Language of document : ECLI:EU:T:2023:675

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 25ης Οκτωβρίου 2023 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Συμβάσεις που αφορούν την αμετάκλητη δέσμευση πληρωμής και την εγγύηση – Απόρριψη του αιτήματος περί επιστροφής των εγγυήσεων που συνδέονται με τις εισφορές που καταβάλλονται εκ των προτέρων υπό την μορφή αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής – Ίδρυμα του οποίου η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε – Άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/81 – Εξωσυμβατική ευθύνη – Αδικαιολόγητος πλουτισμός»

Στην υπόθεση T‑688/21,

BNP Paribas Public Sector SA, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τις A. Champsaur και A. Delors, δικηγόρους,

προσφεύγουσα‑ενάγουσα,

υποστηριζόμενη από τη:

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις A.-L. Desjonquères και E. Leclerc,

και τη

Fédération bancaire française, με έδρα το Παρίσι, εκπροσωπούμενη από τους A. Gosset-Grainville και M. Trabucchi, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), εκπροσωπούμενου από τους C. De Falco, C. Flynn και J. Kerlin, επικουρούμενους από τους H.-G. Kamann, F. Louis, P. Gey, É. Bruc και A. Vallery, δικηγόρους,

καθού‑εναγομένου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Kowalik-Bańczyk, πρόεδρο, G. Hesse (εισηγητή) και B. Ricziová, δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Απριλίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή‑αγωγή της, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, BNP Paribas Public Sector SA, ζητεί, κατ’ ουσίαν, πρώτον, βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και του άρθρου 340, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αφενός, τη διαπίστωση της παραβίασης από το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ) της υποχρέωσής του να επιστρέψει, σύμφωνα με τον όρο 12.5, τις αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής που έχουν αναληφθεί από την προσφεύγουσα‑ενάγουσα για τις περιόδους εισφοράς των ετών 2016 έως 2021 και, αφετέρου, την επιστροφή των ποσών που το ΕΣΕ παρακρατεί κατά παράβαση της εν λόγω συμβατικής του υποχρέωσης, καθώς και όλων των επιβαρύνσεων, τόκων υπερημερίας και παρεπόμενων συναφών εξόδων κάθε είδους, και, επικουρικώς, βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω της συμπεριφοράς του ΕΣΕ όσον αφορά τις αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής που έχουν αναληφθεί για τις περιόδους εισφοράς των ετών 2016 έως 2021, και, δεύτερον, βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, την αποκατάσταση της ζημίας που έχει υποστεί λόγω της άρνησης του ΕΣΕ να της επιστρέψει την εγγύηση που καλύπτει την αμετάκλητη δέσμευση πληρωμής την οποία είχε αναλάβει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα για την περίοδο εισφοράς του έτους 2015.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Κατόπιν της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, η οποία οδήγησε στην κρίση της ζώνης του ευρώ, θεσπίστηκε κανονιστικό πλαίσιο για την προστασία της σταθερότητας και της ασφάλειας της τραπεζικής δραστηριότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το νέο αυτό πλαίσιο χαρακτηρίζεται από μια ενιαία δέσμη κανόνων, που εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο στα πιστωτικά ιδρύματα όλων των οικείων κρατών μελών. Η τραπεζική ένωση στηρίζεται σε τρεις πυλώνες, και συγκεκριμένα σε ενιαίο εποπτικό μηχανισμό (ΕΕΜ), σε ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης (ΕΜΕ) και σε ευρωπαϊκό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων.

3        Ο ΕΜΕ, όπως θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός [ΕΜΕ] και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1), προβλέπει τη σύσταση ενιαίου ταμείου εξυγίανσης (ΕΤΕ), στο οποίο τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να καταβάλλουν εισφορές. Το εν λόγω ταμείο χρησιμοποιείται μόνο στον βαθμό που είναι αναγκαίο για να εξασφαλιστεί η ουσιαστική εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης (άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014).

4        Σύμφωνα με το άρθρο 70 του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ υπολογίζει, κάθε έτος, την ατομική εισφορά κάθε ιδρύματος, η οποία ονομάζεται επίσης «εισφορά εκ των προτέρων».

5        H ετήσια είσπραξη των καταβαλλόμενων από τα πιστωτικά ιδρύματα εισφορών καθιερώθηκε προκειμένου να διασφαλιστεί ότι, μετά το πέρας μιας αρχικής περιόδου οκτώ ετών αρχόμενης από 1ης Ιανουαρίου 2016, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα του ΕΤΕ θα ανέλθουν τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας εντός όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών (στο εξής: επίπεδο‑στόχος).

6        Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/81 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2014, περί ενιαίων όρων εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 όσον αφορά τις εκ των προτέρων εισφορές στο ΕΤΕ (ΕΕ 2015, L 15, σ. 1), στη διάρκεια της αρχικής περιόδου, υπό κανονικές συνθήκες, το ΕΣΕ επιτρέπει τη χρήση αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής, εφόσον ζητηθεί από ίδρυμα. Το ΕΣΕ κατανέμει ισομερώς τη χρήση των αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής στα ιδρύματα που τη ζητούν. Οι διατεθείσες αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής ανέρχονται τουλάχιστον στο 15 % των συνολικών υποχρεώσεων πληρωμής του ιδρύματος. Κατά τον υπολογισμό των ετήσιων εισφορών κάθε ιδρύματος, το ΕΣΕ μεριμνά ώστε το σύνολο των εν λόγω αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής να μην υπερβαίνει σε κανένα έτος το 30 % του συνολικού ποσού των ετήσιων εισφορών που εισπράττονται σύμφωνα με το άρθρο 70 του κανονισμού 806/2014.

7        Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ήταν αδειοδοτημένο γαλλικό πιστωτικό ίδρυμα έως τις 24 Μαρτίου 2021, οπότε ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

8        Πριν από την εφαρμογή του ΕΜΕ, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα παρείχε, για το έτος 2015, μέρος της εκ των προτέρων εισφοράς της υπό την μορφή αμετάκλητης δέσμευσης πληρωμής. Για τον σκοπό αυτό, είχε συνάψει αμετάκλητη δέσμευση πληρωμής με το ΕΣΕ, την Autorité de contrôle prudentiel et de résolution (αρχή προληπτικής εποπτείας και εξυγιάνσεως, ACPR) και το Fonds de garantie des dépôts et de résolution (ταμείο εγγύησης καταθέσεων και εξυγίανσης, FGDR) (στο εξής: ΑΔΠ 2015).

9        Για τις περιόδους εισφοράς των ετών 2016 έως 2021, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα παρείχε μέρος τουλάχιστον των εκ των προτέρων εισφορών της υπό τη μορφή αμετάκλητης δέσμευσης πληρωμής. Για τον σκοπό αυτό, είχε συνάψει με το ΕΣΕ, για κάθε μία από τις περιόδους αυτές, αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής (στο εξής: ΑΔΠ 2016-2021).

10      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 1ης Απριλίου 2021, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ενημέρωσε το ΕΣΕ ότι, κατόπιν αιτήματός της, η ΕΚΤ είχε ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της. Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ζήτησε από το ΕΣΕ πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί προκειμένου να της καταβληθούν οι εγγυήσεις που συνδέονται με τις αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής που είχε συνάψει.

11      Με έγγραφο της 14ης Απριλίου 2021, το ΕΣΕ παρείχε στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα διευκρινίσεις σχετικά με τις διατυπώσεις που έπρεπε να ακολουθηθούν προκειμένου να της επιστραφούν οι εγγυήσεις που καλύπτουν τις αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής που είχε συνάψει.

12      Στις 29 Ιουλίου 2021, σε συνέχεια εκτεταμένης ανταλλαγής αλληλογραφίας, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα κοινοποίησε στο ΕΣΕ την καταγγελία της ΑΔΠ 2015 και των ΑΔΠ 2016-2021.

13      Κατόπιν νέας ανταλλαγής αλληλογραφίας, το ΕΣΕ, με έγγραφο της 13ης Αυγούστου 2021 (στο εξής: έγγραφο της 13ης Αυγούστου 2021), διευκρίνισε στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα ότι θα της επέστρεφε τις εγγυήσεις που καλύπτουν την ΑΔΠ 2015 και τις ΑΔΠ 2016-2021 μετά την είσπραξη των μετρητών που αντιστοιχούν στο ποσό που δεσμεύθηκε βάσει των εν λόγω ΑΔΠ.

14      Στο έγγραφο αυτό, το ΕΣΕ υπενθύμισε ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα είχε συνάψει με αυτό πλείονες αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής. Για κάθε μία από τις δεσμεύσεις αυτές, το ΕΣΕ καθόρισε το δεσμευθέν ποσό. Κατόπιν της απαριθμήσεως των ποσών αυτών, διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, ότι, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014, σύμφωνα με το οποίο οι δεόντως εισπραχθείσες εισφορές δεν επιστρέφονται στις οντότητες, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, σύμφωνα με το οποίο η χρήση αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής ουδόλως επηρεάζει τη χρηματοδοτική ικανότητα και ρευστότητα του ΕΤΕ, η ακύρωση των ΑΔΠ 2016‑2021 και η συνακόλουθη επιστροφή των εγγυήσεων που καλύπτουν αυτές τις δεσμεύσεις μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μόνο μετά την καταβολή σε μετρητά ποσού ίσου με το ποσό της σχετικής αμετάκλητης δέσμευσης πληρωμής. Το ΕΣΕ κάλεσε την προσφεύγουσα‑ενάγουσα να του μεταφέρει ορισμένο χρηματικό ποσό και να το ενημερώσει με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Μετά την είσπραξη του εν λόγω ποσού, θα της επέστρεφε τις εγγυήσεις, αφαιρουμένου του ποσού των γεγενημένων αρνητικών τόκων, μετά την παρέλευση δεκατεσσάρων τραπεζικών ημερών από την ημέρα παραλαβής της κοινοποίησης καταγγελίας.

15      Στις 25 Οκτωβρίου 2021, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ενημέρωσε, κατ’ ουσίαν, το ΕΣΕ ότι, κατά το μέτρο που, όπως η ίδια ερμηνεύει το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο, δεν απαιτείται να του μεταφέρει τα μετρητά που αντιστοιχούν στο συνολικό άθροισμα των δεσμευθέντων με την ΑΔΠ 2015 και τις ΑΔΠ 2016-2021 ποσών, προκειμένου να της επιστραφούν οι εγγυήσεις, αυτή δεν επρόκειτο να προχωρήσει στην μεταφορά των ως άνω ποσών.

 Αιτήματα των διαδίκων

16      Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει, βάσει των άρθρων 256 και 263 ΣΛΕΕ, το έγγραφο της 13ης Αυγούστου 2021·

–        να δεχθεί το αίτημά της που υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και του άρθρου 340, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, διαπιστώνοντας ότι η θέση που διατυπώθηκε στο έγγραφο της 13ης Αυγούστου 2021 αντίκειται στους όρους των ΑΔΠ 2016-2021 και διατάσσοντας το ΕΣΕ να της επιστρέψει τα ποσά που αντιστοιχούν στις εγγυήσεις σε μετρητά που συνδέονται με αυτές τις δεσμεύσεις που παρακράτησε κατά παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, καθώς και όλες τις επιβαρύνσεις, τόκους υπερημερίας και παρεπόμενα συναφή έξοδα κάθε είδους·

–        να δεχθεί το αίτημά της που υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, διαπιστώνοντας ότι η άρνηση του ΕΣΕ να της επιστρέψει τα ποσά που αντιστοιχούν στις εγγυήσεις σε μετρητά που συνδέονται με την ΑΔΠ 2015 συνιστά αδικαιολόγητο πλουτισμό και διατάσσοντας το ΕΣΕ να της επιστρέψει τα ποσά αυτά ως αποζημίωση, καθώς και όλες τις επιβαρύνσεις, τόκους υπερημερίας και παρεπόμενα συναφή έξοδα κάθε είδους·

–        επικουρικώς, να δεχθεί το αίτημά της που υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, διαπιστώνοντας ότι η άρνηση του ΕΣΕ να της επιστρέψει τα ποσά που αντιστοιχούν στις εγγυήσεις σε μετρητά που συνδέονται με τις ΑΔΠ 2016-2021 συνιστά αδικαιολόγητο πλουτισμό και διατάσσοντας το ΕΣΕ να της επιστρέψει τα ποσά αυτά ως αποζημίωση, καθώς και όλες τις επιβαρύνσεις, τόκους υπερημερίας και παρεπόμενα συναφή έξοδα κάθε είδους·

–        να καταδικάσει το ΕΣΕ στα δικαστικά έξοδα.

17      Το ΕΣΕ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως ως απαράδεκτη·

–        να απορρίψει τα αιτήματα που στηρίζονται στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ ως αβάσιμα·

–        να απορρίψει τα αιτήματα που στηρίζονται στο άρθρο 340 ΣΛΕΕ ως απαράδεκτα και, επικουρικώς, ως αβάσιμα·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα‑ενάγουσα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε, ιδίως αυτών που αφορούν την αρχικώς ασκηθείσα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή ακυρώσεως, από την οποία η προσφεύγουσα-ενάγουσα παραιτήθηκε.

18      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να κάνει δεκτή την προσφυγή-αγωγή της προσφεύγουσας‑ενάγουσας.

19      Η Fédération bancaire française (γαλλική ένωση τραπεζών, FBF) ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναγνωρίσει ότι το ΕΣΕ, αρνούμενο να επιστρέψει τα ποσά που αντιστοιχούν στις εγγυήσεις σε μετρητά που συνδέονται με τις ΑΔΠ 2016‑2021, παραβίασε την υποχρέωση επιστροφής που υπέχει κατ’ εφαρμογήν των εν λόγω δεσμεύσεων·

–        να διατάξει το ΕΣΕ να επιστρέψει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα τα ποσά που αντιστοιχούν στις εγγυήσεις σε μετρητά που έχει παρακρατήσει κατά παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων.

 Σκεπτικό

20      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ζήτησε την ακύρωση, βάσει του άρθρου 256 ΣΛΕΕ και του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, του εγγράφου της 13ης Αυγούστου 2021, αίτημα από το οποίο παραιτήθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης.

21      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστούν τα λοιπά αιτήματα της προσφεύγουσας‑ενάγουσας.

 Επί των αιτημάτων που στηρίζονται στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 340, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

22      Το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάσει το αίτημα της προσφεύγουσας‑ενάγουσας που ερείδεται στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ, δυνάμει των ρητρών διαιτησίας που περιλαμβάνονται στον όρο 13.2 εκάστης των ΑΔΠ 2016‑2021, οι οποίες ρήτρες απονέμουν δικαιοδοσία στο Γενικό Δικαστήριο να αποφαίνεται επί οποιασδήποτε διαφοράς σχετικά με τη νομιμότητα, το κύρος, την ερμηνεία ή την εκτέλεση των συμφωνιών αυτών.

23      Προς στήριξη του ερειδόμενου στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 340, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αιτήματος, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία και την FBF, υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ παραβίασε την υποχρέωση επιστροφής που υπέχει κατ’ εφαρμογήν του όρου 12.5 των ΑΔΠ 2016-2021.

24      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, ο κανονισμός 806/2014 και ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/81 έχουν γενική ισχύ, είναι δεσμευτικοί ως προς όλα τα μέρη τους και ισχύουν άμεσα στα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα και το ΕΣΕ δεν είναι ελεύθεροι να συνάπτουν συμφωνίες που αντιβαίνουν στις διατάξεις των δύο αυτών κανονισμών, όπως ερμηνεύονται από τον δικαστή της Ένωσης.

25      Ο όρος 12.5 των ΑΔΠ 2016-2021, τον οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, ορίζει ότι «η παρούσα συμφωνία δεν θίγει την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81». Συνεπώς, ο όρος αυτός επιβεβαιώνει ότι οι ΑΔΠ 2016-2021 δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αντιβαίνουν στο άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81.

26      Επικαλούμενη παραβίαση του όρου 12.5 των ΑΔΠ 2016-2021, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η περίπτωσή της, δηλαδή η περίπτωση του ιδρύματος το οποίο έπαυσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014, εμπίπτει στο άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81. Σύμφωνα με την ερμηνεία που υποστηρίζει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, η εν λόγω κανονιστική διάταξη είναι σαφής και δεν θέτει προϋποθέσεις για την επιστροφή εγγυήσεων σε μετρητά που καλύπτουν τις αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής. Η θέση που διατυπώθηκε στο έγγραφο της 13ης Αυγούστου 2021, σύμφωνα με την οποία το ΕΣΕ θα μπορούσε να επιστρέψει τις εγγυήσεις σε μετρητά που καλύπτουν τις ΑΔΠ 2016-2021 μόνο μετά την καταβολή των ποσών που αντιστοιχούν στις εισφορές για τις οποίες τα εργαλεία αυτά χρησιμοποιήθηκαν, είναι, συνεπώς, κατά την άποψή της, αντίθετη με το άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81.

27      Το ΕΣΕ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας‑ενάγουσας και υποστηρίζει, όπως προκύπτει από τη σκέψη 14 ανωτέρω, ερμηνεία διαφορετική από εκείνη που προτείνει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα.

28      Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι από το άρθρο 70, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 συνάγεται ότι, για κάθε έτος εισφοράς, τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε συμμετέχον κράτος μέλος, όπως η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, υποχρεούνται να καταβάλουν τακτική εισφορά στο ΕΤΕ.

29      Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, η ετήσια είσπραξη των εκ των προτέρων εισφορών των πιστωτικών ιδρυμάτων έχει θεσπιστεί προκειμένου να διασφαλιστεί ότι, στο τέλος της αρχικής περιόδου, τα χρηματοδοτικά μέσα που διαθέτει το ΕΤΕ επιτυγχάνουν το επίπεδο-στόχο.

30      Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού αυτού, ο νομοθέτης της Ένωσης διευκρίνισε, στο άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014, ότι οι «δεόντως εισπραχθείσες» εκ των προτέρων εισφορές δεν επιστρέφονται. Με τη διατύπωση αυτή, ο νομοθέτης της Ένωσης έθεσε κανόνα χωρίς εξαιρέσεις. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν γίνεται στη διάταξη καμία αναφορά για δυνατότητα a posteriori προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών (πρβλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2022, ABLV Bank κατά ΕΣΕ, C‑202/21 P, EU:C:2022:734, σκέψη 56). Εκ τούτων παρέπεται ότι η μεταβολή του καθεστώτος ενός ιδρύματος κατά τη διάρκεια της περιόδου εισφοράς δεν επηρεάζει το ποσό της οφειλόμενης εισφοράς για το εν λόγω έτος. Ο κανόνας αυτός επαναλαμβάνεται, εξάλλου, στο άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης (ΕΕ 2015, L 11, σ. 44), το οποίο ισχύει επίσης για το ΕΣΕ, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 7 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

31      Συναφώς, ο δικαστής της Ένωσης έχει κρίνει, ειδικότερα, ότι η παύση της άσκησης των δραστηριοτήτων πιστωτικού ιδρύματος κατά τη διάρκεια της περιόδου εισφοράς, συνεπεία της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του ιδρύματος αυτού, δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την υποχρέωσή του να καταβάλει το σύνολο της εκ των προτέρων εισφοράς την οποία οφείλει για την εν λόγω περίοδο εισφοράς (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ, T‑758/18, ΕU:T:2021:28, σκέψη 85).

32      Δεύτερον, όπως σημειώνει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, προκειμένου να εκπληρώσουν την υποχρέωση εισφοράς στο ΕΤΕ, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 3, του κανονισμού 806/2014, τη δυνατότητα είτε να καταβάλουν άμεσα την εισφορά τους είτε να αναλάβουν αμετάκλητη δέσμευση πληρωμής.

33      Τρίτον, το άρθρο 7 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 προβλέπει ορισμένους κανόνες που εφαρμόζονται στις αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής, οι οποίες έχουν την ιδιαιτερότητα ότι είναι συμβάσεις αόριστης διάρκειας, που παρέχουν στα ιδρύματα τη δυνατότητα να αναβάλουν την καταβολή της εισφοράς τους. Η ιδιαιτερότητα αυτή οδήγησε τον νομοθέτη της Ένωσης να θεσπίσει ειδικό καθεστώς για τις εν λόγω δεσμεύσεις.

34      Το άρθρο 7 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 έχει ως εξής:

«1.      Η χρήση δεσμεύσεων πληρωμής που προβλέπει το άρθρο 70 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 ουδόλως επηρεάζει τη χρηματοδοτική ικανότητα και ρευστότητα του Ταμείου.

2.      Όταν δράση εξυγίανσης απαιτεί την παρέμβαση του Ταμείου σύμφωνα με το άρθρο 76 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014, το Συμβούλιο Εξυγίανσης αξιώνει την εκτέλεση μέρους ή του συνόλου των αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής που διενεργούνται σύμφωνα με το κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014, για να αποκαταστήσει το μερίδιο των αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής στα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα του Ταμείου όπως έχει οριστεί από το Συμβούλιο Εξυγίανσης, τηρουμένου του ανώτατου ορίου που προβλέπεται στο άρθρο 70 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014.

Μόλις το Ταμείο λάβει κανονικά την εισφορά που συνδέεται με τις εκτελεστέες αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμών, οι εξασφαλίσεις που καλύπτουν τις δεσμεύσεις αυτές επιστρέφονται. Εάν το Ταμείο δεν λάβει κανονικά το απαιτούμενο ποσό μετρητών, σε πρώτη ζήτηση το Συμβούλιο Εξυγίανσης κατάσχει τις εξασφαλίσεις που καλύπτουν την αμετάκλητη δέσμευση πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 70 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014.

3.      Οι αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής ιδρύματος που δεν εμπίπτει πλέον στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 ακυρώνονται και οι εξασφαλίσεις που καλύπτουν τις εν λόγω δεσμεύσεις επιστρέφονται».

35      Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία και την FBF, προβάλλει ότι, σε περίπτωση ακύρωσης της αμετάκλητης δέσμευσης πληρωμής και επιστροφής της εγγύησης που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, δεν είναι υποχρεωτική η καταβολή του μεριδίου της εκ των προτέρων εισφοράς για το οποίο έχει συναφθεί αμετάκλητη δέσμευση πληρωμής, εφόσον το συνεισφέρον ίδρυμα έπαυσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014, και το ΕΣΕ δεν κάνει χρήση της δέσμευσης αυτής στο πλαίσιο μέτρου εξυγίανσης. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα διευκρίνισε ότι δεν ζητούσε την επιστροφή των εισφορών της σε μετρητά. Ισχυρίζεται ότι είχε καταβάλει έως και το 85 % της εισφοράς της. Ζητούσε μόνο την επιστροφή των ποσών που είχε καταβάλει κάθε έτος ως εγγύηση για τις αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής τις οποίες είχε αναλάβει. Γι’ αυτόν τον λόγο το αίτημά της δεν αντιβαίνει προς τη νομολογία που διατυπώθηκε με τις αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ (T‑758/18, EU:T:2021:28), και της 29ης Σεπτεμβρίου 2022, ABLV Bank κατά ΕΣΕ (C‑202/21 Ρ, EU:C:2022:734).

36      Συναφώς, επισημαίνεται ότι «αμετάκλητο» σημαίνει, κατά την κοινώς αποδεκτή σημασία της λέξης, μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση. Συνεπώς, μια αμετάκλητη δέσμευση πληρωμής συνεπάγεται μη δυνάμενη να αμφισβητηθεί υποχρέωση καταβολής του ποσού για το οποίο έχει συναφθεί η δέσμευση αυτή.

37      Επιπλέον, είναι αληθές ότι, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, το άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 δεν ορίζει ρητώς ότι τα ιδρύματα πρέπει πρώτα να καταβάλουν την εισφορά τους, προκειμένου να τους επιστραφεί η εγγύησή τους. Εντούτοις, όπως υπενθυμίζεται στις σκέψεις 28 και 29 ανωτέρω, τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε συμμετέχον κράτος μέλος υποχρεούνται να καταβάλουν, κατά την αρχική περίοδο, ετήσια εισφορά στο ΕΤΕ, προκειμένου αυτό να επιτύχει το επίπεδο‑στόχο στο τέλος της περιόδου αυτής.

38      Επομένως, αν η εγγύηση που καλύπτει αμετάκλητη δέσμευση πληρωμής επιστρεφόταν χωρίς προηγούμενη είσπραξη της εισφοράς για την οποία συνήφθη η δέσμευση, όχι μόνο δεν θα εκπλήρωνε το ίδρυμα την υποχρέωση καταβολής του συνόλου της οφειλόμενης εισφοράς για την περίοδο κατά την οποία υπαγόταν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014, αλλά η εκ των προτέρων εισφορά υπό μορφή αμετάκλητης δέσμευσης πληρωμής δεν θα ικανοποιούσε τον σκοπό της παροχής στο ΕΤΕ χρηματοδοτικών πόρων αντίστοιχων προς το επίπεδο που προβλέπει ο νομοθέτης της Ένωσης.

39      Όπως διευκρινίστηκε με την παρατιθέμενη στη σκέψη 31 ανωτέρω νομολογία, το γεγονός ότι μια οντότητα παύει να ασκεί τις δραστηριότητές της ως πιστωτικό ίδρυμα κατά τη διάρκεια της περιόδου εισφοράς, λόγω της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της, δεν επηρεάζει την υποχρέωσή της να καταβάλει το σύνολο της εκ των προτέρων εισφοράς που οφείλει για την οικεία περίοδο εισφοράς.

40      Προκειμένου να εκτιμηθεί η έκταση της υποχρέωσης πλήρους καταβολής της εισφοράς αυτής, δεν είναι αναγκαίο, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, η εκτίμηση αυτή να περιοριστεί μόνο στο μέρος της άμεσης καταβολής, χωρίς να ληφθεί υπόψη το μέρος που παρέχεται μέσω αμετάκλητης δέσμευσης πληρωμής.

41      Πράγματι, το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 προβλέπει ρητώς ότι η χρήση αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής ουδόλως επηρεάζει τη χρηματοδοτική ικανότητα και ρευστότητα του ΕΤΕ. Επομένως, η ακύρωση αμετάκλητης δέσμευσης πληρωμής, λόγω του ότι το ίδρυμα έπαυσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014, και η επιστροφή της αντίστοιχης εγγύησης, που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, δεν μπορούν να αποβαίνουν εις βάρος του ΕΤΕ (προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση ABLV Bank κατά ΕΣΕ, C‑202/21 P, EU:C:2022:327, σημείο 87). Σε αντίθετη περίπτωση, το άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 θα παραγνώριζε τον σκοπό που επιδιώκεται με την ετήσια είσπραξη των εκ των προτέρων εισφορών, όπως αυτός προκύπτει από τα άρθρα 69 και 70 του κανονισμού 806/2014.

42      Επομένως, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τη Γαλλική Δημοκρατία, το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 εφαρμόζεται όσον αφορά τις αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμών από ίδρυμα το οποίο έπαυσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 και, κατά συνέπεια, το άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της εν λόγω διατάξεως.

43      Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη με τον επιδιωκόμενο από το άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 σκοπό. Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 33 ανωτέρω και όπως προκύπτει από τον όρο 11.2 των ΑΔΠ 2016‑2021, οι αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμών συνάπτονται για αόριστη διάρκεια. Ωστόσο, δεν είναι επιθυμητό να συνεχίζεται η εκτέλεση των συμβάσεων αυτών, όταν, όπως στην περίπτωση της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, μια οντότητα παύει τις δραστηριότητές της ως πιστωτικό ίδρυμα και, ως εκ τούτου, εξέρχεται του κύκλου των οντοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 και υπέχουν υποχρέωση καταβολής της εισφοράς. Ως εκ τούτου, όπως ορθώς υποστηρίζει το ΕΣΕ, η ακύρωση της αμετάκλητης δέσμευσης πληρωμής που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 έχει ως σκοπό τη λήξη της δέσμευσης αυτής, η οποία παύει να υφίσταται άπαξ και το συνεισφέρον ίδρυμα παύσει να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014.

44      Ως εκ τούτου, το άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 δεν αποσκοπεί στην απαλλαγή των ιδρυμάτων που παύουν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού από την υποχρέωση καταβολής του συνόλου της οφειλόμενης εισφοράς, όπως υποστηρίζουν η προσφεύγουσα‑ενάγουσα και οι παρεμβαίνουσες, αλλά στο να διασφαλίσει ότι οι χρηματοδοτικοί πόροι του ΕΤΕ θα τεθούν στη διάθεση του ΕΣΕ το συντομότερο δυνατόν σε περίπτωση εξυγίανσης, αποσκοπεί δηλαδή στη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής ικανότητας και ρευστότητας του ΕΤΕ.

45      Εξάλλου, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η αποχώρηση ενός ιδρύματος από το σύστημα θα μείωνε το συνολικό ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων και, κατά συνέπεια, το επίπεδο-στόχο, το εν λόγω ίδρυμα δεν θα απαλλασσόταν ούτε στην περίπτωση αυτή από την καταβολή ολόκληρης της εκ των προτέρων εισφοράς που οφείλει για την περίοδο εισφοράς.

46      Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι την 1η Ιανουαρίου των ετών 2016 έως 2021, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υπαγόταν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 και, ως εκ τούτου, υπείχε υποχρέωση καταβολής εισφοράς στο ΕΤΕ.

47      Για καθένα από τα έτη αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ υπολόγισε την ατομική εισφορά της προσφεύγουσας‑ενάγουσας με βάση, μεταξύ άλλων, την πρόβλεψή του, κατά το επίμαχο έτος, σχετικά με το επίπεδο-στόχο που έπρεπε να επιτευχθεί στο τέλος της αρχικής περιόδου. Επομένως, το γεγονός ότι το επίπεδο-στόχος μπορεί να μεταβληθεί αφού η προσφεύγουσα-ενάγουσα παύσει να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 δεν μπορεί να επηρεάσει τον υπολογισμό και, ως εκ τούτου, το ύψος των εισφορών που οφείλονται για την περίοδο πριν από την έξοδό της από το σύστημα. Επομένως, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν η Γαλλική Δημοκρατία και η FBF, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι το επίπεδο-στόχος μπορεί να επηρεαστεί άπαξ και η προσφεύγουσα‑ενάγουσα παύσει να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014, δεν θα δικαιολογούταν η τροποποίηση του ύψους των εισφορών που αυτή όφειλε για τα έτη 2016 έως 2021. Επίσης, δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η επιστροφή των εγγυήσεων που καλύπτουν τις ΑΔΠ 2016-2021 χωρίς προηγούμενη καταβολή των εισφορών για τις οποίες αναλήφθηκαν οι εν λόγω δεσμεύσεις.

48      Επιπλέον, έχει ήδη κριθεί ότι ένα ίδρυμα το οποίο παύει να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 δεν έχει δικαίωμα επανυπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς του στο μέτρο που, αν το ΕΣΕ έπρεπε να λάβει υπόψη την εξέλιξη της νομικής και οικονομικής κατάστασης των πιστωτικών ιδρυμάτων κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου εισφοράς, θα ήταν δύσκολο για το ΕΣΕ να υπολογίσει κατά τρόπο αξιόπιστο και σταθερό τις οφειλόμενες από έκαστο εξ αυτών εισφορές και να υλοποιήσει τον σκοπό που συνίσταται στην επίτευξη, κατά το πέρας της αρχικής περιόδου, ποσοστού τουλάχιστον 1 % επί του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος κράτους μέλους (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ, T‑758/18, EU:T:2021:28, σκέψεις 75 και 76).

49      Για τον ίδιο λόγο, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα και οι παρεμβαίνουσες δεν μπορούν βασίμως να υποστηρίξουν ότι το ΕΣΕ οφείλει να επιστρέψει στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα τις εγγυήσεις που κάλυπταν τις ΑΔΠ 2016-2021, χωρίς να έχει προηγουμένως εισπράξει τις εισφορές για τις οποίες συνήφθησαν οι εν λόγω δεσμεύσεις, και να προσαρμόσει τις μελλοντικές επιμέρους εισφορές των άλλων ιδρυμάτων, προκειμένου να διασφαλίσει την επίτευξη του επιπέδου-στόχου.

50      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η ακύρωση της αμετάκλητης δέσμευσης πληρωμής και η επιστροφή της εγγύησης που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 δεν σημαίνει ότι παύει η υποχρέωση καταβολής του μέρους της εκ των προτέρων εισφοράς για το οποίο έχει συναφθεί αμετάκλητη δέσμευση πληρωμής άπαξ και το συνεισφέρον ίδρυμα έπαυσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 (προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση ABLV Bank κατά ΕΣΕ, C‑202/21 P, EU:C:2022:327, σημείο 87). Το εν λόγω ίδρυμα εξακολουθεί να υποχρεούται να καταβάλει στο ακέραιο την ατομική εισφορά που υπολογίζεται κατά τα προβλεπόμενα από το ΕΣΕ για την οικεία περίοδο και δεν επιτρέπεται να καταβάλει μέρος μόνον αυτής.

51      Κατά συνέπεια, η θέση που διατύπωσε το ΕΣΕ στο έγγραφο της 13ης Αυγούστου 2021, ότι μπορεί να επιστρέψει τις εγγυήσεις σε μετρητά που καλύπτουν τις ΑΔΠ 2016-2021 μόνο μετά την καταβολή ποσού που αντιστοιχεί στο ποσό της εισφοράς για την οποία χρησιμοποιήθηκαν τα εν λόγω μέσα δεν αντιβαίνει ούτε στο άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 ούτε στον όρο 12.5 του ΑΔΠ 2016-2021 που παραπέμπει στη διάταξη αυτή.

52      Τα διάφορα επιχειρήματα που προβάλλουν η προσφεύγουσα‑ενάγουσα και οι παρεμβαίνουσες υπέρ μιας διαφορετικής ερμηνείας δεν είναι πειστικά.

53      Πρώτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα κατά τα οποία το ΕΣΕ ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014, καθόσον συγχέει τις εισφορές σε μετρητά και τις εγγυήσεις σε μετρητά που καλύπτουν τις ΑΔΠ 2016-2021, επισημαίνεται ότι, μολονότι είναι αληθές ότι στο έγγραφο της 13ης Αυγούστου 2021 το ΕΣΕ παρέπεμψε στο άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014, δεν προκύπτει από το έγγραφο ότι εφάρμοσε τη διάταξη αυτή στις εγγυήσεις σε μετρητά που κάλυπταν τις ΑΔΠ 2016-2021. Με το εν λόγω έγγραφο, το ΕΣΕ περιορίστηκε να απαιτήσει από την προσφεύγουσα‑ενάγουσα να καταβάλει χρηματικό ποσό ίσο με εκείνο των ΑΔΠ 2016-2021, σύμφωνα με την υποχρέωσή της να καταβάλει στο ακέραιο τις εισφορές που όφειλε για την περίοδο κατά την οποία υπαγόταν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 (βλ. σκέψεις 28 έως 31 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, το ΕΣΕ δεν υπέπεσε στο ερμηνευτικό σφάλμα που του προσάπτεται.

54      Δεύτερον, όσον αφορά τα επιχειρήματα σχετικά με τη μη εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 στην περίπτωση της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, αρκεί η διαπίστωση, υπό το πρίσμα του εγγράφου της 13ης Αυγούστου 2021, ότι το ΕΣΕ δεν εφάρμοσε την εν λόγω διάταξη. Επομένως, τα επιχειρήματα αυτά είναι αλυσιτελή.

55      Τρίτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα που αντλούνται από την αρχή της ίσης μεταχείρισης, σύμφωνα με τα οποία τα ιδρύματα που επέλεξαν να καταβάλουν αμέσως τις εισφορές τους σε μετρητά βρίσκονται σε διαφορετική νομική κατάσταση από εκείνα που προτίμησαν να συνάψουν αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι στην απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ (T‑758/18, EU:T:2021:28, σκέψη 111), το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε αναγκαία την υπαγωγή των αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής σε «ειδικό καθεστώς» δεν καθιστά αφ’ εαυτού δυνατή τη διαφοροποίηση των ιδρυμάτων μεταξύ αυτών που επέλεξαν να καταβάλουν αμέσως τις εισφορές τους και εκείνων που έχουν συνάψει αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υπαγόταν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 την 1η Ιανουαρίου καθενός από τα έτη 2016 έως 2021 και υπείχε την υποχρέωση καταβολής εισφοράς στο ΕΤΕ. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν κατέβαλε αμέσως το σύνολο της εισφοράς της για τα επίμαχα έτη ουδόλως μετέβαλε την κατάστασή της όσον αφορά τις υποχρεώσεις πληρωμής που απορρέουν από τον κανονισμό 806/2014. Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα βρισκόταν σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία, την 1η Ιανουαρίου καθενός από τα έτη αυτά, υπάγονταν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014. Το περί του αντιθέτου επιχείρημά της δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποχρεούται, όπως και τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα, να καταβάλει το σύνολο των ατομικών εισφορών που οφείλονται για την περίοδο εισφορών 2016-2021.

56      Επιπλέον, όσον αφορά την εικαζόμενη διαφορετική νομική κατάσταση των ιδρυμάτων που εξακολουθούν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 και εκείνων που παύουν να εμπίπτουν σε αυτό, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η καταβολή εισφοράς από πιστωτικό ίδρυμα δεν του παρέχει κανένα δικαίωμα χρήσης του ΕΤΕ. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, η εξυγίανση πραγματοποιείται αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος. Ως εκ τούτου, το ΕΤΕ συμβάλλει στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Τραπεζικής Ένωσης αυτής καθεαυτήν. Δεν προορίζεται να αποτελέσει ταμείο διάσωσης για μεμονωμένες τράπεζες (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ, T‑758/18, EU:T:2021:28, σκέψεις 70 έως 72· βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση ABLV Bank κατά ΕΣΕ, C‑202/21 P, EU:C:2022:327, σημείο 64).

57      Επομένως, δεν υπάρχει κανένας αυτόματος σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, της καταβολής της εκ των προτέρων εισφοράς και, αφετέρου, της δυνατότητας χρήσης του ΕΤΕ.

58      Υπό τις συνθήκες αυτές, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, το γεγονός ότι δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιήσει το ΕΤΕ επειδή έπαυσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί ότι βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση ώστε να πρέπει να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής ποσού που αντιστοιχεί στο σύνολο των εισφορών που οφείλονται για την περίοδο εισφορών 2016-2021, κατά τη διάρκεια της οποίας εξακολουθούσε να εμπίπτει στον κανονισμό. Ως εκ τούτου, το επιχείρημά της πρέπει να απορριφθεί.

59      Επιπλέον, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας J. Kokott με τις προτάσεις της στην υπόθεση ABLV Bank κατά ΕΣΕ (C‑202/21 P, EU:C:2022:327, σημεία 65 και 66), μολονότι το προφίλ κινδύνου εκάστου ιδρύματος σταθμίζεται κατά τον υπολογισμό της ατομικής εισφοράς του, από το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 συνάγεται ότι το ποσό της εισφοράς εξαρτάται κυρίως από το ύψος του επιπέδου‑στόχου, δεδομένου ότι ουσιαστικά αντιστοιχεί σε κλάσμα του ποσού του επιπέδου‑στόχου.

60      Τούτο σημαίνει, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 11 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, ότι η ατομική εισφορά ενός πιστωτικού ιδρύματος εξαρτάται πάντοτε, κατά τρόπο καθοριστικό, από τις ατομικές εισφορές των άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων που υπέχουν υποχρέωση καταβολής εισφοράς κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου. Συνεπώς, η προσαρμογή της εισφοράς ενός πιστωτικού ιδρύματος θα απαιτούσε πάντοτε αναπροσαρμογή των εισφορών των άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων. Επομένως, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 48 ανωτέρω, αν οι εισφορές αναπροσαρμόζονταν συνεχώς κατά τη διάρκεια μιας περιόδου εισφοράς, θα ήταν αδύνατον να προσδιοριστούν, κατά τρόπο νομικώς ασφαλή, οι ατομικές εισφορές όλων των άλλων ιδρυμάτων. Για τον λόγο αυτό, η αλλαγή καθεστώτος κατά τη διάρκεια της περιόδου εισφοράς δεν επηρεάζει το ύψος της καταβλητέας εισφοράς (προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση ABLV Bank κατά ΕΣΕ, C‑202/21 P, EU:C:2022:327, σημείο 67).

61      Ως εκ τούτου, η ετήσια εκ των προτέρων εισφορά στο ΕΤΕ δεν προσδιορίζει ποσοτικά τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει το συνεισφέρον ίδρυμα για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή τη χρήση του ΕΤΕ, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου εισφοράς (προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση ABLV Bank κατά ΕΣΕ, C‑202/21 P, EU:C:2022:327, σημείο 68). Με άλλα λόγια, η εκ των προτέρων εισφορά δεν προσδιορίζει ποσοτικά τη δυνατότητα παρέμβασης του ΕΤΕ προς όφελος του συνεισφέροντος ιδρύματος.

62      Επομένως, το ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν δύναται πλέον να χρησιμοποιήσει το ΕΤΕ καθόσον έπαυσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να επηρεάσει την υποχρέωσή της να καταβάλει το σύνολο της ατομικής εισφοράς που οφείλει για την περίοδο εισφορών 2016‑2021.

63      Τέταρτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία οι κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ), τις οποίες επικαλείται το ΕΣΕ με τα δικόγραφά του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, αρκεί να επισημανθεί, λαμβανομένου υπόψη του εγγράφου της 13ης Αυγούστου 2021, ότι το ΕΣΕ δεν εφάρμοσε τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές στην περίπτωση της προσφεύγουσας‑ενάγουσας. Κατά συνέπεια, τα εν λόγω επιχειρήματα είναι αλυσιτελή.

64      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το αίτημα που στηρίζεται στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ και το άρθρο 340, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των αιτημάτων που στηρίζονται στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ

65      Προς στήριξη των αιτημάτων που ερείδονται στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σχετικά με την ΑΔΠ 2015 και τις ΑΔΠ 2016-2021, αντιστοίχως, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα προβάλλει αδικαιολόγητο πλουτισμό του ΕΣΕ.

66      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποστηρίζει ότι η παρακράτηση από το ΕΣΕ των ποσών που αντιστοιχούν στις εγγυήσεις σε μετρητά οι οποίες συνδέονται με την ΑΔΠ 2015 και τις ΑΔΠ 2016-2021 δεν στηρίζεται σε καμία νομική βάση, είτε συμβατική είτε κανονιστική. Αντιθέτως, η άρνηση του ΕΣΕ να επιστρέψει τις εγγυήσεις αυτές αντιβαίνει στο άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον πλουτισμό του ΕΣΕ άνευ νόμιμης αιτίας και αντίστοιχη, συνδεόμενη με τον πλουτισμό αυτόν, ελάττωση της περιουσίας της προσφεύγουσας‑ενάγουσας .

67      Το ΕΣΕ εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εκδικάσει εξωσυμβατικές αξιώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού σχετικά με την ΑΔΠ 2015 και τις ΑΔΠ 2016-2021. Όσον αφορά την ΑΔΠ 2015, το ΕΣΕ υποστηρίζει ότι η απλή παραπομπή στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της συμβατικής φύσης της διαφοράς και, ως εκ τούτου, την εξαίρεσή της από τη δικαιοδοσία του εθνικού δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να επιληφθεί εν προκειμένω. Όσον αφορά τις ΑΔΠ 2016-2021, το ΕΣΕ υποστηρίζει ότι από τις δεσμεύσεις αυτές προκύπτει ότι κάθε αξίωση εξ αδικοπραξίας διέπεται από το λουξεμβουργιανό δίκαιο και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατή η επίκληση εξωσυμβατικής ευθύνης βάσει του δικαίου της Ένωσης. Το ΕΣΕ φρονεί ότι, σε κάθε περίπτωση, τα αιτήματα αυτά είναι αβάσιμα.

68      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο επί των διαφορών αποζημίωσης που προβλέπονται στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σύμφωνα με το οποίο, «[σ]το πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους».

69      Το ίδιο ισχύει και για τις αξιώσεις κατά της Ένωσης λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού (πρβλ. απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2021, ΚΥ κατά Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, T‑433/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:840, σκέψη 35).

70      Η αρμοδιότητα αυτή δεν μπορεί να μεταβληθεί συμβατικώς.

71      Κατά συνέπεια, οι ενστάσεις αναρμοδιότητας που προβλήθηκαν από το ΕΣΕ πρέπει να απορριφθούν.

72      Για να γίνει δεκτή αξίωση στηριζόμενη στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, πρέπει να αποδειχθεί άνευ νόμιμης αιτίας πλουτισμός και ελάττωση της περιουσίας του έχοντος την αξίωση, συνδεόμενη με τον πλουτισμό (πρβλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2011, Agrana Zucker, C‑309/10, EU:C:2011:531, σκέψη 53).

73      Η πρώτη προϋπόθεση δεν πληρούται, μεταξύ άλλων, όταν ο πλουτισμός ευρίσκει δικαιολογητικό έρεισμα σε συμβατικές υποχρεώσεις (βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Technion and Technion Research & Development Foundation κατά Επιτροπής, T‑216/12, EU:T:2015:746, σκέψη 104 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

74      Εν προκειμένω, όσον αφορά την ΑΔΠ 2015, δεν αμφισβητείται ότι η δέσμευση αυτή καθορίζει τη συμβατική σχέση μεταξύ της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, αφενός, και του ΕΣΕ, της ACPR και του FGDR, αφετέρου. Κατά την προσφεύγουσα‑ενάγουσα, ο πλουτισμός του ΕΣΕ συνίσταται στην παρακράτηση του ποσού που αντιστοιχεί στην εγγύηση σε μετρητά που συνδέεται με την ΑΔΠ 2015. Ωστόσο, δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει έλλειψη συμβατικής βάσης για τον προβαλλόμενο πλουτισμό του ΕΣΕ. Επιπλέον, διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι δεν είχε προσφύγει ενώπιον των δικαστηρίων της περιφέρειας του cour d’appel de Paris (εφετείου των Παρισίων, Γαλλία), αρμόδιων για την επίλυση τυχόν συμβατικών διαφορών δυνάμει της ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται στην ΑΔΠ 2015, και ότι δεν τους είχε ζητήσει να διαπιστώσουν ότι δεν υπήρχε συμβατική βάση για τον εν λόγω πλουτισμό. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε πλουτισμός χωρίς έγκυρη νομική βάση, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας‑ενάγουσας σχετικά με τον προβαλλόμενο πλουτισμό.

75      Όσον αφορά τις ΑΔΠ 2016-2021, επισημαίνεται ότι ο προβαλλόμενος πλουτισμός του ΕΣΕ, δηλαδή η παρακράτηση των ποσών που αντιστοιχούν στις εγγυήσεις σε μετρητά που συνδέονται με τις εν λόγω δεσμεύσεις, στηρίζεται στις δεσμεύσεις αυτές, οι οποίες το συνδέουν συμβατικά με την προσφεύγουσα‑ενάγουσα.

76      Πράγματι, όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 24 έως 51 ανωτέρω, ούτε η εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 ούτε η εφαρμογή του όρου 12.5 των ΑΔΠ 2016-2021 μπορούσαν να οδηγήσουν στην επιστροφή των ποσών που αντιστοιχούν στις εγγυήσεις σε μετρητά που συνδέονταν με τις ΑΔΠ 2016-2021 χωρίς προηγούμενη καταβολή της υποχρεωτικής εισφοράς για την οποία η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ήταν υπόχρεη, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014.

77      Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι η απόφαση του ΕΣΕ να παρακρατήσει τα ποσά που αντιστοιχούν στις εγγυήσεις σε μετρητά που συνδέονται με τις ΑΔΠ 2016‑2021 έως την καταβολή των εισφορών για τις οποίες χρησιμοποιήθηκαν τα μέσα αυτά στηρίζεται σε έγκυρη νομική βάση και δεν μπορεί, επομένως, να συνιστά αδικαιολόγητο πλουτισμό.

78      Κατά συνέπεια, τα αιτήματα που στηρίζονται στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να απορριφθούν.

79      Κατόπιν των προεκτεθέντων, η προσφυγή‑αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

80      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και εκείνα του ΕΣΕ, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του τελευταίου.

81      Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

82      Εξάλλου, κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμη και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού, φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Εν προκειμένω, η FBF θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγήαγωγή.

2)      Η BNP Paribas Public Sector SA φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το ΕΣΕ.

3)      Η Γαλλική Δημοκρατία και η Fédération bancaire française (γαλλική ένωση τραπεζών, FBF) φέρουν τα δικά τους έξοδα.

Kowalik-Bańczyk

Hesse

Ricziová

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Οκτωβρίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.