Language of document : ECLI:EU:C:2015:722

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 22ας Οκτωβρίου 2015 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης — Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 — Άρθρο 1 — Πεδίο εφαρμογής — Έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής — Άρθρο 27 — Εκκρεμοδικία — Αγωγή ασκηθείσα ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους — Εκκρεμής διαδικασία ανακρίσεως — Άρθρο 30 — Ημερομηνία κατά την οποία δικαστήριο λογίζεται ως επιληφθέν της υποθέσεως»

Στην υπόθεση C‑523/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, υποβληθείσα από το Rechtbank Gelderland (Κάτω Χώρες), με απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Νοεμβρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

Aannemingsbedrijf Aertssen NV,

Aertssen Terrassements SA

κατά

VSB Machineverhuur BV,

Van Sommeren Bestrating BV,

Jos van Sommeren,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο του δεύτερου τμήματος, ασκούντα καθήκοντα προέδρου του τρίτου τμήματος, C. Toader (εισηγήτρια), J.‑C. Bonichot, E. Jarašiūnas και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι VSB Machineverhuur BV, Van Sommeren Bestrating BV και J. van Sommeren, εκπροσωπούμενοι από τον R. van Seumeren, advocaat,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Wilderspin και G. Wils,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 1, 27 και 30 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Aannemingsbedrijf Aertssen NV και της Aertssen Terrassements SA, εταιριών βελγικού δικαίου (στο εξής, από κοινού: εταιρίες Aertssen), και, αφετέρου, των VSB Machineverhuur BV και Van Sommeren Bestrating BV, εταιριών ολλανδικού δικαίου, καθώς και του J. van Sommeren (στο εξής, από κοινού: VSB κ.λπ.), όσον αφορά τη συνιστώσα απάτη συμπεριφορά που προσάπτεται στους VSB κ.λπ.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 44/2001 έχει ως ακολούθως:

«Για λόγους αρμονικής απονομής της δικαιοσύνης θα πρέπει να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα παράλληλης εκδίκασης μιας υπόθεσης και να αποφεύγεται η έκδοση ασυμβιβάστων αποφάσεων σε δύο κράτη μέλη. Πρέπει να προβλεφθεί σαφής και αποτελεσματικός μηχανισμός για την επίλυση των περιπτώσεων εκκρεμοδικίας και συνάφειας και για την αποφυγή προβλημάτων που απορρέουν από τις διαφοροποιήσεις στα κράτη μέλη ως προς την ημερομηνία κατά την οποία μια υπόθεση θεωρείται ότι εκκρεμεί. Για τους σκοπούς του ανά χείρας κανονισμού πρέπει να καθοριστεί η ημερομηνία αυτή αυτοτελώς.»

4        Το κεφάλαιο 1 του κανονισμού αυτού, τιτλοφορούμενο «Πεδίο εφαρμογής», περιλαμβάνει μόνον το άρθρο 1, του οποίου η παράγραφος 1 ορίζει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις.»

5        Ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει στο άρθρο 5, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2 του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού αυτού, τιτλοφορούμενο «Ειδικές δικαιοδοσίες», τα εξής:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

[…]      

4)      σε περιπτώσεις αγωγής αποζημίωσης ή αγωγής αποκατάστασης της προτέρας κατάστασης που θεμελιώνεται σε αξιόποινη πράξη, ενώπιον του δικαστηρίου όπου ασκείται η ποινική δίωξη, κατά το μέτρο που σύμφωνα με το δίκαιό του το δικαστήριο αυτό μπορεί να επιληφθεί της πολιτικής αγωγής.

[…]»

6        Ο κανονισμός 44/2001 περιλαμβάνει στο τμήμα 9 του κεφαλαίου II, τιτλοφορούμενο «Εκκρεμοδικία και συνάφεια», τα άρθρα 27 έως 30. Το άρθρο 27 του κανονισμού αυτού έχει ως εξής:

«1.      Αν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διάφορων κρατών μελών, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που επελήφθη πρώτο, αναστέλλει αυτεπάγγελτα την διαδικασία του μέχρις ότου διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

2.      Όταν διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του πρώτου δικαστηρίου.»

7        Κατά το άρθρο 28 του εν λόγω κανονισμού:

«1.      Όταν συναφείς αγωγές εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί μπορεί να αναστείλει την εκδίκαση.

2.      Όταν οι αγωγές αυτές εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί δύναται επίσης, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, υπό την προϋπόθεση ότι το πρώτο δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία και για τις δύο αγωγές και ότι το δίκαιό του επιτρέπει την ένωση συναφών υποθέσεων.

3.      Είναι συναφείς, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, αγωγές που συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά ώστε να υπάρχει συμφέρον να εξετασθούν και να εκδικασθούν ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων αν τυχόν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά.»

8        Το άρθρο 30 του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, ένα δικαστήριο λογίζεται ως επιληφθέν:

1)      από την κατάθεση στο δικαστήριο του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης ή άλλου ισοδύναμου εγγράφου, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κοινοποίηση ή την επίδοση του εγγράφου στον εναγόμενο ή

2)      εάν το έγγραφο πρέπει να κοινοποιηθεί ή να επιδοθεί προτού κατατεθεί στο δικαστήριο, μόλις παραληφθεί από την αρχή που είναι υπεύθυνη για την κοινοποίηση ή την επίδοση, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κατάθεση του εγγράφου στο δικαστήριο.»

 Το ολλανδικό δίκαιο

9        Το άρθρο 700 του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Wetboek van burgerlijke rechtsvordering) ορίζει τα εξής:

«1.      Για την επιβολή συντηρητικής κατασχέσεως απαιτείται άδεια του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκονται ένα ή περισσότερα από τα οικεία αγαθά ή, αν η κατάσχεση δεν αφορά αγαθά, έχει την κατοικία του ο οφειλέτης ή κάθε πρόσωπο εις βάρος του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεση.

2.      Η άδεια ζητείται με δικόγραφο στο οποίο αναγράφεται η φύση της προς διενέργεια κατασχέσεως και του δικαιώματος το οποίο επικαλείται ο αιτών καθώς και, αν το δικαίωμα συνίσταται σε χρηματική απαίτηση, το ποσό της ή, αν η απαίτηση αυτή δεν έχει προσδιορισθεί ακόμη, το ανώτατο ποσό της, υπό την επιφύλαξη των καθοριζομένων από τον νόμο ειδικών απαιτήσεων για κατάσχεση του είδους αυτού. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων αποφαίνεται μετά από συνοπτική εξέταση. […]

3.      Αν δεν έχει ασκηθεί αγωγή κατά την ημερομηνία χορηγήσεως της αδείας, η άδεια χορηγείται υπό την προϋπόθεση ασκήσεως της αγωγής εντός προθεσμίας η οποία πρέπει να καθορισθεί από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά η οποία πρέπει να είναι τουλάχιστον οκτώ ημερών από την επιβολή της κατασχέσεως. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να παρατείνει την προθεσμία αυτή αν ο επισπεύδων την κατάσχεση το ζητήσει πριν την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας. […] Η υπέρβαση της χορηγηθείσας προθεσμίας για την άσκηση αγωγής συνεπάγεται την ακύρωση της κατασχέσεως.

[...]»

 Το βελγικό δίκαιο

10      Ο κώδικας ποινικής δικονομίας περιλαμβάνει, στο πρώτο βιβλίο του, τιτλοφορούμενο «Περί του έργου των διωκτικών αρχών και των αστυνομικών οργάνων που το ασκούν», ένα κεφάλαιο VI, τιτλοφορούμενο «Περί των ανακριτών». Στο κεφάλαιο VI, το άρθρο 63 του κώδικα αυτού ορίζει τα εξής:

«Κάθε πρόσωπο που υποστηρίζει ότι εθίγη από κακούργημα ή πλημμέλημα μπορεί να υποβάλει έγκληση και δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής ενώπιον του αρμοδίου ανακριτή.

Κάθε θύμα που υποβάλλει δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής μπορεί να εξετασθεί, κατόπιν απλού αιτήματος, τουλάχιστον μία φορά, από τον επιφορτισμένο με την υπόθεση ανακριτή.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Στις 26 Μαρτίου 2013, οι εταιρίες Aertssen υπέβαλαν, δυνάμει του άρθρου 63 του κώδικα ποινικής δικονομίας, ενώπιον του ανακριτή του rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen, έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής κατά του Nicolaas Kraaijeveld, της VSB Groep BV, εταιρίας ολλανδικού δικαίου, και των θυγατρικών της Van Sommeren Bestrating BV και VSB Machineverhuur BV, καθώς και κατά της Van Sommeren Bestrating BV, του J. van Sommeren και του X, το δε γράμμα αυτό δηλώνει όλα τα πρόσωπα ως προς τα οποία θα προέκυπταν από την ανάκριση υπόνοιες περί της συμμετοχής τους σε ποινικά αδικήματα, όπως αυτά των οποίων το δικαστήριο επιλαμβάνεται κατόπιν της εγκλήσεως.

12      Η εν λόγω έγκληση αφορούσε ισχυρισμούς περί απάτης. Οι εταιρίες Aertssen επισήμαναν στην έγκληση ότι εκτιμούσαν προσωρινώς τη ζημία τους σε ποσό 200 000 ευρώ περίπου.

13      Στις 26 Απριλίου 2013, οι εταιρίες Aertssen υπέβαλαν ενώπιον του voorzieningenrechter te Arnhem (δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων του Arnhem, Κάτω Χώρες), κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 700 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, αίτηση για τη χορήγηση αδείας συντηρητικής κατασχέσεως εις βάρος των VSB κ.λπ. Η άδεια αυτή χορηγήθηκε αυθημερόν και οι εταιρίες Aertssen προέβησαν στην κατάσχεση αυτή την 1η Μαΐου 2013.

14      Κατόπιν αιτήσεως των VSB κ.λπ., ο voorzieningenrechter te Arnhem, με απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, διέταξε την άρση των επιβληθεισών κατασχέσεων. Στην απόφαση αυτή κρίθηκε ότι έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής δεν ισοδυναμεί με άσκηση αγωγής υπό την έννοια του άρθρου 700, παράγραφος 3, του κώδικα πολιτικής δικονομίας.

15      Στις 19 Ιουλίου 2013, οι εταιρίες Aertssen ζήτησαν εκ νέου από τον voorzieningenrechter te Arnhem να τους χορηγήσει άδεια συντηρητικής κατασχέσεως εις βάρος των VSB κ.λπ. Το δικαστήριο αυτό δέχθηκε την αίτηση αυτή στις 25 Ιουλίου 2013, εξαρτώντας συγχρόνως την άδειά του από την άσκηση αγωγής εντός 30 ημερών από την επιβολή της κατασχέσεως.

16      Οι εταιρίες Aertssen προέβησαν σε νέα συντηρητική κατάσχεση στις 29 Ιουλίου 2013. Προκειμένου να εκπληρωθεί η προϋπόθεση την οποία έθεσε το εν λόγω δικαστήριο, οι εταιρίες Aertssen άσκησαν ενώπιον του Rechtbank Gelderland αγωγή επί της ουσίας, με την οποία ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι οι VSB κ.λπ. είναι υπεύθυνοι για τη ζημία την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν κατόπιν της απάτης που διέπραξαν τα πρόσωπα αυτά και να υποχρεωθούν τα εν λόγω πρόσωπα, προσωρινώς, εν αναμονή του οριστικού καθορισμού του ποσού της ζημίας, να καταβάλουν ποσό 200 000 ευρώ.

17      Οι εταιρίες Aertssen ζητούν πάντως από το Rechtbank Gelderland να κρίνει ότι δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία και να αποφανθεί ότι η έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής η οποία εκκρεμεί στο Βέλγιο ισοδυναμεί με άσκηση αγωγής, υπό την έννοια του άρθρου 700, παράγραφος 3, του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Συναφώς, οι εταιρίες Aertssen υποστηρίζουν, επικαλούμενες το άρθρο 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001, ότι το δικαστήριο αυτό δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν αμφισβητηθεί η διεθνής δικαιοδοσία του βελγικού δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της εγκλήσεως με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, οπότε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να αναστείλει τη διαδικασία αυτεπαγγέλτως, κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου 27.

18      Επικουρικώς, οι εταιρίες αυτές ζητούν από το Rechtbank Gelderland να αναστείλει τη διαδικασία, δυνάμει του άρθρου 28 του κανονισμού αυτού, με την αιτιολογία ότι η υπόθεση της κύριας δίκης είναι συναφής προς την εκκρεμή στο Βέλγιο κατόπιν της εγκλήσεως με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής.

19      Επικουρικότερα, οι εταιρίες Aertssen ζητούν από το δικαστήριο αυτό να αναστείλει αμέσως τη διαδικασία, μέχρις ότου ο ανακριτής του rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen αποφασίσει να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ή να θέσει την υπόθεση στο αρχείο.

20      Οι VSB κ.λπ. υποστηρίζουν ότι η έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής την οποία υπέβαλαν οι εταιρίες Aertssen είναι κυρίως ποινικού χαρακτήρα. Εντεύθεν συνάγουν ότι η υπόθεση της κύριας δίκης δεν εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001. Προσθέτουν ότι η έγκληση αυτή και η αγωγή που ασκήθηκε ενώπιον του Rechtbank Gelderland δεν έχουν ούτε το ίδιο αντικείμενο ούτε την ίδια αιτία.

21      Το Rechtbank Gelderland κρίνει, αφενός, ότι από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού οριοθετείται κατ’ ουσίαν με βάση τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη φύση των εννόμων σχέσεων μεταξύ των διαδίκων ή το αντικείμενο της διαφοράς. Δεδομένου ότι οι εταιρίες Aertssen επιδιώκουν την αποκατάσταση της ζημίας την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν κατόπιν παρανόμων πράξεων τις οποίες προσάπτουν στους VSB κ.λπ., η διαφορά τους θα πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «αστική ή εμπορική υπόθεση», υπό την έννοια του άρθρου 1 του ίδιου κανονισμού. Συνεπώς, ο κανονισμός 44/2001 έχει εφαρμογή επί υποθέσεως όπως αυτή της οποίας έχει επιληφθεί ο ανακριτής του rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen, ακόμη και αν η υπόθεση αυτή εξετάζεται στο πλαίσιο διαδικασίας η οποία είναι κυρίως ποινικής φύσεως.

22      Αφετέρου, η έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής δεν σκοπεί αποκλειστικώς στην έναρξη ανακριτικής διαδικασίας, αλλά έχει επίσης ως σκοπό, στο πλαίσιο της ποινικής διώξεως, να χορηγηθεί αποζημίωση στον εγκαλούντα. Ο σκοπός των εκκρεμών διαδικασιών ενώπιον του ανακριτή του rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen και ενώπιον του Rechtbank Gelderland είναι παρεμφερής. Συναφώς, οι δύο αυτές διαδικασίες αφορούν, ως προς τα υπό εξέταση πραγματικά περιστατικά, πράξεις φερόμενες ως συνιστώσες απάτη, αυτές δε οι πράξεις, κατά τις εταιρίες Aertssen, συνιστούν, ως προς τους κανόνες δικαίου, όχι μόνον ποινικά αδικήματα, αλλά και αστικές αδικοπραξίες. Εξάλλου, η κατατεθείσα στο Βέλγιο έγκληση στρέφεται κατά των εναγομένων ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

23      Συνεπώς, πρέπει να κριθεί αν η έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής η οποία υποβλήθηκε ενώπιον του ανακριτή του rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen πρέπει, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν έχει ακόμη περατωθεί η ανάκριση, να θεωρηθεί ως αγωγή ασκηθείσα ενώπιον δικαστηρίου, υπό την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, σε ποιο χρονικό σημείο το δικαστήριο αυτό επελήφθη της υποθέσεως, υπό την έννοια του άρθρου 30 του κανονισμού αυτού.

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rechtbank Gelderland αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 η υποβληθείσα από τις εταιρίες Aertssen έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, κατά την έννοια των άρθρων 63 επ. του βελγικού κώδικα ποινικής δικονομίας, λαμβανομένων υπόψη του τρόπου υποβολής της και του σταδίου στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία;

      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως:

2)      Έχει το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού την έννοια ότι, για την εφαρμογή του άρθρου αυτού, αγωγή έχει ήδη ασκηθεί ενώπιον αλλοδαπού (εν προκειμένου βελγικού) δικαστηρίου και όταν υποβλήθηκε έγκληση ενώπιον Βέλγου ανακριτή περιέχουσα δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής και η ανάκριση δεν έχει ακόμη περατωθεί;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, σε ποιο χρονικό σημείο θεωρείται, για την εφαρμογή των άρθρων 27, παράγραφος 1, και 30 του εν λόγω κανονισμού 44/2001, ότι ασκήθηκε η αγωγή που απορρέει από έγκληση περιέχουσα δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής και/ή ότι το δικαστήριο επελήφθη της αγωγής αυτής;

4)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, έχει το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 την έννοια ότι η υποβολή εγκλήσεως περιέχουσας δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής μπορεί να έχει ως συνέπεια ότι αγωγή θα καταστεί αργότερα εκκρεμής, κατά τη διάταξη αυτή, ενώπιον βελγικού δικαστηρίου;

5)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, σε ποιο χρονικό σημείο θεωρείται, για την εφαρμογή αντιστοίχως των άρθρων 27, παράγραφος 1, και 30 του κανονισμού 44/2001, ότι ασκήθηκε αγωγή και/ή ότι το δικαστήριο επελήφθη της αγωγής αυτής;

6)      Αν υποτεθεί ότι υποβλήθηκε έγκληση περιέχουσα δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής και ότι ως εκ τούτου, κατά το χρονικό σημείο υποβολής της εγκλήσεως αυτής, ακόμη δεν εκκρεμεί αγωγή κατά την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, αλλά μπορεί να καταστεί εκκρεμής αργότερα, κατά τη διάρκεια της εξετάσεως της υποβληθείσας εγκλήσεως, και τούτο με αναδρομική ισχύ μέχρι το χρονικό σημείο υποβολής της εγκλήσεως, μήπως τότε το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 έχει ως συνέπεια ότι ο δικαστής ενώπιον του οποίου ασκήθηκε αγωγή μετά την υποβολή ενώπιον του Βέλγου δικαστή εγκλήσεως περιέχουσας δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής οφείλει να αναστείλει τη διαδικασία έως ότου διαπιστωθεί αν ασκήθηκε ενώπιον του Βέλγου δικαστή αγωγή κατά την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

25      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 1 του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής υποβληθείσα ενώπιον ανακριτικής αρχής εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, καθόσον έχει, μεταξύ άλλων, ως αντικείμενο τη χρηματική αποζημίωση για την προβαλλόμενη από τον εγκαλούντα ζημία.

26      Υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι, κατά το άρθρο του 1, παράγραφος 1, ο κανονισμός 44/2001 έχει εφαρμογή «σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου».

27      Συνεπώς, κατά τη διάταξη αυτή, οι αποφάσεις που εκδίδονται επί αστικών υποθέσεων από ποινικό δικαστήριο εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Krombach, C‑7/98, EU:C:2000:164, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Εξάλλου, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 προκύπτει ότι μόνον ορισμένες, ρητώς προβλεπόμενες στον κανονισμό αυτόν, υποθέσεις εξαιρούνται από την έννοια των αστικών και εμπορικών υποθέσεων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Mahamdia, C‑154/11, EU:C:2012:491, σκέψη 38).

29      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προς διασφάλιση, στο μέτρο του δυνατού, της ισότητας και της ομοιομορφίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τον εν λόγω κανονισμό για τα κράτη μέλη και για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, ο όρος «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως απλή παραπομπή στο εσωτερικό δίκαιο κάποιου από τα οικεία κράτη. Πρόκειται, αντιθέτως, για αυτοτελή έννοια, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα, αφενός, τους σκοπούς και το σύστημα του κανονισμού 44/2001 και, αφετέρου, τις γενικές αρχές που απορρέουν από το σύνολο των εθνικών έννομων τάξεων (αποφάσεις Schneider, C‑386/12, EU:C:2013:633, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και flyLAL-Lithuanian Airlines, C‑302/13, EU:C:2014:2319, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Προκειμένου να κριθεί αν μια διαφορά εμπίπτει ή όχι στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, πρέπει να εξεταστούν τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη φύση των εννόμων σχέσεων μεταξύ των διαδίκων ή το αντικείμενο της συγκεκριμένης διαφοράς (απόφαση flyLAL-Lithuanian Airlines, C‑302/13, EU:C:2014:2319, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Συναφώς, στη σκέψη 19 της αποφάσεως Sonntag (C‑172/91, EU:C:1993:144), το Δικαστήριο έκρινε ότι, ακόμη και αν αστική αγωγή συναρτάται προς ποινική δίκη, η αγωγή αυτή, ασκηθείσα προς αποκατάσταση της προκληθείσας σε ιδιώτη ζημίας συνεπεία ποινικού αδικήματος, διατηρεί τον αστικό χαρακτήρα της. Πράγματι, στα νομικά συστήματα των συμβαλλομένων κρατών, η αξίωση προς αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας συνεπεία συμπεριφοράς που κρίνεται κολάσιμη κατά το ποινικό δίκαιο αναγνωρίζεται γενικώς ως αξίωση αστικού χαρακτήρα.

32      Εν προκειμένω, μολονότι η έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής σκοπεί στην κίνηση της ποινικής διώξεως και μολονότι η ανάκριση την οποία διεξάγει το επιληφθέν βελγικό δικαστήριο έχει ποινικό χαρακτήρα, γεγονός παραμένει ότι έχει επίσης ως σκοπό την επίλυση διαφοράς μεταξύ ιδιωτών ως προς την αποκατάσταση της ζημίας την οποία ο ένας από αυτούς εκτιμά ότι υπέστη λόγω της συνιστώσας απάτη συμπεριφοράς των άλλων. Συνεπώς, η έννομη σχέση μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου» και, επομένως, εμπίπτει στην έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» κατά τον κανονισμό 44/2001 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Realchemie Nederland, C‑406/09, EU:C:2011:668, σκέψη 41).

33      Εξάλλου, το γενικό σύστημα του κανονισμού αυτού δεν επιβάλει κατ’ ανάγκην τη σύνδεση της εκβάσεως ενός παρεπόμενου αιτήματος προς την έκβαση του κυρίου αιτήματος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση de Cavel, 120/79, EU:C:1980:70, σκέψεις 7 έως 9).

34      Ειδικότερα, το άρθρο 5, παράγραφος 4, του κανονισμού 44/2001 παρέχει σε ποινικό δικαστήριο, των οποίων οι αποφάσεις εξαιρούνται προδήλως από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, τη δικαιοδοσία για την εκδίκαση της παρεπόμενης προς την ποινική δίωξη αστικής αγωγής, με συνέπεια ότι η εκδοθείσα επί της αγωγής αυτής απόφαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού. Συνεπώς, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού η αγωγή αποζημιώσεως που είναι παρεπόμενη προς την ποινική δίωξη η οποία, λόγω της ποινικής φύσεώς της, εξαιρείται από το πεδίο αυτό.

35      Συνεπώς, μολονότι αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα ενώπιον ποινικού δικαστηρίου είναι παρεπόμενη προς την ποινική δίωξη, μια τέτοια αγωγή εμπίπτει στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

36      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το άρθρο 1 του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής υποβληθείσα ενώπιον ανακριτικής αρχής εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, καθόσον έχει ως αντικείμενο τη χρηματική αποζημίωση για την προβαλλόμενη από τον εγκαλούντα ζημία.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

37      Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι αγωγή έχει ασκηθεί, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, όταν έχει υποβληθεί έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής ενώπιον ανακριτικής αρχής, μολονότι δεν έχει ακόμη περατωθεί η ανάκριση επί της οικείας υποθέσεως.

38      Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι οι έννοιες που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 27 του εν λόγω κανονισμού, για να ορισθεί η εκκρεμοδικία, πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς, με γνώμονα το σύστημα και τους σκοπούς του ίδιου κανονισμού (απόφαση Cartier parfums-lunettes και Axa Corporate Solutions assurances, C‑1/13, EU:C:2014:109, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Ένας εκ των σκοπών του κανονισμού 44/2001, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη του 15, είναι να μειωθεί στο ελάχιστο η πιθανότητα διεξαγωγής παράλληλων διαδικασιών και να αποτραπεί το ενδεχόμενο εκδόσεως ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων σε περίπτωση κατά την οποία δικαστήρια πλειόνων κρατών έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της ίδιας διαφοράς. Προς τούτο, βούληση του νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν να προβλέψει σαφή και αποτελεσματικό μηχανισμό για την επίλυση των περιπτώσεων εκκρεμοδικίας. Εντεύθεν συνάγεται ότι, για να επιτευχθούν οι σκοποί αυτοί, το άρθρο 27 του εν λόγω κανονισμού 44/2001 πρέπει να τυγχάνει ευρείας ερμηνείας (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Mærsk Olie & Gas, C‑39/02, EU:C:2004:615, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Cartier parfums-lunettes και Axa Corporate Solutions assurances, C‑1/13, EU:C:2014:109, σκέψη 40).

40      Κατά το άρθρο 27 του εν λόγω κανονισμού, το άρθρο αυτό έχει εφαρμογή όταν οι διάδικοι δύο διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών κρατών μελών είναι οι ίδιοι και όταν οι οικείες αγωγές έχουν το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία, σημειωτέον δε ότι διάταξη αυτή δεν θέτει καμία επιπλέον προϋπόθεση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Gubisch Maschinenfabrik, 144/86, EU:C:1987:528, σκέψη 14).

41      Όσον αφορά, πρώτον, την ταύτιση των διαδίκων, υπό την έννοια του άρθρου 27 του κανονισμού 44/2001, από τις αποφάσεις Sonntag (C‑172/91, EU:C:1993:144, σκέψη 19) και de Cavel (120/79, EU:C:1980:70, σκέψεις 7 έως 9) προκύπτει ότι το δικαίωμα αποκαταστάσεως της ζημίας που έχει προκληθεί από συμπεριφορά για την οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη διατηρεί την αστική φύση του στο μέτρο που το γενικό σύστημα του κανονισμού αυτού δεν επιβάλλει κατ’ ανάγκην τη σύνδεση της εκβάσεως ενός παρεπόμενου αιτήματος προς την έκβαση του κυρίου αιτήματος. Η ταύτισή τους πρέπει να νοηθεί ανεξαρτήτως της θέσεως του ενός ή του ετέρου διαδίκου στις δύο διαδικασίες (απόφαση Tatry, C‑406/92, EU:C:1994:400, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42      Εν προκειμένω, το γεγονός ότι δεν απόκειται στους διαδίκους της πολιτικής αγωγής να κινήσουν την ποινική δίωξη δεν επηρεάζει την ταύτιση των διαδίκων αυτών με τους ενάγοντες και τους εναγομένους της δίκης που κινήθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, καθόσον κατονομάζονται επίσης στην έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής της οποίας έχει επιληφθεί ο ανακριτής του rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen.

43      Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτία, κατά το άρθρο 27 του κανονισμού 44/2001, η έννοια αυτή περιλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά και τον κανόνα δικαίου των οποίων γίνεται επίκληση προς στήριξη της αγωγής (βλ., υπό την έννοια αυτή, Mærsk Olie & Gas, C‑39/02, EU:C:2004:615, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44      Εν προκειμένω, στο πλαίσιο των δύο παραλλήλων δικών, δεν αμφισβητείται ότι οι εταιρίες Aertssen εκτιμούν ότι υπέστησαν ζημία λόγω πράξεων που συνιστούν απάτη. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν αποκλείεται οι δίκες αυτές να έχουν την ίδια αιτία, πράγμα το οποίο εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει, βάσει αναλύσεως του συνόλου των πραγματικών περιστατικών και των κανόνων δικαίου των οποίων γίνεται επίκληση.

45      Όσον αφορά, τρίτον, το αντικείμενο, υπό την έννοια του άρθρου 27 του κανονισμού 44/2001, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι αυτό συνίσταται στον σκοπό της αγωγής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Gantner Electronic, C‑111/01, EU:C:2003:257, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η τελευταία αυτή έννοια δεν μπορεί να περιοριστεί στην τυπική ταύτιση των αγωγών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Gubisch Maschinenfabrik, 144/86, EU:C:1987:528, σκέψη 17) και ερμηνεύεται ευρέως [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Nipponkoa Insurance Co. (Europe), C‑452/12, EU:C:2013:858, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

46      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι εταιρίες Aertssen ζητούν την αποκατάσταση της ζημίας τους, προσωρινώς εκτιμώμενης σε 200 000 ευρώ περίπου.

47      Συνεπώς, υπό την επιφύλαξη ελέγχου εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου, προφανώς πληρούνται όλα τα κριτήρια που απαριθμούνται στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως.

48      Εξάλλου, υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι ο μηχανισμός τον οποίο θεσπίζει ο κανονισμός 44/2001 για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων εκκρεμοδικίας έχει αντικειμενικό και αυτόματο χαρακτήρα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Gantner Electronic, C‑111/01, EU:C:2003:257, σκέψη 30) και στηρίζεται στη χρονολογική σειρά κατά την οποία έχουν επιληφθεί της υποθέσεως τα συγκεκριμένα δικαστήρια (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Weber, C‑438/12, EU:C:2014:212, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και, κατ’ αναλογίαν, A, C‑489/14, EU:C:2015:654, σκέψη 30).

49      Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, στο μέτρο που δεν προβλέπει καμία εξαίρεση, το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 αφορά το σύνολο των αγωγών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού. Εξάλλου, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως, έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής υποβληθείσα ενώπιον ανακριτικής αρχής εμπίπτει στο εν λόγω πεδίο εφαρμογής.

50      Τέλος, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 27 του κανονισμού 44/2001 πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην ελαχιστοποίηση της πιθανότητας διεξαγωγής παράλληλων διαδικασιών και στην αποτροπή του ενδεχομένου εκδόσεως ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων, να τυγχάνει ευρείας ερμηνείας. Εφόσον ένα πρόσωπο παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον ανακριτικής αρχής, η υποβολή της υποθέσεως στην κρίση κάθε άλλου δικαστηρίου κράτους μέλους στο πλαίσιο αστικής δίκης, κινηθείσας κατόπιν αγωγής αφορώσας τους ίδιους διαδίκους και έχουσας την ίδια αιτία και το ίδιο αντικείμενο, θα κατέληγε, αν αποκλειόταν η εφαρμογή του άρθρου αυτού, στη διεξαγωγή παραλλήλων δικών και θα συνεπαγόταν τον κίνδυνο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, πράγμα το οποίο θα αντέβαινε στον εν λόγω σκοπό.

51      Συναφώς, όπως υπογραμμίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, το ότι εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα ως προς την έκβαση της ανακρίσεως δεν ασκεί επιρροή. Πράγματι, μια τέτοια αβεβαιότητα αποτελεί ίδιον κάθε είδους εκκρεμούς ένδικης προσφυγής και, συνεπώς, υφίσταται σε κάθε περίπτωση κατά την οποία είναι δυνατό να υπάρξει εκκρεμοδικία.

52      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι αγωγή έχει ασκηθεί, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, όταν έχει υποβληθεί έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής ενώπιον ανακριτικής αρχής, μολονότι δεν έχει ακόμη περατωθεί η ανάκριση επί της οικείας υποθέσεως.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

53      Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί πώς πρέπει να ερμηνευθούν τα άρθρα 27, παράγραφος 1, και 30 του κανονισμού 44/2001, προκειμένου να προσδιορισθεί, όταν ένα πρόσωπο υποβάλλει έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής ενώπιον ανακριτικής αρχής, η ημερομηνία κατά την οποία το οικείο δικαστήριο λογίζεται ως επιληφθέν, υπό την έννοια των διατάξεων αυτών.

54      Αφενός, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, σε περίπτωση εκκρεμοδικίας ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών κρατών μελών κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που επελήφθη πρώτο αναστέλλει αυτεπαγγέλτως την ενώπιόν του διαδικασία μέχρις ότου διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο. Αφετέρου, το άρθρο 27, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι, εφόσον διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει επιληφθεί πρώτο οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του πρώτου δικαστηρίου.

55      Επιπλέον, εφόσον συντρέχουν οι περιγραφόμενες στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως ουσιαστικές προϋποθέσεις, υφίσταται εκκρεμοδικία αφότου δύο δικαστήρια διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών επιληφθούν οριστικώς αγωγών, δηλαδή πριν προβάλουν τα επιχειρήματά τους οι εναγόμενοι (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Gantner Electronic, C‑111/01, EU:C:2003:257, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

56      Στον κανονισμό 44/2001 δεν προσδιορίζεται υπό ποιες προϋποθέσεις πρέπει να γίνεται δεκτό ότι έχει «διαπιστωθεί» η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο της υποθέσεως, κατά την έννοια του άρθρου 27 του κανονισμού αυτού (απόφαση Cartier parfums-lunettes και Axa Corporate Solutions assurances, C‑1/13, EU:C:2014:109, σκέψη 31). Πάντως, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, ο δικονομικός κανόνας τον οποίο προβλέπει το άρθρο αυτό στηρίζεται στη χρονολογική σειρά κατά την οποία έχουν επιληφθεί της υποθέσεως τα συγκεκριμένα δικαστήρια.

57      Το άρθρο 30 του εν λόγω κανονισμού ορίζει κατά τρόπο ομοιόμορφο και αυτοτελή την ημερομηνία κατά την οποία ένα δικαστήριο λογίζεται ως επιληφθέν, για την εφαρμογή του άρθρου 9 του κεφαλαίου ΙI του κανονισμού αυτού, το οποίο αφορά την εκκρεμοδικία. Κατά το άρθρο αυτό, ένα δικαστήριο επιλαμβάνεται είτε από της καταθέσεως του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης ή άλλου ισοδυνάμου εγγράφου, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κοινοποίηση ή την επίδοση του εγγράφου στον εναγόμενο, είτε, αν το έγγραφο πρέπει να κοινοποιηθεί ή να επιδοθεί προτού κατατεθεί στο δικαστήριο, μόλις παραληφθεί από την αρχή που είναι υπεύθυνη για την κοινοποίηση ή την επίδοση, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κατάθεση του εγγράφου στο δικαστήριο. Συνεπώς, προβλέπονται δύο τρόποι για να επιληφθούν της υποθέσεως τα εθνικά δικαστήρια, με κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου ενώπιον του δικαστηρίου ή με την κοινοποίηση ή την επίδοση του δικογράφου.

58      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται να εξετάσει το αιτούν δικαστήριο, εν προκειμένω, αν οι εταιρίες Aertssen υπείχαν, κατά την υποβολή της εγκλήσεώς τους με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, δυνάμει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως ή επιδόσεως της εγκλήσεως αυτής.

59      Ελλείψει τέτοιας υποχρεώσεως προηγούμενης κοινοποιήσεως ή επιδόσεως, θα πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ανακριτική αρχή του rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen επελήφθη της υποθέσεως κατά την ημερομηνία της ενώπιόν της υποβολής της εν λόγω εγκλήσεως με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι οι εταιρίες Aertssen δεν παρέλειψαν να λάβουν τα μέτρα τα οποία ήταν υποχρεωμένες να λάβουν, πάντοτε κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, προκειμένου το κατατεθέν δικόγραφο να κοινοποιηθεί η να επιδοθεί στη συνέχεια στους εναγομένους. Πράγματι, προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής ότι οι εταιρίες Aertssen υπέβαλαν την έγκλησή τους με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής κατά εναγομένων των οποίων η ταυτότητα είναι γνωστή, δηλαδή κατά των προσώπων που κατονομάζονται στη σκέψη 11 της παρούσας αποφάσεως.

60      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 30 του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι, όταν ένα πρόσωπο υποβάλλει έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής ενώπιον ανακριτικής αρχής, διά της καταθέσεως δικογράφου το οποίο δεν πρέπει, κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, να κοινοποιηθεί ή να επιδοθεί πριν την κατάθεση αυτή, η ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να θεωρηθεί ότι το δικαστήριο αυτό έχει επιληφθεί της υποθέσεως είναι η ημερομηνία υποβολής της εγκλήσεως.

 Επί του τετάρτου, πέμπτου και έκτου ερωτήματος

61      Δεδομένου ότι το τέταρτο ερώτημα υποβλήθηκε για την περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα και ότι στο ερώτημα αυτό δόθηκε καταφατική απάντηση, παρέλκει η απάντηση στο τέταρτο ερώτημα. Κατόπιν των απαντήσεων που δόθηκαν στο πρώτο, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα, παρέλκει ωσαύτως η απάντηση στο πέμπτο και στο έκτο ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

62      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής υποβληθείσα ενώπιον ανακριτικής αρχής εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, καθόσον έχει ως αντικείμενο τη χρηματική αποζημίωση για την προβαλλόμενη από τον εγκαλούντα ζημία.

2)      Το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι αγωγή έχει ασκηθεί, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, όταν έχει υποβληθεί έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής ενώπιον ανακριτικής αρχής, μολονότι δεν έχει ακόμη περατωθεί η ανάκριση επί της οικείας υποθέσεως.

3)      Το άρθρο 30 του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι, όταν ένα πρόσωπο υποβάλλει έγκληση με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής ενώπιον ανακριτικής αρχής, διά της καταθέσεως δικογράφου το οποίο δεν πρέπει, κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, να κοινοποιηθεί ή να επιδοθεί πριν την κατάθεση αυτή, η ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να θεωρηθεί ότι το δικαστήριο αυτό έχει επιληφθεί της υποθέσεως είναι η ημερομηνία υποβολής της εγκλήσεως.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.