Language of document : ECLI:EU:C:2024:373

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 30ής Απριλίου 2024 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρο 259 ΣΛΕΕ – Οδηγία 2014/49/EE – Συστήματα εγγύησης των καταθέσεων (ΣΕΚ) – Άρθρο 14, παράγραφος 3 – Μεταφορά των δραστηριοτήτων ενός πιστωτικού ιδρύματος από το ΣΕΚ ενός κράτους μέλους στο ΣΕΚ άλλου κράτους μέλους – Μεταφορά στο ΣΕΚ του κράτους μέλους υποδοχής των εισφορών που καταβλήθηκαν στο ΣΕΚ του κράτους μέλους καταγωγής κατά το δωδεκάμηνο που προηγείται της μεταφοράς των δραστηριοτήτων – Υποχρέωση – Μη μεταφορά των εισφορών – Πρακτική αποτελεσματικότητα – Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας»

Στην υπόθεση C‑822/21,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 259 ΣΛΕΕ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2021,

Δημοκρατία της Λεττονίας, εκπροσωπούμενη από τις J. Davidoviča, K. Pommere και I. Romanovska,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από τις:

Δημοκρατία της Εσθονίας, εκπροσωπούμενη από την M. Kriisa,

Δημοκρατία της Λιθουανίας, εκπροσωπούμενη από τον K. Dieninis και την V. Kazlauskaitė‑Švenčionienė,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την E. Ljung Rasmussen και τους A. Nijenhuis, K. Simonsson και Δ. Τριανταφύλλου,

παρεμβαίνουσες,

κατά

Βασιλείου της Σουηδίας, εκπροσωπούμενου από την H. Shev και τον O. Simonsson,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz, P. G. Xuereb (εισηγητή), A. Kumin και I. Ziemele, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της, η Δημοκρατία της Λεττονίας ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο της Σουηδίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ 2014, L 173, σ. 149), και από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

2        Οι αιτιολογικές σκέψεις 3 και 37 της οδηγίας 2014/49 έχουν ως εξής:

«(3)      Η παρούσα οδηγία αποτελεί ουσιώδες μέσο για την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς, τόσο όσον αφορά την ελευθερία εγκατάστασης όσο και την ελεύθερη παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων, με την ταυτόχρονη ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και της προστασίας των καταθετών. Λόγω του κόστους που συνεπάγεται για την οικονομία στο σύνολό της η πτώχευση ενός πιστωτικού ιδρύματος και των αρνητικών της επιπτώσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την εμπιστοσύνη των καταθετών, δεν θα πρέπει μόνο να προβλέπεται η αποζημίωση των καταθετών αλλά και να παρέχεται στα κράτη μέλη επαρκής ευελιξία ώστε να μπορούν τα [συστήματα εγγύησης των καταθέσεων (ΣΕΚ)] να εφαρμόζουν μέτρα για τον περιορισμό της πιθανότητας μελλοντικής άσκησης αξιώσεων κατ’ αυτών. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει πάντα να συμμορφώνονται με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.

[...]

(37)      Η προστασία των καταθέσεων αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς και απαραίτητο συμπλήρωμα του συστήματος εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, λόγω της αλληλεγγύης που επιβάλλει μεταξύ όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων μιας δεδομένης χρηματοπιστωτικής αγοράς σε περίπτωση που ένα ίδρυμα αδυνατεί να τηρήσει τις υποχρεώσεις του. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να παρέχουν στα ΣΕΚ τη δυνατότητα αμοιβαίου δανεισμού σε εκούσια βάση.»

3        Το άρθρο 10 της οδηγίας 2014/49, το οποίο φέρει τον τίτλο «Χρηματοδότηση των ΣΕΚ», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΣΕΚ διαθέτουν επαρκείς μηχανισμούς για τον προσδιορισμό των δυνητικών υποχρεώσεών τους. Τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα των ΣΕΚ πρέπει να είναι ανάλογα των υποχρεώσεων αυτών.

Τα ΣΕΚ αντλούν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα από εισφορές που καταβάλλουν τα μέλη τους τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Αυτό δεν αποκλείει πρόσθετη χρηματοδότηση από άλλες πηγές.

2.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, έως τις 3 Ιουλίου 2024, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα ενός ΣΕΚ θα αντιστοιχούν τουλάχιστον στο επίπεδο-στόχο του 0,8 % επί του ύψους των καλυπτόμενων καταθέσεων των μελών του.

Σε περίπτωση που η ικανότητα χρηματοδότησης υστερεί έναντι του επιπέδου-στόχου, η καταβολή των εισφορών συνεχίζεται τουλάχιστον μέχρις ότου επιτευχθεί εκ νέου το επίπεδο-στόχος.

Εάν, αφού έχει επιτευχθεί για πρώτη φορά το επίπεδο-στόχος, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα μειωθούν σε λιγότερο από τα δύο τρίτα του επιπέδου-στόχου, η τακτική εισφορά ορίζεται σε επίπεδο που επιτρέπει να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος μέσα σε έξι χρόνια.

Η τακτική εισφορά λαμβάνει δεόντως υπόψη τη φάση του οικονομικού κύκλου και την επίπτωση που μπορεί να έχουν οι προκυκλικές εισφορές κατά τον καθορισμό των ετήσιων εισφορών στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου.

Τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την αρχική χρονική περίοδο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο κατά τέσσερα έτη κατά μέγιστο, εφόσον το ΣΕΚ εκταμίευσε σωρευτικά ποσά που υπερβαίνουν το 0,8 % των καλυπτόμενων καταθέσεων.»

4        Το άρθρο 14 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνεργασία εντός της Ένωσης», ορίζει στις παραγράφους 3 και 4 τα εξής:

«3.      Εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα παύσει να είναι μέλος ενός ΣΕΚ και προσχωρήσει σε άλλο ΣΕΚ, οι εισφορές τις οποίες κατέβαλε κατά το δωδεκάμηνο προτού παύσει να είναι μέλος του ΣΕΚ, εξαιρέσει των δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 8 έκτακτων εισφορών, μεταφέρονται στο άλλο ΣΕΚ. Η παρούσα διάταξη δεν ισχύει εάν το πιστωτικό ίδρυμα έχει αποκλειστεί από το σύστημα σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5.

Αν ορισμένες δραστηριότητες ενός πιστωτικού ιδρύματος μεταφερθούν σε άλλο κράτος μέλος και έτσι καλύπτονται από άλλο ΣΕΚ, οι εισφορές που κατέβαλε το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα κατά το δωδεκάμηνο που προηγείται της μεταφοράς, εξαιρέσει των δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 8 έκτακτων εισφορών, μεταφέρονται στο άλλο ΣΕΚ κατ’ αναλογία του ύψους των καλυπτόμενων καταθέσεων που μεταφέρθηκαν.

4.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΣΕΚ του κράτους μέλους καταγωγής ανταλλάσσουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 7 ή παράγραφοι 8 και 10 με τα ΣΕΚ των κρατών μελών υποδοχής. Ισχύουν οι περιορισμοί που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο.

Αν ένα πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να μεταφερθεί από ένα ΣΕΚ σε άλλο σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, γνωστοποιεί την πρόθεσή του αυτή τουλάχιστον ένα εξάμηνο νωρίτερα. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής, το πιστωτικό ίδρυμα εξακολουθεί να έχει υποχρέωση εισφοράς στο ΣΕΚ προέλευσης σύμφωνα με το άρθρο 10, σε επίπεδο τόσο εκ των προτέρων όσο και εκ των υστέρων χρηματοδότησης.»

 Το σουηδικό δίκαιο

5        Το άρθρο 13 του lag om insättningsgaranti (νόμου περί εγγύησης των καταθέσεων, SFS 1995, αριθ. 1571) προβλέπει ότι η αρχή εγγύησης των καταθέσεων αποφασίζει ετησίως για το ύψος των οφειλόμενων εισφορών και ότι οι τελευταίες καταβάλλονται εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία της απόφασης αυτής.

6        Σύμφωνα με το άρθρο 14 του ως άνω νόμου, στην περίπτωση που ένα πιστωτικό ίδρυμα μεταβιβάζεται, εν όλω ή εν μέρει, και εντάσσεται σε άλλο ΣΕΚ, οι εισφορές που κατέβαλε κατά το δωδεκάμηνο που προηγείται της μεταβίβασης μεταφέρονται στο άλλο ΣΕΚ.

 Το ιστορικό της διαφοράς

7        Η Nordea Bank AB είναι ευρωπαϊκός όμιλος χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών με έδρα τη Σουηδία και μέλος του σουηδικού ΣΕΚ. Μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 2017 ο όμιλος αυτός δραστηριοποιούνταν στην Εσθονία, τη Λεττονία και τη Λιθουανία μέσω υποκαταστημάτων.

8        Την 1η Οκτωβρίου 2017 η Nordea Bank μετέφερε τις δραστηριότητες των κείμενων στα τρία αυτά κράτη μέλη υποκαταστημάτων της στις εγκατεστημένες στα εν λόγω κράτη θυγατρικές της DNB Banka AS. Την ίδια ημέρα, οι δραστηριότητες των υποκαταστημάτων αυτών πέρασαν από το σουηδικό ΣΕΚ στο εσθονικό, στο λεττονικό και στο λιθουανικό ΣΕΚ.

9        Με απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2017, η σουηδική αρχή εγγύησης των καταθέσεων αποφάσισε να μη μεταφέρει στο λεττονικό ΣΕΚ τις εισφορές που είχε καταβάλει στο σουηδικό ΣΕΚ η Nordea Bank για τις καταθέσεις που σχετίζονταν με τις δραστηριότητες του λεττονικού υποκαταστήματός της (στο εξής: απόφαση της σουηδικής αρχής εγγύησης των καταθέσεων της 3ης Οκτωβρίου 2017). Με την απόφαση αυτή, η εν λόγω αρχή έκρινε ότι η Nordea Bank, κατά το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε της ημερομηνίας μεταφοράς των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματός της στο λεττονικό ΣΕΚ, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Οκτωβρίου 2016 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2017 δεν είχε καταβάλει εισφορές στο σουηδικό ΣΕΚ, με συνέπεια να μην πληρούνται οι προϋποθέσεις μεταφοράς των εισφορών που προβλέπονται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49.

10      Σύμφωνα με το σουηδικό δίκαιο, η Nordea Bank διέθετε, για την καταβολή της εισφοράς της, προθεσμία ενός μηνός από την ημερομηνία κάθε απόφασης της σουηδικής αρχής εγγύησης των καταθέσεων. Για το έτος 2016, η ετήσια απόφαση της εν λόγω αρχής εκδόθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2016 και η Nordea Bank κατέβαλε την εισφορά της στο σουηδικό ΣΕΚ στις 30 Σεπτεμβρίου 2016. Όσον αφορά το έτος 2017, η Nordea Bank κατέβαλε την εισφορά της στις 13 Οκτωβρίου 2017, σύμφωνα με την ετήσια απόφαση της εν λόγω αρχής της 14ης Σεπτεμβρίου 2017. Το σουηδικό ΣΕΚ δεν εισέπραξε, ως εκ τούτου, εισφορές μεταξύ της 1ης Οκτωβρίου 2016 και της 30ής Σεπτεμβρίου 2017, ήτοι κατά το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε της επίμαχης μεταφοράς.

11      Με αποφάσεις παρόμοιες με εκείνη η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 9 της παρούσας αποφάσεως, η σουηδική αρχή εγγύησης των καταθέσεων αποφάσισε επίσης να μη μεταφέρει στο εσθονικό και στο λιθουανικό ΣΕΚ τις εισφορές που είχε καταβάλει η Nordea Bank στο σουηδικό ΣΕΚ για τις καταθέσεις που σχετίζονταν με τις δραστηριότητες των υποκαταστημάτων της στην Εσθονία και τη Λιθουανία.

12      Η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν προσέβαλε ενώπιον των σουηδικών δικαστηρίων την απόφαση της σουηδικής αρχής εγγύησης των καταθέσεων.

13      Εντούτοις, με έγγραφο της 27ης Μαρτίου 2019, η λεττονική αρχή εγγύησης των καταθέσεων ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εκφράσει την άποψή της σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49.

14      Στην απάντησή της, που γνωστοποιήθηκε με επιστολή της 9ης Οκτωβρίου 2020, η Επιτροπή επισήμανε ότι η διατύπωση της εν λόγω διατάξεως ήταν ελλιπής και ότι δεν προέβλεπε συγκεκριμένα σενάρια παρέμβασης στις περιπτώσεις που μια εθνική αρχή εγγύησης των καταθέσεων θα αποφάσιζε να παρατείνει την προθεσμία καταβολής των εισφορών, αφήνοντας, με τον τρόπο αυτόν, περιθώριο για αποκλίνουσες ερμηνείες της εν λόγω διατάξεως.

15      Οι αρχές εγγύησης των καταθέσεων των τριών κρατών της Βαλτικής κίνησαν διαδικασία διαμεσολάβησης με τη σουηδική αρχή εγγύησης των καταθέσεων ενώπιον της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ), η οποία περάτωσε την υπόθεση στη διάρκεια του 2019, χωρίς τα μέρη να έχουν καταλήξει σε συμφωνία.

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

16      Στις 10 Μαΐου 2021 η Δημοκρατία της Λεττονίας υπέβαλε, βάσει του άρθρου 259, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καταγγελία στην Επιτροπή, ζητώντας της να εκδώσει αιτιολογημένη γνώμη για τον λόγο ότι το Βασίλειο της Σουηδίας, αρνούμενο να μεταφέρει στο λεττονικό ΣΕΚ τις εισφορές που είχε καταβάλει το λεττονικό υποκατάστημα της Nordea Bank για το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε της μεταφοράς των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος αυτού, παραβίασε το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, παρέβη το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49.

17      Σύμφωνα με το άρθρο 259, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή κάλεσε το Βασίλειο της Σουηδίας να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί της καταγγελίας.

18      Στις 22 Ιουνίου 2021 το Βασίλειο της Σουηδίας υπέβαλε τις γραπτές παρατηρήσεις του στην Επιτροπή.

19      Την 1η Ιουλίου 2021 η Επιτροπή προέβη σε ακρόαση της Δημοκρατίας της Λεττονίας και του Βασιλείου της Σουηδίας. Το Βασίλειο της Σουηδίας επισήμανε ότι, αν οι εισφορές είχαν καταβληθεί κατά το δωδεκάμηνο πριν από την αλλαγή συμμετοχής σε ΣΕΚ, το ποσό των εισφορών που θα έπρεπε να μεταφερθούν στο λεττονικό ΣΕΚ θα ανερχόταν σε περίπου 500 000 ευρώ.

20      Στις 30 Ιουλίου 2021 η Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη με την οποία διαπίστωσε, αφενός, ότι το Βασίλειο της Σουηδίας είχε παραβεί το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49, σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας, και, αφετέρου, ότι δεν είχε παραβεί το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Δεκεμβρίου 2021, η Δημοκρατία της Λεττονίας άσκησε, δυνάμει του άρθρου 259 ΣΛΕΕ, την υπό κρίση προσφυγή λόγω παραβάσεως.

22      Με το δικόγραφο της προσφυγής της η Δημοκρατία της Λεττονίας ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο της Σουηδίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49, κατά το μέτρο που, αρνούμενο να μεταφέρει στο λεττονικό ΣΕΚ τις εισφορές που είχε καταβάλει στο σουηδικό ΣΕΚ το λεττονικό υποκατάστημα της Nordea Bank για το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε της μεταφοράς των δραστηριοτήτων του εν λόγω υποκαταστήματος, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, το Βασίλειο της Σουηδίας ενήργησε κατά τρόπο αντίθετο προς τον σκοπό της οδηγίας και παρέλειψε να διασφαλίσει την πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεών της·

–        να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο της Σουηδίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, κατά το μέτρο που, αρνούμενο να μεταφέρει στο λεττονικό ΣΕΚ τις εισφορές που είχε καταβάλει στο σουηδικό ΣΕΚ το λεττονικό υποκατάστημα της Nordea Bank για το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε της μεταβιβάσεως των δραστηριοτήτων του εν λόγω υποκαταστήματος, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49, το Βασίλειο της Σουηδίας επηρεάζει αρνητικά την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς και, με τον τρόπο αυτόν, υπονομεύει την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη διασυνοριακή ολοκλήρωση.

Σε περίπτωση που το Δικαστήριο αποφανθεί ότι το Βασίλειο της Σουηδίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49 και το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, η Δημοκρατία της Λεττονίας ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει το Βασίλειο της Σουηδίας να θέσει τέλος στη διαπιστωθείσα παράβαση μεταφέροντας από το σουηδικό ΣΕΚ στο λεττονικό ΣΕΚ το συνολικό ποσό των εισφορών τις οποίες κατέβαλε το λεττονικό υποκατάστημα της Nordea Bank, ποσό το οποίο πρέπει να υπολογιστεί για το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε της μεταφοράς των δραστηριοτήτων του εν λόγω υποκαταστήματος σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49·

–        στην περίπτωση κατά την οποία το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49 μπορεί να τύχει στενής ερμηνείας, να διαπιστώσει τη συμβατότητά του με τον σκοπό της οδηγίας και την υποχρέωση του σουηδικού ΣΕΚ να μεταφέρει στο λεττονικό ΣΕΚ τις εισφορές που κατέβαλλε το λεττονικό υποκατάστημα της Nordea Bank, και

–        να καταδικάσει το Βασίλειο της Σουηδίας στα δικαστικά έξοδα.

23      Με αποφάσεις της 19ης, της 25ης και της 30ής Μαΐου 2022, επετράπη στη Δημοκρατία της Εσθονίας, τη Δημοκρατία της Λιθουανίας και την Επιτροπή να παρέμβουν υπέρ της Δημοκρατίας της Λεττονίας.

24      Η Δημοκρατία της Εσθονίας υποστηρίζει το πρώτο, το τρίτο και το πέμπτο αίτημα της προσφυγής.

25      Η Δημοκρατία της Λιθουανίας υποστηρίζει το σύνολο των αιτημάτων της προσφυγής.

26      Η Επιτροπή υποστηρίζει το πρώτο αίτημα της προσφυγής.

27      Το Βασίλειο της Σουηδίας ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή της Δημοκρατίας της Λεττονίας, και

–        να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Λεττονίας στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της προσφυγής

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

28      Κατά πρώτον, το Βασίλειο της Σουηδίας αμφισβητεί το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής στο σύνολό της. Το εν λόγω κράτος μέλος εκτιμά, κατ’ ουσίαν, ότι η ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49 δεν μπορεί να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 259 ΣΛΕΕ. Αφενός, η οδηγία προβλέπει ελάχιστη μόνον εναρμόνιση. Αφετέρου, το Βασίλειο της Σουηδίας, μολονότι αναγνωρίζει ότι το άρθρο 259 ΣΛΕΕ δεν απαιτεί την εξάντληση των εθνικών ενδίκων βοηθημάτων, υπογραμμίζει ότι η απόφαση της σουηδικής αρχής εγγύησης των καταθέσεων της 3ης Οκτωβρίου 2017 δεν προσβλήθηκε από τη Δημοκρατία της Λεττονίας ενώπιον σουηδικού δικαστηρίου.

29      Επιπλέον, το Βασίλειο της Σουηδίας υπενθυμίζει ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η προσφυγή λόγω παραβάσεως έχει ως αντικείμενο τη διαπίστωση και τον τερματισμό παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης από κράτος μέλος και ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη σε περίπτωση που με αυτή ζητείται απλώς και μόνον η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης. Ωστόσο, με την προσφυγή που άσκησε η Δημοκρατία της Λεττονίας ζητείται πρωτίστως να αποσαφηνιστεί η ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49.

30      Κατά δεύτερον, όσον αφορά το πρώτο αίτημα που αφορά παράβαση του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49, το Βασίλειο της Σουηδίας επισημαίνει ότι, μολονότι η Δημοκρατία της Λεττονίας, κατά την ακρόαση της 1ης Ιουλίου 2021 στην οποία προέβη η Επιτροπή, είχε επικαλεστεί το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49 και το άρθρο 10 της οδηγίας, εντούτοις, το εν λόγω κράτος μέλος, με την προσφυγή του, δεν υποστήριξε ότι το Βασίλειο της Σουηδίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την τελευταία αυτή διάταξη. Επομένως, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει αν το Βασίλειο της Σουηδίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω διάταξη.

31      Όσον αφορά το δεύτερο αίτημα που αφορά παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη του εν λόγω αιτήματος, το Βασίλειο της Σουηδίας επισημαίνει ότι, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η Δημοκρατία της Λεττονίας προέβαλε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως για τον λόγο ότι αυτή βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση με εκείνη της Δημοκρατίας της Φινλανδίας. Η κατάσταση αυτή φέρεται να προέκυψε από το ότι, την 1η Οκτωβρίου 2018, η Nordea Bank μετέφερε την καταστατική της έδρα στη Φινλανδία και ότι οι εισφορές που είχαν καταβληθεί στο σουηδικό ΣΕΚ κατά το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε της μεταφοράς αυτής μεταφέρθηκαν στο φινλανδικό ΣΕΚ με απόφαση της σουηδικής αρχής εγγύησης των καταθέσεων. Ωστόσο, στο δικόγραφο της προσφυγής της, η Δημοκρατία της Λεττονίας υποστηρίζει, προς στήριξη του εν λόγω αιτήματος, ότι το Βασίλειο της Σουηδίας παραβίασε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας καθόσον ερμήνευσε εσφαλμένως την οδηγία 2014/49. Ως εκ τούτου, το Βασίλειο της Σουηδίας εκτιμά ότι η Δημοκρατία της Λεττονίας μετέβαλε τα επιχειρήματά της σε σχέση με εκείνα τα οποία είχε προβάλει κατά τη διοικητική διαδικασία και ότι, επομένως, το εν λόγω αίτημα, όπως διατυπώνεται, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

32      Τέλος, όσον αφορά το τρίτο αίτημα με το οποίο η Δημοκρατία της Λεττονίας ζητεί από το Δικαστήριο να υποχρεώσει το Βασίλειο της Σουηδίας να διασφαλίσει ότι οι επίμαχες εισφορές θα καταβληθούν από το σουηδικό ΣΕΚ στο λεττονικό ΣΕΚ, το Βασίλειο της Σουηδίας υποστηρίζει ότι το τρίτο αυτό αίτημα ισοδυναμεί με αίτημα προς το Δικαστήριο να υποχρεώσει το Βασίλειο της Σουηδίας στην καταβολή αποζημιώσεως. Πλην όμως, δεδομένου ότι η προσφυγή λόγω παραβάσεως δεν μπορεί να έχει ως αντικείμενο ένα τέτοιο αίτημα, το εν λόγω αίτημα πρέπει να απορριφθεί.

33      Η Δημοκρατία της Λεττονίας, πρώτον, απαντά ότι το επιχείρημα του Βασιλείου της Σουηδίας ότι η οδηγία 2014/49 προβλέπει μόνον ελάχιστη εναρμόνιση δεν αφορά το παραδεκτό, αλλά την ουσία της υπόθεσης.

34      Δεύτερον, η Δημοκρατία της Λεττονίας υποστηρίζει ότι καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν απαιτεί την εξάντληση των εθνικών ενδίκων βοηθημάτων πριν από την άσκηση προσφυγής λόγω παραβάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου.

35      Τρίτον, η Δημοκρατία της Λεττονίας επισημαίνει ότι το αίτημά της περί διαπιστώσεως παραβάσεως στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49, σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 1, αυτής, και υποστηρίζει ότι, με την από 10 Μαΐου 2021 καταγγελία της, είχε ζητήσει από την Επιτροπή να εκδώσει αιτιολογημένη γνώμη, κατά την έννοια του άρθρου 259, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όσον αφορά την υποχρέωση του σουηδικού ΣΕΚ να μεταφέρει στο λεττονικό ΣΕΚ τις εισφορές που κατέβαλε το λεττονικό υποκατάστημα της Nordea Bank και οι οποίες υπολογίστηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49, για το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε της μεταφοράς των δραστηριοτήτων του εν λόγω υποκαταστήματος. Επομένως, ούτε διεύρυνε ούτε μετέβαλε το αντικείμενο της διαφοράς με το δικόγραφο της προσφυγής της.

36      Τέταρτον, η Δημοκρατία της Λεττονίας υποστηρίζει ότι, με το τρίτο αίτημά της, ζητεί από το Δικαστήριο να υποχρεώσει το Βασίλειο της Σουηδίας όχι στην καταβολής αποζημίωσης, αλλά στον τερματισμό της διαπιστωθείσας παράβασης. Συγκεκριμένα, κατά τη Δημοκρατία της Λεττονίας, η προσαπτόμενη στο Βασίλειο της Σουηδίας παράβαση πρέπει όχι μόνο να διαπιστωθεί, αλλά και να παύσει. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, η παύση αυτή δεν μπορεί παρά να λάβει τη μορφή της καταβολής στο λεττονικό ΣΕΚ των εισφορών που το Βασίλειο της Σουηδίας αρνήθηκε να μεταφέρει, όπερ δεν αντιστοιχεί σε αποζημίωση.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

37      Όσον αφορά, κατά πρώτον, το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής στο σύνολό της, επισημαίνεται, πρώτον, ότι το επιχείρημα του Βασιλείου της Σουηδίας ότι η οδηγία 2014/49 προβλέπει μόνον ελάχιστη εναρμόνιση, το οποίο σχετίζεται με το ζήτημα της ερμηνείας της οδηγίας, αφορά το βάσιμο της προσφυγής λόγω παραβάσεως. Επομένως, το εν λόγω επιχείρημα δεν αφορά το παραδεκτό της προσφυγής.

38      Όσον αφορά, δεύτερον, το γεγονός ότι η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν προσέβαλε ενώπιον σουηδικού δικαστηρίου την απόφαση της σουηδικής αρχής εγγύησης των καταθέσεων της 3ης Οκτωβρίου 2017, αρκεί να σημειωθεί ότι το παραδεκτό προσφυγής λόγω παραβάσεως η οποία ασκείται βάσει του άρθρου 259 ΣΛΕΕ δεν εξαρτάται από την εξάντληση των εθνικών ενδίκων βοηθημάτων.

39      Όσον αφορά, τρίτον, το επιχείρημα του Βασιλείου της Σουηδίας ότι η υπό κρίση προσφυγή λόγω παραβάσεως είναι απαράδεκτη καθόσον σκοπεί πρωτίστως να αποσαφηνίσει την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49, υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία του άρθρου 259 ΣΛΕΕ σκοπεί να διαπιστωθεί, προκειμένου να παύσει, η συμπεριφορά κράτους μέλους που συνιστά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2012, Ουγγαρία κατά Σλοβακίας, C‑364/10, EU:C:2012:630, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Ασφαλώς, προσφυγή βάσει της εν λόγω διατάξεως αφορώσα μέλλουσες και ενδεχόμενες παραβάσεις ή περιοριζόμενη σε αίτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης είναι απαράδεκτη (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2012, Ουγγαρία κατά Σλοβακίας, C‑364/10, EU:C:2012:630, σκέψη 68).

41      Ωστόσο, με την προσφυγή της, η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν ζητεί απλώς την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 40 των προτάσεών του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο της Σουηδίας, αρνούμενο να μεταφέρει στο λεττονικό ΣΕΚ τις εισφορές που κατέβαλε στο σουηδικό ΣΕΚ το λεττονικό υποκατάστημα της Nordea Bank για το δωδεκάμηνο, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, που προηγήθηκε της μεταφοράς των δραστηριοτήτων του εν λόγω υποκαταστήματος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω διάταξη, ώστε το Βασίλειο της Σουηδίας να παύσει την προβαλλόμενη παράβαση και μόνον προς τούτο η Δημοκρατία της Λεττονίας υποστηρίζει, ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι το σουηδικό ΣΕΚ ερμήνευσε εσφαλμένως την εν λόγω διάταξη.

42      Επομένως, το τρίτο αυτό επιχείρημα του Βασιλείου της Σουηδίας, με το οποίο αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής λόγω παραβάσεως στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθεί.

43      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, το παραδεκτό των αιτημάτων ή των επιχειρημάτων που προέβαλε η Δημοκρατία της Λεττονίας, υπενθυμίζεται, σε σχέση, πρώτον, με το επιχείρημα του Βασιλείου της Σουηδίας ότι η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν μπορούσε να στηριχθεί, με την προσφυγή της, σε παράβαση του άρθρου 10 της οδηγίας 2014/49, ότι η προσφυγή που ασκείται βάσει του άρθρου 259 ΣΛΕΕ οριοθετείται από την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο αυτό και πρέπει να στηρίζεται στους ίδιους λόγους και ισχυρισμούς με τους προβληθέντες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, με συνέπεια ότι αιτίαση η οποία δεν διατυπώθηκε με την καταγγελία που υποβλήθηκε στην Επιτροπή δεν μπορεί να προβληθεί παραδεκτώς κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου [βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 10ης Μαΐου 2012, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑368/10, EU:C:2012:284, σκέψη 78, και της 17ης Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Δάσος Białowieża), C‑441/17, EU:C:2018:255, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

44      Πάντως, η προϋπόθεση αυτή δεν μπορεί να σημαίνει ότι επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση να υπάρχει πλήρης σύμπτωση μεταξύ της διατυπώσεως των αιτιάσεων στην καταγγελία που υποβλήθηκε στην Επιτροπή και των αιτημάτων της προσφυγής, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς, όπως οριοθετήθηκε στην εν λόγω καταγγελία, δεν διευρύνθηκε ούτε μεταβλήθηκε [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Δάσος Białowieża), C‑441/17, EU:C:2018:255, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

45      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, όπως ανέφερε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 48 των προτάσεών του, η Δημοκρατία της Λεττονίας επικαλέστηκε, κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/49 αποκλειστικώς προς στήριξη της εκ μέρους της ερμηνείας του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας, προκειμένου να αποδείξει την παράβαση της τελευταίας αυτής διατάξεως, όπως τούτο προκύπτει από την αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής. Ομοίως, στο δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα επικαλείται το άρθρο 10, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, ως στοιχείο του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/49, στοιχείο το οποίο επιβεβαιώνει την εκ μέρους της ερμηνεία της τελευταίας αυτής διατάξεως, της οποίας την παράβαση ζητεί από το Δικαστήριο, με το πρώτο αίτημά της, να διαπιστώσει.

46      Επομένως, η Δημοκρατία της Λεττονίας, επικαλούμενη το άρθρο 10, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας στο πλαίσιο της παράθεσης των λόγων της προσφυγής της, προκειμένου να επιβεβαιώσει την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, δεν διεύρυνε το αντικείμενο της διαφοράς το οποίο καθορίστηκε κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής.

47      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα του Βασιλείου της Σουηδίας ότι το δεύτερο αίτημα, όπως διατυπώνεται με το δικόγραφο της προσφυγής, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, διότι η Δημοκρατία της Λεττονίας, με το δικόγραφο της προσφυγής της, μετέβαλε τα προβαλλόμενα προς στήριξη του αιτήματος αυτού επιχειρήματα σε σχέση με όσα είχε υποστηρίξει ενώπιον της Επιτροπής, υπενθυμίζεται ότι, με το αίτημα αυτό, η Δημοκρατία της Λεττονίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η άρνηση του σουηδικού ΣΕΚ να μεταφέρει στο λεττονικό ΣΕΚ τις επίμαχες εισφορές που κατέβαλε το λεττονικό υποκατάστημα της Nordea Bank στο σουηδικό ΣΕΚ αντιβαίνει στην αρχή της καλόπιστης συνεργασίας και στην αρχή της ισότητας, δεδομένου ότι, σε μια παρόμοια νομική κατάσταση, το σουηδικό ΣΕΚ μετέφερε, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49, στο φινλανδικό ΣΕΚ τις εισφορές τις οποίες είχε λάβει.

48      Ωστόσο, με την από 10 Μαΐου 2021 καταγγελία της, η Δημοκρατία της Λεττονίας είχε επίσης υποστηρίξει ότι το Βασίλειο της Σουηδίας, αρνούμενο να μεταφέρει τις επίμαχες εισφορές, παραβίασε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των ΣΕΚ των κρατών μελών.

49      Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Βασίλειο της Σουηδίας, η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν μετέβαλε, με το δικόγραφο της προσφυγής της, τα επιχειρήματα που προέβαλε προς στήριξη του αιτήματος αυτού σε σχέση με όσα είχε υποστηρίξει κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής.

50      Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα του Βασιλείου της Σουηδίας ότι το τρίτο αίτημα με το οποίο ζητείται από το Δικαστήριο να υποχρεώσει το Βασίλειο της Σουηδίας να καταβάλει αποζημίωση είναι απαράδεκτο, επισημαίνεται ότι, με το αίτημα αυτό, η Δημοκρατία της Λεττονίας ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να υποχρεώσει το Βασίλειο της Σουηδίας να θέσει τέλος στη διαπιστωθείσα παράβαση μεταφέροντας από το σουηδικό στο λεττονικό ΣΕΚ το συνολικό ποσό των εισφορών που κατέβαλε το λεττονικό υποκατάστημα της Nordea Bank στο σουηδικό ΣΕΚ, για το δωδεκάμηνο που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49.

51      Ωστόσο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως, μπορεί να ζητηθεί μόνον η διαπίστωση της ύπαρξης της προβαλλόμενης παραβάσεως με σκοπό την παύση της. Επομένως, δεν είναι δυνατό, παραδείγματος χάριν, να ζητηθεί από το Δικαστήριο, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως, να διατάξει ένα κράτος μέλος να υιοθετήσει συγκεκριμένη συμπεριφορά προκειμένου να συμμορφωθεί με το δίκαιο της Ένωσης [πρβλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχικής Δημοκρατίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκατάστασης αιτούντων διεθνή προστασία), C‑715/17, C‑718/17 και C‑719/17, EU:C:2020:257, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

52      Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι με το τρίτο αίτημα η Δημοκρατία της Λεττονίας ζητεί από το Δικαστήριο να υποχρεώσει το Βασίλειο της Σουηδίας να της καταβάλει τις επίμαχες εισφορές, το αίτημα αυτό βαίνει πέραν αυτού που μπορεί να ζητηθεί στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 42 των προτάσεών του, και πρέπει, ως εκ τούτου, να κριθεί απαράδεκτο.

53      Η διαπίστωση που περιέχεται στην προηγούμενη σκέψη δεν θίγει την υποχρέωση που υπέχει το κράτος μέλος από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι το εν λόγω κράτος μέλος έχει παραβεί υποχρέωση που υπέχει από τις Συνθήκες.

54      Τέλος, όσον αφορά το τέταρτο αίτημα, επισημαίνεται ότι, με αυτό, η Δημοκρατία της Λεττονίας ζητεί από το Δικαστήριο, «στην περίπτωση κατά την οποία το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49 μπορεί να τύχει στενής ερμηνείας, να διαπιστώσει τη συμβατότητά του με τον σκοπό της οδηγίας και την υποχρέωση του σουηδικού [ΣΕΚ] να μεταφέρει στο λεττονικό [ΣΕΚ] τις εισφορές που κατέβαλλε το λεττονικό υποκατάστημα της Nordea Bank».

55      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, καθόσον οι προϋποθέσεις παραδεκτού της προσφυγής και των αιτιάσεων που περιέχονται σε αυτήν είναι δημοσίας τάξεως, το Δικαστήριο μπορεί να τις εξετάσει αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με το άρθρο 150 του Κανονισμού Διαδικασίας του (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2010, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑160/08, EU:C:2010:230, σκέψη 40).

56      Το περιεχόμενο, όμως, του τετάρτου αιτήματος της προσφυγής βαίνει πέραν αυτού που μπορεί να ζητηθεί, βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως.

57      Επομένως, το τέταρτο αίτημα πρέπει επίσης να κριθεί απαράδεκτο.

 Επί της ουσίας

58      Η Δημοκρατία της Λεττονίας προβάλλει δύο αιτιάσεις προς στήριξη της προσφυγής της. Με την πρώτη αιτίαση, προσάπτει στο Βασίλειο της Σουηδίας ότι παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49. Με τη δεύτερη αιτίαση, προσάπτει στο Βασίλειο της Σουηδίας ότι παραβίασε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται παράβαση του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2014/49

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

59      Η Δημοκρατία της Λεττονίας διευκρινίζει, προκαταρκτικώς, ότι δεν αμφισβητεί τη μεταφορά της οδηγίας 2014/49 στο σουηδικό δίκαιο, αλλά θεωρεί ότι το Βασίλειο της Σουηδίας, αρνούμενο να μεταφέρει στο λεττονικό ΣΕΚ τις εισφορές που κατέβαλε στο σουηδικό ΣΕΚ το λεττονικό υποκατάστημα της Nordea Bank και οι οποίες υπολογίστηκαν για το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε της μεταφοράς των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος αυτού στο λεττονικό ΣΕΚ, δεν εφάρμοσε ορθώς τις απαιτήσεις του άρθρου 14, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας.

60      Συναφώς, η Δημοκρατία της Λεττονίας, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες, προβάλλει, κατ’ αρχάς, ότι η εν λόγω διάταξη δεν πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο στενής ερμηνείας και πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα ΣΕΚ, στο οποίο ένα πιστωτικό ίδρυμα προσχωρεί ως νέο μέλος, πρέπει να λαμβάνει τις εισφορές του πιστωτικού αυτού ιδρύματος που υπολογίστηκαν και καταβλήθηκαν για το δωδεκάμηνο που προηγείται της μεταφοράς στο εν λόγω ΣΕΚ, ανεξαρτήτως του χρονικού σημείου κατά το οποίο πράγματι καταβλήθηκαν. Επομένως, το καθοριστικό στοιχείο έγκειται στο ότι οι εισφορές του πιστωτικού ιδρύματος που καταβλήθηκαν στο ΣΕΚ προέλευσης υπολογίστηκαν και ζητήθηκαν για το επίμαχο χρονικό διάστημα και όχι στο χρονικό σημείο κατά το οποίο οι εισφορές των οποίων ζητείται η μεταφορά καταβλήθηκαν ή καταχωρίσθηκαν στα λογιστικά βιβλία του εν λόγω ΣΕΚ.

61      Εν συνεχεία, η Δημοκρατία της Λεττονίας, υποστηριζόμενη και ως προς το σημείο αυτό από τις παρεμβαίνουσες, προβάλλει ότι το Βασίλειο της Σουηδίας, προκρίνοντας την κατά γράμμα ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49 και αρνούμενο να μεταφέρει τις σχετικές εισφορές στο λεττονικό ΣΕΚ, παρέλειψε να διασφαλίσει την πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω διατάξεως και έθεσε σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών της οδηγίας, η οποία, κατά την αιτιολογική σκέψη της 3, αποσκοπεί στη διευκόλυνση της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και στην ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και της προστασίας των καταθετών.

62      Επιπλέον, η προσέγγιση του Βασιλείου της Σουηδίας θίγει την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών, καθόσον το ΣΕΚ ενός κράτους μέλους, στο οποίο σκοπεύει να προσχωρήσει ένα μέλος ενός ΣΕΚ άλλου κράτους μέλους, δεν μπορεί πλέον να υπολογίζει στη μεταφορά εισφορών από το ΣΕΚ αυτού του άλλου κράτους μέλους.

63      Τέλος, η Δημοκρατία της Λεττονίας υποστηρίζει ότι γενική υποχρέωση καταβολής ετήσιων εισφορών απορρέει επίσης από το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/49, το οποίο επιβάλλει στα ΣΕΚ των κρατών μελών να αντλούν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα από εισφορές που καταβάλλουν τα μέλη τους τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Ωστόσο, όπως επισήμανε η Επιτροπή με την αιτιολογημένη γνώμη, η ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 3, και του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/49, στην οποία προέβη το Βασίλειο της Σουηδίας, θίγει τα δικαιώματα του ΣΕΚ του κράτους μέλους υποδοχής (στο εξής: ΣΕΚ προσχώρησης), το οποίο, από την ημερομηνία της μεταφοράς, οφείλει να αναλάβει την ευθύνη για τις εγγυημένες καταθέσεις του πιστωτικού ιδρύματος.

64      Η Δημοκρατία της Εσθονίας διευκρινίζει, κατ’ αρχάς, ότι, μολονότι από το άρθρο 10, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι απόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τη συχνότητα και το χρονικό σημείο καταβολής των εισφορών, εντούτοις, είναι σαφές ότι οι εισφορές αυτές θα πρέπει να εισπράττονται και να καταβάλλονται τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Επομένως, σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος δεν διασφαλίζει ότι οι εισφορές εισπράττονται και καταβάλλονται τουλάχιστον σε ετήσια βάση, δεν θα μπορούσε να συμμορφωθεί με την υποχρέωση που υπέχει, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας, να διασφαλίσει ότι, σε περίπτωση που ένα πιστωτικό ίδρυμα εγκαταλείψει το ΣΕΚ στο οποίο συμμετέχει για το ΣΕΚ ενός άλλου κράτους μέλους, οι εισφορές που κατέβαλε κατά το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε της λήξης της συμμετοχής του στο ΣΕΚ προέλευσης θα μεταφερθούν στο ΣΕΚ προσχώρησης.

65      Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, οι εισφορές καταβλήθηκαν στο σουηδικό ΣΕΚ κατά τρόπο παράτυπο, διότι, κατά το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε της μεταφοράς των δραστηριοτήτων του λεττονικού υποκαταστήματος της Nordea Bank στο λεττονικό ΣΕΚ, δεν του καταβλήθηκε καμία εισφορά. Επομένως, το Βασίλειο της Σουηδίας όφειλε, προκειμένου να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10, παράγραφος 1, και από το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49, να θεωρήσει ότι είχαν καταβληθεί εισφορές κατά τη διάρκεια αυτού του δωδεκάμηνου.

66      Εν συνεχεία, η Δημοκρατία της Εσθονίας υποστηρίζει ότι, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 14, παράγραφος 4, της οδηγίας, κατά το οποίο, αν ένα πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να μεταφερθεί από ένα ΣΕΚ σε άλλο σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, γνωστοποιεί την πρόθεσή του αυτή τουλάχιστον ένα εξάμηνο νωρίτερα, η σουηδική αρχή εγγύησης των καταθέσεων θα πρέπει να είχε πληροφορηθεί, πολύ πριν από τη μεταφορά, ότι οι δραστηριότητες του υποκαταστήματος της Nordea Bank επρόκειτο να μεταφερθούν από το σουηδικό στο λεττονικό ΣΕΚ. Επομένως, θα μπορούσε να είχε διασφαλίσει την είσπραξη των εισφορών κατά τρόπον ώστε να καταστεί δυνατή η τήρηση της υποχρέωσης που απορρέει από το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49.

67      Τέλος, η Δημοκρατία της Εσθονίας υπενθυμίζει ότι η ΕΑΤ, με την από 8 Αυγούστου 2019 γνωμοδότησή της, σχετικά με την επιλεξιμότητα των καταθέσεων, το επίπεδο κάλυψης και τη συνεργασία μεταξύ των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων, η οποία είναι διαθέσιμη στον ιστότοπο της εν λόγω αρχής, υπογράμμισε ότι η ημερομηνία κατά την οποία ένα πιστωτικό ίδρυμα αποφασίζει να καταβάλει τις εισφορές του δημιουργεί προβλήματα στην πράξη. Ως εκ τούτου, η ΕΑΤ πρότεινε, με τη γνωμοδότηση αυτή, την τροποποίηση του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49, πρόταση την οποία η Δημοκρατία της Εσθονίας υποστηρίζει, προκειμένου να διασφαλιστεί η νομική σαφήνεια και να αποφευχθούν προβλήματα παρόμοια με εκείνα που ανακύπτουν στην υπό κρίση υπόθεση.

68      Η Επιτροπή προσθέτει ότι οι εισφορές που οφείλονται σε ένα ΣΕΚ από τα μέλη του σε ετήσια βάση, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/49, μπορούν να θεωρηθούν ως το αντάλλαγμα για την εγγύηση των καταθέσεων κατά τη διάρκεια ορισμένου χρονικού διαστήματος. Επομένως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49 υποχρέωση μεταφοράς των εισφορών σε περίπτωση μεταφοράς μέρους των δραστηριοτήτων πιστωτικού ιδρύματος σε άλλο ΣΕΚ στηρίζεται στον βασικό κανόνα περί χρηματοδότησης του συστήματος, ο οποίος διατυπώνεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας. Συγκεκριμένα, πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν, σε περίπτωση αναδιάρθρωσης μιας τράπεζας, να υπάρχουν πάντοτε διαθέσιμα κεφάλαια προκειμένου να μπορούν να μεταφερθούν στο ΣΕΚ προσχώρησης, ώστε αυτό να είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος.

69      Επιπροσθέτως, κατά την Επιτροπή, το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49 αποσκοπεί στην αντιστάθμιση της αύξησης του χρηματοοικονομικού κινδύνου για το ΣΕΚ προσχώρησης σε περίπτωση μεταβιβάσεως, από ένα ΣΕΚ σε άλλο, της χρηματοοικονομικής ευθύνης για μέρος των εγγυημένων καταθέσεων ενός πιστωτικού ιδρύματος, για παράδειγμα μέσω της αναδιάρθρωσης του πιστωτικού ιδρύματος. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα είχε, κατά την Επιτροπή, σοβαρές συνέπειες για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και θα υπονόμευε την εμπιστοσύνη προς το ΣΕΚ καθώς και τη συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών.

70      Το Βασίλειο της Σουηδίας απαντά, πρώτον, ότι το γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49 είναι σαφές και μη διφορούμενο. Προβλέπει ότι οι εισφορές που καταβλήθηκαν κατά το δωδεκάμηνο που προηγείται της μεταφοράς στο ΣΕΚ προσχώρησης μεταφέρονται στο εν λόγω ΣΕΚ. Επομένως, η εν λόγω διάταξη καλύπτει το συνολικό ποσό των εισφορών που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος, ανεξαρτήτως του διαστήματος το οποίο αφορούν.

71      Δεύτερον, κατά το Βασίλειο της Σουηδίας, η ερμηνεία την οποία υποστηρίζουν η Δημοκρατία της Λεττονίας και οι παρεμβαίνουσες δεν επιρρωννύεται ούτε από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49.

72      Το γεγονός ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι οι εισφορές πρέπει να καταβάλλονται τουλάχιστον σε ετήσια βάση δεν σημαίνει, κατά το Βασίλειο της Σουηδίας, ότι μια καταβληθείσα εισφορά μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά ένα συγκεκριμένο δωδεκάμηνο. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/49 επιβάλλει συγκεκριμένη ημερομηνία καταβολής σε σχέση με ένα δωδεκάμηνο.

73      Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, έως τις 3 Ιουλίου 2024, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα ενός ΣΕΚ θα αντιστοιχούν τουλάχιστον στο επίπεδο-στόχο του 0,8 % επί του ύψους των καλυπτόμενων καταθέσεων των μελών του. Επομένως, κατά το Βασίλειο της Σουηδίας, η οδηγία παρέχει στα κράτη μέλη ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό του ποσού των εισφορών και, επιπλέον, τη δυνατότητα να παύσουν να εισπράττουν εισφορές μόλις επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος. Η εφαρμογή της δυνατότητας μη είσπραξης πλέον εισφορών μετά την επίτευξη του επιπέδου‑στόχου θα μπορούσε στην πράξη να οδηγήσει σε μια κατάσταση στην οποία δεν θα υφίσταται ανάγκη μεταφοράς των εισφορών σε περίπτωση μεταφοράς της δραστηριότητας. Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/49 δεν διασφαλίζει ότι θα υφίστανται πάντοτε κεφάλαια διαθέσιμα για μεταφορά στο ΣΕΚ προσχώρησης.

74      Τρίτον, κατά το Βασίλειο της Σουηδίας, υπάρχουν γενικοί και συστημικοί λόγοι υπέρ της εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49 σύμφωνα με το γράμμα του. Συγκεκριμένα, μια τέτοια εφαρμογή θα προσέφερε σαφήνεια όσον αφορά τα κεφάλαια που μπορούν να μεταφερθούν. Αντιθέτως, μια ερμηνεία κατά την οποία η διάταξη αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι καλύπτει πληρωμές που δεν πραγματοποιήθηκαν κατά το δωδεκάμηνο που προηγείται της μεταφοράς θα εμπεριείχε ορισμένες ασάφειες και θα ήταν δύσκολο να εφαρμοστεί.

75      Τέταρτον, το Βασίλειο της Σουηδίας επισημαίνει ότι από τη γνωμοδότηση της ΕΑΤ της 8ης Αυγούστου 2019, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι η είσπραξη των εισφορών από τα μέλη ενός ΣΕΚ, δυνάμει της οδηγίας 2014/49, δεν λαμβάνει πλήρως υπόψη την ευθύνη η οποία μπορεί να μεταβιβασθεί μεταξύ διαφορετικών ΣΕΚ. Από την ίδια γνωμοδότηση προκύπτει επίσης ότι το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας δεν παρέχει εξαντλητική λύση όσον αφορά τη μεταφορά κεφαλαίων και ότι η ΕΑΤ συνέστησε, στο πλαίσιο αυτό, την τροποποίηση της εν λόγω διατάξεως. Επομένως, τα κενά της εν λόγω διατάξεως δεν μπορούν να καλυφθούν με την ερμηνεία των υφιστάμενων διατάξεων.

76      Πέμπτον, το Βασίλειο της Σουηδίας επισημαίνει ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής, κατά τις ανταλλαγές που πραγματοποιήθηκαν τον Οκτώβριο του 2020 μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών εγγύησης των καταθέσεων των τριών κρατών της Βαλτικής, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η οδηγία προβλέπει ελάχιστη εναρμόνιση όσον αφορά τη μεταφορά των εισφορών. Επομένως, η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί παρά σύμφωνα με το γράμμα της.

77      Έκτον, το Βασίλειο της Σουηδίας, αφενός, υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49 δεν έχει σοβαρές συνέπειες για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς. Πράγματι, οι εισφορές που θα μπορούσαν να μεταφερθούν δυνάμει της εν λόγω οδηγίας σπανίως θα είναι τόσο υψηλές ώστε να μπορούν να θεωρηθούν ουσιώδεις προκειμένου το ΣΕΚ προσχώρησης να μπορέσει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Επομένως, το γεγονός ότι το σουηδικό ΣΕΚ δεν μετέφερε εισφορές στο λεττονικό ΣΕΚ δεν επέφερε αντίστοιχη αύξηση των εισφορών που εισπράχθηκαν από ο τελευταίο αυτό ΣΕΚ.

78      Αφετέρου, κατά το Βασίλειο της Σουηδίας, η ερμηνεία την οποία προτείνει δεν συνεπάγεται αδικαιολόγητο πλεονέκτημα για το σουηδικό ΣΕΚ. Το Βασίλειο της Σουηδίας υπενθυμίζει, συναφώς, ότι η μεταφορά των δραστηριοτήτων της Nordea Bank από το σουηδικό ΣΕΚ στο φινλανδικό ΣΕΚ είχε ως συνέπεια την καταβολή εισφορών από το σουηδικό ΣΕΚ στο φινλανδικό ΣΕΚ, δεδομένου ότι το σουηδικό ΣΕΚ εισέπραξε εισφορές κατά το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε της εν λόγω μεταφοράς. Η συνεπής εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας οδήγησε απλώς σε διαφορετικά αποτελέσματα ανάλογα με τις διαφορετικές πραγματικές περιστάσεις.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

79      Με την πρώτη αιτίαση, η Δημοκρατία της Λεττονίας, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες, προσάπτει στο Βασίλειο της Σουηδίας ότι παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49, κατά το μέρος που αρνήθηκε, βάσει εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, να μεταφέρει στο λεττονικό ΣΕΚ τις εισφορές που η Nordea Bank είχε καταβάλει στο σουηδικό ΣΕΚ για τις καταθέσεις που σχετίζονταν με τις δραστηριότητες του λεττονικού υποκαταστήματος κατά το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε της μεταφοράς των δραστηριοτήτων του εν λόγω υποκαταστήματος στο λεττονικό ΣΕΚ.

80      Το Βασίλειο της Σουηδίας φρονεί ότι η άρνηση αυτή δεν συνιστά παράβαση, δεδομένου ότι το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49 απαιτεί οι εισφορές που πρόκειται να μεταφερθούν να έχουν καταβληθεί κατά το δωδεκάμηνο που προηγείται της μεταφοράς. Δεδομένου, ωστόσο, ότι η Nordea Bank δεν είχε καταβάλει καμία εισφορά για τις δραστηριότητες του λεττονικού υποκαταστήματός της κατά το εν λόγω διάστημα, οι προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής δεν πληρούνταν κατά το εν λόγω κράτος μέλος.

81      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος [απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, G. K. κ.λπ. (Ευρωπαϊκή Εισαγγελία), C‑281/22, EU:C:2023:1018, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

82      Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2014/49, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του εν λόγω εδαφίου, αν ορισμένες δραστηριότητες ενός πιστωτικού ιδρύματος μεταφερθούν σε άλλο κράτος μέλος και επομένως καλύπτονται από άλλο ΣΕΚ, οι εισφορές που κατέβαλε το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα κατά το δωδεκάμηνο που προηγείται της μεταφοράς, εξαιρέσει ορισμένων έκτακτων εισφορών, μεταφέρονται στο άλλο ΣΕΚ κατ’ αναλογίαν του ύψους των καλυπτόμενων καταθέσεων που μεταφέρθηκαν.

83      Από τη φράση «καταβληθείσες εισφορές» προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη στηρίζεται στην παραδοχή ότι κατ’ αρχήν καταβλήθηκαν εισφορές κατά τη διάρκεια αυτής της δωδεκάμηνης περιόδου και, ως εκ τούτου, πρέπει να μεταφερθούν στο ΣΕΚ προσχώρησης σε περίπτωση μεταφοράς δραστηριοτήτων σε άλλο κράτος μέλος. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από τη φράση «κατ’ αναλογία», η οποία συνδέει σαφέστατα τη μεταφορά των εισφορών με τη μεταφορά των εγγυημένων καταθέσεων.

84      Επομένως, το γράμμα της εν λόγω διατάξεως δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να πρέπει να μεταφερθούν στο ΣΕΚ προσχώρησης οι εισφορές οι οποίες αφορούν το δωδεκάμηνο που προηγείται της μεταφοράς, αλλά οι οποίες εισπράχθηκαν από το σουηδικό ΣΕΚ εκτός του διαστήματος αυτού.

85      Όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49, επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας, το οποίο καθορίζει τις λεπτομέρειες της χρηματοδότησης των ΣΕΚ.

86      Δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, τα ΣΕΚ αντλούν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα από εισφορές που καταβάλλουν τα μέλη τους τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, από τη διάταξη αυτήν προκύπτει ότι οι εισφορές που καταβάλλουν τα μέλη στο ΣΕΚ μπορούν να θεωρηθούν ως το αντάλλαγμα για την εγγύηση των καταθέσεων για ορισμένο χρονικό διάστημα.

87      Θα ήταν, επομένως, σύμφωνο προς την οικονομία του ΣΕΚ, σε περίπτωση μεταφοράς ορισμένων δραστηριοτήτων ενός πιστωτικού ιδρύματος σε άλλο κράτος μέλος και, κατά συνέπεια, μεταβιβάσεως της ευθύνης για τις καλυπτόμενες καταθέσεις στο ΣΕΚ αυτού του άλλου κράτους μέλους, να μεταφερθεί στο ΣΕΚ προσχώρησης και το αντάλλαγμα για την εγγύηση των καταθέσεων.

88      Ως εκ τούτου, η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49 απαιτεί, για την εκπλήρωση της υποχρέωσης που απορρέει από την εν λόγω διάταξη, η σουηδική αρχή εγγύησης των καταθέσεων να μεταφέρει στο λεττονικό ΣΕΚ τις εισφορές τις οποίες της κατέβαλε η Nordea Bank και οι οποίες αφορούν το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε της μεταφοράς των δραστηριοτήτων της Nordea Bank στο λεττονικό ΣΕΚ, λαμβάνοντας υπόψη τα χρονικά διαστήματα τα οποία αφορούν οι εισφορές της Nordea Bank, και όχι την ακριβή ημερομηνία κατά την οποία καταβλήθηκαν οι εν λόγω εισφορές.

89      Ασφαλώς, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επικαλείται το Βασίλειο της Σουηδίας με τα δικόγραφά του, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, το αργότερο έως τις 3 Ιουλίου 2024, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα ενός ΣΕΚ θα αντιστοιχούν τουλάχιστον στο επίπεδο-στόχο του 0,8 % επί του ύψους των καλυπτόμενων καταθέσεων των μελών του. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εισπράττουν πλέον εισφορές μόλις και για όσο χρόνο έχει επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος. Ωστόσο, αν ένα κράτος μέλος λάβει μια τέτοια απόφαση, το ΣΕΚ του εν λόγω κράτους θα μπορούσε, σε περίπτωση μεταφοράς δραστηριότητας ενός από τα μέλη του στο ΣΕΚ άλλου κράτους μέλους, να μην έχει καμία εισφορά προς μεταφορά στο ΣΕΚ προσχώρησης, διότι το ίδιο δεν έχει εισπράξει καμία εισφορά.

90      Εντούτοις, η ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/49 την οποία υποστηρίζει το Βασίλειο της Σουηδίας προϋποθέτει, αφενός, ότι το επίπεδο-στόχος έχει επιτευχθεί και, αφετέρου, ότι, κατ’ εξαίρεση από την αρχή ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα καταβάλλει, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, εισφορά στο ΣΕΚ του οποίου είναι μέλος, ένα κράτος μέλος αποφασίζει να μην εισπράξει εισφορές. Το γεγονός ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα είχαν καταβληθεί εισφορές κατά το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε της μεταφοράς και δεν θα μπορούσαν να μεταφερθούν αποτελεί λογική συνέπεια μιας τέτοιας απόφασης να μην απαιτηθεί η καταβολή των εν λόγω εισφορών και δεν ασκεί επιρροή στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, αντιθέτως, ένα κράτος μέλος δεν έλαβε τέτοια απόφαση και απαίτησε την καταβολή εισφορών για το δωδεκάμηνο που προηγείται της μεταφοράς.

91      Όσον αφορά τον επιδιωκόμενο με το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49 σκοπό, επισημαίνεται ότι η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί στην αποζημίωση του ΣΕΚ προσχώρησης για τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο που συνδέεται με τη μεταφορά των εγγυημένων καταθέσεων του πιστωτικού ιδρύματος. Ο σκοπός αυτός ενισχύει την ερμηνεία κατά την οποία το Βασίλειο της Σουηδίας όφειλε να λάβει υπόψη του τα χρονικά διαστήματα τα οποία αφορούσαν οι εισφορές που κατέβαλε η Nordea Bank και όχι την ακριβή ημερομηνία των καταβολών. Πράγματι, η ερμηνεία αυτή είναι η μόνη η οποία διασφαλίζει ότι ένα ΣΕΚ προέλευσης, το οποίο δεν φέρει πλέον τον κίνδυνο που συνδέεται με τις εγγυημένες καταθέσεις που μεταφέρονται σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος του ΣΕΚ προέλευσης, δεν εξακολουθεί να διαθέτει, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, καταβληθείσες εισφορές οι οποίες αφορούν το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε της μεταφοράς για τον λόγο και μόνον ότι καταβλήθηκαν στο εν λόγω ΣΕΚ μετά το διάστημα αυτό.

92      Επιπροσθέτως, υπενθυμίζεται ότι σκοπός, γενικότερα, της εν λόγω οδηγίας, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη της 3, είναι, αφενός, η προστασία των καταθετών σε περίπτωση που καταστούν μη διαθέσιμες οι καταθέσεις τους σε πιστωτικό ίδρυμα που είναι μέλος ενός ΣΕΚ και, αφετέρου, η ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος, με την αποτροπή φαινομένων γενικευμένης απόσυρσης των καταθέσεων, όχι μόνον από πιστωτικό ίδρυμα που ενδεχομένως αντιμετωπίζει δυσχέρειες, αλλά και από υγιή πιστωτικά ιδρύματα, κατόπιν απώλειας της εμπιστοσύνης των καταθετών στη σταθερότητα του συστήματος αυτού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Balgarska Narodna Banka, C‑501/18, EU:C:2021:249, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

93      Ωστόσο, μόνον η ερμηνεία κατά την οποία, σε περίπτωση μεταφοράς των δραστηριοτήτων ενός πιστωτικού ιδρύματος σε άλλο κράτος μέλος, το ΣΕΚ προέλευσης, το οποίο δεν φέρει πλέον τον κίνδυνο που συνδέεται με τις μεταφερόμενες καλυπτόμενες καταθέσεις, οφείλει να μεταφέρει στο ΣΕΚ προσχώρησης το σύνολο των εισφορών τις οποίες του έχει καταβάλει το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα και οι οποίες αφορούν το δωδεκάμηνο που προηγείται της εν λόγω μεταφοράς συντελεί στην επίτευξη του ως άνω διττού σκοπού, διότι παρέχει στο ΣΕΚ προσχώρησης τη δυνατότητα να εισπράξει αντάλλαγμα για τον κίνδυνο που συνδέεται με τις μεταφερόμενες καλυπτόμενες καταθέσεις, γεγονός το οποίο συμβάλλει στη χρηματοπιστωτική σταθερότητά του και στην προστασία των καταθετών των πιστωτικών ιδρυμάτων που συμμετέχουν στο εν λόγω ΣΕΚ.

94      Τέλος, η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από την αιτιολογική σκέψη 37 της οδηγίας 2014/49, στην οποία γίνεται λόγος για αλληλεγγύη μεταξύ όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων μιας δεδομένης χρηματοπιστωτικής αγοράς. Πράγματι, η ένταξη ενός νέου πιστωτικού ιδρύματος σε ένα ΣΕΚ αυξάνει αυτομάτως το συνολικό ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων, το δε πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να κληθεί να καταβάλει εισφορές στο πλαίσιο του εν λόγω ΣΕΚ. Ως εκ τούτου, η ένταξη αυτού του νέου ιδρύματος θα πρέπει να συνοδεύεται από τη μεταφορά των εισφορών τις οποίες έχει καταβάλει στο ΣΕΚ προέλευσης και οι οποίες αφορούν το δωδεκάμηνο που προηγείται της μεταφοράς, ούτως ώστε να μπορεί να συμβάλει στην αλληλεγγύη στο ΣΕΚ προσχώρησης.

95      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η πρώτη αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτή και να διαπιστωθεί ότι το Βασίλειο της Σουηδίας, αρνούμενο να μεταφέρει στο λεττονικό ΣΕΚ τις εισφορές τις οποίες είχε καταβάλει το λεττονικό υποκατάστημα της Nordea Bank στο σουηδικό ΣΕΚ και οι οποίες αφορούσαν το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε της μεταφοράς των δραστηριοτήτων του εν λόγω υποκαταστήματος στο λεττονικό ΣΕΚ, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

96      Η Δημοκρατία της Λεττονίας, υποστηριζόμενη από τη Δημοκρατία της Λιθουανίας, προβάλλει ότι η άρνηση του σουηδικού ΣΕΚ να μεταφέρει στο λεττονικό ΣΕΚ τις εισφορές που κατέβαλε το λεττονικό υποκατάστημα της Nordea Bank για το διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49 αντιβαίνει στην αρχή της καλόπιστης συνεργασίας καθώς και στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, δεδομένου ότι το σουηδικό ΣΕΚ, σε παρόμοια νομική κατάσταση, μετέφερε τις εισφορές που είχε λάβει από τη Nordea Bank στο φινλανδικό ΣΕΚ, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49, μετά τη μεταφορά στη Φινλανδία της έδρας της Nordea Bank.

97      Το Βασίλειο της Σουηδίας απαντά ότι, δεδομένου ότι η μεταφορά της καταστατικής έδρας της Nordea Bank στη Φινλανδία πραγματοποιήθηκε την 1η Οκτωβρίου 2017 και οι εισφορές καταβλήθηκαν στο σουηδικό ΣΕΚ στις 13 Οκτωβρίου 2017 καθώς και στις 28 Σεπτεμβρίου 2018, οι εν λόγω εισφορές καταβλήθηκαν κατά το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε της μεταφοράς, ήτοι κατά το διάστημα από την 1η Οκτωβρίου 2017 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2018. Επομένως, το σουηδικό ΣΕΚ εφάρμοσε, στην περίπτωση αυτή, το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49 σύμφωνα με το γράμμα του, κατά τρόπο συνεπή με την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως από τη σουηδική αρχή εγγύησης των καταθέσεων με την απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2017. Επομένως, η διαφορά ως προς το αποτέλεσμα οφείλεται αποκλειστικώς στο χρονικό σημείο κατά το οποίο πραγματοποιήθηκαν οι καταβολές. Κατά συνέπεια, το Βασίλειο της Σουηδίας αμφισβητεί το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Λεττονίας ότι ενήργησε κατά τρόπο μη θεμιτό, αν και εφάρμοσε τη διάταξη αυτήν κατά τρόπο ομοιόμορφο.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

98      Υπενθυμίζεται ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι παράβαση της γενικής υποχρέωσης καλόπιστης συνεργασίας την οποία επιβάλλει το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ μπορεί να διαπιστωθεί μόνον αν πρόκειται για συμπεριφορές διακριτές από εκείνες που στοιχειοθετούν την παράβαση των ειδικών υποχρεώσεων την οποία προσάπτει η Επιτροπή στο κράτος μέλος [απόφαση της 14ης Ιουλίου 2022, Επιτροπή κατά Δανίας (ΠΟΠ Φέτα), C‑159/20, EU:C:2022:561, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

99      Όπως επισήμανε, όμως, κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 80 των προτάσεών του, από τα επιχειρήματα της Δημοκρατίας της Λεττονίας, τα οποία συνοψίζονται στη σκέψη 96 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι η δεύτερη αιτίαση, με την οποία προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, αφορά την άρνηση του σουηδικού ΣΕΚ να μεταφέρει στο λεττονικό ΣΕΚ τις εισφορές που κατέβαλε το λεττονικό υποκατάστημα της Nordea Bank για το χρονικό διάστημα του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49, ήτοι την ίδια συμπεριφορά με εκείνη που στοιχειοθετεί παράβαση της ειδικής υποχρεώσεως την οποία προβλέπει η τελευταία αυτή διάταξη.

100    Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει λόγος να διαπιστωθεί παράβαση της γενικής υποχρεώσεως, που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, διαφορετική από την ήδη διαπιστωθείσα παράβαση της ειδικότερης υποχρεώσεως που υπείχε το Βασίλειο της Σουηδίας από το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49.

101    Το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Λεττονίας, με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, αφορά ομοίως την άρνηση του σουηδικού ΣΕΚ να μεταφέρει τις επίμαχες εισφορές στο λεττονικό ΣΕΚ, οπότε δεν συντρέχει λόγος να διαπιστωθεί διακριτή παραβίαση της εν λόγω αρχής, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 81 των προτάσεών του.

102    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

103    Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι το Βασίλειο της Σουηδίας, αρνούμενο να μεταφέρει στο λεττονικό ΣΕΚ τις εισφορές που είχε καταβάλει στο σουηδικό ΣΕΚ το λεττονικό υποκατάστημα της Nordea Bank και οι οποίες αφορούσαν το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε της μεταφοράς των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος αυτού στο λεττονικό ΣΕΚ, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49.

 Επί των δικαστικών εξόδων

104    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δυνάμει του άρθρου 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του, εκτός εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης ένας διάδικος να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

105    Εν προκειμένω, τόσο η Δημοκρατία της Λεττονίας όσο και το Βασίλειο της Σουηδίας ζήτησαν να καταδικαστεί η αντίδικος στα δικαστικά έξοδα. Επιπλέον, το Βασίλειο της Σουηδίας ηττήθηκε όσον αφορά την πρώτη αιτίαση την οποία προέβαλε η Δημοκρατία της Λεττονίας, η δε Δημοκρατία της Λεττονίας ηττήθηκε όσον αφορά τη δεύτερη αιτίασή της.

106    Κατά συνέπεια, η Δημοκρατία της Λεττονίας και το Βασίλειο της Σουηδίας πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

107    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, η Δημοκρατία της Εσθονίας, η Δημοκρατία της Λιθουανίας και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Το Βασίλειο της Σουηδίας, αρνούμενο να μεταφέρει στο λεττονικό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων (ΣΕΚ) τις εισφορές τις οποίες είχε καταβάλει στο σουηδικό ΣΕΚ το λεττονικό υποκατάστημα της Nordea Bank AB και οι οποίες αφορούσαν το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε της μεταφοράς των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος αυτού στο λεττονικό ΣΕΚ, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Δημοκρατία της Λεττονίας, το Βασίλειο της Σουηδίας, η Δημοκρατία της Εσθονίας, η Δημοκρατία της Λιθουανίας και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η σουηδική.