Language of document : ECLI:EU:C:2024:384

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 7ης Μαΐου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Παραδεκτό – Άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Έννοια του όρου “δικαστήριο” – Εθνική επιτροπή διαιτησίας αρμόδια για την καταπολέμηση της φαρμακοδιέγερσης στον αθλητισμό – Κριτήρια – Ανεξαρτησία του αιτούντος οργάνου – Αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Απαράδεκτο της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως»

Στην υπόθεση C‑115/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε η Unabhängige Schiedskommission Wien (ανεξάρτητη επιτροπή διαιτησίας Βιέννης, Αυστρία) με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Φεβρουαρίου 2022, στο πλαίσιο της διαδικασίας

SO

παρισταμένων των:

Nationale Anti-Doping Agentur Austria GmbH (NADA),

Österreichischer Leichtathletikverband (ÖLV),

World Anti-Doping Agency (WADA),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Prechal, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο, T. von Danwitz, F. Biltgen, Z. Csehi και O. Spineanu–Matei, προέδρους τμήματος, J.‑C. Bonichot, S. Rodin, J. Passer (εισηγητή), Δ. Γρατσία, M. L. Arastey Sahún και M. Gavalec, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

γραμματέας: D. Dittert

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Μαΐου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η SO, εκπροσωπούμενη από τον J. Öhlböck, Rechtsanwalt,

–        ο Nationale Anti-Doping Agentur Austria GmbH (NADA), εκπροσωπούμενος από τον A. Sammer, επικουρούμενο από τους P. Lohberger και A. Schütz, Rechtsanwälte,

–        ο World Anti-Doping Agency (WADA), εκπροσωπούμενος από τον D. P. Cooper, solicitor, επικουρούμενο από την A.‑S. Oberschelp de Meneses, avocate, τους K. Van Quathem και B. Van Vooren, advocaten, και τον L. Waty, avocat,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους P. Cottin και J.‑C. Halleux,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Bénard και την A.‑L. Desjonquères,

–        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον E. Bardiņš, την J. Davidoviča και την K. Pommere,

–        η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους A. Germeaux και T. Schell,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Α. Μπουχάγιαρ, την M. Heller και τον H. Kranenborg,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, του άρθρου 6, παράγραφος 3, και των άρθρων 9 και 10 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1, και διορθωτικά ΕΕ 2018, L 127, σ. 2, και ΕΕ 2021, L 74, σ. 35, στο εξής: ΓΚΠΔ).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαιτητικής διαδικασίας μεταξύ της SO, αθλήτριας αγώνων, και του Nationale Anti-Doping Agentur Austria GmbH (NADA), ανεξάρτητου οργανισμού για την καταπολέμηση της φαρμακοδιέγερσης, σχετικά με την απόφαση του τελευταίου να δημοσιεύσει τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στην SO λόγω της εκ μέρους της παράβασης της εθνικής ρύθμισης κατά της φαρμακοδιέγερσης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Οι κανόνες της IAAF

3        Η International Association of Athletics Federations (Διεθνής Ένωση Ομοσπονδιών Κλασικού Αθλητισμού, στο εξής: IAAF) θέσπισε τον IAAF Competition Rules 2014-2015 (κανονισμό αγώνων της IAAF για τα έτη 2014-2015) εκ του οποίου ο κανόνας 32.2, στοιχεία βʹ και στʹ, όπως και τα άρθρα 2.2 και 2.6 των IAAF Anti-Doping Rules (κανόνων αντιντόπινγκ της IAAF) του 2017 απαγορεύουν τη «χρήση ή απόπειρα χρήσης απαγορευμένης ουσίας ή απαγορευμένης μεθόδου» και την «κατοχή απαγορευμένης ουσίας ή απαγορευμένης μεθόδου».

 Το δίκαιο της Ένωσης

4        Το άρθρο 5 του ΓΚΠΔ προβλέπει τις αρχές που διέπουν την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενώ το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια τέτοια επεξεργασία είναι σύννομη. Τα άρθρα 9 και 10 του εν λόγω κανονισμού περιέχουν κανόνες για την επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα.

5        Το άρθρο 77 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Με την επιφύλαξη τυχόν άλλων διοικητικών ή δικαστικών προσφυγών, κάθε υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία σε εποπτική αρχή, ιδίως στο κράτος μέλος στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του ή τον τόπο εργασίας του ή τον τόπο της εικαζόμενης παράβασης, εάν το υποκείμενο των δεδομένων θεωρεί ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορά παραβαίνει τον παρόντα κανονισμό.»

6        Το άρθρο 78 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά αρχής ελέγχου», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Με την επιφύλαξη κάθε άλλης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά νομικά δεσμευτικής απόφασης εποπτικής αρχής που το αφορά.»

7        Το άρθρο 79 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Με την επιφύλαξη κάθε διαθέσιμης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή δυνάμει του άρθρου 77, έκαστο υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής εάν θεωρεί ότι τα δικαιώματά του που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό παραβιάστηκαν ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του που το αφορούν κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού.»

 Το αυστριακό δίκαιο

 Ο ADBG

8        Το άρθρο 5 του Anti-Doping-Bundesgesetz 2021 (ομοσπονδιακού νόμου του 2021 κατά της φαρμακοδιέγερσης), της 23ης Δεκεμβρίου 2020 (BGBl. I, 152/2020, στο εξής: ADBG), το οποίο φέρει τον τίτλο «Unabhängige Dopingkontrolleinrichtung [ανεξάρτητος οργανισμός αντιντόπινγκ, Αυστρία]», προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι αποστολή του οργανισμού αυτού είναι, μεταξύ άλλων, η υποβολή αιτήσεων διενέργειας ελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 18 του ADBG, ενώπιον της Österreichische Anti Doping Rechtskommission (αυστριακής πειθαρχικής επιτροπής κατά της φαρμακοδιέγερσης, στο εξής: ÖADR), όταν θεωρεί ότι παραβιάστηκε ο ADBG, και να παρίσταται ως μετέχων στη διαδικασία ενώπιον της τελευταίας και ενώπιον της Unabhängige Schiedskommission (ανεξάρτητης επιτροπής διαιτησίας, Αυστρία) (στο εξής: USK), σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 2, και το άρθρο 23, παράγραφος 2, του ADBG.

9        Το άρθρο 5, παράγραφος 5, του ADBG ορίζει τα εξής:

«Για την εκτέλεση των καθηκόντων του ανεξάρτητου οργανισμού αντιντόπινγκ έχει συσταθεί κοινωφελής εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία [NADA]. [...] Ως υπεύθυνος επεξεργασίας κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 7, του ΓΚΠΔ, ο [NADA] επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.»

10      Το άρθρο 6 του ADBG, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διατάξεις σχετικά με την προστασία των δεδομένων», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο ανεξάρτητος οργανισμός αντιντόπινγκ έχει την εξουσία, ως υπεύθυνος επεξεργασίας σύμφωνα με το άρθρο 4, σημείο 7, του ΓΚΠΔ, στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την άσκηση των καθηκόντων του βάσει του [ADBG] και προς εκτέλεση του [ADBG], ιδίως στο πλαίσιο της αποστολής της [ÖADR] και της [USK], να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. [...]»

11      Το άρθρο 7 του ADBG, το οποίο φέρει τον τίτλο «[ÖADR]», προβλέπει στην παράγραφο 1, μεταξύ άλλων, ότι η ÖADR οφείλει να διεξάγει πειθαρχικές διαδικασίες για την οικεία αρμόδια ομοσπονδιακή αθλητική ομοσπονδία σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες αντιντόπινγκ της αρμόδιας διεθνούς αθλητικής ομοσπονδίας (διαδικασίες ελέγχου για παραβάσεις κανόνων αντιντόπινγκ). Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 7, του ADBG, η ÖADR συστήνεται στο πλαίσιο του ανεξάρτητου οργανισμού αντιντόπινγκ. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 8, του ADBG, το άρθρο 6 του ADBG εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν.

12      Το άρθρο 8 του ADBG, το οποίο φέρει τον τίτλο «[USK]», ορίζει τα εξής:

«(1)      Η [USK] είναι επιτροπή ανεξάρτητη από κρατικά όργανα, ιδιώτες καθώς και από τον ανεξάρτητο οργανισμό αντιντόπινγκ. Τα μέλη της USK δεν επιτρέπεται να έχουν μετάσχει ούτε στην έρευνα που αφορά αθλήτρια ή αθλητή ή άλλο πρόσωπο, ούτε στην έκδοση της απόφασης σχετικά με την υποβολή αίτησης διενέργειας ελέγχου όσον αφορά αθλήτρια ή αθλητή ή άλλο πρόσωπο, ούτε στην έκδοση της απόφασης της ÖADR που τους υποβλήθηκε προς έλεγχο. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23, παράγραφος 10, σημεία 1 και 2, η USK συστήνεται εντός του ανεξάρτητου οργανισμού αντιντόπινγκ προκειμένου να εξετάζει τις αποφάσεις που λαμβάνει η ÖADR στο πλαίσιο των διαδικασιών ελέγχου για παραβάσεις κανόνων αντιντόπινγκ.

(2)      Η USK αποτελείται, υπό την επιφύλαξη τήρησης της υποχρέωσης να μετέχουν στη σύνθεσή της γυναίκες σε ποσοστό 50 %, από μία πρόεδρο ή έναν πρόεδρο και επτά μέλη που έχουν τα ακόλουθα προσόντα:

1.      η πρόεδρος ή ο πρόεδρος και η αναπληρώτρια ή ο αναπληρωτής της ή του προέδρου πρέπει να έχουν επιτύχει στις εξετάσεις των δικαστικών λειτουργών ή δικηγόρων·

2.      δύο μέλη πρέπει να διαθέτουν πτυχίο νομικής και εμπειρία στη διεξαγωγή επίσημων διαδικασιών έρευνας·

3.      δύο μέλη πρέπει να είναι ειδικοί στην αναλυτική χημεία ή την τοξικολογία·

4.      δύο μέλη πρέπει να είναι ειδικοί στην αθλητική ιατρική.

Για κάθε διαδικασία, η πρόεδρος ή ο πρόεδρος ή η αναπληρώτρια ή ο αναπληρωτής της ή του προέδρου ορίζει για τη διεξαγωγή της διαδικασίας, μεταξύ των μελών της USK, τουλάχιστον ένα μέλος που διαθέτει πτυχίο νομικής και εμπειρία στη διεξαγωγή επίσημων διαδικασιών έρευνας, τουλάχιστον μία ή έναν ειδικό στην αναλυτική χημεία ή την τοξικολογία και τουλάχιστον ένα μέλος ως ειδικό στην αθλητική ιατρική.

(3)      Η πρόεδρος ή ο πρόεδρος και τα μέλη που μνημονεύονται στην παράγραφο 2, σημεία 1 έως 4, διορίζονται για θητεία τεσσάρων ετών από τον [Bundesminister für Kunst, Kultur, öffentlichen Dienst und Sport (ομοσπονδιακό Υπουργό Τεχνών, Πολιτισμού, Δημόσιας Διοίκησης και Αθλητισμού, Αυστρία)]. Το ένα από τα μέλη διορίζεται ως αναπληρωτής ή αναπληρώτρια της προέδρου ή του προέδρου. Είναι δυνατή η ανανέωση της θητείας των μελών και η πρόωρη παύση τους για σοβαρούς λόγους. Η πρόεδρος ή ο πρόεδρος και τα μέλη μπορούν ανά πάσα στιγμή να παραιτηθούν από τα καθήκοντά τους. Εάν η πρόεδρος ή ο πρόεδρος ή ένα μέλος παραιτηθεί πρόωρα, διορίζεται νέο πρόσωπο για το υπόλοιπο της εναπομένουσας θητείας. Η USK λαμβάνει αποφάσεις με την πλειοψηφία των ψήφων και βρίσκεται σε απαρτία όταν παρίστανται η πρόεδρος ή ο πρόεδρος και τουλάχιστον δύο μέλη. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος της προέδρου ή του προέδρου. Η USK μπορεί επίσης να λαμβάνει αποφάσεις με έγγραφη διαδικασία όταν, λόγω της σαφήνειας της πραγματικής κατάστασης, δεν απαιτείται συζήτηση στο πλαίσιο συνεδρίασης και δεν αντιτίθενται στη λήψη απόφασης κατ’ αυτόν τον τρόπο ούτε η πρόεδρος ή ο πρόεδρος ούτε κάποιο μέλος. Οι διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 3, έχουν εφαρμογή στην USK.

[...]

(6)      Το άρθρο 6 [του ADBG] εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν.»

13      Το άρθρο 20 του ADBG, το οποίο επιγράφεται «Διαδικασίες ενώπιον της [ÖADR]», ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η ÖADR είναι αρμόδια να διεξάγει διαδικασίες ελέγχου για παραβάσεις αντιντόπινγκ κατόπιν της εκ μέρους του ανεξάρτητου οργανισμού αντιντόπινγκ υποβολής αιτήσεως διενέργειας ελέγχου και να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό σε περίπτωση παράβασης των κανόνων αντιντόπινγκ της αρμόδιας διεθνούς ομοσπονδιακής αθλητικής ομοσπονδίας.

14      Το άρθρο 21 του ADBG προβλέπει στην παράγραφο 3 τα εξής:

«Η ÖADR οφείλει το αργότερο 20 ημέρες αφότου η απόφαση κατέστη απρόσβλητη να ενημερώσει [την αθλητική ομοσπονδία], τους αθλητικούς οργανισμούς, τις αθλήτριες και τους αθλητές, τα λοιπά πρόσωπα και τους διοργανωτές αθλητικών εκδηλώσεων, καθώς και το ευρύ κοινό, σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας (επί παραδείγματι αναστολές συμμετοχής) που επιβλήθηκαν και για τις αποφάσεις που εκδόθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών ελέγχου για παραβάσεις κανόνων αντιντόπινγκ, κοινοποιώντας το όνομα του εκάστοτε εμπλεκόμενου προσώπου, τη διάρκεια και τους λόγους του αποκλεισμού, χωρίς ωστόσο από τα δεδομένα που δημοσιεύονται να καθίσταται δυνατή η εξαγωγή συμπερασμάτων για την υγεία του προσώπου αυτού. Στις περιπτώσεις προσώπων που χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας, ερασιτεχνών αθλητριών και αθλητών, καθώς και προσώπων τα οποία με την παροχή πληροφοριών ή άλλων στοιχείων έχουν συμβάλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη πιθανών παραβάσεων κανόνων αντιντόπινγκ, είναι δυνατόν η κατά τα ανωτέρω ενημέρωση να μη λάβει χώρα. Στις περιπτώσεις ερασιτεχνών αθλητριών και αθλητών, όταν έχει διαπιστωθεί παράβαση κανόνα αντιντόπινγκ βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, σημείο 3 και σημεία 9 έως 11, επιβάλλεται η γνωστοποίηση για λόγους δημόσιας υγείας.»

15      Το άρθρο 23 του ADBG, το επιγράφεται «Διαδικασίες ενώπιον της [USK]», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Κατά αποφάσεως εκδοθείσας κατά τη διαδικασία του άρθρου 20, τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 μέρη έχουν δικαίωμα εντός τεσσάρων εβδομάδων από την κοινοποίησή της να υποβάλουν αίτηση επανεξέτασης αυτής ενώπιον της USK. Η απόφαση υποβάλλεται σε έλεγχο νομιμότητας από την USK, η οποία έχει τη δυνατότητα να την εξαφανίσει λόγω έλλειψης νομιμότητας ή να τη μεταρρυθμίσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Η υποβολή της αίτησης επανεξέτασης δεν αναστέλλει την εφαρμογή της εκδοθείσας κατά τη διαδικασία του άρθρου 20 αποφάσεως, εκτός εάν τούτο οριστεί από την USK.»

16      Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του ADBG, ο ανεξάρτητος οργανισμός αντιντόπινγκ παρίσταται ως μετέχων στη διαδικασία ενώπιον της USK.

17      Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, του ADBG, το άρθρο 580, παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 588, παράγραφος 2, το άρθρο 592, παράγραφοι 1 και 2, τα άρθρα 594 και 595, τα άρθρα 597 έως 602, το άρθρο 604, το άρθρο 606, παράγραφοι 1 έως 5, το άρθρο 608, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 610 του Zivilprozessordnung (κώδικα πολιτικής δικονομίας, στο εξής: ZPO) εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στη διαδικασία ενώπιον της USK. Η USK οφείλει να διεξάγει τη διαδικασία σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες αντιντόπινγκ της αρμόδιας διεθνούς ομοσπονδίας. Επιπλέον, οι μετέχοντες στη διαδικασία μπορούν να ζητήσουν τη δημόσια διεξαγωγή της.

18      Το άρθρο 23, παράγραφος 4, του ADBG ορίζει τα εξής:

«Η USK υποχρεούται εντός έξι εβδομάδων από την παραλαβή της αιτήσεως επανεξέτασης είτε να αποφανθεί είτε να ορίσει τη συζήτησή της επ’ ακροατηρίου. Μετά το πέρας της προφορικής διαδικασίας, οφείλει εντός τεσσάρων εβδομάδων να εκδώσει γραπτή και αιτιολογημένη οριστική απόφαση. Η διαδικασία πρέπει να διεξαχθεί εντός προθεσμίας έξι μηνών από την παραλαβή της αιτήσεως επανεξέτασης, στην οποία συνυπολογίζονται καθυστερήσεις οφειλόμενες σε υπαίτια συμπεριφορά του διαδίκου κατά την παράγραφο 2, σημείο 1. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος της προέδρου ή του προέδρου. Οι αποφάσεις διατυπώνονται γραπτώς και είναι αιτιολογημένες. Ανεξαρτήτως του περιεχομένου της διαιτητικής αποφάσεως της USK, [ο Παγκόσμιος Οργανισμός Αντιντόπινγκ (WADA)], η διεθνής ολυμπιακή επιτροπή, η διεθνής παραολυμπιακή επιτροπή και η διεθνής ομοσπονδία του οικείου αθλήματος νομιμοποιούνται να προσβάλλουν την απόφαση της USK ενώπιον του [αθλητικού διαιτητικού δικαστηρίου (CAS), το οποίο εδρεύει στη Λωζάννη (Ελβετία)]. Στις υποθέσεις που αφορούν τη συμμετοχή σε διεθνείς αγώνες ή στις οποίες εμπλέκονται διεθνείς αθλητές, οι αποφάσεις μπορούν να προσβληθούν απευθείας από τους ενδιαφερομένους ενώπιον του CAS. Κατόπιν εξάντλησης των βαθμών δικαιοδοσίας που προβλέπονται από την ειδική διαδικασία των κανονισμών αντιντόπινγκ, εξακολουθεί να υφίσταται η δυνατότητα επίλυσης των διαφορών αστικού δικαίου ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων.»

19      Το άρθρο 23 του ADBG ορίζει στην παράγραφο 14 τα εξής:

«Η USK οφείλει να ενημερώνει [την αθλητική ομοσπονδία], αθλητικούς οργανισμούς, αθλήτριες και αθλητές, άλλα πρόσωπα και τους διοργανωτές αθλητικών εκδηλώσεων, καθώς και το ευρύ κοινό σχετικά με τις αποφάσεις της, κοινοποιώντας το όνομα του εκάστοτε εμπλεκόμενου προσώπου, τη διάρκεια και τους λόγους του αποκλεισμού, χωρίς ωστόσο από τα δεδομένα που δημοσιεύονται να καθίσταται δυνατή η εξαγωγή συμπερασμάτων για την υγεία του προσώπου αυτού. Στις περιπτώσεις προσώπων που χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας, ερασιτεχνών αθλητριών και αθλητών, καθώς και προσώπων τα οποία με την παροχή πληροφοριών ή άλλων στοιχείων έχουν συμβάλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη πιθανών παραβάσεων κανόνων αντιντόπινγκ, είναι δυνατόν η κατά τα ανωτέρω ενημέρωση να μη λάβει χώρα. Στις περιπτώσεις ερασιτεχνών αθλητριών και αθλητών, όταν έχει διαπιστωθεί παράβαση κανόνα αντιντόπινγκ βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, σημείο 3 και σημεία 9 έως 11, επιβάλλεται η γνωστοποίηση για λόγους δημόσιας υγείας.»

 Κανονισμός διαδικασίας της ανεξάρτητης επιτροπής διαιτησίας ο οποίος θεσπίστηκε δυνάμει του ομοσπονδιακού νόμου του 2021 κατά της φαρμακοδιέγερσης

20      Ο Verfahrensordnung der unabhängigen Schiedskommission nach dem Anti-Doping-Bundesgesetz 2021 (κανονισμός διαδικασίας της ανεξάρτητης επιτροπής διαιτησίας ο οποίος θεσπίστηκε δυνάμει του ομοσπονδιακού νόμου του 2021 κατά της φαρμακοδιέγερσης), της 1ης Ιανουαρίου 2021 (στο εξής: κανονισμός διαδικασίας της USK), ορίζει στο άρθρο 1, παράγραφος 3, ότι τα μέλη της USK απολαύουν ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Το άρθρο 5 του ως άνω κανονισμού διαδικασίας προβλέπει τους λόγους για τους οποίους μπορεί να γίνει επίκληση της μεροληψίας ενός ή περισσότερων από τα εν λόγω μέλη, καθώς και τις εντεύθεν απορρέουσες συνέπειες.

21      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού διαδικασίας ορίζει ότι οι μετέχοντες στη διαδικασία μπορούν να χρησιμοποιήσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα που προβλέπει ο ZPO.

 Ο ZPO

22      Μεταξύ των άρθρων του ZPO, όπως ίσχυε στις 23 Δεκεμβρίου 2020 (BGBl. I, 148/2020), τα οποία διέπουν τη διαδικασία διαιτησίας, το άρθρο 597 αφορά τους κανόνες σχετικά με την αίτηση διαιτησίας και το υπόμνημα απαντήσεως, ενώ το άρθρο 598 προβλέπει τη δυνατότητα διεξαγωγής προφορικής διαδικασίας και το άρθρο 599, μεταξύ άλλων, τους κανόνες διεξαγωγής αποδείξεων ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου.

23      Το άρθρο 607 του ZPO προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι η απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου παράγει, μεταξύ των μερών, τα αποτελέσματα δικαστικής αποφάσεως με ισχύ δεδικασμένου.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

24      Η SO ήταν αθλήτρια αγώνων από το 1998 έως το 2015. Είναι επίσης επικεφαλής ενός σωματείου το οποίο είναι μέλος της ομοσπονδίας στίβου της Βιέννης (Αυστρία).

25      Το 2021, με βάση τα αποτελέσματα έρευνας την οποία διεξήγαγε η Bundeskriminalamt (ομοσπονδιακή υπηρεσία δίωξης εγκλήματος, Αυστρία), ο NADA υπέβαλε στην ÖADR αίτηση διενέργειας ελέγχου για την περίπτωση της SO, διότι θεωρούσε ότι η τελευταία είχε παραβεί τους κανόνες αντιντόπινγκ.

26      Με απόφαση της 31ης Μαΐου 2021, η ÖADR έκρινε την SO ένοχη για παράβαση του κανόνα 32.2, στοιχεία βʹ και στʹ, του κανονισμού αγώνων της IAAF για τα έτη 2014-2015 και των άρθρων 2.2 και 2.6 των κανόνων αντιντόπινγκ του 2017 της IAAF (στο εξής: επίδικη απόφαση). Ειδικότερα, η ÖADR διαπίστωσε ότι, μεταξύ των μηνών Μαΐου 2015 και Απριλίου 2017, η SO κατείχε ουσίες των οποίων η χρήση από επαγγελματίες αθλητές που υπόκεινται στον κανονισμό αγώνων της IAAF απαγορευόταν από τον WADA κατά το χρονικό αυτό διάστημα, και συγκεκριμένα ερυθροποιητίνη (καλούμενη επίσης EPO), γενοτροπίνη (omnitrope) καθώς και τεστοστερόνη (androgel), και ότι η SO τις είχε χρησιμοποιήσει τουλάχιστον εν μέρει το 2015.

27      Με βάση τις ανωτέρω διαπιστώσεις, η ÖADR ακύρωσε, με την επίδικη απόφαση, όλα τα αποτελέσματα της αιτούσας από τις 10 Μαΐου 2015 μέχρι την ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ η εν λόγω απόφαση και ανακάλεσε όλα τα χρηματικά ποσά που καταβλήθηκαν για τη συμμετοχή της και/ή τα χρηματικά έπαθλα. Επιπλέον, επέβαλε στην αιτούσα αποκλεισμό συμμετοχής σε κάθε είδους αθλητικούς αγώνες για χρονική περίοδο τεσσάρων ετών, με ισχύ από τις 31 Μαΐου 2021.

28      Κατά τη διαδικασία ενώπιον της ÖADR, η SO είχε ζητήσει τη μη γνωστοποίηση της επίδικης απόφασης στο ευρύ κοινό, σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 3, του ADBG, ιδίως να μη δημοσιοποιηθεί και να μη δημοσιευτεί το όνομά της και άλλα ατομικά χαρακτηριστικά της. Η ÖADR απέρριψε το αίτημα αυτό με την επίδικη απόφαση.

29      Η SO υπέβαλε αίτηση επανεξέτασης ενώπιον της USK ζητώντας τη μεταρρύθμιση της επίδικης απόφασης, προκειμένου να μην ενημερωθεί το ευρύ κοινό –μέσω της δημοσίευσης του πλήρους ονόματός της σε δικτυακό τόπο ο οποίος είναι ελευθέρα προσβάσιμος– για τις παραβάσεις των κανόνων αντιντόπινγκ που είχε διαπράξει και για την ποινή που της είχε επιβληθεί.

30      Με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, η USK επικύρωσε την ακύρωση όλων των αποτελεσμάτων της SO σε αγώνες, καθώς και την ανάκληση όλων των τίτλων, μεταλλίων, βραβείων, χρηματικών ποσών που καταβλήθηκαν για τη συμμετοχή της και χρηματικών επάθλων που αποκτήθηκαν από τις 10 Μαΐου 2015, καθώς και την αναστολή της συμμετοχής της σε όλους τους (εθνικούς και διεθνείς) αγώνες για περίοδο τεσσάρων ετών από τις 31 Μαΐου 2021.

31      Ωστόσο, η USK επιφυλάχθηκε να αποφανθεί με χωριστή απόφαση επί του αιτήματος περί της μη δημοσίευσης των παραβάσεων των κανόνων αντιντόπινγκ που διέπραξε η SO και των επακόλουθων κυρώσεων.

32      Υπό τις συνθήκες αυτές, η USK αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν της διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αποτελούν “δεδομένα που αφορούν την υγεία” κατά την έννοια του άρθρου 9 [ΓΚΠΔ] οι πληροφορίες ότι ορισμένο πρόσωπο υπέπεσε σε συγκεκριμένη παράβαση κανόνα αντιντόπινγκ και λόγω της παράβασης αυτής έχει αποκλειστεί από τη συμμετοχή σε (εθνικούς και διεθνείς) αγώνες;

2)      Αντιβαίνει προς τον [ΓΚΠΔ] –ιδίως υπό το πρίσμα του άρθρου του 6, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο– εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει τη δημοσιοποίηση του ονόματος των προσώπων που αφορά η απόφαση της [USK], της διάρκειας και των λόγων του αποκλεισμού τους, χωρίς να καθίσταται δυνατή η εξαγωγή συμπερασμάτων για δεδομένα που αφορούν την υγεία του υποκειμένου των δεδομένων; Ασκεί συναφώς επιρροή το γεγονός ότι βάσει της εθνικής ρύθμισης η δημοσιοποίηση των ανωτέρω στοιχείων προς το ευρύ κοινό είναι δυνατό να μη λάβει χώρα μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων είναι ερασιτέχνης αθλητής, ανήλικος ή πρόσωπο το οποίο διά της παροχής πληροφοριών ή άλλων στοιχείων έχει συμβάλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη πιθανών παραβάσεων κανόνων αντιντόπινγκ;

3)      Επιτάσσει ο [ΓΚΠΔ] –ιδίως υπό το πρίσμα των αρχών του άρθρου του 5, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ– πριν τη δημοσιοποίηση να γίνεται σε κάθε περίπτωση στάθμιση συμφερόντων μεταξύ του θιγόμενου με τη δημοσιοποίηση συμφέροντος που άπτεται της προσωπικότητας του υποκειμένου των δεδομένων, αφενός, και του γενικού συμφέροντος για ενημέρωση σχετικά με την παράβαση κανόνα αντιντόπινγκ από αθλητή, αφετέρου;

4)      Συνιστά επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα κατά την έννοια του άρθρου 10 του [ΓΚΠΔ] η ενημέρωση ότι ορισμένο πρόσωπο έχει υποπέσει σε συγκεκριμένη παράβαση κανόνα αντιντόπινγκ και εξαιτίας της παράβασης αυτής έχει αποκλειστεί από τη συμμετοχή σε (εθνικούς και διεθνείς) αγώνες;

5)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο τέταρτο ερώτημα: Αποτελεί επίσημη αρχή κατά την έννοια του άρθρου 10 του [ΓΚΠΔ] η [USK] που συγκροτήθηκε δυνάμει του άρθρου 8 του [ADBG];»

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

33      Η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με την οποία το Δικαστήριο παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν (απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, ERG κ.λπ., C‑378/08, EU:C:2010:126, σκέψη 72, και διάταξη της 9ης Ιανουαρίου 2024, Bravchev, C‑338/23, EU:C:2024:4, σκέψη 18).

34      Επομένως, για να μπορεί να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν όργανο πρέπει να δύναται να χαρακτηριστεί ως «δικαστήριο» υπό την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, όπερ εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξακριβώσει βάσει της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως (διατάξεις της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Holunga, C‑370/18, EU:C:2018:1011, σκέψη 13, και της 19ης Μαΐου 2022, Frontera Capital, C‑722/21, EU:C:2022:412, σκέψη 11).

35      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου το Δικαστήριο να εκτιμήσει αν το αιτούν όργανο είναι «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στο δίκαιο της Ένωσης, λαμβάνει υπόψη μια σειρά στοιχείων, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του [πρβλ. αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1966, Vaassen-Göbbels, 61/65, EU:C:1966:39, σ. 337· της 3ης Μαΐου 2022, CityRail, C–453/20, EU:C:2022:341, σκέψη 41, και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Krajowa Rada Sądownictwa (Παραμονή δικαστή σε ενεργό υπηρεσία), C‑718/21, EU:C:2023:1015, σκέψη 40].

36      Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο μόνον εφόσον εκκρεμεί ενώπιόν τους διαφορά και εφόσον καλούνται να αποφανθούν στο πλαίσιο διαδικασίας που πρόκειται να καταλήξει στην έκδοση δικαστικής αποφάσεως. Πρέπει συνεπώς να εξετασθεί η δυνατότητα ενός οργάνου να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σύμφωνα με κριτήρια που αφορούν τόσο τη δομή όσο και τη λειτουργία του (πρβλ. απόφαση της 3ης Μαΐου 2022, CityRail, C‑453/20, EU:C:2022:341, σκέψεις 42 και 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Όσον αφορά τα κριτήρια που αφορούν τη δομή του οργάνου, από τα στοιχεία της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο και ιδίως από τις διατάξεις του ADBG προκύπτει ότι η USK πληροί τα κριτήρια που αφορούν την ίδρυσή της με νόμο, τη μονιμότητά της, τον δεσμευτικό χαρακτήρα της δικαιοδοσίας της, καθώς και τον κατ’ αντιμωλία χαρακτήρα της ενώπιόν της διαδικασίας.

38      Αντιθέτως, τίθεται το ζήτημα αν η USK πληροί το κριτήριο της ανεξαρτησίας.

39      Όσον αφορά το κριτήριο αυτό, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ανεξαρτησία των εθνικών δικαστηρίων, η οποία είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική δικαστική προστασία, είναι συμφυής με το δικαιοδοτικό έργο (πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψεις 41 και 42). Επομένως, είναι ουσιώδους σημασίας για την ορθή λειτουργία του συστήματος δικαστικής συνεργασίας το οποίο ενσαρκώνει ο μηχανισμός προδικαστικής παραπομπής του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο μηχανισμός αυτός είναι δυνατόν να ενεργοποιείται μόνον από όργανο το οποίο ανταποκρίνεται, μεταξύ άλλων, στο προαναφερθέν κριτήριο της ανεξαρτησίας (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2020, Banco de Santander, C‑274/14, EU:C:2020:17, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Η έννοια της ανεξαρτησίας περιλαμβάνει δύο πτυχές (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, Wilson, C‑506/04, EU:C:2006:587, σκέψεις 49 και 50, και της 21ης Ιανουαρίου 2020, Banco de Santander, C‑274/14, EU:C:2020:17, σκέψη 57).

41      Η πρώτη, εξωτερική πτυχή, προϋποθέτει ότι το σχετικό όργανο ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, χωρίς να τελεί σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους (απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2020, Banco de Santander, C‑274/14, EU:C:2020:17, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ισοβιότητα των μελών του οικείου οργάνου συνιστά εγγύηση σύμφυτη με την ανεξαρτησία των δικαστών, διότι αποσκοπεί στην προστασία των προσώπων στα οποία έχει ανατεθεί το δικαιοδοτικό έργο (απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2020, Banco de Santander, C‑274/14, EU:C:2020:17, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Ειδικότερα, η αρχή της ισοβιότητας, της οποίας υπογραμμίζεται η κεφαλαιώδης σημασία, επιτάσσει, ιδίως, να έχουν οι δικαστές τη δυνατότητα να παραμένουν στη θέση τους έως τη συμπλήρωση του υποχρεωτικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ή έως τη λήξη της θητείας τους οσάκις αυτή έχει ορισμένη χρονική διάρκεια. Η εν λόγω αρχή, χωρίς να έχει απόλυτο χαρακτήρα, επιδέχεται εξαιρέσεις μόνον εφόσον το δικαιολογούν θεμιτοί και επιτακτικοί λόγοι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, είναι κοινώς παραδεκτό ότι οι δικαστές μπορούν να παυθούν από τα καθήκοντά τους εφόσον κριθεί ότι είναι ακατάλληλοι για την άσκησή τους λόγω αδυναμίας ή σοβαρού παραπτώματος, τηρουμένων των προσηκουσών διαδικασιών (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2020, Banco de Santander, C‑274/14, EU:C:2020:17, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Επομένως, η εγγύηση της ισοβιότητας των μελών ενός δικαστηρίου απαιτεί οι περιπτώσεις παύσης των μελών του εν λόγω οργάνου να καθορίζονται με ειδική ρύθμιση, μέσω ρητών νομοθετικών διατάξεων που παρέχουν εγγυήσεις οι οποίες υπερβαίνουν τις προβλεπόμενες από τους γενικούς κανόνες του διοικητικού και του εργατικού δικαίου που εφαρμόζονται σε περίπτωση καταχρηστικής παύσης (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Ιανουαρίου 2020, Banco de Santander, C‑274/14, EU:C:2020:17, σκέψη 60, και της 26ης Ιανουαρίου 2023, Construct, C‑403/21, EU:C:2023:47, σκέψη 44).

45      Η δεύτερη, εσωτερική πτυχή της έννοιας της «ανεξαρτησίας» αντιστοιχεί στην έννοια της αμεροληψίας και αποσκοπεί στην τήρηση ίσων αποστάσεων ως προς τους διαδίκους και τα αντιμαχόμενα συμφέροντά τους σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς. Η πτυχή αυτή επιτάσσει την τήρηση αντικειμενικότητας και την απουσία κάθε άλλου συμφέροντος ως προς την επίλυση της διαφοράς πέραν της αυστηρής εφαρμογής του κανόνα δικαίου (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2020, Banco de Santander, C‑274/14, EU:C:2020:17, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Επομένως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια της «ανεξαρτησίας» προϋποθέτει πρωτίστως ότι το οικείο όργανο έχει την ιδιότητα τρίτου έναντι της αρχής που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2020, Banco de Santander, C‑274/14, EU:C:2020:17, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Αυτές οι εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας απαιτούν την ύπαρξη κανόνων, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, τη διάρκεια της θητείας τους και τους λόγους εξαιρέσεως ή παύσεώς τους, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη θωράκιση του εν λόγω οργάνου έναντι εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιμαχομένων συμφερόντων (απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2020, Banco de Santander, C‑274/14, EU:C:2020:17, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Συναφώς, όσον αφορά την USK, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, και το άρθρο 5 του κανονισμού διαδικασίας της, ο οποίος θεσπίστηκε δυνάμει του ομοσπονδιακού νόμου του 2021 κατά της φαρμακοδιέγερσης, ορίζουν ότι τα μέλη της απολαύουν ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και ότι οφείλουν να τηρούν την αρχή της αμεροληψίας.

49      Εντούτοις, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, του ADBG, τα μέλη της USK διορίζονται από τον ομοσπονδιακό Υπουργό Τεχνών, Πολιτισμού, Δημόσιας Διοίκησης και Αθλητισμού για τετραετή θητεία η οποία μπορεί να ανανεωθεί, μπορούν δε να παυθούν πρόωρα «για σοβαρούς λόγους», χωρίς η έννοια αυτή να ορίζεται στην εθνική νομοθεσία.

50      Ειδικότερα, η ισοβιότητα των μελών της USK δεν κατοχυρώνεται σε κανέναν ειδικό κανόνα.

51      Ως προς το στοιχείο αυτό, η κατάσταση των μελών της USK διακρίνεται, παραδείγματος χάρη, από την κατάσταση του αιτούντος οργάνου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Consorci Sanitari del Maresme (C‑203/14, EU:C:2015:664), υπό την έννοια ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 11 και 20 της απόφασης εκείνης, τα μέλη του οργάνου εκείνου απολαύουν εγγυήσεως ισοβιότητας κατά τη διάρκεια της θητείας τους, από την οποία χωρεί παρέκκλιση μόνο για τους λόγους που απαριθμούνται ρητώς στις ρυθμίσεις που διέπουν τη λειτουργία του.

52      Επιπλέον, η απόφαση περί παύσεως των μελών της USK από τα καθήκοντά τους μπορεί να ληφθεί μόνον από τον ομοσπονδιακό Υπουργό Τεχνών, Πολιτισμού, Δημόσιας Διοίκησης και Αθλητισμού, ήτοι από μέλος της εκτελεστικής εξουσίας, χωρίς να έχουν προηγουμένως θεσπιστεί συγκεκριμένα κριτήρια ή εγγυήσεις.

53      Επομένως, η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία δεν διασφαλίζει ότι τα μέλη της USK προστατεύονται από εξωτερικές πιέσεις, άμεσες ή έμμεσες, ικανές να εγείρουν αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία τους, με αποτέλεσμα το όργανο αυτό να μην πληροί την εσωτερική πτυχή της απαίτησης περί ανεξαρτησίας, η οποία είναι συμφυής με την ιδιότητα του εθνικού δικαστηρίου.

54      Από το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει ότι η USK δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

55      Εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν την απαλλάσσει από την υποχρέωση να διασφαλίζει την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης κατά την έκδοση των αποφάσεών της και να αφήνει ανεφάρμοστες, εν ανάγκη, εθνικές διατάξεις αντίθετες προς διατάξεις του δικαίου της Ένωσης οι οποίες έχουν άμεσο αποτέλεσμα, δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις αυτές βαρύνουν το σύνολο των αρμόδιων εθνικών αρχών και όχι μόνον τις δικαστικές αρχές (απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2020, Banco de Santander, C‑274/14, EU:C:2020:17, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο και από τις πληροφορίες που διαβίβασε ο NADA κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προκύπτει ότι η SO υπέβαλε στην Österreichische Datenschutzbehörde (αυστριακή αρχή προστασίας δεδομένων) καταγγελία για παραβίαση της προστασίας αυτής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ. Το εν λόγω όργανο εξέδωσε απορριπτική απόφαση, κατά της οποίας ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία) κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 78, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ [βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2023, SCHUFA Holding (Πτωχευτική απαλλαγή), C‑26/22 και C‑64/22, EU:C:2023:958, σκέψεις 52 και 70]. Η εκδίκαση της προσφυγής αυτής ανεστάλη εν αναμονή της απαντήσεως του Δικαστηρίου στα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στην υπό κρίση υπόθεση.

57      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

58      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τα μέρη της κύριας διαδικασίας τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος οργάνου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε η Unabhängige Schiedskommission Wien (ανεξάρτητη επιτροπή διαιτησίας Βιέννης, Αυστρία), με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, είναι απαράδεκτη.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.