Language of document : ECLI:EU:T:2017:753

Υπόθεση T-704/14

Marine Harvest ASA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Απόφαση με την οποία επιβάλλεται πρόστιμο για πράξη συγκέντρωσης διενεργηθείσα πριν την κοινοποίηση και την έγκρισή της – Άρθρο 4, παράγραφος 1, άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, και άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 – Αμέλεια – Αρχή ne bis in idem – Σοβαρότητα της παράβασης – Ύψος του προστίμου»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα)
της 26ης Οκτωβρίου 2017

1.      Συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Υποχρέωση αναστολής της συγκέντρωσης – Παρέκκλιση σε περίπτωση δημόσιας προσφοράς εξαγοράς – Περιεχόμενο – Απόκτηση του ελέγχου της επιχείρησης-στόχου με μία μόνο πράξη εξαγοράς της οποίας έπεται υποχρεωτική δημόσια προσφορά εξαγοράς – Δεν πρόκειται για ενιαία πράξη συγκέντρωσης – Δεν εφαρμόζεται η ως άνω παρέκκλιση

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 2· ανακοίνωση της Επιτροπής 2009/C 43/09, σημείο 44)

2.      Συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων – Έννοια – Εν τοις πράγμασι αποκλειστικός έλεγχος – Άσκηση από μειοψηφικό μέτοχο – Κριτήρια εκτιμήσεως – Δικαιώματα παρέχοντα δυνατότητα άσκησης καθοριστικής επιρροής επί της δραστηριότητας της επιχείρησης – Μη άσκηση των δικαιωμάτων αυτών στην πράξη – Δεν ασκεί επιρροή

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 3 §§ 1 και 2)

3.      Συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Υποχρέωση αναστολής της συγκέντρωσης – Παρέκκλιση σε περίπτωση απόκτησης του ελέγχου μέσω πλειόνων πωλητών με την πραγματοποίηση σειράς συναλλαγών σε τίτλους – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 7 §§ 1 και 2)

4.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Έννοιες – Ερμηνεία – Παραπομπή στο εθνικό δίκαιο – Δεν επιτρέπεται

5.      Συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Υποχρέωση αναστολής της συγκέντρωσης – Παρέκκλιση κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος – Στάθμιση συμφερόντων

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 3)

6.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Τέλεση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας – Έννοια

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρα 7 και 14 § 2)

7.      Συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων – Κοινοποίηση – Υποχρέωση – Παραβίαση – Συνέπειες – Ταυτόχρονη παραβίαση των αντίστοιχων απαγορεύσεων – Κυρώσεις

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρα 4 § 1, 7 § 1 και 14 § 1, στοιχεία αʹ και βʹ)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση της Επιτροπής για την επιβολή πλειόνων κυρώσεων για τα ίδια πραγματικά περιστατικά – Μη εφαρμογή της αρχής ne bis in idem

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 14 § 2)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση της Επιτροπής για την επιβολή πλειόνων κυρώσεων για τα ίδια πραγματικά περιστατικά – Αρχές που διέπουν τη συρροή των παραβάσεων – Παραβίαση – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 14 § 2)

10.    Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Γενικές αρχές του δικαίου – Αρχή της νομιμότητας των ποινών – Περιεχόμενο

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 49 και 1· κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρα 7 και 14 § 2)

11.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Μη επιβολή κυρώσεως σε άλλον επιχειρηματία

12.    Συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Έλλειψη κατευθυντήριων γραμμών – Υποχρέωση αιτιολόγησης της αποφάσεως περί επιβολής προστίμου – Περιεχόμενο

(Άρθρο 296, εδ. 2, ΣΛΕΕ· κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 14)

13.    Συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παράβασης – Στοιχεία εκτιμήσεως

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρα 4 § 1, 7 § 1 και 14 § 2, στοιχεία αʹ και βʹ)

14.    Συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παράβασης – Στοιχεία εκτιμήσεως – Συνεκτίμηση της συνδρομής σοβαρών αμφιβολιών όσον αφορά τη συμβατότητα της συγκέντρωσης με την εσωτερική αγορά – Επιτρεπτό

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρα 4 § 1, 7 § 1 και 14 § 2, στοιχεία αʹ και βʹ)

15.    Συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Συνεκτίμηση προηγούμενων περιπτώσεως άλλων εταιριών – Επιτρεπτό

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρα 4 § 1, 7 § 1 και 14 § 2, στοιχεία αʹ και βʹ)

16.    Συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Διάρκεια της παράβασης – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρα 7 § 1 και 14 § 2)

17.    Συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 14)

18.    Συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 16)

1.      Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, μια συγκέντρωση με κοινοτική διάσταση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν την κοινοποίησή της ή πριν κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά με απόφαση της Επιτροπής. Το άρθρο 7 παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει, εντούτοις, δύο εξαιρέσεις από την εν λόγω υποχρέωση αναστολής της συγκέντρωσης, εκ των οποίων η μία συνδέεται με δημόσια προσφορά αγοράς ή ανταλλαγής και η ετέρα με σειρά συναλλαγών επί τίτλων.

Σύμφωνα με την πρώτη περίπτωση που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004, η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού δεν αποκλείει την πραγματοποίηση δημόσιας προσφοράς εξαγοράς ή ανταλλαγής, υπό την προϋπόθεση ότι η συγκέντρωση κοινοποιείται αμελλητί και ο αποκτών δεν ασκεί τα δικαιώματα ψήφου πριν την έγκριση της συγκέντρωσης. Επομένως, σύμφωνα με τη διατύπωσή της, η πρώτη διαζευκτική περίπτωση δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση απόκτησης του ελέγχου μιας επιχείρησης μέσω μιας μόνον ιδιωτικής συναλλαγής, ακόμη και αν ακολουθεί η υποχρεωτική πραγματοποίηση δημόσιας προσφοράς εξαγοράς.

Περαιτέρω, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω πράξη απόκτησης με ιδιωτική συναλλαγή και η επακόλουθη δημόσια προσφορά εξαγοράς αποτελούν επιμέρους στάδια μιας «ενιαίας συγκέντρωσης», κατά την έννοια της τρίτης περιόδου της αιτιολογικής σκέψης 20 του κανονισμού 139/2004 και του σημείου 44 της κωδικοποιημένης ανακοίνωσης της Επιτροπής για θέματα δικαιοδοσίας βάσει του κανονισμού 139/2004. Βέβαια, η απόκτηση του ελέγχου μεμονωμένης επιχείρησης μέσω πλειόνων πράξεων οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με σχέση αλληλεξάρτησης μπορεί να αποτελεί ενιαία πράξη συγκέντρωσης. Ωστόσο, σε περίπτωση που η απόκτηση εν τοις πράγμασι αποκλειστικού ελέγχου της επιχείρησης στόχου πραγματοποιείται με μία μόνο συναλλαγή, οι μεταγενέστερες συναλλαγές, δια των οποίων ο αγοραστής αποκτά επιπλέον μερίδια της επιχείρησης στόχου δεν ασκούν επιρροή όσον αφορά την απόκτηση του ελέγχου και, συνεπώς, την πραγματοποίηση της συγκέντρωσης.

Εξάλλου, εάν η απόκτηση ελέγχου μέσω μιας μόνον ιδιωτικής συναλλαγής και η επακόλουθη υποβολή υποχρεωτικής δημόσιας προσφοράς συνιστούν ενιαία πράξη συγκέντρωσης, η συνέπεια θα ήταν ότι, σε περίπτωση συγκεντρώσεων με συμμετοχή εισηγμένων εταιριών που εδρεύουν σε κράτη μέλη, η εξαγορά τίτλων με ιδιωτική συναλλαγή που θα είχε ως αποτέλεσμα την απόκτηση ελέγχου θα καλυπτόταν πάντα από την εξαίρεση του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004, δεδομένου ότι μια τέτοια ιδιωτική συναλλαγή συνεπάγεται πάντα την υποχρέωση υποβολής δημόσιας προσφοράς εξαγοράς. Τούτο θα είχε ως συνέπεια την υπερβολική διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της εξαίρεσης του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004.

Η έννοια της ενιαίας πράξης συγκέντρωσης δεν είναι, συνεπώς, εφαρμοστέα σε περίπτωση κατά την οποία ο εν τοις πράγμασι αποκλειστικός έλεγχος της εταιρίας-στόχου αποκτάται από έναν μόνο πωλητή, με μόνη την πρώτη ιδιωτική συναλλαγή, ακόμη και όταν έπεται η υποχρεωτική δημόσια προσφορά.

(βλ. σκέψεις 48, 66, 68, 72, 108, 109, 128186, 229)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 51-59)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 74-82)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 161)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 215-223)

6.      Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλλει πρόστιμα μόνο για παραβάσεις του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού που διαπράχθηκαν «εκ προθέσεως ή εξ αμελείας». Η προϋπόθεση αυτή πληρούται εφόσον η οικεία επιχείρηση δεν μπορεί να αγνοεί ότι η συμπεριφορά της είναι αντίθετη στον ανταγωνισμό, ανεξάρτητα από το αν είχε ή όχι επίγνωση της παράβασης των κανόνων περί ανταγωνισμού.

Το γεγονός ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς της επί της οποίας στηρίχθηκε η διαπίστωση της παραβάσεως δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την απαλλαγή της από την επιβολή προστίμου, αν δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η συμπεριφορά της ήταν αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

Στο πλαίσιο αυτό, η οικεία επιχείρηση ενεργεί αμελώς εφόσον ακολουθεί μια ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 η οποία δεν επιβεβαιώνεται ούτε από το κείμενο της διάταξης αυτής ούτε από τη νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης και η οποία δεν είναι σύμφωνη με τα όσα διαπίστωσε η Επιτροπή, έστω και παρεμπιπτόντως, με προγενέστερη απόφασή της, για την οποία έχει δημοσιευθεί σχετική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε όλες τις επίσημες γλώσσες, χωρίς μάλιστα η εν λόγω επιχείρηση να απευθυνθεί προηγουμένως στην Επιτροπή προκειμένου να εξεταστεί η ορθότητα της προαναφερθείσας ερμηνείας. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η οικεία επιχείρηση αναλαμβάνει τον σχετικό κίνδυνο και δεν μπορεί να επικαλεστεί την πεποίθησή της ότι η ερμηνεία της ήταν «εύλογη».

Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν να μην επιβληθεί πρόστιμο σε επιχείρηση για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, σε περίπτωση που η παράβαση οφείλεται σε πλάνη στην οποία τελούσε η επιχείρηση σχετικά με τη νομιμότητα της συμπεριφοράς της λόγω του περιεχομένου νομικής συμβουλής δικηγόρου.

Κατά την εκτίμηση της αμέλειας, η Επιτροπή μπορεί, ακόμη, να λάβει υπόψη της το γεγονός ότι η οικεία εταιρία είναι μια μεγάλη ευρωπαϊκή εταιρία με μεγάλη πείρα στις διαδικασίες ελέγχου των συγκεντρώσεων και στις διαδικασίες κοινοποίησης ενώπιον της Επιτροπής και των αρμόδιων για τον ανταγωνισμό εθνικών αρχών, στην οποία είχε επιβληθεί πρόστιμο, σε εθνικό έστω επίπεδο, λόγω πρόωρης πραγματοποίησης συγκέντρωσης . Σε μια τέτοια περίπτωση, αναμένεται πράγματι από την οικεία εταιρία να επιδείξει ιδιαίτερη επιμέλεια.

(βλ. σκέψεις 236-238, 255, 257-259)

7.      Όταν μια επιχείρηση παραβαίνει την υποχρέωση κοινοποίησης της συγκέντρωσης πριν την υλοποίησή της, η οποία απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, αρχίζει ταυτόχρονα και η παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 139/2004, το οποίο απαγορεύει την υλοποίηση της συγκέντρωσης πριν από την κοινοποίησή της. Ταυτόχρονα, παραβιάζει την απαγόρευση πραγματοποίησης της συγκέντρωσης πριν από τη χορήγηση της έγκρισης που προβλέπει η δεύτερη περίπτωση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, διότι η μη κοινοποιηθείσα συγκέντρωση δεν μπορεί να κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά.

Όσον αφορά τις προβλεπόμενες κυρώσεις, η παράβαση της υποχρέωσης κοινοποίησης που προβλέπεται από το άρθρο 4 του κανονισμού 139/2004 και η παραβίαση της απαγόρευσης του άρθρου 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, περιλαμβάνονται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού, πράγμα που σημαίνει ότι οι κυρώσεις για παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, και για παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, πλέον ταυτίζονται και αντιστοιχούν στη δυνατότητα επιβολής προστίμων έως το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψεις 300, 301, 303)

8.      Η αρχή ne bis in idem πρέπει να τηρείται στις διαδικασίες επιβολής προστίμου στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού. Η αρχή αυτή απαγορεύει, στον τομέα του ανταγωνισμού, την καταδίκη επιχείρησης ή την εκ νέου άσκηση δίωξης κατ’ αυτής για αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά της, σε σχέση με την οποία είτε της έχει ήδη επιβληθεί κύρωση είτε έχει κριθεί ότι δεν έχει ευθύνη με προγενέστερη απόφαση που δεν υπόκειται πλέον σε προσφυγή.

Η εν λόγω αρχή, η εφαρμογή της οποίας εξαρτάται από την τριπλή προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, της ταυτότητας του παραβάτη και της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος, απαγορεύει την εκ νέου καταδίκη επιχείρησης ή την εκ νέου άσκηση δίωξης κατά αυτής. Ωστόσο, οι απαγορεύσεις αυτές προϋποθέτουν είτε να έχει επιβληθεί κύρωση στην επιχείρηση είτε να έχει κριθεί με προγενέστερη απόφαση που δεν υπόκειται πλέον σε προσφυγή ότι η επιχείρηση δεν έχει ευθύνη.

Επομένως, η αρχή ne bis in idem δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση επιβολής πλειόνων κυρώσεων με την ίδια απόφαση, ακόμη και αν οι κυρώσεις αυτές επιβάλλονται για τα ίδια περιστατικά.

(βλ. σκέψεις 307-309, 315, 319, 344)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 344, 348-374)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 377-394)

11.    Το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν επέβαλε πρόστιμο σε πρόσωπο που διέπραξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού δεν μπορεί, αυτό και μόνο, να εμποδίσει την επιβολή προστίμου σε πρόσωπο που διαπράττει παράβαση της ιδίας φύσεως. Επιπλέον, όταν μια επιχείρηση έχει παραβεί με τη συμπεριφορά της τους κανόνες του ανταγωνισμού, δεν μπορεί να αποφύγει την επιβολή κυρώσεως για τον λόγο ότι σε άλλους επιχειρηματίες δεν έχει επιβληθεί πρόστιμο, εφόσον μάλιστα η περίπτωση των τελευταίων δεν έχει υποβληθεί στην κρίση του δικαστή της Ένωσης.

Επιπλέον, την αρχή της ίσης μεταχείρισης, σε σχέση με επιχείρηση στην οποία δεν επιβλήθηκε με προηγούμενη απόφαση πρόστιμο για την ίδια παράβαση, μπορούν να επικαλεστούν λυσιτελώς μόνον οι επιχειρηματίες που δεν είχαν τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη τους διευκρινίσεις δοθείσες με την προηγούμενη απόφαση, προκειμένου να αποφύγουν την παραβίαση των κανόνων του ανταγωνισμού, εφόσον η απόφαση αυτή έχει εκδοθεί μετά τη διάπραξη της παράβασης.

(βλ. σκέψεις 398, 407)

12.    Όσον αφορά τα πρόστιμα που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 14 του κανονισμού 139/2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού ορίζει ότι κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου λαμβάνεται υπόψη η φύση, η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν έχει καταρτίσει κατευθυντήριες γραμμές για τον καθορισμό της μεθόδου την οποία δεσμεύεται να ακολουθεί κατά τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 14 του κανονισμού 139/2004, το πλαίσιο της ανάλυσης της Επιτροπής είναι αυτό της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού.

Προκειμένου να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση αιτιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή είναι, επίσης, υποχρεωμένη να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο στην απόφαση περί επιβολής προστίμου τα στοιχεία που έλαβε υπόψη της για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου. Ελλείψει κατευθυντήριων γραμμών με τις οποίες να καθορίζεται η μέθοδος υπολογισμού των εν λόγω προστίμων, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να προσδιορίσει αριθμητικώς, σε απόλυτη τιμή ή σε ποσοστό, το βασικό ποσό του προστίμου και τις ενδεχόμενες επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις.

(βλ. σκέψεις 447, 449, 450, 455)

13.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 468-477)

14.    Στο πλαίσιο του καθορισμού του προστίμου που επιβάλλεται για τις παραβάσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, το ενδεχόμενο πρόκλησης βλαπτικών συνεπειών για τον ανταγωνισμό, επειδή η συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε υπό την αρχική μορφή της, και όχι υπό τη μορφή που ενέκρινε η Επιτροπή, εγείρει σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά, μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης, ακόμη και αν η Επιτροπή δεν αποδεικνύει ότι υπάρχει «εύλογη πιθανότητα» επέλευσης των επιπτώσεων αυτών.

Εάν, βέβαια, μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη βλαπτικών συνεπειών για τον ανταγωνισμό λόγω της πραγματοποίησης της συγκέντρωσης υπό την αρχική μορφή της, και όχι υπό τη μορφή που ενέκρινε η Επιτροπή, η περίσταση αυτή μπορεί να καταστήσει την παράβαση ακόμη πιο σοβαρή σε σχέση με την παράβαση που εμπίπτει στην «ενδιάμεση κατάσταση». Ωστόσο, το γεγονός και μόνον ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η πρόκληση βλαπτικών συνεπειών για τον ανταγωνισμό αρκεί για να καταστεί η παράβαση σοβαρότερη απ’ ό,τι η πρόωρη πραγματοποίηση της συγκέντρωσης η οποία δεν προκαλεί κανένα πρόβλημα ανταγωνισμού.

Συγκεκριμένα, δεν πρέπει η πρόωρη πραγματοποίηση συγκεντρώσεων που προκαλούν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά τους με την εσωτερική αγορά να τύχει της ίδιας μεταχείρισης με την πρόωρη πραγματοποίηση συγκεντρώσεων που δεν προκαλούν κανένα πρόβλημα ανταγωνισμού. Στην περίπτωση συγκεντρώσεων που προκαλούν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά τους με την εσωτερική αγορά, οι πιθανοί κίνδυνοι για τον ανταγωνισμό που σχετίζονται με την πρόωρη πραγματοποίηση της συγκέντρωσης δεν είναι ίδιοι με αυτούς που ανακύπτουν στην περίπτωση συγκεντρώσεων που δεν προκαλούν προβλήματα ανταγωνισμού.

Το γεγονός ότι μια συγκέντρωση εγείρει σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά καθιστά, συνεπώς, την πρόωρη πραγματοποίηση της συγκέντρωσης αυτής σοβαρότερη παράβαση σε σχέση με την πρόωρη πραγματοποίηση συγκέντρωσης που δεν προκαλεί προβλήματα ανταγωνισμού, εκτός εάν, παρά την ύπαρξη τέτοιων αμφιβολιών, μπορεί σε μια συγκεκριμένη περίπτωση να θεωρηθεί βέβαιον ότι η πραγματοποίησή της υπό την αρχική της μορφή, αντί της μορφής που ενέκρινε η Επιτροπή, δεν θα είχε βλαπτικές συνέπειες για τον ανταγωνισμό.

(βλ. σκέψεις 497, 499, 500, 523, 524)

15.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 543-547)

16.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 554-577)

17.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 580, 582-587, 592-608)

18.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 581)