Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Sofiyski rayonen sad (Βουλγαρία) στις 11 Ιουλίου 2023 – D. D., B. Zh. κατά «Financial Bulgaria» EOOD

(Υπόθεση C-426/23, Financial Bulgaria)

Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική

Αιτούν δικαστήριο

Sofiyski rayonen sad

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγοντες: D. D., B. Zh.

Εναγομένη: «Financial Bulgaria» EOOD

Προδικαστικά ερωτήματα

Έχουν το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ 1 του Συμβουλίου, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (στο εξής: οδηγία 93/13/ΕΟΚ), την έννοια ότι, όταν σε σύμβαση πίστωσης προβλέπεται υποχρέωση του καταναλωτή να συνάψει σύμβαση εγγύησης με εγγυητή που καθορίζεται από τον πιστωτή, το περιεχόμενο της σύμβασης εγγύησης δεν αποτελεί το «κύριο αντικείμενο» της σύμβασης με τον εν λόγω τρίτο, αλλά μέρος του περιεχομένου της σύμβασης πίστωσης; Έχει σημασία, στο πλαίσιο αυτό, αν ο πιστωτής και ο εγγυητής είναι συνδεόμενα πρόσωπα;

Έχει το σημείο 1, στοιχείο θ΄, του παραρτήματος της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ την έννοια ότι, όταν ο καταναλωτής, στο πλαίσιο ήδη συναφθείσας σύμβασης πίστωσης, υποχρεούται να ορίσει εγγυητή –με δυνατότητα ανάθεσης της οικείας εντολής και σε πρόσωπο που ορίζεται από τον πιστωτή–, το περιεχόμενο της υποχρέωσης του καταναλωτή που απορρέει από ταυθήμερη σύμβαση εγγύησης, η οποία συνήφθη μετά τη σύμβαση πίστωσης, θεωρείται ασαφές διότι ο καταναλωτής δεν είχε τη δυνατότητα να επιλέξει ή να προτείνει ο ίδιος το πρόσωπο που ορίζεται από τον πιστωτή ως μελλοντικός εγγυητής;

Αν η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα είναι ότι το αντικείμενο της σύμβασης εγγύησης είναι σαφές: έχει το σημείο 1, στοιχεία θ΄, ι΄ και κ΄, του παραρτήματος της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ την έννοια ότι, όταν ο καταναλωτής, στο πλαίσιο ήδη συναφθείσας σύμβασης πίστωσης, ανέλαβε να ορίσει εγγυητή –με δυνατότητα ανάθεσης της οικείας εντολής και σε πρόσωπο που ορίζεται από τον πιστωτή–, το περιεχόμενο της υποχρέωσης του καταναλωτή που απορρέει από τη σύμβαση πίστωσης θεωρείται ασαφές και αυτό ενδεχομένως συνεπάγεται την ακυρότητα της σύμβασης πίστωσης ή επιμέρους όρων αυτής;

Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της οδηγίας 2005/29/ΕΚ 1 , για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, την έννοια ότι, όταν το πρόσωπο που χορηγεί την πίστωση απαιτεί από τον καταναλωτή να συνάψει σύμβαση με πρόσωπο που ορίζεται από τον πιστωτικό φορέα, η οποία να εξασφαλίζει την απαίτηση του τελευταίου κατά του καταναλωτή, τούτο συνιστά πάντοτε εκμετάλλευση της μειονεκτικής θέσης του καταναλωτή και, συνεπώς, επιθετική εμπορική πρακτική;

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο τέταρτο ερώτημα: έχει το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 7 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της οδηγίας 2005/29/ΕΚ, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, την έννοια ότι στο πλαίσιο μονομερούς δικαστικής διαδικασίας, όπως είναι η διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής στην οποία δεν μετέχει ο καταναλωτής, ο δικαστής δύναται να θεμελιώσει αμφιβολία σχετικά με τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας μόνο στην ύπαρξη ενδείξεων για το ότι η επίμαχη ρήτρα έγινε δεκτή από τον καταναλωτή βάσει αθέμιτης εμπορικής πρακτικής ή η αθέμιτη εμπορική πρακτική πρέπει να διαπιστώνεται με βεβαιότητα;

Έχει το άρθρο 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ 1 , για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης (στο εξής: οδηγία 2008/48/ΕΚ), την έννοια ότι η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται σε περιπτώσεις στις οποίες η σύμβαση πίστωσης συνδέεται με συμπληρωματικές υπηρεσίες, όπως παροχή εγγύησης από τρίτο έναντι ανταλλάγματος, και παρέχει στον καταναλωτή δυνατότητα, εκτός από τις αξιώσεις που έχει λόγω της υπαίτιας συμπεριφοράς του εγγυητή, όπως πληρωμή μετά τη λήξη της νόμιμης προθεσμίας, να προβάλλει και δικονομικές ενστάσεις οι οποίες αποκλείουν την υποχρέωση έναντι του εγγυητή;

Επιτρέπει το άρθρο 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας ή, εφόσον γίνει δεκτό ότι η σύμβαση πίστωσης και η σύμβαση εγγύησης συνιστούν συνδεδεμένες πράξεις, επιτρέπουν τα άρθρα 5 και 7 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σε συνδυασμό με το σημείο 1, στοιχεία β΄ και γ΄, του παραρτήματος της οδηγίας αυτής την ύπαρξη εθνικής νομολογίας κατά την οποία ο εγγυητής σύμβασης συνδεδεμένης με σύμβαση καταναλωτικής πίστης, ο οποίος έλαβε αντάλλαγμα από τον καταναλωτή για την εξασφάλιση της σύμβασης πίστωσης και, βάσει συμβατικής ρήτρας, προέβη σε καταβολή προς τον πιστωτή μολονότι είχε παρέλθει η προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 147 του Zakon za zadalzheniata i dogovorite (νόμου περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων), γεγονός που κατά τη νομολογία επιφέρει την πλήρη απόσβεση της εγγύησης, δύναται παρά ταύτα να επικαλεσθεί ότι υπεισήλθε στα δικαιώματα του αρχικού πιστωτή και, επικαλούμενος αντιφατική νομολογία σχετικά με την εφαρμογή του νόμου, να ζητήσει την καταβολή από τον κύριο οφειλέτη;

Έχει το άρθρο 3, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, την έννοια ότι, επί υποχρέωσης που προβλέπεται σε σύμβαση πίστωσης και συνίσταται στη σύναψη συνδεδεμένης σύμβασης εγγύησης με αποτέλεσμα την αύξηση του συνολικού ποσού των υποχρεώσεων προς την τράπεζα, το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο (ΣΕΠΕ) που αφορά την πίστωση υπολογίζεται επίσης με βάση τις δόσεις, όπως αυτές αυξάνονται ως προς το αντάλλαγμα που προορίζεται για τον εγγυητή; Έχει σημασία, στην περίπτωση αυτή, ποιος επέλεξε τον εγγυητή και κατά πόσον πρόκειται για πρόσωπο συνδεδεμένο με τον κύριο πιστωτή;

Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ την έννοια ότι η εσφαλμένη αναγραφή του ΣΕΠΕ σε σύμβαση πίστωσης μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή πρέπει να θεωρείται παράλειψη μνείας του ΣΕΠΕ στη σύμβαση πίστωσης και ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εφαρμόζει τις έννομες συνέπειες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο για την παράλειψη μνείας του ΣΕΠΕ σε σύμβαση καταναλωτικής πίστης; Πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι συνέπειες αυτές είναι αναγκαστικώς δεσμευτικές και για τον εγγυητή που προέβη στην καταβολή, σε σχέση με τον καταναλωτή;

Έχει το άρθρο 23, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ την έννοια ότι η ακυρότητα της σύμβασης καταναλωτικής πίστης που προβλέπεται από τον εθνικό νομοθέτη ως κύρωση, βάσει της οποίας πρέπει να επιστρέφεται μόνο το κεφάλαιο που χορηγήθηκε, θεωρείται αναλογική στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το ΣΕΠΕ δεν αναγράφεται με σαφήνεια στη σύμβαση καταναλωτικής πίστης, καθόσον δεν περιλαμβάνει τα έξοδα για τον επιλεγμένο από τον πιστωτή επαγγελματία εγγυητή (μολονότι το ΣΕΠΕ αναγράφεται στο κείμενο της σύμβασης πίστωσης);

Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/138/ΕΚ 1 , σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (στο εξής: οδηγία 2009/138/ΕΚ), σε συνδυασμό με το μέρος Α, σημείο 14, του παραρτήματος αριθ. 1 της οδηγίας αυτής, την έννοια ότι η κατ’ επάγγελμα άσκηση δραστηριότητας εγγυητή έναντι ανταλλάγματος, κατά την οποία η εγγυήτρια εταιρία σε κάθε περίπτωση μη εκπλήρωσης καταβάλλει το συνολικό ποσό της πίστωσης που χορηγήθηκε σε καταναλωτή ως κύριο οφειλέτη και το αντάλλαγμα, ανεξάρτητα από τη μη εκπλήρωση, καταβάλλεται από τον καταναλωτή με κάθε δόση δανείου, συνιστά «δραστηριότητα ασφάλισης» κατά την έννοια της ανωτέρω αναφερόμενης οδηγίας;

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο ενδέκατο ερώτημα: έχει το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/138/ΕΚ την έννοια ότι το άτομο το οποίο ασκεί την αναφερόμενη στο ενδέκατο προδικαστικό ερώτημα δραστηριότητα υπόκειται σε υποχρέωση λήψεως αδείας από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές που είναι αρμόδιες για τη χορήγηση αδειών σε ασφαλιστές;

____________

1 ΕΕ 1993, L 95, σ. 29.

1 Οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22).

1 Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008 L 133, σ. 66).

1 Οδηγία 2009/138/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (ΕΕ 2009, L 335, σ. 1).