Language of document : ECLI:EU:T:2023:871

Υπόθεση T-103/23

Victor-Constantin Stan

κατά

Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

 Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 15ης Δεκεμβρίου 2023

«Προσφυγή ακυρώσεως – Άρθρο 42, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 – Απόφαση του μόνιμου τμήματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον της δικαιοσύνης – Διαδικαστική πράξη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας – Αναρμοδιότητα»

1.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ερμηνεία – Μέθοδοι – Απαγόρευση contra legem ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης

(βλ. σκέψη 30)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Περιεχόμενο – Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου να εξετάζει τις διαδικαστικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας – Αποκλείεται

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 2017/1939 του Συμβουλίου, άρθρο 42 §§ 1 και 2)

(βλ. σκέψεις 31, 36)

Σύνοψη

Κατόπιν των καταγγελιών δύο προσώπων ενώπιον της Direcția Națională Anticorupție - Serviciul Teritorial Timişoara (Εθνικής Διεύθυνσης Καταπολέμησης της Διαφθοράς, Τοπική Υπηρεσία της Τιμισοάρα, Ρουμανία), ο Ευρωπαίος Εντεταλμένος Εισαγγελέας στη Ρουμανία (στο εξής: Εισαγγελέας) κίνησε τον Ιανουάριο του 2022 έρευνα θεωρώντας ότι πολλά πρόσωπα διέπραξαν από το 2018 αδικήματα διά των οποίων λάμβαναν παρανόμως κονδύλια από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον προϋπολογισμό του ρουμανικού κράτους.

Στο πλαίσιο της έρευνας αυτής και κατόπιν διατάξεως του εισαγγελέα, ο Victor-Constantin Stan κατέστη κατηγορούμενο για πράξεις παράνομης εισπράξεως ρουμανικών κονδυλίων κατά συναυτουργία, οι οποίες είναι αξιόποινες βάσει του ρουμανικού ποινικού κώδικα. Κατά τον εισαγγελέα, ο Victor-Constantin Stan είχε προσκομίσει επί σειρά ετών στις ρουμανικές αρχές πλαστά, ανακριβή και ελλιπή έγγραφα σχετικά με έργα που υποβλήθηκαν από έξι εταιρίες με σκοπό την είσπραξη κονδυλίων από τον ρουμανικό εθνικό προϋπολογισμό.

Τον Δεκέμβριο του 2022, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποφάσισε να παραπέμψει ενώπιον της δικαιοσύνης την υπόθεση κατά το σκέλος που αφορούσε, μεταξύ άλλων, τον Victor‑Constantin Stan και έθεσε στο αρχείο το σκέλος της υποθέσεως σε σχέση με πράξεις διαφθοράς και πλαστογραφίας το οποίο δεν τον αφορούσε (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) (1).

Ο Victor-Constantin Stan άσκησε προσφυγή ζητώντας από το Γενικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να κρίνει εαυτό αρμόδιο. Συναφώς, υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι ο κανονισμός 2017/1939, σχετικά με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (2), ο οποίος προβλέπει a priori αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων για τον έλεγχο του κύρους των διαδικαστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και του δικαιώματος δίκαιης δίκης, όπως αυτά κατοχυρώνονται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αμυνόμενη, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία προέβαλε λόγους απαραδέκτου, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των αιτημάτων ακυρώσεως που στρέφονται κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι το άρθρο 263 ΣΛΕΕ σχετικά με τις ευθείες προσφυγές δεν εφαρμόζεται, εν προκειμένω, στις διαδικαστικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

Επιληφθέν της εν λόγω προσφυγής και της ως άνω ενστάσεως απαραδέκτου, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται επί του καινοφανούς ζητήματος της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ του δικαστή της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των διαδικαστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και απορρίπτει την προσφυγή λόγω αναρμοδιότητάς του.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο δικαστικός έλεγχος των διαδικαστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας προβλέπεται στο άρθρο 42 του κανονισμού 2017/1939. Τούτο ορίζει, αφενός, ότι οι διαδικαστικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων υπόκεινται σε έλεγχο από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που ορίζει το εθνικό δίκαιο (3). Αφετέρου, διευκρινίζει, ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, να αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις (4), πρώτον, σχετικά με το κύρος των διαδικαστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εφόσον τέτοιο ζήτημα εγείρεται ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου κράτους μέλους και θεμελιώνεται άμεσα επί του ενωσιακού δικαίου· δεύτερον, σχετικά με την ερμηνεία ή το κύρος διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του κανονισμού για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και, τρίτον, σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 22 και 25 του εν λόγω κανονισμού σε σχέση με οποιαδήποτε σύγκρουση αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και των αρμόδιων εθνικών αρχών.

Επιπλέον, το άρθρο 42 του κανονισμού 2017/1939 περιορίζει ρητώς την αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης να ασκεί έλεγχο νομιμότητας, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, σε ορισμένα μόνον είδη αποφάσεων της Εισαγγελίας (5), όπως είναι οι αποφάσεις με τις οποίες τίθεται μια υπόθεση στο αρχείο, στο μέτρο που αυτές αμφισβητούνται απευθείας με βάση το δίκαιο της Ένωσης, οι αποφάσεις που θίγουν την προστασία των δεδομένων των υποκειμένων των δεδομένων καθώς και οι αποφάσεις που δεν αποτελούν διαδικαστικές πράξεις, όπως οι αποφάσεις που αφορούν το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα ή οι αποφάσεις περί παύσης ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων ή οποιεσδήποτε άλλες διοικητικές αποφάσεις.

Εν συνεχεία, όσον αφορά τη δυνατότητα θεμελιώσεως της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου βάσει ευρείας ερμηνείας ή ερμηνείας σύμφωνης με το άρθρο 42 του κανονισμού 2017/1939, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει την πάγια νομολογία κατά την οποία, αφενός, η ευρεία ερμηνεία είναι δυνατή μόνον εφόσον συμβιβάζεται με το γράμμα της οικείας διατάξεως και, αφετέρου, ακόμη και η αρχή της σύμφωνης προς υπέρτερο δεσμευτικής ισχύος κανόνα ερμηνείας δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για contra legem ερμηνεία.

Εν προκειμένω, όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των διαδικαστικών πράξεων που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το γράμμα του άρθρου 42, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2017/1939 είναι σαφές, καθόσον οι διατάξεις αυτές παρέχουν στα εθνικά δικαστήρια αποκλειστική αρμοδιότητα για την εξέταση των διαδικαστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, πλην των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου αυτού. Επομένως, μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δύναται το Δικαστήριο να κρίνει το κύρος των συγκεκριμένων πράξεων υπό το πρίσμα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και την ερμηνεία ή το κύρος των διατάξεων του επίμαχου κανονισμού.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων, ζητώντας από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και, επομένως, να κρίνει εαυτό αρμόδιο βάσει ερμηνείας του κανονισμού για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας υπό το πρίσμα του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, προτείνει μια contra legem ερμηνεία η οποία δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο προσφεύγων δεν ζητεί απλώς ευρεία ερμηνεία του κανονισμού 2017/1939 για να υποστηρίξει ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο εν προκειμένω και ότι προτίθεται να προσβάλει την προσβαλλόμενη απόφαση αμφισβητώντας, με ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, το κύρος του εν λόγω κανονισμού υπό το πρίσμα του άρθρου 19 ΣΕΕ, επισημαίνεται ότι, λόγω της αναρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου να κρίνει την προσφυγή της κύριας δίκης, η αμφισβήτηση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου τον οποίο προβλέπει ο κανονισμός 2017/1939, το Δικαστήριο είναι, μεταξύ άλλων, αρμόδιο, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, να αποφαίνεται επί ζητημάτων ερμηνείας και κύρους των διαδικαστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του κανονισμού αυτού (6).

Εν προκειμένω, ο προσφεύγων δύναται, καταρχήν, να προσβάλει ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων τις διαδικαστικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που μνημονεύονται στο άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939 και, στο πλαίσιο αυτό, να προβάλει τον παράνομο χαρακτήρα των πράξεων αυτών. Στην περίπτωση αυτή, απόκειται στο Δικαστήριο, εφόσον το ζητήσει εθνικό δικαστήριο, να αποφανθεί επί του κύρους του άρθρου 42 του κανονισμού και, ενδεχομένως, επί του κύρους του εσωτερικού κανονισμού υπό το πρίσμα του κανονισμού 2017/1939 και των λοιπών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης τις οποίες επικαλείται ο προσφεύγων με το δικόγραφο της προσφυγής του.


1      Απόφαση του μόνιμου τμήματος αριθ. 4 της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας της 9ης Δεκεμβρίου 2022.


2      Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ 2017, L 283, σ. 1).


3      Βλ. άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939.


4      Βλ. άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1939.


5      Βλ. άρθρο 42, παράγραφοι 3 και 8, του κανονισμού 2017/1939.


6      Τούτο επιβεβαιώνεται από το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1939.