Language of document : ECLI:EU:C:2009:395

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 25ης Ιουνίου 2009 (*)

«Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Έννοια του όρου “ένδικη διαφορά” – Κανονισμός (ΕΚ) 1348/2000 – Επίδοση και κοινοποίηση εξωδίκων πράξεων εκτός ένδικης διαδικασίας – Συμβολαιογραφική πράξη»

Στην υπόθεση C‑14/08,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 68 ΕΚ, που υπέβαλε το Juzgado de Primera Instancia e Instrucción n° 5 de San Javier (Ισπανία) με απόφαση της 3ης Ιανουαρίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Ιανουαρίου 2008, στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής που άσκησε η

Roda Golf & Beach Resort SL,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, J. Klučka, U. Lõhmus, P. Lindh και A. Arabadjiev (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: R. Grass

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Roda Golf & Beach Resort SL, εκπροσωπούμενη από την E. López Ayuso, abogada,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. López-Medel Bascones,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Lumma και την J. Kemper,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη Σ. Χαλά,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Adam, επικουρούμενο από τη W. Ferrante, avvocato dello Stato,

–        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. Balode-Buraka και E Eihmane,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Iván,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Dowgielewicz,

–        η Σλοβακική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Čorba,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους V. Joris και F. Jimeno Fernández,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Μαρτίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 160, σ. 37).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής την οποία άσκησε ενώπιον του Juzgado de Primera Instancia e Instrucción n° 5 de San Javier (πέμπτου μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας του San Javier) η Roda Golf & Beach Resort SL (στο εξής: Roda Golf) κατά της αποφάσεως του γραμματέα του δικαστηρίου αυτού περί απορρίψεως της αιτήσεως να κοινοποιηθεί, εκτός ένδικης διαδικασίας, σε αποδέκτες εγκατεστημένους στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ιρλανδία, συμβολαιογραφική πράξη κοινοποιήσεως και οχλήσεως με την οποία γνωστοποιούνταν η εκ μέρους της Roda Golf καταγγελία δεκαέξι συμβάσεων πωλήσεως ακινήτου που είχε συνάψει η εταιρία αυτή με καθένα από τους εν λόγω αποδέκτες.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το κοινοτικό και το διεθνές δίκαιο

3        Με πράξη του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, της 26ης Μαΐου 1997, καταρτίσθηκε, βάσει του άρθρου K.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (τα άρθρα K έως K.9 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 29 ΕΕ έως 42 ΕΕ), η σύμβαση για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ C 261, σ. 1, στο εξής: σύμβαση καταρτισθείσα βάσει του άρθρου K.3 της Συνθήκης ΕΕ).

4        Η σύμβαση αυτή δεν τέθηκε σε ισχύ. Καθόσον οι διατάξεις του κανονισμού 1348/2000 στηρίζονται στις διατάξεις της εν λόγω συμβάσεως, η επεξηγηματική έκθεσή της (ΕΕ 1997, C 261, σ. 26) μνημονεύεται στο προοίμιο του κανονισμού αυτού.

5        Ο κανονισμός 1348/2000 διέπει την επίδοση και την κοινοποίηση μεταξύ των κρατών μελών δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

6        Η δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού έχει ως εξής:

«Η καλή [εύρυθμη] λειτουργία της εσωτερικής αγοράς απαιτεί την καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση μεταξύ των κρατών μελών των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων προς επίδοση και κοινοποίηση σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.»

7        Η έκτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

«Η αποτελεσματικότητα και η ταχύτητα των δικαστικών διαδικασιών στον αστικό τομέα συνεπάγεται την άμεση και ταχεία διαβίβαση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων μεταξύ τοπικών υπηρεσιών οριζομένων από τα κράτη μέλη. [...]»

8        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1348/2000, «κάθε κράτος μέλος ορίζει τους δημόσιους λειτουργούς, αρχές ή άλλα πρόσωπα (στο εξής: υπηρεσίες διαβίβασης), που είναι αρμόδια για τη διαβίβαση των δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων οι οποίες πρέπει να επιδοθούν ή να κοινοποιηθούν σε άλλο κράτος μέλος.» Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, τα κράτη μέλη κοινοποιούν τα στοιχεία αυτά στην Επιτροπή, η οποία τα δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα.

9        Από τις ανακοινώσεις στις οποίες προέβη το Βασίλειο της Ισπανίας σύμφωνα με το άρθρο 23 (ΕΕ 2001, C 151, σ. 4, που τροποποιήθηκε με το ΕΕ C 202), προκύπτει ότι, στην Ισπανία, οι υπηρεσίες διαβιβάσεως είναι οι γραμματείς (Secretarios Judiciales) των διαφόρων μονομελών (Juzgados) και πολυμελών (Tribunales) δικαστηρίων.

10      Το άρθρο 16 του κανονισμού 1348/2000, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο III του κανονισμού αυτού που φέρει τον τίτλο «Εξώδικες πράξεις», ορίζει τα εξής:

«Οι εξώδικες πράξεις μπορούν να διαβιβασθούν σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.»

11      Το άρθρο 17, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού προβλέπει την κατάρτιση καταλόγου των πράξεων που δύνανται να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται κατ’ εφαρμογήν του παρόντος κανονισμού.

12      Ο κατάλογος αυτός αποτελεί το παράρτημα II της αποφάσεως 2001/781/ΕΚ της Επιτροπής, της 25ης Σεπτεμβρίου 2001, σχετικά με την κατάρτιση εγχειριδίου των υπηρεσιών παραλαβής και [καταλόγου] των πράξεων που μπορούν να κοινοποιηθούν ή να επιδοθούν, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 (ΕΕ L 298, σ. 1, και διορθωτικά, ΕΕ 2002, L 31, σ. 88, και ΕΕ 2003, L 60, σ. 3), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2007/500/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Ιουλίου 2007 (ΕΕ L 185, σ. 24). Περιλαμβάνει τα στοιχεία που διαβίβασαν τα κράτη μέλη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1348/2000. Όσον αφορά την Ισπανία, επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι «στις εξώδικες πράξεις που μπορούν να επιδοθούν περιλαμβάνονται τα μη δικαστικά έγγραφα που εκδίδουν οι αρμόδιες για την επίδοση δημόσιες αρχές βάσει του ισπανικού δικαίου».

13      Ο κανονισμός 1348/2000 αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως εντός των κρατών μελών δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων) και κατάργησης του κανονισμού 1348/2000 (ΕΕ L 324, σ. 79), του οποίου το σύνολο των διατάξεων τέθηκε σε ισχύ στις 13 Νοεμβρίου 2008.

14      Η Σύμβαση της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στην αλλοδαπή δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθιερώνει μηχανισμό διοικητικής συνεργασίας για την επίδοση ή την κοινοποίηση εγγράφων με τη μεσολάβηση κεντρικής αρχής. Το άρθρο 17 της συμβάσεως αυτής αφορά την επίδοση και την κοινοποίηση εξωδίκων πράξεων.

15      Σύμφωνα με το άρθρο του 20, παράγραφος 1, ο κανονισμός 1348/2000 υπερισχύει των διατάξεων της Συμβάσεως της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965.

 Το εθνικό δίκαιο

16      Με τα άρθρα 223 και 224 του νόμου 1/2000, περί πολιτικής δικονομίας (Ley 1/2000, de Enjuiciamiento Civil), της 7ης Ιανουαρίου 2000 (BOE αριθ. 7, της 8ης Ιανουαρίου 2000, σ. 575, στο εξής: LEC), καθορίζεται το νομικό καθεστώς που διέπει τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι γραμματείς των πολιτικών δικαστηρίων και το οποίο έχει ως εξής:

«Άρθρο 223. Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας

1.      Ο γραμματέας λαμβάνει τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που είναι αναγκαία προκειμένου να κινηθεί η διαδικασία εντός του πλαισίου που ορίζει ο νόμος.

2.      Τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας περιλαμβάνουν διατακτικό, όνομα του γραμματέα που προβαίνει στη λήψη τους, ημερομηνία και υπογραφή του γραμματέα.

Άρθρο 224. Έλεγχος των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας

1.      Είναι αυτοδικαίως άκυρα τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας τα οποία επιλύουν ζητήματα που, σύμφωνα με τον νόμο, πρέπει να επιλύονται με δικαστική εντολή, διάταξη ή απόφαση.

2.      Πέραν των περιπτώσεων της ανωτέρω παραγράφου, τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας μπορούν επίσης να ακυρωθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματος του διαδίκου τον οποίον βλάπτουν, οσάκις παραβιάζουν νομική διάταξη ή ρυθμίζουν ζητήματα τα οποία, βάσει των όσων προβλέπει ο παρών νόμος, πρέπει να επιλύονται αποκλειστικά δια δικαστικής πράξεως.

3.      Οι ακυρότητες της προηγούμενης παραγράφου μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή.»

17      Όσον αφορά τη διαλαμβανόμενη στο άρθρο 224 του LEC ανακοπή, το άρθρο 454 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«Άρθρο 454. Η διάταξη που εκδίδεται επί της ανακοπής δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα

Εκτός των περιπτώσεων στις οποίες προβλέπεται η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά της αρνήσεως να επιτραπεί η άσκηση εφέσεως, η διάταξη επί της ανακοπής δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, υπό την επιφύλαξη να τεθεί εκ νέου το ζήτημα που αποτελεί το αντικείμενο της ανακοπής στο πλαίσιο της προσβολής της οριστικής αποφάσεως.»

18      Κατά το άρθρο 455 του LEC, οι διατάξεις των Juzgados de Primera Instancia υπόκεινται σε έφεση, υπό την προϋπόθεση ότι είναι «οριστικές» ή ότι «ο νόμος το προβλέπει ρητώς».

 Η υπόθεση της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

19      Στις 2 Νοεμβρίου 2007, η Roda Golf, εταιρία ισπανικού δικαίου, ζήτησε από τον γραμματέα του αιτούντος δικαστηρίου να διαβιβάσει, βάσει του κανονισμού 1348/2000, στις αρμόδιες υπηρεσίες παραλαβής του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και της Ιρλανδίας δεκαέξι επιστολές απευθυνόμενες σε αποδέκτες εγκατεστημένους στα δύο αυτά κράτη μέλη. Οι επιστολές αυτές ενημέρωναν τους αποδέκτες για την καταγγελία συμβάσεων πωλήσεως ακινήτου που είχαν συναφθεί μεταξύ της εταιρίας αυτής και των εν λόγω αποδεκτών. Από το περιεχόμενο των επιστολών αυτών δεν προκύπτει σχέση με εκκρεμή ένδικη διαδικασία.

20      Όπως προκύπτει από τη δικογραφία που διαβίβασε στο Δικαστήριο το αιτούν δικαστήριο και όπως ισχυρίζεται με τις παρατηρήσεις της η ανακόπτουσα της διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, η Roda Golf προέβη στη κατάρτιση ενώπιον συμβολαιογράφου με έδρα το San Javier πράξεως κοινοποιήσεως και οχλήσεως, η οποία έλαβε τον αριθμό 111 του πρωτοκόλλου του συμβολαιογράφου και με την οποία ζητούσε από αυτόν να κοινοποιήσει την πράξη αυτή μέσω του γραμματέα, δηλαδή της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με την ανακοίνωση στην οποία προέβη το Βασίλειο της Ισπανίας βάσει του άρθρου 23 του κανονισμού 1348/2000.

21      Ο γραμματέας αρνήθηκε να διαβιβάσει την επίμαχη πράξη για τον λόγο ότι εκ μέρους του κοινοποίηση γίνεται μόνο στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας και ότι, επομένως, η προκειμένη περίπτωση δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1348/2000.

22      Η Roda Golf άσκησε ανακοπή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι οι εξώδικες πράξεις μπορούν, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1348/2000, να κοινοποιούνται εκτός ένδικης διαδικασίας.

23      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de Primera Instancia e Instrucción n° 5 de San Javier αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1348/2000 [...] η κοινοποίηση αμιγώς εξωδίκων πράξεων σε περίπτωση κατά την οποία διενεργείται μεταξύ ιδιωτών δια της προσφυγής τους στα μέσα διοικητικής υποστηρίξεως και προσωπικού των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, χωρίς να κινηθεί οποιαδήποτε ένδικη διαδικασία;

2)      Καλύπτει το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1348/2000 μόνον τη δικαστική συνεργασία μεταξύ κρατών μελών στο πλαίσιο εκκρεμούς ένδικης διαδικασίας [άρθρα 61, στοιχείο γ΄, ΕΚ, 67, παράγραφος 1, ΕΚ και 65 ΕΚ και έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1348/2000];»

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

24      Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προβάλλει δύο ενστάσεις αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου να δώσει απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα. Πρώτον, ισχυρίζεται ότι η απόφαση την οποία θα εκδώσει το αιτούν δικαστήριο επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί θα συνιστά οριστική απόφαση κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί έφεση, κατά το άρθρο 455 του LEC. Ως εκ τούτου, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι, κατά την Επιτροπή, απαράδεκτη για τον λόγο ότι, κατά το άρθρο 68 ΕΚ, μόνον τα εθνικά δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα μπορούν να υποβάλλουν στο Δικαστήριο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως βάσει του τίτλου IV του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΕΚ.

25      Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, κατά το άρθρο 68 ΕΚ, οσάκις εγείρεται ζήτημα που αφορά την ερμηνεία πράξεων των οργάνων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, βάσει του εν λόγω τίτλου IV, σε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους οι αποφάσεις του οποίου δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, το δικαστήριο αυτό, εάν κρίνει ότι η απόφαση επί του ζητήματος αυτού είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του αποφάσεως, παραπέμπει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ’ αυτού.

26      Τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στην υπό κρίση υπόθεση αφορούν την ερμηνεία του κανονισμού 1348/2000. Δεδομένου ότι ο κανονισμός αυτός εκδόθηκε από το Συμβούλιο βάσει των άρθρων 61, στοιχείο β΄, ΕΚ και 67, παράγραφος 1, ΕΚ, τα οποία περιλαμβάνονται στο τρίτο μέρος, τίτλος IV, της Συνθήκης ΕΚ, το άρθρο 68 ΕΚ έχει, συνεπώς, εν προκειμένω εφαρμογή.

27      Υπό τις συνθήκες αυτές, μόνον εθνικό δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου μπορεί να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του εν λόγω κανονισμού.

28      Συναφώς, ο γενικός εισαγγελέας επισήμανε, στο σημείο 41 των προτάσεών του, ότι υφίσταται σε ορισμένο βαθμό διχογνωμία όσον αφορά την ισπανική νομολογία επί του ζητήματος της δυνατότητας ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά αποφάσεως όπως αυτή που θα εκδώσει το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση της διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκαν τα ερωτήματα. Μολονότι η Επιτροπή επικαλείται συναφώς ορισμένες διατάξεις εθνικών δικαστηρίων που επιτρέπουν την άσκηση ένδικου μέσου, εντούτοις υπάρχει όχι μόνον αντίθετη νομολογία, αλλά και σχετική διχογνωμία στη νομική θεωρία, καθόσον ένα τμήμα της εκτιμά ότι είναι αδύνατη η άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας.

29      Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί της διχογνωμίας αυτής. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε στην αίτησή του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ότι με την απόφαση που θα εκδώσει στην υπόθεση της κύριας δίκης θα αποφανθεί σε τελευταίο βαθμό.

30      Ως εκ τούτου, η πρώτη ένσταση αναρμοδιότητας της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

31      Δεύτερον, η Επιτροπή φρονεί ότι το αιτούν δικαστήριο δεν έχει επιληφθεί ένδικης διαφοράς, αλλά «εξωδικαστικής επιλύσεως διαφοράς». Επομένως, το Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να αποφανθεί επί των υποβληθέντων ερωτημάτων, καθόσον αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο υποθέσεως στην οποία ο εθνικός δικαστής ενεργεί ως διοικητική αρχή και δεν ασκεί δικαιοδοτική αρμοδιότητα.

32      Από τον υποβληθέντα στο Δικαστήριο φάκελο προκύπτει ότι τα προδικαστικά ερωτήματα τέθηκαν στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής που ασκήθηκε κατά της αρνήσεως γραμματέα να κοινοποιήσει την επίμαχη πράξη. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, μοναδικός διάδικος είναι η ανακόπτουσα.

33      Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι το άρθρο 234 ΕΚ, το οποίο έχει εφαρμογή στον τίτλο IV του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΕΚ βάσει του άρθρου 68 ΕΚ, δεν εξαρτά την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο από τον κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρα της διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας το εθνικό δικαστήριο υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα (βλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 1994, C-18/93, Corsica Ferries, Συλλογή 1994, σ. I-1783, σκέψη 12).

34      Εντούτοις, από το προπαρατεθέν άρθρο 234 ΕΚ προκύπτει ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να υποβάλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο μόνον εφόσον εκκρεμεί ενώπιόν τους διαφορά και εφόσον καλούνται να αποφανθούν στο πλαίσιο διαδικασίας που πρόκειται να καταλήξει στην έκδοση αποφάσεως δικαιοδοτικού χαρακτήρα (βλ. διατάξεις της 18ης Ιουνίου 1980, 138/80, Borker, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 315, σκέψη 4, και της 5ης Μαρτίου 1986, 318/85, Greis Unterweger, Συλλογή 1986, σ. 955, σκέψη 4· αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1995, C-111/94, Job Centre, Συλλογή 1995, σ. I‑3361, σκέψη 9, και της 14ης Ιουνίου 2001, C-178/99, Salzmann, Συλλογή 2001, σ. I-4421, σκέψη 14).

35      Έτσι, οσάκις το αιτούν δικαστήριο ενεργεί ως διοικητική αρχή χωρίς συγχρόνως να καλείται να επιλύσει μια διαφορά, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιτελεί δικαιοδοτική λειτουργία. Τούτο συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση κατά την οποία αποφαίνεται επί αιτήσεως εγγραφής μιας εταιρίας σε μητρώο σύμφωνα με διαδικασία με την οποία δεν επιδιώκεται η ακύρωση πράξεως βλαπτικής για τον αιτούντα (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Job Centre, σκέψη 11, και Salzmann, σκέψη 15, και απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2002, C-182/00, Lutz, Συλλογή 2002, σ. I-547, σκέψη 14· βλ. επίσης, σχετικώς, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C-210/06, Cartesio, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 57).

36      Αντιθέτως, δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκείται έφεση κατ’ αποφάσεως κατώτερου δικαστηρίου αρμόδιου για την τήρηση μητρώου, με την οποία απορρίπτεται τέτοια αίτηση εγγραφής, εφόσον η έφεση αυτή σκοπεί στην ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως η οποία θεωρείται βλαπτική για τον αιτούντα, επιλαμβάνεται ένδικης διαφοράς και επιτελεί δικαιοδοτική λειτουργία (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Cartesio, σκέψη 58). Ως εκ τούτου, στην περίπτωση αυτή, ως προς το δικαστήριο που αποφαίνεται κατ’ έφεση πρέπει καταρχήν να γίνει δεκτό ότι αποτελεί δικαστήριο δυνάμενο να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ (βλ. όσον αφορά την περίπτωση αυτή, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Μαΐου 2003, C-300/01, Salzmann, Συλλογή 2003, σ. I-4899, της 13ης Δεκεμβρίου 2005, C-411/03, SEVIC Systems, Συλλογή 2005, σ. I‑10805, και της 11ης Οκτωβρίου 2007, C-117/06, Möllendorf και Möllendorf-Niehuus, Συλλογή 2007, σ. I-8361, καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση Cartesio).

37      Η νομολογία αυτή μπορεί να τύχει εφαρμογής και στην προκειμένη περίπτωση. Μολονότι ο γραμματέας στον οποίο υποβλήθηκε αίτηση επιδόσεως ή κοινοποιήσεως δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1348/2000 μπορεί να θεωρηθεί ότι ενεργεί ως διοικητική αρχή, χωρίς συγχρόνως να καλείται να επιλύσει μια ένδικη διαφορά, δεν ισχύει το ίδιο και στην περίπτωση του δικαστή που καλείται να αποφανθεί επί του ενδίκου μέσου το οποίο ασκήθηκε κατά της αρνήσεως του γραμματέα αυτού να προβεί στην επίδοση ή στην κοινοποίηση που ζητήθηκε.

38      Συγκεκριμένα, το ένδικο αυτό μέσο σκοπεί στην ακύρωση της εν λόγω απορριπτικής αποφάσεως, την οποία ο αιτών θεωρεί βλαπτική, καθόσον προσβάλλει το δικαίωμά του να ζητήσει την επίδοση ή την κοινοποίηση ορισμένων πράξεων κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο κανονισμός 1348/2000.

39      Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο έχει επιληφθεί ένδικης διαφοράς και, ως εκ τούτου, επιτελεί δικαιοδοτική λειτουργία.

40      Το γεγονός ότι ο γραμματέας εντάσσεται οργανικώς στο αιτούν δικαστήριο δεν αναιρεί την κρίση αυτή. Συγκεκριμένα, το γεγονός αυτό δεν μεταβάλλει το δικαιοδοτικό χαρακτήρα της λειτουργίας που επιτελεί το αιτούν δικαστήριο επί διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας τέθηκαν τα προδικαστικά ερωτήματα, δεδομένου ότι η διαδικασία αυτή έχει ως αντικείμενο την ακύρωση πράξεως η οποία θεωρείται ότι προσβάλλει δικαίωμα του αιτούντος.

41      Ως εκ τούτου, και η δεύτερη ένσταση αναρμοδιότητας της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

42      Το Δικαστήριο είναι συνεπώς αρμόδιο να δώσει απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

43      Με τα δύο ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν η επίδοση ή η κοινοποίηση εξωδίκων πράξεων εκτός ένδικης διαδικασίας, σε περίπτωση κατά την οποία διενεργείται μεταξύ ιδιωτών, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

44      Καταρχάς, πρέπει να εξετασθεί αν η έννοια της «εξώδικης πράξεως» του άρθρου 16 του κανονισμού 1348/2000 ορίζεται βάσει του κοινοτικού ή, αντιθέτως, βάσει του εθνικού δικαίου.

45      Η Ισπανική, η Τσεχική, η Γερμανική, η Ελληνική, η Λεττονική, η Ουγγρική και η Πολωνική Κυβέρνηση θεωρούν ότι το περιεχόμενο της έννοιας της εξώδικης πράξεως πρέπει να καθορίζεται βάσει του εθνικού δικαίου εκάστου κράτους μέλους. Υποστηρίζουν ότι, βάσει του κανονισμού 1348/2000, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν αν μπορούν να επιδίδονται η να κοινοποιούνται εξώδικες πράξεις και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποιες. Παραπέμπουν, συναφώς, στο άρθρο 17, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού, το οποίο προβλέπει, ως εκτελεστικό μέτρο, την κατάρτιση καταλόγου των πράξεων που δύνανται να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται, επισημαίνοντας ότι περιλαμβάνονται σ’ αυτόν ανά κράτος κατάλογοι τέτοιων πράξεων, των οποίων το περιεχόμενο διαφέρει αναλόγως του κράτους μέλους.

46      Πρέπει να υπομνησθεί ότι ο κανονισμός 1348/2000 σκοπεί στη μεταξύ των κρατών μελών καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων προς επίδοση και κοινοποίηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ο κανονισμός αυτός δεν ορίζει πάντως με ακριβή και ομοιόμορφο τρόπο την έννοια της εξώδικης πράξεως.

47      Κατά το άρθρο 17, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού, εναπόκειται στην Επιτροπή να καταρτίσει, κατόπιν διαβουλεύσεως με τα κράτη μέλη, κατάλογο των πράξεων που δύνανται να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται. Ο κατάλογος αυτός αναφέρει, στο εισαγωγικό τμήμα του, ότι τα στοιχεία που έχουν κοινοποιήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο τα κράτη μέλη έχουν μόνον ενδεικτική αξία. Τον περιεχόμενό του αποδεικνύει, πάντως, ότι τα κράτη μέλη, υπό την εποπτεία της Επιτροπής, όρισαν κατά διαφορετικό τρόπο τις πράξεις που θεωρούν ότι μπορούν να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού αυτού. Παρά την ύπαρξη του καταλόγου αυτού, η έννοια της εξώδικης πράξεως, κατά το άρθρο 16 του κανονισμού 1348/2000, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποτελεί έννοια του κοινοτικού δικαίου.

48      Συγκεκριμένα, ο σκοπός της Συνθήκης του Άμστερνταμ, ο οποίος έγκειται στη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης που προσδίδει νέα διάσταση στην Κοινότητα, και η μετάβαση από τη Συνθήκη ΕΕ στη Συνθήκη ΕΚ, όσον αφορά το καθεστώς θεσπίσεως νομοθετικών μέτρων στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις με διασυνοριακή διάσταση, καταδεικνύουν τη βούληση των κρατών μελών να εντάξουν τα μέτρα αυτά στην κοινοτική έννομη τάξη, εδραιώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αρχή της αυτοτελούς ερμηνείας τους (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2005, C-443/03, Leffler, Συλλογή 2005, σ. I-9611, σκέψη 45).

49      Εξάλλου, η επιλογή του κανονισμού αντί οδηγίας, όπως είχε προτείνει αρχικά η Επιτροπή (ΕΕ 1999, C 247 E, σ. 11), αποδεικνύει τη σημασία που έχει για τον κοινοτικό νομοθέτη η απευθείας εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού 1348/2000 και η ομοιόμορφη εφαρμογή τους (προπαρατεθείσα απόφαση Leffler, σκέψη 46).

50      Ως εκ τούτου, η έννοια του όρου «εξώδικη πράξη» κατά την έννοια του άρθρου 16 του κανονισμού 1348/2000 είναι έννοια του κοινοτικού δικαίου.

 Επί του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 1348/2000

51      Όσον αφορά το ζήτημα αν η επίδοση και η κοινοποίηση εξωδίκων πράξεων εκτός ένδικης διαδικασίας εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1348/2000, η Ισπανική και η Σλοβακική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι, προκειμένου να γίνει δεκτό ότι ένα έγγραφο αποτελεί εξώδικη πράξη, πρέπει να συνδέεται κατά συγκεκριμένο τρόπο είτε με εκκρεμούσα δίκη είτε με την κίνηση τέτοιας διαδικασίας.

52      Η Roda Golf, η Γερμανική, η Ελληνική, η Ιταλική, η Λεττονική, η Ουγγρική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή έχουν αντίθετη άποψη.

53      Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι το άρθρο 61, στοιχείο γ΄, ΕΚ αποτελεί τη νομική βάση του κανονισμού 1348/2000. Η διάταξη αυτή καθιστά δυνατή τη θέσπιση των κατ’ άρθρο 65 ΕΚ νομοθετικών μέτρων με σκοπό τη σταδιακή εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Τα μέτρα αυτά, που υπάγονται στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις με διασυνοριακή διάσταση, σκοπούν μεταξύ άλλων, κατά το προπαρατεθέν άρθρο 65 ΕΚ, στη βελτίωση και στην απλούστευση του συστήματος διασυνοριακής επιδόσεως και κοινοποιήσεως δικαστικών και εξωδίκων πράξεων, κατά το αναγκαίο μέτρο για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

54      Επίσης, κατά τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1348/2000, για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς απαιτείται καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση μεταξύ των κρατών μελών των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων για σκοπούς επίδοσης και κοινοποίησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

55      Το άρθρο 65 ΕΚ και ο κανονισμός 1348/2000 αποσκοπούν, επομένως, στην καθιέρωση ενός ενδοκοινοτικού συστήματος επιδόσεως και κοινοποιήσεως που σκοπεί στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

56      Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού αυτού, η κατ’ αυτό το άρθρο και κατ’ αυτόν τον κανονισμό δικαστική συνεργασία δεν μπορεί να περιορισθεί μόνο στις ένδικες διαδικασίες. Συγκεκριμένα, τέτοια συνεργασία μπορεί να υπάρξει τόσο στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας όσο και εκτός αυτής, καθόσον έχει διασυνοριακή διάσταση και είναι αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

57      Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν η Ισπανική, η Πολωνική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, το γεγονός ότι η έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1348/2000 δεν μνημονεύει την αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα των ενδίκων διαδικασιών δεν αρκεί για να εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού κάθε πράξη η οποία δεν διενεργείται στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας. Συγκεκριμένα, αυτή η αιτιολογική σκέψη μνημονεύει ένα μόνον από τα παρεπόμενα του κύριου σκοπού του εν λόγω κανονισμού. Η μνεία, στην προπαρατεθείσα αιτιολογική σκέψη, των εξωδίκων πράξεων στο πλαίσιο των ένδικων διαδικασιών έχει την έννοια ότι η επίδοση ή η κοινοποίηση μιας τέτοιας πράξεως μπορεί να ζητηθεί στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας.

58      Εξάλλου, η επίμαχη πράξη, η οποία διαβιβάσθηκε στον γραμματέα του αιτούντος δικαστηρίου προς κοινοποίηση, καταρτίστηκε από συμβολαιογράφο, όπως προκύπτει από τη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως, και, ως εκ τούτου, αποτελεί εξώδικη πράξη κατά την έννοια του άρθρου 16 του κανονισμού 1348/2000.

59      Όσον αφορά τις ανησυχίες που εξέφρασαν η Ισπανική και η Πολωνική Κυβέρνηση περί του ότι διασταλτική τυχόν ερμηνεία της έννοιας της εξώδικης πράξεως θα συνεπαγόταν υπερβολικό φόρτο εργασίας για τα εθνικά δικαστήρια, πρέπει να επισημανθεί ότι οι σχετικές με τις επιδόσεις και τις κοινοποιήσεις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον κανονισμό 1348/2000 δεν βαρύνουν κατ’ ανάγκη τα εθνικά δικαστήρια. Συγκεκριμένα, ο καθορισμός των υπηρεσιών διαβιβάσεως και των υπηρεσιών παραλαβής, οι οποίες, κατά το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού, μπορεί να είναι «δημόσιοι λειτουργοί, αρχές ή άλλα πρόσωπα», εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, αυτά έχουν τη διακριτική ευχέρεια να ορίσουν ως υπηρεσίες διαβιβάσεως ή ως υπηρεσίες παραλαβής για την επίδοση ή την κοινοποίηση δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων άλλες υπηρεσίες εκτός των εθνικών δικαστηρίων.

60      Εξάλλου, η επίδοση ή κοινοποίηση μέσω των υπηρεσιών διαβιβάσεως και των υπηρεσιών παραλαβής δεν είναι ο μόνος τρόπος επιδόσεως ή κοινοποιήσεως που προβλέπει ο κανονισμός 1348/2000. Έτσι, το άρθρο 14 του κανονισμού αυτού επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν τη δυνατότητα επιδόσεως ή κοινοποιήσεως στους κατοίκους άλλου κράτους μέλους απευθείας με το ταχυδρομείο. Πράγματι, η πλειονότητα των κρατών μελών δέχεται αυτόν τον τρόπο επιδόσεως και κοινοποιήσεως. Επίσης, κατά το άρθρο 15 του εν λόγω κανονισμού, δεν απαγορεύεται η απευθείας επίδοση ή κοινοποίηση μέσω δικαστικών επιμελητών, υπαλλήλων ή άλλων αρμοδίων προσώπων του κράτους μέλους παραλαβής. Οι δύο αυτές διατάξεις έχουν, κατά το άρθρο 16 του κανονισμού αυτού, εφαρμογή στην επίδοση και την κοινοποίηση εξωδίκων πράξεων.

61      Ως εκ τούτου, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η εκτός ένδικης διαδικασίας επίδοση και κοινοποίηση συμβολαιογραφικής πράξεως, όπως η επίμαχη στη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκαν τα προδικαστικά ερωτήματα, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1348/2000.

 Επί των δικαστικών εξόδων

62      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Η εκτός ένδικης διαδικασίας επίδοση και κοινοποίηση συμβολαιογραφικής πράξεως, όπως η επίμαχη στη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκαν τα προδικαστικά ερωτήματα, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.