Language of document : ECLI:EU:C:2022:682

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 15ης Σεπτεμβρίου 2022 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής – Κανονισμός (ΕΚ) 1896/2006 – Αντιρρήσεις – Άρθρο 16, παράγραφος 2 – Προθεσμία τριάντα ημερών για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής – Άρθρο 20 – Διαδικασία επανεξέτασης – Άρθρο 26 – Εφαρμογή του εθνικού δικαίου σε δικονομικά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ρητά από τον κανονισμό – Πανδημία COVID‑19 – Εθνική ρύθμιση που προέβλεψε διακοπή μερικών εβδομάδων για τις δικονομικές προθεσμίες σε αστικές υποθέσεις»

Στην υπόθεση C‑18/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Ιανουαρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

Uniqa Versicherungen AG

κατά

VU,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του τρίτου τμήματος, N. Jääskinen, M. Safjan και N. Piçarra, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Ιανουαρίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Uniqa Versicherungen AG, εκπροσωπούμενη από τους S. Holter, Rechtsanwalt, και S. Pechlof, Prozessbevollmächtigter,

–        ο VU, εκπροσωπούμενος από τον M. Brandt, Rechtsanwalt,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Posch και από τις E. Samoilova, U. Scheuer και J. Schmoll,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Σ. Χαριτάκη, Β. Καρρά και Α. Μαγριππή,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Heller και από τον I. Zaloguin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 31ης Μαρτίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 20 και 26, σε συνδυασμό με το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (ΕΕ 2006, L 399, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2421 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 341, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1896/2006).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Uniqa Versicherungen AG, αυστριακής ασφαλιστικής εταιρίας, και του VU, Γερμανού υπηκόου, σχετικά με την εκτέλεση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής που του κοινοποιήθηκε.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 8, 9, 18 και 24 του κανονισμού 1896/2006 έχουν ως εξής:

«(8)      Τα εμπόδια που προκύπτουν όσον αφορά την πρόσβαση σε αποτελεσματική δικαιοσύνη σε διασυνοριακές υποθέσεις, και η στρέβλωση του ανταγωνισμού μέσα στην εσωτερική αγορά η οποία οφείλεται σε ανισορροπίες ως προς τη λειτουργία των διαδικαστικών μέσων που διατίθενται στους πιστωτές στα διάφορα κράτη μέλη, απαιτούν κοινοτική νομοθεσία η οποία να κατοχυρώνει την ύπαρξη ισότιμων όρων για τους δανειστές και τους οφειλέτες σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

(9)      Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι η απλούστευση, επιτάχυνση και μείωση των εξόδων της εκδίκασης διαφορών για διασυνοριακές υποθέσεις όσον αφορά μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις με τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής· επίσης, η εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ευρωπαϊκών διαταγών πληρωμής σε όλα τα κράτη μέλη, με τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων, η τήρηση των οποίων καθιστά περιττές τυχόν ενδιάμεσες διαδικασίες στο κράτος μέλος εκτέλεσης πριν από την αναγνώριση και την εκτέλεση.

[…]

(18)      Η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής θα πρέπει να ενημερώνει τον καθού για τις δυνατότητες που του προσφέρονται να πληρώσει στον αιτούντα την οφειλή που του επιδικάσθηκε ή, εφόσον επιθυμεί να αμφισβητήσει την αξίωση, να καταθέσει δήλωση αντιρρήσεων εντός προθεσμίας τριάντα ημερών. Εκτός από την παροχή πλήρους ενημέρωσης σχετικά με την αξίωση εκ μέρους του αιτούντος, ο καθού πρέπει να ενημερώνεται για τη νομική σημασία της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής και ιδίως για τις συνέπειες της μη αμφισβήτησης της αξίωσης.

[…]

(24)      Η δήλωση αντιρρήσεων που κατατίθεται εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας θα πρέπει να περατώνει τη διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής και να συνεπάγεται την αυτόματη μεταφορά της υπόθεσης σε τακτική πολιτική διαδικασία, εκτός εάν ο αιτών έχει ρητά ζητήσει τη λήξη της διαδικασίας σε μια τέτοια περίπτωση. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η έννοια της τακτικής πολιτικής διαδικασίας δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται αναγκαστικά υπό την έννοια του εθνικού δικαίου.»

4        Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού:

«1.      Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί:

α)      στην απλούστευση, επιτάχυνση και μείωση των εξόδων της εκδίκασης διαφορών για διασυνοριακές υποθέσεις όσον αφορά μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις, με τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής,

και

β)      στην εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ευρωπαϊκών διαταγών πληρωμής σε όλα τα κράτη μέλη, με τη θέσπιση ελαχίστων κανόνων η τήρηση των οποίων καθιστά περιττές τυχόν ενδιάμεσες διαδικασίες στο κράτος μέλος εκτέλεσης πριν από την αναγνώριση και την εκτέλεση.

2.      Ο αιτών δεν κωλύεται από τον παρόντα κανονισμό να επιδιώξει την ικανοποίηση αξίωσης κατά την έννοια του άρθρου 4, κάνοντας χρήση άλλης διαδικασίας προβλεπόμενης από το δίκαιο κράτους μέλους ή από το κοινοτικό δίκαιο.»

5        Το άρθρο 12, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Με την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, γνωστοποιείται στον καθού ότι έχει τις εξής δυνατότητες επιλογής:

α)      να καταβάλει στον αιτούντα το ποσό το οποίο ορίζεται στη διαταγή·

ή

β)      να αντιταχθεί στη διαταγή με την κατάθεση δήλωσης αντιρρήσεων στο δικαστήριο προέλευσης, που αποστέλλεται εντός 30 ημερών από την επίδοση ή την κοινοποίηση της διαταγής στον καθού.»

6        Το άρθρο 16, που φέρει τον τίτλο «Αντίθεση κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής», προβλέπει στις παραγράφους 1 έως 3 τα εξής:

«1.      Ο καθού μπορεί να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του δικαστηρίου προέλευσης χρησιμοποιώντας το τυποποιημένο έντυπο F που παρατίθεται στο Παράρτημα VI, το οποίο του παρέχεται μαζί με την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής.

2.      Η δήλωση αντιρρήσεων πρέπει να αποστέλλεται εντός 30 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης της διαταγής στον καθού.

3.      Ο καθού δηλώνει στη δήλωση αντιρρήσεων ότι αμφισβητεί την αξίωση, χωρίς να πρέπει να προσδιορίζει τους σχετικούς λόγους.»

7        Το άρθρο 17 του κανονισμού 1896/2006, με τίτλο «Αποτελέσματα της υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων», ορίζει τα εξής:

«1.      Σε περίπτωση υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων εντός της προβλεπομένης στο άρθρο 16, παράγραφος 2, προθεσμίας, η διαδικασία συνεχίζεται ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων του κράτους μέλους προέλευσης σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες πολιτικής δικονομίας, εκτός εάν ο αιτών έχει ζητήσει ρητά να λήξει η διαδικασία σε αυτή την περίπτωση. Η διαδικασία συνεχίζεται σύμφωνα με τους κανόνες:

α)      της ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 861/2007 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών (ΕΕ 2007, L 199, σ. 1)], εφόσον αυτή μπορεί να εφαρμοστεί· ή

β)      οποιασδήποτε κατάλληλης εθνικής διαδικασίας της πολιτικής δικονομίας.

2.      Αν ο αιτών δεν έχει δηλώσει τη διαδικασία της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β) που επιθυμεί να εφαρμοστεί στη δίκη σχετικά με την αξίωσή του, η οποία θα διεξαχθεί σε περίπτωση που έχει υποβληθεί δήλωση αντιρρήσεων ή αν ο αιτών έχει ζητήσει την εφαρμογή της ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 861/2007 για αξίωση μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, η δίκη μεταφέρεται στην κατάλληλη εθνική διαδικασία της πολιτικής δικονομίας, εκτός εάν ο αιτών έχει ζητήσει ρητά να μη γίνει η εν λόγω μεταφορά.

3.      Όταν ο αιτών έχει επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του με τη διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, καμία διάταξη του εθνικού δικαίου δεν θίγει τη θέση του σε μεταγενέστερες αστικές διαδικασίες.

4.      Η μεταφορά σε αστική διαδικασία κατά την έννοια της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β) διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης.

5.      Ο αιτών ενημερώνεται για την τυχόν υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων εκ μέρους του καθού και για τυχόν μετάβαση σε τακτικές αστικές διαδικασίες κατά την έννοια της παραγράφου 1.»

8        Το άρθρο 20 του κανονισμού 1896/2006, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επανεξέταση σε έκτακτες περιπτώσεις», προβλέπει τα εξής:

«1.      Μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 16, παράγραφος 2, ο καθού δικαιούται να ζητήσει την επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης, όταν:

α)      i)      η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 14,

και

ii)      η επίδοση ή κοινοποίηση δεν διενεργήθηκε εγκαίρως ώστε να είναι σε θέση ο καθού να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, χωρίς δική του υπαιτιότητα,

ή

β)      ο καθού δεν είχε τη δυνατότητα να αντιταχθεί στην αξίωση για λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω εκτάκτων περιστάσεων, χωρίς δική του υπαιτιότητα,

εφόσον και στις δύο περιπτώσεις ενεργεί ταχέως.

2.      Μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 16, παράγραφος 2, ο καθού δικαιούται επίσης να ζητήσει την επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης, όταν η έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ήταν προδήλως εσφαλμένη, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, ή λόγω άλλων εξαιρετικών περιστάσεων.

3.      Εάν το δικαστήριο απορρίψει την αίτηση του καθού με βάση το ότι δεν ισχύει κανένας από τους λόγους επανεξέτασης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής παραμένει εν ισχύι.

Εάν το δικαστήριο αποφασίσει ότι η επανεξέταση δικαιολογείται για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής καθίσταται άκυρη.»

9        Κατά το άρθρο 26 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Σχέση με το εθνικό δικονομικό δίκαιο»:

«Όλα τα δικονομικά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ρητά με τον παρόντα κανονισμό διέπονται από το εθνικό δίκαιο.»

 Το αυστριακό δίκαιο

10      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του COVID‑19-Justiz-Begleitgesetz (εθνικού νόμου περί συνοδευτικών μέτρων για την COVID‑19 στον τομέα της δικαιοσύνης), της 21ης Μαρτίου 2020 (BGBl. I Nr 16/2020), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: αυστριακός νόμος για την COVID‑19), προέβλεπε ότι, στις ένδικες διαδικασίες σε αστικές υποθέσεις, όλες οι δικονομικές προθεσμίες που άρχισαν να τρέχουν μετά τις 21 Μαρτίου 2020 ή δεν είχαν ακόμη εκπνεύσει κατά την ημερομηνία αυτή διακόπτονταν μέχρι τις 30 Απριλίου 2020 και άρχιζαν να τρέχουν εκ νέου την 1η Μαΐου 2020.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Στις 6 Μαρτίου 2020 το Bezirksgericht für Handelssachen Wien (ειρηνοδικείο Βιέννης, αρμόδιο για εμπορικές υποθέσεις, Αυστρία) εξέδωσε, κατόπιν αιτήσεως της Uniqa Versicherungen, ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής η οποία επιδόθηκε στον VU, φυσικό πρόσωπο που κατοικεί στη Γερμανία, στις 4 Απριλίου 2020. Ο VU υπέβαλε δήλωση αντιρρήσεων κατά της διαταγής πληρωμής με έγγραφο που απεστάλη ταχυδρομικώς στις 18 Μαΐου 2020. Το ως άνω δικαστήριο απέρριψε τη δήλωση αντιρρήσεων του VU για τον λόγο ότι δεν είχε ασκηθεί εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών που τάσσει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006.

12      Το Handelsgericht Wien (εμποροδικείο Βιέννης, Αυστρία), δικάζον ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εξαφάνισε τη διάταξη αυτή βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 1, του αυστριακού νόμου για την COVID‑19.

13      Η Uniqa Versicherungen άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Handelsgericht Wien (εμποροδικείου Βιέννης) ενώπιον του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία), αιτούντος δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση.

14      Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του αυστριακού νόμου για την COVID‑19 ρυθμίζει την περίπτωση της μη τήρησης των δικονομικών προθεσμιών λόγω ασθενείας του δικαστικού προσωπικού και των βοηθών απονομής δικαιοσύνης ή των διαδίκων, ή λόγω των ληφθέντων μέτρων.

15      Κατά το αιτούν δικαστήριο, στην αυστριακή νομική θεωρία υποστηρίζονται αντίθετες απόψεις ως προς το αν η εθνική αυτή ρύθμιση μπορεί να εφαρμοστεί στην προθεσμία των τριάντα ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006 για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ή αν το άρθρο 20 του κανονισμού αποκλείει την εφαρμογή της εν λόγω εθνικής ρύθμισης στην προθεσμία υποβολής της δήλωσης αντιρρήσεων.

16      Μέρος της αυστριακής νομικής θεωρίας υποστηρίζει ότι το άρθρο 20 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τη δυνατότητα επανεξέτασης της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της διαταγής, ιδίως σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας ή έκτακτων περιστάσεων, όπως η κρίση λόγω της πανδημίας COVID‑19. Κατά την άποψη αυτή, δεν επιτρέπεται η προσφυγή στο εθνικό δίκαιο προκειμένου να ληφθεί υπόψη μια τέτοια περίπτωση, δεδομένου ότι η περίπτωση αυτή διέπεται εξαντλητικώς από τον κανονισμό.

17      Σύμφωνα με άλλη άποψη που υποστηρίζεται στη νομική θεωρία, το άρθρο 20 του κανονισμού 1896/2006 δεν εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής ρύθμισης, όπως αυτής του άρθρου 1, παράγραφος 1, του αυστριακού νόμου για την COVID‑19. Συγκεκριμένα, το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού ρυθμίζει μόνον τη διάρκεια της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης αντιρρήσεων, ενώ το ζήτημα της ενδεχόμενης διακοπής της προθεσμίας δεν ρυθμίζεται από το δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 26 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο παραπέμπει στο εθνικό δίκαιο για κάθε δικονομικό ζήτημα που δεν ρυθμίζεται ρητώς από τον κανονισμό. Υπό το πρίσμα αυτό, το άρθρο 20 του κανονισμού 1896/2006 έχει ως μοναδικό σκοπό τη διασφάλιση της δικαιοσύνης σε ειδικές περιπτώσεις και δεν περιλαμβάνει γενικές διατάξεις για τη ρύθμιση εξαιρετικής κατάστασης, όπως η κρίση της COVID‑19.

18      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν [τα άρθρα 20 και 26 του κανονισμού 1896/2006] την έννοια ότι οι εν λόγω διατάξεις αντιτίθενται στη διακοπή της προβλεπόμενης στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού προθεσμίας των τριάντα ημερών για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, όπως η διακοπή αυτή προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του [αυστριακού νόμου για την COVID‑19], κατά το οποίο όλες οι ισχύουσες σε αστικές υποθέσεις δικονομικές προθεσμίες των οποίων το γεγονός ενάρξεως επέρχεται μετά τις 21 Μαρτίου 2020 ή οι οποίες δεν έχουν ακόμη εκπνεύσει μέχρι την ημερομηνία αυτή διακόπτονται μέχρι και τις 30 Απριλίου 2020 και αρχίζουν να τρέχουν εκ νέου από την 1η Μαΐου 2020;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

19      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 16, 20 και 26 του κανονισμού 1896/2006 έχουν την έννοια ότι εθνική ρύθμιση η οποία θεσπίσθηκε κατά την εμφάνιση της πανδημίας COVID‑19 και προέβλεπε τη διακοπή επί πέντε περίπου εβδομάδες των δικονομικών προθεσμιών σε αστικές υποθέσεις δεν μπορεί να εφαρμοστεί, στην προθεσμία των τριάντα ημερών που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού για την υποβολή από τον καθού δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής.

20      Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι από την αιτιολογική σκέψη 9 και από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι σκοπός του είναι, μεταξύ άλλων, η απλούστευση, η επιτάχυνση και η μείωση των εξόδων της εκδίκασης διαφορών σε διασυνοριακές υποθέσεις όσον αφορά μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις με τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής.

21      Αυτή η απλοποιημένη και ομοιόμορφη διαδικασία δεν ενέχει αντίφαση. Ο καθού λαμβάνει γνώση για την έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής μόνον όταν αυτή του επιδίδεται ή του κοινοποιείται. Όπως προκύπτει από το άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 1896/2006, ο καθού λαμβάνει γνώση της δυνατότητάς του είτε να καταβάλει στον αιτούντα το ποσό το οποίο ορίζεται στη διαταγή είτε να αντιταχθεί στη διαταγή με την κατάθεση δήλωσης αντιρρήσεων στο δικαστήριο προέλευσης μόνο κατά τον χρόνο αυτόν (απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, Goldbet Sportwetten, C‑144/12, EU:C:2013:393, σκέψη 29).

22      Το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού διευκρινίζει συναφώς ότι ο καθού μπορεί να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του δικαστηρίου προέλευσης. Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού προσθέτει ότι η δήλωση αντιρρήσεων πρέπει να αποστέλλεται εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης της διαταγής στον καθού.

23      Επομένως, όπως αναφέρεται στο άρθρο 17 του κανονισμού 1896/2006, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης του 24, ο καθού μπορεί, υποβάλλοντας δήλωση αντιρρήσεων εντός της ταχθείσας προθεσμίας, να περατώσει την ευρωπαϊκή διαδικασία διαταγής πληρωμής και να προκαλέσει την αυτόματη μετάβαση της διαφοράς στην ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών που προβλέπεται από τον κανονισμό 861/2007 ή σε οποιαδήποτε κατάλληλη εθνική διαδικασία της πολιτικής δικονομίας, εκτός εάν ο αιτών έχει ζητήσει ρητά να λήξει η διαδικασία σε αυτή την περίπτωση.

24      Η δυνατότητα του καθού να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων έχει ως σκοπό να αντισταθμίσει το γεγονός ότι το σύστημα που καθιερώνει ο κανονισμός 1896/2006 δεν προβλέπει τη συμμετοχή του καθού στην ευρωπαϊκή διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την απαίτηση μετά την έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, Goldbet Sportwetten, C‑144/12, EU:C:2013:393, σκέψη 30). Επομένως, το στάδιο αυτό της διαδικασίας είναι ουσιώδες για τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, τα οποία κατοχυρώνονται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

25      Η διαδικασία υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων συμπληρώνεται από το δικαίωμα του καθού να ζητήσει επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, μόλις παρέλθει η προθεσμία για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων. Εντούτοις, η επανεξέταση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί, όπως προκύπτει από τον τίτλο του άρθρου 20 του κανονισμού, μόνο σε «έκτακτες περιπτώσεις» (απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, Thomas Cook Belgium, C‑245/14, EU:C:2015:715, σκέψη 29).

26      Όσον αφορά, ειδικότερα, το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1896/2006, το άρθρο αυτό προβλέπει ότι είναι δυνατή η επανεξέταση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής όταν η μη τήρηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού προθεσμίας των τριάντα ημερών για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων οφείλεται σε ανωτέρα βία ή σε έκτακτες περιστάσεις που εμπόδισαν τον καθού να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων εντός της προθεσμίας αυτής.

27      Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, προκειμένου ο καθού να μπορεί βασίμως να ζητήσει την επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής δυνάμει της διατάξεως αυτής, πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς τρεις προϋποθέσεις, ήτοι, πρώτον, η συνδρομή εκτάκτων περιστάσεων ή ανωτέρας βίας εξαιτίας των οποίων ο καθού δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει την αξίωση εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας, δεύτερον, η έλλειψη υπαιτιότητας του καθού και, τρίτον, η προϋπόθεση ότι ο καθού ενήργησε ταχέως (πρβλ. διάταξη της 21ης Μαρτίου 2013, Novontech-Zala, C‑324/12, EU:C:2013:205, σκέψη 24).

28      Αφετέρου, όσον αφορά την οικονομία του κανονισμού 1896/2006, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης του 9, προκύπτει ότι ο κανονισμός ανταποκρίνεται στους «ελάχιστους κανόνες» που θεσπίζονται για τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ευρωπαϊκών διαταγών πληρωμής. Επομένως, ο κανονισμός καθιερώνει ενιαίο σύστημα εισπράξεως, διασφαλίζοντας πανομοιότυπες προϋποθέσεις για δανειστές και οφειλέτες σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, προβλέποντας συγχρόνως την εφαρμογή του δικονομικού δικαίου των κρατών μελών για όλα τα δικονομικά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ρητώς από τον κανονισμό (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Flight Refund, C‑94/14, EU:C:2016:148, σκέψη 53).

29      Η απάντηση στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί υπό το πρίσμα των ως άνω υπομνήσεων.

30      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 26 του κανονισμού 1896/2006 επιτρέπει να εφαρμόζεται, στην προθεσμία των τριάντα ημερών που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, εθνικής κανονιστική ρύθμιση η οποία, λόγω της πανδημίας COVID‑19, προέβλεπε τη διακοπή για διάστημα περίπου πέντε εβδομάδων των δικονομικών προθεσμιών στις αστικές υποθέσεις ή αν, αντιθέτως, το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού έχει την έννοια ότι ρυθμίζει εξαντλητικά τα δικονομικά δικαιώματα του καθού σε έκτακτες περιστάσεις, όπως οι σχετικές με την πανδημία COVID‑19, κατά τρόπο ώστε να μην είναι εφαρμοστέο το άρθρο 26 του ίδιου κανονισμού.

31      Εν προκειμένω, υπάρχει βεβαίως το ενδεχόμενο ο καθού σε ευρωπαϊκή διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής να μην μπόρεσε να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων κατά της εν λόγω διαταγής λόγω έκτακτων περιστάσεων που οφείλονταν στην COVID‑19. Στην περίπτωση αυτή, ο καθού δικαιούται, τηρουμένων όλων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1896/2006 και υπενθυμίζονται στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, να ζητήσει την επανεξέταση της διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης.

32      Πάντως, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να περιορίσει τη διαδικασία επανεξέτασης σε εξαιρετικές περιστάσεις, η διάταξη αυτή πρέπει οπωσδήποτε να ερμηνεύεται συσταλτικά (βλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, Thomas Cook Belgium, C‑245/14, EU:C:2015:715, σκέψη 31). Όπως προκύπτει από το γράμμα της εν λόγω διάταξης, και ειδικότερα από την εκεί προβλεπόμενη προϋπόθεση, η οποία αφορά την απουσία υπαιτιότητας εκ μέρους του καθού, οι έκτακτες περιστάσεις τις οποίες αφορά η ίδια αυτή διάταξη αντιστοιχούν σε περιστάσεις που προσιδιάζουν στην ατομική κατάσταση του συγκεκριμένου καθού. Στο πλαίσιο της πανδημίας COVID‑19, τούτο συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση νόσησης ή νοσηλείας του καθού, λόγω του κορωνοϊού, η οποία τον εμπόδισε να ασκήσει το δικαίωμά του υποβολής αντιρρήσεων εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας.

33      Αντιθέτως, το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1896/2006 δεν έχει εφαρμογή σε έκτακτες περιστάσεις συστημικής φύσεως, όπως αυτές που συνδέονται με την εμφάνιση της πανδημίας COVID‑19, οι οποίες επηρέασαν, γενικώς, τη λειτουργία και την απονομή της δικαιοσύνης, η συνεργασία των οποίων είναι, ωστόσο, απαραίτητη, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, προκειμένου να παρασχεθεί στον καθού η δυνατότητα να ασκήσει λυσιτελώς το δικαίωμά του να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής που του επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε.

34      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, ο κανονισμός 1896/2006 δεν προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση όλων των πτυχών της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαταγής πληρωμής. Ο κανονισμός προβλέπει, συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο του 26, την εφαρμογή του δικονομικού δικαίου των κρατών μελών σε κάθε δικονομικό ζήτημα που δεν ρυθμίζεται ρητώς από αυτόν.

35      Μολονότι τα άρθρα 16 και 20 του κανονισμού κατοχυρώνουν το δικαίωμα του καθού να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής που του επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε εναρμονίζοντας ορισμένες πτυχές του δικαιώματος αυτού, όπως είναι οι διατυπώσεις και η προθεσμία άσκησης του εν λόγω δικαιώματος, το χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας αυτής και οι έκτακτες περιπτώσεις κατά τις οποίες ο καθού μπορεί, μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, να ζητήσει την επανεξέταση της διαταγής, εντούτοις ούτε τα άρθρα αυτά ούτε καμία άλλη διάταξη του κανονισμού ρυθμίζουν άλλες πτυχές, όπως οι λόγοι διακοπής ή αναστολής της προθεσμίας ενόσω αυτή τρέχει. Ως εκ τούτου, και σύμφωνα με το άρθρο 26 του ίδιου κανονισμού, τα κράτη μέλη δικαιούνται να ρυθμίζουν τις πτυχές αυτές και, ως εκ τούτου, να συμπληρώνουν τις δικονομικές πτυχές που δεν διέπονται από τα άρθρα 16 και 20 του κανονισμού 1896/2006.

36      Πάντως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, διευκρινίζεται ότι μολονότι, ελλείψει κανόνων της Ένωσης που διέπουν ορισμένο ζήτημα, εναπόκειται, δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας, στην εσωτερική έννομη τάξη εκάστου κράτους μέλους να τους θεσπίσει, αυτό ισχύει μόνο υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω δικονομικοί κανόνες δεν είναι λιγότερο ευμενείς από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia, C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Όσον αφορά, πρώτον, την τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, του αυστριακού νόμου για την COVID‑19 εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλες τις δικονομικές προθεσμίες στις αστικές υποθέσεις, και τούτο ανεξάρτητα από τη νομική βάση της αίτησης. Ως εκ τούτου, υπό την επιφύλαξη της επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, η ρύθμιση αυτή φαίνεται να διασφαλίζει την ίση μεταχείριση μεταξύ των διαδικασιών εκδόσεως διαταγής πληρωμής που στηρίζονται στο εθνικό δίκαιο και των παρόμοιων διαδικασιών που στηρίζονται στον κανονισμό 1896/2006.

38      Όσον αφορά, δεύτερον, την αρχή της αποτελεσματικότητας, η εθνική δικονομική ρύθμιση πρέπει να θεωρείται σύμφωνη με την αρχή αυτή εφόσον δεν θίγει την ισορροπία που καθιέρωσε ο κανονισμός 1896/2006 μεταξύ των δικαιωμάτων του αιτούντος και του καθού στο πλαίσιο ευρωπαϊκής διαδικασίας διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα, εθνική ρύθμιση η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της προθεσμίας υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων κατά διαταγής πληρωμής, την οποία τάσσει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού, τηρεί την ως άνω αρχή όταν δικαιολογείται από τον σκοπό της διασφάλισης του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας του καθού, χωρίς να καθιστά στην πράξη υπερβολικά δυσχερή την ταχεία και αποτελεσματική είσπραξη των επίμαχων απαιτήσεων. Προς τούτο, η περίοδος κατά την οποία διακόπτεται η προθεσμία πρέπει να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο.

39      Εν προκειμένω, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση ουδόλως έθιξε τις πτυχές που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο εναρμόνισης από τον κανονισμό 1896/2006. Η εθνική ρύθμιση προέβλεψε μόνο μια διακοπή διάρκειας πέντε περίπου εβδομάδων που αντιστοιχούσε, όπως επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Αυστριακή Κυβέρνηση, στην περίοδο κατά την οποία, λόγω του αυστηρού περιορισμού που επιβλήθηκε στην εθνική επικράτεια εξαιτίας της πανδημίας COVID‑19, οι δικαιοδοτικές δραστηριότητες είχαν διαταραχθεί σημαντικά. Όπως επισήμανε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η ρύθμιση αυτή δεν είχε ως αποτέλεσμα την αναβίωση των προθεσμιών υποβολής αντιρρήσεων που είχαν εκπνεύσει πριν από την έναρξη ισχύος της.

40      Υπό την επιφύλαξη της επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, η εθνική δικονομική ρύθμιση φαίνεται συνεπώς να κατέστησε δυνατή την αναβολή της είσπραξης των απαιτήσεων κατά λίγες μόνο εβδομάδες, ενώ παράλληλα διασφάλισε την αποτελεσματική διατήρηση του προβλεπόμενου στο άρθρο 16 του κανονισμού 1896/2006 δικαιώματος εναντιώσεως το οποίο είναι ουσιώδες για την επιδιωκόμενη από τον νομοθέτη της Ένωσης ισορροπία.

41      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 16, 20 και 26 του κανονισμού 1896/2006 έχουν την έννοια ότι εθνική ρύθμιση η οποία θεσπίσθηκε κατά την εμφάνιση της πανδημίας COVID‑19 και προέβλεπε τη διακοπή επί πέντε περίπου εβδομάδες των δικονομικών προθεσμιών σε αστικές υποθέσεις μπορεί να εφαρμοστεί στην προθεσμία των τριάντα ημερών που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού για την υποβολή από τον καθού δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

42      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 16, 20 και 26 του κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2421 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015,

έχουν την έννοια ότι:

εθνική ρύθμιση η οποία θεσπίσθηκε κατά την εμφάνιση της πανδημίας COVID 19 και προέβλεπε τη διακοπή επί πέντε περίπου εβδομάδες των δικονομικών προθεσμιών σε αστικές υποθέσεις μπορεί να εφαρμοστεί στην προθεσμία των τριάντα ημερών που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού για την υποβολή από τον καθού δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.