Language of document : ECLI:EU:T:2012:516

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

της 3ης Οκτωβρίου 2012 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Αίτηση προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα ανταλλαγέντα με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία στο πλαίσιο δίκης — Άρνηση παροχής προσβάσεως — Κίνδυνος να θιγεί η προστασία των διεθνών σχέσεων — Κίνδυνος να θιγεί η προστασία των ενδίκων διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών»

Στην υπόθεση T‑63/10,

Ivan Jurašinović, κάτοικος Angers (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από τον N. Amara‑Lebret, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου αρχικώς από τις C. Fekete και K. Zieleśkiewicz, στη συνέχεια, από τους C. Fekete και J. Herrmann,

καθού,

με αντικείμενο, κυρίως, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου της 7ης Δεκεμβρίου 2009, με την οποία το Συμβούλιο αρνείται να παράσχει στον προσφεύγοντα πρόσβαση στις αποφάσεις που αφορούν τη διαβίβαση στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία εγγράφων των οποίων ζητήθηκε η κοινοποίηση στο πλαίσιο της δίκης κατά του Ante Gotovina και στο σύνολο της σχετικής αλληλογραφίας μεταξύ των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του δικαστηρίου αυτού, περιλαμβανομένων των ενδεχομένων παραρτημάτων, μεταξύ των οποίων οι αρχικές αιτήσεις διαβιβάσεως εγγράφων που καταρτίσθηκαν τόσο από το δικαστήριο αυτό όσο και από τους δικηγόρους του A. Gotovina,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood, πρόεδρο, F. Dehousse, M. Prek, J. Schwarcz (εισηγητή) και A. Popescu, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Απριλίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με επιστολή της 4ης Μαΐου 2009, ο προσφεύγων, Ivan Jurašinović, ζήτησε, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), από τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να του παράσχει πρόσβαση στις εκθέσεις των παρατηρητών της Ένωσης που ήταν παρόντες στην Κροατία, στη ζώνη του Knin, από την 1η έως την 31η Αυγούστου 1995 (στο εξής: εκθέσεις του Αυγούστου του 1995) και σε έγγραφα καταχωρισθέντα ως «ECMM RC Knin Log reports».

2        Με απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2009, το Συμβούλιο απάντησε στην επιβεβαιωτική αίτηση του προσφεύγοντος της 27ης Ιουνίου 2009 και του παρέσχε μερική πρόσβαση σε οκτώ εκθέσεις του Αυγούστου του 1995. Στην απόφαση αυτή, το Συμβούλιο επισήμανε μεταξύ άλλων ότι είχε επιτρέψει την πρόσβαση στις εκθέσεις του Αυγούστου του 1995 στους διαδίκους της δίκης κατά του A. Gotovina ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία (στο εξής: ΔΠΔπΓ), βάσει της αρχής της διεθνούς συνεργασίας με ένα διεθνές δικαστήριο συσταθέν από το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ).

3        Με προσφυγή ασκηθείσα στις 19 Νοεμβρίου 2009 και πρωτοκολληθείσα υπό τον αριθμό T‑465/09, ο προσφεύγων ζήτησε, μεταξύ άλλων, από το νυν Γενικό Δικαστήριο, την ακύρωση της αποφάσεως του Συμβουλίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2009.

4        Με επιστολή της 1ης Οκτωβρίου 2009, ο προσφεύγων ζήτησε από τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου να του παράσχει πρόσβαση στις αποφάσεις που αφορούσαν τη διαβίβαση προς το ΔΠΔπΓ εγγράφων τα οποία το δικαστήριο αυτό είχε ζητήσει να του κοινοποιηθούν κατά τη διάρκεια της δίκης του A. Gotovina και στο σύνολο της σχετικής αλληλογραφίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και του ΔΠΔπΓ, περιλαμβανομένων των ενδεχομένων παραρτημάτων, μεταξύ των οποίων οι αρχικές αιτήσεις που καταρτίσθηκαν τόσο από το ΔΠΔπΓ όσο και από τους συνηγόρους υπερασπίσεως.

5        Με απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2009, ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου απέρριψε την αίτηση προσβάσεως της 1ης Οκτωβρίου 2009. Ο Γενικός Γραμματέας επισήμανε ότι δεν είχε εντοπίσει κανένα έγγραφο το οποίο να αποτελεί απόφαση αφορώσα τη διαβίβαση εγγράφων στο ΔΠΔπΓ και ότι η αλληλογραφία μεταξύ του ιδίου και του γραφείου του εισαγγελέα του ΔΠΔπΓ που αφορούσε την πρόσβαση στα αρχεία της αποστολής επιτηρήσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (στο εξής: ECMM), με σκοπό την έρευνα, την προετοιμασία και τη διεξαγωγή της δίκης κατά του Α. Gotovina, αποτελούσε μέρος των στοιχείων μιας ένδικης διαδικασίας και δεν μπορούσε να γνωστοποιηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 70 B του κανονισμού διαδικασίας και αποδείξεων του ΔΠΔπΓ. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου κατέληξε ότι στο ΔΠΔπΓ, και όχι στο Συμβούλιο, εναπέκειτο να αποφασίσει για τη δημοσιότητα των εγγράφων που υποβάλλονται στο δικαστήριο αυτό.

6        Με επιστολή της 3ης Νοεμβρίου 2009, ο προσφεύγων υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα (στο εξής: επιβεβαιωτική αίτηση).

7        Με απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2009, το Συμβούλιο απέρριψε την επιβεβαιωτική αίτηση (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση).

8        Στην προσβαλλομένη απόφαση, το Συμβούλιο υπενθύμισε, κατ’ αρχάς, ότι τα έγγραφα που προέρχονται από τα αρχεία της ECMM είχαν τεθεί στη διάθεση του εισαγγελέα του ΔΠΔπΓ, στο πλαίσιο της καλόπιστης συνεργασίας με ένα διεθνές δικαστήριο συσταθέν από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, και ότι είχαν κοινοποιηθεί εμπιστευτικώς στο γραφείο του εισαγγελέως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 70 B του κανονισμού διαδικασίας και αποδείξεων του ΔΠΔπΓ. Στη συνέχεια, το Συμβούλιο πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι είχε επιτρέψει την κοινοποίηση στους συνηγόρους υπερασπίσεως του A. Gotovina πλειόνων εγγράφων από τα αρχεία αυτά, αφού απαλείφθηκαν τα εμπιστευτικά χωρία. Όσον αφορά τα έγγραφα που ζήτησε ο προσφεύγων, αφενός, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε απόφαση σχετική με τη διαβίβαση εγγράφων στο ΔΠΔπΓ στο πλαίσιο της δίκης κατά του Α. Gotovina. Αφετέρου, επισήμανε ότι είχε καταγράψει 40 έγγραφα, στα οποία περιλαμβάνονταν επιστολές του Γενικού Γραμματέα, Υπάτου Εκπροσώπου για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (στο εξής: ΓΓΥΕ), του εισαγγελέα και του πρωτοβαθμίου τμήματος του ΔΠΔπΓ, καθώς και υπομνήματα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των συνηγόρων υπερασπίσεως του A. Gotovina και του ΓΓΥΕ.

9        Προς απόρριψη της επιβεβαιωτικής αιτήσεως, το Συμβούλιο αντέτεινε στον προσφεύγοντα τις εξαιρέσεις που στηρίζονται στην προστασία των διεθνών σχέσεων και στην προστασία των ενδίκων διαδικασιών και οι οποίες προβλέπονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, τρίτη περίπτωση, και στο άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Κατ’ αυτό, τα ζητηθέντα έγγραφα περιέχουν εμπιστευτικά στοιχεία που αφορούν την οργάνωση της δίκης κατά του Α. Gotovina, την ευθύνη για την οποία έχει το ΔΠΔπΓ, που είναι το μόνο σε θέση να σταθμίσει τα διακυβευόμενα συμφέροντα των διαδίκων και να κρίνει αν η γνωστοποίηση των εγγράφων αυτών θα μπορούσε να θίξει έναν από τους διαδίκους της δίκης και τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας. Το ΔΠΔπΓ έκρινε ότι δεν μπορούσε να επιτραπεί η πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα αυτά. Το Συμβούλιο ήταν της γνώμης ότι, αν γνωστοποιούσε τα έγγραφα αυτά, θα έθετε σε κίνδυνο την προσήκουσα διεξαγωγή μιας ένδικης διαδικασίας υπό εξέλιξη και την καλόπιστη συνεργασία με ένα διεθνές δικαστήριο. Εξάλλου, η δημοσίευση των εκθέσεων που κατάρτισε η ECMM κατά τη διάρκεια της δραστηριότητάς της (στο εξής: εκθέσεις) θα παρέβλαπτε τις διεθνείς σχέσεις της Ένωσης και των κρατών μελών με τις ενδιαφερόμενες χώρες των δυτικών Βαλκανίων, δεδομένου ότι τα στοιχεία που περιέχονταν στις εκθέσεις παρέμεναν ευαίσθητα και η εμπιστευτικότητα των εκθέσεων αυτών αποτελούσε κεντρικό παράγοντα ενισχύσεως της εμπιστοσύνης, του διαλόγου και της συνεργασίας της Ένωσης με τις χώρες της περιοχής αυτής της Ευρώπης.

10      Στο παράρτημα της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Συμβούλιο απαρίθμησε τα 40 έγγραφα που αποτελούσαν το αντικείμενο της αιτήσεως προσβάσεως και επισήμανε αν ήταν δυνατή η πρόσβαση σε αυτά μέσω της βάσεως στοιχείων δικογραφιών που βρίσκεται στην ιστοσελίδα του ΔΠΔπΓ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Φεβρουαρίου 2010, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

12      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να υποχρεώσει το Συμβούλιο να του καταβάλει ποσό 2 000 ευρώ μη συνυπολογιζομένων των φόρων, ήτοι 2 392 ευρώ περιλαμβανομένων όλων των φόρων, ως δικαστικά έξοδα, πλέον τόκων με το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, από την ημερομηνία πρωτοκολλήσεως του δικογράφου της προσφυγής.

13      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει ότι παρέλκει να αποφανθεί επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 13, 14, 16, 18, 24, 27, 30 και 31, που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που επισυνάφθηκε στην εν λόγω απόφαση·

–        κατά τα λοιπά, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

14      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Σεπτεμβρίου 2010, ο προσφεύγων ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να ζητήσει, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, την προσκόμιση του εγγράφου μέσω του οποίου το Συμβούλιο ζήτησε τη γνώμη του ΔΠΔπΓ ως προς τη δυνατότητα κοινοποιήσεως των εκθέσεων στον προσφεύγοντα, καθώς και την απάντηση του ΔΠΔπΓ στο Συμβούλιο.

15      Με διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2011, ζητήθηκε από το Συμβούλιο να προσκομίσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όλα τα έγγραφα στα οποία δεν παρασχέθηκε πρόσβαση στον προσφεύγοντα με την προσβαλλομένη απόφαση. Η προθεσμία προσκομίσεως των εγγράφων αυτών, η οποία αρχικώς έληγε στις 13 Οκτωβρίου 2011, αναβλήθηκε επανειλημμένως κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου, μέχρι τις 16 Φεβρουαρίου 2012, ημερομηνία κατά την οποία τα έγγραφα προσκομίσθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

16      Μολονότι ως ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως καθορίσθηκε η 16η Νοεμβρίου 2011, η συζήτηση αυτή αναβλήθηκε τρεις φορές, κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου, για τις 18 Δεκεμβρίου 2011, για τις 18 Ιανουαρίου, στη συνέχεια για τις 21 Μαρτίου 2012 και μία φορά, κατόπιν αιτήματος του προσφεύγοντος, για τις 25 Απριλίου 2012.

17      Με επιστολή της 25ης Οκτωβρίου 2011, ο προσφεύγων υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της πρώτης παρατάσεως της προθεσμίας προσκομίσεως των ζητηθέντων εγγράφων και επί της μεταθέσεως της ημερομηνίας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Η επιστολή αυτή κατατέθηκε στη δικογραφία.

18      Με επιστολή της 7ης Δεκεμβρίου 2011, ο προσφεύγων κατέθεσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου μια απόφαση του πρώτου πρωτοβαθμίου τμήματος του ΔΠΔπΓ της 14ης Απριλίου 2011, Le Procureur κατά Ante Gotovina, Ivan Čermak και Mladen Markač, και ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει τον αποκλεισμό των εκπροσώπων του Συμβουλίου από τη διαδικασία, κατ’ άρθρο 41, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Αφού η επιστολή και η απόφαση του ΔΠΔπΓ κατατέθηκαν στη δικογραφία, το Συμβούλιο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του στις 13 Ιανουαρίου 2012.

19      Με επιστολή της 31ης Ιανουαρίου 2012, ο προσφεύγων κατέθεσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πέντε έγγραφα τα οποία είχε λάβει από τη Γραμματεία του ΔΠΔπΓ. Αφού η επιστολή και τα έγγραφα αυτά κατατέθηκαν στη δικογραφία, το Συμβούλιο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του στις 27 Φεβρουαρίου 2012.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της διαφοράς

20      Με το δικόγραφο της προσφυγής, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η εξαίρεση που στηρίζεται στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις δημόσιες σχέσεις δεν μπορούσε να αντιταχθεί στην αίτησή του προσβάσεως, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των ζητηθέντων εγγράφων, δηλαδή των αποφάσεων του Συμβουλίου περί διαβιβάσεως στο ΔΠΔπΓ των εγγράφων των οποίων το δικαστήριο αυτό ζήτησε την κοινοποίηση στο πλαίσιο της δίκης κατά του A. Gotovina και του συνόλου της αλληλογραφίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και του ΔΠΔπΓ, περιλαμβανομένων των παραρτημάτων. Ο προσφεύγων υποστήριξε τέλος ότι η κοινοποίηση των εκθέσεων αποτελούσε αντικείμενο της προσφυγής που πρωτοκολλήθηκε υπό τον αριθμό T‑465/09, Jurašinović κατά Συμβουλίου.

21      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ερωτήθηκε ο προσφεύγων, αν έπρεπε να θεωρηθεί ότι σκοπούσε στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως μόνο στο μέτρο που, με την απόφαση αυτήν, το Συμβούλιο αρνήθηκε να του επιτρέψει την πρόσβαση σε κάθε έγγραφο πλην των εκθέσεων. Ο προσφεύγων απάντησε ότι επιθυμούσε να του κοινοποιηθούν όλα τα έγγραφα στα οποία δεν του επετράπη η πρόσβαση και ότι δεν εξαιρούσε από το ακυρωτικό του αίτημα την άρνηση του Συμβουλίου να του κοινοποιήσει τις εκθέσεις που περιλαμβάνονταν στα παραρτήματα της αλληλογραφίας μεταξύ του Συμβουλίου και του ΔΠΔπΓ.

 Επί του παραδεκτού του ακυρωτικού αιτήματος

22      Με το υπόμνημα αντικρούσεως, το Συμβούλιο υποστήριξε ότι το αίτημα ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν εν μέρει απαράδεκτο λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, στο μέτρο που, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής, οκτώ από τα έγγραφα στα οποία είχε ζητήσει πρόσβαση ο προσφεύγων δημοσιοποιήθηκαν από το ΔΠΔπΓ. Το Συμβούλιο υπενθύμισε ότι, στον κατάλογο των ζητηθέντων εγγράφων που προσαρτήθηκε στην προσβαλλομένη απόφαση, είχε γίνει μνεία της δημοσιοποιήσεως των οκτώ αυτών εγγράφων μέσω της βάσεως στοιχείων δικογραφιών του ΔΠΔπΓ, την οποία μπορεί κανείς να συμβουλευθεί στο Διαδίκτυο.

23      Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι στον επισυναφθέντα στην προσβαλλομένη απόφαση κατάλογο γίνεται μνεία της δημοσιοποιήσεως των εγγράφων που φέρουν τους αριθμούς 13, 14, 16, 18, 24, 27, 30 και 31, στο κάτω δε μέρος της σελίδας αναγράφεται ότι το ΔΠΔπΓ τα θέτει στη διάθεση του κοινού μέσω της βάσεώς του στοιχείων δικογραφιών, καθώς και η διεύθυνση της ιστοσελίδας του ΔΠΔπΓ.

24      Περαιτέρω, όσον αφορά την άποψη που υποστηρίζει ο προσφεύγων στο υπόμνημα απαντήσεως, ότι η γνωστοποίηση από άλλο όργανο των εγγράφων στα οποία επιθυμούσε να έχει πρόσβαση δεν αφορά την Ένωση και ότι, με την ένστασή του, το Συμβούλιο επιδιώκει επιβεβαίωση της απόψεως ότι μόνον το ΔΠΔπΓ μπορεί νομίμως να αποφασίζει τη γνωστοποίηση, υπενθυμίζεται ότι έχει κριθεί ότι μια προσφυγή περί ακυρώσεως αποφάσεως με την οποία δεν παρέχεται πρόσβαση σε έγγραφα δεν έχει πλέον αντικείμενο, αν έχει παρασχεθεί πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα από τρίτον, δεδομένου ότι ο αιτών μπορεί να έχει πρόσβαση στα έγγραφα αυτά και να τα χρησιμοποιεί κατά τρόπο εξίσου νόμιμο ως εάν τα είχε αποκτήσει κατόπιν της αιτήσεως την οποία υπέβαλε βάσει του κανονισμού 1049/2001 (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 2006, T‑290/05, Weber κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 41).

25      Ωστόσο, παρά τα αναγραφόμενα στην προσβαλλομένη απόφαση (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω), δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι ήταν δυνατή η πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα υπ’ αριθ. 13, 14, 16, 18, 24, 27, 30 και 31 κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι κανένας από τους διαδίκους δεν προσκόμισε αντίγραφο των εγγράφων αυτών και δεν έγινε ακριβής μνεία της θέσεως στην οποία βρίσκονται στην ιστοσελίδα του ΔΠΔπΓ. Εξάλλου, το Συμβούλιο επισήμανε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ήταν δυνατό έγγραφα που είχαν δημόσιο χαρακτήρα κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, βάσει των κανόνων διαφανείας του ΔΠΔπΓ, να έχουν εκ νέου χαρακτηρισθεί από το δικαστήριο αυτό ως εμπιστευτικά. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για τα έγγραφα τα οποία αφορά η απόφαση Le Procureur κατά Ante Gotovina, Ivan Čermak και Mladen Markač (προπαρατεθείσα στη σκέψη 18), με την οποία το πρώτο πρωτοβάθμιο τμήμα διέταξε τη Γραμματεία του ΔΠΔπΓ να χαρακτηρίσει εκ νέου ως εμπιστευτικά 92 ενοχοποιητικά έγγραφα, καθώς και παραρτήματα.

26      Συνεπώς, υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου του Συμβουλίου, δεδομένου ότι δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι ήταν δυνατή η πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα υπ’ αριθ. 13, 14, 16, 18, 24, 27, 30 και 31 κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής.

 Επί του βασίμου του ακυρωτικού αιτήματος

27      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, κατά τους οποίους συντρέχει πλάνη περί το δίκαιο διότι προβλήθηκε άρνηση παροχής προσβάσεως στα ζητηθέντα έγγραφα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 70 B του κανονισμού διαδικασίας και αποδείξεων του ΔΠΔπΓ, δεν θίγεται η προστασία των ενδίκων διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών, δεν θίγεται η προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις δημόσιες σχέσεις και δεν υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

28      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός 1049/2001 έχει ως σκοπό, όπως επισημαίνεται με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη και με το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού, να παράσχει στο κοινό το δικαίωμα μιας όσο το δυνατόν ευρύτερης προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2008, C‑39/05 P και C‑52/05 P, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. I‑4723, σκέψη 33).

29      Πάντως, το δικαίωμα αυτό υπόκειται παρά ταύτα σε ορισμένους περιορισμούς στηριζόμενους στο δημόσιο ή στο ιδιωτικό συμφέρον (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 2007, C‑266/05 P, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑1233, σκέψη 62).

30      Ειδικότερα και σε συμφωνία προς την ενδέκατη αιτιολογική του σκέψη, ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει, στο άρθρο του 4, ότι τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε κάποιο από τα συμφέροντα τα οποία προστατεύει το άρθρο αυτό (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑8533, σκέψη 71).

31      Οσάκις ζητείται από ένα θεσμικό όργανο η γνωστοποίηση ενός εγγράφου, το όργανο αυτό οφείλει να εκτιμά, κατά περίπτωση, αν το έγγραφο εμπίπτει στις απαριθμούμενες στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 28, σκέψη 35). Λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκει ο κανονισμός αυτός, οι εξαιρέσεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται συσταλτικά (απόφαση Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 28, σκέψη 36).

32      Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι, λόγω της ιδιαίτερης ευαισθησίας και σημασίας των συμφερόντων που προστατεύει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1049/2001, σε συνδυασμό με την υποχρέωση που το θεσμικό όργανο υπέχει από την εν λόγω διάταξη να αρνείται την πρόσβαση, όταν η γνωστοποίηση ενός εγγράφου στο κοινό μπορεί να θίξει τα συμφέροντα αυτά, η απόφαση που πρέπει να λάβει το θεσμικό όργανο είναι πολύπλοκη και απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και ιδιαίτερη προσοχή. Επομένως, μια τέτοια απόφαση λαμβάνεται κατ’ άσκηση διακριτικής ευχέρειας (απόφαση Sison κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 29, σκέψη 35).

33      Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι τα κριτήρια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1049/2001 είναι πολύ γενικά, καθώς, όπως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως αυτής, πρέπει να εκδίδεται αρνητική απόφαση οσάκις η γνωστοποίηση του οικείου εγγράφου «θα έθιγε», μεταξύ άλλων, τη «δημόσια ασφάλεια» ή τις «διεθνείς σχέσεις» (απόφαση Sison κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 29, σκέψη 36).

34      Κατά συνέπεια, ο έλεγχος τον οποίο ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί της νομιμότητας των αποφάσεων που δεν παρέχουν πρόσβαση σε έγγραφα βάσει εξαιρέσεων που αφορούν το γενικό συμφέρον πρέπει να περιορίζεται στη διαπίστωση του αν τηρήθηκαν οι κανόνες περί της διαδικασίας και της αιτιολογίας της οικείας αποφάσεως, της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της απουσίας προφανούς πλάνης κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και της καταχρήσεως εξουσίας (απόφαση Sison κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 29, σκέψη 34).

35      Εντούτοις, το Δικαστήριο έκρινε ότι από την οικονομία του κανονισμού 1049/2001 και τους σκοπούς της κανονιστικής ρυθμίσεως της Ένωσης στον τομέα αυτόν, προκύπτει ότι αυτή καθαυτήν η δικαιοδοτική δραστηριότητα αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα που προβλέπει η ρύθμιση αυτή (απόφαση Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 30, σκέψη 79).

36      Εξάλλου, από τον κανονισμό 1049/2001 προκύπτει ότι οι περιορισμοί στην εφαρμογή της αρχής της διαφανείας όσον αφορά τη δικαιοδοτική δραστηριότητα έχουν ως σκοπό τη διασφάλιση της ασκήσεως του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων χωρίς να θίγεται η προστασία των ενδίκων διαδικασιών (απόφαση Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 30, σκέψη 84).

37      Ο αποκλεισμός της δικαιοδοτικής δραστηριότητας από το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας, δικαιολογείται εκ της ανάγκης να διασφαλισθεί ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, θα γίνει με απόλυτη ηρεμία η ανταλλαγή επιχειρημάτων μεταξύ των διαδίκων και η διάσκεψη του οικείου δικαστηρίου επί της εκδικαζομένης υποθέσεως (απόφαση Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 30, σκέψη 92).

38      Αν το Συμβούλιο κρίνει ότι η γνωστοποίηση ενός εγγράφου θίγει την προστασία των ενδίκων διαδικασιών, την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, οφείλει να εξετάσει μήπως υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τη γνωστοποίηση αυτή, μολονότι τούτο θα έθιγε την ηρεμία της ανταλλαγής επιχειρημάτων και της διασκέψεως του οικείου δικαστηρίου επί της εκδικαζομένης υποθέσεως (απόφαση Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 28, σκέψη 44).

39      Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο οφείλει να σταθμίζει το ειδικό συμφέρον που πρέπει να προστατευθεί μέσω της μη γνωστοποιήσεως του οικείου εγγράφου με, ιδίως, το γενικό συμφέρον να επιτραπεί η πρόσβαση στο οικείο έγγραφο, λαμβανομένων υπόψη των πλεονεκτημάτων που απορρέουν, όπως επισημαίνει και η δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1049/2001, από μια αυξημένη διαφάνεια, τα οποία είναι η καλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων καθώς και μια μεγαλύτερη νομιμότητα, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοικήσεως έναντι των πολιτών σε ένα δημοκρατικό σύστημα (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 28 ανωτέρω, σκέψη 45).

40      Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων πρέπει να εξετασθούν οι διάφοροι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται με την προσφυγή.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, κατά τον οποίο συντρέχει πλάνη περί το δίκαιο διότι προβλήθηκε άρνηση παροχής προσβάσεως στα ζητηθέντα έγγραφα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 70 B του κανονισμού διαδικασίας και αποδείξεων του ΔΠΔπΓ

41      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η άρνηση παροχής προσβάσεως στα έγγραφα μπορεί να στηρίζεται μόνο στον κανονισμό 1049/2001 και ότι το άρθρο 70 B του κανονισμού διαδικασίας και αποδείξεων του ΔΠΔπΓ δεν αποτελεί προσήκουσα νομική βάση. Ο κανονισμός αυτός, ο οποίος δεν αφορά το Συμβούλιο ούτε τον προσφεύγοντα, στερείται κανονιστικής ισχύος εντός της Ένωσης. Εξάλλου, η κοινοποίηση εγγράφων στο ΔΠΔπΓ δεν απαγορεύει στο Συμβούλιο να τα κοινοποιήσει σε έναν Ευρωπαίο πολίτη βάσει του κανονισμού 1049/2001, εφόσον τα έγγραφα αυτά δεν έχουν χαρακτηρισθεί ως ευαίσθητα.

42      Το Συμβούλιο αντικρούει την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος.

43      Ο προσφεύγων στηρίζει τον πρώτο λόγο του ακυρώσεως σε ένα χωρίο της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο οποίο το Συμβούλιο αναφέρεται στις σχέσεις του με το ΔΠΔπΓ και στην κοινοποίηση προς το τελευταίο εγγράφων προερχομένων από τα αρχεία της ECMM. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο διευκρινίζει, στο σημείο 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τέτοια έγγραφα τέθηκαν, «δυνάμει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας με ένα διεθνές δικαστήριο συσταθέν από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών», στη διάθεση του εισαγγελέα του ΔΠΔπΓ, «με σκοπό την έρευνα υποθέσεων που αφορούν τη δίωξη προσώπων που φέρονται ως υπεύθυνα για σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου στο έδαφος της πρώην Γιουγκοσλαβίας». Το Συμβούλιο επισημαίνει επίσης ότι τα έγγραφα αυτά «κοινοποιήθηκαν στο γραφείο του εισαγγελέα του ΔΠΔπΓ εμπιστευτικώς, βάσει του άρθρου 70 B του κανονισμού διαδικασίας και αποδείξεων του ΔΠΔπΓ», και παραθέτει το περιεχόμενο του πρώτου εδαφίου του άρθρου αυτού.

44      Από την προπαρατεθείσα στις σκέψεις 28 έως 31 νομολογία προκύπτει ότι, οσάκις ένα θεσμικό όργανο, στο οποίο έχει υποβληθεί αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1049/2001, σκοπεύει να περιορίσει ή να αρνηθεί την εν λόγω πρόσβαση, πρέπει να στηριχθεί αποκλειστικώς και μόνον σε μία ή περισσότερες από τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως που απαριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού.

45      Από το γράμμα των σημείων 8 έως 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, προκειμένου να αρνηθεί να παράσχει στον προσφεύγοντα πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα, το Συμβούλιο στηρίχθηκε στις εξαιρέσεις που αφορούν, αντιστοίχως, τον κίνδυνο να θιγεί η προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις, εξαίρεση η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, και στον κίνδυνο να θιγεί η προστασία των ενδίκων διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του ίδιου κανονισμού.

46      Η εκ μέρους του Συμβουλίου παραπομπή, με τη σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο άρθρο 70 B του κανονισμού διαδικασίας και αποδείξεων του ΔΠΔπΓ χρησιμεύει απλώς και μόνον για την επεξήγηση του πλαισίου εντός του οποίου έγγραφα προερχόμενα από τα αρχεία της ECMM κοινοποιήθηκαν στα όργανα του ΔΠΔπΓ και για την υπογράμμιση του εμπιστευτικού καθεστώτος τους κατά τη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου αυτού. Εξάλλου, διευκρινίζεται ότι τα έγγραφα στα οποία έγινε μνεία κατά τον τρόπο αυτόν δεν αντιστοιχούν στα ζητηθέντα από τον προσφεύγοντα. Συγκεκριμένα, προκειμένου περί εγγράφων προερχομένων από τα αρχεία της ECMM, αυτά μπορούν βεβαίως να περιλαμβάνουν τις εκθέσεις, αλλά ουδόλως την αλληλογραφία μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και του ΔΠΔπΓ, ιδίως τις αρχικές αιτήσεις τόσο από το ΔΠΔπΓ όσο και από τους συνηγόρους του Α. Gotovina.

47      Συνεπώς, το άρθρο 70 B του κανονισμού διαδικασίας και αποδείξεων του ΔΠΔπΓ ουδόλως συνιστά το νομικό θεμέλιο το οποίο χρησιμοποίησε το Συμβούλιο για να αρνηθεί να παράσχει πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα.

48      Όσον αφορά την αιτίαση του προσφεύγοντος κατά την οποία το Συμβούλιο δεν μπορεί να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφα λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα της κοινοποιήσεώς τους στο ΔΠΔπΓ, εφόσον τα έγγραφα αυτά δεν έχουν χαρακτηρισθεί ως ευαίσθητα υπό την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού 1049/2001, η αιτίαση αυτή στηρίζεται επίσης στην υπόθεση ότι η άρνηση παροχής προσβάσεως στηριζόταν στο άρθρο 70 B του κανονισμού διαδικασίας και αποδείξεων του ΔΠΔπΓ. Όπως προεκτέθηκε, τούτο δεν συμβαίνει, δεδομένου ότι το Συμβούλιο, εξάλλου, ουδόλως αιτιολόγησε την απόφασή του περί αρνήσεως παροχής προσβάσεως με το γεγονός ότι τα έγγραφα στα οποία επιθυμούσε να έχει πρόσβαση ο προσφεύγων είχαν κοινοποιηθεί εμπιστευτικώς στο ΔΠΔπΓ.

49      Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, κατά τον οποίο δεν θίγεται η προστασία των ενδίκων διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών, την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001

50      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο προσφεύγων αναπτύσσει μια επιχειρηματολογία με τρία σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, υποστηρίζει ότι η εξαίρεση που αφορά την προστασία των ενδίκων διαδικασιών, την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, καλύπτει αποκλειστικώς και μόνον τις διαδικασίες ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης ή των κρατών μελών και όχι τις διεξαγόμενες ενώπιον διεθνών δικαστηρίων. Με το δεύτερο σκέλος, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, προκειμένου να αρνηθεί την πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα, δεν μπορούσε να κρίνει τον δίκαιο χαρακτήρα της ενώπιον του ΔΠΔπΓ δίκης, με την αιτιολογία ότι είχε κοινοποιήσει τα εν λόγω έγγραφα στο ΔΠΔπΓ εμπιστευτικώς. Τέλος, στο τρίτο σκέλος, ο προσφεύγων προβάλλει ότι η προσβαλλομένη απόφαση έχει ως αποτέλεσμα να του στερεί κάθε δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής, δεδομένου ότι η κοινοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων εξαρτάται από απόφαση του ΔΠΔπΓ.

51      Προκειμένου να απαντήσει στον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να κρίνει, πρώτον, αν η εξαίρεση που στηρίζεται στην προστασία των ενδίκων διαδικασιών μπορούσε να εφαρμοσθεί σε διαδικασία διεξαγόμενη ενώπιον του ΔΠΔπΓ, δεύτερον, ποια έγγραφα μπορούσαν, εν προκειμένω, να καλύπτονται από την εν λόγω εξαίρεση, τρίτον, αν το Συμβούλιο μπορούσε να κρίνει τον δίκαιο χαρακτήρα της ενώπιον του ΔΠΔπΓ δίκης και, τέταρτον, αν ο προσφεύγων στερήθηκε κάθε δυνατότητα κατάλληλης προσφυγής προς ικανοποίηση του αιτήματός του να λάβει τα ζητηθέντα έγγραφα.

–       Επί της εφαρμογής της εξαιρέσεως που στηρίζεται στην προστασία των ενδίκων διαδικασιών στη διαδικασία που διεξάγεται ενώπιον του ΔΠΔπΓ

52      Κατά τον προσφεύγοντα, η εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 αφορά μόνον τις ένδικες διαδικασίες που διεξάγονται ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης ή των κρατών μελών και όχι τις διεξαγόμενες ενώπιον των διεθνών δικαστηρίων, δεδομένου ότι ο κανονισμός αυτός δεν το προβλέπει. Η διαδικασία ενώπιον του ΔΠΔπΓ δεν προστατεύεται βάσει της διατάξεως αυτής, δεδομένου ότι η Ένωση, η οποία δεν είναι μέλος του ΟΗΕ, δεν υπόκειται στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου αυτού.

53      Η επιχειρηματολογία την οποία αναπτύσσει ο προσφεύγων στηρίζεται στην άποψη ότι μόνον οι ένδικες διαδικασίες που διεξάγονται ενώπιον δικαστηρίου της Ένωσης, δηλαδή του Δικαστηρίου, του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή ενώπιον δικαστηρίου ενός από τα κράτη μέλη είναι δυνατό να προστατεύονται με βάση την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

54      Το Συμβούλιο αντικρούει την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος.

55      Υπενθυμίζεται ότι, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκει ο κανονισμός 1049/2001, οι εξαιρέσεις τις οποίες προβλέπει πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται συσταλτικά (απόφαση Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 28 ανωτέρω, σκέψη 36). Ωστόσο, ο κανονισμός 1049/2001 δεν διευκρινίζει, όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, ποια είναι τα δικαστήρια των οποίων οι διαδικασίες πρέπει να προστατεύονται, εφόσον κινδυνεύουν να θιγούν από τη γνωστοποίηση ενός ή πλειόνων εγγράφων.

56      Επιβάλλεται εξάλλου η διαπίστωση ότι, κατά γενικό κανόνα, το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, το οποίο προβλέπει τις εξαιρέσεις βάσει των οποίων το θεσμικό όργανο στο οποίο υποβάλλεται αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα τα οποία κατέχει μπορεί να αρνηθεί να τα γνωστοποιήσει, δεν θεμελιώνει καμία σχέση μεταξύ των συμφερόντων που πρέπει να προστατεύονται, σε περίπτωση που κινδυνεύει να θιγεί η προστασία τους, και της Ένωσης ή των κρατών μελών της. Μόνον το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει ρητώς ότι μπορεί να προβληθεί άρνηση γνωστοποιήσεως εφόσον αυτή θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τη δημοσιονομική, νομισματική ή οικονομική πολιτική της Κοινότητας ή ενός κράτους μέλους. Το δε άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 αφορά επίσης την Ένωση, δεδομένου ότι σκοπεί στην προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων ενός θεσμικού οργάνου.

57      Αν γινόταν δεκτή η ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 την οποία προτείνει ο προσφεύγων, η ερμηνεία αυτή θα έπρεπε να έχει εφαρμογή σε οποιαδήποτε από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4. Επί παραδείγματι, αν γινόταν επίκληση της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τη δημόσια ασφάλεια, θα έπρεπε να πρόκειται μόνο για τη δημόσια ασφάλεια εντός της Ένωσης ή εντός ενός ή πλειόνων κρατών μελών. Το ίδιο θα ίσχυε προκειμένου περί της προστασίας των εμπορικών συμφερόντων ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, που δεν θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν, σύμφωνα με τη συλλογιστική αυτή, τα συμφέροντα των φυσικών ή νομικών προσώπων που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένα εκτός της Ένωσης.

58      Η ερμηνεία του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 εντός του πλαισίου αυτού δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Κανένα επιχείρημα αντλούμενο από το άρθρο αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι ένδικες διαδικασίες τις οποίες αφορά η παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του εν λόγω άρθρου, είναι μόνον οι διεξαγόμενες ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης ή των κρατών μελών της.

59      Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από τη συνολική προσέγγιση του κανονισμού 1049/2001, ο οποίος προβλέπει σχέση με την Ένωση ή τα κράτη μέλη της μόνο ως προς ορισμένες πτυχές της ρυθμίσεως την οποία θεσπίζει. Στο άρθρο του 1, στοιχείο α΄, ορίζει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υποχρεούνται να παρέχουν πρόσβαση στα έγγραφά τους. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει ότι φορείς του δικαιώματος προσβάσεως είναι οι πολίτες της Ένωσης και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή έχουν την έδρα τους εντός κράτους μέλους, αλλά τα θεσμικά όργανα μπορούν παρά ταύτα να επιτρέπουν την πρόσβαση σε άλλα πρόσωπα, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 2. Όσον αφορά τα έγγραφα στα οποία έχει εφαρμογή ο κανονισμός 1049/2001, πρόκειται, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, αυτού, για τα καταρτισθέντα ή παραληφθέντα από το θεσμικό όργανο σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της Ένωσης, περιλαμβανομένων αυτών που εμπίπτουν στην κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας και στην αστυνομική και δικαστική συνεργασία επί ποινικών υποθέσεων σύμφωνα με την έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού.

60      Περαιτέρω, καμία διάταξη του κανονισμού 1049/2001 δεν απαγορεύει να διεξάγεται η ένδικη διαδικασία την οποία σκοπεί να προστατεύσει η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, ενώπιον δικαστηρίου που δεν εμπίπτει στην έννομη τάξη της Ένωσης ούτε στις έννομες τάξεις των κρατών μελών της.

61      Κανένα από τα επιχειρήματα που προβάλλει ο προσφεύγων δεν μπορεί να αναιρέσει το συμπέρασμα αυτό.

62      Πρώτον, το γεγονός ότι η Ένωση δεν είναι μέλος του ΟΗΕ και δεν υπόκειται στη δικαιοδοσία του ΔΠΔπΓ δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι η εφαρμογή της εξαιρέσεως που σκοπεί στην προστασία των ενδίκων διαδικασιών ουδόλως εξαρτάται από τη σχέση που υφίσταται μεταξύ του θεσμικού οργάνου στο οποίο υποβάλλεται αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα, δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, και του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου διεξάγεται η εν λόγω διαδικασία, ιδίως από τη σχέση που γεννάται από την τυχόν ιδιότητα ενός θεσμικού οργάνου της Ένωσης ως διαδίκου σε δίκη διεξαγόμενη ενώπιον του δικαστηρίου αυτού. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων πρέπει να ασκείται υπό την επιφύλαξη της προστασίας των ενδίκων διαδικασιών (απόφαση Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 30, σκέψη 84), χωρίς να επιβάλλεται καμιά άλλη προϋπόθεση. Εν πάση περιπτώσει, το ίδιο ισχύει για το επιχείρημα ότι, για το Συμβούλιο, το ΔΠΔπΓ υφίσταται μόνον εν τοις πράγμασι και όχι από νομικής απόψεως ή για το επιχείρημα ότι το Συμβούλιο δεν αποδεικνύει ότι θα υφίστατο την παραμικρή κύρωση από το ΔΠΔπΓ αν κοινοποιούσε τα ζητηθέντα από τον προσφεύγοντα έγγραφα. Κανένα από τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τη δυνατότητα εφαρμογής της εξαιρέσεως που σκοπεί στην προστασία των ενδίκων διαδικασιών υπέρ της διαδικασίας που διεξάγεται ενώπιον του ΔΠΔπΓ.

63      Δεύτερον, πρέπει επίσης να κριθούν αλυσιτελή τα επιχειρήματα κατά τα οποία, αφενός, η προσβαλλομένη απόφαση εκφράζει τη βούληση του Συμβουλίου να υποβληθεί στη δικαιοδοσία του ΔΠΔπΓ, πράγμα το οποίο δεν προβλέπεται σε καμία συνθήκη, και, αφετέρου, δεν είναι δυνατό να υπερέχουν οι μη δεσμευτικές διεθνείς σχέσεις επί των δικαιωμάτων τα οποία αναγνωρίζει το πρωτογενές δίκαιο στους Ευρωπαίους πολίτες. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, λαμβάνοντας την προσβαλλομένη απόφαση, το Συμβούλιο απλώς εφάρμοσε τον κανονισμό 1049/2001 και, ιδίως, το σύστημα των εξαιρέσεων τις οποίες αυτός προβλέπει (βλ. σκέψη 45 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, τίποτε δεν επιτρέπει να υποστηριχθεί ότι το Συμβούλιο, με την απόφασή του αυτή, έθεσε το κύρος του ή τις πράξεις του υπό τον έλεγχο του ΔΠΔπΓ ή ότι προσέδωσε υπεροχή σε μη δεσμευτικές, ως υποστηρίχθηκε, διεθνείς διευθετήσεις αντί των δικαιωμάτων που απορρέουν από το πρωτογενές δίκαιο. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, με την αιτίαση αυτή, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι δεν συμβιβάζεται προς το πρωτογενές δίκαιο η εκ μέρους του Συμβουλίου διαβίβαση εγγράφων στο ΔΠΔπΓ, υπενθυμίζεται ότι η υπό κρίση διαφορά δεν αφορά τη νομιμότητα των πράξεων με τις οποίες το Συμβούλιο διαβίβασε ή αντάλλαξε στοιχεία με το ΔΠΔπΓ ή με τους συνηγόρους του A. Gotovina.

64      Τρίτον, τα επιχειρήματα που προβάλλονται με το υπόμνημα απαντήσεως ωσαύτως δεν ασκούν επιρροή στη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπό το πρίσμα των εκτεθέντων στις σκέψεις 60 έως 63 ανωτέρω. Δεδομένου ότι η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 μπορεί να αντιταχθεί ακόμη και αν η ένδικη διαδικασία διεξάγεται ενώπιον του ΔΠΔπΓ, τα επιχειρήματα κατά τα οποία από την υπαγωγή των κρατών μελών στους κανόνες του ΟΗΕ δεν είναι δυνατό να συναχθεί η υπαγωγή της Ένωσης στους ίδιους αυτούς κανόνες και η υποχρέωση συνεργασίας με το ΔΠΔπΓ που επιβάλλεται στους υποψηφίους για την προσχώρηση στην Ένωση δεν συνιστά κανόνα δικαίου ο οποίος είναι δυνατό να αντιταχθεί στον προσφεύγοντα ουδόλως αφορούν την προσβαλλομένη απόφαση.

65      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 μπορεί να προστατεύει την ένδικη διαδικασία που διεξάγεται ενώπιον του ΔΠΔπΓ και ότι, κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί των εγγράφων που είναι δυνατό να καλύπτονται από την εξαίρεση που στηρίζεται στην προστασία των ενδίκων διαδικασιών

66      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι έχει κριθεί ότι ο όρος «δικαστικές διαδικασίες» έχει την έννοια ότι η προστασία του δημοσίου συμφέροντος απαγορεύει τη γνωστοποίηση του περιεχομένου των εγγράφων που έχουν καταρτιστεί αποκλειστικά για μια συγκεκριμένη ένδικη διαδικασία (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2006, T‑391/03 και T‑70/04, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑2023, σκέψη 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ., επίσης, απόφαση Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 30, σκέψη 78).

67      Ομοίως, έχει κριθεί, στο πλαίσιο υποθέσεως αφορώσας την Επιτροπή, ότι, με τους όρους «έγγραφα που έχουν καταρτιστεί αποκλειστικά για μια συγκεκριμένη δικαστική διαδικασία» δεν πρέπει να νοούνται μόνον τα κατατεθέντα υπομνήματα ή δικόγραφα, τα εσωτερικά έγγραφα που αφορούν την έρευνα της εκκρεμούς υποθέσεως και η συναφής με την υπόθεση αλληλογραφία μεταξύ της ενδιαφερομένης Γενικής Διευθύνσεως και της νομικής υπηρεσίας ή δικηγορικού γραφείου, αφού αυτή η οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της εξαιρέσεως έχει ως σκοπό να διασφαλίζει, αφενός, την προστασία της εσωτερικής εργασίας στην Επιτροπή και, αφετέρου, την εμπιστευτικότητα και την προστασία της αρχής του επαγγελματικού απορρήτου των δικηγόρων (απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 66, σκέψη 90).

68      Δεύτερον, από τα σημεία 10 έως 12 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Συμβούλιο αρνήθηκε, βάσει της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, την πρόσβαση στην αλληλογραφία μεταξύ, αφενός, του εισαγγελέως του ΔΠΔπΓ ή του πρώτου πρωτοβάθμιου τμήματος του ΔΠΔπΓ και, αφετέρου, του ΓΓΥΕ, καθώς και στα συνημμένα στην αλληλογραφία αυτή έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων των εκθέσεων. Ως εκ τούτου, η εξαίρεση που σκοπεί στην προστασία των ενδίκων διαδικασιών εφαρμόσθηκε για να μην παρασχεθεί πρόσβαση σε όλα τα ζητηθέντα έγγραφα.

69      Τρίτον, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε γνώση, στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων, όλων των εγγράφων στα οποία δεν παρασχέθηκε πρόσβαση.

70      Τα προσκομισθέντα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου έγγραφα αποτελούνται από 40 επιστολές: 19 επιστολές καταρτίσθηκαν από τον ΓΓΥΕ, 15 από τον εισαγγελέα του ΔΠΔπΓ και 6 από το πρώτο πρωτοβάθμιο τμήμα. Σε 37 από τις ανταλλαγείσες επιστολές έχουν επισυναφθεί έγγραφα, 10 από τα οποία αποτελούν κατάλογο μη επισυναφθέντων εγγράφων και τα λοιπά 27 αποτελούνται στη μεγάλη τους πλειονότητα από εκθέσεις, αλλά και από εισαγωγικά έγγραφα ή υπομνήματα καταρτισθένα από τους συνηγόρους του A. Gotovina και από αποφάσεις ή διατάξεις εκδοθείσες από το ΔΠΔπΓ.

71      Στο στάδιο αυτό, διαπιστώνεται ότι τόσο στην προσβαλλομένη απόφαση, και ειδικότερα στη σκέψη 12 αυτής, όσο και στο υπόμνημα αντικρούσεως το Συμβούλιο υπέπεσε σε δύο σφάλματα. Υποστήριξε ότι, πρώτον, μόνον εκθέσεις είχαν επισυναφθεί στην αλληλογραφία με τον εισαγγελέα του ΔΠΔπΓ ή με το πρώτο πρωτοβάθμιο τμήμα του ΔΠΔπΓ και, δεύτερον, ότι οι εκθέσεις αυτές είχαν επισυναφθεί σε επιστολές του ΓΓΥΕ. Από την εξέταση των εγγράφων που προσκόμισε το Συμβούλιο προκύπτει ότι εκθέσεις έχουν επίσης επισυναφθεί σε επτά από τις επιστολές του εισαγγελέα του ΔΠΔπΓ (έγγραφα υπ’ αριθ. 1, 2, 8, 15, 17, 22 και 23 στο παράρτημα της προσβαλλομένης αποφάσεως) και σε δύο από τις επιστολές του πρώτου πρωτοβαθμίου τμήματος (έγγραφα υπ’ αριθ. 4 και 16 στο παράρτημα της προσβαλλομένης αποφάσεως).

72      Τα επισυναφθέντα στην αλληλογραφία έγγραφα που δεν αποτελούν εκθέσεις, έχουν επισυναφθεί σε πέντε επιστολές του ΔΠΔπΓ (έγγραφα υπ’ αριθ. 4, 13, 16, 24 και 27 στο παράρτημα της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 70, πρόκειται περί αποφάσεων ή διατάξεων εκδοθεισών από το πρώτο πρωτοβάθμιο τμήμα του ΔΠΔπΓ. Αποτελούνται, πρώτον, από μια εντολή προς τον ΓΓΥΕ να προσκομίσει έγγραφα ή στοιχεία, συνοδευόμενη από αιτήσεις προς τούτο καταρτισθείσες από τους συνηγόρους υπερασπίσεως του A. Gotovina, δεύτερον, από μια επίδοση προς τον ΓΓΥΕ ενός δικογράφου της υπερασπίσεως, με το οποίο ζητήθηκε η κοινοποίηση εκθέσεων και το οποίο συνοδευόταν από παραρτήματα και μια κλήση προς απάντηση, τρίτον, από μια επίδοση προς τον ΓΓΥΕ ενός δικογράφου απαντήσεως της υπερασπίσεως και μια κλήση προς υποβολή υπομνήματος ανταπαντήσεως, όσον αφορά πάντοτε την κοινοποίηση εκθέσεων, τέταρτον, από μια επίδοση προς τον ΓΓΥΕ του ίδιου αυτού δικογράφου απαντήσεως και μια κλήση προς υποβολή υπομνήματος ανταπαντήσεως, μεταφρασμένες όμως στη γαλλική, και, πέμπτον, από μια κλήση προς τον ΓΓΥΕ να αναζητήσει ορισμένες εκθέσεις, των οποίων η ύπαρξη τεκμαίρεται βάσει ορισμένων ενδείξεων, και να παράσχει λόγους για τους οποίους δεν υπήρχαν, ενδεχομένως, στα αρχεία της ECMM.

73      Όσον αφορά τις ανταλλαγείσες επιστολές μεταξύ του εισαγγελέα του ΔΠΔπΓ και του ΓΓΥΕ, διαπιστώνεται ότι αφορούν όλες τη δυνατότητα χρήσεως των εκθέσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας που κινήθηκε ιδίως κατά του A.  Gotovina ενώπιον του δικαστηρίου αυτού. Από την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εξέταση αυτών των διαφόρων επιστολών προκύπτει ότι ο εισαγγελέας του ΔΠΔπΓ ζήτησε επανειλημμένως από τον ΓΓΥΕ την άδεια να γνωστοποιήσει εκθέσεις στους συνηγόρους του A. Gotovina και στους συνηγόρους των δύο άλλων κατηγορουμένων, προκειμένου να είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία που ενδεχομένως περιήχοντο στα έγγραφα αυτά ως ενοχοποιητικά ή, αντιθέτως, ως απαλλακτικά στοιχεία. Με τις επιστολές αυτές, ο εισαγγελέας του ΔΠΔπΓ ζήτησε επίσης από τον ΓΓΥΕ να επισημάνει ποιες εκθέσεις καλύπτονταν από τον κανόνα περί εμπιστευτικότητας τον οποίο προβλέπει το άρθρο 70 B του κανονισμού διαδικασίας και αποδείξεων του ΔΠΔπΓ, στον οποίο είχαν υπαχθεί οι εκθέσεις αυτές κατά την κοινοποίησή τους στο εν λόγω δικαστήριο. Οι επιστολές που προέρχονται από τον ΓΓΥΕ περιέχουν τις απαντήσεις στις αιτήσεις του εισαγγελέα, με τις οποίες ο ΓΓΥΕ επιτρέπει τη γνωστοποίηση των εκθέσεων στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας ενώπιον του ΔΠΔπΓ, διαβιβάζοντας συγχρόνως στον εισαγγελέα του ΔΠΔπΓ τα κείμενα των εκθέσεων από τα οποία είχαν απαλειφθεί τα εμπιστευτικά στοιχεία και τα οποία έπρεπε να κοινοποιηθούν στους συνηγόρους του A. Gotovina και στους συνηγόρους των άλλων κατηγορουμένων. Πλείονες ανταλλαγείσες επιστολές αφορούν την αίτηση του εισαγγελέα του ΔΠΔπΓ προς τον ΓΓΥΕ να του δώσει την άδεια να επιτρέψει, στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας ενώπιον του ΔΠΔπΓ, τη γνωστοποίηση νέων κειμένων των εκθέσεων, με λιγότερα απαλειφθέντα χωρία.

74      Από τις σκέψεις 70 έως 73 ανωτέρω προκύπτει ότι τα έγγραφα στα οποία δεν παρασχέθηκε πρόσβαση είναι έγγραφα τα οποία, πλην των εκθέσεων, έχουν καταρτισθεί αποκλειστικά για μια ένδικη διαδικασία. Συγκεκριμένα, είχαν όλα ως αντικείμενο την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων, τόσο ενοχοποιητικών όσο και απαλλακτικών, τα οποία έκρινε αναγκαία ο εισαγγελέας του ΔΠΔπΓ ή το πρώτο πρωτοβάθμιο τμήμα του ΔΠΔπΓ για τη διεξαγωγή της κινηθείσας κατά των A. Gotovina, I. Čermak και M. Markač ποινικής δίκης. Συνεπώς, τα έγγραφα αυτά αφορούν μια πτυχή της οργανώσεως μιας ποινικής δίκης και εμφαίνουν τον τρόπο κατά τον οποίο τα δικαιοδοτικά όργανα του ΔΠΔπΓ αποφάσισαν να διεξαγάγουν τη διαδικασία, καθώς και τις αντιδράσεις της υπερασπίσεως και ενός τρίτου, από τον οποίο προέρχονταν τα ζητηθέντα αποδεικτικά στοιχεία, στα μέτρα που έλαβαν τα εν λόγω όργανα για να τους διαβιβασθούν τα αναγκαία για την προσήκουσα διεξαγωγή της δίκης αποδεικτικά στοιχεία.

75      Κατά συνέπεια, τα έγγραφα αυτά, καταρτισθέντα αποκλειστικά για μια συγκεκριμένη ένδικη διαδικασία, μπορούν, κατ’ αρχήν, να προστατεύονται από κάθε γνωστοποίηση, ζητηθείσα βάσει του κανονισμού 1049/2001, κατ’ εφαρμογήν της εξαιρέσεως που σκοπεί στην προστασία των ενδίκων διαδικασιών, την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του εν λόγω κανονισμού.

76      Όσον αφορά τις εκθέσεις, δεν αμφισβητείται ότι καταρτίσθηκαν κατά τα έτη 1991 έως 1995, ήτοι πλέον των δέκα ετών προ της ενάρξεως της δίκης κατά των A Gotovina, Ι. Čermak και Μ. Markač, και ότι, εξ αυτού του γεγονότος και μόνον, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως καταρτισθείσες αποκλειστικά για μια συγκεκριμένη ένδικη διαδικασία (βλ. απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 66, σκέψη 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βεβαίως, το Συμβούλιο υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι εκθέσεις καλύπτονταν πράγματι από την εξαίρεση που σκοπεί στην προστασία των ενδίκων διαδικασιών, δεδομένου ότι η αλληλογραφία μεταξύ, αφενός, του εισαγγελέα του ΔΠΔπΓ ή του πρώτου πρωτοβαθμίου τμήματος και, αφετέρου, του ΓΓΥΕ αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα των εγγράφων που καταρτίσθηκαν αποκλειστικά για μια τέτοια διαδικασία και ότι οι εκθέσεις έπρεπε να τύχουν της ίδιας μεταχειρίσεως με την εν λόγω αλληλογραφία. Η εκτίμηση αυτή δεν καθιστά ωστόσο δυνατό να καθορισθεί υπό το πρίσμα ποιων κριτηρίων ή προϋποθέσεων έγγραφα τα οποία, κατά την ημερομηνία καταρτίσεώς τους, δεν προορίζονταν αποκλειστικώς για μια συγκεκριμένη ένδικη διαδικασία θα μπορούσαν παρά ταύτα να προστατεύονται από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

77      Συνεπώς, πρέπει να εξετασθεί αν, υπό το πρίσμα του δευτέρου και του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, τα έγγραφα πλην των εκθέσεων, στα οποία δεν παρασχέθηκε πρόσβαση με την προσβαλλομένη απόφαση, μπορούσαν, εν προκειμένω, να προστατεύονται από κάθε γνωστοποίηση για τους λόγους που προβάλλει το Συμβούλιο.

–       Επί της δυνατότητας του Συμβουλίου να κρίνει τον δίκαιο χαρακτήρα της ενώπιον του ΔΠΔπΓ δίκης

78      Με το σκέλος αυτό του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων προβάλλει πλείονες, στενά συνδεδεμένες αιτιάσεις.

79      Πρώτον, ο προσφεύγων επαναλαμβάνει το επιχείρημα που προέβαλε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, ότι δηλαδή το Συμβούλιο παρανόμως έκρινε ότι τα ζητηθέντα έγγραφα είχαν εμπιστευτικό χαρακτήρα, χωρίς να τα έχει χαρακτηρίσει ως εμπιστευτικά σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού 1049/2001. Δεύτερον, το Συμβούλιο έκρινε τον δίκαιο χαρακτήρα της διεξαγόμενης ενώπιον του ΔΠΔπΓ δίκης, ενώ το τελευταίο, ως ανεξάρτητο δικαιοδοτικό όργανο, διαθέτει προνόμια που του παρέχουν τη δυνατότητα να προστατεύει τα στοιχεία του και τα έγγραφά του, όπως το βασιζόμενο στο άρθρο 53 του κανονισμού διαδικασίας και αποδείξεων του ΔΠΔπΓ, πράγμα το οποίο δεν έπραξε. Τρίτον, ο προσφεύγων επισημαίνει ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, το Συμβούλιο τείνει να εξαρτά τη δυνατότητα κοινοποιήσεως των εγγράφων μόνον από την απόφαση του ΔΠΔπΓ, πράγμα το οποίο συνεπάγεται την εκ μέρους θεσμικού οργάνου παραίτηση από ορισμένα από τα απορρέοντα από το πρωτογενές δίκαιο προνόμιά του, υπέρ μιας τρίτης οντότητας. Μολονότι η αιτίαση αυτή προβλήθηκε στο τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, προκύπτει σαφώς από το υπόμνημα απαντήσεως ότι ο προσφεύγων είχε την πρόθεση να του προσδώσει ένα περιεχόμενο που υπερβαίνει τα όρια του εν λόγω τρίτου σκέλους. Τέταρτον, ο προσφεύγων είναι της γνώμης ότι το Συμβούλιο χρησιμοποίησε τους κανόνες του ΔΠΔπΓ για να αποφύγει την εφαρμογή του κανονισμού 1049/2001.

80      Πρέπει κατ’ αρχάς να εξετασθεί η τρίτη αιτίαση, η οποία συνίσταται στο ότι, κατά την προσβαλλομένη απόφαση, η δυνατότητα προσβάσεως στα έγγραφα πλην των εκθέσεων (βλ. σκέψη 79 ανωτέρω) εξαρτάται μόνον από την απόφαση του ΔΠΔπΓ.

81      Αφού υπενθύμισε, στο σημείο 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας ανταλλάχθηκαν επιστολές μεταξύ του ΓΓΥΕ και του εισαγγελέα του ΔΠΔπΓ ή του πρώτου πρωτοβαθμίου τμήματος του ΔΠΔΠΓ, το Συμβούλιο εξέτασε αν η γνωστοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων ενείχε τον κίνδυνο να θιγεί η προστασία των ενδίκων διαδικασιών. Στο σημείο 11 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισήμανε ότι τα «εν λόγω έγγραφα περι[είχαν] εμπιστευτικά στοιχεία αφορώντα την οργάνωση της δίκης Gotovina», υπεύθυνο για την οποία ήταν το ΔΠΔπΓ. Το Συμβούλιο εξακολούθησε υποστηρίζοντας ότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας, μόνον το ΔΠΔπΓ ήταν «σε θέση να σταθμίσει τα διακυβευόμενα συμφέροντα και να κρίνει αν η γνωστοποίηση εγγράφων θα προκαλούσε ανεπανόρθωτη βλάβη στον μεν ή στον δε από τους διαδίκους ή θα έθιγε τον δίκαιο χαρακτήρα της ένδικης διαδικασίας». Κατά το Συμβούλιο, προέκυψε «από τη διαβούλευση με το ΔΠΔπΓ […] ότι δεν [είχε] επιτραπεί η πρόσβαση του κοινού στην αλληλογραφία του [ΓΓΥΕ] με τον εισαγγελέα του ΔΠΔπΓ, βάσει των κανόνων διαφανείας των δραστηριοτήτων του ΔΠΔπΓ» και ότι, όσον αφορά την αλληλογραφία μεταξύ του πρώτου πρωτοβαθμίου τμήματος του ΔΠΔπΓ και του ΓΓΥΕ και τα υπομνήματα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των συνηγόρων υπερασπίσεως του A. Gotovina και του ΓΓΥΕ στο πλαίσιο της δίκης του A. Gotovina, «το ΔΠΔπΓ [έθεσε] στη διάθεση του κοινού, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες περί της διαφανείας των δραστηριοτήτων του, τα μη εμπιστευτικά έγγραφα της αλληλογραφίας αυτής μέσω της βάσεώς του στοιχείων δικογραφιών», αλλά ότι «ένα άλλο μέρος της αλληλογραφίας αυτής εξακολουθ[ούσε] να προστατεύεται από κάθε γνωστοποίηση».

82      Ως εκ τούτου το Συμβούλιο κατέληξε, στη σκέψη 12 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η γνωστοποίηση «εγγράφων της εκκρεμούς ενώπιον του ΔΠΔπΓ ένδικης διαδικασίας στα οποία δεν επιτρέπεται η πρόσβαση εμπίπτει στα εμπιστευτικά στοιχεία που αφορούν την οργάνωση της δίκης Gotovina και θίγει την προσήκουσα διεξαγωγή μιας ένδικης διαδικασίας […] η οποία εκκρεμεί ενώπιον του ΔΠΔπΓ, καθώς και την καλόπιστη συνεργασία με ένα διεθνές δικαστήριο συσταθέν από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών».

83      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, στην περίπτωση εγγράφων προερχομένων από τρίτον, το θεσμικό όργανο διαβουλεύεται με αυτόν προκειμένου να εκτιμηθεί αν μπορεί να εφαρμοσθεί η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1 ή 2, του ιδίου κανονισμού, εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο πρέπει ή δεν πρέπει να γνωστοποιηθεί. Εξ αυτού έπεται ότι τα θεσμικά όργανα δεν υποχρεούνται να διαβουλευθούν με τον οικείο τρίτο εάν σαφώς προκύπτει ότι το έγγραφο πρέπει ή δεν πρέπει να δημοσιοποιηθεί. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, τα όργανα οφείλουν να διαβουλευθούν με τον εν λόγω τρίτο. Συνεπώς, η διαβούλευση με τον ενδιαφερόμενο τρίτο συνιστά, κατά γενικό κανόνα, προϋπόθεση προκειμένου να κριθεί αν έχουν εφαρμογή οι εξαιρέσεις από τη δυνατότητα προσβάσεως τις οποίες προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1049/2001 στην περίπτωση εγγράφων προερχομένων από τρίτον (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Ιανουαρίου 2008, T‑380/04, Τερεζάκης κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 54).

84      Μολονότι το Συμβούλιο ούτε στην προσβαλλομένη απόφαση ούτε στα δικόγραφα που κατέθεσε ανέφερε ότι ακολούθησε τη διαδικασία του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, συμβουλευόμενο το ΔΠΔπΓ πριν αποφασίσει αν έπρεπε να επιτρέψει την πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα, διαπιστώνεται παρά ταύτα ότι περί αυτού πρόκειται, όπως προκύπτει εμμέσως από τα σημεία 11 και 12 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μολονότι ορισμένα από τα έγγραφα αυτά δεν προέρχονται από το ΔΠΔπΓ.

85      Δεύτερον, από τις αιτιολογίες που εκτίθενται στα σημεία 11 και 12 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 81 ανωτέρω) προκύπτει ότι ο κίνδυνος να θιγεί η προστασία των ενδίκων διαδικασιών, στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, απορρέει, εν προκειμένω, απλώς και μόνον από το γεγονός ότι δεν επιτρεπόταν η πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα σύμφωνα με τους κανόνες του ΔΠΔπΓ. Συγκεκριμένα, από τη διαβούλευση του ΔΠΔπΓ με το Συμβούλιο προκύπτει ότι «δεν επιτρέπεται η πρόσβαση του κοινού» στην αλληλογραφία μεταξύ του ΓΓΥΕ και του εισαγγελέα του ΔΠΔπΓ «σύμφωνα με τους κανόνες περί της διαφανείας των δραστηριοτήτων του ΔΠΔπΓ» και ότι μέρος της αλληλογραφίας μεταξύ του ΓΓΥΕ και του πρώτου πρωτοβαθμίου τμήματος του ΔΠΔπΓ εξακολουθεί να προστατεύεται από κάθε γνωστοποίηση κατ’ εφαρμογήν των ίδιων κανόνων. Κατά την προσβαλλομένη απόφαση, ακριβώς επειδή δεν επιτρέπεται η πρόσβαση τρίτων στα εν λόγω έγγραφα στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας ενώπιον του ΔΠΔπΓ, η γνωστοποίηση των εγγράφων αυτών εμπίπτει στα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να θίξουν την εξέλιξη μιας εκκρεμούς ένδικης διαδικασίας.

86      Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι, τόσο με τα δικόγραφά του όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο επέμεινε ιδιαιτέρως στο ότι είχε διαβουλευθεί με το ΔΠΔπΓ, προκειμένου να μάθει ποιο ήταν το καθεστώς των ζητηθέντων εγγράφων υπό το πρίσμα των εφαρμοστέων στο δικαστήριο αυτό κανόνων περί διαφανείας. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο τονίζει, στο υπόμνημα αντικρούσεως, το γεγονός ότι δεν επιτρεπόταν η πρόσβαση του κοινού σε 32 από τα 40 ζητηθέντα έγγραφα, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους στο ΔΠΔπΓ κανόνες περί διαφανείας, και εκτιμά ότι η προσβαλλομένη απόφαση ελήφθη σε πλήρη συμμόρφωση προς τους εν λόγω κανόνες.

87      Τρίτον, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η διαβούλευση με τρίτον ο οποίος δεν είναι κράτος μέλος, την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, δεν δεσμεύει το όργανο, αλλά πρέπει να του παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει αν μια εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή 2 του άρθρου αυτού έχει εφαρμογή (απόφαση Τερεζάκης κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 83, σκέψη 60).

88      Πρέπει να κριθεί ότι, εν προκειμένω, το Συμβούλιο, στηριζόμενο απλώς και μόνο στο γεγονός ότι δεν επιτρεπόταν η πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα βάσει των κανόνων διαφανείας του ΔΠΔπΓ, οι οποίοι, εξάλλου, δεν παρατίθενται με σαφήνεια στην προσβαλλομένη απόφαση, προκειμένου να κρίνει αν συνέτρεχε κίνδυνος να θιγεί η προστασία των ενδίκων διαδικασιών, έκρινε ότι δεσμευόταν απλώς και μόνον από την εξήγηση που παρέσχε το ΔΠΔπΓ. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο παραιτήθηκε από την εξουσία εκτιμήσεως κατ’ άσκηση της οποίας θα μπορούσε να διαπιστώσει αν έχουν εφαρμογή οι εξαιρέσεις από την πρόσβαση στα έγγραφα τις οποίες προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001, ειδικότερα δε το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού αυτού (απόφαση Τερεζάκης κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 83, σκέψη 64).

89      Το συμπέρασμα αυτό δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο διότι από την εξέταση που εγγράφων που ανταλλάχθηκαν μεταξύ του ΓΓΥΕ και του εισαγγελέα του ΔΠΔπΓ ή του πρώτου πρωτοβαθμίου τμήματος του ΔΠΔπΓ (βλ. σκέψεις 72 και 73 ανωτέρω) προκύπτει ότι, μολονότι όλα τα έγγραφα αυτά αφορούν πτυχές της οργανώσεως της δίκης των A. Gotovina, Ι. Čermak και Μ. Markač, δεν αποκαλύπτουν, αφ’ εαυτών, άλλα στοιχεία παρά μόνον την επισήμανση των αποδεικτικών στοιχείων που είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν ως ενοχοποιητικά ή απαλλακτικά στοιχεία από τον εισαγγελέα του ΔΠΔπΓ και να κοινοποιηθούν στην υπεράσπιση του A. Gotovina, χωρίς να γνωστοποιείται το περιεχόμενο των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων. Πράγματι, τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία περιέχονται στις εκθέσεις, που δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 (βλ. σκέψη 76 ανωτέρω).

90      Κατά συνέπεια, και χωρίς να είναι ανάγκη να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των λοιπών αιτιάσεων του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως ούτε επί του τρίτου σκέλους του ίδιου λόγου, πρέπει να κριθεί ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, παραιτούμενο της εξουσίας του εκτιμήσεως κατ’ άσκηση της οποίας θα μπορούσε να αποφασίσει αν ήταν δυνατό να μην παρασχεθεί πρόσβαση στα έγγραφα πλην των εκθέσεων, λόγω της υπάρξεως κινδύνου να θιγεί η προστασία των ενδίκων διαδικασιών.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, κατά τον οποίο δεν θίγεται η προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις δημόσιες σχέσεις, την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001

91      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά την προστασία του δημοσίου συμφέροντος ως προς τις διεθνείς σχέσεις είναι εσφαλμένη, υπό το πρίσμα της φύσεως και του περιεχομένου των εγγράφων των οποίων ζητεί την κοινοποίηση.

92      Κατ’ ουσίαν, ο προσφεύγων προσάπτει στο Συμβούλιο ότι του αντέταξε την εξαίρεση που σκοπεί στην προστασία των διεθνών σχέσεων, ενώ τα έγγραφα στα οποία ζητούσε να του παρασχεθεί η πρόσβαση δεν ενέπιπταν στην εξαίρεση αυτή, δεδομένου ότι πρόκειται περί των αποφάσεων του Συμβουλίου που αφορούν τη διαβίβαση εγγράφων στο ΔΠΔπΓ στο πλαίσιο της δίκης του A. Gotovina και περί του συνόλου της σχετικής αλληλογραφίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και του ΔΠΔπΓ.

93      Αφού ανέλυσε το ζήτημα αν η γνωστοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων ενείχε τον κίνδυνο να θιγεί η προστασία των ενδίκων διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών, το Συμβούλιο, στην προσβαλλομένη απόφαση, εξέτασε αν υφίστατο κίνδυνος να θιγεί η προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις, όπως αυτό προστατεύεται από τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Ως εκ τούτου έκρινε, στο σημείο 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η δημοσίευση εκθέσεων […], που έχουν επισυναφθεί στις επιστολές του [ΓΓΥΕ] προς τον εισαγγελέα του ΔΠΔπΓ, θέτει σε κίνδυνο τις διεθνείς σχέσεις της Έ[νωσης] και των κρατών μελών της με τις ενδιαφερόμενες χώρες των δυτικών Βαλκανίων, στο μέτρο που θα αποκαλύπτονταν με λεπτομέρεια οι παρατηρήσεις, εκτιμήσεις και αναλύσεις οι οποίες ανταλλάχθηκαν μεταξύ των διαφόρων μελών της [ECMM], εμπιστευτικώς, όσον αφορά την κατάσταση στην περιοχή, σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, καθώς [και] από πλευράς ασφαλείας». Το Συμβούλιο συνέχισε σημειώνοντας ότι «οι πληροφορίες αυτές πα[ρέμεναν] πάντοτε ευαίσθητες, όπως αποδεικν[υόταν] από το ενδιαφέρον που κιν[ούσαν] στο πλαίσιο των δικών ενώπιον του ΔΠΔπΓ» και ότι «η γνωστοποίηση των επιμάχων εγγράφων θα δημιουργούσε προηγούμενο που θα αντέβαινε στον σκοπό που συνίσταται στην εξακολούθηση της εφαρμογής της πολιτικής της Ένωσης έναντι των δυτικών Βαλκανίων». Στο σημείο 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως το Συμβούλιο κατέληξε στη διαπίστωση ότι «η εμπιστευτικότητα των εκθέσεων [αποτελούσε] κρίσιμο παράγοντα για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης, του διαλόγου και της συνεργασίας των χωρών της περιοχής».

94      Διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε το Συμβούλιο στο υπόμνημα αντικρούσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, μόνο στο σημείο 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως γίνεται μνεία της εξαιρέσεως που σκοπεί στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις και ότι αφορά μόνον τις εκθέσεις που επισυνάπτονται στις επιστολές που ανταλλάχθηκαν μεταξύ του ΓΓΥΕ και του εισαγγελέα του ΔΠΔπΓ ή του πρώτου πρωτοβαθμίου τμήματος του ΔΠΔπΓ.

95      Όσον αφορά τον κίνδυνο να θιγούν οι διεθνείς σχέσεις, λόγω του ότι η γνωστοποίηση εγγράφων πλην των εκθέσεων θα ήταν επιβλαβής για την καλόπιστη συνεργασία της Ένωσης με το ΔΠΔπΓ, συσταθέν από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, είναι βεβαίως αληθές ότι έγινε μνεία της καλόπιστης συνεργασίας στα σημεία 12 και 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ωστόσο, από την οικονομία της εν λόγω αποφάσεως δεν προκύπτει ότι η συνεργασία αυτή προβλήθηκε προς υποστήριξη της εφαρμογής της εξαιρέσεως που αφορά την προστασία των διεθνών σχέσεων. Συγκεκριμένα, μνεία της καλόπιστης συνεργασίας γίνεται στο σημείο 12 της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον κίνδυνο να θιγεί η προσήκουσα διεξαγωγή μιας ένδικης διαδικασίας τότε εκκρεμούς ενώπιον του ΔΠΔπΓ. Στο σημείο 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η υποχρέωση συνεργασίας με το ΔΠΔπΓ, την οποία παρουσιάζει ως προβλεπόμενη από τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, είναι δεσμευτική για το σύνολο των κρατών μελών της Ένωσης και ότι η διεθνής συνεργασία εντάσσεται στους σκοπούς της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, που παρατίθενται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Με τις σκέψεις αυτές, το Συμβούλιο απάντησε στην επιβεβαιωτική αίτηση του προσφεύγοντος, με την οποία αυτός αμφισβήτησε, με επιχειρήματα τα οποία κατ’ ουσίαν ταυτίζονται προς τα παρατιθέμενα στη σκέψη 50 ανωτέρω, τη δυνατότητα του Συμβουλίου να επικαλεσθεί την εξαίρεση που αντλείται από την προστασία των ενδίκων διαδικασιών στην περίπτωση δίκης που διεξάγεται ενώπιον του ΔΠΔπΓ. Σημειωτέον εξάλλου ότι το πρώτον με την προσβαλλομένη απόφαση επικαλέσθηκε το Συμβούλιο τον κίνδυνο να θιγεί η προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις.

96      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, μόνον οι εκθέσεις προστατεύονται, στην προσβαλλομένη απόφαση, από την εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Η διαπίστωση αυτή, ωστόσο, ουδόλως ασκεί επιρροή στο βάσιμο της εν λόγω αποφάσεως, καθόσον το Συμβούλιο αρνείται να επιτρέψει την πρόσβαση στις εκθέσεις. Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων, στο δικόγραφο της προσφυγής του, δεν ανέπτυξε κανένα λόγο ακυρώσεως ή επιχείρημα με το οποίο να υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο δεν απέδειξε ότι η γνωστοποίηση των εκθέσεων ενείχε τον κίνδυνο να θιγεί η προστασία των διεθνών σχέσεων ή ότι το Συμβούλιο δεν είχε προβεί σε συγκεκριμένη και κατ’ ιδίαν εξέταση των εκθέσεων.

97      Συνεπώς, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει εν πάση περιπτώσει να απορριφθεί.

98      Κατά συνέπεια, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέτρο που δεν επιτρέπει την πρόσβαση στα έγγραφα πλην των εκθέσεων. Η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά, χωρίς να είναι ανάγκη να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως ούτε να δεχθεί το μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας το οποίο ζήτησε ο προσφεύγων με την επιστολή της 6ης Δεκεμβρίου 2010.

99      Όσον αφορά το αίτημα αποκλεισμού των εκπροσώπων του Συμβουλίου από τη διαδικασία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 41, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, διαπιστώνεται ότι η συμπεριφορά που προσάπτεται στους εν λόγω εκπροσώπους, ότι δηλαδή δεν πληροφόρησαν το Γενικό Δικαστήριο για την ύπαρξη της αποφάσεως Le Procureur κατά Ante Gotovina, Ivan Čermak et Mladen Markač (σκέψη 18 ανωτέρω), δεν είναι δυνατό να συνιστά, εν προκειμένω, λόγο αποκλεισμού από τη διαδικασία.

 Επί των δικαστικών εξόδων

100    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εντούτοις, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

101    Δεδομένου ότι ο προσφεύγων και το Συμβούλιο ηττήθηκαν εν μέρει, πρέπει να υποχρεωθούν να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2009, με την οποία το Συμβούλιο αρνείται να παράσχει στον Ivan Jurašinović πρόσβαση στις αποφάσεις που αφορούν τη διαβίβαση στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία εγγράφων των οποίων ζητήθηκε η κοινοποίηση στο πλαίσιο της δίκης κατά του Ante Gotovina και στο σύνολο της σχετικής αλληλογραφίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του δικαστηρίου αυτού, περιλαμβανομένων των ενδεχομένων παραρτημάτων, μεταξύ των οποίων οι αρχικές αιτήσεις διαβιβάσεως εγγράφων που καταρτίσθηκαν τόσο από το δικαστήριο αυτό όσο και από τους συνηγόρους του A. Gotovina, στο μέτρο που με την απόφαση αυτή δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στην αλληλογραφία μεταξύ του Συμβουλίου και του εν λόγω δικαστηρίου, καθώς και στα έγγραφα πλην των εκθέσεων που καταρτίσθηκαν από την αποστολή επιτηρήσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τα οποία έχουν επισυναφθεί στην αλληλογραφία αυτή.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Έκαστος διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Forwood

Dehousse

Prek

Schwarcz

 

       Popescu

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 3 Οκτωβρίου 2012.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.