Language of document : ECLI:EU:T:2007:317

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

της 25ης Οκτωβρίου 2007 (*)

«Συμπράξεις – Κατασκευαστές ράβδων σκυροδέματος – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 65 ΑΧ – Απόφαση στηριζόμενη στη Συνθήκη ΕΚΑΧ μετά τη λήξη της ισχύος της εν λόγω Συνθήκης – Αναρμοδιότητα της Επιτροπής»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑27/03, T‑46/03, T‑58/03, T‑79/03, T‑80/03, T‑97/03 και T‑98/03,

SP SpA, με έδρα τη Brescia (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους G. Belotti και N. Pisani, avocats,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑27/03,

Leali SpA, με έδρα το Odolo (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους G. Vezzoli και G. Belotti, avocats,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑46/03,

Acciaierie e Ferriere Leali Luigi SpA, με έδρα τη Brescia, εκπροσωπούμενη από τους G. Vezzoli, G. Belotti, E. Piromalli και C. Carmignani, avocats,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑58/03,

Industrie Riunite Odolesi SpA (IRO), με έδρα το Odolo, εκπροσωπούμενη από τον A. Giardina, avocat,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑79/03,

Lucchini SpA, με έδρα το Μιλάνο (Ιταλία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους A. Santa Maria και C. Biscaretti di Ruffia, στη συνέχεια δε από τους M. Delfino, M. van der Woude, S. Fontanelli και P. Sorvillo, avocats,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑80/03,

Ferriera Valsabbia SpA, με έδρα το Odolo,

Valsabbia Investimenti SpA, με έδρα το Odolo,

εκπροσωπούμενες από τους D. Fosselard και P. Fattori, avocats,

προσφεύγουσες στην υπόθεση T‑97/03,

Alfa Acciai SpA, με έδρα τη Brescia, εκπροσωπούμενη από τους D. Fosselard, P. Fattori και G. d’Andria, avocats,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑98/03,

υποστηριζόμενες από

την Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους I. Braguglia και M. Fiorilli,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από την L. Pignataro-Nolin και τον A. Whelan, επικουρούμενους, στις υποθέσεις T‑27/03 και T‑58/03, από τον M. Moretto και, στις υποθέσεις T‑79/03, T‑97/03 και T‑98/03, από τον P. Manzini, avocats,

καθής,

με αντικείμενο αιτήσεις για τη διαπίστωση του ανυπόστατου και αιτήσεις ολικής ή μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως C (2002) 5087 τελικό της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 ΑΧ (COMP/37.956 – Ράβδοι σκυροδέματος),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Βηλαρά, πρόεδρο, E. Martins Ribeiro, F. Dehousse, D. Šváby και K. Jürimäe, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Σεπτεμβρίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

 Διατάξεις της Συνθήκης EKAX

1        Το άρθρο 36 ΑΧ ορίζει:

«Η Επιτροπή, πριν επιβάλει μία από τις χρηματικές κυρώσεις ή καθορίσει μία από τις χρηματικές ποινές που προβλέπονται στην παρούσα Συνθήκη, οφείλει να παράσχει στον ενδιαφερόμενο την ευκαιρία να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του.

[…]»

2        Το άρθρο 47 ΑΧ ορίζει:

«Η Επιτροπή δύναται να συλλέγει τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκπλήρωση της αποστολής της. Δύναται να ζητήσει τη διεξαγωγή των αναγκαίων επαληθεύσεων.

[…]»

3        Το άρθρο 65 ΑΧ προβλέπει:

«1. Απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική που τείνουν εντός της κοινής αγοράς, άμεσα ή έμμεσα, να παρεμποδίζουν, να περιορίζουν ή να νοθεύουν την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού, και ιδιαίτερα:

α)      να καθορίζουν ή να προσδιορίζουν τις τιμές·

β)       να περιορίζουν ή να ελέγχουν την παραγωγή, την τεχνολογική ανάπτυξη ή τις επενδύσεις·

γ)       να κατανέμουν τις αγορές, τα προϊόντα, τους πελάτες ή τις πηγές εφοδιασμού.

2. Η Επιτροπή επιτρέπει για συγκεκριμένα προϊόντα συμφωνίες εξειδικεύσεως ή τις συμφωνίες από κοινού αγοράς ή πωλήσεως αν διαπιστώσει ότι [πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις] […]

3. Η Επιτροπή δύναται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47, να λαμβάνει κάθε αναγκαία πληροφορία για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, είτε με ειδική αίτηση που απευθύνει στους ενδιαφερομένους, είτε με κανονισμό που καθορίζει τη φύση των συμφωνιών, αποφάσεων ή πρακτικών που πρέπει να της γνωστοποιηθούν.

4. Οι δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου απαγορευμένες συμφωνίες ή αποφάσεις είναι αυτοδικαίως άκυρες και δεν δύναται να γίνει επίκλησή τους ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου των κρατών μελών.

Η Επιτροπή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα, με την επιφύλαξη των προσφυγών ενώπιον του Δικαστηρίου, να αποφαίνεται αν οι εν λόγω συμφωνίες ή αποφάσεις συμβιβάζονται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

5. Η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει στις επιχειρήσεις που συνάπτουν αυτοδικαίως άκυρη συμφωνία ή εφαρμόζουν, ή επιχειρούν να εφαρμόσουν, μέσω διαιτησίας, ποινικής ρήτρας, εμπορικού αποκλεισμού ή με κάθε άλλο μέσο μια αυτοδικαίως άκυρη συμφωνία ή απόφαση, ή συμφωνία, η έγκριση για την οποία δεν εχορηγήθη ή ανεκλήθη, ή επιτυγχάνουν μια άδεια μέσω ενσυνειδήτως ψευδών ή απατηλών πληροφοριών, ή επιδίδονται σε πρακτική αντίθετη προς τις διατάξεις της παραγράφου 1, πρόστιμα και χρηματικές ποινές μέχρι του διπλασίου του πραγματοποιηθέντος κύκλου εργασιών επί των προϊόντων τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της αντίθετης προς τις διατάξεις του παρόντος άρθρου συμφωνίας, αποφάσεως ή πρακτικής. Αν όμως αντικείμενο της συμφωνίας, αποφάσεως ή πρακτικής είναι ο περιορισμός της παραγωγής, της τεχνικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων, το ανώτατο αυτό όριο δύναται να αυξηθεί μέχρι 10 τοις εκατό του ετησίου κύκλου εργασιών των εν λόγω επιχειρήσεων, εφόσον πρόκειται για πρόστιμο, και μέχρι 20 τοις εκατό του ημερησίου κύκλου εργασιών εφόσον πρόκειται για χρηματικές ποινές.»

4        Σύμφωνα με το άρθρο 97 ΑΧ, η ισχύς της Συνθήκης ΕΚΑΧ έληξε στις 23 Ιουλίου 2002.

 Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με ορισμένα θέματα που αφορούν τη διευθέτηση υποθέσεων ανταγωνισμού συνεπεία της λήξης ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ

5        Στις 18 Ιουνίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση σχετική με ορισμένα θέματα που αφορούν τη διευθέτηση υποθέσεων ανταγωνισμού συνεπεία της λήξης ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ C 152, σ. 5, στο εξής: ανακοίνωση της 18ης Ιουνίου 2002).

6        Στο σημείο 2 της ανακοινώσεως της 18ης Ιουνίου 2002, διευκρινίζεται ότι σκοπός της είναι:

«–      να συνοψισθούν προς όφελος των παραγόντων της οικονομίας και των κρατών μελών, στον βαθμό που τα αφορά η Συνθήκη ΕΚΑΧ και το συναφές παράγωγο δίκαιο, οι πλέον σημαντικές μεταβολές που θα προκύψουν σε σχέση με την εφαρμοστέα ουσιαστική και διαδικαστική νομοθεσία συνεπεία της μετάβασης στο καθεστώς ΕΚ.

[…]

–      να εξηγηθεί πώς η Επιτροπή σκοπεύει να ρυθμίσει κάποια ειδικά ζητήματα που ανακύπτουν εξ αιτίας της μετάβασης από το καθεστώς ΕΚΑΧ στο καθεστώς ΕΚ στους τομείς της προστασίας του ανταγωνισμού [...], του ελέγχου των συγκεντρώσεων [...] και του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων [...]»

7        Το σημείο 31 της ανακοινώσεως της 18ης Ιουνίου 2002, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα που αφορά τα ειδικά ζητήματα που θέτει η μετάβαση από το καθεστώς ΕΚΑΧ στο καθεστώς ΕΚ, έχει ως εξής:

«Σε περίπτωση που η Επιτροπή, κατά την εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων ανταγωνισμού ως προς δεδομένη συμφωνία, διαπιστώνει κάποια παράβαση σε τομέα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ, εφαρμοστέες θα είναι οι διατάξεις ουσιαστικού δικαίου οι οποίες ίσχυαν κατά τον χρόνο τέλεσης των γεγονότων που συνιστούν την παράβαση, χωρίς να έχει σημασία ο χρόνος κατά τον οποίο εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις. Εν πάση περιπτώσει, σε ό,τι αφορά τη διαδικασία, εφαρμοστέα μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ θα είναι η νομοθεσία της ΕΚ [...]»

 Διοικητική διαδικασία

8        Από τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο του 2000, η Επιτροπή διενήργησε, σύμφωνα με το άρθρο 47 ΑΧ, ελέγχους στις ιταλικές επιχειρήσεις που παρήγαν ράβδους σκυροδέματος και σε μια ένωση των ιταλικών σιδηρουργικών επιχειρήσεων. Τους απηύθυνε επίσης αιτήσεις παροχής πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 47 ΑΧ.

9        Στις 26 Μαρτίου 2002, η Επιτροπή κίνησε τη διοικητική διαδικασία και ενέκρινε τις αιτιάσεις βάσει του άρθρου 36 ΑΧ. Οι προσφεύγουσες συγκαταλέγονταν στους αποδέκτες της κοινοποιήσεως των αιτιάσεων.

10      Οι προσφεύγουσες κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις όσον αφορά την ανακοίνωση των αιτιάσεων. Όλες οι προσφεύγουσες, εκτός από την προσφεύγουσα της υποθέσεως T‑80/03, ζήτησαν να τους επιτραπεί να εκθέσουν προφορικά τις απόψεις τους. Για τον σκοπό αυτό ο σύμβουλος-ελεγκτής προέβη σε ακρόαση των διαδίκων στις 13 Ιουνίου 2002.

11      Στις 12 Αυγούστου 2002, η Επιτροπή ενέκρινε συμπληρωματικές αιτιάσεις τις οποίες απηύθυνε στους αποδέκτες της αρχικής ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Με την ανακοίνωση αυτή των συμπληρωματικών αιτιάσεων, βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), η Επιτροπή εξήγησε τη θέση της όσον αφορά τη συνέχιση της διαδικασίας μετά τη λήξη της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

12      Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις όσον αφορά την ανακοίνωση των συμπληρωματικών αιτιάσεων. Μία δεύτερη ακρόαση, παρουσία των εκπροσώπων των κρατών μελών, έλαβε χώρα στις 30 Σεπτεμβρίου 2002.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

13      Στις 17 Δεκεμβρίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C (2002) 5087 τελικό, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 65 ΑΧ (COMP/37.956 – Ράβδοι σκυροδέματος, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

14      Το προοίμιο της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρει τα εξής:

«Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, και ιδίως το άρθρο 65,

τα στοιχεία που έχουν διαβιβασθεί στην Επιτροπή και την επαλήθευσή τους κατ’ εφαρμογή του άρθρου 47 της συνθήκης 47 ΑΧ από τους υπαλλήλους της Επιτροπής,

τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις οι οποίες έχουν υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 36 ΑΧ, εξ ονόματος και για λογαριασμό των διαδίκων,

κατόπιν διαβούλευσης με τη συμβουλευτική επιτροπή συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων,

[…]»

15      Όσον αφορά τις νομικές συνέπειες της λήξεως της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η Επιτροπή παρέπεμψε πρώτον, με την αιτιολογική σκέψη 331 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο σημείο 31 της ανακοινώσεως της 18ης Ιουνίου 2002.

16      Στη συνέχεια, η Επιτροπή εξέτασε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 333 έως 344 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αν η εφαρμογή του άρθρου 65 ΑΧ στις προσαπτόμενες συμπεριφορές μπορούσε να αμφισβητηθεί βάσει της αρχής της lex mitior.

17      Υπέμνησε συναφώς, με την αιτιολογική σκέψη 335 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «οι δύο διατάξεις της Συνθήκης ΕΚΑΧ που θα μπορούσαν, θεωρητικά, να είναι ευνοϊκότερες [ήταν, αφενός,] το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ, στον βαθμό που δεν απαιτ[ούσε] (σε αντίθεση με το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ) για τη στοιχειοθέτηση της παραβάσεως να δύναται η περιορίζουσα τον ανταγωνισμό σύμπραξη να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών […] και[, αφετέρου,] το άρθρο 65, παράγραφος 5, ΑΧ, στον βαθμό που προ[έβλεπε] τη δυνατότητα επιβολής προστίμων μέχρι του διπλασίου του πραγματοποιηθέντος κύκλου εργασιών επί των προϊόντων τα οποία αποτέλεσαν το αντικείμενο της συμπράξεως (ενώ αντιθέτως η δυνατότητα αυτή δεν προβλέπεται, στο δίκαιο ΕΚ, από το άρθρο 15 του κανονισμού 17) […]».

18      Η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 337 έως 341 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η σύμπραξη την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση μπορούσε να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 343 της εν λόγω αποφάσεως, ότι «είχε επισήμως πληροφορήσει τους διαδίκους ότι […] δεν σκόπευε να επιβάλει σε καμία επιχείρηση πρόστιμο ανώτερο του 10 % του ετήσιου κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε με τα προϊόντα ΕΚΑΧ εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και ότι «το ανώτατο αυτό όριο (το οποίο προβλέπεται εν πάση περιπτώσει και από το άρθρο 65, παράγραφος 5, ΑΧ για τις συμφωνίες οι οποίες, όπως εν προκειμένω, έχουν επίσης ως αντικείμενο τον περιορισμό της παραγωγής) [ήταν] εξάλλου ευνοϊκότερο για τις επιχειρήσεις από αυτό που προέβλεπε το άρθρο 15 του κανονισμού 17, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, το οποίο καθορίζει το ανώτατο όριο στο 10 % του ετήσιου κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε με όλα τα προϊόντα σε παγκόσμιο επίπεδο».

19      Κατέληξε, με την αιτιολογική σκέψη 344 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, «in concreto, η εφαρμογή της Συνθήκης ΕΚ δεν θα ήταν ευνοϊκότερη και ότι, κατά συνέπεια, ακόμη και αν μπορούσε να εφαρμοστεί η αρχή της lex mitior, δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να γίνει επίκληση της αρχής αυτής για να αμφισβητηθεί η εφαρμογή του ουσιαστικού δικαίου ΕΚΑΧ στις προσαπτόμενες στους αποδέκτες της παρούσας αποφάσεως συμπεριφορές».

20      Όσον αφορά την αρμοδιότητά της για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΚΑΧ μετά τη λήξη της ισχύος της, η Επιτροπή εξήγησε με τις αιτιολογικές σκέψεις 348 έως 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«348      […] η Συνθήκη ΕΚ και η Συνθήκη ΕΚΑΧ ανήκουν στην ίδια έννομη τάξη, την κοινοτική έννομη τάξη, στο εσωτερικό της οποίας η δεύτερη αυτή Συνθήκη αποτελούσε, μέχρι τις 23 Ιουλίου 2002, lex specialis. Αυτό σημαίνει ότι, κατ’ αρχήν, από τις 24 Ιουλίου 2002, οι τομείς που υπάγονταν προηγουμένως στη Συνθήκη ΕΚΑΧ, στις διαδικαστικές διατάξεις της και στο παράγωγο δίκαιο αυτής, υπήχθησαν στους αντίστοιχους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ, η οποία αποτελεί το γενικό καθεστώς.

349      Πρέπει να υπομνησθεί ότι στις 8 Απριλίου 1965, τα κράτη μέλη συνήψαν συνθήκη που ιδρύει ενιαίο Συμβούλιο και ενιαία Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι το άρθρο 3 [ΕΕ] ορίζει ότι “η Ένωση διαθέτει ενιαίο θεσμικό πλαίσιο που εξασφαλίζει τη συνέπεια και τη συνέχεια των δράσεων που αναλαμβάνονται για την επίτευξη των στόχων της, ενώ παράλληλα τηρείται και αναπτύσσεται το κοινοτικό κεκτημένο”. Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι το άρθρο 305, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει ότι “[η] παρούσα συνθήκη δεν τροποποιεί τις διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κρατών μελών, τις εξουσίες των οργάνων της Κοινότητας αυτής και τις διατάξεις της περί της λειτουργίας της κοινής αγοράς άνθρακα και χάλυβα”.

350      Οι συνέπειες της λήξεως ισχύος του lex specialis πρέπει ωστόσο να διευκρινίζονται όσον αφορά τις διατάξεις που εξουσιοδοτούν την Επιτροπή να επιβάλλει κυρώσεις. Στην περίπτωση αυτή φαίνεται δικαιολογημένη η εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου που ίσχυε όταν έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά, δεδομένου ότι έπρεπε να διαφυλαχθεί η εφαρμογή των θεσπισθέντων κανόνων διαδικασίας.

351      Με την ανακοίνωση της 18ης Ιουνίου 2002, η Επιτροπή δεν θέλησε, και δεν είχε ποτέ τη δυνατότητα, να θεσπίσει μεταβατικούς κανόνες. Περιορίστηκε απλώς να εξηγήσει εκ των προτέρων, λαμβάνοντας μέριμνα για τη διαφάνεια, με ποιον τρόπο, βάσει των γενικών κανόνων δικαίου, θα γινόταν η μετάβαση από τη μία συνθήκη στην άλλη.

352      Υπό το πρίσμα αυτό, η εφαρμογή του κανονισμού 17 στη συνέχεια της διαδικασίας είναι σύμφωνη με την αρχή κατά την οποία εφαρμοστέοι κανόνες διαδικασίας είναι αυτοί που ισχύουν κατά τον χρόνο που ελήφθη το επίμαχο μέτρο. Υπό το αυτό πρίσμα, δεν κρίθηκε αναγκαίο να επαναληφθεί η πρώτη ακρόαση στην οποία δεν έλαβαν μέρος οι εκπρόσωποι των κρατών μελών, διότι οι ισχύοντες κατά τον χρόνο εκείνο διαδικαστικοί κανόνες της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν προέβλεπαν τη συμμετοχή τους. Επιπλέον, όπως υπογραμμίζεται στο σημείο 26 της ανακοινώσεως [της 18ης Ιουνίου 2002], πρέπει να θεωρηθεί ότι τα διαδικαστικά μέτρα που ελήφθησαν εγκύρως βάσει των διατάξεων ΕΚΑΧ πληρούσαν, κατά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, τους όρους που προβλέπονταν από τα αντίστοιχα διαδικαστικά μέτρα της Συνθήκης ΕΚ. Πρέπει να υπογραμμιστεί επίσης ότι δεν υπάρχει καμία τυπική σχέση μεταξύ των διατάξεων που αφορούν τη συμμετοχή των κρατών μελών σε ακρόαση [άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) 2842/98 σχετικά με τις ακροάσεις στο πλαίσιο ορισμένων διαδικασιών κατ’ εφαρμογή των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ]] και των διατάξεων που αφορούν τη διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή (άρθρο 10 του κανονισμού 17).»

21      Αφού εξέτασε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 358 έως 513 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ στις συμπεριφορές των διαλαμβανόμενων επιχειρήσεων και της ενώσεως επιχειρήσεων, η Επιτροπή διαπίστωσε με την αιτιολογική σκέψη 514:

«Σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 2, ΑΧ, η Επιτροπή επιτρέπει συμφωνίες εξειδικεύσεως ή συμφωνίες από κοινού αγοράς ή πωλήσεως ή συμφωνίες απολύτως ανάλογες, όσον αφορά τη φύση ή τα αποτελέσματά τους, αν πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η περιοριστική σύμπραξη που περιγράφεται με την παρούσα απόφαση δεν μπορεί να επιτραπεί, διότι δεν αντιστοιχεί στα είδη συμφωνίας για τα οποία μπορεί να χορηγηθεί έγκριση. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για σύμπραξη καθορισμού των τιμών, περιορισμού ή ελέγχου της παραγωγής και κατανομής των αγορών. Επιπλέον, δεν υποβλήθηκε καμία αίτηση για τη χορήγηση της εγκρίσεως που προβλέπεται από το άρθρο αυτό της Συνθήκης ΕΚΑΧ.»

22      Όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΑΧ, η Επιτροπή θεώρησε με τις αιτιολογικές σκέψεις 515 ως 518 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«515      Σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 5, ΑΧ, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που συνάπτουν αυτοδικαίως άκυρη συμφωνία ή εφαρμόζουν, η επιχειρούν να εφαρμόσουν μια αυτοδικαίως άκυρη συμφωνία ή απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή επιδίδονται σε πρακτική αντίθετη προς τις διατάξεις της παραγράφου 1. Η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει πρόστιμα μέχρι του διπλασίου του πραγματοποιηθέντος κύκλου εργασιών επί των προϊόντων τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της αντίθετης προς τις διατάξεις του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ, συμφωνίας, αποφάσεως ή εναρμονισμένης πρακτικής. Αν όμως αντικείμενο της συμφωνίας, αποφάσεως ή πρακτικής είναι ο περιορισμός της παραγωγής, της τεχνικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων, το ανώτατο αυτό όριο δύναται να αυξηθεί μέχρι το 10 % του ετησίου κύκλου εργασιών των εν λόγω επιχειρήσεων.

516      Το ζήτημα της συμμετοχής μιας ενώσεως επιχειρήσεων σε διαδικασία παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΚΑΧ είναι ένα θέμα επί του οποίου η νομολογία έχει αποφανθεί με την απόφαση στην υπόθεση “Eurofer”: “το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ, απαγορεύει ‘όλες τις συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες τις αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική που τείνουν εντός της κοινής αγοράς, άμεσα ή έμμεσα, να παρεμποδίζουν, να περιορίζουν ή να νοθεύουν την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού’. Σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 4, ΑΧ: “οι δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου απαγορευμένες συμφωνίες ή αποφάσεις είναι αυτοδικαίως άκυρες και δεν δύναται να γίνει επίκλησή τους ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου των κρατών μελών. Η Επιτροπή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα, με την επιφύλαξη των προσφυγών ενώπιον του Δικαστηρίου, να αποφαίνεται αν οι εν λόγω συμφωνίες ή αποφάσεις συμβιβάζονται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου”. Σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 5, ΑΧ, “η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει στις επιχειρήσεις που συνάπτουν αυτοδικαίως άκυρη συμφωνία ή εφαρμόζουν, ή επιχειρούν να εφαρμόσουν [...] μια αυτοδικαίως άκυρη συμφωνία ή απόφαση [...] ή επιδίδονται σε πρακτική αντίθετη προς τις διατάξεις της παραγράφου 1, πρόστιμα και χρηματικές ποινές [...]”. Μολονότι από το άρθρο 65, παράγραφος 5, ΑΧ προκύπτει ότι δεν μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο ή χρηματική ποινή σε ένωση επιχειρήσεων, τίποτε στη διατύπωση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η απαγόρευση που καθιερώνει η διάταξη αυτή δεν αφορά και την ίδια την ένωση η οποία έλαβε απόφαση τείνουσα να παρεμποδίσει, να περιορίσει ή να νοθεύσει την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται τόσο από τη διάταξη του άρθρου 65, παράγραφος 4, ΑΧ, η οποία αναφέρεται επίσης σε τέτοιες αποφάσεις, όσο και από την απόφαση Sorema κατά Ανωτάτης Αρχής, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ είχε επίσης εφαρμογή στις ενώσεις επιχειρήσεων, στον βαθμό που η δραστηριότητα των ιδίων ή των επιχειρήσεων που είναι μέλη αυτών τείνει να αναπτύξει τα αποτελέσματα που το άρθρο αυτό αναφέρει (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 317). Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται επίσης, κατά το Δικαστήριο, από το άρθρο 48 ΑΧ, το οποίο επιτρέπει στις ενώσεις να ασκούν οποιαδήποτε δραστηριότητα η οποία δεν είναι αντίθετη προς τις διατάξεις της εν λόγω Συνθήκης. Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από την προαναφερθείσα απόφαση Sorema κατά Ανωτάτης Αρχής προκύπτει επίσης ότι μια ένωση επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ, μπορεί να είναι αποδέκτης αποφάσεως που επιτρέπει συμφωνία βάσει του άρθρου 65, παράγραφος 2, ΑΧ (βλ. Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 317 έως 322). Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι μια ένωση επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ, δεν μπορεί να παραβεί την απαγόρευση που προβλέπει η διάταξη αυτή”.

517      Πρέπει επομένως να συναχθεί ότι δεν είναι δυνατή η επιβολή προστίμων σε μία ένωση επιχειρήσεων, αλλά αυτή μπορεί να είναι αποδέκτης αποφάσεως αν επιβεβαιωθεί η συμμετοχή της στην παράβαση […].

518      Όσον αφορά τις επιχειρήσεις, τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου είναι ιδίως η σοβαρότητα της παραβάσεως, η διάρκειά της καθώς και οι επιβαρυντικές και οι ελαφρυντικές περιστάσεις.»

23      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει τα εξής:

«[Οι ένδεκα επιχειρήσεις κι η ένωση επιχειρήσεων στις οποίες συγκαταλέγονται οι προσφεύγουσες] έθεσαν σε εφαρμογή ενιαία, σύνθετη και διαρκή σύμπραξη στην ιταλική αγορά σκυροδέματος σε ράβδους ή σε ρολούς, η οποία συνίστατο ή είχε ως αποτέλεσμα τον καθορισμό τιμών σε συνάρτηση του οποίου συμφωνήθηκε και ο περιορισμός ή ο έλεγχος της παραγωγής ή των πωλήσεων.

Η σύμπραξη αυτή είναι αντίθετη με το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ διότι έχει ως σκοπό να περιορίσει ή να νοθεύσει την κανονική διεξαγωγή του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά.»

24      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η συμμετοχή στη σύμπραξη διήρκεσε από τις 6 Δεκεμβρίου 1989 μέχρι τις 27 Ιουνίου 2000 για τις προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑27/03, T‑46/03, T‑58/03, T‑79/03, T‑80/03 και T‑97/03, και από τις 6 Δεκεμβρίου 1989 μέχρι τις 4 Ιουλίου 2000 για την προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑98/03.

25      Όπως προκύπτει από το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις επιχειρήσεις που παρατίθενται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, μεταξύ των οποίων καταλέγονται οι προσφεύγουσες, επιβλήθηκαν πρόστιμα συνολικού ποσού 85,04 εκατομμυρίων ευρώ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

26      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, μεταξύ 31 Ιανουαρίου και 10 Μαρτίου 2003, οι προσφεύγουσες άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές.

27      Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 8 και 15 Μαΐου 2003 αντίστοιχα, οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑79/03 και T‑46/03 κατέθεσαν αιτήσεις αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

28      Με διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 5ης Αυγούστου 2003, T‑79/03 R, IRO κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑3027), και της 20ής Οκτωβρίου 2003, T‑46/03 R, Leali κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑4473), οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων απορρίφθηκαν και το Πρωτοδικείο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

29      Η Ιταλική Δημοκρατία, με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία στις 16 Ιουνίου 2004, ζήτησε να παρέμβει σε κάθε υπόθεση υπέρ καθεμίας προσφεύγουσας.

30      Με διάταξη του προέδρου του πρώτου τμήματος του Πρωτοδικείου, της 27ης Ιουλίου 2004, επετράπη στην Ιταλική Δημοκρατία να παρέμβει υπέρ καθεμίας προσφεύγουσας σε κάθε υπόθεση. Η Ιταλική Δημοκρατία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της κατά την προφορική διαδικασία βάσει της εκθέσεως ακροατηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας.

31      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, στις 18 Οκτωβρίου 2005, η προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑46/03 υπέβαλε νέα αίτηση αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 24ης Ιανουαρίου 2006, T‑46/03 R II, Leali κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή).

32      Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας και μετά από πρόταση του τέταρτου τμήματος, το Πρωτοδικείο, αφού άκουσε τους διαδίκους κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση στο πενταμελές τμήμα.

33      Με διάταξη της 6ης Ιουλίου 2006, ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του Πρωτοδικείου, αφού άκουσε τους διαδίκους, διέταξε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑27/03, T‑46/03, T‑58/03, T‑79/03, T‑80/03, T‑97/03 και T‑98/03 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

34      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να ακούσει τα μέρη, πρώτον, επί του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, απηύθυνε μία γραπτή ερώτηση στην Επιτροπή, η οποία απάντησε εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

35      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν σε ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 19ης Σεπτεμβρίου 2006.

 Αιτήματα των διαδίκων

36      Στην υπόθεση T‑27/03, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        κυρίως και επί της ουσίας, να κηρύξει ανυπόστατη ή, εν πάση περιπτώσει, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω αναρμοδιότητας και κατάχρησης εξουσίας·

–        επικουρικώς και επί της ουσίας, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, ιδίως όσον αφορά το πρόστιμο, λόγω εσφαλμένου γεωγραφικού προσδιορισμού της αγοράς, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, εσφαλμένης εφαρμογής του δικαίου, διότι είναι αβάσιμη, ιδίως όσον αφορά τις αποδείξεις, των καταλογιζόμενων αιτιάσεων και λόγω παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας της διοικητικής δράσης και των δικαιωμάτων άμυνας·

–        όλως επικουρικώς και επί της ουσίας, να ακυρώσει το πρόστιμο ως δυσανάλογο και ως στηριζόμενο σε ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία και ανεπαρκή αιτιολογία ή, εν πάση περιπτώσει, να μειώσει το επιβληθέν στην προσφεύγουσα πρόστιμο, αφαιρώντας πρώτον την προσαύξηση του 225 % προς διασφάλιση αποτρεπτικού αποτελέσματος, την προσαύξηση του 105 % λόγω διάρκειας μειώνοντας, αναλόγως, το βασικό ποσό λόγω παραγραφής διότι η παράβαση ήταν λιγότερο σοβαρή, διότι η συμμετοχή της στη σύμπραξη ήταν περιθωριακή και διότι δεν διατυπώθηκαν ρητώς αιτιάσεις εναντίον της·

–        να καταδικάσει, εν πάση περιπτώσει, την καθής στα δικαστικά έξοδα.

37      Στην υπόθεση T‑46/03, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        κυρίως, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικώς, να μειώσει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου, λαμβάνοντας υπόψη την αδυναμία καταλογισμού κατ’ αυτής των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν κατά της Acciaierie e Ferriere Leali Luigi SpA, την εσφαλμένη εφαρμογή της προσαυξήσεως λόγω διάρκειας της παραβάσεως, η οποία υπολογίστηκε επί του συνολικού βασικού προστίμου, καθώς και την ιδιαίτερη χρηματοοικονομική κατάστασή της·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά και λοιπά έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

38      Στην υπόθεση T‑58/03, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        κυρίως, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικώς, να μειώσει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατό να της καταλογιστούν πράξεις που τελέστηκαν μετά την έναρξη της εκκαθαρίσεως, δηλαδή κατά την περίοδο μεταξύ 25ης Νοεμβρίου και 4ης Δεκεμβρίου 1998, δεδομένου επίσης ότι ήταν εσφαλμένη η επιβολή προσαυξήσεως λόγω διάρκειας της παραβάσεως, η οποία υπολογίστηκε επί του συνολικού βασικού προστίμου, και λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης χρηματοοικονομικής καταστάσεως της·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

39      Στην υπόθεση T‑79/03, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω έλλειψης εξουσίας και πρόδηλης αναρμοδιότητας της Επιτροπής, καθόσον η απόφαση αυτή ελήφθη με ρητή αναφορά σε ανυπόστατη νομική βάση και ελλείψει άλλης διατάξεως η οποία, μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, θα ανέθετε στην Επιτροπή την εξουσία να λαμβάνει απόφαση βάσει του άρθρου 65 ΑΧ·

–        να ακυρώσει την απόφαση διότι η Επιτροπή υπερέβη τις αρμοδιότητές της, προέβη σε πεπλανημένη, αντιφατική και εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, καθόσον προσέφυγε, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 65 ΑΧ, στους κανόνες διαδικασίας του κανονισμού 17, ενώ αυτοί προορίζονται ρητώς και αποκλειστικώς για την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, και διότι παρέβη τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού όσον αφορά τον ρόλο και τα όρια της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και τη συμμετοχή των εθνικών αρχών, οπότε η συνολική διαδικασία της Επιτροπής είναι ελλιπής, ανακόλουθη και μη νόμιμη·

–        να ακυρώσει την απόφαση ως εκδοθείσα κατά κατάχρηση εξουσίας λόγω ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων και ελλιπούς αιτιολογίας, επακόλουθο της οποίας αποτελεί ο εσφαλμένος προσδιορισμός της οικείας αγοράς και ο αντιφατικός και στερούμενος λογικής χαρακτήρας των προϋποθέσεων και των συστατικών στοιχείων της προβαλλόμενης συμπράξεως·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση ως εκδοθείσα κατά παράβαση του νόμου λόγω ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων, όσον αφορά το μέρος της εν λόγω αποφάσεως με το οποίο κρίθηκε υπεύθυνη για σύμπραξη αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού κατά την περίοδο μεταξύ 1989 και 1996, ενώ δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει τη συμμετοχή της στη φερόμενη ως παράνομη δραστηριότητα· κατά συνέπεια, να μειώσει αναλογικά το πρόστιμο που της επιβλήθηκε·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της αναλογικότητας και της αντιστοιχίας στον καθορισμό της κυρώσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

40      Στην υπόθεση T‑80/03, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        κυρίως, να κηρύξει ανυπόστατη και, εν πάση περιπτώσει, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία της επιβλήθηκε, εις ολόκληρον με την SP SpA, πρώην Siderpotenza SpA, πρόστιμο 16,14 εκατομμυρίων ευρώ διότι έθεσαν σε εφαρμογή στην ιταλική αγορά, από κοινού με άλλες επιχειρήσεις, ενιαία, σύνθετη και διαρκή σύμπραξη σκυροδέματος σε ράβδους ή σε ρολούς, η οποία συνίστατο ή είχε ως αποτέλεσμα τον καθορισμό των τιμών, σε συνάρτηση του οποίου συμφωνήθηκε και ο περιορισμός ή ο έλεγχος της παραγωγής ή των πωλήσεων, καθόσον η Συνθήκη ΕΚΑΧ είχε παύσει να ισχύει πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, ιδίως όσον αφορά τη χρηματική ποινή, λόγω αναρμοδιότητας, κατάχρησης εξουσίας, διότι η Επιτροπή υπερέβη προδήλως τις αρμοδιότητές της και επίσης λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 65 ΑΧ και λόγω ελλιπούς και/ή αντιφατικής αιτιολογίας όσον αφορά την ίδια·

–        όλως επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο που της επέβαλε η Επιτροπή σε συνάρτηση με τον κύκλο εργασιών της, λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΑΧ·

–        εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

41      Στις υποθέσεις T‑97/03 και T‑98/03, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που τις αφορά·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που τους καταλογίζει συμμετοχή σε παράβαση πριν από τις 13 Φεβρουαρίου 1996·

–        να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που τις αφορά·

–        επικουρικώς, να μεταρρυθμίσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να ακυρώσει ή να μειώσει σημαντικά το επιβληθέν πρόστιμο·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

42      Σε κάθε υπόθεση, η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

43      Προς στήριξη των αιτημάτων τους, όλες οι προσφεύγουσες προβάλλουν λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από την αναρμοδιότητα της Επιτροπής να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 65 ΑΧ κατά τον χρόνο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

44      Τα διάφορα επιχειρήματα που προβάλλονται στο πλαίσιο αυτού του λόγου ακυρώσεως μπορούν να καταταγούν σε τέσσερα σκέλη. Το πρώτο σκέλος, που προβάλλεται σε κάθε υπόθεση, αφορά την αναρμοδιότητα της Επιτροπής να εφαρμόσει τους κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΚΑΧ μετά τη λήξη της ισχύος της εν λόγω Συνθήκης. Το δεύτερο σκέλος, που προβάλλεται στις υποθέσεις T‑27/03, T‑46/03 και T‑58/03, αφορά το μη νόμιμο της ανακοινώσεως της 18ης Ιουνίου 2002, στον βαθμό που παρατείνει την εφαρμογή του άρθρου 65 ΑΧ μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Το τρίτο σκέλος, που προβάλλεται στις υποθέσεις T‑27/03, T‑79/03, T‑97/03 και T‑98/03, αφορά τη μη νόμιμη συνέχιση της διαδικασίας βάσει του κανονισμού 17 μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Το τέταρτο σκέλος, που προβάλλεται στις υποθέσεις T‑46/03, T‑58/03, T‑97/03 και T‑98/03, αφορά την παραβίαση της αρχής του lex mitior. Καταρχάς, πρέπει να εξετασθεί το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

45      Σε κάθε υπόθεση, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι η δράση της Κοινότητας πρέπει να στηρίζεται σε συγκεκριμένη νομική βάση. Οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται αποκλειστικά στις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚΑΧ, ιδιαιτέρως δε στο άρθρο 65 της Συνθήκης. Εφόσον επομένως, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις 17 Δεκεμβρίου 2002, η Συνθήκη ΕΚΑΧ δεν αποτελούσε πλέον μέρος της κοινοτικής έννομης τάξης, η Συνθήκη αυτή δεν μπορούσε να αποτελεί τη νομική βάση της εν λόγω αποφάσεως.

46      Εξηγούν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 97 ΑΧ, η θεσπισθείσα με τη Συνθήκη ΕΚΑΧ έννομη τάξη έπαυσε να υφίσταται, πλήρως και αυτομάτως, την 23η Ιουλίου 2002. Δεδομένου ότι έπαυσαν να ισχύουν οι διατάξεις που απονέμουν στην Επιτροπή τις αρμοδιότητές της, αυτή δεν είχε, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, καμία αρμοδιότητα να εφαρμόσει το άρθρο 65 ΑΧ. Η υπό κρίση περίπτωση δεν έχει σχέση επομένως με τη διαχρονική εφαρμογή των νόμων εντός μίας και μόνης νομικής τάξεως, αλλά ένα πρόβλημα που συνδέεται με τη λήξη της ισχύος μιας συνθήκης και με την εξάλειψη της σχετικής έννομης τάξης.

47      Κατά τις προσφεύγουσες, μόνον τα συμβαλλόμενα στη Συνθήκη ΕΚΑΧ κράτη μπορούσαν να αποφασίσουν, κυριαρχικώς, εάν και υπό ποιες προυποθέσεις μπορούσε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα να υπεισέλθει στα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑27/03, T‑79/03, T‑80/03, T‑97/03 και T‑98/03 παραπέμπουν συναφώς στο διεθνές δίκαιο, και ιδίως στα άρθρα 54 και 70 της Συμβάσεως της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969 (Συλλογή Συνθηκών των Ηνωμένων Εθνών, τόμος 788, σ. 354). Οι αρχές του διεθνούς δικαίου αποτελούν, πράγματι, βάσιμη πηγή εμπνεύσεως για την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 1992, C‑286/90, Poulsen και Diva Navigation, Συλλογή 1992, σ. I‑6019, σκέψη 9· απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Ιανουαρίου 1997, T‑115/94, Opel Austria κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1997, σ. II‑39, σκέψεις 89 έως 95).

48      Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑46/03, T‑58/03, T‑79/03 και T‑80/03 τονίζουν, αφενός, ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, με την ανακοίνωση COM/2000/588 τελικό, της 27ης Σεπτεμβρίου 2000, με τίτλο «Το μέλλον του δομημένου διαλόγου μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ», ότι «σημείο εκκίνησης οποιασδήποτε σκέψης [σχετικά με τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ] πρέπει να είναι η βούληση των κρατών μελών να μην παραταθεί το καθεστώς και η ισχύς των οργάνων της ΕΚΑΧ πέραν του χρονικού ορίου που έχει οριστεί από τη Συνθήκη».

49      Αφετέρου, όλες οι προσφεύγουσες αναφέρουν διάφορα πρωτόκολλα, αποφάσεις ή κανονισμούς που θέσπισαν ή εξέδωσαν ρητώς τα κράτη μέλη ή το Συμβούλιο για τη ρύθμιση των συνεπειών της λήξης ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Πρόκειται για τις ακόλουθες πράξεις:

–        το Πρωτόκολλο σχετικά με τις χρηματοοικονομικές συνέπειες της λήξης της Συνθήκης ΕΚΑΧ και το ταμείο έρευνας για τον Άνθρακα και τον Χάλυβα, που προσαρτήθηκε στη Συνθήκη της Νίκαιας, το οποίο επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑79/03·

–        η απόφαση 2002/234/ΕΚΑΧ των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, συνερχόμενων στο πλαίσιο του Συμβουλίου, της 27ης Φεβρουαρίου 2002, όσον αφορά τις χρηματοοικονομικές συνέπειες της λήξης της Συνθήκης ΕΚΑΧ και το ταμείο έρευνας για τον Άνθρακα και τον Χάλυβα (ΕΕ L 79, σ. 42), την οποία επικαλέσθηκαν όλες οι προσφεύγουσες·

–        η απόφαση 2002/595/ΕΚ των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, συνερχόμενων στο πλαίσιο του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, σχετικά με τις επιπτώσεις της λήξης ισχύος της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) στις διεθνείς συμφωνίες που έχει συνάψει η ΕΚΑΧ (ΕΕ L 194, σ. 35), την οποία επικαλέσθηκαν οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑27/03, T‑46/03, T‑58/03, T‑79/03 και T‑80/03·

–        ο κανονισμός (ΕΚ) 963/2002 του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2002, για τον καθορισμό μεταβατικών διατάξεων όσον αφορά μέτρα αντιντάμπινγκ και μέτρα κατά των επιδοτήσεων που έχουν υιοθετηθεί δυνάμει των αποφάσεων 2277/96/ΕΚΑΧ και 1889/98/ΕΚΑΧ της Επιτροπής καθώς και όσον αφορά εκκρεμούσες έρευνες, καταγγελίες και αιτήσεις αντιντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων σύμφωνα με τις εν λόγω αποφάσεις (ΕΕ L 149, σ. 3), τον οποίον επικαλέσθηκαν οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑27/03, T‑79/03 και T‑80/03·

–        ο κανονισμός (ΕΚ) 1407/2002 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2002, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις προς τη βιομηχανία άνθρακα (ΕΕ L 205, σ. 1), τον οποίο επικαλέσθηκαν οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑80/03, T‑97/03 και T‑98/03·

–        ο κανονισμός (ΕΚ) 1840/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Σεπτεμβρίου 2002, για την παράταση της ισχύος του συστήματος στατιστικών χάλυβα της ΕΚΑΧ μετά τη λήξη της Συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ L 279, σ. 1), τον οποίο επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑79/03·

–        ο κανονισμός (ΕΚ) 405/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με την κοινοτική παρακολούθηση των εισαγωγών λιθάνθρακα καταγωγής τρίτων χωρών (ΕΕ L 62, σ. 1), τον οποίο επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑79/03.

50      Αντιθέτως, τα κράτη μέλη δεν έλαβαν κανένα μέτρο για την παράταση ισχύος των κανόνων ανταγωνισμού που θέσπισε η Συνθήκη ΕΚΑΧ ή για την πρόβλεψη ενός μεταβατικού καθεστώτος για αυτούς. Ελλείψει οποιασδήποτε αποφάσεως των συμβαλλομένων στη Συνθήκη ΕΚΑΧ κρατών ως προς την εφαρμογή του άρθρου 65 ΑΧ μετά τη λήξη της ισχύος της εν λόγω Συνθήκης, η Επιτροπή δεν ήταν πλέον αρμόδια να εφαρμόσει τη διάταξη αυτή. Με άλλα λόγια, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή παρέτεινε την ισχύ του άρθρου 65 ΑΧ, το οποίο δεν ίσχυε πλέον, χωρίς να υπάρχει καμία νομική πράξη που να την εξουσιοδοτεί να το πράξει.

51      Οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑46/03, T‑58/03, T‑79/03, T‑80/03, T‑97/03 και T‑98/03 επιμένουν στο γεγονός ότι οι Συνθήκες ΕΚΑΧ, ΕΚ και ΕΚΑΕ, παρά την κοινή προέλευσή τους και την απαίτηση να ανταποκρίνεται η ερμηνεία τους στα κριτήρια της λογικής συνέπειας, είναι χωριστές και αυτοτελείς συνθήκες που απονέμουν διακριτές και σαφείς αρμοδιότητες στα κοινοτικά όργανα. Κάθε συνθήκη, αφ’ εαυτής, αποτελεί πλήρες και αυτοτελές σύστημα κανόνων οι οποίοι εκτελούνται, πραγματοποιούνται και τίθενται σε πλήρη και ολοκληρωτική εφαρμογή στο δικό τους αποκλειστικό πλαίσιο. Το άρθρο 3 ΕΕ και το άρθρο 305 ΕΚ μαρτυρούν τον αυτοτελή χαρακτήρα των διαφόρων συνθηκών.

52      Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής που αντλείται από τη Συνθήκη της 8ης Απριλίου 1965 για την ίδρυση ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: Συνθήκη Συγχώνευσης), η οποία εν τω μεταξύ καταργήθηκε από το άρθρο 9 της Συνθήκης του Άμστερνταμ, οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑46/03, T‑58/03, T‑79/03, T‑80/03, T‑97/03 και T‑98/03 υπογραμμίζουν ότι, παρά τη συγχώνευση των οργάνων, οι διάφορες Κοινότητες παρέμειναν χωριστές. Η Επιτροπή συνέχισε να έχει ξεχωριστές αρμοδιότητες και να ενεργεί βάσει ξεχωριστών εξουσιών, ανάλογα με το αν ενεργούσε στο πλαίσιο της μιας ή της άλλης Κοινότητας (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Αυγούστου 1994, C‑327/91, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑3641). Θα ήταν αντιφατικός ο ισχυρισμός ότι ο τομέας του ανταγωνισμού πέρασε αυτόματα από το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚΑΧ στο καθεστώς της Συνθήκης ΕΚ δυνάμει του υποτιθέμενου ενιαίου χαρακτήρα της κοινοτικής έννομης τάξης ενώ, για διάφορα άλλα θέματα, ήταν απαραίτητη ειδική απόφαση των κρατών μελών.

53      Οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑46/03 και T‑58/03 αμφισβητούν επίσης τον χαρακτηρισμό, όσον αφορά τη Συνθήκη ΕΚΑΧ, ως lex specialis (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 348) σε σχέση με τη Συνθήκη ΕΚ εφόσον η Συνθήκη ΕΚΑΧ υπογράφτηκε πριν από τη Συνθήκη ΕΚ. Η νομολογία στην οποία αναφέρεται η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως ουδόλως αφορά την περίπτωση της λήξεως της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, αλλά διαπιστώνει απλώς ότι η Συνθήκη ΕΚΑΧ προοριζόταν να ρυθμίσει την αγορά της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα, ενώ η Συνθήκη ΕΚ ρύθμιζε όλους τους υπόλοιπους τομείς. Εν πάση περιπτώσει, αν η Συνθήκη ΕΚΑΧ αποτελούσε lex specialis σε σχέση με τη Συνθήκη ΕΚ, η λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ θα είχε ως συνέπεια ότι η Επιτροπή θα μπορούσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, να εφαρμόσει το άρθρο 81 ΕΚ.

54      Όσον αφορά το άρθρο 305 ΕΚ το οποίο, κατά την Επιτροπή, επιβεβαιώνει τη φύση της Συνθήκης ΕΚΑΧ ως lex specialis, οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑97/03 και T‑98/03 υποστηρίζουν ότι πρόκειται για ρήτρα πλήρους συμβατότητας, που προέρχεται από το εθιμικό δίκαιο και έχει κωδικοποιηθεί με το άρθρο 30, παράγραφος 2, της Σύμβασης της Βιέννης. Σκοπός του άρθρου 305 ΕΚ είναι να μην υπερισχύσει η μεταγενέστερη Συνθήκη –Συνθήκη ΕΚ– επί της προγενέστερης –Συνθήκη ΕΚΑΧ– στους τομείς που διέπονται από τη δεύτερη. Η διάταξη αυτή, ωστόσο, δεν παρέχει την εξουσία στην Επιτροπή να εφαρμόσει τη Συνθήκη ΕΚΑΧ μετά τη λήξη της ισχύος της.

55      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Συνθήκη ΕΚ και η Συνθήκη ΕΚΑΧ αποτελούν μέρη μίας και μόνης έννομης τάξης, της κοινοτικής έννομης τάξης (γνωμοδότηση 1/91 του Δικαστηρίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1991, Συλλογή 1991, σ. I-6079, σκέψη 21). Εξηγεί ότι, λόγω του ενιαίου χαρακτήρα αυτής της έννομης τάξης, ο κοινοτικός δικαστής ερμήνευσε τις διατάξεις των Συνθηκών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ αναφερόμενος σε διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ, βάσει των κοινών αρχών στις οποίες υπόκεινται όλες οι κοινοτικές Συνθήκες (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Φεβρουαρίου 1990, C‑221/88, Busseni, Συλλογή 1990, σ. I‑495, σκέψεις 16 και 21). Έτσι, το άρθρο 65 ΑΧ ερμηνεύθηκε κατά τρόπο συνάδοντα προς το άρθρο 81 ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 1962, 13/60, Geitling Ruhrkohlen-Verkaufsgesellschaft κ.λπ. κατά Ανώτατης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 701· απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑141/94, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑347, σκέψεις 262, 266 και 277).

56      Ο ενιαίος χαρακτήρας της κοινοτικής έννομης τάξης ενισχύεται εξάλλου από τον ενιαίο χαρακτήρα που υπερισχύει σε θεσμικό επίπεδο. Η Επιτροπή παραπέμπει συναφώς στη Συνθήκη Συγχώνευσης, καθώς και στο άρθρο 1, τρίτο εδάφιο, ΕE, στο άρθρο 3, παράγραφος 1, ΕE και στα άρθρα 48 ΕE και 49 ΕE.

57      Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, στο εσωτερικό της κοινοτικής έννομης τάξης, η Συνθήκη ΕΚΑΧ αποτελούσε lex specialis που απέκλινε από τον lex generalis που αποτελούσε η Συνθήκη ΕΚ. Παραπέμπει συναφώς στο άρθρο 305, παράγραφος 1, ΕΚ και στη νομολογία (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 1985, 239/84, Gerlach, Συλλογή 1985, σ. 3507, σκέψεις 9 έως 11· γνωμοδότηση 1/94 του Δικαστηρίου, της 15ης Νοεμβρίου 1994, Συλλογή 1994, σ. I‑5267, σκέψεις 25 έως 27· προτάσεις του γενικού εισαγγελέα W. Van Gerven στην απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Απριλίου 1994, C‑128/92, Banks, Συλλογή 1994, σ. I‑1209, I‑1212, σημείο 8· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Ιουνίου 2001, T‑6/99, ESF Elbe-Stahlwerke Feralpi κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑1523, σκέψη 102, και της 8ης Ιουλίου 2003, T‑374/00, Verband der freien Rohrwerke κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2275, σκέψη 68). Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά τη λήξη της ισχύος του lex specialis, στις 23 Ιουλίου 2002, ο lex generalis που ήταν η Συνθήκη ΕΚ ανέκτησε τη vis expansiva (πλήρη ισχύ της) την οποία είχε περιορίσει το άρθρο 305 ΕΚ καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, οπότε οι τομείς που υπάγονταν προηγουμένως στη Συνθήκη ΕΚΑΧ υπήχθησαν, μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, στους αντίστοιχους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ. Συναφώς, η Επιτροπή αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 348 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

58      Η παραπομπή στο διεθνές δίκαιο, και ιδίως στα άρθρα 54 και 70 της Σύμβασης της Βιέννης, δεν λαμβάνει υπόψη τη sui generis φύση της κοινοτικής έννομης τάξης (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1964, 6/64, Costa, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1191, και της 13ης Νοεμβρίου 1964, 90/63 και 91/63, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου και Βελγίου, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1223). Λόγω του ενιαίου χαρακτήρα της κοινοτικής έννομης τάξης και της σχέσης lex specialis προς lex generalis μεταξύ των Συνθηκών ΕΚΑΧ και ΕΚ, τα αποτελέσματα της λήξεως της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν διέπονται από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, αλλά πρέπει να εκτιμηθούν υπό το φως των διατάξεων που υπάρχουν στην κοινοτική έννομη τάξη.

59      Η νομολογία που παρατίθεται από τις προσφεύγουσες προς στήριξη των επιχειρημάτων τους, σύμφωνα με την οποία το διεθνές δίκαιο μπορεί επίσης να έχει εφαρμογή στον τομέα του κοινοτικού δικαίου, είναι αλυσιτελής εφόσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών και όχι τις σχέσεις που γεννήθηκαν στο πλαίσιο της κοινοτικής έννομης τάξης.

60      Κατά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η μετάβαση από το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚΑΧ στο καθεστώς της Συνθήκης ΕΚ όσον αφορά τα θέματα ανταγωνισμού έγινε αυτομάτως βάσει της αρχής της χρονικής διαδοχής των κανόνων στο εσωτερικό της ίδιας έννομης τάξης. Συναφώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι θεωρείται γενικώς ότι οι διαδικαστικοί κανόνες έχουν εφαρμογή εφ’ όλων των διαφορών που ήσαν εκκρεμείς κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος των κανόνων αυτών, πράγμα που δεν συμβαίνει με τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου οι οποίοι ερμηνεύονται συνήθως υπό την έννοια ότι δεν αφορούν τις καταστάσεις που δημιουργήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος τους [αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Νοεμβρίου 1981, 212/80 έως 217/80, Salumi κ.λπ., Συλλογή 1981, σ. 2735, σκέψη 9· της 6ης Ιουλίου 1993, C-121/91 και C-122/91, CT Control (Rotterdam) και JCT Benelux κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. Ι-3873, σκέψη 22, και της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑61/98, De Haan, Συλλογή 1999, σ. I‑5003, σκέψη 13].

61      Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, η Επιτροπή εφάρμοσε, μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, τους διαδικαστικούς κανόνες του κανονισμού 17. Όσον αφορά τις ουσιαστικές διατάξεις, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά σύμπραξη που εφαρμοζόταν μέχρι το 2000. Η μόνη διάταξη την οποία παρέβησαν οι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι επομένως το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ. Με άλλα λόγια, η προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως αναφέρει το άρθρο 81 ΕΚ διότι το άρθρο 65 ΑΧ αποτελούσε την εφαρμοστέα ουσιαστική διάταξη κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά. Η Επιτροπή υποστηρίζει ακόμη ότι το γεγονός ότι μια διοικητική διαδικασία για την εφαρμογή του άρθρου 65 ΑΧ σε πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα ενώ ίσχυε η Συνθήκη ΕΚΑΧ απαιτεί προθεσμίες που υπερβαίνουν τη διάρκεια της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερεί από το άρθρο 65 ΑΧ την πρακτική του αποτελεσματικότητα πριν την ημερομηνία λήξεως της ισχύος της εν λόγω Συνθήκης και να καθιστά αναποτελεσματική την υποχρέωση μη νοθεύσεως της ανταγωνιστικής δυναμικής, την οποία το εν λόγω άρθρο επιβάλλει ευθέως σε κάθε επιχειρηματία.

62      Η εφαρμογή του άρθρου 65 ΑΧ στις παραβάσεις που διαπράχθηκαν πριν τη λήξη της Συνθήκης ΕΚΑΧ αποτελεί επομένως το λογικό και συνεπές επακόλουθο των αρχών που αφορούν τη χρονική διαδοχή των κανόνων στο εσωτερικό της ίδιας έννομης τάξης. Η Επιτροπή επιμένει στο γεγονός ότι μπόρεσε να λάβει νομίμως την προσβαλλόμενη απόφαση, εφόσον, μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, είχε απομείνει το μόνο αρμόδιο κατά τη Συνθήκη ΕΚ όργανο για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού. Υπογραμμίζει επίσης ότι περιορίστηκε στο να εφαρμόσει εκείνες τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚΑΧ για τις οποίες υφίστανται αντίστοιχες διατάξεις στη Συνθήκη ΕΚ. Εξάλλου, το Δικαστήριο συνέχισε να εφαρμόζει το άρθρο 65 ΑΧ, μετά τη λήξη της ισχύος του, σε πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα κατά τον χρόνο που ήταν ακόμη σε ισχύ (βλ., ενδεικτικά, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑172/01 P, C‑175/01 P, C‑176/01 P και C‑180/01 P, International Power κ.λπ κατά NALOO, Συλλογή 2003, σ. I‑11421, σκέψη 168, και της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑179/99 P, Eurofer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑10725, σκέψεις 22 έως 26).

63      Η ανακοίνωση σχετικά με το μέλλον του δομημένου διαλόγου μετά τη λήξη της ισχύος της συνθήκης ΕΚΑΧ αφορούσε συμπεριφορές και καταστάσεις που μπορούσαν να προκύψουν μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Αντιθέτως, η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίστηκε να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως και να επιβάλει κύρωση για τη συμπεριφορά που έλαβε χώρα κατά τον χρόνο που η Συνθήκη ΕΚΑΧ βρισκόταν σε πλήρη ισχύ.

64      Όσον αφορά τις διάφορες πράξεις που αναφέρονται στη σκέψη 49 ανωτέρω προς στήριξη των επιχειρημάτων των προσφευγουσών σύμφωνα με τα οποία, ελλείψει ειδικής αποφάσεως των κρατών μελών ή του Συμβουλίου, η Επιτροπή έπαυσε να είναι αρμόδια να εφαρμόσει το άρθρο 65 ΑΧ μετά τη λήξη της ισχύος της εν λόγω Συνθήκης, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η έκδοση της αποφάσεως 2002/234 συνδέεται με το γεγονός ότι η μεταβίβαση της περιουσίας της ΕΚΑΧ στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν μπορούσε να γίνει αυτόματα στον βαθμό που η Συνθήκη ΕΚ δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη ικανή να υποκαταστήσει αυτόματα την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στα περιουσιακά δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της ΕΚΑΧ. Ελλείψει ειδικής αποφάσεως, τα ταμεία της ΕΚΑΧ θα επέστρεφαν στα κράτη μέλη κατά την ημερομηνία της λήξης της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ [βλ. πρώτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 2002/234 και ανακοίνωση COM (2000) 518 τελικό της Επιτροπής, της 6ης Σεπτεμβρίου 2000]. Η ad hoc έκδοση πράξεως από τα κράτη μέλη, η οποία συγκεκριμενοποιήθηκε στη συνέχεια από το πρωτόκολλο C της Συνθήκης της Νίκαιας, ήταν επομένως απαραίτητη για την πραγματοποίηση της μεταβιβάσεως των ταμείων της ΕΚΑΧ στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Αντιθέτως, η προστασία του ανταγωνισμού στους τομείς του άνθρακα και του χάλυβα που υπάγονταν στην ΕΚΑΧ πέρασε αυτόματα στο καθεστώς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας κατά τη λήξη της Συνθήκης ΕΚΑΧ, με το πέρας του ορίου που έθεσε το άρθρο 305 ΕΚ στη vis expansiva του lex generalis.

65      Όσον αφορά την απόφαση 2002/595, η Επιτροπή εξηγεί ότι η ανάγκη ρυθμίσεως με ειδική απόφαση των κρατών μελών των συνεπειών στις διεθνείς συμφωνίες της λήξεως της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ ανέκυψε, πρώτον, από την πολιτική βούληση να διατηρηθεί το «ειδικό» καθεστώς που προέβλεπαν οι εν λόγω συμφωνίες για τα προϊόντα που υπάγονταν στην ΕΚΑΧ και μετά τη λήξη της Συνθήκης ΕΚΑΧ και, δεύτερον, από την αδυναμία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας να ανακηρυχθεί αυτομάτως διάδοχος της ΕΚΑΧ, όσον αφορά τις σχέσεις με τις τρίτες χώρες, βάσει των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές δεν μπορούσαν να συνδεθούν με ένα «εσωτερικό» κανόνα της κοινοτικής έννομης τάξης, όπως το άρθρο 305 ΕΚ. Η απόφαση 2002/595 μεταβίβασε έτσι ρητώς στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ΕΚΑΧ από τις σχέσεις της με τις τρίτες χώρες. Το άρθρο 1 της αποφάσεως 2002/596/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, σχετικά με τις επιπτώσεις της λήξης ισχύος της Συνθήκης για την ίδρυση της ΕΚΑΧ στις διεθνείς συμφωνίες που έχει συνάψει η ΕΚΑΧ (ΕΕ L 194, σ. 36), ενέκρινε τη μεταβίβαση αυτή. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής, ήταν υποχρεωμένη να πληροφορήσει τις τρίτες χώρες για την εν λόγω μεταβίβαση και να διαπραγματευτεί, εφόσον ήταν αναγκαίο, τις τροποποιήσεις των συμφωνιών αυτών.

66      Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών που αντλείται από τον κανονισμό 963/2002, η Επιτροπή προβάλλει ότι η θέσπιση του κανονισμού αυτού ήταν απαραίτητη διότι η διαχείριση της εμπορικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας χαρακτηρίζεται από μία διαδικασία λήψεως αποφάσεων διαφορετική από αυτή που προβλέπει η Συνθήκη ΕΚΑΧ. Στην πρώτη περίπτωση, αρμόδιο είναι το Συμβούλιο και, στη δεύτερη περίπτωση, αρμόδια είναι η Επιτροπή. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 74 ΑΧ και το άρθρο 14 της αποφάσεως 2277/96/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 1996, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της ΕΚΑΧ (ΕΕ L 308, σ. 11), τους προσωρινούς και οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ επιβάλλει η Επιτροπή. Εξάλλου, η έκδοση του κανονισμού 963/2002 δικαιολογείται από τις υποχρεώσεις της Επιτροπής κατά την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (ΓΣΔΕ). Τα συμβαλλόμενα μέρη των τρίτων χωρών είχαν συμφέρον να γνωρίζουν αν η μέγιστη προθεσμία των δεκαοκτώ μηνών για τη διαδικασία αντιντάμπινγκ θα διακοπτόταν κατά τη στιγμή της λήξης της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Εκτιμώντας ότι οι τρίτες χώρες δεν μπορούσαν να λάβουν πλήρη γνώση ούτε του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 305 ΕΚ ούτε των αποτελεσμάτων της εφαρμογής της αρχής της διαχρονικής διαδοχής των νόμων, αν ληφθεί ιδίως υπόψη η θεσμική διαφορά που υφίσταται μεταξύ των δύο Συνθηκών, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό 963/2002. Αντιθέτως, ο καθορισμός με τις Συνθήκες ΕΚΑΧ και ΕΚ του ίδιου οργάνου ως αρμοδίου να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία του ανταγωνισμού, δηλαδή της Επιτροπής, επέτρεψε τη μετάβαση από τη μία Συνθήκη στην άλλη βάσει των γενικών αρχών του δικαίου. Η έκδοση του κανονισμού 963/2002 συνδέεται, τέλος, με το γεγονός ότι, αντίθετα προς τις αποφάσεις που διαπιστώνουν παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, τα μέτρα αντιντάμπινγκ της Συνθήκης ΕΚΑΧ καθόριζαν το μελλοντικό καθεστώς σχετικά με τα προϊόντα που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και επομένως περιελάμβαναν αποτελέσματα που μπορούσαν να εμφανιστούν και μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

67      Ομοίως, ο κανονισμός 1840/2002, για την παράταση της ισχύος του συστήματος στατιστικών της ΕΚΑΧ και ο κανονισμός 405/2003, σχετικά με την κοινοτική παρακολούθηση των εισαγωγών λιθάνθρακα καταγωγής τρίτων χωρών, αφορούσαν συμπεριφορές και καταστάσεις που ανέκυψαν μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Αντιθέτως, η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίστηκε στο να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως και να επιβάλει κύρωση για πράξη που τελέσθηκε τη στιγμή που η Συνθήκη ΕΚΑΧ βρισκόταν σε πλήρη ισχύ.

68      Η Επιτροπή εξηγεί ότι ο κανονισμός 1407/2002 θεσπίζει ένα καθεστώς ενισχύσεων για τους τομείς που υπάγονται στην ΕΚΑΧ στο πλαίσιο αποκλειστικά της Συνθήκης ΕΚ. Περιλαμβάνει ουσιαστικούς και διαδικαστικούς κανόνες για την εκτίμηση των ενισχύσεων μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Το μεταβατικό καθεστώς του άρθρου 14, παράγραφος 2, που είχε εφαρμογή μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2002 προβλέφθηκε για να αποφευχθεί η διαδοχική εφαρμογή εντός του ιδίου έτους των δύο καθεστώτων ενισχύσεων –του καθεστώτος της αποφάσεως 3632/93/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 28ης Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό καθεστώς παρεμβάσεων των κρατών μελών υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα (ΕΕ L 329, σ. 12), μέχρι τις 23 Ιουλίου 2002 και του καθεστώτος του κανονισμού 1407/2002 μετά την ημερομηνία αυτή–, κατάσταση που θα μπορούσε να δημιουργήσει δυσκολίες στις επιχειρήσεις.

69      Τέλος, η Επιτροπή βεβαιώνει ότι είναι πάντοτε αρμόδια για τη διαπίστωση παραβάσεων του άρθρου 65 ΑΧ, εφόσον δεν έχουν παραγραφεί.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

70      Πρέπει να υπενθυμιστεί κατ’ αρχάς ότι οι κοινοτικές συνθήκες ίδρυσαν μια νέα νομική τάξη, υπέρ της οποίας τα κράτη μέλη περιορίζουν, σε όλο και ευρύτερους τομείς, τα κυριαρχικά δικαιώματά τους και της οποίας υποκείμενα είναι όχι μόνον τα κράτη μέλη αλλά και οι πολίτες τους (γνωμοδότηση 1/91 του Δικαστηρίου, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 21).

71      Στο πλαίσιο της κοινοτικής αυτής έννομης τάξης, τα όργανα της Κοινότητας διαθέτουν μόνον κατά παραχώρηση αρμoδιότητες (γνωμοδότηση 2/00 του Δικαστηρίου, της 6ης Δεκεμβρίου 2001, Συλλογή 2001, σ. I‑9713, σκέψη 5· απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2001, C‑93/00, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑10119, σκέψη 39). Για τον λόγο αυτό, οι κοινοτικές πράξεις παραθέτουν στο προοίμιό τους τη νομική βάση που εξουσιοδοτεί το κοινοτικό όργανο να ενεργήσει στον οικείο τομέα. Η επιλογή της προσήκουσας νομικής βάσεως ενέχει σπουδαιότητα συνταγματικού χαρακτήρα (γνωμοδότηση 2/00 του Δικαστηρίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 5).

72      Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση, που εκδόθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο η Συνθήκη ΕΚΑΧ είχε παύσει να ισχύει, διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ και επιβάλλει στις επιχειρήσεις που φέρονται να έχουν παραβεί τη διάταξη αυτή χρηματικό πρόστιμο. Κατόπιν των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του παρόντος λόγου ακυρώσεως, πρέπει να εξακριβωθεί, αρχικώς, η νομική βάση στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια, πρέπει να εξακριβωθεί αν η νομική βάση που χρησιμοποιήθηκε παρείχε στην Επιτροπή την αρμοδιότητα να διαπιστώνει παραβάσεις του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ, και να επιβάλλει κυρώσεις κατά τον χρόνο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Ως προς τη νομική βάση στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση

73      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το προοίμιο της προσβαλλομένης αποφάσεως περιλαμβάνει μόνον αναφορές στις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚΑΧ, δηλαδή στα άρθρα 65 ΑΧ, 47 ΑΧ και 36 ΑΧ.

74      Πρέπει να υπενθυμιστεί, αφενός, ότι το άρθρο 47 ΑΧ εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να συλλέγει τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκπλήρωση της αποστολής της και να προβαίνει σε ελέγχους και, αφετέρου, ότι το άρθρο 36 ΑΧ υποχρεώνει την Επιτροπή να ακούσει τις απόψεις των εμπλεκόμενων μερών πριν επιβάλει χρηματικές κυρώσεις ή πρόστιμα. Οι αναφορές στις διατάξεις αυτές στο προοίμιο της προσβαλλομένης αποφάσεως παραπέμπουν έτσι στις προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως διαδικαστικές πράξεις.

75      Όσον αφορά το άρθρο 65 ΑΧ, πρέπει να σημειωθεί ότι όχι μόνον περιλαμβάνει ουσιαστική διάταξη που απευθύνεται στις επιχειρήσεις και στις ενώσεις επιχειρήσεων απαγορεύοντας ορισμένες συμπεριφορές που παρεμποδίζουν τη λειτουργία του ανταγωνισμού (παράγραφος 1), αλλά ότι, επίσης, παρέχει νομική βάση στη δράση της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, το άρθρο 65, παράγραφος 4, ΑΧ εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να διαπιστώνει παραβάσεις του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ. Εξάλλου, το άρθρο 65, παράγραφος 5, ΑΧ εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που παραβαίνουν το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ.

76      Λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων που παρατίθενται στο προοίμιο, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ και επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που φέρονται ότι παρέβησαν τη διάταξη αυτή, έχει ως νομική βάση το άρθρο 65, παράγραφος 4, ΑΧ όσον αφορά τη διαπίστωση της παραβάσεως και το άρθρο 65, παράγραφος 5, ΑΧ όσον αφορά την επιβολή του προστίμου. Η Επιτροπή αναγνώρισε εξάλλου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η παραπομπή στο άρθρο 65 ΑΧ με το προοίμιο της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορούσε τις παραγράφους 4 και 5 της διατάξεως αυτής.

77      Ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε ως νομική βάση τον κανονισμό 17.

78      Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι ο κανονισμός 17, ο οποίος εν τω μεταξύ καταργήθηκε με το άρθρο 43 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), παρέχει, με το άρθρο του 3, αρμοδιότητα στην Επιτροπή να διαπιστώνει παραβάσεις των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ και, με το άρθρο 15, παράγραφος 2, παρέχει την αρμοδιότητα στο ίδιο αυτό όργανο να επιβάλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις και στις ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετείχαν στις παραβάσεις αυτές.

79      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε στο προοίμιο ούτε στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως περιλαμβάνεται αναφορά στη νομική βάση του άρθρου 3 ή του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Οι μόνες αναφορές στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, που παρατίθενται με τις αιτιολογικές σκέψεις 335 και 343 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφορούν το θέμα του lex mitior για να δικαιολογήσουν, εν προκειμένω, την εφαρμογή του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΑΧ και όχι την εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

80      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή χαρακτήρισε κατ’ αρχάς την παράλειψη αναφοράς του κανονισμού 17 στο προοίμιο της προσβαλλομένης αποφάσεως ως πλάνη περί τα πράγματα, κατόπιν ως παραδρομή ή σφάλμα κατά την πληκτρολόγηση. Στη συνέχεια, εξήγησε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να συνδυαστεί με τη δεύτερη ανακοίνωση των αιτιάσεων, της 12ης Αυγούστου 2002, η οποία, βασίστηκε στον κανονισμό 17. Τέλος, απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή προσδιόρισε τα αποσπάσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως τα οποία, κατ’ αυτήν, αποδείκνυαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε στο άρθρο 3 και στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Πρόκειται, αφενός, για τη μνεία από το προοίμιο της συμβουλευτικής επιτροπής και, αφετέρου, για τις αιτιολογικές σκέψεις 335, 342, 343, 345, 346, 348 έως 350, 352 και 353 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

81      Πρέπει επομένως να εξεταστεί αν τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη στοιχεία αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμο ότι η Επιτροπή στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση στο άρθρο 3 και στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, παρά την παράλειψη ρητής προς τούτο μνείας στην προσβαλλόμενη απόφαση.

82      Πρώτον, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, αφού ρωτήθηκε ως προς το θέμα αυτό κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι οι ισχυρισμοί που περιλαμβάνονταν σε διάφορες αιτιολογικές σκέψεις που παρατίθενται στη σκέψη 80 ανωτέρω παρέπεμπαν στο εφαρμοστέο ουσιαστικό (αιτιολογικές σκέψεις 335, 342 και 343) ή διαδικαστικό δίκαιο (αιτιολογικές σκέψεις 352 και 353) και δεν αφορούσαν ειδικώς την αρμοδιότητά της να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ και να επιβάλει κυρώσεις μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Στη συνέχεια, αναγνώρισε ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 345 και 346 επαναλάμβαναν απλώς τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν οι προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία.

83      Δεύτερον, όσον αφορά τις αιτιολογικές σκέψεις 348 και 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτές περιλαμβάνουν γενικές αναφορές στον lex specialis, στη Συνθήκη Συγχώνευσης και στο άρθρο 305 ΕΚ, αλλά δεν περιλαμβάνουν καμία ένδειξη για το αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε στο άρθρο 3 και στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

84      Τρίτον, η αναφορά του προοιμίου στη συμβουλευτική επιτροπή αποτελεί αναφορά σε διαδικαστικό στάδιο του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 και επιβεβαιώνει, επομένως, ότι η Επιτροπή εφάρμοσε τους κανόνες διαδικασίας του κανονισμού 17 μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, ενώ οι αναφορές των άρθρων 36 ΑΧ και 47 ΑΧ στο ίδιο προοίμιο επιβεβαιώνουν ότι, πριν τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, εφαρμόστηκαν οι κανόνες διαδικασίας της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

85      Ωστόσο, η αναφορά στη συμβουλευτική επιτροπή ουδόλως παρέχει ένδειξη ότι η Επιτροπή στήριξε, εν προκειμένω, την αρμοδιότητά της στο άρθρο 3 και στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Συγκεκριμένα, η μόνη ένδειξη στο προοίμιο σχετικά με τη νομική βάση που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να διαπιστώσει την οικεία παράβαση και να επιβάλει κυρώσεις είναι το άρθρο 65 ΑΧ. Πρέπει να υπενθυμιστεί προς τούτο ότι η Επιτροπή αναγνώρισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η αναφορά του άρθρου 65 ΑΧ στο προοίμιο παρέπεμπε στην παράγραφό του 4, όσον αφορά τη διαπίστωση της παραβάσεως, και στην παράγραφο του 5, όσον αφορά την επιβολή προστίμου.

86      Τέταρτον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή επέμεινε, ειδικότερα, στο πρώτο εδάφιο της αιτιολογικής σκέψης 350, το οποίο αποδεικνύει εμμέσως πλην σαφώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε στο άρθρο 3 και στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

87      Συναφώς, πρέπει να αναφερθεί ότι η αιτιολογική σκέψη 350 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Οι συνέπειες της λήξεως ισχύος του lex specialis πρέπει ωστόσο να διευκρινίζονται όσον αφορά τις διατάξεις που εξουσιοδοτούν την Επιτροπή να επιβάλει κυρώσεις. Στην περίπτωση αυτή, η εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου που ίσχυε όταν έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά φαίνεται δικαιολογημένη, δεδομένου ότι έπρεπε να διαφυλαχθεί η εφαρμογή των θεσπισθέντων κανόνων διαδικασίας.»

88      Επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι η αιτιολογική σκέψη 350 της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορά μόνον την αρμοδιότητα της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα. Συγκεκριμένα, το πρώτο εδάφιο της αιτιολογικής σκέψης 350 αναφέρεται μόνο στις «διατάξεις που εξουσιοδοτούν την Επιτροπή να επιβάλλει κυρώσεις». Το δεύτερο εδάφιο της εν λόγω αιτιολογικής σκέψης, που θα έπρεπε να εξηγεί περισσότερο την αρμοδιότητα της Επιτροπής υπό το πρίσμα της λήξεως της ισχύος του lex specialis, δεν διευκρινίζει ποιες είναι «οι διατάξεις που εξουσιοδοτούν την Επιτροπή να επιβάλλει κυρώσεις». Αναφέρει μόνον τον εφαρμοστέο ουσιαστικό νόμο και τους εφαρμοστέους κανόνες διαδικασίας και ουδόλως θέτει το θέμα αν η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα «να επιβάλλει κυρώσεις».

89      Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διευκρινίζει επομένως με την αιτιολογική σκέψη 350 ποιες είναι «οι διατάξεις που εξουσιοδοτούν την Επιτροπή να επιβάλλει κυρώσεις». Αν εξετασθεί μεμονωμένα, το πρώτο εδάφιο της αιτιολογικής σκέψης 350 θα μπορούσε να αναφέρεται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 ή στο άρθρο 65, παράγραφος 5, ΑΧ.

90      Ωστόσο, αν η αιτιολογική σκέψη 350 της προσβαλλομένης αποφάσεως εξετασθεί σε συνδυασμό με το τμήμα 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που αφορά την επιβολή του προστίμου και έχει τίτλο «Εφαρμογή του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΑΧ», φαίνεται σαφώς ότι η Επιτροπή στήριξε την αρμοδιότητά της να επιβάλλει πρόστιμα εν προκειμένω στο άρθρο 65, παράγραφος 5, ΑΧ. Έτσι, η αιτιολογική σκέψη 515 υπενθυμίζει ότι, «[σ]ύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 5, ΑΧ, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλλει πρόστιμα στις [οικείες] επιχειρήσεις».

91      Εξάλλου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 515 έως 518 προκύπτει επίσης σαφώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε αποκλειστικά στο άρθρο 65, παράγραφοι 4 και 5, ΑΧ. Συγκεκριμένα, η παράγραφος 4 παρατέθηκε με την αιτιολογική σκέψη 516 για να εξηγήσει ότι η Επιτροπή ήταν αρμόδια να διαπιστώσει τη διάπραξη παραβάσεως από τη Federacciai, μια ένωση επιχειρήσεων, αλλά ότι δεν ήταν αρμόδια, σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 5, ΑΧ, να της επιβάλει πρόστιμο. Συγκεκριμένα, το άρθρο 65, παράγραφος 5, ΑΧ παρέχει στην Επιτροπή την αρμοδιότητα να επιβάλλει πρόστιμα μόνο σε επιχειρήσεις και όχι σε ενώσεις επιχειρήσεων. Αν, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε στον κανονισμό 17, η νομική αυτή εκτίμηση είναι αβάσιμη. Πράγματι, το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 δεν διακρίνει μεταξύ επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων όσον αφορά την αρμοδιότητα της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα.

92      Ομοίως, το τμήμα 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τίτλο «Μη εφαρμογή του άρθρου 65, παράγραφος 2, ΑΧ», περιλαμβάνει μία ακόμη ένδειξη για το ότι η Επιτροπή στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση στο άρθρο 65 ΑΧ και όχι στις διατάξεις του κανονισμού 17. Έτσι, με την αιτιολογική σκέψη 514 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε το θέμα αν μπορούσε να επιτρέψει τη σύμπραξη που αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 2, ΑΧ. Ωστόσο, η Επιτροπή ουδόλως αναφέρθηκε στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 βάσει του οποίου έχει αρμοδιότητα να χορηγεί απαλλαγές, αλλά στήριξε την αρμοδιότητά της αποκλειστικά στο άρθρο 65, παράγραφος 2, ΑΧ.

93      Πέμπτον, όσον αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα της δεύτερης ανακοινώσεως των αιτιάσεων της 12ης Αυγούστου 2002, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή υποστηρίζει ότι κίνησε νέα διαδικασία βάσει του κανονισμού 17 και αναφέρεται επιπλέον ρητώς στο άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού (συμπληρωματική ανακοίνωση των αιτιάσεων, σημείο 2).

94      Ωστόσο, το στοιχείο αυτό δεν αρκεί από μόνο του για να διαπιστωθεί αν η νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι το άρθρο 3 και το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Αντιθέτως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η παράλειψη, στο προοίμιο της προσβαλλομένης αποφάσεως, οποιασδήποτε αναφοράς στο άρθρο 3 και στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 καθώς και η παράλειψη, στο σκεπτικό της, οποιασδήποτε αναφοράς στις εν λόγω διατάξεις προέρχονται μάλλον από ηθελημένη επιλογή της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, εν προκειμένω, ότι η Επιτροπή, αφού διεξήγαγε διάλογο με τις προσφεύγουσες, μέσω της συμπληρωματικής ανακοινώσεως των αιτιάσεων, για την επίμαχη εφαρμογή του κανονισμού 17 ως νομικής βάσεως, απλώς λησμόνησε να αναφέρει με την προσβαλλόμενη απόφαση τη νομική αυτή βάση.

95      Έκτον, αυτή η θεώρηση της προσβαλλομένης αποφάσεως φαίνεται να ενισχύεται από το γεγονός ότι, στις υπό κρίση υποθέσεις, τέσσερις από τις επτά προσφεύγουσες, ήτοι οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑27/03, T‑46/03, T‑58/03 και T‑80/03, στήριξαν σαφώς την προσφυγή τους στην υπόθεση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε βασιστεί στο άρθρο 65, παράγραφοι 4 και 5, ΑΧ. Δύο μόνον προσφεύγουσες, οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑97/03 και T‑98/03, στήριξαν τα επιχειρήματά τους στη διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε βασιστεί στον κανονισμό 17, εκτιμώντας ότι αυτός δεν παρείχε στην Επιτροπή καμία προς τούτο αρμοδιότητα. Τέλος, η θέση της προσφεύγουσας στην υπόθεση T‑79/03 παραμένει ασαφής ως προς τη νομική βάση και εξετάζει και τις δύο απόψεις, ήτοι την άποψη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε στο άρθρο 65, παράγραφοι 4 και 5, ΑΧ και την άποψη ότι στηρίχθηκε στον κανονισμό 17 και καταλήγει ότι η Επιτροπή ήταν εν πάση περιπτώσει αναρμόδια.

96      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, με τα υπομνήματα αντικρούσεως στις υποθέσεις στις οποίες οι προσφεύγουσες θεώρησαν με το δικόγραφο της προσφυγής τους ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε στηριχθεί στο άρθρο 65, παράγραφοι 4 και 5, ΑΧ, η Επιτροπή ουδέποτε ισχυρίσθηκε ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών αυτών στηρίζονταν σε εσφαλμένη συλλογιστική. Συγκεκριμένα, σε κανένα από τα υπομνήματα αντικρούσεως και ανταπαντήσεως που κατατέθηκαν στις υπό κρίση υποθέσεις δεν περιλαμβάνεται ρητή αναφορά στο άρθρο 3 ή στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 ως νομικής βάσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι μόνες αναφορές στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 που απαντούν στα υπομνήματα της Επιτροπής αφορούν το θέμα του lex mitior με σκοπό να δικαιολογηθεί, εν προκειμένω, η εφαρμογή του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΑΧ, και όχι του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

97      Έτσι η προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑27/03, αφού έλαβε γνώση του υπομνήματος αντικρούσεως, ισχυρίζεται, στο σημείο 5 του υπομνήματος αντικρούσεως, τα εξής:

«Η Επιτροπή φαίνεται επομένως ότι δέχεται οριστικά: i) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε έχοντας ως μόνη νομική βάση της το άρθρο 65 ΑΧ, ii) ότι τα πρόστιμα επιβλήθηκαν βάσει της διατάξεως αυτής και μόνο. Όλα τα υπόλοιπα επιχειρήματα που ανέπτυξε η Επιτροπή σχετικά με το ενιαίο της κοινοτικής έννομης τάξης και με τα κριτήρια που πρυτάνευσαν στη διαχρονική διαδοχή των νόμων αποδεικνύονται γενικές και αλυσιτελείς ακαδημαϊκές θεωρήσεις, για τις οποίες δεν υπάρχει λόγος να εξαντλήσει την υπομονή του το Πρωτοδικείο για να δώσει απαντήσεις.»

98      Επιπλέον, στην υπόθεση T‑79/03, στην οποία η άποψη της προσφεύγουσας ως προς τη νομική βάση στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση παρέμεινε ασαφής, η Επιτροπή ουδόλως διασαφήνισε τη συζήτηση επί του θέματος αυτού.

99      Έτσι, με τη σκέψη 58 του υπομνήματος αντικρούσεως στην υπόθεση T‑79/03, η Επιτροπή ισχυρίζεται: «Η αφετηρία της συλλογιστικής της προσφεύγουσας δεν είναι ορθή: σύμφωνα με την προσφεύγουσα, η Επιτροπή θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει τους κανόνες διαδικασίας του κανονισμού 17 προκειμένου να επιβάλει πρόστιμο υπό την έννοια του άρθρου 65 ΑΧ. […] Πρέπει […] να τονιστεί ότι το πρόστιμο δεν επιβλήθηκε βάσει του κανονισμού 17, αλλά, όπως σαφώς αναφέρει η απόφαση, βάσει του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΑΧ». Σε υποσημείωση προσθέτει ότι, «αντίθετα με αυτό που ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, από το 5ο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει (αιτιολογικές σκέψεις 335 και [επόμενες]) ότι η Επιτροπή εφαρμόζει τον κανονισμό 17». Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑79/03 εκφράζει την αγανάκτησή της ισχυριζόμενη στο σημείο 33:

«[...] η Επιτροπή υποπίπτει εκ νέου σε αντιφάσεις και, αυτή τη φορά, μέσα σε λίγες μόνο γραμμές, γεγονός που αποδεικνύει σε ποιο σημείο της είναι δύσκολο να υποστηρίξει μια άποψη νομικά ανακόλουθη. Ισχυρίζεται, συγκεκριμένα, –στο σημείο 58 του υπομνήματος αντικρούσεως– […] στο τέλος της παραγράφου, ότι το πρόστιμο δεν επιβλήθηκε βάσει του κανονισμού 17 και προσθέτει στη συνέχεια, σε υποσημείωση, ότι όπως προκύπτει σαφώς από την προσβαλλόμενη απόφαση, εφάρμοσε τον κανονισμό 17.»

100    Η Επιτροπή, επομένως, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ανέφερε για πρώτη φορά σαφώς, και μόνο σε απάντηση στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, ότι, κατά την άποψή της, η προσβαλλόμενη απόφαση στηριζόταν επίσης στο άρθρο 3 και στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

101    Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων και των διαφόρων ρητών αναφορών που γίνονται με την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το ότι νομική βάση της συνιστά το άρθρο 65, παράγραφοι 4 και 5, ΑΧ (προοίμιο της προσβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογικές σκέψεις 515 έως 518) και ελλείψει οιασδήποτε αναφοράς στο άρθρο 3 και στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 ως νομικής βάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε αποκλειστικά στο άρθρο 65, παράγραφοι 4 και 5, ΑΧ.

 Όσον αφορά την αρμοδιότητα της Επιτροπής να διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ και να επιβάλλει κυρώσεις μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ

–       Όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των Συνθηκών ΕΚΑΧ και ΕΚ

102    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ ήταν καθ’ ύλη περιορισμένο. Συγκεκριμένα, η Συνθήκη ΕΚΑΧ αφορούσε δύο μόνον προϊόντα, τον άνθρακα και τον χάλυβα, όπως καθορίζονται στο άρθρο 81 ΑΧ και στο παράρτημα I της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Εφόσον η Συνθήκη ΕΟΚ (νυν Συνθήκη ΕΚ) έχει συνταχθεί με γενικούς όρους που έχουν εφαρμογή σε κάθε οικονομικό τομέα, και επομένως κατ’ αρχήν και στα προϊόντα που υπάγονται στη Συνθήκη ΕΚΑΧ (βλ., υπό την έννοια αυτή, γνωμοδότηση 1/94, σκέψη 57 ανωτέρω, σκέψη 27), οι συντάκτες της Συνθήκης ΕΚ περιέλαβαν στη Συνθήκη αυτή μία διάταξη προκειμένου να αποτραπεί η υπεροχή των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ σε σχέση με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

103    Έτσι το άρθρο 305, παράγραφος 1, ΕΚ διευκρινίζει:

«Η […] συνθήκη [ΕΚ] δεν τροποποιεί τις διατάξεις της συνθήκης [ΕΚΑΧ], ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κρατών μελών, τις εξουσίες των οργάνων της [ΕΚΑΧ] και τις διατάξεις της περί της λειτουργίας της κοινής αγοράς άνθρακα και χάλυβα.»

104    Κατά συνέπεια, όσον αφορά τη λειτουργία της κοινής αγοράς άνθρακα και χάλυβα, οι κανόνες της Συνθήκης EKAX και το σύνολο των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί κατ’ εφαρμογή της εξακολούθησαν να ισχύουν μολονότι παρεμβλήθηκε η Συνθήκη EK (αποφάσεις του Δικαστηρίου Gerlach, σκέψη 57 ανωτέρω, σκέψη 9, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑74/00 P και C‑75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑7869, σκέψη 100).

105    Ωστόσο, στο μέτρο που ορισμένα ζητήματα δεν αποτελούσαν αντικείμενο διατάξεων της Συνθήκης ΕΚΑΧ ή ρυθμίσεων που θεσπίστηκαν βάσει αυτής, η Συνθήκη ΕΚ και οι διατάξεις που έχουν θεσπιστεί προς εκτέλεσή της μπορούσαν να εφαρμόζονται, ακόμη και πριν τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, σε προϊόντα που εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΧ (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1987, 328/85, Deutsche Babcock, Συλλογή 1987, σ. 5119, σκέψη 10, και Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, σκέψη 100· γνωμοδότηση 1/94, σκέψη 57 ανωτέρω, σκέψη 27).

106    Πρέπει να υπομνησθεί, επίσης, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 97 ΑΧ, η ισχύς της Συνθήκης ΕΚΑΧ έληξε στις 23 Ιουλίου 2002. Εφόσον η Συνθήκη ΕΚ έχει γενικό πεδίο εφαρμογής, οι τομείς που υπάγονταν προηγουμένως στη Συνθήκη ΕΚΑΧ υπήχθησαν, από τις 24 Ιουλίου 2002, στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ.

–       Όσον αφορά το αν το άρθρο 65, παράγραφοι 4 και 5, ΑΧ παρείχε αρμοδιότητα στην Επιτροπή να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση

107    Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε, στις 17 Δεκεμβρίου 2002, βάσει του άρθρου 65, παράγραφος 4, ΑΧ, όσον αφορά τη διαπίστωση της παραβάσεως του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ, και βάσει του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΑΧ, όσον αφορά την επιβολή των προστίμων στις επιχειρήσεις που φέρονται ως μετέχουσες στην παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ.

108    Όσον αφορά την αρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση βάσει του άρθρου 65, παράγραφοι 4 και 5, ΑΧ, μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η Επιτροπή εξηγεί, με την αιτιολογική σκέψη 348 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η Συνθήκη ΕΚ και η Συνθήκη ΕΚΑΧ ανήκουν στην ίδια έννομη τάξη, την κοινοτική έννομη τάξη, στο εσωτερικό της οποίας η δεύτερη αυτή Συνθήκη αποτελούσε, μέχρι τις 23 Ιουλίου 2002, lex specialis». Η Επιτροπή αναφέρεται, με την αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο άρθρο 305, παράγραφος 1, ΕΚ και στο ενιαίο θεσμικό πλαίσιο (Συνθήκη Συγχώνευσης και άρθρο 3 ΕΕ). Για να υπογραμμίσει τον ενιαίο χαρακτήρα της κοινοτικής έννομης τάξης, η Επιτροπή υπενθυμίζει, με τα υπομνήματά της, ότι ο κοινοτικός δικαστής ερμήνευσε τις διατάξεις των Συνθηκών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ αναφερόμενος σε διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ, βάσει των κοινών αρχών στις οποίες υπόκεινται όλες οι κοινοτικές Συνθήκες (απόφαση Busseni, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψεις 16 και 21).

109    Κατά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η μετάβαση από το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚΑΧ στο καθεστώς της Συνθήκης ΕΚ όσον αφορά τα θέματα ανταγωνισμού έγινε αυτομάτως βάσει της αρχής της διαχρονικής διαδοχής των κανόνων στο εσωτερικό της ίδιας έννομης τάξης [αποφάσεις Salumi, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 9· CT Control (Rotterdam) και JCT Benelux κατά Επιτροπής, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 22, και De Haan, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 13]. Με την αιτιολογική σκέψη 331 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που αναφέρεται στο σημείο 31 της ανακοινώσεως της 18ης Ιουνίου 2002, η Επιτροπή εξηγεί ότι «εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο» είναι «το ισχύον κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα οι πράξεις που συνιστούν την παράβαση» και ότι, «από δικονομική άποψη, εφαρμοστέο δίκαιο μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ [είναι] το δίκαιο ΕΚ». Με την αιτιολογική σκέψη 350 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προσθέτει ότι «η εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου που ίσχυε όταν έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά φαίνεται δικαιολογημένη» και ισχυρίζεται, με την αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «εφαρμοστέοι κανόνες διαδικασίας είναι αυτοί που ισχύουν κατά τον χρόνο που ελήφθη το επίμαχο μέτρο».

110    Πρέπει επομένως να εξεταστεί αν τα προαναφερθέντα στοιχεία επιτρέπουν να συναχθεί ότι το άρθρο 65, παράγραφοι 4 και 5, ΑΧ παρείχε στην Επιτροπή, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, την αρμοδιότητα να λάβει την εν λόγω απόφαση.

111    Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η Συνθήκη ΕΚΑΧ αποτελούσε, δυνάμει του άρθρου 305, παράγραφος 1, ΕΚ, lex specialis παρεκκλίνοντα από τον lex generalis που είναι η Συνθήκη ΕΚ (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα W. Van Gerven στην απόφαση Banks, σκέψη 57 ανωτέρω, σημείο 8· αποφάσεις ESF Elbe-Stahlwerke Feralpi κατά Επιτροπής, σκέψη 57 ανωτέρω, σκέψη 102, και Verband der freien Rohrwerke κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 57 ανωτέρω, σκέψη 68).

112    Το γεγονός ότι η Συνθήκη ΕΚΑΧ αποτελούσε lex specialis είχε ως συνέπεια ότι, κατά τη λήξη της ισχύος της εν λόγω Συνθήκης, άρχισε αυτομάτως να εφαρμόζεται ο lex generalis. Έτσι, με την αιτιολογική σκέψη 348 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε ότι, «από τις 24 Ιουλίου 2002, οι τομείς που υπάγονταν προηγουμένως στη Συνθήκη ΕΚΑΧ, στις διαδικαστικές διατάξεις της και στο παράγωγο δίκαιο αυτής, υπήχθησαν στους αντίστοιχους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ». Στον τομέα του ανταγωνισμού, η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται ότι οι συμπεριφορές των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων που υπάγονταν προηγουμένως στη Συνθήκη ΕΚΑΧ, από τις 24 Ιουλίου 2002 εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

113    Ωστόσο, ο παρών λόγος ακυρώσεως ουδόλως αφορά την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ σε σύμπραξη στον τομέα της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβος μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Αφορά την αρμοδιότητα της Επιτροπής να διαπιστώνει και να επιβάλλει κύρωση για παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ βάσει του άρθρου 65, παράγραφοι 4 και 5, ΑΧ.

114    Η φύση του lex specialis της Συνθήκης ΕΚΑΧ σε σχέση με τη Συνθήκη ΕΚ δεν προσφέρει κανένα στήριγμα στην άποψη της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία αυτή εξακολουθεί να είναι αρμόδια για να στηρίξει μια απόφαση στον lex specialis μετά τη λήξη της ισχύος της. Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι το άρθρο 305, παράγραφος 1, ΕΚ, από το οποίο ο κοινοτικός δικαστής συνήγαγε τη φύση του lex specialis της Συνθήκης ΕΚΑΧ σε σχέση με τη Συνθήκη ΕΚ, επιβεβαιώνει απλούστατα τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ στις 23 Ιουλίου 2002, εφόσον προβλέπει ότι οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ δεν τροποποιούν τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚΑΧ και ότι το άρθρο 97 ΑΧ προβλέπει ρητώς τη λήξη της ισχύος της εν λόγω Συνθήκης κατά την ημερομηνία αυτή.

115    Ομοίως, ο ενιαίος χαρακτήρας της κοινοτικής έννομης τάξης στον οποίο αναφέρεται η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως και τον οποίο αντλεί από τον ενιαίο χαρακτήρα σε θεσμικό επίπεδο και από την ανάγκη συνεκτικής ερμηνείας των διατάξεων που περιλαμβάνονται στις διάφορες κοινοτικές συνθήκες δεν μπορεί να παράσχει στην Επιτροπή την αρμοδιότητα να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ και να επιβάλει πρόστιμο στις οικείες επιχειρήσεις βάσει του άρθρου 65, παράγραφοι 4 και 5, ΑΧ μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Πρέπει να υπογραμμιστεί συναφώς ότι, παρά το ενιαίο θεσμικό πλαίσιο που προκύπτει από τη Συνθήκη Συγχώνευσης, η συγχώνευση των Κοινοτήτων ουδέποτε πραγματοποιήθηκε. Επιπλέον, η συνεκτική ερμηνεία των διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου των διαφόρων συνθηκών δεν έχει καμία επίπτωση στις αρμοδιότητες που απονέμονται στα διάφορα όργανα από τις διάφορες συνθήκες. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο κάθε συνθήκης, τα κοινοτικά όργανα είναι αρμόδια να ασκήσουν μόνον τις εξουσίες που τους παραχωρεί η συνθήκη αυτή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑176/03, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2005, σ. I‑7879, σκέψεις 38 έως 53).

116    Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από τις αρχές που διέπουν τη διαχρονική διαδοχή των κανόνων, όπως προκύπτει από τη νομολογία, προκειμένου να διασφαλισθεί η τήρηση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, οι ουσιαστικοί κανόνες του κοινοτικού δικαίου πρέπει να ερμηνεύονται ως έχοντες εφαρμογή, κατ’ αρχήν, επί καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί προ της ενάρξεως της ισχύος τους, ενώ οι διαδικαστικοί κανόνες έχουν άμεση εφαρμογή [αποφάσεις Salumi, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 9· CT Control (Rotterdam) και JCT Benelux κατά Επιτροπής, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 22, και De Haan, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 13· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 19ης Φεβρουαρίου 1998, T‑42/96, Eyckeler & Malt κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑401, σκέψη 55, και της 28ης Ιανουαρίου 2004, T‑180/01, Euroagri κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-369, σκέψη 36].

117    Πρέπει πάντως να αναφερθεί ότι το ζήτημα της αρμοδιότητας ενός κοινοτικού οργάνου προηγείται του ζητήματος ποιοι ουσιαστικοί και διαδικαστικοί κανόνες έχουν εφαρμογή. Συγκεκριμένα, αφού καθοριστεί, κατ’ αρχάς, ότι το κοινοτικό όργανο είναι αρμόδιο να εκδώσει μια πράξη βάσει ειδικής διατάξεως της Συνθήκης ή του παραγώγου δικαίου, πρέπει στη συνέχεια να καθοριστούν οι ουσιαστικοί και διαδικαστικοί κανόνες που έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τη διαχρονική διαδοχή των κανόνων.

118    Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η διάταξη που συνιστά τη νομική βάση μιας πράξης και εξουσιοδοτεί το κοινοτικό όργανο να εκδώσει την εν λόγω πράξη πρέπει να ισχύει κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξης (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Απριλίου 2000, C‑269/97, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I‑2257, σκέψη 45· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑310/00, MCI κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3253, σκέψεις 78 έως 114). Αντιθέτως, οι αρχές που διέπουν τη διαχρονική διαδοχή των κανόνων μπορούν να οδηγήσουν στην εφαρμογή ουσιαστικών διατάξεων που έχουν παύσει να ισχύουν κατά τον χρόνο της εκδόσεως της πράξεως από το κοινοτικό όργανο.

119    Η Επιτροπή, αναφερόμενη με τις αιτιολογικές σκέψεις 331 και 350 έως 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως στις αρχές που διέπουν τη διαχρονική διαδοχή των κανόνων για να δικαιολογήσει την αρμοδιότητά της προς έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, συγχέει την ουσιαστική διάταξη που απευθύνεται στις επιχειρήσεις, δηλαδή το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ, με τη νομική βάση της ενέργειας της Επιτροπής, δηλαδή το άρθρο 65, παράγραφοι 4 και 5, ΑΧ. Από την ισχύουσα ουσιαστική διάταξη συνήγαγε αυτομάτως την αρμοδιότητά της προκειμένου να στηρίξει την απόφαση σε διάταξη η οποία εν τω μεταξύ είχε παύσει να ισχύει. Έτσι η Επιτροπή ισχυρίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όσον αφορά την αρμοδιότητά της, ως προς το εφαρμοστέο ουσιαστικό και διαδικαστικό δίκαιο, ότι «τα δύο πρώτα […] είναι πρακτικώς τα ίδια» ή ακόμη ότι «η απονομή αρμοδιοτήτων συνδέεται στενά με το καθ’ ύλη [εφαρμοστέο] δίκαιο».

120    Ωστόσο, εφόσον, αφενός, προκύπτει από τη νομολογία, σκέψη 118 ανωτέρω, ότι η διάταξη που συνιστά τη νομική βάση μιας πράξης πρέπει να ισχύει κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξης και ότι, αφετέρου, σύμφωνα με το άρθρο 97 ΑΧ, το άρθρο 65, παράγραφοι 4 και 5, ΑΧ είχε λήξει στις 23 Ιουλίου 2002, η Επιτροπή δεν μπορούσε πλέον να βασίσει την αρμοδιότητά της στις εν λόγω διατάξεις που είχαν παύσει να ισχύουν κατά τον χρόνο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως για να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ και να επιβάλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην εν λόγω παράβαση.

121    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το Δικαστήριο συνέχισε να εφαρμόζει το άρθρο 65 ΑΧ μετά τη λήξη της ισχύος του, πρέπει να τονιστεί ότι στις αποφάσεις που παρέθεσε η Επιτροπή (σκέψη 62 ανωτέρω) ο κοινοτικός δικαστής άσκησε έλεγχο νομιμότητας σε πράξεις που είχε εκδώσει η Επιτροπή βάσει της Συνθήκης ΕΚΑΧ κατά τον χρόνο που αυτή δεν είχε παύσει να ισχύει. Οι αποφάσεις αυτές δεν στηρίζουν επομένως τα επιχειρήματα της Επιτροπής σύμφωνα με τα οποία εξακολουθούσε να είναι αρμόδια προς έκδοση αποφάσεως βάσει διατάξεως της Συνθήκης ΕΚΑΧ μετά τη λήξη της ισχύος της εν λόγω Συνθήκης.

122    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτό και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι νόμιμη. Ωστόσο, η πλημμέλεια της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν έχει τέτοια προφανή σοβαρότητα ώστε να γίνουν δεκτά τα αιτήματα στις υποθέσεις T‑27/03 και T‑80/03, με τα οποία ζητείται να κηρυχθεί ανυπόστατη η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 1994, C‑137/92 P, Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I‑2555, σκέψη 52).

123    Πρέπει, επομένως, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση έναντι των προσφευγουσών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

124    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η καθής ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων στις υποθέσεις T‑46/03 και T‑79/03, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των προσφευγουσών.

125    Εντούτοις, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα παρεμβάντα στη διαφορά κράτη μέλη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρενέβησαν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Η Ιταλική Δημοκρατία θα φέρει επομένως τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C (2002) 5087 τελικό, της 17ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 65 ΑΧ (COMP/37.956 – Ράβδοι σκυροδέματος), έναντι των SP SpA, Leali SpA, Acciaierie e Ferriere Leali Luigi SpA, Industrie Riunite Odolesi SpA (IRO), Lucchini SpA, Ferriera Valsabbia SpA, Valsabbia Investimenti SpA και Alfa Acciai SpA.

2)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι SP, Leali, Acciaierie e Ferriere Leali Luigi, IRO, Lucchini, Ferriera Valsabbia, Valsabbia Investimenti και Alfa Acciai, περιλαμβανομένων των εξόδων διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων στις υποθέσεις T‑46/03 και T‑79/03.

3)      Η Ιταλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Βηλαράς

Martins Ribeiro

Dehousse

Šváby

 

      Jürimäe

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 25 Οκτωβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. Βηλαράς

Πίνακας περιεχομένων

Νομικό πλαίσιο

Διατάξεις της Συνθήκης EKAX

Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με ορισμένα θέματα που αφορούν τη διευθέτηση υποθέσεων ανταγωνισμού συνεπεία της λήξης ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ

Διοικητική διαδικασία

Η προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Ως προς τη νομική βάση στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση

Όσον αφορά την αρμοδιότητα της Επιτροπής να διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ και να επιβάλλει κυρώσεις μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ

– Όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των Συνθηκών ΕΚΑΧ και ΕΚ

– Όσον αφορά το αν το άρθρο 65, παράγραφοι 4 και 5, ΑΧ παρείχε αρμοδιότητα στην Επιτροπή να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.