Language of document : ECLI:EU:T:2010:280

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 6ης Ιουλίου 2010 (*)

«Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Αεροπορικές μεταφορές – Απόφαση κηρύσσουσα τη συγκέντρωση ασύμβατη προς την κοινή αγορά – Εκτίμηση των αποτελεσμάτων της πράξεως συγκεντρώσεως επί του ανταγωνισμού – Φραγμοί για την είσοδο στην αγορά – Βελτίωση της αποτελεσματικότητας – Δεσμεύσεις»

Στην υπόθεση T-342/07,

Ryanair Holdings plc, με έδρα το Δουβλίνο (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από τους J. Swift, QC, V. Power, A. McCarthy και D. Hull, solicitors, και G. Berrisch, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους X. Lewis και S. Noë,

καθής,

υποστηριζόμενης από

την Aer Lingus Group plc, με έδρα το Δουβλίνο, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους A. Burnside, solicitor, B. van de Walle de Ghelcke και T. Snels, δικηγόρους, στη συνέχεια, από τους M. Burnside και van de Walle de Ghelcke,

και

την Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τους D. O’Hagan και J. Buttimore, επικουρούμενους από τους M. Cush, D. Barniville και N. Travers, δικηγόρους

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο προσφυγή περί ακυρώσεως της αποφάσεως C(2007) 3104 της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 2007, με την οποία μια συγκέντρωση κηρύσσεται ασύμβατη με την κοινή αγορά και με τη Συμφωνία για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/M.4439 – Ryanair/Aer Lingus),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, E. Cremona και S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Κ. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Ιουλίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Α –     Διάδικοι

1        Η Ryanair Holdings plc (στο εξής: προσφεύγουσα ή Ryanair) αποτελεί εταιρία εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, η οποία το 2006 διέθετε στόλο 120 αεροπλάνων (εκτός των 161 αεροπλάνων τα οποία είχαν παραγγελθεί και ήταν παραδοτέα εντός των έξι επομένων ετών). Τα ανωτέρω αεροπλάνα διασφάλιζαν κατά τον χρόνο εκείνο τις τακτικές πτήσεις προς 400 τουλάχιστον προορισμούς εντός 40 χωρών, περιλαμβανομένων 75 δρομολογίων μεταξύ της Ιρλανδίας (κυρίως από το αεροδρόμιο του Δουβλίνου, αλλά και από τα αεροδρόμια του Shannon, του Cork, του Kerry και του Knock) και άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

2        Η Aer Lingus Group plc αποτελεί ανώνυμη εταιρία ιρλανδικού δικαίου. Μετά την ιδιωτικοποίησή της από την Ιρλανδική Κυβέρνηση το 2006, το Δημόσιο διατήρησε το 25,35 % του κεφαλαίου και οι μετοχές της Aer Lingus Group εισήχθησαν στο Χρηματιστήριο στις 2 Οκτωβρίου 2006. Η Aer Lingus Group είναι η εταιρία χαρτοφυλακίου της Aer Lingus Ltd (στο εξής, από κοινού: Aer Lingus), αεροπορικής εταιρίας με έδρα την Ιρλανδία, η οποία διασφαλίζει τις τακτικές πτήσεις με τόπο αναχωρήσεως ή προορισμού τα αεροδρόμια του Δουβλίνου, του Cork και του Shannon. Η Aer Lingus εκμεταλλευόταν το 2006 ένα δίκτυο αεροπορικών μεταφορών μικρών αποστάσεων με 70 δρομολόγια, τα οποία συνέδεαν την Ιρλανδία με το Ηνωμένο Βασίλειο και τα λοιπά κράτη μέλη χάρη σ’ ένα στόλο 28 αεροπλάνων (τα οποία επρόκειτο να αυξηθούν σε 32 αεροπλάνα από τα τέλη του 2007). Ο στόλος της 7 αεροπλάνων για μεγάλες αποστάσεις (τα οποία επρόκειτο να αυξηθούν σε 9 από τα τέλη του 2007) της παρείχε τη δυνατότητα να εξυπηρετεί πλείονες προορισμούς στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Dubaï.

 Β –     Διοικητική διαδικασία

3        Στις 5 Οκτωβρίου 2006, η Ryanair ανακοίνωσε την πρόθεσή της να προβεί σε δημόσια προσφορά εξαγοράς (ΔΠΕ) ολοκλήρου του κεφαλαίου της Aer Lingus Group. Αυτή η ΔΠΕ ανακοινώθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2006.

4        Η συγκέντρωση κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 30 Οκτωβρίου 2006.

5        Με απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή έκρινε ότι υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της πράξεως συγκεντρώσεως προς την κοινή αγορά και αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία εμπεριστατωμένης εξετάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 24, σ. 1, στο εξής: κανονισμός περί συγκεντρώσεων).

6        Στις 27 Μαρτίου 2007, απευθύνθηκε ανακοίνωση αιτιάσεων στη Ryanair, σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού περί συγκεντρώσεων. Η Ryanair απάντησε στην εν λόγω ανακοίνωση αιτιάσεων στις 17 Απριλίου 2007.

7        Με την απόφαση C(2007) 3104, της 27ης Ιουνίου 2007, η Επιτροπή έκρινε ότι η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση ήταν ασύμβατη προς την κοινή αγορά (Υπόθεση COMP/M.4439 – Ryanair/Aer Lingus) (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση).

 Γ –     Περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως

8        Αφού υπενθύμισε ότι η κοινοποιηθείσα πράξη αποτελούσε συγκέντρωση με κοινοτική διάσταση (σημεία 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή εξέθεσε τα μέσα που χρησιμοποίησε κατά την έρευνα της υποθέσεως (σημείο 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Υπενθύμισε ότι, για την έρευνα αυτή, χρειάστηκε να σταλούν πολυάριθμες αιτήσεις παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού περί συγκεντρώσεων, ιδίως σε άλλες αεροπορικές εταιρίες που εκτελούν τακτικές πτήσεις, σε εταιρίες που εκτελούν ναυλωμένες πτήσεις, σε αεροδρόμια και στην πελατεία της επιχειρήσεως, καθώς και να πραγματοποιηθούν επαφές με τις αρχές που είναι αρμόδιες για τον συντονισμό των χρονοθυρίδων, τις αρχές της πολιτικής αεροπορίας και τις αρχές που είναι αρμόδιες για τις μεταφορές. Η Επιτροπή προέβη επίσης σε ανάλυση συσχετίσεως τιμών προκειμένου να ορίσει τις σχετικές αγορές (σημείο 6.3 και παράρτημα III της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ανέθεσε σε ανεξάρτητο σύμβουλο να πραγματοποιήσει έρευνα μεταξύ των πελατών του αεροδρομίου του Δουβλίνου (σημείο 7.3.5 και παραρτήματα I και II της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξέτασε επίσης τις οικονομετρικές παρατηρήσεις που υπέβαλαν η Ryanair και η Aer Lingus και πραγματοποίησε δύο σειρές αναλύσεων παλινδρομήσεως, με σκοπό την εμπειρική δοκιμή των πιθανών αποτελεσμάτων της συγκεντρώσεως (σημείο 7.4.3 και παράρτημα IV της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 1. Σχετικές αγορές

9        Όσον αφορά τον ορισμό των σχετικών αγορών (σημείο 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή επισήμανε ότι η Ryanair και η Aer Lingus παρείχαν αμφότερες υπηρεσίες τακτικών αεροπορικών μεταφορών επιβατών στην Ευρώπη. Σύμφωνα με την πρακτική της, η Επιτροπή εξέτασε κυρίως τη δυνατότητα υποκαταστάσεως από πλευράς της ζητήσεως. Όρισε τις αγορές με βάση τη μέθοδο «σημείο αναχωρήσεως – σημείο προορισμού», η οποία καλείται «μέθοδος Α–Π» και κατά την οποία έκαστο δρομολόγιο μεταξύ ενός σημείου αναχωρήσεως και ενός σημείου προορισμού θεωρείται ως αυτοτελής αγορά. Προκειμένου να κρίνει αν ένα συγκεκριμένο ζεύγος Α–Π αποτελούσε σχετική αγορά, η Επιτροπή εξέτασε τις διάφορες δυνατότητες τις οποίες διέθεταν οι καταναλωτές προκειμένου να ταξιδέψουν μεταξύ των δύο αυτών σημείων. Έλεγξε επίσης αν οι πτήσεις που αναχωρούσαν από το Δουβλίνο (ή από το Shannon ή το Cork, τα άλλα δύο ιρλανδικά αεροδρόμια τα οποία χρησιμοποιούσαν τα μέρη της συγκεντρώσεως) με προορισμό δύο (ή περισσότερα) αεροδρόμια τα οποία εξυπηρετούν την ίδια πόλη μπορούσαν να υποκατασταθούν αμοιβαίως (σημείο 6.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Λαμβανομένων υπόψη των υπηρεσιών που προσέφεραν η Ryanair και η Aer Lingus, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η σκοπούμενη πράξη συγκεντρώσεως θα κατέληγε σε οριζόντιες αλληλεπικαλύψεις σε 35 ζεύγη πόλεων που αποτελούσαν τις σχετικές αγορές (αιτιολογική σκέψη 333 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) και ότι ενδέχετο να αποτελεί πηγή ανησυχιών όσον αφορά μεγάλο αριθμό ζευγών πόλεων που αποτελούσαν σχετικές αγορές, στις οποίες ένας μόνον από τους μετέχοντες στην πράξη συγκεντρώσεως είναι παρών (αιτιολογική σκέψη 334 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 2. Εκτίμηση των αποτελεσμάτων της πράξεως συγκεντρώσεως στον ανταγωνισμό

10      Όσον αφορά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων της πράξεως συγκεντρώσεως, η Επιτροπή αναφέρθηκε στο πλαίσιο αναλύσεως το οποίο καθορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές της για την αξιολόγηση των οριζόντιων συγκεντρώσεων σύμφωνα με τον κανονισμό περί συγκεντρώσεων (ΕΕ 2004, C 31, σ. 5, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές).

11      Πρώτον, η Επιτροπή ανέλυσε τα μερίδια αγοράς της Ryanair και της Aer Lingus στα 35 δρομολόγια στα οποία οι υπηρεσίες τους αλληλεπικαλύπτονται. Διαπίστωσε ότι η πράξη συγκεντρώσεως θα δημιουργούσε μονοπώλιο σε 22 δρομολόγια και θα κατέληγε στη δημιουργία πολύ σημαντικών μεριδίων αγοράς στα λοιπά 13 (σημείο 7.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι οι δύο εταιρίες ήταν «άμεσοι ανταγωνιστές» σε όλα τα σχετικά δρομολόγια (σημείο 7.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Ryanair, οι δύο αυτές εταιρίες τελούσαν κατά τον χρόνο εκείνο σε σχέση ανταγωνισμού (σημείο 7.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στη συνέχεια, η Επιτροπή εξέτασε τα αποτελέσματα της συγκεντρώσεως στις αγορές στις οποίες η Ryanair και η Aer Lingus ήταν πράγματι ή εν δυνάμει ανταγωνίστριες και διαπίστωσε ότι η πράξη συγκεντρώσεως θα εξάλειφε τον υπάρχοντα ανταγωνισμό στα 35 δρομολόγια στα οποία οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται, καθώς και τον εν δυνάμει ανταγωνισμό σε 15 δρομολόγια χωρίς αλληλεπικάλυψη (σημεία 7.5 και 7.6 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Δεύτερον, η Επιτροπή επισήμανε ότι η «κατακερματισμένη πελατεία» της Ryanair και της Aer Lingus δεν είχε «αντισταθμιστική αγοραστική ισχύ» και ότι η δυνατότητα της πελατείας αυτής να αλλάξει προμηθευτή ήταν περιορισμένη, ίσως δε και ανύπαρκτη (σημείο 7.7 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Τρίτον, η Επιτροπή εξέτασε αν η είσοδος νέων ανταγωνιστών στην αγορά ή η επέκταση της δραστηριότητας των υφισταμένων ανταγωνιστών μπορούσε να εξαλείψει τα αντίθετα στον ανταγωνισμό αποτελέσματα της πράξεως συγκεντρώσεως και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο (σημείο 7.8 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Τέταρτον, η Επιτροπή προέβη σε κατ’ ιδίαν εκτίμηση των 35 δρομολογίων στα οποία οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται. Διαπίστωσε ότι η πράξη συγκεντρώσεως θα παρακώλυε σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, λόγω της δημιουργίας δεσπόζουσας θέσεως σε καθεμία από αυτές (σημείο 7.9 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Πέμπτον, η Επιτροπή εξέτασε αν η βελτίωση της αποτελεσματικότητας την οποία προέβαλε η Ryanair ήταν αρκετή για να αντισταθμίσει τα αρνητικά αποτελέσματα της συγκεντρώσεως στον ανταγωνισμό. Κατέληξε ότι τούτο δεν συνέβαινε, δεδομένου ότι η εν λόγω βελτίωση της αποτελεσματικότητας δεν ήταν επαληθεύσιμη, ότι δεν προέκυπτε από τη συγκεκριμένη συγκέντρωση και ότι δεν ήταν πιθανό να ωφελήσει τους καταναλωτές (σημείο 7.10 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 3. Εκτίμηση των δεσμεύσεων

16      Η Επιτροπή εξέτασε επίσης τις δεσμεύσεις που πρότεινε να αναλάβει η Ryanair στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Έκρινε ότι οι δεσμεύσεις αυτές δεν ήταν αρκούντως σαφείς για να υλοποιηθούν και ότι δεν μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, να εξαλείψουν τα επισημανθέντα προβλήματα ανταγωνισμού (σημείο 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Καταλήγοντας, η Επιτροπή έκρινε ότι η πραγματοποίηση της συγκεντρώσεως θα παρακώλυε σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, ιδίως κατόπιν, αφενός, της δημιουργίας δεσπόζουσας θέσεως σε 35 δρομολόγια από και προς το Δουβλίνο, το Shannon και το Cork, και, αφετέρου, της δημιουργίας ή της ενισχύσεως δεσπόζουσας θέσεως σε 15 δρομολόγια από και προς το Δουβλίνο και το Cork. Ως εκ τούτου, κήρυξε τη συγκέντρωση ασύμβατη προς την κοινή αγορά (σημείο 9 και διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 10 Σεπτεμβρίου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

19      Με διάταξη της 12ης Φεβρουαρίου 2008, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε στην Ιρλανδία και στην Aer Lingus Group να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής.

20      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία.

21      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τη συνεδρίαση της 6ης Ιουλίου 2009.

22      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα·

–        να καταδικάσει την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group στα δικαστικά έξοδα των παρεμβάσεών τους.

23      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

24      Η Aer Lingus Group ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

25      Η Ιρλανδία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Νομική εκτίμηση

26      Προκειμένου να κρίνει μια συγκέντρωση ασύμβατη προς την κοινή αγορά, η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού περί συγκεντρώσεων, ότι η πραγματοποίηση της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως ενδέχεται να παρακωλύει σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην κοινή αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της, ιδίως ως αποτέλεσμα της δημιουργίας ή της ενισχύσεως δεσπόζουσας θέσεως.

27      Μια τέτοια απόφαση, εκδιδόμενη βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού περί συγκεντρώσεων, στηρίζεται στο αποτέλεσμα μιας αναλύσεως των προοπτικών εξελίξεως της αγοράς, στην οποία προβαίνει η Επιτροπή. Αυτή η ανάλυση των προοπτικών εξελίξεως της αγοράς συνίσταται στην εξέταση του τρόπου κατά τον οποίο η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση θα μπορούσε να μεταβάλει τους παράγοντες που καθορίζουν την κατάσταση του ανταγωνισμού σε συγκεκριμένη αγορά, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η συγκέντρωση αυτή συνεπάγεται σημαντικό εμπόδιο για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό. Μια τέτοια ανάλυση απαιτεί να φανταστεί κανείς τις διάφορες σχέσεις αιτίου και αποτελέσματος, προκειμένου να επιλέξει εκείνες που είναι οι πιο πιθανές [βλ., όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (διορθωμένο κείμενο ΕΕ 1990, L 257, σ. 13), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1310/97 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997 (ΕΕ L 180, σ. 1) (στο εξής: προϊσχύσας κανονισμός περί συγκεντρώσεων), απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Φεβρουαρίου 2005, C-12/03 P, Επιτροπή κατά Tetra Laval, Συλλογή 2005, σ. Ι-987, σκέψη 43].

28      Σε περίπτωση που τα μετέχοντα στην πράξη συγκεντρώσεως μέρη έχουν προτείνει εγκύρως δεσμεύσεις κατά τη διοικητική διαδικασία, προκειμένου να επιτύχουν την έκδοση αποφάσεως περί συμβατότητας με την κοινή αγορά, η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να εξετάσει τη συγκέντρωση, όπως έχει τροποποιηθεί με τις δεσμεύσεις. Στη συνέχεια, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι οι δεσμεύσεις αυτές δεν καθιστούν την κατά τα άνω τροποποιηθείσα συγκέντρωση συμβατή με την κοινή αγορά (βλ., υπό την έννοια αυτή, όσον αφορά τον προϊσχύσαντα κανονισμό περί συγκεντρώσεων, απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, T-87/05, EDP κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-3745, σκέψεις 63 έως 65).

29      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι ουσιαστικού δικαίου κανόνες του κανονισμού και ειδικότερα το άρθρο 2 αυτού απονέμουν στην Επιτροπή κάποια διακριτική εξουσία, ιδίως όσον αφορά τις οικονομικής φύσεως εκτιμήσεις, οπότε ο εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή έλεγχος της ασκήσεως της εξουσίας αυτής, ο οποίος έχει ουσιώδη σημασία στο πλαίσιο των κανόνων περί των συγκεντρώσεων, πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτιμήσεως το οποίο παρέχουν οι οικονομικής φύσεως κανόνες που αποτελούν μέρος του καθεστώτος των συγκεντρώσεων (βλ., όσον αφορά τον προϊσχύσαντα κανονισμό περί συγκεντρώσεων, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1998, C-68/94 και C-30/95, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, καλούμενη «Kali & Salz», Συλλογή 1998, σ. I-1375, σκέψεις 223 και 224, και Επιτροπή κατά Tetra Laval, προπαρατεθείσα στη σκέψη 27, σκέψη 38).

30      Μολονότι ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνωρίζει στην Επιτροπή περιθώριο εκτιμήσεως σε οικονομικά ζητήματα, τούτο δεν συνεπάγεται ότι δεν πρέπει να ελέγχει την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία στοιχείων οικονομικής φύσεως. Συγκεκριμένα, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξακριβώσει όχι μόνο την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων έγινε επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά οφείλει και να ελέγξει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν μπορούν να στηρίξουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν βάσει αυτών (βλ., όσον αφορά τον προϊσχύσαντα κανονισμό περί συγκεντρώσεων, αποφάσεις του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Tetra Laval, προπαρατεθείσα στη σκέψη 27, σκέψη 39, και της 10ης Ιουλίου 2008, C-413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, Συλλογή 2008, σ. I-4951, σκέψη 69).

31      Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα θεσμικά όργανα διαθέτουν διακριτική ευχέρεια, η τήρηση των εγγυήσεων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Στις εγγυήσεις αυτές καταλέγεται ιδίως η υποχρέωση της Επιτροπής να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα σχετικά με την κρινόμενη περίπτωση στοιχεία, το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να προβάλει την άποψή του, καθώς και το δικαίωμά του να εκδοθεί επί της υποθέσεώς του απόφαση επαρκώς αιτιολογημένη (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I-5469, σκέψη 14, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Μαΐου 2009, T-151/05, NVV κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. ΙΙ-1219, σκέψη 163).

32      Υπό το πρίσμα αυτών των αρχών, οι οποίες αφορούν τον έλεγχο νομιμότητας στον τομέα των συγκεντρώσεων, πρέπει να εκτιμηθούν τα επιχειρήματα των διαδίκων.

33      Η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της. Ο πρώτος λόγος αφορά πρόδηλα σφάλματα κατά την εκτίμηση της σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus, ο δεύτερος αφορά πρόδηλα σφάλματα κατά την εκτίμηση των φραγμών για την είσοδο στην αγορά, ο τρίτος αφορά πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως στο πλαίσιο της αναλύσεως που πραγματοποιείται ανά δρομολόγιο (στο εξής: ανά δρομολόγιο ανάλυση), ο τέταρτος αφορά πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως στο πλαίσιο της εξετάσεως της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας που θα απέρρεε από τη συγκέντρωση και ο πέμπτος λόγος αφορά πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως στο πλαίσιο της αναλύσεως των δεσμεύσεων τις οποίες πρότεινε η Ryanair (βλ. σκέψεις 11 και 13 έως 16 ανωτέρω).

34      Ο ορισμός των σχετικών αγορών και η ανάλυση των αντιδράσεων της πελατείας δεν αμφισβητούνται αυτά καθαυτά από την προσφεύγουσα (βλ. σκέψεις 9 και 12 ανωτέρω).

 Α –      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αφορώντος την εκτίμηση της σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus

35      Η ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλομένη απόφαση, η οποία ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, ακολουθεί τα εξής στάδια: πρώτον, διαπιστώθηκε ότι η συγκέντρωση θα συνεπαγόταν πολύ υψηλά μερίδια αγοράς σε σημαντικό αριθμό δρομολογίων (σημείο 7.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως), δεύτερον, διαπιστώθηκε ότι η Ryanair και η Aer Lingus είναι «άμεσοι ανταγωνιστές» σε όλα αυτά τα δρομολόγια (σημείο 7.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τρίτον, εξετάστηκε ο υπάρχων ανταγωνισμός μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus (σημείο 7.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, τέταρτον, εξετάσθηκαν τα αποτελέσματα της συγκεντρώσεως στον υπάρχοντα ανταγωνισμό μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus και οι συναφείς επιπτώσεις στους πελάτες (σημεία 7.5 και 7.6 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στο πλαίσιο της αναλύσεως αυτής, η Επιτροπή απάντησε στο επιχείρημα της Ryanair που αφορούσε τη διαφοροποίηση της προσφοράς υπηρεσιών μεταξύ της δικής της προσφοράς χαμηλού κόστους, με ελάχιστες παροχές υπηρεσιών, και της προσφοράς της Aer Lingus με μέσου επιπέδου υπηρεσίες (σημείο 7.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

36      Η προσφεύγουσα επικρίνει κατ’ ουσίαν την εκτίμηση αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως, προβάλλοντας ότι η Επιτροπή υπερτίμησε τη σπουδαιότητα των υψηλών μεριδίων αγοράς που κατέχουν τα μέρη της συγκεντρώσεως και ότι δεν προσκόμισε στοιχεία αποδεικνύοντα επαρκώς ότι, παρά τις διαφορές τους, η Aer Lingus και η ίδια ασκούσαν αμοιβαίως τόσο μεγάλη ανταγωνιστική πίεση, με τόσο μικρή πιθανότητα εισόδου στις σχετικές αγορές, ώστε η συγκέντρωση θα παρακώλυε σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στις αγορές αυτές.

37      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και από την Aer Lingus Group, προβάλλει ότι τα μερίδια αγοράς αποτελούν «πρώτες χρήσιμες ενδείξεις», οι οποίες ενισχύονται από άλλες ενδείξεις, από τις οποίες προκύπτει ότι η Aer Lingus είναι άμεση ανταγωνίστρια της Ryanair στα δρομολόγια στα οποία οι υπηρεσίες τους αλληλεπικαλύπτονται. Συνεπώς, η συγκέντρωση θα είχε ως συνέπεια την εξάλειψη της ανταγωνιστικής πιέσεως που ασκεί σήμερα η Aer Lingus στη Ryanair.

38      Το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εκτιμήσει, διαδοχικά, τα επιχειρήματα των διαδίκων που αφορούν την «υπερβολική βαρύτητα» που προσδόθηκε στα μερίδια αγοράς, τη μη συνεκτίμηση των «θεμελιωδών διαφορών» που υφίστανται μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus, το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που παρέχει η ύπαρξη βάσεως στο Δουβλίνο, τα «μη τεχνικά αποδεικτικά στοιχεία», την οικονομετρική ανάλυση της Επιτροπής, τα οικονομετρικά στοιχεία που προσκόμισε η Ryanair, τις ανταγωνιστικές πιέσεις που ασκούν οι εταιρίες που εκτελούν ναυλωμένες πτήσεις, την έρευνα που πραγματοποιήθηκε μεταξύ των πελατισσών επιχειρήσεων και, τέλος, τη ζημία για τους καταναλωτές.

 1. Επί της «υπερβολικής βαρύτητας» που προσδόθηκε στα μερίδια αγοράς

 Επιχειρήματα των διαδίκων

39      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή στηρίχτηκε εσφαλμένως στην υπόθεση ότι η Aer Lingus και η ίδια αποτελούν πανομοιότυπες αεροπορικές εταιρίες, και ως εκ τούτου συνήγαγε «αυτομάτως» από τα σημαντικά μερίδια αγοράς τους ότι η συγκέντρωση θα συνεπαγόταν σημαντικό εμπόδιο για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό. Ακόμη και αν τα μερίδια αγοράς ασκούν επιρροή όταν πρόκειται για την εκτίμηση μιας συγκεντρώσεως υπό το πρίσμα του ανταγωνισμού, αποτελούν παρά ταύτα μόνον ένα «σημείο αφετηρίας». Η εκτίμηση ότι τέτοια μερίδια αγοράς δημιουργούν ισχυρό τεκμήριο ως προς τα αρνητικά αποτελέσματα της συγκεντρώσεως στον ανταγωνισμό είναι αντίθετη προς τους κανόνες περί του βάρους αποδείξεως. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα ανέτρεψε το τεκμήριο αυτό, αποδεικνύοντας επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη «θεμελιωδών διαφορών» μεταξύ των δύο εταιριών και περιορισμένων φραγμών για την είσοδο στην αγορά. Οι υπηρεσίες που προσφέρουν η Ryanair και η Aer Lingus είναι «εξαιρετικά διαφοροποιημένες» και αφορούν αυτοτελείς κατηγορίες επιβατών. Συνεπώς, τα μερίδια αγοράς δεν αρκούν από μόνα τους για να προσδιορισθεί σε ποιο μέτρο οι διάδικοι ασκούν αμοιβαίως ανταγωνιστική πίεση. Εξάλλου, η άσκηση δραστηριότητας εκ μέρους μίας μόνον αεροπορικής εταιρίας σε συγκεκριμένο δρομολόγιο δεν ισοδυναμεί με δεσπόζουσα θέση, δεδομένης της ευκολίας εισόδου στη σχετική αγορά.

40      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, υποστηρίζει ότι από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι τα μερίδια αγοράς αποτελούν «πρώτες χρήσιμες ενδείξεις», οι οποίες ενισχύονται από άλλα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει ότι η Aer Lingus είναι άμεση ανταγωνίστρια της Ryanair στα επίμαχα στην υπό κρίση υπόθεση δρομολόγια.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

41      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η σημασία των μεριδίων αγοράς μπορεί μεν να διαφέρει από τη μια αγορά στην άλλη, πλην όμως δικαιολογημένα μπορεί να θεωρηθεί ότι τα ιδιαιτέρως σημαντικά μερίδια αγοράς συνιστούν από μόνα τους, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, την απόδειξη της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως (βλ., επί του ζητήματος της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 85/76, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 215, σκέψη 41, και, όσον αφορά τον προϊσχύσαντα κανονισμό περί συγκεντρώσεων, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 25ης Μαρτίου 1999, T-102/96, Gencor κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-753, σκέψη 205, και της 28ης Απριλίου 1999, T-221/95, Endemol κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-1299, σκέψη 134). Τούτο μπορεί να συμβαίνει όσον αφορά μερίδιο αγοράς 50 % και άνω (βλ., επί του ζητήματος της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1991, C-62/86, AKZO κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I-3359, σκέψη 60, και, όσον αφορά τον προϊσχύσαντα κανονισμό περί συγκεντρώσεων, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2005, T-210/01, General Electric κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-5575, σκέψη 115).

42      Εν προκειμένω, αφενός, σημειωτέον ότι, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν στήριξε την εκ μέρους της εκτίμηση των αποτελεσμάτων της πράξεως συγκεντρώσεως στον ανταγωνισμό στην ιδέα ότι επιτρέπεται να συνάγεται «αυτομάτως» από τα σημαντικά μερίδια αγοράς ότι η συγκέντρωση θα συνεπαγόταν σημαντικό εμπόδιο στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό. Αντιθέτως, η Επιτροπή επισήμανε ρητώς στην προσβαλλομένη απόφαση ότι τόσο τα μερίδια αγοράς όσο και τα συνακόλουθα επίπεδα συγκεντρώσεως παρείχαν τις «πρώτες χρήσιμες ενδείξεις» περί της διαρθρώσεως της αγοράς και περί της από πλευράς ανταγωνισμού σπουδαιότητας των δύο μερών της συγκεντρώσεως και των ανταγωνιστών τους (βλ. αιτιολογική σκέψη 348 της προσβαλλομένης αποφάσεως και υποσημείωση 364, η οποία παραπέμπει στο σημείο 14 των κατευθυντηρίων γραμμών). Από την εξέταση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει επίσης ότι η Επιτροπή φρόντισε να αναλύσει εις βάθος τις συνθήκες ανταγωνισμού, λαμβάνοντας υπόψη και άλλα στοιχεία πλην των μεριδίων αγοράς και μόνον, ήτοι, μεταξύ άλλων, τα αποτελέσματα της πράξεως συγκεντρώσεως στη σχέση ανταγωνισμού μεταξύ Ryanair και Aer Lingus, τις αντιδράσεις που μπορούσαν να αναμένονται από τους πελάτες και τη συγκεκριμένη κατάσταση σε κάθε δρομολόγιο που επηρεάζεται από τη συγκέντρωση (βλ. σκέψεις 11 έως 14 ανωτέρω).

43      Συνεπώς, δεν μπορεί να προβληθεί ότι η προσβαλλομένη απόφαση στηρίζεται σε διαπιστώσεις αντλούμενες αποκλειστικώς και μόνον από τα μερίδια αγοράς που ενδέχεται να κατέχει η ενότητα Ryanair-Aer Lingus σε περίπτωση πραγματοποιήσεως της πράξεως συγκεντρώσεως (στο εξής: ενότητα Ryanair-Aer Lingus ή προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα). Η Επιτροπή εξέτασε συγχρόνως τα στατικά στοιχεία, τα οποία εμφαίνουν την κατάσταση των αγορών που επηρεάζονται από τη συγκέντρωση σε δεδομένη στιγμή, και τα δυναμικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η πιθανή εξέλιξη των αγορών αυτών σε περίπτωση πραγματοποιήσεως της συγκεντρώσεως.

44      Η μέθοδος αυτή είναι σύμφωνη με την αναλυτική μέθοδο την οποία πρέπει να ακολουθήσει η Επιτροπή προκειμένου να εκτιμήσει τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα μιας πράξεως συγκεντρώσεως, η οποία συνίσταται στην εξέταση του τρόπου κατά τον οποίο η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση θα μπορούσε να μεταβάλει τους παράγοντες που καθορίζουν την κατάσταση του ανταγωνισμού σε συγκεκριμένη αγορά, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η συγκέντρωση αυτή συνεπάγεται σημαντικό εμπόδιο για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω).

45      Αφετέρου, σημειωτέον ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αγνοήσει στην εκτίμησή της τη σπουδαιότητα που έπρεπε να προσδοθεί στις πρώτες αυτές ενδείξεις, από τις οποίες προέκυπτε ότι η πραγματοποίηση της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως θα παρείχε στη Ryanair τη δυνατότητα να αποκτήσει ιδιαιτέρως σημαντικά μερίδια αγοράς.

46      Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή επισήμανε στην προσβαλλομένη απόφαση 35 δρομολόγια στα οποία οι δραστηριότητες των μερών της συγκεντρώσεως αλληλεπικαλύπτονται. Η πράξη συγκεντρώσεως θα δημιουργούσε μονοπώλιο σε 22 δρομολόγια και θα κατέληγε στη δημιουργία πολύ σημαντικών συνολικών μεριδίων αγοράς, άνω του 60 %, στα λοιπά 13 (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 341 και 342 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως τον πίνακα 2, και τις αντίστοιχες υποσημειώσεις). Επιπλέον, στα δρομολόγια στα οποία μόνον η Ryanair ή η Aer Lingus αναπτύσσει δραστηριότητα σήμερα, το άλλο μέρος της συγκεντρώσεως αποτελεί τον πιο πιθανό εν δυνάμει ανταγωνιστή. Συνεπώς, επισημαίνεται ότι από τις διαπιστώσεις αυτές προκύπτει ότι η πραγματοποίηση της συγκεντρώσεως θα συνεπαγόταν πολύ σημαντικά μερίδια αγοράς σε μεγάλο αριθμό δρομολογίων (σημείο 7.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

47      Η Επιτροπή υπογράμμισε επίσης στην προσβαλλομένη απόφαση ότι, μολονότι σε ορισμένα δρομολόγια στα οποία δεν υπάρχει μονοπώλιο και στα οποία αναπτύσσει δραστηριότητα μικρός αριθμός ανταγωνιστών, όπως είναι το δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο, όπου το συνολικό μερίδιο αγοράς της Ryanair και της Aer Lingus κυμαίνεται μεταξύ 70 και 80 % και όπου η British Midland Airways (bmi), η British Airways και η CityJet προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, ο δείκτης Herfindahl-Hirschmann, τον οποίο χρησιμοποιούν συνήθως οι αρχές ανταγωνισμού για τη μέτρηση του επιπέδου συγκεντρώσεως μιας αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη σπουδαιότητα καθεμίας από τις επιχειρήσεις που αναπτύσσουν δραστηριότητα στην αγορά αυτή, ήταν πολύ υψηλός (μεταξύ του 6 000 και του 6 500) όπως και η διαφοροποίηση αυτού του επιπέδου συγκεντρώσεως πριν και μετά την πράξη συγκεντρώσεως αντιστοίχως (ο δείκτης δέλτα θα κυμαινόταν μεταξύ του 3 000 και του 3 500). Συνεπώς, το επίπεδο συγκεντρώσεως που θα δημιουργούσε η εν λόγω πράξη συγκεντρώσεως στα 35 δρομολόγια στα οποία οι δραστηριότητες των μερών της συγκεντρώσεως αλληλεπικαλύπτονται θα ήταν πολύ υψηλό (αιτιολογική σκέψη 342 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

48      Συγκεκριμένα, σε δεκαέξι δρομολόγια, το συνολικό μερίδιο αγοράς της ενότητας Ryanair-Aer Lingus θα έφθανε το 100 %. Πρόκειται για τα δρομολόγια Δουβλίνο-Βερολίνο, Δουβλίνο-Μπιλμπάο (Vitoria), Δουβλίνο-Birmingham, Δουβλίνο-Μπολόνια, Δουβλίνο-Βρυξέλλες, Δουβλίνο-Εδιμβούργο, Δουβλίνο-Αμβούργο (Lübeck), Δουβλίνο-Μασσαλία, Δουβλίνο-Newcastle, Δουβλίνο-Poznan, Δουβλίνο-Ρώμη, Δουβλίνο-Σεβίλλη, Δουβλίνο-Τουλούζη (Carcassonne), Δουβλίνο-Βενετία, Shannon-Λονδίνο και Cork-Λονδίνο.

49      Σε άλλα έξι δρομολόγια, δηλαδή στα δρομολόγια Δουβλίνο-Alicante, Δουβλίνο-Faro, Δουβλίνο-Λυών, Δουβλίνο-Μιλάνο, Δουβλίνο-Salzbourg, Δουβλίνο-Τενερίφη, το συνολικό μερίδιο αγοράς της ενότητας Ryanair-Aer Lingus θα ανερχόταν σχεδόν σε 100 %, χωρίς ωστόσο να φθάσει το επίπεδο αυτό λόγω των πωλήσεων αεροπορικών εισιτηρίων, χωρίς άλλες παροχές υπηρεσιών, τις οποίες προσφέρουν οι εταιρίες μισθωμένων πτήσεων.

50      Στο σπουδαιότερο δρομολόγιο, δηλαδή στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο, το οποίο αντιπροσωπεύει μόνο του το 30 % των επιβατών που μεταφέρονται αεροπορικώς μεταξύ της Ιρλανδίας και των λοιπών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το μερίδιο αγοράς της προκύπτουσας από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητας θα ανερχόταν σε 70 με 80 %.

51      Επί των λοιπών δρομολογίων, το συνολικό μερίδιο αγοράς θα ήταν επίσης πολύ σημαντικό. Στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Μάντσεστερ, επί παραδείγματι, το μερίδιο αυτό αγοράς θα ανερχόταν σε 90 με 100 %, δεδομένου ότι η μόνη υφιστάμενη ανταγωνίστρια είναι η Luxair, η οποία εκτελεί ένα δρομολόγιο με τόπο αναχωρήσεως και προορισμού το Λουξεμβούργο, το οποίο σταματά στο Μάντσεστερ.

52      Κάθε άτομο το οποίο επιθυμεί να μεταβεί προς έναν από τους προαναφερθέντες προορισμούς διαθέτει επιλογή, η έκταση της οποίας μπορεί να μετρηθεί εκ πρώτης όψεως τόσο πριν όσο και μετά την πραγματοποίηση της συγκεντρώσεως. Πολύ συχνά, αυτό το στοιχείο επιλογής εξαφανίζεται απλώς και μόνο με την εξαγορά της Aer Lingus από τη Ryanair, δεδομένου ότι το μερίδιο αγοράς της ενότητας Ryanair-Aer Lingus θα ανέρχεται σε 100 % ή σχεδόν σε 100 %.

53      Λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων αυτών, τις οποίες δεν αμφισβητεί αφ’ εαυτών η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δικαιολογημένα μπορούσε να θεωρήσει ότι η απόκτηση ιδιαιτέρως σημαντικών μεριδίων αγοράς λόγω της πραγματοποιήσεως της συγκεντρώσεως, όπως και το συνακόλουθο επίπεδο συγκεντρώσεως, ήταν ουσιώδεις δείκτες της ισχύος στην αγορά την οποία θα αποκτούσε η ενότητα Ryanair-Aer Lingus.

54      Η Επιτροπή όφειλε να λάβει δεόντως υπόψη τις διαπιστώσεις αυτές, καθεμία από τις οποίες αποτελεί στοιχείο βάσει του οποίου μπορεί να θεωρηθεί ότι, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, αυτά τα εξαιρετικά σημαντικά μερίδια αγοράς αποτελούν αφ’ εαυτών απόδειξη της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως (βλ. σκέψη 41 ανωτέρω).

55      Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της το βάρος αποδείξεως κρίνοντας, όπως προκύπτει από τον τίτλο του σημείου 7.2.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα εξής: «[τ]α πολύ σημαντικά μερίδια αγοράς σε όλα τα δρομολόγια στα οποία οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται αποτελούν, αφ’ εαυτών, δεσπόζουσα θέση».

56      Σημειωτέον ότι, αντιθέτως προς όσα υπονοεί η προσφεύγουσα, η συνέπεια του αποδεικτικού στοιχείου αυτού στην εκτίμηση του ανταγωνισμού ουδόλως θεωρήθηκε ως αυτόματη. Συγκεκριμένα, από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι ένα τέτοιο στοιχείο ενδέχετο να απορριφθεί αν αυτές οι «πρώτες χρήσιμες ενδείξεις» ως προς τη διάρθρωση της αγοράς και την από πλευράς ανταγωνισμού σπουδαιότητα των μερών της συγκεντρώσεως και των ανταγωνιστών τους αντικρούονταν από τα λοιπά δεδομένα της υπό κρίση υποθέσεως. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εξέθεσε σαφώς τη μέθοδο που ακολούθησε συναφώς στην προσβαλλομένη απόφαση, επισημαίνοντας ότι «[έλεγξε] λεπτομερώς αν συν[έτρεχαν] περιστάσεις αποκλείουσες την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως στην υπό κρίση υπόθεση, παρά τα σημαντικά μερίδια αγοράς» (αιτιολογική σκέψη 351 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αυτός ο έλεγχος πραγματοποιήθηκε στα σημεία 7.3 έως 7.8 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αφορά την εξέταση των ασκούντων γενικώς επιρροή παραγόντων και στο σημείο 7.9 όσον αφορά την ανά δρομολόγιο ανάλυση.

57      Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να εξετασθούν τα επιχειρήματα που επικαλείται η προσφεύγουσα για να αντικρούσει τη σπουδαιότητα που πρέπει να δοθεί στα μερίδια αγοράς τα οποία θα κατείχε η ενότητα Ryanair-Aer Lingus.

58      Πρώτον, όσον αφορά τα δρομολόγια στα οποία η Aer Lingus και η προσφεύγουσα αναπτύσσουν αμφότερες δραστηριότητα σήμερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι υπηρεσίες που προσφέρουν οι εν λόγω αερομεταφορείς είναι «εξαιρετικά διαφοροποιημένες» και, συνεπώς, αφορούν στην πραγματικότητα αυτοτελείς κατηγορίες επιβατών. Συνεπώς, επισημαίνεται ότι το ζήτημα της διαφοροποιήσεως των υπηρεσιών τίθεται υπό το πρίσμα της υπάρξεως μεγαλύτερης ή μικρότερης δυνατότητας υποκαταστάσεως μεταξύ τους για τους ενδιαφερόμενους πελάτες. Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή αντέκρουσε την άποψη της προσφεύγουσας επί του σημείου αυτού (σημείο 7.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την Επιτροπή, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η άποψη αυτή είναι βάσιμη, οι ενδεχόμενες διαφορές μεταξύ των υπηρεσιών που προσφέρουν η Ryanair και η Aer Lingus δεν είναι δυνατό να εξαλείψουν τον κίνδυνο μια συγκέντρωση μεταξύ των δύο αυτών αερομεταφορέων να παρακωλύσει σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στις αγορές που επηρεάζει. Το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αφορά τη διαφοροποίηση των υπηρεσιών εξετάζεται κατωτέρω (βλ. σκέψεις 61 επ. κατωτέρω).

59      Δεύτερον, όσον αφορά τα δρομολόγια στα οποία μία μόνον από τις εταιρίες αυτές αναπτύσσει δραστηριότητα σήμερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι απλώς και μόνον αυτή η δραστηριότητα δεν παρέχει δεσπόζουσα θέση, κατά το μέτρο που είναι ευχερής η είσοδος στην αγορά. Το επιχείρημα αυτό αφορά το ζήτημα της εισόδου στην αγορά και θα εξετασθεί στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αφορά την προβληματική αυτή.

60      Συνεπώς, μόνο αν το Γενικό Δικαστήριο δεχθεί τα επιχειρήματα αυτά μπορεί να συναχθεί ότι ορθώς η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη σπουδαιότητα που πρέπει να δοθεί στα μερίδια αγοράς τα οποία θα κατείχε η προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα. Στο στάδιο αυτό της αναλύσεως ωστόσο, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι έλαβε υπόψη στην προσβαλλομένη απόφαση το μέγεθος των μεριδίων αγοράς και τα επίπεδα συγκεντρώσεως που αφορούν τις διάφορες σχετικές αγορές.

 2. Επί της μη συνεκτιμήσεως των «θεμελιωδών διαφορών» μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus

61      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, λόγω της διαφοροποιήσεως των υπηρεσιών της σε σχέση με αυτές της Aer Lingus, οι εν λόγω αεροπορικές εταιρίες δεν είναι ανταγωνίστριες σε τέτοιο βαθμό ώστε η συγκέντρωση να παρακωλύει σημαντικά τον ανταγωνισμό. Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να καταλήξει σε αντίθετο συμπέρασμα, δεδομένου ότι δεν απέδειξε την ύπαρξη στενής σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus.

62      Το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εκτιμήσει, διαδοχικά, τα επιχειρήματα των διαδίκων που αφορούν τη χρήση των όρων «άμεσοι ανταγωνιστές» και την «αυτόματη» συναγωγή, από τους όρους αυτούς, της υπάρξεως σημαντικών ανταγωνιστικών πιέσεων, τα επιχειρήματα που αφορούν τις «θεμελιώδεις διαφορές» ως προς το κόστος εκμεταλλεύσεως, τις ισχύουσες τιμές και το επίπεδο των παρεχομένων υπηρεσιών, καθώς και αυτά που αφορούν τη διαφορά μεταξύ των αεροδρομίων προορισμού.

 Επί της χρήσεως των όρων «άμεσοι ανταγωνιστές» και επί της «αυτόματης» συναγωγής της υπάρξεως σημαντικών ανταγωνιστικών πιέσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

63      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε «θεμελιώδη πλάνη» κρίνοντας ότι, αν αποδειχθεί ότι η Aer Lingus και η ίδια είναι «άμεσοι ανταγωνιστές», τούτο θα έχει ως «αυτόματη» συνέπεια ότι τελούν σε στενή σχέση ανταγωνισμού και ασκούν αμοιβαίως σημαντικές ανταγωνιστικές πιέσεις, χωρίς να είναι ανάγκη να εξετασθεί πόσο στενή είναι η εν λόγω σχέση ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, η προσφορά υπηρεσιών της Aer Lingus δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτή της Ryanair, αλλά βρίσκεται πλησιέστερα στις προσφορές πλήρους παροχής υπηρεσιών εκ μέρους των παραδοσιακών αεροπορικών εταιριών. Οι «θεμελιώδεις διαφορές» μεταξύ των δύο εταιριών παρέχουν στην Aer Lingus τη δυνατότητα να εφαρμόζει τιμές σαφώς υψηλότερες προς αυτές της Ryanair. Συνεπώς, έπρεπε να αναλυθεί η στενότητα της σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus, προκειμένου να καθορισθούν τα αποτελέσματά της επί του αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Εφόσον, κατά την προσφεύγουσα, οι υπηρεσίες της και αυτές της Aer Lingus διαφέρουν ουσιωδώς, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «κατάλληλα υποκατάστατα», περιλαμβανομένης της περιπτώσεως κατά την οποία οι δύο αυτές αεροπορικές εταιρίες είναι οι μόνες που εξυπηρετούν συγκεκριμένο δρομολόγιο. Με άλλα λόγια, οι ενδιαφερόμενοι επιβάτες θα μπορούσαν να προτιμήσουν να μην ταξιδέψουν παρά να επιλέξουν την άλλη αεροπορική εταιρία.

64      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και από την Aer Lingus Group, υποστηρίζει ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, εξέτασε με λεπτομέρεια τη σχέση ανταγωνισμού μεταξύ των δύο αεροπορικών εταιριών, προκειμένου να συναγάγει εντεύθεν επαρκώς κατά νόμον ότι η Ryanair και η Aer Lingus τελούν σε στενή σχέση ανταγωνισμού και ασκούν αμοιβαίως ανταγωνιστικές πιέσεις, οι οποίες θα εξαλείφονταν σε περίπτωση πραγματοποιήσεως της συγκεντρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

65      Κατά την προσφεύγουσα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Aer Lingus και η ίδια μπορούσαν να θεωρηθούν ως «άμεσοι ανταγωνιστές» επί όλων των επίμαχων δρομολογίων, γεγονός παραμένει ότι, λόγω των «θεμελιωδών διαφορών» που υφίστανται μεταξύ τους, η Επιτροπή δεν μπορούσε να συναγάγει «αυτομάτως» από τη διαπίστωση αυτή ότι ασκούν αμοιβαίως σημαντική ανταγωνιστική πίεση, την οποία θα εξάλειφε η συγκέντρωση, χωρίς να είναι ανάγκη να εξετασθεί η στενότητα της εν λόγω σχέσεως ανταγωνισμού.

66       Πριν εξετασθούν τα επιχειρήματα που αφορούν τις προβαλλόμενες από την προσφεύγουσα διαφορές και την επιρροή που αυτές ασκούν στη σχέση ανταγωνισμού η οποία υφίσταται μεταξύ της Aer Lingus και της ίδιας (βλ. σκέψεις 70 επ. κατωτέρω), επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση δεν είναι αυτή την οποία περιγράφει η προσφεύγουσα.

67      Η ανάλυση αυτή ακολουθεί δύο στάδια. Κατ’ αρχάς, οι διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή όσον αφορά τη σχέση ανταγωνισμού μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus αποτελούν αντικείμενο μακράς αναπτύξεως (σημεία 7.3 και 7.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στο πλαίσιο της αναπτύξεως αυτής, η Επιτροπή εξέτασε λεπτομερώς τα επιχειρήματα τα οποία η Ryanair ανέπτυξε στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής όσον αφορά τη διαφοροποίηση των υπηρεσιών. Περαιτέρω, η εκτίμηση των αποτελεσμάτων της πράξεως συγκεντρώσεως επί του ανταγωνισμού στην προσβαλλομένη απόφαση δεν πραγματοποιείται «αυτομάτως», απλώς και μόνο βάσει της διαπιστώσεως ότι η Ryanair και η Aer Lingus είναι «άμεσοι ανταγωνιστές», αντιθέτως προς όσα διατείνεται η προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εξέθεσε διεξοδικά στην προσβαλλομένη απόφαση τους λόγους για τους οποίους η συγκέντρωση θα παρακώλυε σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην κοινή αγορά επί των 35 δρομολογίων στα οποία οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται και επί των 15 δρομολογίων τα οποία εκμεταλλεύεται η Aer Lingus και στα οποία οι υπηρεσίες δεν αλληλεπικαλύπτονται (σημεία 7.5, 7.6 και 7.9 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

68      Κατά συνέπεια, όπως και για το ζήτημα της σπουδαιότητας που πρέπει να προσδοθεί στα συνολικά μερίδια αγοράς (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω), από την απάντηση στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας όσον αφορά την επιρροή την οποία ασκεί η προβαλλόμενη διαφοροποίηση των υπηρεσιών επί της σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ της Aer Lingus και της ίδιας (βλ. σκέψεις 70 επ. κατωτέρω) θα εξαρτηθεί αν είναι βάσιμα ή όχι τα συμπεράσματα τα οποία άντλησε εντεύθεν η Επιτροπή στο πλαίσιο της εκ μέρους της εκτιμήσεως των αποτελεσμάτων της συγκεντρώσεως επί του ανταγωνισμού.

69      Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι η διαφοροποίηση των υπηρεσιών την οποία προέβαλε η Ryanair εξετάσθηκε στην προσβαλλομένη απόφαση, δεν μπορεί ως εκ τούτου να προβληθεί ότι η Επιτροπή συνήγαγε στην υπό κρίση υπόθεση «αυτομάτως», από τη διαπίστωση ότι η Ryanair και η Aer Lingus είναι «άμεσοι ανταγωνιστές» σε όλα τα επίμαχα δρομολόγια, ότι ασκούσαν αμοιβαίως σημαντική ανταγωνιστική πίεση την οποία θα εξάλειφε η πράξη συγκεντρώσεως, χωρίς να είναι ανάγκη να εξετασθεί η στενότητα της εν λόγω σχέσεως ανταγωνισμού.

 Επί των «θεμελιωδών διαφορών» ως προς το κόστος εκμεταλλεύσεως, τις τιμές που εφαρμόζονται και το επίπεδο των παρεχομένων υπηρεσιών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

70      Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η διαφορά μεταξύ του δικού της κόστους εκμεταλλεύσεως και αυτού της Aer Lingus αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει σημαντική ανταγωνιστική πίεση μεταξύ των εταιριών αυτών. Το λιγότερο υψηλό κόστος της Ryanair της παρέχει τη δυνατότητα να εφαρμόζει σαφώς χαμηλότερες τιμές σε σχέση με αυτές της Aer Lingus και, ως εκ τούτου, να εξυπηρετεί ένα αυτοτελές τμήμα αγοράς. Η Επιτροπή παρέλειψε να αναλύσει τις συνέπειες της διαφοράς αυτής επί του ανταγωνισμού. Εξάλλου, αφού επισήμανε ότι το κόστος εκμεταλλεύσεως της Aer Lingus ήταν σε παρόμοιο επίπεδο με αυτό άλλων αερομεταφορέων χαμηλού κόστους όπως η easyJet ή η Virgin Express, η Επιτροπή δεν έπρεπε να συναγάγει εντεύθεν, στο σημείο 7.3.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Aer Lingus περιλαμβανόταν «μεταξύ των αμέσων ανταγωνιστών της Ryanair, ακόμη και όσον αφορά τις τιμές μονάδας». Η χρήση της εννοίας αυτής των «αμέσων ανταγωνιστών» οφείλεται σε σφάλμα αναλύσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή περιέλαβε τις πτήσεις μεγάλων αποστάσεων της Aer Lingus στον υπολογισμό του μέσου κόστους εκμεταλλεύσεως της εταιρίας αυτής. Δεδομένου ότι το κόστος εκμεταλλεύσεως με βάση τον αριθμό προσφερομένων θέσεων ανά χιλιόμετρο (στο εξής: ΠΘΧ) είναι σημαντικά χαμηλότερο για τις πτήσεις μεγάλων αποστάσεων απ’ ό,τι για τις πτήσεις μικρών αποστάσεων, το ότι το κόστος αυτό περιλαμβάνεται στον υπολογισμό συνεπάγεται σημαντική υποτίμηση του μέσου κόστους ανά ΠΘΧ της Aer Lingus σε σύγκριση με τους αερομεταφορείς χαμηλού κόστους που εκμεταλλεύονται αποκλειστικώς τις πτήσεις μικρών αποστάσεων. Επιπλέον, αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το μέσο κόστος της Aer Lingus είναι συγκρίσιμο προς αυτό των αερομεταφορέων χαμηλού κόστους και υψηλότερο αυτού της Ryanair μόλις κατά 50 %, η Aer Lingus θα ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει κέρδος σημαντικώς υψηλότερο προς αυτό της Ryanair, διότι η μέση τιμή της είναι υψηλότερη από αυτή της Ryanair τουλάχιστον κατά 100 %. Στην πραγματικότητα, η Ryanair είναι πολύ πιο προσοδοφόρα από την Aer Lingus.

71      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει τη διαφορά μεταξύ των τιμών της και των τιμών της Aer Lingus. Η διαφορά αυτή, η οποία απορρέει από τη διαφορά κόστους εκμεταλλεύσεως, εμφαίνει έναν «υψηλό βαθμό διαφοροποιήσεως». Η Επιτροπή κακώς έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 371 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διαφορά τιμής των 30 ευρώ δεν είναι σημαντική, δεδομένου ότι η μέση τιμή ενός εισιτηρίου της Ryanair ανέρχεται σε 41 ευρώ. Οι χαμηλότερες τιμές της Ryanair, χαμηλότερες κατά το ήμισυ από αυτές της Aer Lingus, της παρέχουν τη δυνατότητα να προσελκύσει μια πελατεία η οποία, αν δεν υπήρχαν αυτές οι χαμηλές τιμές δεν θα ταξίδευε αεροπορικώς. Η Επιτροπή όφειλε να συναγάγει από το στοιχείο αυτό ότι η Aer Lingus δεν ασκούσε καμία ανταγωνιστική πίεση στη Ryanair. Αναγνωρίζοντας, στην αιτιολογική σκέψη 413 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι τιμές της Ryanair ήταν, κατά μέσον όρο, χαμηλότερες από αυτές της Aer Lingus, η Επιτροπή όφειλε να καταλήξει ότι οι δύο εταιρίες απευθύνονταν σε δύο εντελώς διαφορετικά τμήματα αγοράς. Επιπλέον, η Ryanair και η Aer Lingus ανέπτυσσαν δραστηριότητα σύμφωνα με πολύ διαφορετικά οικονομικά μοντέλα. Η Aer Lingus έχει απομακρυνθεί βεβαίως από το οικονομικό μοντέλο της παραδοσιακής εθνικής αεροπορικής εταιρίας με πλήρεις παροχές υπηρεσιών, για να υιοθετήσει ορισμένα από τα χαρακτηριστικά των αερομεταφορέων χαμηλού κόστους. Ωστόσο, συνεχίζει να χρησιμοποιεί τα κύρια αεροδρόμια και να παρέχει ορισμένες υπηρεσίες οι οποίες της παρέχουν τη δυνατότητα να χρεώνει στους πελάτες της τιμές σαφώς υψηλότερες προς αυτές της Ryanair. Ως εκ τούτου οι πελάτες της Aer Lingus είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν επιπλέον τίμημα σε σχέση με τις τιμές των χαμηλού κόστους ανταγωνιστών της για μια πληρέστερη παροχή υπηρεσιών.

72      Τρίτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι από την αιτιολογική σκέψη 367 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η ίδια αποτελεί αεροπορική εταιρία που προσφέρει «ελάχιστες υπηρεσίες» και η Aer Lingus αεροπορική εταιρία που προσφέρει «μέσου επιπέδου υπηρεσίες» και ότι η Επιτροπή επιχειρεί να ελαχιστοποιήσει την επιρροή την οποία έχει η διαφορά αυτή επί του βαθμού ανταγωνισμού που υφίσταται μεταξύ των δύο εταιριών. Η Επιτροπή παρέλειψε να αναλύσει το μέτρο κατά το οποίο η διαφορά αυτή ασκεί επιρροή ή να προσκομίσει πειστικές αποδείξεις από τις οποίες να προκύπτει για ποιο λόγο η σοβαρή αυτή διαφορά δεν ασκεί επιρροή προκειμένου να κριθεί αν υφίσταται σημαντικό εμπόδιο στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό. Η διαφοροποίηση αυτή μεταξύ των προσφορών υπηρεσιών βεβαιώνεται από τις δηλώσεις στις οποίες προέβησαν η Aer Lingus και η Ιρλανδική Κυβέρνηση πριν από τη ΔΠΕ, τούτο δεν πριν η κυβέρνηση και η αεροπορική εταιρία «ανακρούσουν πρώραν», διατεινόμενες ότι η Aer Lingus ήταν εταιρία χαμηλού κόστους.

73      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αναφερόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

74      Μολονότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή δέχθηκε να αναγνωρίσει την ύπαρξη διαφορών μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus, δεν αντλεί εντεύθεν τα ίδια συμπεράσματα με την προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, οι διαφορές αυτές δεν εμπόδισαν την Επιτροπή να κρίνει ότι, από όλους τους ανταγωνιστές που αναπτύσσουν δραστηριότητα στα διάφορα δρομολόγια τα οποία επηρεάζει η συγκέντρωση η Aer Lingus ήταν η σπουδαιότερη και η εγγύτερη προς τη Ryanair.

75      Όσον αφορά τη διαφορά μεταξύ του κόστους εκμεταλλεύσεως της Aer Lingus και αυτού της Ryanair, η τελευταία επαναλαμβάνει την ανάλυσή της κατά την οποία η εν λόγω διαφορά κόστους της παρέχει τη δυνατότητα να εξυπηρετεί ένα αυτοτελές τμήμα αγοράς. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή όφειλε να αναλύσει την επιρροή που ασκεί αυτή η διαφορά επί της σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ της Aer Lingus και της ίδιας.

76      Ωστόσο, από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή αναγνώρισε ότι το κόστος εκμεταλλεύσεως της Ryanair ήταν χαμηλότερο από αυτό της Aer Lingus, επισημαίνοντας ότι, σε σχέση με τις λοιπές αεροπορικές εταιρίες, το κόστος της Aer Lingus ήταν κατά κανόνα πολύ χαμηλό και την τοποθετούσε μάλλον στην ομάδα αερομεταφορέων χαμηλού κόστους και όχι στην ομάδα των αερομεταφορέων που λειτουργούν ως δίκτυο (βλ. σημείο 7.3.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως αιτιολογική σκέψη 374).

77      Ως εκ τούτου, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε τους λόγους για τους οποίους έκρινε, λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων στοιχείων, ότι, μολονότι το κόστος εκμεταλλεύσεως της Ryanair ανά ΠΘΧ είναι χαμηλότερο από 4 λεπτά του ευρώ, το κόστος εκμεταλλεύσεως της Aer Lingus ανερχόταν σχεδόν σε 5,9 λεπτά του ευρώ. Η Επιτροπή επισήμανε ότι η αντίρρηση της Ryanair που αφορά το ότι το εν λόγω στοιχείο περιελάμβανε και τις πτήσεις μεγάλων αποστάσεων της Aer Lingus, οι οποίες έχουν εν γένει χαμηλότερο κόστος ανά ΠΘΧ, ήταν δικαιολογημένη. Ωστόσο, διευκρίνισε ότι το 87 % των επιβατών της Aer Lingus ταξίδευαν σε πτήσεις μικρών αποστάσεων και ότι το αριθμητικό στοιχείο που προσκόμισε η Ryanair, το οποίο αναφερόταν σε κόστος σχεδόν 8 λεπτών του ευρώ ανά ΠΘΧ ήταν αστήρικτο (βλ. σημείο 7.3.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως αιτιολογικές σκέψεις 375 και 377).

78      Εν πάση περιπτώσει, από τη γραφική παράσταση αριθ. 1, η οποία περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 375 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι το κόστος ανά ΠΘΧ ενός αερομεταφορέα που λειτουργεί ως δίκτυο (όπως η British Airways, η Air France ή η Lufthansa) προσεγγίζει τα 12 λεπτά του ευρώ, ενώ αυτά της Virgin Express ή της easyJet ανέρχονται αντιστοίχως σε 7 ή σε λίγο περισσότερα από 6 λεπτά του ευρώ. Συνεπώς, το περιθώριο που καθόρισαν η Επιτροπή και η Ryanair, μεταξύ 5,9 και 8 λεπτών του ευρώ ανά ΠΘΧ, τοποθετεί την Aer Lingus στην ίδια ομάδα με τη Virgin Express ή την easyJet, δεδομένου ότι αυτό το κόστος εκμεταλλεύσεως είναι πράγματι «χαμηλότερο» (αιτιολογική σκέψη 375 της προσβαλλομένης αποφάσεως) ή «πολύ χαμηλότερο» (αιτιολογική σκέψη 376 της προσβαλλομένης αποφάσεως) από αυτό των μεγάλων εταιριών που λειτουργούν ως δίκτυο (διαφορά 4 τουλάχιστον λεπτών του ευρώ ανά ΠΘΧ), ακόμη και αν είναι «υψηλότερο» ή «σαφώς υψηλότερο» από αυτό της Ryanair (διαφορά κυμαινόμενη μεταξύ 2 περίπου και 4 λεπτών του ευρώ ανά ΠΘΧ).

79      Κατά συνέπεια, μολονότι υπάρχει διαφορά κόστους εκμεταλλεύσεως μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση, τούτο δεν σημαίνει παρά ταύτα ότι, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν μπορούσε να κρίνει ότι η Aer Lingus και η ίδια αποτελούν «άμεσους ανταγωνιστές», δεδομένου ότι το κόστος εκμεταλλεύσεως της Aer Lingus είναι πράγματι χαμηλότερο από αυτό των εταιριών που λειτουργούν ως δίκτυο και ότι ούτε η Virgin Express ούτε η easyJet ανταγωνίζονται τη Ryanair στα δρομολόγια με τόπο αναχωρήσεως την Ιρλανδία στα οποία οι υπηρεσίες τους αλληλεπικαλύπτονται (αιτιολογική σκέψη 376 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

80      Η παρατήρηση αυτή ενισχύεται στην προσβαλλομένη απόφαση από τη διαπίστωση ότι η εξέλιξη του κατά μονάδα κόστους της Aer Lingus κατά τη διάρκεια των ετών τονίζει τη «σταδιακή μετάβασή» της από ένα παραδοσιακό οικονομικό μοντέλο προς ένα μοντέλο χαμηλού κόστους (βλ. αιτιολογική σκέψη 378 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως γραφική παράσταση αριθ. 2 αφορώσα το κόστος εκμεταλλεύσεως της Aer Lingus κατά τη διάρκεια των ετών, από το 2001 έως το 2005).

81      Εξάλλου, μολονότι, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το χαμηλό κόστος εκμεταλλεύσεως ασκεί επιρροή επί της κερδοφορίας της επιχειρήσεως (βλ. σκέψη 70 ανωτέρω), δεν είναι παρά ταύτα δυνατό να συναχθεί εξ αυτού ότι οι υπηρεσίες τις οποίες προσφέρει δεν ανταγωνίζονται αυτές της Aer Lingus. Συγκεκριμένα, η Aer Lingus προσφέρει υπηρεσίες υψηλότερου επιπέδου, επιδιώκοντας συγχρόνως να ευθυγραμμισθεί προς τη διάρθρωση κόστους της Ryanair, πράγμα το οποίο την απομακρύνει αντιστοίχως από τη διάρθρωση του κόστους των αεροπορικών εταιριών που λειτουργούν ως δίκτυο.

82      Όσον αφορά τη διαφορά μεταξύ των τιμών της Ryanair και των τιμών της Aer Lingus, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η διαφορά αυτή είναι τέτοια ώστε η Επιτροπή όφειλε να συναγάγει εντεύθεν ότι η Aer Lingus δεν ασκούσε ανταγωνιστική πίεση επ’ αυτής. Κατά την προσφεύγουσα, μια διαφορά μέσης τιμής 30 ευρώ είναι σημαντική, δεδομένου ότι η μέση τιμή ενός εισιτηρίου της Ryanair ανέρχεται σε 41 ευρώ. Επιπλέον, οι χαμηλότερες τιμές της Ryanair, χαμηλότερες κατά περισσότερο από το ήμισυ σε σχέση με αυτές της Aer Lingus, παρέχουν στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να προσελκύσει πελατεία η οποία δεν θα ταξίδευε αεροπορικώς αν δεν υπήρχαν οι τιμές αυτές.

83      Η Επιτροπή, δέχθηκε μεν την ύπαρξη διαφοράς κόστους εκμεταλλεύσεως, αλλά αναγνώρισε, στην προσβαλλομένη απόφαση, ότι υπήρχε διαφορά μεταξύ των μέσων τιμών της Aer Lingus και αυτών της Ryanair. Το σημείο αυτό δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους.

84      Ωστόσο, επιβάλλεται η επισήμανση ότι στην προσβαλλομένη απόφαση η Επιτροπή διευκρίνισε, αφενός, ότι, παρά το γεγονός ότι οι τιμές της Aer Lingus ήταν γενικώς υψηλότερες από αυτές της Ryanair, τούτο δεν συνέβαινε πάντοτε και, αφετέρου, ότι η σύγκριση των τιμών είχε καταστεί πολύπλοκη λόγω του ότι ήταν δύσκολο να γνωρίζει η Επιτροπή ποιοι φόροι και ποιες δαπάνες είχαν ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της μέσης τιμής των πτήσεων μικρών αποστάσεων ύψους 41 ευρώ το 2006 την οποία δήλωσε η Ryanair, διευκρινιζομένου ότι η μέση τιμή της Aer Lingus ανερχόταν σε 91 ευρώ ή κυμαινόταν μεταξύ 65 και 75 ευρώ χωρίς τις δαπάνες και τους φόρους (βλ. σημείο 7.3.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως αιτιολογική σκέψη 371 και υποσημειώσεις 385 και 386).

85      Αφού διευκρινίσθηκαν τα ανωτέρω, επισημαίνεται ότι η διχογνωμία περί της διαφοράς μεταξύ των μέσων τιμών της Ryanair και αυτών της Aer Lingus αφορά τις συνέπειες της εν λόγω διαφοράς τιμών. Ενώ η προσφεύγουσα προβάλλει ότι από τη διαφορά αυτή είναι δυνατό να συναχθεί η απουσία ανταγωνιστικής πιέσεως ασκούμενης επ’ αυτής από την Aer Lingus, η Επιτροπή κρίνει ότι από την ανάλυση των τιμών προκύπτει ότι η Aer Lingus βρίσκεται εγγύτερα στη Ryanair απ’ ό,τι μπορούν να βρίσκονται οι λοιποί ανταγωνιστές που αναπτύσσουν δραστηριότητα στα δρομολόγια στα οποία οι υπηρεσίες τους αλληλεπικαλύπτονται (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 368 έως 370 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά την εκτίμηση του οικονομικού μοντέλου, η οποία μεταφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 371 της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τη σύγκριση των μέσων τιμών: «[η] ίδια σκέψη ισχύει όσον αφορά το γεγονός ότι οι μέσες τιμές της Aer Lingus είναι υψηλότερες από αυτές της Ryanair»).

86      Όσον αφορά την ανταγωνιστική πίεση την οποία ασκεί η Aer Lingus, το ζήτημα αυτό εξετάζεται στο σημείο 7.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο αφορά τον υπάρχοντα ανταγωνισμό μεταξύ των μερών της συγκεντρώσεως και στα σημεία 7.5, 7.6 και 7.9 της αποφάσεως αυτής, στα οποία η Επιτροπή εξέτασε τα αποτελέσματα της πράξεως συγκεντρώσεως επί του ανταγωνισμού. Συνεπώς, το ζήτημα αυτό δεν εμπίπτει στο σημείο 7.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο οποίο η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι η Ryanair και η Aer Lingus ήταν «άμεσοι ανταγωνιστές» σε όλα τα επίμαχα δρομολόγια.

87      Κατά συνέπεια, οι διαπιστώσεις που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 371 της προσβαλλομένης αποφάσεως θεμελιώνουν το συμπέρασμα της Επιτροπής το οποίο εκτίθεται στο σημείο 7.3 της αποφάσεως αυτής, υπό την έννοια ότι από τα εκεί παρατιθέμενα στοιχεία προκύπτει ότι οι τιμές των λειτουργούντων ως δίκτυο αερομεταφορέων που προσφέρουν πλήρεις παροχές υπηρεσιών εντός του αεροσκάφους, τιμές τις οποίες γνωστοποίησε η Ryanair, είναι πολύ υψηλότερες από αυτές της Aer Lingus (ήτοι 216 ευρώ για την Air France, 225 ευρώ για τη Lufthansa και 268 ευρώ για την British Airways). Οι τιμές της Ryanair και της Aer Lingus είναι πράγματι «πολύ χαμηλότερες από το επίπεδο τιμών των ανταγωνιστών τους στα αντίστοιχα δρομολόγια» (αιτιολογική σκέψη 371 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή εξήγησε επίσης ότι η διαφορά μεταξύ των τιμών της Ryanair και των τιμών της Aer Lingus επέβαλλε να ληφθούν υπόψη ορισμένα ποιοτικά πλεονεκτήματα τα οποία χαρακτηρίζουν την προσφορά της Aer Lingus, όπως είναι η εξυπηρέτηση κυρίων αεροδρομίων, οι αίθουσες αναμονής για επιβάτες της πρώτης θέσεως ή το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την παροχή υπηρεσιών (αιτιολογικές σκέψεις 371 και 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συνεπώς, η ανάλυση των τιμών της Ryanair και της Aer Lingus η οποία πραγματοποιήθηκε στην προσβαλλομένη απόφαση θεμελιώνει το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η Ryanair και η Aer Lingus είναι «άμεσοι ανταγωνιστές» σε όλα τα επίμαχα δρομολόγια.

88      Κατά την προσφεύγουσα, ωστόσο, η ανάλυση αυτή δεν συμβιβάζεται με τη διαπίστωση που διατυπώνεται στη δεύτερη περίοδο της αιτιολογικής σκέψεως 413 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη προκύπτουν τα ακόλουθα:

«Τα λεπτομερή στοιχεία που εκτίθενται κατωτέρω [όσον αφορά την αντίληψη που έχουν οι πελάτες της Aer Lingus και της Ryanair (σημείο 7.3.5 της προσβαλλομένης αποφάσεως] αποδεικνύουν σαφώς ότι η Ryanair και η Aer Lingus τελούν σε στενή σχέση ανταγωνισμού. Παρά ταύτα, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι οι τιμές της Ryanair είναι κατά μέσον όρο χαμηλότερες από αυτές της Aer Lingus και ότι, τουλάχιστον υποθετικά, θα ήταν δυνατό να εξυπηρετούν η Aer Lingus και η Ryanair δύο παντελώς αυτοτελή τμήματα αγοράς.»

89      Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν, λόγω αυτής της μνείας περί ενδεχομένου κατακερματισμού της προσφοράς βάσει των τιμών, να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Ryanair και η Aer Lingus δεν τελούν σε στενή σχέση ανταγωνισμού. Η έννοια του ανταγωνισμού εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων της υποθέσεως. Η Επιτροπή προέβαλε πολυάριθμα στοιχεία προς στήριξη της διαπιστώσεως αυτής, στην οποία καταλήγει το σημείο 7.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, επί παραδείγματι, στα 22 δρομολόγια στα οποία η Ryanair και η Aer Lingus είναι οι μόνες εταιρίες που αναπτύσσουν δραστηριότητα δεν υπάρχουν σήμερα άλλες εταιρίες οι οποίες είναι σε θέση να παρέχουν υπηρεσίες τακτικών αεροπορικών μεταφορών. Συνεπώς, στις εν λόγω αγορές, τον ορισμό των οποίων, αυτόν καθεαυτόν, δεν αμφισβητεί η προσφεύγουσα (βλ., εντούτοις, όσον αφορά το επιχείρημα περί των αεροδρομίων προορισμού, σκέψεις 95 επ. κατωτέρω), η Aer Lingus παραμένει ο άμεσος ανταγωνιστής της Ryanair. Το ζήτημα της εισόδου στην αγορά θα εξετασθεί στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά το ζήτημα αυτό.

90      Όσον αφορά τη διαφορά του επιπέδου παρεχομένων υπηρεσιών, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας απλώς επαναλαμβάνει μια διαφορά την οποία η Επιτροπή γνωρίζει και την οποία αναφέρει στην προσβαλλομένη απόφαση. Επί παραδείγματι, στην αιτιολογική σκέψη 367 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μολονότι η Επιτροπή αντιμετώπισε τις πτήσεις της Ryanair ως πτήσεις «χωρίς παροχές υπηρεσιών» και τις υπηρεσίες της Aer Lingus ως «μέσου επιπέδου υπηρεσίες», διευκρίνισε αμέσως μετά ότι, υπό το πρίσμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, «και οι δύο εταιρίες μπορ[ούσαν] να θεωρηθούν ως αερομεταφορείς “με ελάχιστες παροχές υπηρεσιών”, δεδομένου ότι, κατόπιν των προσφάτων προσαρμογών του προτύπου υπηρεσίας της Aer Lingus, οι υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στη βασική τιμή της Aer Lingus είναι σε γενικές γραμμές ανάλογες προς τις περιλαμβανόμενες στη βασική τιμή της Ryanair και αντιδιαστέλλονται προδήλως προς αυτές των παραδοσιακών εταιριών “με πλήρεις παροχές υπηρεσιών”, όπως είναι η British Airways ή η Lufthansa» (αιτιολογική σκέψη 367 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

91      Εξάλλου, στα υπομνήματά της, η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι η «η Aer Lingus έχει απομακρυνθεί βεβαίως από το οικονομικό μοντέλο της παραδοσιακής εθνικής αεροπορικής εταιρίες με πλήρεις παροχές, προκειμένου να υιοθετήσει ορισμένα χαρακτηριστικά των αερομεταφορέων χαμηλού κόστους» (βλ. σκέψη 71 ανωτέρω). Το σημείο αυτή επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

92      Εν πάση περιπτώσει, η εξέλιξη του κατά μονάδα κόστους της Aer Lingus κατά τη διάρκεια των ετών εμφαίνει τη «σταδιακή μετάβασή της» από ένα παραδοσιακό οικονομικό μοντέλο προς ένα μοντέλο χαμηλού κόστους (βλ. σκέψη 80 ανωτέρω) και η προσφορά υπηρεσιών της Aer Lingus βρίσκεται τουλάχιστον μεταξύ της προσφερόμενης από τη Ryanair και της προσφερόμενης από τους λειτουργούντες ως δίκτυο αερομεταφορείς, οι οποίοι προσφέρουν πλήρεις παροχές υπηρεσιών εντός του αεροσκάφους.

93      Κατά συνέπεια, ακόμη και αν η Aer Lingus δεν έχει το πολύ χαμηλό κόστος εκμεταλλεύσεως της Ryanair, δεν εφαρμόζει τις ίδιες τιμές με τη Ryanair ή δεν προσφέρει τόσο λίγες υπηρεσίες όσο αυτή, γεγονός παραμένει ότι η εν λόγω επιχείρηση προσανατολίζεται προς το ίδιο οικονομικό μοντέλο με την ανταγωνίστριά της.

94      Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμον ότι κακώς η Επιτροπή κατέληξε, με την αιτιολογική σκέψη 431 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Aer Lingus και η ίδια ήταν «άμεσοι ανταγωνιστές» στα επηρεαζόμενα δρομολόγια με τόπο αναχωρήσεως την Ιρλανδία. Συνεπώς, το συμπέρασμα αυτό μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως των αποτελεσμάτων της πράξεως συγκεντρώσεως επί του ανταγωνισμού και οι επικρίσεις της προσφεύγουσας επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθούν (βλ. σκέψεις 58 και 63 ανωτέρω).

 Επί της διαφοράς μεταξύ των αεροδρομίων προορισμού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

95      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι χρησιμοποιεί θεμελιωδώς διαφορετικά αεροδρόμια από τα χρησιμοποιούμενα από την Aer Lingus. Η Aer Lingus χρησιμοποιεί κύρια αεροδρόμια, εγγύτερα προς το κέντρο των πόλεων και παρέχοντα καλύτερες υπηρεσίες από τα δευτερεύοντα αεροδρόμια. Τα τελευταία, χρησιμοποιούμενα από τη Ryanair, της παρέχουν τη δυνατότητα να διατηρεί το κόστος της σε χαμηλό επίπεδο και την εμποδίζουν να ανταγωνίζεται την Aer Lingus για να προσελκύσει τους πελάτες που επιθυμούν να χρησιμοποιούν αποκλειστικώς και μόνον τα κύρια αεροδρόμια. Εξαγοράζοντας την Aer Lingus, η Ryanair θα ήταν σε θέση να ασκήσει ανταγωνισμό στα κύρια αεροδρόμια. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παρέλειψε να προσκομίσει σαφή και πειστικά αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι πτήσεις της Aer Lingus με προορισμό κύρια αεροδρόμια και οι πτήσεις της Ryanair με προορισμό δευτερεύοντα αεροδρόμια ασκούσαν αμοιβαίως σημαντική ανταγωνιστική πίεση. Τα στοιχεία των οποίων γίνεται επίκληση στην προσβαλλομένη απόφαση δεν στηρίζουν το συμπέρασμα ότι οι πτήσεις αυτές αποτελούν υποκατάστατα αρκούντως παρεμφερή ώστε να μπορούν να περιληφθούν στην ίδια αγορά. Επιπλέον, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τα διαθέσιμα στοιχεία «κατά τρόπο εντελώς επιλεκτικό και ασυνεπή». Δεδομένου ότι δεν ήταν σε θέση να διαμορφώσει μια ομοιόμορφη σειρά κριτηρίων, χρησιμοποίησε πλείονα διαφορετικά κριτήρια προκειμένου αποδείξει ότι τα κύρια και τα δευτερεύοντα αεροδρόμια ενέπιπταν στην ίδια αγορά. Η Επιτροπή παρέβλεψε ή παραμόρφωσε τις γνωμοδοτήσεις των αεροδρομίων του Birmingham και της Βιέννης, καθώς και της UK Civil Aviation Authority (αρχής της πολιτικής αεροπορίας του Ηνωμένου Βασιλείου), προκειμένου να καταλήξει στην ύπαρξη δυνατότητας υποκαταστάσεως μεταξύ των κυρίων και των δευτερευόντων αεροδρομίων. Συνεπώς, δεν στηρίχθηκε σε αξιόπιστα δεδομένα ούτε σε έγκυρη μέθοδο. Επιπλέον, ενώ η Επιτροπή παρουσίασε τις απαντήσεις των ανταγωνιστών για να προβάλει ότι υπάρχει δυνατότητα υποκαταστάσεως μεταξύ των εν λόγω αεροδρομίων, οι απαντήσεις αυτές εμφαίνουν, αντιθέτως, την έλλειψη σαφούς και πειστικής αποδείξεως επί του σημείου αυτού (βλ. την απάντηση της British Airways και την κατάσταση των αεροδρομίων του Λονδίνου). Από τον πίνακα που απευθύνθηκε στους ανταγωνιστές δεν προκύπτει σαφώς αν αναμενόταν από τις ερωτηθείσες εταιρίες να υποδείξουν τα κατάλληλα αεροδρόμια για κάθε είδος επιβατών ή τα αεροδρόμια που μπορούσαν να υποκατασταθούν αμοιβαίως. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εταιρίες σημείωσαν μόνον το ένα από τα δύο αεροδρόμια για κάθε ζεύγος πόλεων, καθιστώντας έτσι πρόδηλη τη σύγχυση.

96      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εκ μέρους της Επιτροπής χρήση των περιοχών τις οποίες εξυπηρετούν τα αεροδρόμια, προκειμένου να καθορίσει αν οι πτήσεις με προορισμό διάφορα αεροδρόμια ενέπιπταν στην ίδια αγορά, είναι εσφαλμένη. Σύμφωνα με έναν «κατά προσέγγιση κανόνα» (rule of thumb) μη στηριζόμενο σε πραγματικά περιστατικά, η Επιτροπή καθόρισε τη ζώνη εντός της οποίας ένα αεροδρόμιο προσελκύει πελατεία ως τη ζώνη από την οποία μπορεί κανείς να φθάσει στο αεροδρόμιο διανύοντας 100 χιλιόμετρα το πολύ ή ταξιδεύοντας με αυτοκίνητο επί μία ώρα το πολύ (αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ο κανόνας αυτός είναι «υπερβολικά αόριστος για να είναι χρήσιμος». Παραβλέπει την πραγματική κατανομή των επιβατών εντός της ζώνης και είναι μη ρεαλιστικός όσον αφορά τα δρομολόγια που συνδέουν την Ιρλανδία με το Ηνωμένο Βασίλειο, των οποίων η διάρκεια πτήσεως δεν υπερβαίνει στην περίπτωση αυτή τη μία ώρα. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εσφαλμένως θεώρησε ότι οι επιβάτες «θα απέφευγαν να χρησιμοποιήσουν το πλησιέστερο στον τόπο κατοικίας τους αεροδρόμιο, θα ταξίδευαν με αυτοκίνητο επί μία ώρα και θα έπαιρναν κατόπιν μια πτήση 50 λεπτών περίπου». Επιπλέον, ο υπολογισμός του χρόνου που απαιτείται για τη μετάβαση στο αεροδρόμιο με τα μέσα μαζικής συγκοινωνίας ή οδικώς, ο οποίος εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 78 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν λαμβάνει υπόψη τις διάφορες καθυστερήσεις ούτε το κόστος των μέσων μαζικής συγκοινωνίας. Τέλος, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της, στις αιτιολογικές σκέψεις 114 έως 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πραγματικά αριθμητικά στοιχεία αφορώντα τα συγκεκριμένα επίμαχα αεροδρόμια, ιδίως όσον αφορά τα στοιχεία που παρέσχε η UK Civil Aviation Authority.

97      Τρίτον, η προσφεύγουσα επικρίνει ορισμένες εκτιμήσεις ή διαπιστώσεις που εκτίθενται στην προσβαλλομένη απόφαση. Κατ’ αρχάς, προσάπτει στην Επιτροπή ότι έλαβε υπόψη, στην αιτιολογική σκέψη 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τις εμπορικές πρακτικές της που συνίστανται στην παρουσίαση των πτήσεών της ως υποκαταστάτων των πτήσεων με προορισμό τα κύρια αεροδρόμια. Συγκεκριμένα, οι ονομασίες υπό τις οποίες μια επιχείρηση εμπορεύεται τα προϊόντα της δεν αποτελεί αρκούντως σταθερή και αξιόπιστη βάση για τον καθορισμό των αγορών. Επί παραδείγματι, τα αεροδρόμια της Βιέννης και της Bratislava δεν θα μπορούσαν να ανήκουν στην ίδια αγορά απλώς και μόνον επειδή η Ryanair εμπορεύεται τα εισιτήρια με προορισμό την Bratislava υπό την ονομασία «Bratislava (Βιέννη)». Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να χρησιμοποιήσει, στην αιτιολογική σκέψη 99 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την έννοια του «συστήματος αερολιμένων», την οποία προβλέπει ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2408/92 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1992, για την πρόσβαση των κοινοτικών αερομεταφορέων σε δρομολόγια ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών (ΕΕ L 240, σ. 8), για να θεμελιώσει τη διαπίστωση περί της υπάρξεως δυνατότητας υποκαταστάσεως μεταξύ ορισμένων αερολιμένων. Η έννοια αυτή δεν είναι κατάλληλη για τον καθορισμό των αγορών και, εξάλλου, θα πρέπει να καταργηθεί με την κωδικοποίηση του κανονισμού 2408/92 και των συναφών κανονισμών. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι η ανάλυση των τιμών στην οποία προέβη η Επιτροπή είναι «πλημμελής» και δεν παρέχει αξιόπιστους λόγους για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι πτήσεις που εκτελεί με προορισμό δευτερεύοντα αεροδρόμια και οι πτήσεις που εκτελεί η Aer Lingus με προορισμό κύρια αεροδρόμια αποτελούν «παρεμφερή υποκατάστατα». Η ανάλυση δεν παρέχει κανένα μέσο για να κριθεί αν η παράλληλη εξέλιξη των τιμών καταλήγει στην ύπαρξη δυνατότητας υποκαταστάσεως ή σε κοινές επιρροές. Τέλος, η έρευνα που πραγματοποιήθηκε μεταξύ των επιβατών ενείχε «σοβαρές πλημμέλειες» όσον αφορά την κατάρτιση των ερωτήσεων και τις χρησιμοποιηθείσες τεχνικές δειγματοληψίας. Η έρευνα αυτή δεν είχε ως σκοπό τη μέτρηση της δυνατότητας υποκαταστάσεως μεταξύ των αεροδρομίων, δεδομένου ότι οι επιβάτες ουδέποτε ρωτήθηκαν αν θα χρησιμοποιούσαν πτήσεις με προορισμό διαφορετικά αεροδρόμια. Σε πολυάριθμες περιπτώσεις, τα στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή συναφώς καταλήγουν στο αντίθετο συμπέρασμα.

98      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αναφερόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

99      Η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει στα υπομνήματά της τα επιχειρήματα που εξέθεσε προηγουμένως κατά τη διοικητική διαδικασία, προκειμένου να επικρίνει τον καθορισμό της αγοράς με γνώμονα την πόλη αναχωρήσεως και την πόλη προορισμού. Η Επιτροπή εξέτασε και απέρριψε τα επιχειρήματα αυτά στην προσβαλλομένη απόφαση και απλώς και μόνον η επανάληψη των επιχειρημάτων αυτών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν αρκεί για να θέσει υπό αμφισβήτηση την ανάλυση αυτή, για τους κατωτέρω εκτιθέμενους λόγους.

100    Όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από την εκ μέρους της Επιτροπής παράλειψη προσκομίσεως σαφών και πειστικών αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία να προκύπτει ότι οι πτήσεις της Aer Lingus με προορισμό κύρια αεροδρόμια και οι πτήσεις της Ryanair με προορισμό δευτερεύοντα αεροδρόμια ασκούσαν αμοιβαίως σημαντική ανταγωνιστική πίεση, επισημαίνεται ότι η αιτίαση αυτή ισοδυναμεί εν τέλει με επίκριση της εκ μέρους της Επιτροπής χρήσεως του ορισμού της αγοράς στην προσβαλλομένη απόφαση προς εκτίμηση των αποτελεσμάτων της πράξεως συγκεντρώσεως επί του ανταγωνισμού στις αγορές που επηρεάζονται από αυτήν. Η προσφεύγουσα το αναγνωρίζει σιωπηρώς όταν προβάλλει ότι τα στοιχεία των οποίων γίνεται επίκληση στην προσβαλλομένη απόφαση «δεν στηρίζουν το συμπέρασμα ότι οι πτήσεις αυτές αποτελούν υποκατάστατα αρκούντως παρεμφερή ώστε να μπορούν να περιληφθούν στην ίδια αγορά» (βλ. σκέψη 95 ανωτέρω).

101    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το περιεχόμενο της αιτιάσεως αυτής πρέπει να σχετικοποιηθεί λαμβανομένου υπόψη του ότι, στα 16 από τα 35 επίμαχα δρομολόγια, η Ryanair και η Aer Lingus εξυπηρετούν τα ίδια αεροδρόμια (αιτιολογική σκέψη 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συνεπώς, η αιτίαση αυτή αφορά μόνο 19 από τα εν λόγω 35 δρομολόγια (ήτοι το 54,2 %) και δεν ασκεί ως εκ τούτου επιρροή ως προς τα 16 άλλα δρομολόγια που επηρεάζονται από την πραγματοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως.

102    Για τα 19 αυτά δρομολόγια, η αιτίαση της προσφεύγουσας αποσκοπεί αποκλειστικώς στο να διαπιστωθεί ότι υπάρχει διαφορά ως προς το αεροδρόμιο προορισμού, χωρίς να επιδιώκεται να αντικρουσθεί συγκεκριμένα η συλλογιστική που εκτίθεται στην προσβαλλομένη απόφαση όσον αφορά την επιρροή που ασκεί η διαφορά αυτή τόσο ως προς τον ορισμό της αγοράς όσο και ως προς την εκτίμηση των αποτελεσμάτων της πράξεως συγκεντρώσεως επί του ανταγωνισμού. Υπογραμμίζεται ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι οι αγορές εναερίων μεταφορών επιβατών μπορούν να ορισθούν βάσει κατ’ ιδίαν δρομολογίων ή ομάδας δρομολογίων, κατά το μέτρο που υπήρχε δυνατότητα υποκαταστάσεως μεταξύ τους, σύμφωνα με τα ειδικά χαρακτηριστικά της υποθέσεως (αιτιολογική σκέψη 55 της προσβαλλομένης αποφάσεως και παρατιθέμενη στην υποσημείωση 53 νομολογία, στην οποία περιλαμβάνεται η απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουλίου 2006, T-177/04, easyJet κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-1931, σκέψεις 54 έως 61).

103    Στο πλαίσιο αυτό, σημειωτέον ότι η Επιτροπή διαμόρφωσε κατ’ αρχάς ένα αναλυτικό πλαίσιο το οποίο έχει εφαρμογή στον ορισμό της σχετικής αγοράς όσον αφορά τα διάφορα επίμαχα δρομολόγια, είτε πρόκειται για ζεύγη αεροδρομίων είτε για ζεύγη πόλεων (σημείο 6.3.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τα διάφορα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να κριθεί αν υπάρχει δυνατότητα υποκαταστάσεως μεταξύ των υπηρεσιών τακτικών αερομεταφορών με τόπο αναχωρήσεως τα διάφορα αεροδρόμια εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 99 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρόκειται για την απόσταση και τον χρόνο διαδρομής σύμφωνα με το κριτήριο αναφοράς των 100 χιλιομέτρων ή της μίας ώρας διαδρομής με αυτοκίνητο, την άποψη των ανταγωνιστών, την άποψη των επιμάχων αεροδρομίων και την άποψη των αρχών πολιτικής αεροπορίας των κρατών μελών, την εκτίμηση του αριθμού των επιβατών που ταξιδεύουν σε ένα δρομολόγιο για λόγους αναψυχής, την έννοια του «συστήματος αερολιμένων», κατά το παράρτημα II του κανονισμού 2408/92, τις εμπορικές πρακτικές, την ύπαρξη ή μη υπηρεσιών μεταφοράς μεταξύ των αεροδρομίων και διαφόρων πόλεων, καθώς και το αποτέλεσμα της μελέτης συσχετισμού μεταξύ των τιμών, την οποία διενήργησε η Επιτροπή για 17 ζεύγη πόλεων, με τόπο αναχωρήσεως το Δουβλίνο.

104    Στη συνέχεια, η Επιτροπή ανέλυσε λεπτομερώς ποια ήταν η επίμαχη αγορά σε καθένα από τα επίμαχα δρομολόγια (σκέψη 6.3.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Για καθεμία περίπτωση ως προς την οποία διαπίστωσε την ύπαρξη δυνατότητας υποκαταστάσεως, η Επιτροπή εφάρμοσε πλείονα κριτήρια, λαμβάνοντας υπόψη τα διαθέσιμα στοιχεία. Η εκ μέρους των επιβατών επιλογή της μιας ή της άλλης από τις υπηρεσίες εναερίων μεταφορών απορρέει από συνδυασμό των παραγόντων αυτών.

105    Αντιθέτως, η Επιτροπή κατέληξε επανειλημμένως στο συμπέρασμα ότι οι πτήσεις με προορισμό διάφορα αεροδρόμια ευρισκόμενα πλησίον μιας πόλεως δεν εμπίπτουν στην ίδια αγορά. Στις αιτιολογικές σκέψεις 178 έως 183 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ειδικότερα, κατ’ ουσίαν, ότι τα αεροδρόμια Rennes και Nantes Atlantique δεν μπορούσαν να υποκατασταθούν αμοιβαίως για τους ακόλουθους λόγους: δεδομένου ότι η μεταξύ τους απόσταση υπερβαίνει κατά τι το όριο των 100 χιλιομέτρων ή της μίας ώρας διαδρομής με το αυτοκίνητο, η Ryanair δεν θα μπορούσε να πωλήσει την υπηρεσία την οποία παρέχει με προορισμό τη Νάντη αναφερόμενη στη Rennes και, αντιστρόφως, καμία σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο αεροδρομίων δεν θα ωθούσε τους επιβάτες από τη Rennes να μεταβούν στη Νάντη για να επιβιβασθούν σε μια πτήση και αντιστρόφως, τα δε διαθέσιμα στοιχεία δεν ήταν αρκετά προκειμένου να είναι σε θέση η Επιτροπή να αναλύσει επισταμένως τον συσχετισμό μεταξύ των τιμών. Απλώς και μόνον το γεγονός ότι η Aer Lingus θεωρεί τα αεροδρόμια Rennes και Nantes Atlantique ως υποκατάστατα δεν ήταν, κατά την Επιτροπή, αρκετό για να καταλήξει στην ύπαρξη δυνατότητας υποκαταστάσεως. Στις αιτιολογικές σκέψεις 197 έως 203 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διέκρινε επίσης μεταξύ του αεροδρομίου Amsterdam Schiphol και αυτού του Eindhoven, τούτο δε για τους ίδιους λόγους με τους εκτιθέμενους όσον αφορά τα αεροδρόμια Nantes Atlantique και Rennes και διότι, με προηγούμενη απόφαση, έκρινε ότι υπήρχε μικρή δυνατότητα υποκαταστάσεως μεταξύ τους (απόφαση της Επιτροπής της 22ας Σεπτεμβρίου 1997, Υπόθεση COMP/M.967 – KLM/Air UK, σημείο 24).

106    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η άποψη των αεροδρομίων εκτίθεται επανειλημμένως στην προσβαλλομένη απόφαση (βλ., επί παραδείγματι, αιτιολογικές σκέψεις 132, 145 και 151 της προσβαλλομένης αποφάσεως), όπως και η άποψη της UK Civil Aviation Authority (βλ., επί παραδείγματι, αιτιολογικές σκέψεις 128 και 138 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όσον αφορά την αναφορά στη διάκριση μεταξύ επιβατών για τους οποίους έχει σημασία ο παράγων χρόνος και επιβατών για τους οποίους δεν έχει σημασία ο παράγων αυτός, στην οποία προέβη η UK Civil Aviation Authority, η Επιτροπή εξέθεσε στην προσβαλλομένη απόφαση πλείονες λόγους που εξηγούν γιατί η διάκριση αυτή μπορούσε να θεωρηθεί ως στερούμενη επιρροής στην υπό κρίση υπόθεση (αιτιολογικές σκέψεις 85 και 316 έως 319 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

107    Ειδικότερα, η Επιτροπή επισήμανε, κατά τρόπο πειστικό, ότι η διάκριση αυτή μεταξύ της μίας και της άλλης κατηγορίας επιβατών, η οποία ήταν σαφής κατά το παρελθόν, έτεινε να καταστεί λιγότερο σαφής. Η Επιτροπή, στο πλαίσιο προηγουμένων υποθέσεων (Υποθέσεις COMP/M.3280 – Air France/KLM και COMP/M.3770 – Lufthansa/Swiss, των οποίων γίνεται μνεία στην υποσημείωση 329 της προσβαλλομένης αποφάσεως), είχε ήδη αναφερθεί στην τάση αυτή, η οποία στη συνέχεια επιβεβαιώθηκε με τις μη αμφισβητηθείσες από την προσφεύγουσα, στην υπό κρίση υπόθεση, απαντήσεις στα ερωτηματολόγια που απευθύνθηκαν στους ανταγωνιστές στις 6 Νοεμβρίου 2006 (απαντήσεις των οποίων γίνεται μνεία στην υποσημείωση 328 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι απαντήσεις τις οποίες έδωσαν οι πελάτες που ταξιδεύουν για επαγγελματικούς λόγους στο πλαίσιο της έρευνας της Επιτροπής εμφαίνουν επίσης ότι το κριτήριο της καλύτερης τιμής είναι αρκετά σημαντικό. Σύμφωνα με τη σειρά σπουδαιότητας που διαμορφώθηκε από τις προτιμήσεις της πελατείας αυτής, προηγείται το κριτήριο του αεροδρομίου προορισμού και έπεται το κριτήριο του καλύτερου ωραρίου, το οποίο έχει σχετικοποιηθεί, λαμβανομένης υπόψη της συχνά υψηλής συχνότητας των πτήσεων των αερομεταφορέων με ελάχιστες παροχές (αιτιολογική σκέψη 316 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

108    Εξάλλου, όσον αφορά τις γνωμοδοτήσεις των αεροδρομίων του Birmingham (αιτιολογική σκέψη 138 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και της Βιέννης (αιτιολογική σκέψη 223 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η προσφεύγουσα δεν εξηγεί ως προς τι παραμορφώθηκαν οι εν λόγω γνωμοδοτήσεις. Εξάλλου, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από την ανάπτυξη του επιχειρήματος αυτού. Οι γνωμοδοτήσεις αυτές, οι οποίες δεν καταλήγουν στην ύπαρξη δυνατότητας υποκαταστάσεως, παρατίθενται πιστά στην προσβαλλομένη απόφαση και, εξάλλου, η Επιτροπή διέθετε και άλλα στοιχεία προς στήριξη του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξε με την προσβαλλομένη απόφαση. Η τεχνική της δέσμης ενδείξεων την οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να εκτιμήσει την πράξη συγκεντρώσεως μπορεί φυσικά να περιέχει τόσο θετικά όσο και αρνητικά στοιχεία. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή κατά το πέρας της εκ μέρους της αναλύσεως των διαφόρων ενδείξεων τις οποίες έλαβε υπόψη δεν μπορεί ωστόσο να τεθεί υπό αμφισβήτηση απλώς και μόνο λόγω του ότι από την έρευνα προκύπτει ένα αρνητικό στοιχείο. Το στοιχείο αυτό εκτίθεται προσηκόντως και ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή, χωρίς να παραμορφωθεί, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η προσφεύγουσα χωρίς περαιτέρω απόδειξη.

109    Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η προσφεύγουσα, από την απάντηση της British Airways στο ερωτηματολόγιο που της απηύθυνε η Επιτροπή προκύπτει ότι, όσον αφορά τα αεροδρόμια του Λονδίνου, «οι αλληλεπικαλύψεις [ήταν] πολύ σημαντικές μεταξύ των ζωνών δραστηριότητας» και ότι «όλα τα αεροδρόμια του Λονδίνου μπορ[ούσαν] να τελούν σε κατάσταση ανταγωνισμού, πράγμα το οποίο άλλωστε συμβαίνει, με τις πτήσεις τόσο μικρών όσο και μεγάλων αποστάσεων». Εντεύθεν προκύπτει επίσης ότι, όσον αφορά τα άλλα αεροδρόμια, των οποίων ο κατάλογος περιλαμβάνεται στην ερώτηση 22 του εν λόγω ερωτηματολογίου, η ανωτέρω αεροπορική εταιρία φρονεί ότι, «κατά γενικό κανόνα, [...] όλα τα αεροδρόμια που απαριθμούνται τελούν σε σχέση ανταγωνισμού για όλα τα είδη επιβατών». Όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι απαντήσεις των ανταγωνιστών δεν αποδεικνύουν ότι όλα τα κύρια και δευτερεύοντα αεροδρόμια μπορούσαν να υποκατασταθούν αμοιβαίως, ιδίως όσον αφορά το Λονδίνο, οι απαντήσεις των ανταγωνιστών της Ryanair στο δρομολόγιο αυτό μαρτυρούν το αντίθετο.

110    Όσον αφορά την επίκριση της προσφεύγουσας περί της χρήσεως ενός «κατά προσέγγιση κανόνα» προκειμένου να καθορισθούν οι ζώνες δραστηριότητας των αεροδρομίων, με σκοπό τον καθορισμό των σχετικών αγορών, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει τον εν λόγω κατά προσέγγιση χαρακτήρα στην προσβαλλομένη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως: «Σημειωτέον ωστόσο ότι η Επιτροπή χρησιμοποιεί τον “κανόνα” των 100 χιλιομέτρων ή της μίας ώρας διαδρομής με το αυτοκίνητο αποκλειστικώς και μόνον ως πρώτη “αντιπροσωπευτική μεταβλητή” για τον καθορισμό μιας ζώνης δραστηριότητας. Λόγω των ιδιομορφιών εκάστου υπό εξέταση αεροδρομίου και των άλλων αποδεικτικών στοιχείων, η ζώνη δραστηριότητας μπορεί στην πραγματικότητα να είναι ευρύτερη και, κατά συνέπεια, να αποτελέσει αντικείμενο λεπτομερούς κατά περίπτωση εξετάσεως, στο πλαίσιο της αναλύσεως των διαφόρων ζευγών αεροδρομίων»).

111    Απαντώντας στις επικρίσεις που διατύπωσε επί του σημείου αυτού η Ryanair όσον αφορά την ανακοίνωση αιτιάσεων, η Επιτροπή επισήμανε στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το κριτήριο των 100 χιλιομέτρων ή της μίας ώρας διαδρομής με το αυτοκίνητο αποτελεί δείκτη στηριζόμενο σε αυτό το οποίο τα αεροδρόμια θεωρούσαν ως εύλογη ζώνη δραστηριότητας (αιτιολογική σκέψη 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ως εκ τούτου, από τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο που απευθύνθηκε στα αεροδρόμια προκύπτει ότι αυτά παρέχουν στις αεροπορικές εταιρίες μια ζώνη δραστηριότητας τουλάχιστον 100 χιλιομέτρων ή μίας ώρας διαδρομής με το αυτοκίνητο (αιτιολογική σκέψη 82 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή απαντώντας στα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα με τα υπομνήματά της, το γεγονός ότι η διάρκεια πτήσεως στα δρομολόγια μεταξύ της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου είναι σχετικώς σύντομη ουδόλως τροποποιεί την εκτίμηση αυτή. Συγκεκριμένα, σε πολυάριθμες περιπτώσεις, υπάρχουν ειδικές γραμμές λεωφορείων που συνδέουν το δευτερεύον αεροδρόμιο και το κέντρο της πόλεως, με ωράρια προσαρμοσμένα στις πτήσεις. Η άποψη της Επιτροπής συμπίπτει με την απάντηση της UK Civil Aviation Authority.

112    Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων και των εξηγήσεων αυτών, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι χρησιμοποίησε το κριτήριο των 100 χιλιομέτρων ή της μίας ώρας διαδρομής με το αυτοκίνητο στο πλαίσιο του καθορισμού της ζώνης δραστηριότητας των αεροδρομίων.

113    Όσον αφορά την προσαφθείσα στην Επιτροπή αιτίαση ότι έλαβε υπόψη της, στην αιτιολογική σκέψη 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τις εμπορικές πρακτικές της Ryanair που συνίστανται στην παρουσίαση των πτήσεων αυτών ως υποκαταστάτων των πτήσεων με προορισμό κύρια αεροδρόμια, επισημαίνεται ότι οι εν λόγω πρακτικές αποτελούν απλώς ένα από τα πολυάριθμα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη. Από τις πρακτικές αυτές προκύπτει σαφώς το συμφέρον να διευκολυνθεί η αναγνώριση των προορισμών των πτήσεων εκ μέρους των πελατών οι οποίοι ενδέχεται να ενδιαφερθούν για την προσφορά της Ryanair. Το συμφέρον αυτό δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση απλώς και μόνον από το γεγονός ότι η Ryanair υποστηρίζει, χωρίς περαιτέρω απόδειξη, ότι οι ονομασίες υπό τις οποίες εμπορεύεται τις υπηρεσίες της προς ορισμένα αεροδρόμια δεν αποτελούν αρκούντως βέβαιη και σταθερή βάση για τον καθορισμό των αγορών. Συγκεκριμένα, το επιχείρημα αυτό δεν αρκεί προκειμένου να κριθεί ότι το στοιχείο αυτό δεν ασκεί καμία επιρροή στο πλαίσιο της δέσμης ενδείξεων που χρησιμοποίησε η Επιτροπή. Όσον αφορά το παράδειγμα της Βιέννης και της Bratislava το οποίο επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα, η Επιτροπή στήριξε την εκτίμησή της και επί άλλων στοιχείων, όχι απλώς και μόνον επί της εμπορικής πρακτικής της Ryanair. Εξέτασε επίσης το ενδεικτικό όριο των 100 χιλιομέτρων ή της μίας ώρας διαδρομής με το αυτοκίνητο, την άποψη των εθνικών αρχών και αυτή των ανταγωνιστών, καθώς και τα αποτελέσματα της έρευνας μεταξύ των πελατών (σημείο 6.3.4.15 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ομοίως, η Επιτροπή στηρίχτηκε, στο πλαίσιο της ανά δρομολόγιο αναλύσεώς της (σημείο 6.3.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως), στο κριτήριο των 100 χιλιομέτρων ή της μίας ώρας διαδρομής με το αυτοκίνητο, στην άποψη των εθνικών αρχών ή αυτή των ανταγωνιστών, καθώς και στα αποτελέσματα της έρευνας μεταξύ των πελατών. Οι εκτιμήσεις της Επιτροπής συναφώς στηρίζονται πάντοτε επί της χρήσεως μιας δέσμης ενδείξεων, της οποίας τα διάφορα στοιχεία τα οποία ελήφθησαν υπόψη εκτίθενται και αναλύονται.

114    Ως προς την επίκριση που αφορά τη μνεία, στην αιτιολογική σκέψη 99 της προσβαλλομένης αποφάσεως, της χρησιμοποιούμενης στον κανονισμό 2408/92 έννοιας του «συστήματος αερολιμένων», προς θεμελίωση της διαπιστώσεως περί της υπάρξεως δυνατότητας υποκαταστάσεως μεταξύ ορισμένων αεροδρομίων, από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι η διαπίστωση ότι τα επίμαχα αεροδρόμια ανήκουν σε ένα «σύστημα αερολιμένων», υπό την έννοια του κανονισμού 2408/92, «αποτελεί επιπλέον απόδειξη προς στήριξη του συμπεράσματος ότι τα αεροδρόμια που απαριθμούνται στον κανονισμό αυτόν ανήκουν στο ίδιο αστικό κέντρο και ότι μπορεί να κριθεί ότι υπάρχει δυνατότητα υποκαταστάσεως μεταξύ τους από πλευράς της ζητήσεως». Στον κανονισμό 2408/92, ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, το σύστημα αερολιμένων ορίζεται ως «δύο ή περισσότεροι αερολιμένες οι οποίοι εξυπηρετούν μαζί την ίδια πόλη ή αστικό κέντρο, όπως εμφαίνεται στο παράρτημα II». Συνεπώς, το γεγονός ότι στο παράρτημα II γίνεται μνεία δύο ή περισσοτέρων αερολιμένων ως συστήματος αερολιμένων είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη για να κριθεί αν πρέπει να θεωρηθεί ότι τα αεροδρόμια αυτά εξυπηρετούν τον ίδιο προορισμό, πράγμα το οποίο συνιστά παράγοντα που εμφαίνει ότι τα αεροδρόμια αυτά μπορούν να υποκαθίστανται αμοιβαίως όσον αφορά τους επιβάτες που επιθυμούν να μεταβούν στον εν λόγω προορισμό. Η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από το γεγονός ότι η Επιτροπή ανέλαβε την πρωτοβουλία να διευκρινίσει και να απλοποιήσει τους κανόνες που αφορούν την κατανομή της εναέριας κυκλοφορίας μεταξύ των αεροδρομίων που εξυπηρετούν την ίδια πόλη ή το ίδιο αστικό κέντρο, δεδομένου ότι η πρότασή της συναφώς υιοθετήθηκε εν τω μεταξύ από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, στον κανονισμό (ΕΚ) 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 293, σ. 3), ο οποίος, μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατάργησε τον κανονισμό 2408/92, γίνεται πάντοτε μνεία της αρχής της κατανομής της εναέριας κυκλοφορίας μεταξύ αερολιμένων που εξυπηρετούν την ίδια πόλη ή το ίδιο αστικό κέντρο, ακόμη και αν δεν γίνεται πλέον μνεία της εκφράσεως «σύστημα αερολιμένων».

115    Όσον αφορά την επίκριση της πραγματοποιηθείσας κατά τη διοικητική διαδικασία αναλύσεως του συσχετισμού των τιμών, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι ο συσχετισμός μεταξύ των τιμών δεν αποδεικνύει ότι δύο αεροδρόμια εμπίπτουν στην ίδια αγορά. Ωστόσο, ορθώς η Επιτροπή προβάλλει ότι ένα τέτοιο στοιχείο συνδυαζόμενο προς άλλα συνιστά παράγοντα ουσιώδη για την ανάλυση. Από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι η ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή χαρακτηρίζεται ως «εμπειρική ανάλυση» (αιτιολογική σκέψη 121 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επίσης, στην υποσημείωση στην αιτιολογική σκέψη 121 εκτίθενται τα ακόλουθα:

«Σημειωτέον ότι, λαμβανομένων υπόψη όλων των αναλυθέντων ζευγών πόλεων, η Επιτροπή συνεκτίμησε τις οικονομικές αποδείξεις που αφορούν τον συσχετισμό τιμών ως επιπλέον στοιχεία ενισχύοντα την άποψή της. […] Πράγματι, οι διακυμάνσεις των τιμών είναι δυνατό να επηρεάζονται από άλλους παράγοντες οι οποίοι ενδέχεται να συνεπάγονται περιορισμένο συσχετισμό μεταξύ των τιμών.»

116    Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να ληφθούν υπόψη οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στην προσβαλλομένη απόφαση βάσει των αποτελεσμάτων της «εμπειρικής αναλύσεως» του συσχετισμού των τιμών. Συνεπώς, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους η ανάλυση του συσχετισμού των τιμών μπορούσε να έχει περιορισμένα αποτελέσματα, υπογραμμίζοντας ότι τα αποτελέσματα αυτά, αν και περιορισμένα, μπορούσαν ωστόσο να ληφθούν υπόψη υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

117    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ως προς τι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της εξουσίας της εκτιμήσεως των οικονομικής φύσεως καταστάσεων (βλ. σκέψεις 31 και 32 ανωτέρω). Οι επικρίσεις της προσφεύγουσας συναφώς παραμένουν γενικές και δεν λαμβάνουν υπόψη την εκ μέρους της Επιτροπής χρήση των αποτελεσμάτων της αναλύσεως του συσχετισμού των τιμών.

118    Όσον αφορά την επίκριση των αποτελεσμάτων της έρευνας που διενεργήθηκε μεταξύ των επιβατών, επισημαίνεται ότι το σημείο αυτό αποτελεί επίσης το αντικείμενο μιας άλλης αναλύσεως εκ μέρους της προσφεύγουσας και θα εξετασθεί στο πλαίσιο αυτό (βλ. σκέψεις 203 επ. κατωτέρω). Εν πάση περιπτώσει, από την αιτιολογική σκέψη 94 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε πλήρη επίγνωση των ορίων της έρευνας που διενεργήθηκε μεταξύ των πελατών του αεροδρομίου του Δουβλίνου, δεδομένου ότι η έρευνα αυτή διενεργήθηκε κυρίως με σκοπό να ελεγχθεί το επιχείρημα της Ryanair ότι, υπό την οπτική γωνία του πελάτη, η τελευταία και η Aer Lingus δεν τελούσαν σε σχέση ανταγωνισμού. Η ομάδα δρομολογίων περιελάμβανε όλα τα αεροδρόμια του Λονδίνου και έναν περιορισμένο αριθμό δρομολογίων για τα οποία τα μέρη της συγκεντρώσεως προσέφεραν πτήσεις προς διαφορετικά αεροδρόμια πλησίον της ίδιας πόλεως. Η Επιτροπή έκρινε ότι, εφόσον οι επιβάτες θεωρούσαν μια αεροπορική εταιρία η οποία εκτελεί δρομολόγιο προς διαφορετικό αεροδρόμιο ως εναλλακτική λύση, μπορούσε να συναχθεί εντεύθεν ότι οι εν λόγω υπηρεσίες μεταφοράς επιβατών ενδέχετο να ασκούν αμοιβαίως ανταγωνιστική πίεση. Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε ότι «οι αποδείξεις αυτές [ήταν] έμμεσες, δεδομένου ότι δεν ζητήθηκε από τα άτομα που απάντησαν στο ερωτηματολόγιο […] να επισημάνουν ρητώς αν σκόπευαν να επιβιβασθούν σε πτήση προς διαφορετικό αεροδρόμιο». Στην αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως γίνεται επίσης μνεία της έρευνας αυτής ως «έμμεσης αποδείξεως». Στην υποσημείωση 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι η έρευνα μεταξύ των πελατών αφορούσε ένα υποσύνολο των δρομολογίων στα οποία τα μέρη της συγκεντρώσεως εξυπηρετούν διαφορετικά αεροδρόμια και ότι, κατά συνέπεια, η έρευνα αυτή είχε «ενημερωτική αξία» αποκλειστικώς και μόνο για τα δρομολόγια αυτά. Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να ληφθούν υπόψη οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στην προσβαλλομένη απόφαση βάσει των αποτελεσμάτων της έρευνας μεταξύ των πελατών. Συνεπώς, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους η έρευνα μεταξύ των πελατών έχει ορισμένα όρια, επισημαίνοντας συγχρόνως ότι τα αποτελέσματα αυτά είχαν παρά ταύτα κάποια αξία για τα εν λόγω δρομολόγια.

119    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ως προς τι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της εξουσίας της εκτιμήσεως των οικονομικής φύσεως καταστάσεων. Οι επικρίσεις της προσφεύγουσας συναφώς παραμένουν γενικές και δεν καθιστούν αντιληπτό, στο πλαίσιο της αναπτύξεως αυτής, ως προς τι η κατάρτιση των ερωτήσεων και οι χρησιμοποιηθείσες τεχνικές δειγματοληψίας ενείχαν «σοβαρές πλημμέλειες».

 3. Επί του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που παρέχει η ύπαρξη βάσεως στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

120    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι το γεγονός ότι η ίδια και η Aer Lingus έχουν βάσεις στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τελούν σε πολύ στενή σχέση ανταγωνισμού. Ο τόπος στον οποίο έχει τη βάση του το αεροπλάνο είναι εντελώς αδιάφορος για τους επιβάτες και έχει σχετικώς μικρή σημασία για τις αεροπορικές εταιρίες. Μια αεροπορική εταιρία η οποία διαθέτει βάση στο άλλο άκρο ενός δρομολογίου μπορεί να αποτελεί πιθανό ανταγωνιστή της Ryanair. Ως εκ τούτου, η bmi, η οποία διαθέτει βάση στο αεροδρόμιο του Heathrow και ένα αεροπλάνο το οποίο σταθμεύει τη νύκτα στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου, τελεί σε στενότερη σχέση ανταγωνισμού προς την Aer Lingus απ’ ό,τι η Ryanair στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο (Heathrow), δεδομένου ότι η Ryanair δεν εξυπηρετεί το αεροδρόμιο αυτό.

121    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή, προβάλλοντας ότι οι αεροπορικές εταιρίες συνήθως αρχίζουν να εκμεταλλεύονται ένα δρομολόγιο μόνο αν αυτό συνδέεται προς μια βάση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

122    Η Επιτροπή εξέθεσε στις αιτιολογικές σκέψεις 380 έως 399 της προσβαλλομένης αποφάσεως τους λόγους για τους οποίους το γεγονός ότι οι δύο εταιρίες έχουν σημαντική βάση στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου ενισχύει την εκτίμηση ότι είναι «άμεσοι ανταγωνιστές». Κατά την προσβαλλομένη απόφαση, μια τέτοια βάση (καλούμενη επίσης «αεροδρόμιο βάσεως») παρέχει τη δυνατότητα πραγματοποιήσεως οικονομιών κλίμακας ή φάσματος και προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία προσαρμογής στις διακυμάνσεις της ζητήσεως, τα δε πλεονεκτήματα αυτά είναι ανάλογα προς το μέγεθος της βάσεως. Η Επιτροπή επισήμανε ότι οι αερομεταφορείς στην πλειονότητά τους χρησιμοποιούσαν βάσεις (αιτιολογικές σκέψεις 393 και 394 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και απέρριψε τις παρατηρήσεις που ανέπτυξε η Ryanair κατά τη διοικητική διαδικασία, κατά τις οποίες, αφενός, οι ανταγωνιστές που σταθμεύουν τα αεροπλάνα τους τη νύκτα στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου έπρεπε να θεωρηθούν ως τελούντες σε εξίσου στενή σχέση ανταγωνισμού προς την ίδια με την Aer Lingus και, αφετέρου, δεν έχει σημασία αν η βάση βρίσκεται στην Ιρλανδία ή στο άλλο άκρο του δρομολογίου (σημείο 7.3.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

123    Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ryanair στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής αποτελούν επανάληψη των παρατηρήσεων που αυτή διατύπωσε κατά τη διοικητική διαδικασία, χωρίς ωστόσο να θέτουν υπό αμφισβήτηση το βάσιμο των αιτιολογημένων εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση προς απόρριψη των επιχειρημάτων αυτών.

124    Συγκεκριμένα, από την ανάλυση που εκτίθεται στην προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι σπανίζουν οι μεταφορείς οι οποίοι εκμεταλλεύονται δρομολόγια χωρίς να χρησιμοποιούν ένα αεροδρόμιο βάσεως, το οποίο παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα. Συνεπώς, το γεγονός ότι τόσο η Ryanair όσο και η Aer Lingus διαθέτουν σημαντική βάση στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου έπρεπε να ληφθεί υπόψη, καθόσον αυτό παρέχει μεταξύ άλλων στις εταιρίες αυτές τη δυνατότητα να τύχουν παρόμοιων πλεονεκτημάτων (σημεία 7.3.4.1 και 7.3.4.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Για τους λόγους που εκτίθενται στην προσβαλλομένη απόφαση, η κατάσταση δεν είναι συγκρίσιμη προς αυτή των ανταγωνιστών που σταθμεύουν τα αεροπλάνα τους τη νύκτα στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου, ιδίως λαμβανομένων υπόψη των σημαντικών διαφορών από πλευράς πλεονεκτημάτων κλίμακας και φάσματος τα οποία παρέχει μια βάση (σημείο 7.3.4.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ούτε προς αυτή των ανταγωνιστών που διαθέτουν βάση εντός του αεροδρομίου προορισμού, λόγω των ιδιομορφιών του αεροδρομίου του Δουβλίνου (σημείο 7.3.4.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

125    Επί του τελευταίου αυτού σημείου, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας δεν αρκεί για να τεθεί υπό αμφισβήτηση η ανάλυση που εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 404 έως 407 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το πέρας της οποίας η Επιτροπή έκρινε ότι η αυξημένη ευελιξία την οποία προσέφερε η βάση του Δουβλίνου παρείχε ειδικό πλεονέκτημα στα μέρη της συγκεντρώσεως. Τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη συναφώς είναι τα ακόλουθα:

–        στα δώδεκα δρομολόγια στα οποία οι υπηρεσίες των μερών της συγκεντρώσεως αλληλεπικαλύπτονται χωρίς να αποτελούν μονοπώλιο, οι εναπομένοντες ανταγωνιστές δεν εκτελούν οπωσδήποτε το δρομολόγιό τους με αφετηρία μια βάση (αιτιολογική σκέψη 405 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οπότε είναι δυνατό να κριθεί ότι οι ανταγωνιστές αυτοί ασκούν επί της Ryanair μικρότερη ανταγωνιστική πίεση από την ασκούμενη εκ μέρους της Aer Lingus,

–        ορισμένες οικονομίες είναι σημαντικότερες στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου απ’ ό,τι αλλού, λόγω της ασυμμετρίας της προελεύσεως των πτήσεων σε πολυάριθμα δρομολόγια στα οποία οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται (σε τουλάχιστον 15 από τα 35 δρομολόγια, η πλειονότητα των πελατών προέρχεται από την Ιρλανδία) (αιτιολογική σκέψη 406 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πράγμα που εξηγεί για ποιο λόγο μια βάση στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου παρέχει σημαντικότερο πλεονέκτημα από μια βάση που βρίσκεται στο άλλο άκρο του δρομολογίου,

–        οι μεταφορείς που διαθέτουν βάση στο αεροδρόμιο προορισμού εκτελούν κανονικά ένα μόνο δρομολόγιο με προορισμό το Δουβλίνο, πράγμα το οποίο μειώνει τον βαθμό δεσμεύσεώς τους σε δρομολόγια με τόπο αναχωρήσεως ή προορισμού το Δουβλίνο (αιτιολογική σκέψη 407 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Προκειμένου να είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερη η κερδοφορία και να πραγματοποιούνται όσο το δυνατόν περισσότερες πτήσεις μετ’ επιστροφής κατά τη διάρκεια της ημέρας, το αεροσκάφος, οι μηχανικοί και τα πληρώματα πρέπει να βρίσκονται στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου, απ’ όπου αναχωρεί η πλειονότητα των πελατών και όχι στο άλλο άκρο του δρομολογίου,

–        οι μεταφορείς οι οποίοι διαθέτουν βάση στο αεροδρόμιο προορισμού κατέγραψαν μέτρια αποτελέσματα, με μικρό μερίδιο αγοράς. Σε τουλάχιστον 9 από τα 35 δρομολόγια στα οποία οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται, ένας ανταγωνιστής μεταφορέας αποσύρθηκε από το δρομολόγιο, ανίκανος να ανταγωνισθεί την Aer Lingus και τη Ryanair (αιτιολογική σκέψη 408 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Με βάση την εξέταση του παρελθόντος, είναι δυνατό να εκτιμηθεί αυτό που θα μπορούσε να συμβεί στο μέλλον.

126    Κανένα από τα επιχειρήματα που επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα, στο πλαίσιο της εκ μέρους της επικρίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς το σημείο αυτό, δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση τα στοιχεία των οποίων γίνεται επίκληση προς στήριξή της. Δεν αποδεικνύεται ότι η Επιτροπή έσφαλε όταν εκτίμησε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που προσφέρει η βάση του Δουβλίνου στα μέρη της συγκεντρώσεως.

127    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εξέθεσε επαρκώς κατά νόμο στην προσβαλλομένη απόφαση για ποιο λόγο μια σημαντική βάση στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου αντιπροσωπεύει σημαντικό πλεονέκτημα όσον αφορά τα δρομολόγια με προορισμό και τόπο αναχωρήσεως το Δουβλίνο και τους Ιρλανδούς στην πλειονότητά τους πελάτες τους οποίους αφορούν τα δρομολόγια αυτά.

 4. Επί των «μη τεχνικών αποδεικτικών στοιχείων»

 Επιχειρήματα των διαδίκων

128    Η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι, για μια περιορισμένη κατηγορία πελατών, ανταγωνίζεται την Aer Lingus, όπως ανταγωνίζεται αερομεταφορείς που λειτουργούν ως δίκτυο, όπως η Air France, η Lufthansa και η British Airways. Συνεπώς, τα «μη τεχνικά αποδεικτικά στοιχεία» τα οποία υπέβαλε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως αντικατοπτρίζουν απλώς τον ανταγωνισμό αυτόν. Συγκεκριμένα, τα συστήματα διαχειρίσεως της αποδοτικότητας και η εποπτεία των τιμών αποτελούν συνήθεις πρακτικές του τομέα, οπότε τούτο δεν αποδεικνύει ότι η Ryanair και η Aer Lingus ασκούν «σημαντικές αμοιβαίες ανταγωνιστικές πιέσεις». Η εποπτεία αφορά όλες τις τιμές και όχι μόνον αυτές της Aer Lingus. Τούτο παρέχει στη Ryanair τη δυνατότητα να αντιδρά στις «σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες η Aer Lingus ή άλλες αεροπορικές εταιρίες προσφέρουν χαμηλότερες τιμές προς προώθηση των πωλήσεων». Επιπλέον, αν η ομοιότητα των συστημάτων διαχειρίσεως της αποδοτικότητας σήμαινε ότι υπάρχει έντονος ανταγωνισμός μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus, τούτο έπρεπε να ενισχύεται από τα οικονομετρικά αποτελέσματα της Επιτροπής, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει. Εξάλλου, μολονότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι αναπροσαρμόζει περιστασιακά τις τιμές της αντιδρώντας σε μια συγκεκριμένη ειδική προσφορά ή ότι χρησιμοποιεί περιστασιακώς εκστρατείες συγκριτικής διαφημίσεως, επισημαίνει ότι αυτές οι δραστηριότητες διαφημιστικής προωθήσεως αφορούν τόσο την Aer Lingus όσο και τους λοιπούς εθνικούς μεταφορείς. Ωστόσο, τα παραδείγματα αυτά δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των «ακριβών, αξιόπιστων και συνεπών αποδεικτικών στοιχείων» τα οποία υποχρεούται να προσκομίσει η Επιτροπή. Αν η Aer Lingus ασκούσε οποιαδήποτε ανταγωνιστική πίεση στη Ryanair, έπρεπε να προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία ότι η Ryanair προσφέρει συστηματικά χαμηλότερες τιμές οσάκις η Aer Lingus εξυπηρετεί ορισμένο δρομολόγιο. Η υπόθεση αυτή αντικρούεται από τα οικονομετρικά αποδεικτικά στοιχεία που έχει προσκομίσει η Ryanair. Τέλος, η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχθεί στα εσωτερικά έγγραφα της Ryanair, τα οποία έχουν απλώς και μόνον «ανεπίσημο χαρακτήρα». Τα χωρία τα οποία επικαλείται η Επιτροπή δεν αποδεικνύουν ότι η Ryanair και η Aer Lingus ασκούν η μία στην άλλη «αμοιβαίες σημαντικές ανταγωνιστικές πιέσεις». Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι συζητήσεις στις οποίες αναφέρονται τα εν λόγω χωρία δεν αφορούν μόνον την Aer Lingus, αλλά τη γενική κατάσταση ενός συγκεκριμένου δρομολογίου. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεσθεί τα έγγραφα αυτά για να υπονοήσει ότι οι δύο αεροπορικές εταιρίες διατηρούν στενή σχέση ανταγωνισμού και για να κρίνει ότι οι εθνικοί μεταφορείς των οποίων γίνεται μνεία στα έγγραφα αυτά δεν ανταγωνίζονται τη Ryanair.

129    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η Ryanair και η Aer Lingus είναι οι μόνες επιχειρήσεις που αναπτύσσουν δραστηριότητα σε 22 δρομολόγια στα οποία οι υπηρεσίες τους αλληλεπικαλύπτονται και ότι κατέχουν μαζί πολύ σημαντικά μερίδια αγοράς σε 13 άλλα δρομολόγια έχει ως λογική συνέπεια ότι οι δύο αυτές επιχειρήσεως ασκούν η μία στην άλλη ανταγωνιστικές πιέσεις. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η Ryanair και η Aer Lingus εφαρμόζουν παρόμοια συστήματα διαχειρίσεως των αποδόσεων, από το γεγονός ότι παρακολουθούν τακτικά την ανταγωνιστική συμπεριφορά των κυρίων ανταγωνιστών τους και ότι προσαρμόζουν αναλόγως τις τιμές τους, καθώς και από το γεγονός ότι δημοσιεύουν συχνά διαφημιστικές καταχωρίσεις στις οποίες συγκρίνουν τις υπηρεσίες και τις τιμές τους. Επιπλέον, τα εσωτερικά έγγραφα της Ryanair περιέχουν πρόδηλες αποδείξεις της υπάρξεως ανταγωνισμού με την Aer Lingus. Ως εκ τούτου, είναι αβάσιμο το επιχείρημα της Ryanair ότι, λόγω του χαμηλού κόστους μοντέλου της, οι ανταγωνιστές της δεν ασκούν αισθητή επιρροή στην ανταγωνιστική συμπεριφορά της.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

130    Προς στήριξη του συμπεράσματος ότι η Ryanair και η Aer Lingus τελούν σε σχέση ανταγωνισμού σε ορισμένα δρομολόγια όπου οι υπηρεσίες τους αλληλεπικαλύπτονται (σημείο 7.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή υπενθυμίζει την ύπαρξη πλειόνων αποδεικτικών στοιχείων τα οποία εκτίθενται στην προσβαλλομένη απόφαση και κατά των οποίων δεν έβαλε η προσφεύγουσα με το δικόγραφο της προσφυγής. Τα στοιχεία αυτά αφορούν:

–        τη χρήση, «όπως πράττουν πολυάριθμοι άλλοι μεταφορείς», παρομοίων συστημάτων διαχειρίσεως της αποδόσεως: συστήματος εποπτείας της καταστάσεως των κρατήσεων για κάθε πτήση και συστήματος διαχειρίσεως των εσόδων (αιτιολογικές σκέψεις 438 έως 443 της προσβαλλομένης αποφάσεως),

–        τη χρήση του ίδιου λογισμικού συγκρίσεως των τιμών (QL2) το οποίο τους επιτρέπει την παρακολούθηση της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των ανταγωνιστών και την προσαρμογή στην εξέλιξη της προσφοράς (αιτιολογικές σκέψεις 444 και 445 της προσβαλλομένης αποφάσεως),

–        την αμοιβαία παρακολούθηση εκ μέρους της Ryanair και της Aer Lingus των προσφορών τους και των διαφημιστικών εκστρατειών τους και τις αντιδράσεις τους στις εκατέρωθεν προσφορές (αιτιολογικές σκέψεις 448 και 449 της προσβαλλομένης αποφάσεως),

–        τις αναφορές στην Aer Lingus στο πλαίσιο των συμβουλών της διοικήσεως της Ryanair όσον αφορά την εξέλιξη των μεριδίων αγοράς και της σχέσεως ανταγωνισμού (υποσημείωση 471 στην αιτιολογική σκέψη 446 της προσβαλλομένης αποφάσεως και υποσημείωση 474 στην αιτιολογική σκέψη 448 της εν λόγω αποφάσεως).

131    Βάσει αυτών των αποδεικτικών στοιχείων, η Επιτροπή προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις: οι τιμές της Aer Lingus και της Ryanair επηρεάζονται άμεσα από τις τιμές του κύριου ανταγωνιστή τους, δεδομένου ότι η Aer Lingus και η Ryanair λαμβάνουν εκάστη υπόψη τις τιμές της άλλης όταν καθορίζουν τις τιμές τους σε ένα δρομολόγιο (σημεία 7.4.1 και 7.4.1.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι τα μέρη της συγκεντρώσεως αντιδρούν έκαστο στις προσφορές και στις διαφημιστικές εκστρατείες του άλλου (σημείο 7.4.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

132    Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την αλήθεια των «μη τεχνικών αποδεικτικών στοιχείων» τα οποία παραθέτει η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση. Ωστόσο, υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία δεν έχουν αρκετή αποδεικτική δύναμη ώστε να ληφθούν υπόψη και ότι, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αντληθούν συμπεράσματα μόνον από τα «τεχνικά αποδεικτικά στοιχεία», τα οποία απορρέουν από διάφορες οικονομετρικές αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία. Υποστηρίζει επίσης ότι, εν πάση περιπτώσει, τα «μη τεχνικά αποδεικτικά στοιχεία» δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη «αμοιβαίων σημαντικών ανταγωνιστικών πιέσεων» μεταξύ των μερών της συγκεντρώσεως.

133    Συναφώς, κρίνεται κατ’ αρχάς ότι η Επιτροπή μπορούσε να επικαλεσθεί την ύπαρξη παρόμοιων συστημάτων διαχειρίσεως της αποδόσεως, την παρακολούθηση της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των ανταγωνιστών, τις αντιδράσεις του ενός μετέχοντος στη συγκέντρωση στις προσφορές του άλλου ή την εποπτεία της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς της Aer Lingus που προκύπτουν από τα εσωτερικά έγγραφα της Ryanair. Η Επιτροπή μπορούσε αναμφιβόλως να λάβει υπόψη της τα στοιχεία αυτά στο πλαίσιο της δέσμης ενδείξεων την οποία χρησιμοποίησε για να εκτιμήσει την κατάσταση του ανταγωνισμού.

134    Το γεγονός ότι ορισμένα από αυτά τα «μη τεχνικά αποδεικτικά στοιχεία» αφορούν τόσο τη σχέση ανταγωνισμού μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus όσο και την υφιστάμενη μεταξύ της Ryanair και όλων των άλλων αερομεταφορέων δεν ασκεί επιρροή, κατά το μέτρο που στο στάδιο αυτό της αναλύσεως εξετάζεται η σχέση ανταγωνισμού μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus, οι οποίες αποτελούν τα μέρη της συγκεντρώσεως, στα δρομολόγια στα οποία ασκούν δραστηριότητα αμφότερες.

135    Επιπλέον, η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε στα προπαρατεθέντα αποδεικτικά στοιχεία για να θεμελιώσει την ύπαρξη «αμοιβαίων σημαντικών ανταγωνιστικών πιέσεων», αλλά για να αποδείξει ότι τα μέρη της συγκεντρώσεως τελούν σήμερα σε σχέση ανταγωνισμού (τίτλος του σημείου 7.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως· βλ. επίσης σκέψη 131 ανωτέρω). Συνεπώς, δεν συντρέχει λόγος να διερευνηθεί αν ευσταθεί η επίκριση ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δε μπορούν να στηρίξουν συμπέρασμα το οποίο δεν αντλείται στην προσβαλλομένη απόφαση.

136    Εξάλλου, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τα «μη τεχνικά αποδεικτικά στοιχεία» δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη αν δεν ενισχύονται από «τεχνικά αποδεικτικά στοιχεία» δεν ευσταθεί. Πράγματι, δεν υπάρχει λόγος τέτοιας ιεραρχήσεως. Η Επιτροπή οφείλει να εκτιμήσει συνολικώς το συμπέρασμα το οποίο προκύπτει από τη δέσμη ενδείξεων που χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση της καταστάσεως του ανταγωνισμού. Συναφώς, ενδέχεται ορισμένα στοιχεία να θεωρηθούν σημαντικότερα και ορισμένα να μη ληφθούν υπόψη. Η εξέταση αυτή και η παρατιθέμενη αιτιολόγησή της αποτελούν αντικείμενο του ασκούμενου από το Γενικό Δικαστήριο ελέγχου νομιμότητας των αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα των συγκεντρώσεων. Συνεπώς, σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να εξετασθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας τα οποία αφορούν τα συμπεράσματα που έπρεπε να αντλήσει η Επιτροπή κατόπιν των διαφόρων οικονομετρικών αναλύσεων στις οποίες προέβη κατά τη διοικητική διαδικασία και η επιρροή την οποία έπρεπε να έχουν τα συμπεράσματα αυτά στην εκτίμηση της καταστάσεως του ανταγωνισμού (βλ. σκέψη 181 κατωτέρω).

137    Κατά συνέπεια, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας παραμένουν γενικές, δεδομένου ότι η τελευταία περιορίστηκε να αναφέρει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχτηκε η Επιτροπή ισχύουν τόσο για την Aer Lingus όσο και για όλους τους άλλους ανταγωνιστές, χωρίς να λάβει υπόψη της τις διαπιστώσεις της Επιτροπής περί του ότι, για τα δρομολόγια που εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των αποτελεσμάτων της πράξεως συγκεντρώσεως στον ανταγωνισμό, η Aer Lingus είναι άμεσος ανταγωνιστής της Ryanair, πρέπει να κριθεί ότι η προσφεύγουσα δεν κατορθώνει να θέσει υπό αμφισβήτηση το βάσιμο των διαπιστώσεων της Επιτροπής στην προσβαλλομένη απόφαση.

138    Αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως δε τα αποσπάσματα των συζητήσεων που αφορούσαν την Aer Lingus οι οποίες διεξήχθησαν στο πλαίσιο των περιληφθεισών στη δικογραφία συμβουλών της διοικήσεως της Ryanair, είναι ιδιαίτερα σημαντικά, κατά το μέτρο που ενισχύουν τις διαπιστώσεις που πραγματοποιήθηκαν στο στάδιο της αναλύσεως των μεριδίων αγοράς και του βαθμού συγκεντρώσεως και κατά το μέτρο που προηγούνται της αναλύσεως των οικονομετρικών στοιχείων. Λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της δέσμης ενδείξεων την οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να εξετάσει τα αποτελέσματα της πράξεως συγκεντρώσεως στον ανταγωνισμό.

 5. Επί της οικονομετρικής αναλύσεως της Επιτροπής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

139    Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η οικονομετρική ανάλυση καθιστά δυνατή την «αποφυγή των θεωρητικών συζητήσεων» που αφορούν το ζήτημα της υπάρξεως σημαντικών διαφορών ως προς το ύψος των τιμών, το κόστος εκμεταλλεύσεως, το επίπεδο των παροχών και τον τόπο στον οποίο βρίσκεται η βάση, κατά την εκτίμηση του ανταγωνισμού. Η οικονομετρική ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή, κατά τη μέθοδο που καλείται «μέθοδος σταθερών επιδράσεων» [ή «μέθοδος panel» (συνδυάζουσα διαστρωματικά δεδομένα και χρονολογικές σειρές)], ενέχει πολυάριθμα σφάλματα. Η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να παράσχει αποδείξεις αφορώσες την επιρροή της Aer Lingus στις τιμές της Ryanair. Τούτο είναι σύμφωνο με το επιχείρημα της Ryanair κατά το οποίο η πολιτική της τιμών διέπεται από την «επιθυμία της να επεκτείνει το χαμηλού κόστους μοντέλο της» σε νέες αγορές και σε νέα δρομολόγια και «δεν επηρεάζεται ουσιωδώς» από τη δραστηριότητα των ανταγωνιστών της. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι έχει εντοπίσει «συστηματική σχέση» ως προς τις δύο αυτοτελείς σειρές μοντέλων που αφορούν, αντιστοίχως, τη «συχνότητα» και τη «δραστηριότητα» της Ryanair. Υποστηρίζει, αφενός, ότι, αν η συχνότητα της Ryanair αυξανόταν κατά 1 %, οι τιμές της Aer Lingus θα μειώνονταν κατά 0,025 % (δηλαδή κατά αμελητέο ποσοστό) και, αφετέρου, ότι, αν η Ryanair ανέπτυσσε δραστηριότητα σε ένα δρομολόγιο, η Aer Lingus θα ωθούνταν να εφαρμόζει οριακώς χαμηλότερες τιμές (δηλαδή μεταξύ 5 και 8 %) από αυτές που θα εφάρμοζε υπό διαφορετικές συνθήκες. Παρά το γεγονός ότι τα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία εμφαίνουν περιορισμένο μόνον ανταγωνισμό, η Επιτροπή υπερτίμησε την αληθή ανταγωνιστική επιρροή την οποία οι δύο αυτές αεροπορικές εταιρίες ασκούν η μία στην άλλη.

140    Πρώτον, όσον αφορά το προβαλλόμενο αποτέλεσμα της «συχνότητας» επί των τιμών, η παρουσίαση στην οποία προέβη η Επιτροπή είναι «πολύ παραπλανητική». Μολονότι η επιρροή την οποία επισήμανε η Επιτροπή θα μπορούσε να έχει σημασία από στατιστικής απόψεως, η αληθής σημασία από οικονομικής απόψεως είναι αμελητέα. Παραλείποντας να αναφέρει στην προσβαλλομένη απόφαση ένα από τα δικά της σφάλματα στα οποία είχε αρχικώς υποπέσει, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αν η Ryanair αποσυρόταν πλήρως από όλα τα δρομολόγια στα οποία υπάρχει αλληλεπικάλυψη δραστηριοτήτων και εγκατέλειπε όλα τα κέρδη της στα δρομολόγια αυτά, τούτο θα συνεπαγόταν την αύξηση των τιμών της Aer Lingus κατά 10 έως 12 %. Το αποτέλεσμα αυτό είναι «εντελώς απίθανο», διότι η Ryanair έχει δεσμευθεί να μη μειώσει τη συχνότητα των πτήσεών της στα δρομολόγια με αλληλεπικάλυψη δραστηριοτήτων, και απορρέει από «εξαιρετικά παραπλανητική ερμηνεία», δεδομένου ότι τα χρησιμοποιηθέντα μοντέλα δεν ήταν ικανά να μετρήσουν τις συνέπειες τόσο σημαντικών μεταβολών. Επιπλέον, η παλινδρόμηση της συχνότητας αποδεικνύει ότι ακόμη και σημαντικές μεταβολές στη συχνότητα των πτήσεων της Ryanair ασκούν περιορισμένη μόνον επιρροή στις τιμές της Aer Lingus.

141    Δεύτερον, όσον αφορά την παλινδρόμηση της «δραστηριότητας», η οικονομετρική ανάλυση της Επιτροπής αποδεικνύει ότι οι τιμές της Aer Lingus στα δρομολόγια στα οποία αναπτύσσει δραστηριότητα η Ryanair ήταν χαμηλότερες κατά 5 έως 8 % εκείνων τις οποίες εφαρμόζει στα δρομολόγια στα οποία η Ryanair δεν αναπτύσσει δραστηριότητα. Η Ryanair αντιπροσωπεύει κατά κανόνα το ήμισυ της μεταφορικής ικανότητας εκάστου των εν λόγω δρομολογίων. Κατά συνέπεια, αν η Ryanair αφαιρούσε ένα πολύ σημαντικό κλάσμα της μεταφορικής ικανότητας, τούτο θα γινόταν λίγο μόνον αισθητό στις τιμές της Aer Lingus. Μια τόσο ασήμαντη επιρροή απορρέουσα από μια τόσο σημαντική παρουσία δεν αποδεικνύει ότι η Ryanair ασκεί σημαντική ανταγωνιστική πίεση στην Aer Lingus.

142    Τρίτον, σε θεωρητικό επίπεδο, τα μοντέλα της Επιτροπής καταλήγουν σε αποτέλεσμα το οποίο αντιφάσκει ευθέως προς τις οικονομικές αρχές. Ως εκ τούτου, είναι εσφαλμένο να θεωρηθεί ότι, εφόσον όλοι οι άλλοι παράγοντες παραμένουν αμετάβλητοι, η αύξηση της μεταφορικής ικανότητας συνεπάγεται αύξηση των τιμών. Σύμφωνα με πολύ γνωστή οικονομική αρχή, η αύξηση των πωλήσεων απαιτεί αντιθέτως μείωση των τιμών.

143    Τέταρτον, οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν ανθίστανται σε ελαφρές τροποποιήσεις του τρόπου κατά τον οποίο τα εποχικά αποτελέσματα ελήφθησαν υπόψη στο χρησιμοποιηθέν μοντέλο. Συγκεκριμένα, οι τιμές που εφαρμόζονται σε ένα δρομολόγιο ενδέχεται να ποικίλλουν συστηματικά, αναλόγως του μήνα, με γνώμονα παράγοντες που δεν επηρεάζουν την ένταση του ανταγωνισμού ως προς τις τιμές. Ένα εμπειρικό μοντέλο, το οποίο σκοπεί στην εξήγηση των τιμών, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις εποχικές επιδράσεις, ακόμη και αν δεν υπάρχει «ορθός» τρόπος προς τούτο. Εν προκειμένω, η Επιτροπή υπέθεσε ότι έκαστος μήνας εκάστου έτους ήταν διαφορετικός, αλλά ότι όλα τα δρομολόγια επηρεάζονταν κατά παρόμοιο τρόπο κατά τη διάρκεια ενός συγκεκριμένου μήνα. Ως εκ τούτου, επί παραδείγματι, τον Δεκέμβριο η Επιτροπή υπέθεσε ότι τα δρομολόγια που εξυπηρετούν θέρετρα χειμερινών αθλημάτων είχαν αύξηση της ζητήσεως παρόμοια προς αυτή των δρομολογίων που εξυπηρετούν θερινούς προορισμούς, πράγμα το οποίο είναι προδήλως εσφαλμένο. Συγκεκριμένα, η έκθεση της RBB Economics του Σεπτεμβρίου του 2007, η οποία περιέχει κριτική της προσβαλλομένης αποφάσεως από οικονομικής απόψεως και η οποία έχει επισυναφθεί στο δικόγραφο της προσφυγής, εμφαίνει ότι, αν το εποχικό αποτέλεσμα είχε περιληφθεί στο μοντέλο κατά τρόπο εύλογο, αλλά διαφορετικό, το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η Ryanair ασκεί συστηματική επιρροή επί των τιμών της Aer Lingus δεν θα ίσχυε πλέον. Τα εποχικά αποτελέσματα δεν περιελήφθησαν στο μοντέλο κατά τον ορθό τρόπο.

144    Πέμπτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε ασυνεπή κριτήρια προκειμένου να δεχθεί ή να απορρίψει πραγματικά στοιχεία. Η προσφεύγουσα παραπέμπει συναφώς στην από οικονομικής απόψεως κριτική της RBB Economics, του Σεπτεμβρίου του 2007. Η οικονομετρική ανάλυση εκ μέρους της Επιτροπής δεν εμφαίνει σαφώς ότι η Ryanair και η Aer Lingus αντιδρούν εκάστη στις προσφορές στις οποίες προβαίνει η άλλη για την προώθηση των πωλήσεών της. Επομένως, πρέπει να κριθεί ότι οι εν λόγω αντιδράσεις στις προσφορές είναι είτε υπερβολικά σπάνιες είτε υπερβολικά περιορισμένες για να είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι μαρτυρούν σημαντικό ανταγωνισμό μεταξύ των μερών της συγκεντρώσεως.

145    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας αναφερόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

146    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ανάλυση παλινδρομήσεως των τιμών στην οποία προέβη η Επιτροπή σύμφωνα με τη μέθοδο που καλείται μέθοδος των «σταθερών επιδράσεων». Κατ’ αυτήν, από την εν λόγω ανάλυση δεν προκύπτει κανένα στοιχείο το οποίο να παρέχει τη δυνατότητα εκτιμήσεως της επιρροής της Aer Lingus επί των τιμών της προσφεύγουσας, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνει το επιχείρημά της ότι δεν επηρεάζεται από τη δραστηριότητα των ανταγωνιστών της. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή υπερτίμησε την ανταγωνιστική επιρροή την οποία οι αεροπορικές εταιρίες ασκούν η μία στην άλλη

147    Η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει, και επί του σημείου αυτού, τα επιχειρήματα τα οποία εξέθεσε κατά τη διοικητική διαδικασία και τα οποία εξετάσθηκαν και απορρίφθηκαν με την προσβαλλομένη απόφαση. Συναφώς, επιβάλλεται να γίνει αναφορά στο περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να γίνει αντιληπτή η λειτουργία την οποία επιτέλεσε η ανάλυση παλινδρομήσεως των τιμών στο πλαίσιο της εμπεριστατωμένης έρευνας. Η λειτουργία αυτή πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα της νομολογίας περί του περιθωρίου εκτιμήσεως της Επιτροπής επί οικονομικών θεμάτων (βλ. σκέψεις 29 και 30 ανωτέρω).

148    Η Επιτροπή εξέθεσε στις αιτιολογικές σκέψεις 450 έως 488 της προσβαλλομένης αποφάσεως τα αποτελέσματα της αναλύσεως παλινδρομήσεως των τιμών την οποία πραγματοποίησε χρησιμοποιώντας την προταθείσα από τη Ryanair τεχνική της διαστρωματικής παλινδρομήσεως (σημείο 7.4.3.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την τεχνική παλινδρομήσεως με σταθερές επιδράσεις την οποία προτίμησε η ίδια (σημείο 7.4.3.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Με βάση τα αποτελέσματα αυτά, κατέληξε στο συμπέρασμα η ανάλυσή της επιβεβαίωνε την ύπαρξη σημαντικής ανταγωνιστικής αλληλεπιδράσεως μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus (τίτλος του σημείου 7.4.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

149    Στην αιτιολογική σκέψη 450 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υπογράμμισε κατ’ αρχάς ότι «[έκρινε] ότι τα στοιχεία που περιγράφονται στ[α] προηγούμεν[α] σημεί[α] παρ[είχαν] επαρκείς αποδείξεις περί του ανταγωνισμού μεταξύ της Aer Lingus και της Ryanair». Η ανάλυση παλινδρομήσεως των τιμών πραγματοποιήθηκε προκειμένου να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ελέγξει και να εκτιμήσει τις οικονομετρικές παρατηρήσεις τις οποίες υπέβαλαν η Ryanair και η Aer Lingus, καθώς και να αξιολογήσει ποια μπορούσε να είναι η πιθανή επιρροή εκάστου των μερών της συγκεντρώσεως επί των τιμών του άλλου.

150    Κατά την αιτιολογική σκέψη 452 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αυτή η ανάλυση παλινδρομήσεως των τιμών είχε ως σκοπό να ελεγχθεί:

–        αν η εκ μέρους ενός από τα μέρη της συγκεντρώσεως άσκηση δραστηριότητας σε ένα δρομολόγιο συνδυαζόταν με σημαντική μείωση, από στατιστικής και οικονομικής απόψεως, των τιμών του άλλου,

–        αν τα μέρη της συγκεντρώσεως ασκούσαν αμοιβαίως μεγαλύτερη ανταγωνιστική πίεση απ’ ό,τι κάθε άλλος υπάρχων ανταγωνιστής,

–        αν η ύπαρξη ενός παρόντος ή εν δυνάμει ανταγωνιστή ο οποίος ανέπτυσσε σημαντική δραστηριότητα στο αεροδρόμιο προορισμού ενός δρομολογίου με αναχώρηση από το Δουβλίνο ασκούσε σημαντική επιρροή επί των τιμών των μερών της συγκεντρώσεως,

–        αν μια πιο σημαντική δραστηριότητα ενός από τα μέρη της συγκεντρώσεως (υπό το πρίσμα της συχνότητας των πτήσεων) είχε εμφανές αποτέλεσμα στις τιμές του άλλου.

151    Όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, η τεχνική της διαστρωματικής παλινδρομήσεως συνίσταται στην εξέταση των διαφορών τιμών σε ορισμένα επηρεαζόμενα δρομολόγια σε δεδομένη χρονική στιγμή (αιτιολογική σκέψη 453 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Προϋποθέτει τη σύγκριση των τιμών που εφαρμόζονται σε δρομολόγια στα οποία υφίσταται ανταγωνισμός με αυτές που εφαρμόζονται στα δρομολόγια στα οποία δεν υφίσταται ανταγωνισμός. Η ανάλυση παλινδρομήσεως με σταθερές επιδράσεις συνίσταται στην εξέταση των διαφορών των τιμών στα οικεία δρομολόγια κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου διαστήματος, ειδικότερα του διαστήματος από τον Ιανουάριο του 2002 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2006 (αιτιολογική σκέψη 482 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Προϋποθέτει τη σύγκριση των τιμών που εφαρμόζονται σε συγκεκριμένο δρομολόγιο, κατά τη διάρκεια διαστημάτων κατά τα οποία δεν υπάρχει ανταγωνισμός, με τις τιμές που εφαρμόζονται κατά τη διάρκεια διαστημάτων κατά τα οποία ασκείται ανταγωνισμός.

152    Όσον αφορά την ανάλυση παλινδρομήσεως με σταθερές επιδράσεις, η Επιτροπή επισήμανε ότι παλινδρόμηση στηριζόμενη σε δείγμα με σταθερές επιδράσεις που προσιδιάζουν σε ένα δρομολόγιο θα μπορούσε να μειώσει την απόκλιση της παραλείψεως μεταβλητής από την οποία πάσχουν οι διαστρωματικές παλινδρομήσεις. Έκρινε ότι η μέθοδος αυτή ήταν «η πλέον κατάλληλη για να εκτιμηθεί η ανταγωνιστική πίεση την οποία ασκεί η Ryanair στην Aer Lingus» (αιτιολογική σκέψη 477 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

153    Τα επιχειρήματα των διαδίκων που αφορούν την ανάλυση διαστρωματικής παλινδρομήσεως εκτίθενται και αξιολογούνται στη συνέχεια (βλ. σκέψεις 183 επ. κατωτέρω), μόνο δε η ανάλυση παλινδρομήσεως με σταθερές επιδράσεις εκτιμάται στο πλαίσιο των παρουσών σκέψεων.

154    Για να επικρίνει την ανάλυση παλινδρομήσεως με σταθερές επιδράσεις στην οποία προέβη η Επιτροπή, η προσφεύγουσα προβάλλει ορισμένα επιχειρήματα τα οποία πρέπει να εξετασθούν με τη λογική σειρά που ακολουθήθηκε στην προσβαλλομένη απόφαση, με την οποία η Επιτροπή εξέτασε πρώτα το κριτήριο της δραστηριότητας (βλ. αιτιολογική σκέψη 482 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πριν εξετάσει το κριτήριο της συχνότητας (βλ. αιτιολογική σκέψη 485 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

155    Όσον αφορά την επίδραση της «δραστηριότητας» επί των τιμών, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη στην οποία προέβη η Επιτροπή απέδειξε ότι οι τιμές της Aer Lingus στα δρομολόγια στα οποία η προσφεύγουσα αναπτύσσει δραστηριότητα ήταν χαμηλότερες κατά 5 έως 8 % από αυτές τις οποίες η Aer Lingus εφαρμόζει στα δρομολόγια στα οποία δεν αναπτύσσει δραστηριότητα. Δεδομένου ότι η Ryanair αντιπροσωπεύει κατά κανόνα το ήμισυ της μεταφορικής ικανότητας εκάστου των επηρεαζομένων δρομολογίων, αν η Ryanair αφαιρούσε ένα πολύ σημαντικό τμήμα της μεταφορικής ικανότητας, τούτο θα γινόταν λίγο μόνον αισθητό στις τιμές της Aer Lingus. Μια τόσο ασθενής επιρροή, απορρέουσα από μια τόσο σημαντική δραστηριότητα δεν αποδεικνύει ότι η Ryanair ασκεί σημαντική ανταγωνιστική πίεση στην Aer Lingus. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να προσκομίσει στοιχεία αποδεικνύοντα την επιρροή της Aer Lingus στις τιμές της Ryanair (βλ. σκέψεις 139 και 141 ανωτέρω).

156    Πρώτον, η Επιτροπή έκρινε ότι η παλινδρόμηση με σταθερές επιδράσεις δεν παρείχε αξιόπιστες εκτιμήσεις όσον αφορά την ενδεχόμενη επιρροή της δραστηριότητας της Aer Lingus επί των τιμών της Ryanair. Επισήμανε συναφώς ότι υπήρχε ανεπαρκής αριθμός παραδειγμάτων εισόδου της Aer Lingus σε δρομολόγια στα οποία η Ryanair ανέπτυσσε ήδη δραστηριότητα ή αποχωρήσεώς της από αυτά (αιτιολογική σκέψη 486 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το τελευταίο αυτό σημείο.

157    Συνεπώς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή αναγνώρισε στην προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν ήταν σε θέση να παράσχει οικονομετρική απόδειξη της επιρροής της Aer Lingus στις τιμές της Ryanair και ότι τούτο εξηγούνταν από τον ανωτέρω λόγο. Εντούτοις, η Επιτροπή φρόντισε να επισημάνει ότι «τούτο δεν επιβεβ[αίωνε] ούτε αντ[έκρουε] την υπόθεση ότι η Aer Lingus ασκεί ανταγωνιστική πίεση στις τιμές της Ryanair». Η Επιτροπή στήριξε τη διαπίστωση αυτή διευκρινίζοντας ότι «οι αποδείξεις που παρατέθηκαν στο προηγούμενο [σημείο] αποδ[είκνυαν] σαφώς ότι τόσο η Ryanair όσο και η Aer Lingus ελέγχουν μονίμως το δικό τους ποσοστό πληρώσεως και ελέγχουν εκάστη τις τιμές της άλλης, αναπροσαρμόζουν δε αναλόγως τις τιμές τους» (αιτιολογική σκέψη 486 της προσβαλλομένης αποφάσεως και υποσημείωση 487, στην οποία γίνεται παραπομπή στο σημείο 7.4.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο αφορά το γεγονός ότι έκαστο των μερών της συγκεντρώσεως αντιδρά στις προσφορές και στις διαφημιστικές εκστρατείες του ετέρου).

158    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα περιορίζεται συναφώς στην επανάληψη ενός ζητήματος που εκτίθεται στην προσβαλλομένη απόφαση, χωρίς παρά ταύτα να είναι δυνατόν να συναχθεί εντεύθεν ότι δεν υπάρχει ανταγωνιστική πίεση μεταξύ των μερών της συγκεντρώσεως. Η έλλειψη επαρκών στοιχείων αφορώντων τις περιπτώσεις εισόδου της Aer Lingus σε δρομολόγια στα οποία η Ryanair αναπτύσσει ήδη δραστηριότητα ή αποχωρήσεώς της από αυτά εξηγείται από έναν αντικειμενικό λόγο, τον οποίο δεν αμφισβητεί η προσφεύγουσα, και δεν αρκεί για να προβληθεί το επιχείρημα ότι η Επιτροπή υπερτίμησε την ανταγωνιστική πίεση μεταξύ των μερών της συγκεντρώσεως, η οποία απορρέει από άλλα αποδεικτικά στοιχεία εκτεθέντα στην προσβαλλομένη απόφαση.

159    Δεύτερον, η Επιτροπή επισήμανε με την προσβαλλομένη απόφαση ότι, δεδομένου ότι υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα εισόδου της Ryanair σε δρομολόγια στα οποία η Aer Lingus ανέπτυσσε ήδη δραστηριότητα ή αποχωρήσεώς της από αυτά, η ανάλυση παλινδρομήσεως με σταθερές επιδράσεις ήταν απολύτως κατάλληλη για να εκτιμηθεί αν η δραστηριότητα της Ryanair «συνδέεται αρνητικώς» προς τις τιμές της Aer Lingus (αιτιολογική σκέψη 483 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσφεύγουσα ωσαύτως δεν αμφισβητεί το σημείο αυτό.

160    Η ανάλυση παλινδρομήσεως με σταθερές επιδράσεις παρέσχε ιδίως τη δυνατότητα επαληθεύσεως της υποθέσεως κατά την οποία, «σύμφωνα με το κριτήριο, η άσκηση δραστηριότητας εκ μέρους της Ryanair συνδέεται προς το γεγονός ότι η Aer Lingus εφαρμόζει τιμές χαμηλότερες κατά 7-8 % οσάκις πρόκειται για ζεύγη πόλεων τα οποία αντικατοπτρίζουν τον ορισμό που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή και χαμηλότερες κατά 5 % οσάκις πρόκειται για ζεύγη αεροδρομίων». Κατά την Επιτροπή, το αποτέλεσμα αυτό είναι σημαντικό από οικονομικής και στατιστικής απόψεως σε όλες τις ελεγχθείσες παλινδρομήσεις (αιτιολογική σκέψη 485 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ενώ η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τούτο εμφαίνει περιορισμένο μόνον ανταγωνισμό.

161    Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν επικρίνει τα εν λόγω αποτελέσματα καθεαυτά, αλλά μόνον τη σημασία τους. Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας επί του σημείου αυτού δεν καθιστούν κατανοητό για ποιο λόγο η επίδραση την οποία έχει η δραστηριότητά της επί των τιμών της Aer Lingus δεν θα μπορούσε να κριθεί σημαντική από οικονομικής και στατιστικής απόψεως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή.

162    Συναφώς, επισημαίνεται ότι επίδραση επί των τιμών της τάξεως του 7 έως 8 % είναι εκ πρώτης όψεως σημαντική. Εξάλλου, υπάρχει κίνδυνος υποτιμήσεως του αποτελέσματος αυτού, δεδομένου ότι πρόκειται περί μέσου όρου ο οποίος δεν λαμβάνει ειδικώς υπόψη τα δρομολόγια στα οποία η συγκέντρωση θα κατέληγε στη δημιουργία μονοπωλίου. Ομοίως, όπως επισημάνθηκε στην αιτιολογική σκέψη 488 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η σύγκριση στην οποία προέβη η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη την επιρροή που ασκεί επί των τιμών της Aer Lingus η δραστηριότητα της Ryanair ως ενδεχόμενης ανταγωνίστριας στα δρομολόγια που αναχωρούν από το Δουβλίνο (σημείο 7.6 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στα δρομολόγια αυτά, είναι πράγματι πιθανόν να καθορίζει η Aer Lingus τιμές χαμηλότερες από αυτές τις οποίες θα χρέωνε αν η Ryanair δεν διέθετε βάση στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου. Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αμφισβητεί απλώς τη σημασία που προσδόθηκε στο διαπιστωθέν αποτέλεσμα με την αιτιολογία ότι, κατ’ αυτήν, δεν είναι αρκούντως σημαντικό από οικονομικής απόψεως.

163    Εξάλλου, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ο ρόλος που δόθηκε στην ανάλυση παλινδρομήσεως με σταθερές επιδράσεις στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της καταστάσεως του ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επισήμανε με την προσβαλλομένη απόφαση ότι η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνει και συμπληρώνει τα συμπεράσματα που αντλήθηκαν από τα ποιοτικά αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η Ryanair και η Aer Lingus τελούν σε στενή σχέση ανταγωνισμού. Επισήμανε ότι τα αποτελέσματα αυτά ήταν κατά κανόνα σύμφωνα με τη γνώμη της πλειονότητας των ερωτηθέντων κατά την έρευνα που πραγματοποιήθηκε μεταξύ των πελατών, από την οποία προκύπτει ότι τα μέρη της συγκεντρώσεως είναι «άμεσοι ανταγωνιστές» οσάκις και άλλες εταιρίες αναπτύσσουν δραστηριότητα στο δρομολόγιο. Συναφώς, κατέληξε ότι «[ο]ι παλινδρομήσεις με σταθερές επιδράσεις παρ[είχαν], κατά συνέπεια, σαφείς αποδείξεις επιβεβαιώνουσες ότι οι τιμές της Aer Lingus υφίστανται επί του παρόντος την ανταγωνιστική πίεση της Ryanair» (αιτιολογικές σκέψεις 489 και 490 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να εκτιμηθεί ο ρόλος που έχει προσδοθεί στην ανάλυση παλινδρομήσεως με σταθερές επιδράσεις. Εντεύθεν συνάγεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση τονίζει λιγότερο την ένταση του ανταγωνισμού που υφίσταται μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus και περισσότερο το γεγονός ότι οι δύο αυτές επιχειρήσεις είναι «άμεσοι ανταγωνιστές» και ότι υφίσταται ανταγωνιστική πίεση την οποία ασκεί η Ryanair στην Aer Lingus. Τα αποτελέσματα στα οποία κατέληξε η Επιτροπή λαμβάνοντας υπόψη το κριτήριο της δραστηριότητας στηρίζουν τις δύο τελευταίες εκτιμήσεις.

164    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ως προς τι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της εξουσίας της εκτιμήσεως των οικονομικής φύσεως καταστάσεων την οποία της έχει αναγνωρίσει η νομολογία.

165    Όσον αφορά την επίδραση της «συχνότητας» επί των τιμών, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η παρουσίαση στην προσβαλλομένη απόφαση είναι «πολύ παραπλανητική», κατά το μέτρο που, ακόμη και αν η επισημανθείσα από την Επιτροπή επιρροή ήταν στατιστικώς σημαντική, η οικονομική της σημασία θα ήταν αμελητέα. Η Επιτροπή παρέλειψε επίσης να αναφέρει στην προσβαλλομένη απόφαση ένα σφάλμα το οποίο αρχικώς διαπράχθηκε κατά τη διοικητική διαδικασία και κατέληξε σε ένα «εξαιρετικά απίθανο» αποτέλεσμα. Εξάλλου, η παλινδρόμηση της συχνότητας εμφαίνει ότι ακόμη και σημαντικές μεταβολές στη συχνότητα της Ryanair έχουν ελάσσονα επιρροή στις τιμές της Aer Lingus (βλ. σκέψη 140 ανωτέρω).

166    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε στην ανάλυση παλινδρομήσεως με σταθερές επιδράσεις διαφορετικό κριτήριο από το αρχικό κριτήριο της δραστηριότητας. Πρόκειται για το κριτήριο της συχνότητας, το οποίο σκοπεί στην εξακρίβωση του αν ο αριθμός πτήσεων ενός από τα μέρη της συγκεντρώσεως σε συγκεκριμένο δρομολόγιο συνεπάγεται τη μείωση των τιμών του ετέρου (αιτιολογική σκέψη 482 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή επισήμανε ρητώς με την προσβαλλομένη απόφαση ότι το αποτέλεσμα των παλινδρομήσεων που στηρίζονται στη συχνότητα ενισχύει την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή του κριτηρίου της δραστηριότητας (αιτιολογική σκέψη 485, τέταρτο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συνεπώς, κατ’ αυτήν, η επίδραση επί των τιμών η οποία προκύπτει από την εφαρμογή του κριτηρίου της συχνότητας παρέχει ένα συμπληρωματικό στοιχείο για τον έλεγχο της «ανθεκτικότητας» του αποτελέσματος που προκύπτει από τη χρήση του κριτηρίου της δραστηριότητας.

167    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μέτρηση της δραστηριότητας την οποία ασκεί η Ryanair υπό το πρίσμα της συχνότητας των πτήσεων επί του δρομολογίου, η οποία χρησιμοποιείται ως υποκατάστατη μεταβλητή, καθιστούσε δυνατό να επιβεβαιωθεί ότι η Ryanair ασκούσε ανταγωνιστική πίεση στην Aer Lingus. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης με την προσβαλλομένη απόφαση ότι, «[σ]ύμφωνα με το κριτήριο, το αποτέλεσμα, από πλευράς τιμών της συγκεντρώσεως, το οποίο προέκυψε από τις παλινδρομήσεις που στηρίζονται στη συχνότητα ανέρχεται σε 5-6 % περίπου (κατά μέσον όρο επί όλων των δρομολογίων) ή σε 10-12 % (αν ληφθούν υπόψη μόνον τα δρομολόγια των οποίων οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται)» (αιτιολογική σκέψη 485, τέταρτο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

168    Η ανάλυση αυτή της Επιτροπής δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η παρουσίαση της Επιτροπής είναι «πολύ παραπλανητική» και ότι το αποτέλεσμά της είναι «εντελώς απίθανο». Η προσφεύγουσα, προκειμένου να προβάλει αυτόν τον «εντελώς απίθανο» χαρακτήρα, διατείνεται ότι δεσμεύθηκε να μη μειώσει τον αριθμό των πτήσεών της στα δρομολόγια στα οποία υπάρχει αλληλεπικάλυψη δραστηριοτήτων, κατόπιν της πραγματοποιήσεως της συγκεντρώσεως. Η δέσμευση αυτή, η οποία ισχύει για το μέλλον, δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τα αποτελέσματα της οικονομετρικής αναλύσεως στην οποία προέβη η Επιτροπή με βάση στοιχεία τα οποία καλύπτουν το διάστημα από τον Ιανουάριο του 2002 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2006. Στο στάδιο αυτό της αναλύσεως, η Επιτροπή απλώς εξέθεσε τα διάφορα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη στη δέσμη ενδείξεων που χρησιμοποιήθηκε για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα μέρη της συγκεντρώσεως τελούν σήμερα σε σχέση ανταγωνισμού (σημείο 7.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

169    Η προσφεύγουσα, προβάλλοντας την «πολύ παραπλανητική» φύση της παρουσιάσεως, υποστηρίζει ότι τα μοντέλα που χρησιμοποιήθηκαν δεν είναι ικανά να μετρούν τις συνέπειες τόσο σημαντικών μεταβολών. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παρουσιάζει μια «εναλλακτική και παραπλανητική ερμηνεία» της παλινδρομήσεως της συχνότητας, επιχειρώντας να υπολογίσει την αναμενόμενη άνοδο των τιμών σε περίπτωση που η προσφεύγουσα έπαυε να ασκεί δραστηριότητα σε όλα τα δρομολόγια που εξυπηρετεί η Aer Lingus. Συναφώς, παραπέμπει στην παράγραφο 290 του παραρτήματος IV της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή εξέθεσε στο εν λόγω παράρτημα τους λόγους για τους οποίους διατύπωσε την επικρινόμενη από την προσφεύγουσα υπόθεση. Επρόκειτο εν προκειμένω για την κατ’ αναλογίαν χρήση της μεθόδου την οποία χρησιμοποίησαν οι εμπειρογνώμονες οικονομολόγοι οι οποίοι ασχολήθηκαν με την υπόθεση FTC v. Staples/Office Depot στις Ηνωμένες Πολιτείες (βλ. τις παραγράφους 288 έως 290 του παραρτήματος IV της προσβαλλομένης αποφάσεως και τις παραπομπές σε δημοσιεύσεις που παρατίθενται στην υποσημείωση 87 του εν λόγω παραρτήματος). Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προβάλλει απλώς και μόνον ότι η υπόθεση αυτή αποτελεί «εναλλακτική και παραπλανητική ερμηνεία» της παλινδρομήσεως της συχνότητας, χωρίς να εκφέρει γνώμη επί των λόγων τους οποίους εξέθεσε η Επιτροπή για να δικαιολογήσει τη διατύπωση της εν λόγω υποθέσεως εν προκειμένω. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η επικουρική λειτουργία την οποία προσέδωσε η Επιτροπή στην ανάλυση του αποτελέσματος το οποίο έχει η συχνότητα επί των τιμών, του οποίου γίνεται επίκληση αποκλειστικώς και μόνο για να επιβεβαιωθεί ότι η Ryanair ασκεί ανταγωνιστική πίεση επί της Aer Lingus και για να ενισχυθεί η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τη χρήση του κριτηρίου της δραστηριότητας (βλ. σκέψεις 166 και 167 ανωτέρω). Τα αποτελέσματα αυτά, είτε προκύπτουν από τη χρήση του κριτηρίου της δραστηριότητας είτε του κριτηρίου της συχνότητας, έχουν εν πάση περιπτώσει περιορισμένη λειτουργία στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της καταστάσεως του ανταγωνισμού (βλ. σκέψη 163 ανωτέρω).

170    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ως προς τι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως των οικονομικής φύσεως καταστάσεων την οποία της έχει αναγνωρίσει η νομολογία.

171    Ως προς την αιτίαση που αφορά το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε αρχικώς η Επιτροπή, επισημαίνεται ότι το σφάλμα αυτό προκύπτει από την παράγραφο 64 του παραρτήματος IV της ανακοινώσεως αιτιάσεων την οποία η Επιτροπή απηύθυνε κατά τη διοικητική διαδικασία και στην οποία δήλωσε τα ακόλουθα:

«[…] Η προσέγγιση αυτή καθιστά δυνατή […] την ερμηνεία του συντελεστή της μεταβλητής της συχνότητας ως ελαστικότητας των τιμών σε σχέση με τον μηνιαίο αριθμό πτήσεων τις οποίες προσφέρει ένας ανταγωνιστής στο επίμαχο δρομολόγιο. Ως εκ τούτου, αν ο συντελεστής είναι επί παραδείγματι 0,02, τούτο σημαίνει ότι ενίσχυση του μηνιαίου αριθμού πτήσεων ενός ανταγωνιστή κατά 1 % συνεπάγεται αύξηση των τιμών κατά 2 %.»

172    Στη δεύτερη περίοδο, η Επιτροπή έπρεπε να αναγράψει «αν ο συντελεστής είναι 2». Παρά ταύτα, το σφάλμα αυτό δεν είναι σοβαρό. Αφορά ένα υποθετικό παράδειγμα το οποίο χρησιμοποιήθηκε για να δώσει την εικόνα της λειτουργίας ενός συντελεστή στο πλαίσιο της εφαρμογής του κριτηρίου της συχνότητας. Το σφάλμα αυτό δεν έχει σχέση με την ερμηνεία που έδωσε η Επιτροπή στα πραγματικά αποτελέσματα. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν απέκρυψε το εν λόγω σφάλμα, αλλά το ανέφερε ρητώς στην προσβαλλομένη απόφαση (παράγραφοι 285 και 286 του παραρτήματος IV της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, το σφάλμα αυτό δεν αφορά το κριτήριο της ασκήσεως δραστηριότητας, το οποίο έχει κριθεί ως ουσιωδέστερο (βλ. σκέψη 166 ανωτέρω).

173    Συνεπώς, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παρουσίασε πλημμελή ανάλυση με την προσβαλλομένη απόφαση, εξαιτίας ενός ήσσονος σημασίας σφάλματος, παρεμφερούς προς σφάλμα γραφίδος, το οποίο παρεισέφρησε σε προγενέστερο στάδιο.

174    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι τα μοντέλα της Επιτροπής αντιφάσκουν προς την οικονομική θεωρία, δεδομένου ότι καταλήγουν στο παράδοξο αποτέλεσμα ότι η αύξηση της μεταφορικής ικανότητας συνεπάγεται αύξηση των τιμών (βλ. σκέψη 142 ανωτέρω), επισημαίνεται, όπως επισημαίνει και η Επιτροπή, ότι, δεδομένου ότι η μεταφορική ικανότητα καθορίζεται πριν από τις τιμές στον τομέα της αεροπορικής μεταφοράς επιβατών, τα χρησιμοποιούμενα οικονομετρικά κριτήρια αποκαθιστούν τη σχέση μεταξύ τιμών και της ζητήσεως που προβλέπεται κατά τον χρόνο καθορισμού της μεταφορικής ικανότητας (και όχι της πραγματικής ζητήσεως). Συνεπώς, το επιχείρημα της προσφεύγουσας δεν λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του επίμαχου τομέα, στον οποίο οι αποφάσεις που αφορούν τη μεταφορική ικανότητα παρουσιάζουν ορισμένες ιδιαιτερότητες.

175    Στο πλαίσιο του επιχειρήματος ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν ανθίστανται σε ελαφρές τροποποιήσεις των υποθέσεων στις οποίες στηρίζεται το μοντέλο, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η Επιτροπή υπέθεσε ότι έκαστος μήνας εκάστου έτους ήταν διαφορετικός, αλλά ότι όλα τα δρομολόγια επηρεάζονταν κατά παρόμοιο τρόπο κατά τη διάρκεια ενός συγκεκριμένου μήνα. Κατά την προσφεύγουσα όμως, αν η εποχική επίδραση είχε συμπεριληφθεί στο μοντέλο κατά εύλογο, αλλά διαφορετικό τρόπο, το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η Ryanair ασκεί συστηματική επιρροή στις τιμές της Aer Lingus δεν θα ίσχυε πλέον (βλ. σκέψη 143 ανωτέρω).

176    Επί του σημείου αυτού, σημειωτέον ότι η ανάλυση παλινδρομήσεως με σταθερές επιδράσεις στην οποία προέβη η Επιτροπή συνίσταται στην αναζήτηση των διαφορών στα διάφορα δρομολόγια οι οποίες επηρεάζουν τις τιμές και δεν μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου. Η Επιτροπή εξέθεσε στο παράρτημα IV της προσβαλλομένης αποφάσεως τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι τα αποτελέσματα τα οποία προέκυψαν ανθίσταντο στην εισαγωγή άλλων μεταβλητών ελέγχου αφορωσών παράγοντες προσφοράς και ζητήσεως που ενδέχετο να μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου και αναλόγως του δρομολογίου. Επισήμανε ότι η χρησιμοποίηση σταθερών κατά τη διάρκεια του χρόνου αποτελεσμάτων καθιστούσε δυνατό τον ικανοποιητικό έλεγχο του εποχικού χαρακτήρα και των εξωγενών κραδασμών για οποιονδήποτε μήνα. Τα αποτελέσματα αυτά ανθίστανται ακόμη και στη χρήση των μοντέλων αντικαταστάσεως για τη συνεκτίμηση του εποχικού χαρακτήρα τα οποία πρότεινε η Ryanair κατά τη διοικητική διαδικασία (παράγραφοι 255 έως 267 του παραρτήματος IV της προσβαλλομένης αποφάσεως).

177    Συνεπώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει απλώς και μόνον ότι μια διαφορετική ερμηνεία των εποχικών επιδράσεων θα μπορούσε να τροποποιήσει τα αποτελέσματα που προέκυψαν. Μνεία της ερμηνείας αυτής γίνεται στο παράρτημα της προσβαλλομένης αποφάσεως και η προσφεύγουσα δεν εκθέτει ως προς τι οι παρατηρήσεις της Επιτροπής συναφώς είναι εσφαλμένες.

178    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ως προς τι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως των οικονομικής φύσεως καταστάσεων την οποία της έχει αναγνωρίσει η νομολογία.

179    Απαντώντας στο επιχείρημα το οποίο αφορά τη χρήση ασυνεπών κριτηρίων για την αποδοχή ή την απόρριψη πραγματικών στοιχείων (βλ. σκέψη 144 ανωτέρω), σημειωτέον ότι η Επιτροπή, στην προσβαλλομένη απόφαση και στο παράρτημα IV αυτής, προέβη σε λεπτομερή εξέταση όλων των οικονομετρικών στοιχείων που υπέβαλαν στην κρίση της τα μέρη, καθώς και των παρατηρήσεων τις οποίες υπέβαλαν επί των δικών της στοιχείων. Μεταξύ άλλων, η Επιτροπή προέβη σε δοκιμές και σε επεκτάσεις των βασικών παλινδρομήσεων που εκτίθενται στην ανακοίνωση αιτιάσεων προκειμένου να απαντήσει στις παρατηρήσεις αυτές (βλ. σημείο 7.3 του παραρτήματος IV της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο αφορά τις παρατηρήσεις αυτές).

180    Κατόπιν της εξετάσεως αυτής και λαμβανομένου υπόψη του ότι, στο πλαίσιο των σχετικών παρατηρήσεών της, η προσφεύγουσα απλώς επαναλαμβάνει τις αιτιάσεις που εξέθεσε σε άλλα σημεία όσον αφορά τις διάφορες πτυχές της αναλύσεως παλινδρομήσεως με σταθερές επιδράσεις, κρίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ως προς τι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως των οικονομικής φύσεως καταστάσεων την οποία της έχει αναγνωρίσει η νομολογία.

181    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η οικονομετρική ανάλυση εκ μέρους της Επιτροπής δεν εμφαίνει σαφώς ότι η Ryanair και η Aer Lingus αντιδρούν εκάστη στις προσφορές στις οποίες προβαίνει η άλλη για την προώθηση των πωλήσεών της, επισημαίνεται ότι τούτο δεν αποτελούσε το αντικείμενο της αναλύσεως αυτής (βλ. σκέψη 150 ανωτέρω). Η Επιτροπή δεν στηρίχτηκε, στο μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως το οποίο αφορά την εξέταση των προσφορών και των διαφημιστικών εκστρατειών, στην ανάλυση παλινδρομήσεως με σταθερές επιδράσεις, αλλά στην ανάλυση της διαφημιστικής στρατηγικής της Aer Lingus και της Ryanair (βλ. το σημείο 7.4.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και τις πολυάριθμες παραπομπές στα ανακοινωθέντα Τύπου, στα εσωτερικά έγγραφα της Ryanair και στην απάντηση της Aer Lingus σε ένα ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, που περιέχονται στις υποσημειώσεις 474 έως 477). Συνεπώς, τα συμπεράσματα τα οποία άντλησε η Επιτροπή στο μέρος αυτό δεν μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση, καθεαυτά, από τα αποτελέσματα μιας οικονομετρικής αναλύσεως η οποία δεν είχε ως αντικείμενο την εξέταση του ζητήματος αυτού.

182    Συνεπώς, από την εξέταση του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως και του παραρτήματος IV της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι κανένα από τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η προσφεύγουσα δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Επιτροπή, είτε πρόκειται για τη μέθοδο την οποία χρησιμοποίησε είτε για τα αποτελέσματα τα οποία απέδωσε η μέθοδος είτε για τον τρόπο κατά τον οποίο εκμεταλλεύθηκε τα αποτελέσματα αυτά στην προσβαλλομένη απόφαση, προκειμένου να εκτιμήσει τις συνέπειες της πράξεως συγκεντρώσεως επί του ανταγωνισμού.

183    Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, τα αποτελέσματα της αναλύσεως παλινδρομήσεως στην οποία προέβη η Επιτροπή χρησιμοποιήθηκαν απλώς και μόνο για την επιβεβαίωση και συμπλήρωση των συμπερασμάτων που αντλήθηκαν από ποιοτικά αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η Ryanair και η Aer Lingus τελούν σε στενή σχέση ανταγωνισμού.

 6. Επί των οικονομετρικών αναλύσεων τις οποίες υπέβαλε η Ryanair

 Επιχειρήματα των διαδίκων

184    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή επέλεξε να αγνοήσει τα οικονομετρικά στοιχεία τα οποία της υπέβαλε κατά τη διοικητική διαδικασία. Τα στοιχεία αυτά σκοπούσαν στην εξακρίβωση του αν η δραστηριότητα της Aer Lingus σε ένα δρομολόγιο εμπόδιζε τη Ryanair να εφαρμόζει υψηλότερες τιμές. Περιελάμβαναν διαστρωματικά δεδομένα τα οποία συνέκριναν δρομολόγια μεταξύ τους, αφορώντα περισσότερα από 300 δρομολόγια ανά την Ευρώπη, καθώς και ένα μοντέλο panel. Κατά την προσφεύγουσα, τα δύο αυτά στοιχεία αποδείκνυαν χωρίς διαφοροποιήσεις ότι, όταν καθορίζει τις τιμές της, δεν υφίσταται ανταγωνιστική πίεση λόγω της δραστηριότητας της Aer Lingus σε ορισμένο δρομολόγιο. Τα στοιχεία που παρέσχε η Ryanair είχαν πολλά πλεονεκτήματα σε σχέση με το μοντέλο που χρησιμοποίησε η Επιτροπή (κριτική της RBB Economics από οικονομικής απόψεως, του Σεπτεμβρίου του 2007).

185    Πρώτον, το διαστρωματικό μοντέλο της Ryanair χρησιμοποιεί στοιχεία αφορώντα τα δρομολόγια τα οποία εκμεταλλεύεται. Η Επιτροπή απέρριψε τα στοιχεία αυτά για «θεωρητικούς λόγους», στηριζόμενους στο ότι τα στοιχεία αυτά δεν αφορούσαν άμεσα την Ιρλανδία, από την οποία αναχωρούν τα δρομολόγια τα οποία επηρεάζονται από τη συγκέντρωση και στο ότι ήταν δυνατόν τα αποτελέσματα να επηρεάζονται από «μη παρατηρηθείσες διαφορές» μεταξύ των δρομολογίων. Οι δύο αυτές αντιρρήσεις είναι προδήλως αβάσιμες, διότι η Ryanair χρησιμοποιεί το ίδιο οικονομικό μοντέλο σε ολόκληρη την Ευρώπη, χωρίς να διακρίνει μεταξύ ιρλανδικών και μη ιρλανδικών δρομολογίων, και διότι η αντίρρηση που αφορά τις «μη παρατηρηθείσες διαφορές» ισχύει και για το μοντέλο της Επιτροπής, δεδομένου ότι αυτή ομολόγησε μάλιστα την ύπαρξη, ως προς το μοντέλο της, ενός «προβλήματος επιλογής» και ενός «προβλήματος ενδογένειας» σε σχέση με τη συχνότητα.

186    Δεύτερον, η παλινδρόμηση panel την οποία υπέβαλε η Ryanair καθιστούσε δυνατό τον έλεγχο των διακυμάνσεων που επηρεάζουν σημαντικά τις τιμές σε ένα δρομολόγιο. Χάρη στο στοιχείο αυτό, η εν λόγω μέθοδος υπερτερεί των μοντέλων της Επιτροπής, στο πλαίσιο των οποίων, πιθανότατα, δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπόψη οι παράγοντες που αφορούν τη ζήτηση, Κατ’ αρχήν, η Επιτροπή αναγνωρίζει τα πλεονεκτήματα αυτής της «proxy» της ζητήσεως στο επίπεδο των δρομολογίων, αλλά επιλέγει αυθαίρετα να την απορρίψει λόγω του ότι είναι θεωρητικώς δυνατόν η μεταβλητή να «αποτυγχάνει υπό ορισμένες» περιστάσεις. Επιπλέον, όσον αφορά το συμπέρασμα της Ryanair ότι η Aer Lingus δεν ασκεί καμία σημαντική επιρροή επί των τιμών της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι «η αδυναμία να αποδειχθεί η ύπαρξη στατιστικής σχέσεως δεν σημαίνει ότι η σχέση αυτή δεν υφίσταται» (αιτιολογική σκέψη 476 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συνεπώς, η Επιτροπή επιβάλλει κριτήριο προς το οποίο είναι αδύνατο να ανταποκριθεί η Ryanair.

187    Τρίτον, η Επιτροπή χαρακτηρίζει την οικονομετρική μέθοδο της Ryanair ως «μη συμβατική», ενώ πρόκειται για τη μέθοδο την οποία εφάρμοσαν οι οικονομολόγοι στα συγγράμματα των οποίων στηρίζεται η ανάλυσή της (παράγραφοι 117 και 288 του παραρτήματος IV της προσβαλλομένης αποφάσεως).

188    Κατά συνέπεια, τα στοιχεία της Ryanair στηρίζονται σε πιο αξιόπιστα μοντέλα από αυτά της Επιτροπής, είναι αντιπροσωπευτικά του οικονομικού της μοντέλου, καθιστούν δυνατή τη συνεκτίμηση των διακυμάνσεων της ζητήσεως και είναι πιο «ανθεκτικά» έναντι της τροποποιήσεως των υποθέσεων στις ποίες στηρίζονται τα μοντέλα. Εξάλλου, η οικονομετρική ανάλυση της Επιτροπής δεν αντικρούει το συμπέρασμα που αντλείται από τα στοιχεία αυτά, κατά το οποίο η Aer Lingus δεν ασκεί ανταγωνιστική πίεση στη Ryanair.

189    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αναφερόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

190    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να απορρίψει τα οικονομετρικά στοιχεία της, όπως το έπραξε, για τους λόγους που εκτίθενται στην προσβαλλομένη απόφαση (σημείο 7.4.3.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως και σημείο 5 του παραρτήματος IV αυτής, όσον αφορά την ανάλυση της διαστρωματικής παλινδρομήσεως, σημείο 7.4.3.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως και σημείο 6 του παραρτήματος IV αυτής, όσον αφορά τις παλινδρομήσεις σε δύο στάδια).

191    Η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει, και ως προς το σημείο αυτό, τα επιχειρήματα που εξέθεσε κατά τη διοικητική διαδικασία και τα οποία εξετάσθηκαν και απορρίφθηκαν με την προσβαλλομένη απόφαση. Συναφώς, πρέπει να γίνει αναφορά στο περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να γίνει κατανοητή η λειτουργία της αναλύσεως παλινδρομήσεως των τιμών κατά το στάδιο της εμπεριστατωμένης έρευνας. Η λειτουργία αυτή πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα της νομολογίας που αφορά το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής επί οικονομικής φύσεως ζητημάτων (βλ. σκέψεις 29 και 30 ανωτέρω).

192    Συγκεκριμένα, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι η Επιτροπή εξέτασε λεπτομερώς στην προσβαλλομένη απόφαση τις δύο οικονομετρικές μελέτες τις οποίες της διαβίβασε η Ryanair. Ως εκ τούτου, προκειμένου να απορρίψει την ανάλυση διαστρωματικής παλινδρομήσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Ryanair επιδίωκε να διαπιστώσει αν οι τιμές της ήταν χαμηλότερες στα δρομολόγια στα οποία τελούσε σε σχέση ανταγωνισμού με την Aer Lingus και ότι η Ryanair διατεινόταν ότι το αποτέλεσμα αυτό θα προέκυπτε από την ανάλυση των τιμών σε 313 ευρωπαϊκά δρομολόγια τα οποία αυτή εξυπηρετεί, πριν καταλήξει ότι δεν υφίστατο στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ των τιμών της και της δραστηριότητας της Aer Lingus σε συγκεκριμένο δρομολόγιο (αιτιολογικές σκέψεις 457 έως 459 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή αρνήθηκε να δεχθεί ότι η διαπίστωση αυτή αποδείκνυε ότι η Aer Lingus δεν ασκούσε ανταγωνιστική πίεση στη Ryanair για τους ακόλουθους λόγους: πρώτον, τα αποτελέσματα της μελέτης δεν ήταν «ανθεκτικά», δηλαδή δεν ανθίσταντο στην ελαφρά τροποποίηση των αρχικών υποθέσεων, και ορισμένα συγκεκριμένα τεχνικά προβλήματα στερούσαν την αξιοπιστία των εν λόγω αποτελεσμάτων, δεύτερον, η σύγκριση διαφορετικών δρομολογίων (διαστρωματική μέθοδος) ήταν προβληματική, διότι τα χαρακτηριστικά των δρομολογίων δεν λαμβάνονταν υπόψη, και τρίτον, τα υποβληθέντα στοιχεία δεν περιορίζονταν στα δρομολόγια με τόπο αναχωρήσεως και αφίξεως το Δουβλίνο, αλλά αφορούσαν επίσης μεγάλο αριθμό ευρωπαϊκών δρομολογίων που δεν έχουν τόπο αναχωρήσεως ούτε αφίξεως το Δουβλίνο (αιτιολογικές σκέψεις 460 έως 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως και σημείο 5.2 του παραρτήματος IV της αποφάσεως αυτής).

193    Προκειμένου να διορθωθούν κατά το δυνατόν τα προβλήματα αυτά, η Επιτροπή προέβη στη δική της διαστρωματική ανάλυση των δρομολογίων από και προς το Δουβλίνο. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν δεν επιβεβαίωσαν τις διαπιστώσεις της Ryanair. Από τα αποτελέσματα αυτά κατέστη εμφανές ότι οι τιμές της Aer Lingus ήταν χαμηλότερες στα δρομολόγια στα οποία ασκούσε δραστηριότητα η Ryanair και ότι οι τιμές της Ryanair ήταν λιγότερο υψηλές όταν υπήρχε ανταγωνισμός εκ μέρους της Aer Lingus. Πάντως, για τεχνικούς λόγους, η Επιτροπή έκρινε στην προσβαλλομένη απόφαση ότι κανένα οριστικό συμπέρασμα δεν μπορούσε να αντληθεί από τη διαστρωματική ανάλυση της Ryanair ούτε από τη δική της (αιτιολογικές σκέψεις 463 έως 468 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

194    Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν απέρριψε αυθαιρέτως με την προσβαλλομένη απόφαση τις δύο εκθέσεις της οι οποίες αφορούσαν τις παλινδρομήσεις σε δύο στάδια (καλούμενες επίσης «παλινδρομήσεις panel»). Οι εκθέσεις αυτές εξετάσθηκαν προσεκτικά και δεν έγιναν δεκτές ως αποδεικτικά στοιχεία για τους λόγους που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 473 έως 475 της προσβαλλομένης αποφάσεως και στο σημείο 6 του παραρτήματος IV της αποφάσεως αυτής. Ειδικότερα, η Επιτροπή επισήμανε ότι η μέθοδος την οποία εφάρμοσε η Ryanair έχει εν τοις πράγμασι περιορίσει τη δειγματοληπτική μέθοδο σε απλή διαστρωματική ανάλυση. Το ελάττωμα εξαιτίας του οποίου η Επιτροπή κατέληξε στην απόρριψη τόσο της διαστρωματικής αναλύσεως της Ryanair όσο και της δικής της αναλύσεως, δηλαδή η ανεπαρκής συνεκτίμηση των χαρακτηριστικών των δρομολογίων, καθιστά αλυσιτελή και την ανάλυση παλινδρομήσεως σε δύο στάδια της Ryanair. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι, επιλέγοντας μια πολύπλοκη μέθοδο σε δύο στάδια και ένα σύνολο στοιχείων το οποίο περιελάμβανε δρομολόγια με τόπο αναχωρήσεως την Ιρλανδία, η Ryanair αύξανε την πιθανότητα να μη δώσει η παλινδρόμησή της στατιστικώς σημαντικά αποτελέσματα.

195    Συνεπώς, από την εξέταση του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως και του παραρτήματος IV αυτής προκύπτει ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση το βάσιμο των συμπερασμάτων της Επιτροπής κατά τα οποία, αφενός, ούτε η διαστρωματική ανάλυση της Επιτροπής ούτε αυτή της Ryanair πληρούν τις αναγκαίες προδιαγραφές αξιοπιστίας (αιτιολογική σκέψη 468 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, αφετέρου, η ανάλυση παλινδρομήσεως σε δύο στάδια της Ryanair δεν έχει επαρκή αποδεικτική δύναμη ώστε να διαπιστωθεί ότι η Ryanair ουδόλως υφίσταται ανταγωνιστική πίεση από την Aer Lingus στα δρομολόγια με τόπο αναχωρήσεως την Ιρλανδία (αιτιολογική σκέψη 476 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 7. Επί των ανταγωνιστικών πιέσεων που ασκούν οι εταιρίες οι οποίες εκτελούν ναυλωμένες πτήσεις

 Επιχειρήματα των διαδίκων

196    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι εταιρίες οι οποίες εκτελούν ναυλωμένες πτήσεις θα ασκούν ανταγωνιστική πίεση στην προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα, «όσον αφορά, επί παραδείγματι, τις πτήσεις με προορισμό ηλιόλουστα μέρη ή θέρετρα για σκι». Αποκλείοντας, στο σημείο 6.7 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τις εταιρίες που εκτελούν ναυλωμένες πτήσεις από τη σχετική αγορά, η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα. Συγκεκριμένα, ο μεγαλύτερος αριθμός θέσεων σε ναυλωμένες πτήσεις διατίθεται στην αγορά υπό τη μορφή οργανωμένων ταξιδιών τα οποία προσφέρουν οι διοργανωτές ταξιδιών. Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή αρνείται ότι οι θέσεις αυτές έχουν κάποια σπουδαιότητα, με την αιτιολογία ότι «[ο]ι πωλήσεις πακέτων θέσεων στους διοργανωτές ταξιδιών υπάγονται σε αγορά προγενέστερου σταδίου σε σχέση με τις πωλήσεις θέσεων στους ιδιώτες» (αιτιολογική σκέψη 299 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ωστόσο, οι πελάτες οι οποίοι προβαίνουν σε κρατήσεις πτήσεων μέσω διοργανωτών ταξιδιών θα μπορούσαν εύκολα να προβούν στην κράτηση τακτικών πτήσεων μέσω μεταφορέων όπως η Ryanair [βλ. απόφαση της Επιτροπής της 4ης Μαΐου 2007 (Υπόθεση COMP/M.4601 – KarstadtQuelle/MyTravel)]. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης στην προσβαλλομένη απόφαση ότι «[τ]ο γεγονός ότι οι διοργανωτές ταξιδιών επηρεάζονται αρνητικά από τους μεταφορείς με ελάχιστες παροχές υπηρεσιών δεν σημαίνει ωστόσο ότι οι διοργανωτές ταξιδιών ασκούν ανταγωνιστική πίεση στα μέρη της συγκεντρώσεως» (αιτιολογική σκέψη 308 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Πάντως, οι αρνητικές επιδράσεις εκ μέρους των μεταφορέων χαμηλού κόστους οι οποίες έγιναν αισθητές από τους διοργανωτές ταξιδιών οφείλονται χωρίς αμφιβολία στην «αποδιαμεσολάβηση» (δηλαδή, στο ότι οι καταναλωτές επέλεξαν να προβαίνουν κατά τρόπο αυτόνομο στην κράτηση των διακοπών τους στο εξωτερικό αντί να αγοράζουν οργανωμένα ταξίδια). Αν, όπως είναι πιθανόν, οι διοργανωτές ταξιδιών αντιδράσουν στην απώλεια πωλήσεων χαμηλώνοντας τις τιμές τους, προκειμένου να επιτύχουν την πληρότητα των εκτελούντων ναυλωμένες πτήσεις αεροπλάνων τους, τούτο θα έχει ως συνέπεια ότι ορισμένοι καταναλωτές θα εγκαταλείψουν τους μεταφορείς τακτικών πτήσεων χαμηλού κόστους, προκειμένου να επανέλθουν στα προϊόντα των διοργανωτών ταξιδιών. Με άλλα λόγια, οι διοργανωτές ταξιδιών είναι ικανοί να ασκούν ορισμένες πιέσεις επί των τακτικών μεταφορέων, εφόσον οι τελευταίοι μεταφέρουν καταναλωτές προς προορισμούς διακοπών.

197    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αναφερόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

198    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι εταιρίες ναυλωμένων πτήσεων θα ασκούν ανταγωνιστική πίεση στην προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα, «όσον αφορά, επί παραδείγματι, τις πτήσεις με προορισμό ηλιόλουστα μέρη ή θέρετρα για σκι». Συνεπώς, αυτές οι αεροπορικές εταιρίες έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά τον ορισμό της σχετικής αγοράς και την εκτίμηση των αποτελεσμάτων επί του ανταγωνισμού.

199    Ωστόσο, οι επικρίσεις αυτές συνιστούν απλή υπόμνηση της πραγματικής καταστάσεως την οποία εξέτασε η Επιτροπή στο σημείο 6.7 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με το οποίο κατέληξε, αφενός, στο συμπέρασμα ότι «η πλειονότητα των υπηρεσιών τις οποίες προσφέρουν οι εταιρίες ναυλωμένων πτήσεων δεν ανήκ[ουν] στην ίδια αγορά με τις υπηρεσίες τακτικών αεροπορικών μεταφορών (πωλήσεις πακέτων διακοπών, πωλήσεις θέσεων σε διοργανωτές ταξιδιών)» και, αφετέρου, ότι «το ζήτημα αν οι πωλήσεις αεροπορικών εισιτηρίων, χωρίς άλλες παροχές υπηρεσιών, αποτελούν μέρος της ίδιας σχετικής αγοράς [μπορούσε να παραμείνει ανοικτό], διότι δεν μεταβάλλει την εκτίμηση όσον αφορά τον ανταγωνισμό» (αιτιολογική σκέψη 311 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το δεύτερο αυτό συμπέρασμα στηρίζεται στη μη αμφισβητούμενη από την προσφεύγουσα διαπίστωση ότι οι εταιρίες ναυλωμένων πτήσεων, επειδή προσφέρουν πολύ λίγα αεροπορικά εισιτήρια, χωρίς άλλες παροχές υπηρεσιών, δεν θα ασκούν σημαντική ανταγωνιστική πίεση στην ενότητα Ryanair-Aer Lingus (αιτιολογική σκέψη 306 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

200    Οι εκτεθέντες στην απόφαση λόγοι επαρκούν για να στηρίξουν τα συμπεράσματα τα οποία συνήγαγε εντεύθεν η Επιτροπή. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι αν λαμβάνονταν υπόψη οι εταιρίες ναυλωμένων πτήσεων θα επηρεαζόταν η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση της καταστάσεως του ανταγωνισμού.

201    Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

 8. Επί της έρευνας που πραγματοποιήθηκε μεταξύ των επιβατών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

202    Η προσφεύγουσα βάλλει κατά της «υπερβολικής βαρύτητας» που προσδόθηκε στην έρευνα η οποία πραγματοποιήθηκε μεταξύ των επιβατών και κατόπιν της οποίας η Επιτροπή κατέληξε στην ύπαρξη σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ της Aer Lingus και της ίδιας πολύ στενότερης από την πραγματική. Η έρευνα αυτή ήταν κατά την προσφεύγουσα «ανεπαρκής και πλημμελής» από πολλές απόψεις, όπως προκύπτει από την έκθεση της York Aviation του Σεπτεμβρίου του 2007, η οποία αφορά ορισμένες πτυχές της προσβαλλομένης αποφάσεως και έχει επισυναφθεί στο δικόγραφο της προσφυγής.

203    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η έρευνα αυτή είχε σχεδιασθεί τόσο άτεχνα, ώστε οι ερωτήσεις προς τους επιβάτες ήταν «ασαφείς και παραπλανητικές». Η Επιτροπή δεν μπορούσε ευλόγως να αγνοήσει τις εν λόγω ασάφειες σε μια περίπτωση στην οποία ένα από τα βασικά προβλήματα προς επίλυση αφορούσε το ζήτημα αν ένα συγκεκριμένο δευτερεύον αεροδρόμιο αποτελούσε υποκατάστατο αρκούντως παρεμφερές προς ένα συγκεκριμένο κύριο αεροδρόμιο. Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε η ίδια ότι η έρευνα δεν σκοπούσε στην εκτίμηση της δυνατότητας υποκαταστάσεως μεταξύ των αεροδρομίων.

204    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διεξαγωγή της έρευνας ενέχει πλείονες πλημμέλειες. Κατ’ αρχάς, η έκταση της έρευνας ήταν υπερβολικά περιορισμένη προκειμένου να είναι αντιπροσωπευτική του συνολικού πληθυσμού, οπότε τα αποτελέσματά της δεν ήταν αξιόπιστα. Η έρευνα αφορούσε ένα μόνον από τα 50 περίπου επίμαχα αεροδρόμια (δηλαδή το αεροδρόμιο του Δουβλίνου, αλλά όχι τα αεροδρόμια του Cork, του Shannon, του Ηνωμένου Βασιλείου ή της ηπειρωτικής Ευρώπης), πράγμα το οποίο ενείχε τον κίνδυνο να καταλήξει η έρευνα αυτή σε ευρεία υποτίμηση του αριθμού των μη προερχομένων από την Ιρλανδία επιβατών και του μέτρου κατά το οποίο οι επιβάτες θεωρούσαν τους μη Ιρλανδούς αερομεταφορείς ως υποκατάστατα στις πτήσεις μεταξύ του Δουβλίνου και του Ηνωμένου Βασιλείου ή της ηπειρωτικής Ευρώπης. Περαιτέρω, μολονότι ήταν κατ’ αρχήν δυνατόν να οργανωθεί η έρευνα κατά τρόπον ώστε να ζητείται από τους ερωτώμενους να συμπληρώνουν οι ίδιοι το έγγραφο, η μέθοδος αυτή αποδείχθηκε προδήλως ακατάλληλη εν προκειμένω, λόγω της ασαφούς και/ή έχουσας συγκεκριμένη κατεύθυνση φρασεολογίας του τελικού ερωτηματολογίου (βλ. την ερώτηση αριθ. 8 του ερωτηματολογίου, η οποία αφορά τη δυνατότητα υποκαταστάσεως) και δεν ήταν σύμφωνη με την προσήκουσα πρακτική. Ομοίως, λόγω των περιόδων κατά τις οποίες διεξήχθη η έρευνα, η ημερήσια και η εβδομαδιαία κάλυψη ποίκιλλαν, πράγμα το οποίο έθετε σε κίνδυνο την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων [επί παραδείγματι στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο (Heathrow), το οποίο χρησιμοποιούν πολλοί επιβάτες που ταξιδεύουν για επαγγελματικούς λόγους, η έρευνα οργανώθηκε το Σαββατοκύριακο, περίοδο κατά την οποία αυτοί έχουν λιγότερες πιθανότητες να ταξιδέψουν]. Εξάλλου, το ερωτηματολόγιο διανεμήθηκε μόνο στα αγγλικά, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι το ποσοστό μη αγγλόφωνων επιβατών που απάντησαν στο ερωτηματολόγιο (επί παραδείγματι οι κατοικούντες στις υπερπόντιες χώρες και ορισμένοι διακινούμενοι εργαζόμενοι που κατοικούν στην Ιρλανδία) ήταν περιορισμένο και ότι υπήρχε αυξημένος κίνδυνος παρερμηνείας του ερωτηματολογίου.

205    Τρίτον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η εκ των υστέρων ανάλυση των αποτελεσμάτων της έρευνας είναι επίσης «προδήλως πλημμελής». Ειδικότερα, ένα «νουνεχές πρόσωπο αρμόδιο για τη λήψη αποφάσεων» δεν θα αντλούσε τα συμπεράσματα τα οποία άντλησε η Επιτροπή από τα εν λόγω αποτελέσματα, χωρίς προηγουμένως να τα σταθμίσει κατά τον τρόπο που υπέδειξε η Ryanair, δηλαδή όπως περιγράφεται στην έκθεση της York Aviation του Σεπτεμβρίου του 2007.

206    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αναφερόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

207    Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή αναφέρθηκε σε έρευνα την οποία διενήργησαν οι υπηρεσίες της μεταξύ των επιβατών, για να καταλήξει ότι από την έρευνα αυτή προέκυπτε ότι οι επιβάτες που χρησιμοποιούσαν την πτήση με αναχώρηση ή με προορισμό το Δουβλίνο θεωρούσαν την Aer Lingus και τη Ryanair ως «άμεσους ανταγωνιστές» (σημείο 7.3.5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως αιτιολογική σκέψη 416 και υποσημείωση 450, καθώς και σημείο 3 του παραρτήματος I και πίνακας A.4.5 του παραρτήματος II της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τα αποτελέσματα αναλύθηκαν βάσει μη σταθμισθέντων στοιχείων (σημείο 7.3.5.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως), μη σταθμισθέντων στοιχείων ανά κατηγορία δρομολογίου (σημείο 7.3.5.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και σταθμισθέντων στοιχείων (αιτιολογική σκέψη 428 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τα αποτελέσματα αυτά ενισχύονται από μια άλλη έρευνα, πραγματοποιηθείσα για λογαριασμό της Aer Lingus (αιτιολογική σκέψη 430 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

208    Ως προς τις αιτιάσεις που αφορούν τον σχεδιασμό της έρευνας και τις υποβληθείσες ερωτήσεις, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή εξέθεσε στην αιτιολογική σκέψη 419 της προσβαλλομένης αποφάσεως ποιος ήταν ο κύριος σκοπός της έρευνας, δηλαδή η επιβεβαίωση ή αντίκρουση του ισχυρισμού της Ryanair ότι η τελευταία και η Aer Lingus δεν θεωρούνταν από την πελατεία τους ως υποκατάστατα αλλήλων στα δρομολόγια με τόπο αναχωρήσεως το Δουβλίνο. Συνεπώς, ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε ότι το να ερωτήσει ευθέως τους επιβάτες αν είχαν σκεφθεί την Aer Lingus ή τη Ryanair κατά την επιλογή πτήσεως σε συγκεκριμένο δρομολόγιο με τόπο αναχωρήσεως το Δουβλίνο ήταν ο καλύτερος τρόπος προκειμένου να αποφύγει να τους προκαταλάβει όσον αφορά την απάντησή τους στην ερώτηση που σκοπεί στον έλεγχο του ισχυρισμού της Ryanair ότι τα μέρη της συγκεντρώσεως δεν ασκούν αμοιβαίως ανταγωνιστική πίεση. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικρίνει την επιλογή μιας τέτοιας ερωτήσεως.

209    Ομοίως, δεν μπορεί να προβληθεί ότι η έκταση της έρευνας ήταν υπερβολικά περιορισμένη προκειμένου να είναι αντιπροσωπευτική, δεδομένου ότι η Επιτροπή συνέλεξε περίπου 2 500 απαντήσεις σε ένα ερωτηματολόγιο ειδικώς σχεδιασθέν για την υπόθεση και σύμφωνο με σχετικό αίτημα της Ryanair. Οι λοιπές επικρίσεις της προσφεύγουσας όσον αφορά την έρευνα, δηλαδή η διεξαγωγή της Σαββατοκύριακο, στα αγγλικά, μόνο στο Δουβλίνο και διά της χρήσεως της τεχνικής του ερωτηματολογίου το οποίο συμπληρώνει ο ίδιος ο ερωτώμενος, εξετάσθηκαν στο παράρτημα Ι της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο πραγματεύεται λεπτομερώς την έρευνα μεταξύ των επιβατών (αιτιολογική σκέψη 415 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και στο πλαίσιο του οποίου η Επιτροπή επισήμανε κατ’ ουσίαν και με πειστικό τρόπο ότι οι ιδιαιτερότητες αυτές ήταν δυνατό να εξηγηθούν από την έλλειψη του αναγκαίου χρόνου για την οργάνωση έρευνας σε μεγαλύτερη κλίμακα, επί μια ολόκληρη εβδομάδα, σε πλείονες γλώσσες, στα άλλα αεροδρόμια και χωρίς χρήση της τεχνικής του ερωτηματολογίου το οποίο συμπληρώνει ο ερωτώμενος, η οποία ωστόσο χρησιμοποιείται κοινώς στις αεροπορικές μεταφορές.

210    Όσον αφορά την αιτίαση περί της ελλείψεως σταθμίσεως των αποτελεσμάτων της έρευνας, επισημαίνεται ότι, κατόπιν της απαντήσεως της Ryanair στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Επιτροπή στάθμισε τα αποτελέσματα κατά τον τρόπο που πρότεινε η Ryanair και διαπίστωσε ότι τα κύρια συμπεράσματα δεν μεταβάλλονταν από τα αποτελέσματα αυτά. Τούτο εκτέθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 426 έως 430 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να το αμφισβητήσει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

211    Κατά συνέπεια, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του ότι οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας παραμένουν γενικές, δεδομένου ότι η τελευταία απλώς προβάλλει τη δυνατότητα διεξαγωγής εξαντλητικότερης έρευνας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις περιστάσεις που αφορούν τις τασσόμενες προθεσμίες στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων, κρίνεται ότι οι προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμον ότι οι προπαρατεθείσες διαπιστώσεις της Επιτροπής είναι εσφαλμένες.

 9. Επί της έρευνας μεταξύ των πελατισσών επιχειρήσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

212    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν συμπεριφέρθηκε ως «επιμελής και αντικειμενικός υπεύθυνος έρευνας» όταν αξιολόγησε τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξήχθη μεταξύ των πελατισσών επιχειρήσεων (ιδίως όσον αφορά τις απαντήσεις στις ερωτήσεις αριθ. 15, 19 και 21 του ερωτηματολογίου). Ενήργησε κατά τρόπο επιλεκτικό και ασυνεπή, επικαλούμενη τα αποτελέσματα αυτά προς στήριξη της απόψεώς της ότι υπάρχει ακόμη «διαφοροποίηση από πλευράς σήματος και προσφοράς υπηρεσιών μεταξύ της Aer Lingus και της Ryanair» (αιτιολογική σκέψη 366 και υποσημείωση 377 της προσβαλλομένης αποφάσεως), χωρίς να τα λάβει υπόψη από άλλες απόψεις, επί παραδείγματι όσον αφορά την ύπαρξη δυνατότητας υποκαταστάσεως μεταξύ των αεροδρομίων, με την αιτιολογία ότι οι απαντήσεις αυτές «δεν είχαν μεγάλο ενδιαφέρον όσον αφορά ορισμένες πτυχές της έρευνας» (αιτιολογική σκέψη 97 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιλέγοντας να αγνοήσει τις απαντήσεις αυτές όσον αφορά την ανάλυση του κατά πόσον ήταν στενή η σχέση ανταγωνισμού μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τη γνώμη επιχειρήσεων οι οποίες δεν θεωρούσαν ότι η Ryanair και η Aer Lingus και τα αεροδρόμια τα οποία εξυπηρετούν τελούν σε στενή σχέση ανταγωνισμού. Κατά την Επιτροπή, οι γνώμες των πελατισσών μεγάλων επιχειρήσεων δεν ήταν «κατ’ ανάγκην αντιπροσωπευτικές» των γνωμών των πελατών της Ryanair και της Aer Lingus, διότι οι επιχειρήσεις αυτές επηρεάζονται κατά κανόνα περισσότερο από τον χρόνο μεταφοράς και πολλές αυτές τυγχάνουν ειδικών όρων (όρων που προσφέρονται μόνο στις επιχειρήσεις) εκ μέρους των αερομεταφορέων που λειτουργούν ως δίκτυο, όροι οι οποίοι τις καθιστούν μεροληπτικές έναντι των μεταφορέων αυτών (αιτιολογική σκέψη 414 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι σκέψεις αυτές δεν αποδεικνύονται και αποκλείουν μια πολύ σημαντική κατηγορία επιβατών, ιδίως για την Aer Lingus, και συγκεκριμένα τους επιβάτες τους οποίους ενδιαφέρει ο χρόνος μεταφοράς. Αποκλείοντας τα στοιχεία αυτά, η Επιτροπή υπερτίμησε τον βαθμό ανταγωνισμού που υφίστατο μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus, ιδίως στα δρομολόγια στα οποία οι επιβάτες οι οποίοι ταξιδεύουν για επαγγελματικούς λόγους και τους οποίους ενδιαφέρει ο χρόνος μεταφοράς αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του συνολικού αριθμού επιβατών. Επί παραδείγματι, μεταξύ του Ιουνίου του 2005 και του Ιουνίου του 2006, η Microsoft προέβη στην κράτηση 3 268 πτήσεων Δουβλίνο-Λονδίνο (Heathrow) από την Aer Lingus και μόνο 34 πτήσεων Δουβλίνο-Λονδίνο (Stansted) από τη Ryanair.

213    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αναφερόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

214    Η προσφεύγουσα επικρίνει την εκ μέρους της Επιτροπής χρησιμοποίηση των απαντήσεων των πελατισσών επιχειρήσεων στο ερωτηματολόγιο που τους απευθύνθηκε. Μολονότι ορισμένες από τις απαντήσεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν στην προσβαλλομένη απόφαση, επί παραδείγματι προκειμένου να κριθεί ότι υφίστατο πάντοτε κάποια διαφορά μεταξύ Aer Lingus και Ryanair από πλευράς σήματος και προσφοράς υπηρεσιών (αιτιολογική σκέψη 366 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ορισμένες άλλες δεν παρατέθηκαν, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι είχαν περιορισμένη αξία, ιδίως όσον αφορά την ύπαρξη δυνατότητας υποκαταστάσεως μεταξύ των αεροδρομίων (αιτιολογική σκέψη 97 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή παρέσχε ορισμένες εξηγήσεις συναφώς με την αιτιολογική σκέψη 414 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

215    Ουδόλως αποκλείεται οι απαντήσεις των επιβατών ή των ανταγωνιστών σε ορισμένες ερωτήσεις να είναι περισσότερο ή λιγότερο λυσιτελείς ή πειστικές από τις δοθείσες σε άλλες ερωτήσεις. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι ενήργησε με έλλειψη συνέπειας ή κατά τρόπο παράλογο, απλώς και μόνο διότι προσδίδει λιγότερη σπουδαιότητα στις απαντήσεις τις οποίες θεωρεί ως λιγότερο λυσιτελείς.

216    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αγνοεί την αιτιολογία που εκτέθηκε στην προσβαλλομένη απόφαση προς στήριξη των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή με την απόφαση αυτή όσον αφορά τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξήχθη μεταξύ των πελατισσών επιχειρήσεων (αιτιολογικές σκέψεις 36, 97 και 414 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συναφώς, η διαπίστωση ότι η γνώμη των πελατισσών μεγάλων επιχειρήσεων δεν είναι κατ’ ανάγκην αντιπροσωπευτική της γνώμης των πελατών της Ryanair και της Aer Lingus, διότι η πελατεία που προέρχεται από επιχειρήσεις ενδιαφέρεται περισσότερο για τον παράγοντα χρόνο και συνάπτει συμφωνίες με τους αερομεταφορείς που λειτουργούν ως δίκτυο, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μη αποδειχθείσα υπόθεση. Η πελατεία που προέρχεται από επιχειρήσεις ενδιαφέρεται κατά κανόνα για τον παράγοντα χρόνο περισσότερο απ’ ό,τι άλλοι επιβάτες, πολυάριθμες δε επιχειρήσεις έχουν συνάψει συμφωνία με μία ή περισσότερες αεροπορικές εταιρίες.

217    Το γεγονός ότι μια πελάτισσα επιχείρηση προέβη στην κράτηση πολύ μεγαλύτερου αριθμού πτήσεων της Aer Lingus με προορισμό το Λονδίνο-Heathrow απ’ ό,τι της Ryanair με προορισμό το Λονδίνο-Stansted δεν αποτελεί σοβαρή ένδειξη περί του ότι δεν υπάρχει δυνατότητα υποκαταστάσεως μεταξύ των δύο αυτών υπηρεσιών, δεδομένου ότι η επιχείρηση αυτή έχει συνάψει συμφωνία με την Aer Lingus η οποία εξηγεί την παρούσα προτίμησή της για τις πτήσεις της εν λόγω αεροπορικής εταιρίας. Εξάλλου, οι πωλήσεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συμφωνιών με επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 5 % του κύκλου εργασιών της Aer Lingus (υποσημείωση 331 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οπότε η πλειονότητα των επιβατών της δεν καλύπτεται από τέτοια συμφωνία. Εν πάση περιπτώσει, από τις απαντήσεις των πελατισσών επιχειρήσεων προκύπτει ότι το 80 % περίπου των μετασχόντων στην έρευνα δήλωσαν ότι θεωρούν ότι η Ryanair και η Aer Lingus τελούν σε στενή σχέση ανταγωνισμού στα δρομολόγια με τόπο αναχωρήσεως και τόπο προορισμού την Ιρλανδία (απάντηση στην ερώτηση αριθ. 2 του ερωτηματολογίου).

218    Συνεπώς, κανένα από τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε συναφώς η προσφεύγουσα δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την εκτεθείσα στην προσβαλλομένη απόφαση ανάλυση. Η αιτιολογία την οποία εξέθεσε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 414 της προσβαλλομένης αποφάσεως προς υποστήριξη της επιλογής της να μη λάβει υπόψη της ορισμένα αποτελέσματα της έρευνας που διεξήχθη μεταξύ των πελατισσών επιχειρήσεων είναι αρκούντως βάσιμη κατά νόμον.

 10. Επί της ζημίας για τους καταναλωτές

 Επιχειρήματα των διαδίκων

219    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε με την προσβαλλομένη απόφαση ότι η προβαλλόμενη εξάλειψη του αποτελεσματικού ανταγωνισμού μεταξύ της Aer Lingus και της ίδιας θα ζημίωνε τους καταναλωτές, διότι θα συνεπαγόταν αύξηση των τιμών και/ή μείωση του αριθμού πτήσεων (αιτιολογική σκέψη 491 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η ανάλυση παλινδρομήσεως της Επιτροπής ενέχει «σοβαρές πλημμέλειες» και δεν καθιστά δυνατή τη συναγωγή του συμπεράσματος αυτού. Επιπλέον, η Επιτροπή αγνόησε μια εμπεριστατωμένη μελέτη αποδεικνύουσα ότι οι τιμές δεν είναι υψηλότερες στα δρομολόγια τα οποία εκμεταλλεύεται ένας και μόνον επιχειρηματίας απ’ ό,τι στα δρομολόγια τα οποία εκμεταλλεύονται πλείονες μεταφορείς. Ομοίως, η Επιτροπή δεν απέδειξε στην προσβαλλομένη απόφαση ότι ο πολλαπλασιασμός των πτήσεων και η δημιουργία νέων δρομολογίων οφείλονται στη σχέση ανταγωνισμού μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus (αιτιολογική σκέψη 493 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

220    Εξάλλου, όσον αφορά τον εν δυνάμει ανταγωνισμό μεταξύ της Aer Lingus και της ίδιας στα δεκαπέντε δρομολόγια τα οποία εκμεταλλεύεται αυτή τη στιγμή μία από τις δύο αεροπορικές εταιρίες (αιτιολογικές σκέψεις 498 έως 540 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπερτίμησε την ανταγωνιστική πίεση την οποία οι εν λόγω αεροπορικές εταιρίες ασκούν αμοιβαίως και υποτίμησε την ανταγωνιστική πίεση την οποία ασκούν τρίτοι και την ικανότητά τους να διεισδύσουν στα δρομολόγια αυτά. Ειδικότερα, η Επιτροπή κακώς διαπίστωσε ότι η Ryanair και η Aer Lingus απολαύουν στα ιρλανδικά δρομολόγια συγκεκριμένων πλεονεκτημάτων τα οποία καθιστούν την είσοδο τρίτων εταιριών στη σχετική αγορά «απίθανη». Η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να αποδείξει, βάσει στοιχείων εχόντων την απαιτούμενη αποδεικτική δύναμη, ότι η συγκέντρωση θα παρακώλυε σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, εξαλείφοντας τον εν δυνάμει ανταγωνισμό στα δεκαπέντε δρομολόγια τα οποία υπέδειξε.

221    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αναφερόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

222    Η προσφεύγουσα, όσον αφορά τη ζημία των καταναλωτών, περιορίζεται στην επανάληψη του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως, προβάλλοντας ότι αυτό είναι ανεπαρκές για να στηρίξει τα συμπεράσματα τα οποία άντλησε εντεύθεν η Επιτροπή.

223    Εντούτοις, η Επιτροπή εξέθεσε λεπτομερώς στην προσβαλλομένη απόφαση τους λόγους για τους οποίους η πράξη συγκεντρώσεως θα εξάλειφε τον υφιστάμενο ανταγωνισμό μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus εις βάρος των πελατών, είτε πρόκειται για δρομολόγια στα οποία οι υπηρεσίες των δύο μερών της συγκεντρώσεως αλληλεπικαλύπτονται (σημείο 7.5 της προσβαλλομένης αποφάσεως) είτε για δρομολόγια στα οποία ασκεί δραστηριότητα μία μόνον από αυτές (σημείο 7.6 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στην προσβαλλομένη απόφαση πραγματοποιήθηκε επίσης ανά δρομολόγιο ανάλυση και η Επιτροπή κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα (σημείο 7.9 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

224    Στο πλαίσιο της συλλογιστικής αυτής, η Επιτροπή επισήμανε ότι τα εμπόδια στον ανταγωνισμό και, συνεπώς, η ζημία για τους καταναλωτές θα απέρρεαν από την εξαφάνιση της σχέσεως ανταγωνισμού που υπάρχει μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus και από το γεγονός ότι κανένας εναπομένων ή εν δυνάμει εισερχόμενος στην αγορά ανταγωνιστής δεν θα ήταν σε θέση να ανταγωνισθεί αποτελεσματικά την προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα. Εκτός των αποτελεσμάτων επί των τιμών, δεδομένου ότι η προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα δεν θα αντιμετώπιζε τις προηγουμένως υφιστάμενες μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus πιέσεις, η πράξη συγκεντρώσεως θα είχε αντίκτυπο και στην ποιότητα της προσφοράς και στην προσφερόμενη στους πελάτες επιλογή.

225    Όσον αφορά τις παρατηρήσεις περί της οικονομετρικής αναλύσεως, είτε πρόκειται για τη μελέτη της Επιτροπής είτε για τις αναλύσεις της προσφεύγουσας, τα επιχειρήματα αυτά εξετάσθηκαν ήδη ανωτέρω. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει νέα στοιχεία επί του ζητήματος αυτού, το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει στις σκέψεις που αναπτύχθηκαν συναφώς προηγουμένως (βλ. σκέψεις 138 έως 194 ανωτέρω).

226    Συνεπώς, κανένα από τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η προσφεύγουσα δεν είναι δυνατό να θέσει υπό αμφισβήτηση την εκτεθείσα στην προσβαλλομένη απόφαση ανάλυση.

227    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

228    Ωστόσο, η επιρροή την οποία ασκεί η απάντηση αυτή επί της εκτιμήσεως των αποτελεσμάτων της πράξεως συγκεντρώσεως στον ανταγωνισμό επιβάλλει να εξετασθούν οι τρεις άλλοι λόγοι ακυρώσεως που αφορούν το ζήτημα αυτό.

 Β –     Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εκτίμηση των φραγμών για την είσοδο στην αγορά

229    Αφού εκτίμησε την παρούσα κατάσταση του ανταγωνισμού στις σχετικές αγορές και εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους η συγκέντρωση θα εξάλειφε τον παρόντα ανταγωνισμό μεταξύ των μερών, εις βάρος των πελατών, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα κατά πόσον η είσοδος ενός νέου μεταφορέα στην αγορά θα μπορούσε να ασκήσει πίεση στη συμπεριφορά της προκύπτουσας από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητας (σημείο 7.8 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή επισήμανε ότι, προκειμένου η είσοδος στην αγορά να θεωρηθεί ως επαρκής ανταγωνιστική πίεση επί των μερών της συγκεντρώσεως, έπρεπε να κριθεί πιθανή, να επέλθει εγκαίρως και να επαρκεί για την αποτροπή ή την καταπολέμηση των ενδεχομένων αντιθέτων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων της πράξεως συγκεντρώσεως (αιτιολογική σκέψη 545 της προσβαλλομένης αποφάσεως και υποσημείωση 547, η οποία παραπέμπει στο σημείο 68 των κατευθυντηρίων γραμμών).

230    Η ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλομένη απόφαση, η οποία ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της εξετάσεως του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, ακολουθεί τα εξής στάδια: πρώτον, η διαπίστωση ότι τα κανονιστικής φύσεως εμπόδια δεν έχουν σημαντική λειτουργία ως φραγμοί για την είσοδο στην αγορά (σημείο 7.8.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως)∙ δεύτερον, η διαπίστωση περί της υπάρξεως φραγμών για την είσοδο στην αγορά σε συνδυασμό με τη «θέση ισχύος» της Ryanair και της Aer Lingus, οι οποίες διαθέτουν σημαντικές βάσεις στην Ιρλανδία (σημείο 7.8.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως)∙ τρίτον, το κόστος και οι κίνδυνοι της εισόδου στην αγορά θα ήταν σημαντικά σε μια αγορά η οποία ήδη εξυπηρετείται από δύο ισχυρές αεροπορικές εταιρίες των οποίων τα σήματα έχουν εδραιωθεί (σημείο 7.8.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως)∙ τέταρτον, ο κίνδυνος «επιθετικών αντιποίνων» εκ μέρους της ενότητας Ryanair-Aer Lingus θα ήταν υψηλός [στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, η Επιτροπή αναφέρθηκε στις απόπειρες της easyJet, της MyTravelLite και της Go Fly να εισέλθουν στην αγορά (σημείο 7.8.5 της προσβαλλομένης αποφάσεως)]· πέμπτον, η διαπίστωση ότι οι ανταγωνιστές θεωρούν τις άλλες αγορές ως ελκυστικότερες από τη μικρή ιρλανδική αγορά (σημείο 7.8.6 της προσβαλλομένης αποφάσεως)· έκτον, η διαπίστωση ότι ο κορεσμός των αεροδρομίων συνιστά σημαντικό φραγμό για την είσοδο στην αγορά, είτε πρόκειται για το αεροδρόμιο του Δουβλίνου είτε για ορισμένα αεροδρόμια προορισμού (σημείο 7.8.7 της προσβαλλομένης αποφάσεως)· και, έβδομον, η διαπίστωση ότι η ισχυρή θέση της προκύπτουσας από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητας στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου θα συνεπαγόταν τον κίνδυνο να εμποδισθεί η ανάπτυξη των ανταγωνιστών (σημείο 7.8.8 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

231    Συμπερασματικά, η Επιτροπή έκρινε συναφώς ότι, για την εκμετάλλευση πτήσεων με τόπο αναχωρήσεως ή προορισμού το Δουβλίνο, σε σχέση ανταγωνισμού με την ενότητα Ryanair-Aer Lingus, θα υπήρχαν σημαντικοί φραγμοί όσον αφορά την είσοδο στην αγορά. Οι φραγμοί αυτοί δεν θα συνίσταντο μόνο στο πρόβλημα του μερικού κορεσμού του αεροδρομίου και θα συνδέονταν ιδίως με την ισχυρή θέση της Ryanair και της Aer Lingus στη χώρα στην οποία έχουν τη βάση τους. Από την έρευνα προέκυψε ότι, λόγω των φραγμών αυτών, η πιθανότητα κάθε νέας εισόδου θα ήταν μικρή, ίσως δε και ανύπαρκτη, σε όλα σχεδόν τα δρομολόγια των οποίων οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται. Δεδομένου ότι, στην πλειονότητα των δρομολογίων στα οποία υπάρχει αλληλεπικάλυψη των υπηρεσιών, δεν υπάρχουν μεταφορείς οι οποίοι θα μπορούσαν να εισέλθουν στην αγορά και λαμβανομένου υπόψη του ότι οι ανταγωνιστές δήλωσαν ομοφώνως ότι δεν θα εξέταζαν καν το ενδεχόμενο να ανταγωνισθούν άμεσα και σε μεγάλη κλίμακα την προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα (ιδίως δημιουργώντας βάση στο Δουβλίνο), η Επιτροπή κατέληξε ότι κάθε νέα είσοδος θα ήταν απίθανη, δεν θα επερχόταν εγκαίρως και θα ήταν ανεπαρκής προκειμένου να ασκήσει επαρκή ανταγωνιστική πίεση στην προκύπτουσα από τη συγκέντρωση οντότητα και να εξαλείψει τα πιθανά αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της σκοπούμενης πράξεως συγκεντρώσεως (αιτιολογική σκέψη 784 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 1. Επί της σημασίας που πρέπει να δοθεί στη μη είσοδο νέων ανταγωνιστών στις σχετικές αγορές

 Επιχειρήματα των διαδίκων

232    Κατ’ αρχάς, η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι, προκειμένου μια είσοδος στην αγορά να μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής ανταγωνιστική πίεση, πρέπει να είναι πιθανή, να επέλθει εγκαίρως και να επαρκεί για την πρόληψη ή την εξουδετέρωση των ενδεχομένων αντιθέτων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων της σκοπούμενης πράξεως συγκεντρώσεως (αιτιολογική σκέψη 545 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ωστόσο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλείονα πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως όταν εξέτασε αν οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνταν εν προκειμένω, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι κάθε νέα είσοδος θα ήταν απίθανη, δεν θα επερχόταν εγκαίρως και θα ήταν ανεπαρκής προκειμένου να αποτελέσει επαρκή ανταγωνιστική πίεση για την προκύπτουσα από τη συγκέντρωση οντότητα και να εξαλείψει τα ενδεχόμενα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της σκοπούμενης πράξεως συγκεντρώσεως (αιτιολογική σκέψη 784 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την προσφεύγουσα, η σκοπούμενη πράξη συγκεντρώσεως δεν θα παρακώλυε σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, δεδομένου ότι ο κίνδυνος μιας εισόδου αρκεί για να αντισταθμίζει κάθε απώλεια ανταγωνισμού η οποία απορρέει από μια πράξη συγκεντρώσεως. Συναφώς, υπογραμμίζει ότι δεν διαφωνεί με την Επιτροπή ως προς το ότι, κατόπιν της συγκεντρώσεως, η πιθανότητα εισόδου στην αγορά θα καθίστατο «μικρή» σε πλείονα δρομολόγια.

233    Στην πραγματικότητα, κατά την προσφεύγουσα, το ουσιώδες ζήτημα αφορά τη σημασία που πρέπει να δοθεί σ’ αυτή την έλλειψη εισόδου στην αγορά. Ενώ η Επιτροπή κρίνει ότι η έλλειψη αυτή σημαίνει ότι υφίστανται φραγμοί για την είσοδο στην αγορά, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η έλλειψη εισόδου στην αγορά εξηγείται μάλλον από την παρουσία μιας αποτελεσματικής αεροπορικής εταιρίας στα εν λόγω δρομολόγια, της οποίας οι υπηρεσίες προς τους πελάτες είναι τόσο ικανοποιητικές, ώστε δεν υπάρχει πλέον χώρος για μια επικερδή είσοδο στην αγορά. Δεδομένου ότι η εκτίμηση των προβαλλομένων αντιθέτων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων και η εκτίμηση των φραγμών για την είσοδο στην αγορά συνδέονται στενά, η είσοδος ενός νέου μεταφορέα στην αγορά ασκεί επιρροή μόνον αν κριθεί αναγκαία για να αντισταθμίσει την εξάλειψη των ανταγωνιστικών πιέσεων την οποία υποτίθεται ότι θα προκαλέσει η πράξη συγκεντρώσεως. Η Επιτροπή υπερτίμησε σημαντικά τις ανταγωνιστικές πιέσεις οι οποίες φέρονται ότι θα εξαλειφθούν λόγω της πράξεως συγκεντρώσεως και, κατά τον τρόπο αυτόν, υπερτίμησε σημαντικά τις απαιτούμενες εισόδους στην αγορά προκειμένου να αντισταθμισθεί η εξαφάνιση αυτή. Σε μια ελευθερωθείσα αγορά, η οποία χαρακτηρίζεται από πλείονες ανταγωνιστές που ενδέχεται να εισέλθουν στην αγορά αυτή, απλώς και μόνον η απειλή μιας έγκαιρης εισόδου θα αρκούσε γα να εμποδίσει την προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα να επωφεληθεί από την εξάλειψη των προβαλλομένων ανταγωνιστικών πιέσεων. Ως εκ τούτου, κακώς η Επιτροπή εμμένει στην αναγκαιότητα μιας εισόδου στην αγορά η οποία θα έπρεπε «να επέλθει εγκαίρως» και κατά τρόπο «αναμφισβήτητο» ή κρίνει ότι η διείσδυση σε ορισμένα μόνον από τα 50 δρομολόγια τα οποία αφορά η πράξη συγκεντρώσεως δεν θα είχε αρκετή ευρύτητα ώστε να εξουδετερώσει την προβαλλόμενη επίπτωση στον ανταγωνισμό.

234    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αναφερόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

235    Αν γίνει δεκτή η προβληθείσα από την προσφεύγουσα επιχειρηματολογία, τίθεται κατ’ αρχάς υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο κατά το πέρας της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

236    Βεβαίως, όπως προβάλλει η προσφεύγουσα, η εκτίμηση των προβαλλομένων αντιθέτων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων και η εκτίμηση των φραγμών για την είσοδο στην αγορά συνδέονται στενά. Συναφώς, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα συμμερίζεται την άποψη που εκθέτει η Επιτροπή, ότι δηλαδή η είσοδος ενός νέου μεταφορέα στην αγορά ασκεί επιρροή σε θεωρητικό επίπεδο όταν η είσοδος αυτή καθιστά δυνατή την αντιστάθμιση της εξαλείψεως των ανταγωνιστικών πιέσεων την οποία φέρεται ότι προκαλεί η πράξη συγκεντρώσεως. Υπό αυτό το πρίσμα εξέτασε η Επιτροπή, στο σημείο 7.8 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ζήτημα της εισόδου νέων ανταγωνιστών στις σχετικές αγορές.

237    Εντούτοις, κατά το πέρας της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε τις διαπιστώσεις της Επιτροπής όσον αφορά, αφενός, την εκτίμηση του σήμερα υφισταμένου ανταγωνισμού μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus και, αφετέρου, των αποτελεσμάτων της πράξεως συγκεντρώσεως επί του ανταγωνισμού αυτού.

238    Στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα της εισόδου νέων ανταγωνιστών στις σχετικές αγορές στηρίζεται στην υπόθεση ότι ένας νέος μεταφορέας θα επιδίωκε να εισέλθει σε αγορά στην οποία ασκεί δραστηριότητα η προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα, ως προς την οποία διαπιστώθηκε προηγουμένως ότι θα εξάλειφε τον υπάρχοντα ανταγωνισμό μεταξύ των μερών της συγκεντρώσεως, πράγμα το οποίο θα απέβαινε εις βάρος των πελατών.

239    Κατά συνέπεια, απλώς και μόνον η «απειλή» μιας εισόδου στην αγορά την οποία προέβαλε η προσφεύγουσα δεν επαρκεί. Η εξήγηση την οποία παρέσχε η προσφεύγουσα, κατά την οποία η έλλειψη εισόδου στην αγορά εξηγείται από την αποτελεσματικότητά της στα εν λόγω δρομολόγια και την ικανοποίηση της πελατείας, που εξαλείφουν κάθε προοπτική κερδοφορίας για ένα νεοεισερχόμενο στην αγορά μεταφορέα ομοίως δεν επαρκεί. Αυτό που έχει σημασία είναι να περιγραφεί μια προοπτική εισόδου στην αγορά η οποία αντισταθμίζει τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα τα οποία περιγράφονται συγκεκριμένα στην προσβαλλομένη απόφαση στο στάδιο αυτό της εκτιμήσεως.

 2. Επί των εισόδων και των αποχωρήσεων στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

240    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ύπαρξη φραγμών για την είσοδο στην αγορά την οποία επισημαίνει η Επιτροπή, αντικρούεται από τις πολυάριθμες εισόδους και αποχωρήσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν τον τομέα των αεροπορικών μεταφορών από της απορρυθμίσεώς του (βλ. την έκθεση της York Aviation, της 31ης Ιουλίου 2008, η οποία αφορά τις εισόδους και τις αποχωρήσεις στον τομέα των ευρωπαϊκών αεροπορικών μεταφορών). Ο τομέας αυτός χαρακτηρίζεται από δυναμικό ανταγωνισμό και περιορισμένους φραγμούς για την είσοδο, όπως εμφαίνει η «αστραπιαία επέκταση» της Ryanair στην Ευρώπη. Επιπλέον, πλείονες αρχές ανταγωνισμού έκριναν ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα μερίδια αγοράς αποδεικνύουν κατ’ ανάγκην την ύπαρξη φραγμών για την είσοδο στην αγορά. Οι αρχές αυτές επισήμαναν ότι υπήρξαν πολυάριθμες είσοδοι και αποχωρήσεις στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, πράγμα το οποίο συνεπάγεται την ύπαρξη απειλής εισόδου, ελλείψει περιορισμών που αφορούν τα αεροδρόμια και τις χρονοθυρίδες [βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της Επιτροπής της 11ης Φεβρουαρίου 2004 (Υπόθεση COMP/M.3280 – Air France/KLM)]. Εξάλλου, είναι ανακριβής η διαπίστωση ότι οι αεροπορικές εταιρίες δεν εισέρχονται στις αγορές στις οποίες ασκεί ήδη δραστηριότητα η Ryanair: από τον Απρίλιο του 2003 μέχρι τον Οκτώβριο του 2006, υπήρξαν 63 παραδείγματα τέτοιων εισόδων σε ζεύγη πόλεων και 9 σε ζεύγη αεροδρομίων, μεταξύ των οποίων είσοδοι στην ιρλανδική αγορά (βλ. την έκθεση της RBB Economics, της 20ής Φεβρουαρίου 2007, η οποία αφορά τους φραγμούς εισόδου).

241    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή. Επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι η υπόθεση Air France/KLM διακρίνεται από την υπό κρίση για τους ακόλουθους λόγους: η προταθείσα από τους μετέχοντες στην εν λόγω πράξη συγκεντρώσεως μεταβίβαση χρονοθυρίδων για το δρομολόγιο Παρίσι-Άμστερνταμ ήταν ένα από τα πλείονα εφαρμοσθέντα διορθωτικά μέτρα· η προκύπτουσα από την εν λόγω πράξη συγκεντρώσεως οντότητα θα αντιμετώπιζε τον ανταγωνισμό του τρένου μεγάλης ταχύτητας· και διάφοροι ανταγωνιστές εκδήλωσαν ενδιαφέρον για την είσοδο στην επίμαχη αγορά ή ζήτησαν χρονοθυρίδες για το δρομολόγιο αυτό.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

242    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ανάλυση την οποία εξέθεσε η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση όσον αφορά το ζήτημα της εισόδου στις σχετικές αγορές, επισημαίνοντας ότι, από της απορρυθμίσεώς του, ο τομέας των αεροπορικών μεταφορών χαρακτηρίζεται από πλείονες εισόδους και αποχωρήσεις.

243    Το επιχείρημα αυτό είναι υπερβολικά γενικό προκειμένου να γίνει κατανοητό ως προς τι είναι εσφαλμένη η ανάλυση της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, η ανάλυση αυτή δεν αφορά τον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, αλλά επικεντρώνεται κυρίως σε 35 δρομολόγια με τόπο αναχωρήσεως την Ιρλανδία στα οποία οι υπηρεσίες των μερών της συγκεντρώσεως αλληλεπικαλύπτονται. Οι ιδιαιτερότητες των εν λόγω δρομολογίων και των αεροπορικών εταιριών που ασκούν δραστηριότητα σ’ αυτά εκτέθηκαν στην προσβαλλομένη απόφαση, στην οποία η Επιτροπή υπογράμμισε το πλεονέκτημα το οποίο παρέχει η ύπαρξη βάσεως στην Ιρλανδία, τη φήμη των σημάτων Ryanair και Aer Lingus στις αγορές αυτές, τις πλείονες απόπειρες εισόδου οι οποίες απέτυχαν, το γεγονός ότι οι ανταγωνιστές δήλωσαν ομοφώνως ότι δεν θα εξέταζαν καν το ενδεχόμενο να ανταγωνισθούν άμεσα και σε μεγάλη κλίμακα την προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα. Συνεπώς, η εκτίμηση του ανταγωνισμού και η εκτίμηση των εισόδων στην αγορά στηρίχτηκαν σε αξιολόγηση επικεντρωμένη στις σχετικές αγορές και όχι στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών εν γένει.

244    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι τα απορρέοντα από την έκθεση της RBB Economics στοιχεία τα οποία επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα δεν στηρίζουν την άποψή της (βλ. την έκθεση της RBB Economics, της 20ής Φεβρουαρίου 2007, η οποία αφορά τους φραγμούς για την είσοδο στην αγορά). Από τον πίνακα που παρουσιάζεται στο παράρτημα III της εκθέσεως αυτής (με τίτλο «Πρόσφατα παραδείγματα εισόδου στην αγορά ανταγωνιστών της Ryanair») προκύπτει ότι τα παραδείγματα τα οποία παρατίθενται όσον αφορά τις πτήσεις με τόπο αναχωρήσεως την Ιρλανδία (αεροδρόμια του Δουβλίνου, του Cork ή του Shannon) υπήρξαν στην πλειονότητά τους αποτυχημένες απόπειρες, δεδομένου ότι η αεροπορική εταιρία δεν ασκούσε πλέον δραστηριότητα στο δρομολόγιο αυτό τον ίδιο μήνα του επομένου έτους (στο δρομολόγιο Cork-Λονδίνο: bmibaby, στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο: CityJet, στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Bristol: Air Southwest, στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Γλασκώβη: British Airways, στο δρομολόγιο Shannon-Λονδίνο: easyJet), ή είσοδοι της Aer Lingus (στα δρομολόγια Δουβλίνο-Bristol και Δουβλίνο-Liverpool). Υπήρχαν τρεις μόνον εξαιρέσεις (στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο: η Air France, μνεία της οποίας γίνεται στην προσβαλλομένη απόφαση, στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Malaga: η Spanair και στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Faro: η TAP Portugal, χωρίς να προκύπτει αν ασκούσε δραστηριότητα το επόμενο έτος). Όλα τα άλλα παραδείγματα αφορούν προορισμούς οι οποίοι δεν είχαν ως τόπο αναχωρήσεως ή αφίξεως τα αεροδρόμια του Δουβλίνου, του Cork ή του Shannon. Συνεπώς, απ’ όλους τους ανταγωνιστές που ασκούσαν δραστηριότητα στην αγορά, η Aer Lingus ασκούσε την κύρια ανταγωνιστική πίεση στη Ryanair όσον αφορά τα 35 δρομολόγια στα οποία υπάρχει αλληλεπικάλυψη την υπηρεσιών των μερών της συγκεντρώσεως. Οι λοιπές περιπτώσεις προσφάτων εισόδων παραμένουν περιθωριακές.

245    Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει λόγος να κριθεί ότι η ύπαρξη φραγμών για την είσοδο στην αγορά την οποία επισήμανε η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση αντικρούεται από τις πολυάριθμες εισόδους και αποχωρήσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν τον τομέα των αεροπορικών μεταφορών στην Ευρώπη από της απορρυθμίσεώς του.

 3. Επί της συνεκτιμήσεως του οικονομικού μοντέλου της Ryanair

 Επιχειρήματα των διαδίκων

246    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να εκτιμήσει τις εισόδους στην αγορά στο πλαίσιο του οικονομικού μοντέλου (χαμηλό κόστος-χαμηλές τιμές) το οποίο εφαρμόζει. Ως φραγμός στην είσοδο ορίζεται παράγοντας ο οποίος καθιστά «την είσοδο στην αγορά αδύνατη ή μη επικερδή, παρέχοντας συγχρόνως στις υπάρχουσες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να εφαρμόζουν υψηλότερες τιμές από τις απορρέουσες από τον ανταγωνισμό» (σημείο 38 του εγγράφου προβληματισμού της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 82 ΕΚ). Η επί του παρόντος έλλειψη εισόδου στα δρομολόγια τα οποία εκμεταλλεύεται η Ryanair από το Δουβλίνο δεν αποτελεί ένδειξη ισχυρών φραγμών για την είσοδο στην αγορά, ούτε κακής λειτουργίας της διαδικασίας του ανταγωνισμού. Αντιθέτως, αποδεικνύει ότι η Ryanair προσφέρει τόσο ανταγωνιστικές τιμές και μεταφορική ικανότητα, ώστε οι άλλες αεροπορικές εταιρίες θεωρούν ότι δεν έχει νόημα να εισέλθουν στην αγορά, διότι δεν θα ήταν σε θέση να ανταγωνισθούν τη Ryanair ως προς τις τιμές και η ζήτηση δεν θα ήταν επαρκής προκειμένου να δικαιολογηθεί η προσθήκη μεταφορικής ικανότητας. Αν η Ryanair τροποποιούσε το οικονομικό της μοντέλο, εφαρμόζοντας «υψηλότερες τιμές από τις απορρέουσες από τον ανταγωνισμό», στην περίπτωση αυτή τρίτες αεροπορικές εταιρίες θα μπορούσαν να εισέλθουν ελεύθερα στα δρομολόγια τα οποία αυτή εκμεταλλεύεται. Συναφώς, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η Επιτροπή αγνόησε ή απέρριψε τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι οι τιμές της στα δρομολόγια στα οποία αυτή είναι ο μοναδικός αερομεταφορέας είναι το ίδιο χαμηλές με τις τιμές της στα δρομολόγια στα οποία αντιμετωπίζει ανταγωνιστές, ίσως δε και χαμηλότερες (βλ. την από οικονομικής απόψεως κριτική της RBB Economics, του Σεπτεμβρίου του 2007). Εξάλλου, επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη η βούληση της Ryanair να διατηρήσει την Aer Lingus ως «χωριστό και αυτοτελές σήμα». Ως εκ τούτου, η πράξη συγκεντρώσεως έχει ως σκοπό τη διείσδυση της Ryanair σε ένα διαφορετικό τμήμα της αγοράς και στον ανταγωνισμό με τις αεροπορικές εταιρίες «με πλήρεις παροχές υπηρεσιών», όχι ως επιχειρήσεως αεροπορικών μεταφορών με χαμηλές τιμές, αλλά ως προσφέρουσας παρεμφερείς υπηρεσίες, σε χαμηλότερες όμως τιμές. Ο σκοπός αυτός θα επιτυγχανόταν ευχερέστερα μέσω της πράξεως συγκεντρώσεως με υφιστάμενη αεροπορική εταιρία απ’ ό,τι διά της συστάσεως νέας αεροπορικής εταιρίας με νέο σήμα, ιδίως λαμβανομένης υπόψη της ανεπάρκειας χρονοθυρίδων στα κύρια αεροδρόμια.

247    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, μολονότι ο ορισμός τον οποίο παραθέτει η προσφεύγουσα ισχύει για την εκτίμηση της συμπεριφοράς μιας επιχειρήσεως υπό το πρίσμα του άρθρου 82 ΕΚ, δεν έχει ευθεία εφαρμογή σε θέματα ελέγχου των συγκεντρώσεων. Το ουσιώδες κριτήριο συνίσταται στο να εξετασθεί αν η είσοδος στην αγορά θα εμπόδιζε την αύξηση των τιμών σε σχέση με τις ισχύουσες πριν από την πράξη συγκεντρώσεως. Επιπλέον, το γεγονός ότι η Ryanair πραγματοποιεί τακτικά υψηλά κέρδη αντιφάσκει προς το επιχείρημά της ότι θα μεγιστοποιήσει την αύξηση του αριθμού επιβατών χωρίς να εφαρμόζει υψηλές τιμές, όταν καταστεί ο μοναδικός αερομεταφορέας. Εξάλλου, κανένας άλλος αερομεταφορέας πλην της Aer Lingus δεν έχει βάση κόστους και δεσμευμένα στοιχεία του ενεργητικού παρεμφερή προς αυτά της Ryanair, προκειμένου να ασκεί ανταγωνισμό σε δρομολόγια με τόπο αναχωρήσεως το Δουβλίνο. Για ένα νεοεισερχόμενο στην αγορά μεταφορέα ο οποίος έχει ως βάση αεροδρόμιο ευρισκόμενο στον προορισμό του δρομολογίου, το «κόστος ευκαιρίας» για την είσοδο στην αγορά θα ήταν υψηλότερο από αυτό της Aer Lingus, διότι θα είχε περισσότερες δυνατότητες διαθέσεως αεροσκαφών σε δρομολόγιο όπου ο ανταγωνισμός επί των τιμών είναι λιγότερο έντονος. Η είσοδος στην αγορά με ανταγωνιστή τον επιχειρηματία με το χαμηλότερο κόστος είναι παρακινδυνευμένη και αναλογικώς μη επικερδής σε σύγκριση με την απαιτούμενη επένδυση. Αυτός ο συνδυασμός επενδύσεων που δεν πρόκειται να ανακτηθούν και ενδεχομένως χαμηλών εσόδων συνιστά φραγμό για την είσοδο στην αγορά.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

248    Όσον αφορά την ανάλυση των φραγμών για την είσοδο στην αγορά, πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία η υπόθεση ότι η Επιτροπή εξετάζει αν η είσοδος νέων ανταγωνιστών στην αγορά μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής ανταγωνιστική πίεση για την πρόληψη ή την εξουδετέρωση των ενδεχομένων αντίθετων στον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων της πράξεως συγκεντρώσεως. Τα αντίθετα στον ανταγωνισμό αποτελέσματα οφείλονται στην εξαφάνιση της σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus, η οποία συνεπάγεται την αύξηση της ισχύος της Ryanair στην αγορά, όσον αφορά σημαντικό αριθμό δρομολογίων. Οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας οι οποίες στρέφονται κατά του εν λόγω μέρους της εκτιμήσεως εξετάσθηκαν και απορρίφθηκαν κατά την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Θα αποτελέσουν επίσης αντικείμενο μιας ανά δρομολόγιο εξετάσεως, στο πλαίσιο της εξετάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

249    Στο πλαίσιο αυτό, το επιχείρημα το οποίο προβάλλει η προσφεύγουσα, ότι δηλαδή η έλλειψη διεισδύσεως στα δρομολόγια τα οποία αυτή εκμεταλλεύεται από το Δουβλίνο οφείλεται στο ότι οι τιμές και η μεταφορική ικανότητα που προσφέρει είναι τόσο ανταγωνιστικές, ώστε κανένας ανταγωνιστής δεν έχει συμφέρον να εισέλθει στην αγορά για να την ανταγωνισθεί, είναι αλυσιτελές για την ανάλυση. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το επιχείρημα αυτό είναι βάσιμο, παραπέμπει σε μία κατάσταση ανταγωνισμού στην οποία η Aer Lingus ασκεί δραστηριότητα ως ανταγωνίστρια της Ryanair ή αποτελεί τον πιθανότερο εν δυνάμει ανταγωνιστή. Η κατάσταση όμως που έχει σημασία στο παρόν στάδιο της αναλύσεως δεν είναι η παρούσα, αλλά η κατάσταση που θα προκύψει από την πράξη συγκεντρώσεως στα δρομολόγια στα οποία θα δεσπόζει η ενότητα Ryanair-Aer Lingus.

250    Ομοίως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι δεν σκοπεύει να εφαρμόσει, κατόπιν της πράξεως συγκεντρώσεως, τιμές υψηλότερες από τις προκύπτουσες από τον ανταγωνισμό, όπως εμφαίνει το ότι οι τιμές της στα δρομολόγια στα οποία αυτή είναι ο μοναδικός αερομεταφορέας είναι το ίδιο χαμηλές με τις τιμές της στα δρομολόγια στα οποία αντιμετωπίζει ανταγωνιστές, ίσως δε και χαμηλότερες, δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την ανάλυση της Επιτροπής περί των εμποδίων για την είσοδο στην αγορά. Συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ο έλεγχος των πράξεων συγκεντρώσεως διαφέρει από τον έλεγχο των καταχρήσεων δεσπόζουσας θέσεως, υπό την έννοια ότι επικεντρώνεται στον έλεγχο των διαρθρώσεων της αγοράς και όχι της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων. Ο έλεγχος των πράξεων συγκεντρώσεως σκοπεί στην αποφυγή, βάσει μιας αναλύσεως προοπτικών των διαρθρώσεων της αγοράς, της πραγματοποιήσεως μιας συγκεντρώσεως η οποία θα παρακώλυε σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην κοινή αγορά ή σε σημαντικό τμήμα αυτής, ιδίως λόγω της δημιουργίας ή της ενισχύσεως δεσπόζουσας θέσεως. Συνεπώς, όσον αφορά τις τιμές, το ουσιώδες κριτήριο είναι αυτό βάσει του οποίου είναι δυνατό να προσδιορισθεί αν η είσοδος ενός νέου ανταγωνιστή στην αγορά είναι ικανή να εμποδίσει την αύξηση των τιμών σε σχέση με τις ισχύουσες πριν από την πράξη συγκεντρώσεως. Το κριτήριο των τιμών δεν είναι το μόνο το οποίο μπορεί να ληφθεί υπόψη, δεδομένου ότι η υλοποίηση της συγκεντρώσεως θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει τη διαθέσιμη μεταφορική ικανότητα, την επιλογή ή την ποιότητα των υπηρεσιών ή ακόμη την καινοτομία.

251    Αν δεν υπήρχε η Aer Lingus, ο πειρασμός θα ήταν μεγάλος για τη Ryanair να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της αντιδρώντας στην έλλειψη ανταγωνιστικής πιέσεως που οφείλεται στην απορρόφηση του κύριου παρόντος ή εν δυνάμει ανταγωνιστή της στις αγορές που επηρεάζονται από την πράξη συγκεντρώσεως. Οι προθέσεις της Ryanair όσον αφορά τη χρησιμοποίηση της Aer Lingus ή η προηγούμενη πρακτική της όσον αφορά τις τιμολογήσεις δεν καθιστούν λιγότερο πιστευτό τον εν λόγω διαρθρωτικό κίνδυνο, η ύπαρξη του οποίου προκύπτει από την ανάλυση των αντίθετων στον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων της εξαλείψεως του ανταγωνισμού μεταξύ των μερών της συγκεντρώσεως.

252    Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι εκτίμησε εσφαλμένως την κατάσταση ανταγωνισμού μη λαμβάνοντας επαρκώς υπόψη το οικονομικό μοντέλο της Ryanair, κατά την εκτίμηση της πιθανότητας εισόδου στις αγορές τις οποίες επηρεάζει η πράξη συγκεντρώσεως.

 4. Επί των πλεονεκτημάτων που συνδέονται με την κατοχή βάσεων λειτουργίας στην Ιρλανδία

 Επιχειρήματα των διαδίκων

253    Κατ’ αρχάς, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι η «θέση ισχύος» την οποία φέρονται να κατέχουν η ίδια και η Aer Lingus οφείλεται στις σημαντικές βάσεις τους στην Ιρλανδία. Η Επιτροπή παρέλειψε να εκθέσει τον ορισμό της βάσεως και περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι η έντονη παρουσία της Ryanair και της Aer Lingus στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου τους παρέχει πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων αεροπορικών εταιριών. Τα προβαλλόμενα πλεονεκτήματα απορρέουν από το δίκτυο της Ryanair και όχι από τις βάσεις της. Εξάλλου, η Επιτροπή προσέδωσε σημαντική βαρύτητα στις απαντήσεις τις οποίες έδωσαν οι ανταγωνιστές και οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι στο ερωτηματολόγιο περί των βάσεων, ιδίως στην απάντηση του ιρλανδικού Υπουργείου Μεταφορών το οποίο ήταν αντίθετο στην πράξη συγκεντρώσεως. Η Επιτροπή αρνήθηκε επίσης τη λυσιτέλεια των στοιχείων τα οποία παρέσχε η Ryanair προκειμένου να αποδείξει ότι η κατοχή βάσεως στο Δουβλίνο ουδόλως παρέχει πλεονέκτημα ή προκειμένου να συγκρίνει την κατάσταση με αυτή των βάσεων του Charleroi και του Hahn (βλ. την έκθεση της RBB Economics, της 20ής Φεβρουαρίου 2007, αφορώσα τους φραγμούς για την είσοδο στην αγορά, και το σημείωμα του αναπληρωτή γενικού διευθυντή της Ryanair, της 28ης Νοεμβρίου 2006, το οποίο αφορά τις οικονομικές πτυχές μιας αεροπορικής βάσεως). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως και δεν συμπεριφέρθηκε ως «αντικειμενικό και αμερόληπτο πρόσωπο αρμόδιο για τη λήψη αποφάσεων».

254    Πρώτον, η προσφεύγουσα αρνείται την ύπαρξη οικονομιών κλίμακας σε επίπεδο βάσεων. Ο υπολογισμός της εξοικονομήσεως δαπανών τον οποίο πραγματοποίησε η Aer Lingus, με ημερομηνία 19 Φεβρουαρίου 2007, στον οποίο παραπέμπει η Επιτροπή στην υποσημείωση 414 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πραγματοποιήθηκε βάσει υποθέσεων. Η Aer Lingus, ο στόλος της οποίας έχει κυρίως ως βάση το Δουβλίνο, δεν μπορούσε να διακρίνει μεταξύ των οικονομιών κλίμακας που συνδέονται με το μέγεθος του στόλου και αυτών που συνδέονται με το μέγεθος της βάσεως. Συγκεκριμένα, η παροχή των υπηρεσιών προς την πελατεία ή των υπηρεσιών εδάφους θα μπορούσε εύκολα να ανατεθεί με υπεργολαβία στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου, χωρίς τούτο να θέτει σε δυσμενή θέση τις αεροπορικές εταιρίες οι οποίες δεν διαθέτουν βάση εκεί. Η Ryanair χρησιμοποίησε την υπεργολαβία για τις υπηρεσίες της διακινήσεως φορτίων στο έδαφος. Η Dublin Airport Authority plc (εταιρία διαχειρίσεως των αεροδρομίων του Δουβλίνου, του Cork και του Shannon) δεν παρέχει στη Ryanair καλύτερους όρους προσβάσεως στα συστήματα καταχωρίσεως απ’ ό,τι παρέχει σε άλλες εταιρίες και είναι ευχερώς εφικτό να μοιράζεται τις θυρίδες πληροφοριών με άλλους μεταφορείς. Όσον αφορά τις διαταραχές στη λειτουργία, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι «διατηρεί διαθέσιμα εκ περιτροπής» τέσσερα εφεδρικά αεροπλάνα στο σύνολο των 23 βάσεών της. Συνεπώς, ενδεχόμενη εξοικονόμηση δαπανών απορρέουσα από τη συγκέντρωση των εφεδρικών αεροπλάνων οφείλεται στον στόλο και όχι στη βάση. Όσον αφορά τις χρονοθυρίδες και τις θέσεις σταθμεύσεως, η προσφεύγουσα παρατηρεί κατ’ αρχάς ότι ο κανονισμός (ΕΟΚ) 95/93 του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 1993, σχετικά με τους κοινούς κανόνες κατανομής του διαθέσιμου χρόνου χρήσης (slots) στους κοινοτικούς αερολιμένες (ΕΕ L 14, σ. 1), επιβάλλει όπως, κατά την κατανομή νέων χρονοθυρίδων, οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά μεταφορείς ευνοούνται σε σχέση με τους ήδη υπάρχοντες μεταφορείς. Επιπλέον, οι ήδη υπάρχοντες και οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά μεταφορείς τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά την κατανομή των θέσεων σταθμεύσεως και ένας ήδη παρών σε ορισμένο αεροδρόμιο μεταφορέας δεν απολαύει πλεονεκτήματος σε σχέση με ένα νεοεισερχόμενο. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί επίσης ότι κατέχει «ισχυρότερη διαπραγματευτική θέση» σε σχέση με τα αεροδρόμια και τις ρυθμιστικές αρχές, αντιθέτως προς τα εκτιθέμενα στην αιτιολογική σκέψη 383 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Ryanair δεν τυγχάνει, στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου, εκπτώσεων λόγω του μεγέθους της και δεν ελπίζει να τύχει τέτοιων εκπτώσεων κατόπιν της πράξεως συγκεντρώσεως. Όσον αφορά τα πλεονεκτήματα τα οποία επιτυγχάνονται στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων με τους προμηθευτές, τα σπουδαιότερα στοιχεία κόστους της Ryanair αφορούν το σύνολο του δικτύου της και δεν καθορίζονται στο επίπεδο ενός αεροδρομίου.

255    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου, δεν αντλεί κανένα εξαιρετικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από το μέγεθός της, αντιθέτως προς τα εκτιθέμενα στην αιτιολογική σκέψη 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επί παραδείγματι, η Ryanair πραγματοποιεί καθημερινά έξι πτήσεις μετ’ επιστροφής με το ένα και μόνο αεροπλάνο της με βάση το Cork, ενώ πραγματοποιεί μόνο τέσσερις κατά μέσον όρο με τα 19 αεροπλάνα της με βάση το Δουβλίνο. Το κόστος της στα διάφορα αεροδρόμια από τα οποία πραγματοποιεί μόνο μία ή δύο πτήσεις ημερησίως είναι επίσης παρεμφερές, ακόμη και λιγότερο υψηλό από το κόστος της στις βάσεις της. Επιπλέον, άλλες αεροπορικές εταιρίες μπορούν να αποσύρουν ένα αεροπλάνο από τα υφιστάμενα δρομολόγιά τους ή να προσθέσουν ένα επιπλέον αεροπλάνο και να χρησιμοποιήσουν τις βάσεις τους στο άλλο άκρο των δρομολογίων που εξυπηρετούν τα αεροδρόμια του Δουβλίνου, του Shannon και του Cork, προκειμένου να ανταγωνισθούν την προκύπτουσα από τη συγκέντρωση οντότητα. Επιπλέον, η Ryanair υποστηρίζει ότι απέδειξε ότι μια αύξηση του αριθμού των αεροπλάνων της με βάση το Δουβλίνο δεν θα ασκούσε αισθητή επιρροή στο κόστος εκμεταλλεύσεώς της. Τέλος, το γεγονός ότι η Ryanair εκμεταλλεύεται ηθελημένως πτήσεις με προορισμό το Δουβλίνο και τόπο αναχωρήσεως το άλλο άκρο του δρομολογίου δεν συμβιβάζεται με την ύπαρξη πλεονεκτήματος στο Δουβλίνο.

256    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν διαθέτει ταχύτερη ικανότητα αντιδράσεως στις τροποποιήσεις της ζητήσεως, λόγω του ότι αναπτύσσει ευρύτερη δραστηριότητα με τόπο αναχωρήσεως από ένα αεροδρόμιο, αντιθέτως προς τα εκτιθέμενα στις αιτιολογικές σκέψεις 389 έως 392 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, οι μεταφορείς οι οποίοι δεν διαθέτουν βάση στην Ιρλανδία έχουν την ίδια πρόσβαση στις πληροφορίες με αυτούς που έχουν τέτοια βάση. Επιπλέον, τα εποχικά αποτελέσματα είναι ευχερώς προβλέψιμα ανεξαρτήτως αεροπορικής εταιρίας. Τέλος, οι εταιρίες που εκτελούν ναυλωμένες πτήσεις ασκούν αποτελεσματική ανταγωνιστική πίεση κατά την περίοδο υψηλής τουριστικής κινήσεως και σε περίπτωση εξαιρετικών εκδηλώσεων ή διοργανώσεων. Επί παραδείγματι, μολονότι δεν διαθέτουν βάση στο Δουβλίνο, οι εταιρίες αυτές είναι ικανές να εκτελούν πτήσεις κατά τη χειμερινή περίοδο, όταν υπάρχει χιόνι, και, ως εκ τούτου δεν έχει σημασία αν εκτελούν πλείονες πτήσεις ημερησίως κατά τη διάρκεια του έτους.

257    Τέταρτον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι οι ανταγωνιστές που διαθέτουν βάση στο Δουβλίνο θα ασκούσαν πίεση στην προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα, αντιθέτως προς την άποψη που εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 555 έως 560 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Θα ήταν εσφαλμένο να κριθεί ότι, λόγω διαφορετικών οικονομικών μοντέλων και παρούσας δραστηριότητας αποτιμώμενης σε ασήμαντο ποσό, η CityJet και η Aer Arann δεν θα μπορούσαν να διευρύνουν περαιτέρω τις υπηρεσίες που παρέχουν στο Δουβλίνο προκειμένου να ασκήσουν αυξημένη ανταγωνιστική πίεση στην προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επικεντρώθηκε υπερβολικά στη σημαντική επιχειρηματική πελατεία της Aer Arann, χωρίς να λάβει επαρκώς υπόψη την ταχεία ανάπτυξη της εταιρίας αυτής και τη βούλησή της να ανταγωνιστεί επιθετικά τη Ryanair. Επιπλέον, οι εταιρίες οι οποίες διαθέτουν αεροπλάνο το οποίο σταθμεύει τη νύχτα στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου ασκούν και αυτές πίεση, αντιθέτως προς τις διαπιστώσεις της Επιτροπής στις σκέψεις 400 και 560 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, μια εταιρία δεν έχει ανάγκη να χρησιμοποιεί μια βάση για να εκτελεί πτήσεις πρωί και βράδυ.

258    Πέμπτον, κατά την προσφεύγουσα, οι ανταγωνιστές που διαθέτουν βάση στο άλλο άκρο των δρομολογίων από ή προς το Δουβλίνο θα ασκούσαν ανταγωνιστική πίεση στην προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η Ιρλανδία αποτελεί «σαφή τουριστικό προορισμό», η πλειονότητα των επιβατών προέρχονται από άλλες χώρες πλην της Ιρλανδίας, τουλάχιστον για τα δρομολόγια ως προς τα οποία υπάρχουν στοιχεία. Συνεπώς, κατά τη συλλογιστική της Επιτροπής, η βάση στην Ιρλανδία συνιστά στην πραγματικότητα μειονέκτημα. Η προσφεύγουσα παρατηρεί επίσης ότι η πλειονότητα των αεροπορικών εταιριών που εξυπηρετούν το αεροδρόμιο του Δουβλίνου δεν διαθέτουν βάση στο αεροδρόμιο αυτό διότι δεν το θεωρούν χρήσιμο.

259    Έκτον η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι εταιρίες που εκμεταλλεύονται δρομολόγια από σημείο σε σημείο χωρίς βάση, καλούμενα «δρομολόγια σε W», ασκούν αποτελεσματική ανταγωνιστική πίεση σε ορισμένα δρομολόγια. Τα δρομολόγια αυτά είναι προσοδοφόρα ακόμη και αν εκτελούνται δύο πτήσεις μετ’ επιστροφής ημερησίως μεταξύ προορισμών στους οποίους οι εταιρίες δεν διαθέτουν βάση, όπως πράττει η Ryanair σε ορισμένα δρομολόγια.

260    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή, παραπέμποντας στην προσβαλλομένη απόφαση. Εξάλλου αναγνωρίζει ότι οικονομίες κλίμακας μπορούν να πραγματοποιηθούν σε επίπεδο δικτύου και στόλου. Η EasyJet είναι η μόνη αεροπορική εταιρία με ελάχιστες παροχές υπηρεσιών η οποία ασκεί δραστηριότητες παρόμοιου εύρους με αυτές της Ryanair. Εντούτοις, η Ryanair δεν μπορεί να αρνηθεί την ύπαρξη οικονομιών κλίμακας οφειλομένων στην εκμετάλλευση μιας βάσεως ή ενός δικτύου, χωρίς να βρεθεί σε αντίφαση με τα δικά της επιχειρήματα περί της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

261    Στο πλαίσιο της αναλύσεως των φραγμών για την είσοδο στην αγορά που αποτελεί το αντικείμενο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή εξέτασε στην προσβαλλομένη απόφαση τους «[φ]ραγμούς για την είσοδο στην αγορά σε συνδυασμό με τη θέση ισχύος της Ryanair και της Aer Lingus οι οποίες διαθέτουν σημαντικές βάσεις στην Ιρλανδία» (σημείο 7.8.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι η Ryanair και Aer Lingus λειτουργούν από την ίδια βάση στο Δουβλίνο και ότι ασκούν επίσης δραστηριότητα στο Cork και στο Shannon είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους αυτές οι δύο αεροπορικές εταιρίες αποτελούν «άμεσους ανταγωνιστές» στα δρομολόγια με τόπο αναχωρήσεως ή προορισμού την Ιρλανδία (αιτιολογική σκέψη 552 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συναφώς, από την πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων προκύπτει ότι οι οικονομίες κλίμακας που απορρέουν από την ευελιξία των πόρων μιας βάσεως και από τη δυνατότητα κατανομής των παγίων επιβαρύνσεων σε πολυάριθμα δρομολόγια συνιστούν φραγμό για την είσοδο στην αγορά, υπό την έννοια ότι «ένας αερομεταφορέας ο οποίος διαθέτει βάση εκμεταλλεύσεως σε συγκεκριμένο αεροδρόμιο τυγχάνει σαφών πλεονεκτημάτων όσον αφορά το κόστος». Αυτός ο ρόλος φραγμού για την είσοδο στην αγορά θα ενισχυόταν στην υπό κρίση υπόθεση από τη συμμαχία μεταξύ δύο αερομεταφορέων με έντονη παρουσία σε ένα και το αυτό αεροδρόμιο (αιτιολογική σκέψη 553 και υποσημείωση 557 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

262    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή εξέτασε στην προσβαλλομένη απόφαση υπό ποιες προϋποθέσεις άλλοι αερομεταφορείς θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν την ανταγωνιστική πίεση η οποία θα εξαφανιζόταν λόγω της πράξεως συγκεντρώσεως και κατά πόσον η έλλειψη βάσεως στο Δουβλίνο θα μπορούσε να αποτελεί φραγμό για την είσοδο στην αγορά. Εξέτασε τρεις υποθετικές περιπτώσεις: την περίπτωση του νεοεισερχόμενου στην αγορά μεταφορέα ο οποίος δημιουργεί βάση στο Δουβλίνο, την περίπτωση του νεοεισερχόμενου στην αγορά μεταφορέα που διαθέτει ήδη βάση στο έτερο άκρο του δρομολογίου και την περίπτωση του νεοεισερχόμενου στην αγορά μεταφορέα ο οποίος πραγματοποιεί την είσοδό του ανά δρομολόγιο, χωρίς να έχει βάση στο ένα ή στο άλλο άκρο του δρομολογίου (αιτιολογική σκέψη 554 και σημεία 7.8.3.1 έως 7.8.3.5 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή συνήγαγε εντεύθεν ότι οι ενδείξεις ήταν ανεπαρκείς για να κριθεί ότι ένας νέος μεταφορέας θα εισερχόταν στην αγορά με βάση το Δουβλίνο, το Cork ή το Shannon (σκέψη 7.8.3.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι οι είσοδοι στην αγορά με βάση ένα αεροδρόμιο προορισμού και οι είσοδοι στην αγορά χωρίς βάση σε αεροδρόμιο προορισμού δεν επαρκούν κατ’ ανάγκη για να αντικαταστήσουν την ανταγωνιστική πίεση που υπάρχει μεταξύ των μερών της συγκεντρώσεως πριν από τη σκοπούμενη πράξη συγκεντρώσεως (σημείο 7.8.3.5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως αιτιολογική σκέψη 584).

263    Οι αιτιάσεις τις οποίες προβάλλει η προσφεύγουσα κατά της εκτιμήσεως αυτής αφορούν είτε την προηγούμενη διαπίστωση κατά την οποία η Aer Lingus και η ίδια διαθέτουν σημαντική βάση στο Δουβλίνο, πράγμα που τους παρέχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα (σημείο 7.3.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως), είτε, ακροθιγώς, τη διαπίστωση της Επιτροπής, στο πλαίσιο της αναλύσεως των φραγμών για την είσοδο στην αγορά, ότι οι ανταγωνιστές οι οποίοι διαθέτουν ήδη βάση στο Δουβλίνο δεν θα ήταν ενδεχομένως σε θέση να ασκήσουν αποτελεσματική ανταγωνιστική πίεση στα μέρη της συγκεντρώσεως, και τα εντεύθεν αντληθέντα συμπεράσματα (σημεία 7.8.3.1 και 7.8.3.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

264    Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας που αφορούν το παρεχόμενο στην Aer Lingus και στην ίδια ανταγωνιστικό πλεονέκτημα λόγω της υπάρξεως βάσεως στο Δουβλίνο εξετάσθηκαν και απορρίφθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Θα αποτελέσουν επίσης αντικείμενο μιας ανά δρομολόγιο εκτιμήσεως στο πλαίσιο της εξετάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως. Συνεπώς, η κατωτέρω εκτίμηση αφορά μόνον την επίκριση των στοιχείων τα οποία έλαβε υπόψη της η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση για να θεμελιώσει την εκ μέρους της ανάλυση των φραγμών για την είσοδο στην αγορά σε συνδυασμό με τη «θέση ισχύος» της Ryanair και της Aer Lingus στην Ιρλανδία.

265    Συγκεκριμένα, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε την έννοια της βάσεως (βλ. σκέψη 253 ανωτέρω), αρκεί η επισήμανση ότι ο ορισμός αυτός περιέχεται, επί παραδείγματι, στην αιτιολογική σκέψη 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία ο όρος «βάση» χρησιμοποιείται για τα αεροδρόμια στα οποία οι αεροπορικές εταιρίες συγκεντρώνουν τα αεροσκάφη και τις δραστηριότητές τους, δεδομένου ότι οι εταιρίες αυτές προσφέρουν κυρίως πτήσεις με τόπο αναχωρήσεως και προορισμού τα εν λόγω αεροδρόμια βάσεως. Η έννοια αυτή εξηγήθηκε λεπτομερώς στο σημείο 7.3.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

266    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε ορισμένες πληροφορίες αντί κάποιων άλλων και, κατά τον τρόπο αυτόν, αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως (βλ. σκέψη 253 ανωτέρω), αρκεί η επισήμανση ότι το επιχείρημα ουδόλως ενισχύεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Η προσφεύγουσα δεν μπορεί απλώς να υποστηρίζει, κατά γενικό τρόπο, ότι η Επιτροπή προσέδωσε σημαντική βαρύτητα στις απαντήσεις τις οποίες έχουν παράσχει οι ανταγωνιστές και οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι, ιδίως το ιρλανδικό Υπουργείο Μεταφορών, το οποίο είχε αντιταχθεί στην πράξη συγκεντρώσεως, και ότι η Επιτροπή αρνήθηκε τη λυσιτέλεια των περί του αντιθέτου στοιχείων τα οποία η προσφεύγουσα της παρέσχε κατά τη διοικητική διαδικασία. Ελλείψει εξηγήσεων βάσει των οποίων να γίνει κατανοητό για ποιο λόγο συγκεκριμένα τίθενται υπό αμφισβήτηση οι διαπιστώσεις που περιέχονται στην προσβαλλομένη απόφαση, με βάση στοιχεία περί του αντιθέτου προσκομισθέντα από τη Ryanair, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

267    Όσον αφορά τις οικονομίες κλίμακας (βλ. σκέψη 254 ανωτέρω) και την ικανότητα προσαρμογής στη ζήτηση (βλ. σκέψη 256 ανωτέρω), οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας πρέπει να εξετασθούν υπό την ορθή προοπτική. Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι το δίκτυο της Ryanair, το οποίο περιλαμβάνει 23 βάσεις, της παρέχει σημαντικά πλεονεκτήματα. Η ανάλυση της Επιτροπής αφορά ωστόσο τα πλεονεκτήματα τα οποία αντιπροσωπεύουν στην υπό κρίση υπόθεση η βάση του Δουβλίνου καθώς και η παρουσία στο Cork και στο Shannon. Αυτοί οι φραγμοί για την είσοδο στην αγορά τυγχάνουν εξετάσεως και όχι το αν είναι συμφέρον να διαθέτει μια εταιρία δίκτυο πολλαπλών βάσεων, όπως είναι τα δίκτυα της Ryanair και της easyJet στην Ευρώπη. Συναφώς, η Επιτροπή υπενθύμισε με την προσβαλλομένη απόφαση ότι το να διαθέτει ένας μεταφορέας βάση σε ένα αεροδρόμιο παρουσιάζει δύο μείζονα πλεονεκτήματα: αφενός, παρέχει στον μεταφορέα τη δυνατότητα να τύχει ορισμένων πλεονεκτημάτων από πλευράς κόστους και, αφετέρου, αυξάνει την ευελιξία του μεταφορέα, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να αντιδρά ταχύτερα στις διακυμάνσεις της ζητήσεως (αιτιολογική σκέψη 555 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

268    Αντιθέτως προς τα επιχειρήματα της Ryanair, κατά τα οποία οποιοσδήποτε μεταφορέας θα μπορούσε να τύχει των ίδιων πλεονεκτημάτων με αυτή στο Δουβλίνο, η ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή επί του σημείου αυτού δεν είναι θεωρητική. Ειδικότερα, η Επιτροπή εξέτασε συγκεκριμένα την κατάσταση των δύο άλλων ανταγωνιστών που διαθέτουν βάση στο Δουβλίνο, δηλαδή της CityJet με 3 αεροσκάφη και της Aer Arann με 4 αεροσκάφη, έναντι των 22 αεροσκαφών μικρών αποστάσεων της Aer Lingus και των 20 αεροσκαφών της Ryanair. Επισήμανε ότι οι ανταγωνιστές αυτοί δεν ανέπτυξαν σημαντικά τη βάση τους κατά τα τελευταία έτη και δεν σκόπευαν να το πράξουν για δικούς τους λόγους (αιτιολογικές σκέψεις 556 έως 558 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή υπογράμμισε επίσης ότι κάθε επέκταση στο Δουβλίνο θα όξυνε το πρόβλημα του κορεσμού του αεροδρομίου αυτού και θα μπορούσε να συνεπάγεται προβλήματα χρονοθυρίδων σε ορισμένα αεροδρόμια προορισμού (αιτιολογική σκέψη 559). Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι από την ανάλυση που πραγματοποιήθηκε κατά την εμπεριστατωμένη έρευνα προκύπτει ότι κανένας από τους εν δυνάμει ανταγωνιστές τους οποίους απαριθμεί η Ryanair δεν θα δημιουργούσε βάση στην Ιρλανδία σε περίπτωση αυξήσεως των τιμών μετά την πράξη συγκεντρώσεως (αιτιολογική σκέψη 562 και υποσημειώσεις 563 και 564 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, πλείονες ανταγωνιστές τους οποίους παραθέτει η Ryanair αποσύρθηκαν από το δρομολόγιο το οποίο εκτελούσαν από ή προς το Δουβλίνο κατά τα τελευταία έτη [όπως η British Airways από το δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο (Heathrow) και η Alitalia από το δρομολόγιο Δουβλίνο-Μιλάνο]. Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας επί του σημείου αυτού (βλ. σκέψη 257 ανωτέρω) απλώς επαναλαμβάνουν το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως με το σχόλιο ότι είναι εσφαλμένο, χωρίς ωστόσο να εξηγούν πώς θα αναπτύσσονταν οι δραστηριότητες της CityJet και της Aer Arann, τούτο δε παρά το ότι η προσβαλλομένη απόφαση εκθέτει πειστικούς λόγους περί του αντιθέτου.

269    Όσον αφορά την επιρροή την οποία ασκούν οι αεροπορικές εταιρίες που εκτελούν τακτικές ή ναυλωμένες πτήσεις και διαθέτουν αεροσκάφος το οποίο σταθμεύει τη νύχτα στο Δουβλίνο για μια περίοδο ή ένα έτος (βλ. σκέψεις 256 και 257 ανωτέρω), η Επιτροπή ορθώς επισήμανε στην προσβαλλομένη απόφαση ότι τα πλεονεκτήματα των οποίων ετύγχαναν οι εταιρίες αυτές δεν ήταν συγκρίσιμα με τα εγγενή προς την εκμετάλλευση μιας βάσεως πλεονεκτήματα, ιδίως όσον αφορά την ευελιξία που καθιστά δυνατή την εναλλαγή των δρομολογίων, την ανακατανομή των αεροσκαφών, την ελαχιστοποίηση των δαπανών που συνεπάγονται οι διαταραχές στη λειτουργία, την ανταλλαγή πληρωμάτων, την εξυπηρέτηση πελατών ή τη φήμη του σήματος (αιτιολογική σκέψη 560 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Σημασία έχουν εν προκειμένω τα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την εκμετάλλευση της βάσεως και όχι η δυνατότητα πραγματοποιήσεως πτήσεων προς τον τάδε ή τον δείνα προορισμό διά της εκμεταλλεύσεως ενός αεροπλάνου.

270    Όσον αφορά τη χρήση των αεροπλάνων (βλ. σκέψη 255 ανωτέρω), η προσφεύγουσα επικρίνει μια ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή κατά το στάδιο της εξετάσεως της σχέσεώς της ανταγωνισμού με την Aer Lingus (αιτιολογική σκέψη 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η διαφορά επιπέδου εκμεταλλεύσεως μεταξύ του αεροπλάνου με βάση το Cork και των αεροπλάνων με βάση το Δουβλίνο είναι αλυσιτελής για την εκτίμηση του πλεονεκτήματος που παρέχει αυτή καθαυτή η χρησιμοποίηση της βάσεως του Δουβλίνου. Αυτό το πλεονέκτημα τονίζει η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 552 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

271    Όσον αφορά τις προϋποθέσεις εισόδου στην αγορά μέσω ενός αεροδρομίου βάσεως το οποίο βρίσκεται στο άλλο άκρο του δρομολογίου ή μέσω ενός δρομολογίου χωρίς βάση (βλ. σκέψεις 258 και 259 ανωτέρω), τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας συνίστανται απλώς και μόνο στην επανάληψη των διαπιστώσεων που εκτίθενται στην προσβαλλομένη απόφαση, αλλά δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση της διαπιστώσεις αυτές. Τα εν λόγω επιχειρήματα είναι κατ’ ουσίαν θεωρητικά και δεν δίδουν απάντηση στα συγκεκριμένα στοιχεία των οποίων γίνεται επίκληση στην προσβαλλομένη απόφαση προς στήριξη της διαπιστώσεως ότι οι μεταφορείς οι οποίοι θα μπορούσαν να εισέλθουν για πρώτη φορά στην αγορά και οι οποίοι διαθέτουν βάση στο άλλο άκρο του δρομολογίου θα βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση (σημείο 7.8.3.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι η είσοδος στην αγορά μιας εταιρίας στηριζόμενης σε υπηρεσία από σημείο σε σημείο χωρίς βάση είναι απίθανη (σημείο 7.8.3.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

272    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας τα οποία αφορούν την επίκριση της αναλύσεως των φραγμών για την είσοδο στην αγορά τους οποίους αντιπροσωπεύουν τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται η εκμετάλλευση μιας βάσεως επιχειρήσεων στην Ιρλανδία πρέπει να απορριφθούν.

 5. Επί του κόστους και των κινδύνων που συνεπάγεται η είσοδος στην αγορά

 Επιχειρήματα των διαδίκων

273    Η προσφεύγουσα αρνείται ότι το σήμα της και οι τεχνικές εμπορίας της, καθώς και αυτές της Aer Lingus, συνιστούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η ταχεία επέκταση της Ryanair τα τελευταία αυτά έτη αρκεί για να αποδειχθεί ότι δεν είναι αναγκαίο να έχει μια επιχείρηση αναγνωρισμένο σήμα προκειμένου να εισέλθει σε νέα αγορά. Ομοίως, η επιτυχής είσοδος της easyJet στα δρομολόγια εσωτερικού της Γαλλίας αποδεικνύει ότι οι εγχώριοι μεταφορείς δεν απολαύουν κανενός πλεονεκτήματος εκ του λόγου αυτού. Οι μηχανές αναζητήσεως και συγκρίσεως τιμών στο Διαδίκτυο διευκολύνουν το έργο των νεοεισερχομένων στην αγορά μεταφορέων και, εν πάση περιπτώσει, οι δαπάνες εμπορίας είναι πολύ χαμηλές σε σύγκριση με τα δρομολόγια ή τους μεταφερομένους επιβάτες.

274    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι ο τομέας των ευρωπαϊκών αεροπορικών μεταφορών αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα περιορισμένων φραγμών για την είσοδο στην αγορά, λόγω του χαμηλού ποσού των δαπανών που ενδέχεται να μην αποσβεσθούν. Το ποσό των δαπανών αυτών δεν είναι πολύ υψηλό λόγω των πολυαρίθμων δυνατοτήτων χρηματοδοτικής μισθώσεως και άλλων ειδών χρηματοδοτήσεως τα οποία είναι διαθέσιμα στον σχετικό κλάδο. Συναφώς, το «κόστος ευκαιρίας» για τα αεροπλάνα και τις επιπλέον επενδύσεις σε νέα αεροπλάνα, το οποίο η Επιτροπή αναφέρει στην αιτιολογική σκέψη 621 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αποτελεί δαπάνη που ενδέχεται να μην αποσβεσθεί. Συγκεκριμένα, τα εν λόγω αεροπλάνα θα μπορούσαν ευχερώς να πωληθούν ή να ενοικιασθούν στις δευτερογενείς αγορές. Στην Επιτροπή εναπόκειται να αποδείξει την ύπαρξη ενδεχομένως μη αποσβέσιμων δαπανών αρκούντως υψηλών ώστε να αποτελούν φραγμό για την είσοδο στην αγορά.

275    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αναφερόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

276    Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι το κόστος και οι κίνδυνοι της εισόδου στην αγορά είναι σημαντικά «σε μια αγορά η οποία ήδη εξυπηρετείται από δύο ισχυρές αεροπορικές εταιρίες των οποίων τα σήματα έχουν εδραιωθεί» (σημείο 7.8.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι δύο αυτές εταιρίες αντιπροσωπεύουν από κοινού το 68 % της συνολικής κινήσεως επιβατών και το 80 % της κινήσεως επιβατών των κυρίων ενδοευρωπαϊκών δρομολογίων μικρών αποστάσεων με τόπο αναχωρήσεως και προορισμού την Ιρλανδία.

277    Προς αντίκρουση των παρατηρήσεων της Ryanair επί του σημείου αυτού, η Επιτροπή επισήμανε ότι η φήμη είναι δυνατόν να αποτελεί φραγμό για την είσοδο στην αγορά, όπως προκύπτει από τις κατευθυντήριες γραμμές (σημείο 71, στοιχείο γ΄, των κατευθυντηρίων γραμμών) και από την προηγούμενη πρακτική της κατά τη λήψη αποφάσεων στον τομέα της αεροπορικής μεταφοράς επιβατών. Τόσο η Aer Lingus όσο και η Ryanair έχουν «εδραιωμένη θέση» στην Ιρλανδία, πράγμα το οποίο συνιστά σημαντικό πλεονέκτημα λόγω της κτηθείσας πείρας στην ιρλανδική αγορά, της φήμης που συνδέεται προς τη θέση αυτή και του γεγονότος ότι η είσοδος στην αγορά απαιτεί υψηλές δαπάνες για την προώθηση των πωλήσεων (αιτιολογικές σκέψεις 588 έως 591 και σημεία 7.8.4.1 έως 7.8.4.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

278    Όσον αφορά τα σχετικά με το σήμα και τις δαπάνες εμπορίας πλεονεκτήματα, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας υπογραμμίζουν είτε τη συγκεκριμένη κατάσταση της τελευταίας, τη φήμη της οποίας υπογραμμίζει ορθώς η προσβαλλομένη απόφαση, είτε την κατάσταση που επικρατεί σε άλλη αγορά πλην της Ιρλανδίας. Δεν είναι όμως πιθανό ότι μια αεροπορική εταιρία θα ήταν σε θέση να επιτύχει τα ίδια αποτελέσματα με τη Ryanair χωρίς σημαντικές επενδύσεις. Ομοίως, όσον αφορά τη σύγκριση με την κατάσταση της easyJet στη Γαλλία, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι η Επιτροπή υπογράμμισε στην προσβαλλομένη απόφαση ότι η εν λόγω αεροπορική εταιρία δεν είχε επιτύχει να εδραιωθεί στην Ιρλανδία (αιτιολογικές σκέψεις 635 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συνεπώς, τα επιχειρήματα αυτά δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση, ότι δηλαδή ένας νεοεισερχόμενος στην αγορά μεταφορέας έπρεπε να υποβληθεί σε σημαντικές δαπάνες εμπορίας προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα η οποία θα διέθετε δύο σήματα με πολύ μεγάλη φήμη στην Ιρλανδία.

279    Όσον αφορά τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η είσοδος στην αγορά συνεπάγεται τον κίνδυνο μη αποσβέσιμων δαπανών για τους ανταγωνιστές (σημείο 7.8.4.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας είναι υπερβολικά γενικά προκειμένου να θέσουν υπό αμφισβήτηση το βάσιμο της διαπιστώσεως αυτής. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν όφειλε εν προκειμένω να αποδείξει γενικώς την ύπαρξη μη αποσβέσιμων δαπανών αρκετά υψηλών ώστε να αποτελέσουν φραγμό για την είσοδο στην αγορά. Η Επιτροπή όφειλε απλώς και μόνο να εξηγήσει για ποιους λόγους ορισμένες μη αποσβέσιμες δαπάνες συνιστούν φραγμούς για την είσοδο στην αγορά, ικανούς να αποτρέψουν ένα μεταφορέα ο οποίος θα μπορούσε ενδεχομένως να εισέλθει στην αγορά από την προσπάθεια να ανταγωνισθεί την προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα. Είναι απολύτως επιτρεπτό να ληφθεί υπόψη ένα τέτοιο αποτρεπτικό αποτέλεσμα στο πλαίσιο της αναλύσεως των εμποδίων για την είσοδο στην αγορά.

280    Συναφώς, η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τη στήριξη των διαπιστώσεων που εκτίθενται στην απόφαση αυτή. Ως εκ τούτου, ορθώς η Επιτροπή εξέθεσε στην προσβαλλομένη απόφαση ότι η είσοδος στην αγορά της Ιρλανδίας απαιτούσε σημαντικές δαπάνες για την εδραίωση ενός σήματος έναντι της Ryanair και της Aer Lingus και για την προσέλκυση νέων πελατών. Οι δαπάνες αυτές αποτελούν το κύριο μέρος των δαπανών που συνεπάγεται η έναρξη της λειτουργίας ενός δρομολογίου, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία την οποία παραθέτει η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση (υποσημείωση 610 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Άλλες μη αποσβέσιμες δαπάνες αφορούν κατ’ ανάγκην τις επιπλέον επενδύσεις για την αγορά, τη μίσθωση ή τη μετακίνηση ενός αεροσκάφους από το ένα δρομολόγιο στο άλλο, καθώς και την εγκατάσταση και τη λειτουργία του αεροσκάφους αυτού και των σχετικών υπηρεσιών (αιτιολογική σκέψη 621 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

281    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλει η προσφεύγουσα προκειμένου να επικρίνει την ανάλυση των φραγμών για την είσοδο στην αγορά που συνίστανται στο κόστος και στους κινδύνους τα οποία συνεπάγεται η είσοδος στην αγορά πρέπει να απορριφθούν.

 6. Επί της φήμης της Ryanair ως φραγμού για την είσοδο στην αγορά

 Επιχειρήματα των διαδίκων

282    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η επιθετική πολιτική την οποία ασκεί στηριζόμενη στις χαμηλές τιμές, χάρη στις μειωμένες δαπάνες της, δεν συνιστά φραγμό για την είσοδο στην αγορά, αντιθέτως προς τις διαπιστώσεις της Επιτροπής στις αιτιολογικές σκέψεις 624 έως 660 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η συμπεριφορά της Ryanair είναι η συμπεριφορά ενός επιχειρηματία που εξελίσσεται φυσιολογικά σε μια ελευθερωθείσα αγορά. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι προκλήθηκε πραγματική ζημία στους καταναλωτές, καταδεικνύοντας ότι η Ryanair θα εφάρμοζε υψηλότερες τιμές από τις προκύπτουσες από τον ανταγωνισμό, άπαξ ο ανταγωνιστής έχει εγκαταλείψει την αγορά. Στην πραγματικότητα, οι καταναλωτές θα ετύγχαναν καλύτερης εξυπηρετήσεως μετά την αποχώρηση του ανταγωνιστή από την αγορά απ’ ό,τι πριν από την είσοδό του. Τέλος, πολυάριθμες αεροπορικές εταιρίες έχουν κατορθώσει να αποκτήσουν βάση για τα αεροπλάνα τους στα αεροδρόμια στα οποία η Ryanair διέθετε ήδη σημαντική βάση, όπως το αεροδρόμιο του Charleroi.

283    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αναφερόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

284    Η Επιτροπή εξέθεσε στις αιτιολογικές σκέψεις 624 έως 660 της προσβαλλομένης αποφάσεως για ποιο λόγο ο κίνδυνος «επιθετικών αντιποίνων» εκ μέρους της ενότητας Ryanair-Aer Lingus ήταν υψηλός σε περίπτωση που ένας ενδεχόμενος ανταγωνιστής θα επιχειρούσε να διεισδύσει σε ένα από τα δρομολόγια που επηρεάζονται από την πράξη συγκεντρώσεως (σημείο 7.8.5 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στα αποτελέσματα της έρευνας την οποία διεξήγαγε η Επιτροπή, από τα οποία προκύπτει ότι είναι γνωστό ότι η Ryanair διεξάγει επιθετικό ανταγωνισμό σε περίπτωση νέας εισόδου στην ιρλανδική αγορά, ιδίως χαμηλώνοντας τις τιμές προσωρινώς και αυξάνοντας τη μεταφορική ικανότητα, προκειμένου να αναγκάσει τον νεοεισερχόμενο μεταφορέα να εγκαταλείψει τα δρομολόγια με τόπο αναχωρήσεως ή προορισμού την Ιρλανδία (αιτιολογική σκέψη 625 και υποσημείωση 615 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

285    Απαντώντας στο επιχείρημα το οποίο προέβαλε η Ryanair κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι δηλαδή ο κίνδυνος «επιθετικών αντιποίνων» εκ μέρους της ενότητας Ryanair-Aer Lingus δεν θα ήταν πραγματικός για τους ενδεχόμενους ανταγωνιστές, δεδομένου ότι η Ryanair θα τιμολογούσε εν πάση περιπτώσει τα ίδια χαμηλά ποσά, είτε ο ανταγωνιστής ασκούσε δραστηριότητα στο ίδιο δρομολόγιο είτε όχι, η Επιτροπή επισήμανε στην προσβαλλομένη απόφαση ότι από την έρευνα προκύπτει ότι η Ryanair λαμβάνει υπόψη την πολιτική τιμολογήσεως των ανταγωνιστών της για να ενεργεί αναλόγως (αιτιολογικές σκέψεις 627 έως 634 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή εξέθεσε επί του σημείου αυτού πλείονα λεπτομερή παραδείγματα τα οποία αφορούν την απόπειρα της easyJet να εισέλθει στην αγορά (σημείο 7.8.5.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως), την απόπειρα της MyTravelLite να εισέλθει στην αγορά (σημείο 7.8.5.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και την απόπειρα της Go Fly να εισέλθει στην αγορά (σημείο 7.8.5.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

286    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αφορούν την ανάλυση αυτή απλώς επαναλαμβάνουν την επιχειρηματολογία την οποία η προσφεύγουσα ανέπτυξε προηγουμένως κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, η οποία αντικρούσθηκε στην προσβαλλομένη απόφαση. Στην απόφαση αυτή, η Επιτροπή εξέθεσε επαρκώς κατά νόμον τα στοιχεία που στηρίζουν το συμπέρασμα ότι η Ryanair μειώνει τις τιμές και αυξάνει τη συχνότητα των δρομολογίων της συστηματικά όταν εισέρχονται ανταγωνιστές στην ιρλανδική αγορά. Συνεπώς, όπως επισημαίνεται στην προσβαλλομένη απόφαση (σημείο 7.8.5.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως), αυτός ο κίνδυνος επιθετικής αντιδράσεως θα ήταν ακόμη μεγαλύτερος μετά την πράξη συγκεντρώσεως, δεδομένου ότι η ενότητα Ryanair-Aer Lingus θα καθίστατο ο κυρίαρχος επιχειρηματίας σε όλα σχεδόν τα δρομολόγια με τόπο αναχωρήσεως και προορισμού την Ιρλανδία. Η Ryanair, αποκτώντας τη φήμη επιχειρηματία ο οποίος αποθαρρύνει κάθε είσοδο ανταγωνιστή στην αγορά, δημιουργεί εν τοις πράγμασι φραγμό για την είσοδο νέων ανταγωνιστών.

287    Συναφώς, η ανταλλαγή επιχειρημάτων δεν αφορά την πολιτική τιμών της Ryanair, αλλά τον χαρακτηρισμό της επιθετικής φήμης της Ryanair ως φραγμού για την είσοδο στην αγορά και, από την άποψη αυτή, οι λόγοι που εκτίθενται στην προσβαλλομένη απόφαση αρκούν για να αποδειχθεί για ποιο λόγο η προηγούμενη συμπεριφορά της Ryanair είναι ικανή να αποτρέψει τους ενδεχόμενους ανταγωνιστές από την είσοδο σε μια αγορά στην οποία αυτή ασκεί δραστηριότητα.

288    Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα τα οποία αφορούν την ανάλυση της επιρροής της φήμης της Ryanair στην είσοδο ενδεχομένων ανταγωνιστών στην αγορά πρέπει να απορριφθούν.

 7. Επί της έγκαιρης εισόδου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

289    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή επισήμανε, στη σκέψη 308 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, ότι «η έναρξη της λειτουργίας ενός νέου δρομολογίου με αναχώρηση από ένα νέο αεροδρόμιο μπορεί να διαρκέσει από τρεις έως δώδεκα μήνες» και ότι «[χ]ρειάζονται μέχρι δώδεκα μήνες για να διασφαλισθεί η κερδοφορία του». Αντί να θεωρήσει την είσοδο αυτή ως πραγματοποιούμενη εγκαίρως, σύμφωνα με τη διετία που καθορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές, η Επιτροπή έκρινε εσφαλμένως στην προσβαλλομένη απόφαση ότι, για τον λόγο αυτόν, υπήρχαν αυξημένοι φραγμοί για την είσοδο στην αγορά.

290    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η ακριβής χρονική στιγμή κατά την οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί η είσοδος στην αγορά εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά και τη δυναμική της αγοράς, καθώς και από τις συγκεκριμένες ικανότητες των επιχειρηματιών που ενδέχεται να εισέλθουν στην αγορά αυτή.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

291    Το σημείο 74 των κατευθυντηρίων γραμμών, τιτλοφορούμενο «Έγκαιρη είσοδος», στο οποίο αναφέρεται η προσφεύγουσα ορίζει τα εξής:

«Η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσον η είσοδος θα είναι αρκετά ταχεία και βιώσιμη ώστε να αποτρέψει ή να εξουδετερώσει την άσκηση ισχύος στην αγορά. Η ενδεδειγμένη χρονική περίοδος εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά και τη δυναμική της αγοράς, καθώς και από τις ιδιαίτερες δυνατότητες των δυνητικών νέων ανταγωνιστών (100). Ωστόσο, η είσοδος θεωρείται κατά κανόνα έγκαιρη, μόνο εάν γίνει μέσα σε δύο χρόνια.»

292    Παραθέτοντας απλώς και μόνον το σημείο 308 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, χωρίς να αναφερθεί στο περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο χρόνος που είναι αναγκαίος για να καταστεί δυνατή η είσοδος στην αγορά από ένα νέο αεροδρόμιο και η διασφάλιση της βιωσιμότητάς της δεν ελήφθη προσηκόντως υπόψη από την Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση.

293    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η εκτίμηση των φραγμών για την είσοδο στην αγορά εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά της αγοράς αυτής, καθώς και από τις συγκεκριμένες δυνατότητες των επιχειρηματιών που ενδέχεται να εισέλθουν σ’ αυτήν.

294    Όσον αφορά την έγκαιρη είσοδο, η Επιτροπή ανέφερε μια προθεσμία η οποία δεν πρέπει κανονικά να υπερβαίνει τη διετία στις κατευθυντήριες γραμμές και μια προθεσμία μεταξύ τριών και δώδεκα μηνών στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Η Ryanair υποστηρίζει ότι η ίδια χρειάζεται μόνο μερικές εβδομάδες για την έναρξη λειτουργίας ενός δρομολογίου. Στην πραγματικότητα, η προθεσμία αυτή εξαρτάται από την υπό εξέταση κατάσταση.

295    Ως εκ τούτου, στις κατευθυντήριες γραμμές, η Επιτροπή παρέχει απλώς και μόνον, εν πάση περιπτώσει, ένα πλαίσιο αναλύσεως το οποίο μπορεί να εφαρμόζεται και να τυγχάνει περαιτέρω επεξεργασίας από την Επιτροπή στο πλαίσιο των υποθέσεων τις οποίες καλείται να εξετάσει (σημείο 6 των κατευθυντηρίων γραμμών). Εν προκειμένω, η προθεσμία η οποία αναγράφεται στην ανακοίνωση αιτιάσεων παραπέμπει σε μια υπόθεση εισόδου πραγματοποιούμενης από ένα νέο αεροδρόμιο, ενώ η προθεσμία την οποία ανέφερε η Ryanair αντιστοιχεί στη φήμη της επιχειρήσεως αυτής. Οι εν λόγω προθεσμίες δεν είναι αντικρουόμενες ούτε εμφαίνουν εσφαλμένη εκτίμηση εκ μέρους της Επιτροπής στην προσβαλλομένη απόφαση.

296    Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της αναλύσεως των φραγμών για την είσοδο στην αγορά που πραγματοποιήθηκε στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή τόνισε κυρίως τις σοβαρές πιθανότητες εισόδου στα επηρεαζόμενα δρομολόγια και το ζήτημα αν τέτοιες είσοδοι ήταν αρκούντως σημαντικές για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση των αντιθέτων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων της πράξεως συγκεντρώσεως. Η ανάλυση αυτή πραγματοποιήθηκε λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της αγοράς και των επιχειρηματιών που ασκούν δραστηριότητα σ’ αυτήν. Η προσφεύγουσα δεν εκθέτει για ποιο λόγο ανάλυση αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση της εννοίας της έγκαιρης εισόδου ούτε ως προς τι η ανάλυση αυτή θα μπορούσε να τροποποιηθεί.

297    Κατά συνέπεια, το επιχείρημα περί της έγκαιρης εισόδου πρέπει να απορριφθεί.

 8. Επί της υπάρξεως πιο προσοδοφόρων δρομολογίων εκτός Ιρλανδίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

298    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι είναι τουλάχιστον το ίδιο επικερδής η εκμετάλλευση δρομολογίων από το Δουβλίνο «με την εκμετάλλευση δρομολογίων από την Ανατολική Ευρώπη ή τη Σκανδιναβία», αντιθέτως προς όσα εκθέτει η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 661 έως 669 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι δαπάνες εμπορίας δεν είναι υψηλότερες στην Ιρλανδία απ’ ό,τι αλλού. Περίπου 90 αεροπορικές εταιρίες, μεταξύ των οποίων εταιρίες νεοεισερχόμενες στην αγορά, χρησιμοποιούν σήμερα το αεροδρόμιο του Δουβλίνου. Δεν είναι αναγκαίο να διαθέτει η Ιρλανδία δευτερεύοντα αεροδρόμια, δεδομένου ότι οι επιχειρηματίες με ελάχιστες παροχές υπηρεσιών έχουν ευχερή πρόσβαση στα αεροδρόμια του Δουβλίνου, του Cork και του Shannon. Πολλές αεροπορικές εταιρίες (η British Airways, η CityJet, η Lufthansa, η bmi, η easyJet, η TAP Portugal και η SkyEurope Airlines) δήλωσαν ότι είναι έτοιμες να εισέλθουν στην αγορά την οποία αποτελεί το αεροδρόμιο του Δουβλίνου, αλλά η Επιτροπή παρέλειψε ή αγνόησε τις πληροφορίες αυτές. Ο δυναμισμός της ιρλανδικής οικονομίας διευκολύνει την είσοδο αυτή.

299    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 663 έως 668 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρουσίασε εμπειρικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι οι ανταγωνιστές δεν θεωρούσαν την ιρλανδική αγορά ελκυστική προκειμένου να εισέλθουν σ’ αυτήν και ότι δεν ήταν συνεπώς πιθανό να εγκαταστήσουν τη δραστηριότητά τους στην αγορά αυτή.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

300    Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε ότι από την έρευνά της προέκυψε ότι πολυάριθμοι ανταγωνιστές εκτιμούσαν ότι η ιρλανδική αγορά δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστική και ότι πολυάριθμοι ενδεχόμενοι ανταγωνιστές είχαν επισημάνει ότι θα προτιμούσαν να επιδιώξουν τη δημιουργία νέων δρομολογίων προς άλλους προορισμούς και όχι προς την Ιρλανδία (αιτιολογική σκέψη 663 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

301    Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή εξέθεσε πλείονες λόγους για να εξηγήσει το αποτέλεσμα αυτό:

–        η είσοδος στην αγορά συνεπάγεται πολύ υψηλότερες δαπάνες εμπορίας απ’ ό,τι η είσοδος σε άλλες αγορές, στις οποίες δεν ασκεί ήδη δραστηριότητα κανένας ισχυρός μεταφορέας χαμηλού κόστους, ο οποίος έχει εδραιώσει τη βάση του (αιτιολογική σκέψη 664 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        η ιρλανδική αγορά θεωρείται ως σχετικώς μικρή αγορά η οποία έχει μόνο τέσσερα εκατομμύρια κατοίκους, ήτοι λιγότερους από το ήμισυ του πληθυσμού της «ευρύτερης περιφέρειας του Λονδίνου» (αιτιολογική σκέψη 665 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        κατά κανόνα, η «μικρή ιρλανδική αγορά» δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η πλέον προσοδοφόρα αγορά ή η αγορά της οποίας η ανάπτυξη είναι η ταχύτερη σε σύγκριση με αυτή της «Ανατολικής Ευρώπης» ή της «Σκανδιναβίας» (αιτιολογική σκέψη 666 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        η γεωγραφική θέση της Ιρλανδίας αποθαρρύνει μάλλον παρά ενθαρρύνει τις νέες εισόδους (αιτιολογική σκέψη 667 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        τα κίνητρα ενός αερομεταφορέα που λειτουργεί ως δίκτυο και εκμεταλλεύεται δρομολόγιο μεταξύ του Δουβλίνου και του κόμβου ανταποκρίσεών του (hub) είναι διαφορετικά από τα κίνητρα ενός αερομεταφορέα από σημείο σε σημείο, πράγμα το οποίο μειώνει την ανταγωνιστική πίεση· ένας αερομεταφορέας που λειτουργεί ως δίκτυο σκοπεί κυρίως στην υπό διέλευση μεταφορά επιβατών προς το κεντρικό αεροδρόμιό του, από το οποίο θα αναχωρήσουν προς τον τελικό τους προορισμό, ενώ ένας μεταφορέας από σημείο σε σημείο ενδιαφέρεται κυρίως να μεγιστοποιήσει τη χρήση του αεροσκάφους σε δρομολόγια από σημείο σε σημείο (αιτιολογική σκέψη 668 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        για τις εταιρίες με ελάχιστες παροχές υπηρεσιών, η Ιρλανδία έχει το μειονέκτημα ότι δεν διαθέτει δευτερεύοντα αεροδρόμια στην περιοχή του Δουβλίνου (αιτιολογική σκέψη 669 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

302    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η προσφεύγουσα για να επικρίνει την ανάλυση αυτή δεν είναι ικανά να τη θέσουν υπό αμφισβήτηση. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι είναι τουλάχιστον το ίδιο επικερδής η εκμετάλλευση δρομολογίων από το Δουβλίνο «με την εκμετάλλευση δρομολογίων από την Ανατολική Ευρώπη ή τη Σκανδιναβία», δεν επαρκεί για να θέσει υπό αμφισβήτηση τις μαρτυρίες των ενδεχομένων ανταγωνιστών ως προς το ζήτημα της εισόδου στην αγορά του Δουβλίνου (βλ., επί παραδείγματι, τις υποσημειώσεις 666, 668 και 669 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ομοίως, το επιχείρημα που αφορά τις δαπάνες εμπορίας δεν λαμβάνει υπόψη τη συγκεκριμένη κατάσταση της Ryanair στην ιρλανδική αγορά, η οποία έχει ήδη εξετασθεί (βλ. σκέψεις 277 και 278 ανωτέρω). Η Επιτροπή ανέλυσε και αντέκρουσε επαρκώς, στην αιτιολογική σκέψη 633 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα παραδείγματα προσφάτων εισόδων στην αγορά τα οποία προέβαλε η Ryanair (βλ. σκέψη 244 ανωτέρω). Εξάλλου, μολονότι οι επιχειρηματίες λαμβάνουν υπόψη τον δυναμισμό της ιρλανδικής οικονομίας, πρόκειται για στοιχείο το οποίο, καθαυτό, έχει την τάση να εξελίσσεται αναλόγως της εν γένει οικονομικής καταστάσεως.

303    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι τα επιχειρήματα τα οποία ανέπτυξε η προσφεύγουσα, προκειμένου να αμφισβητήσει ότι, για ορισμένους ανταγωνιστές, είναι επικερδέστερα τα δρομολόγια των οποίων η εκμετάλλευση πραγματοποιείται «από την Ανατολική Ευρώπη ή από τη Σκανδιναβία» σε σύγκριση με τα δρομολόγια των οποίων η εκμετάλλευση πραγματοποιείται από το Δουβλίνο, πρέπει να απορριφθούν.

 9. Επί του κορεσμού των αεροδρομίων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

304    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί το γεγονός ότι ο προβαλλόμενος κορεσμός του αεροδρομίου του Δουβλίνου συνιστά φραγμό για την είσοδο στην αγορά. Στην πράξη, η διαθεσιμότητα των χρονοθυρίδων μειώνεται μόνον επί μία ώρα το πρωί, για τα αναχωρούντα αεροσκάφη, και επί ένα ή δύο σύντομα, το πολύ ημίωρα, διαστήματα στο τέλος του απογεύματος και το βράδυ, για τα αεροπλάνα που καταφθάνουν. Αποτελεί συχνό φαινόμενο τα αεροδρόμια να έχουν τέτοια διαστήματα έντονης δραστηριότητας, διατηρώντας όμως συγχρόνως σημαντικές δυνατότητες αναπτύξεως. Προκειμένου οι ανταγωνίστριες αεροπορικές εταιρίες να είναι σε θέση να πραγματοποιούν τρία με τέσσερα δρομολόγια μετ’ επιστροφής, αρκεί να εκτελούν τις πτήσεις προς το Δουβλίνο με τόπο αναχωρήσεως βάσεις που βρίσκονται στο άλλο άκρο του δρομολογίου, αποφεύγοντας τις περιόδους ή τους διαδρόμους αποπροσγειώσεως του αεροδρομίου του Δουβλίνου στα οποία υπάρχει μεγάλος κορεσμός. Επιπλέον, η σημαντική αύξηση του αριθμού των επιβατών στο Δουβλίνο σημειώθηκε παρά τη χωρητικότητα του αεροδρομίου, την οποία η Dublin Airport Authority έχει παρά ταύτα εκτιμήσει ως περιορισμένη. Η χωρητικότητα του αεροδρομίου πρόκειται να αυξηθεί, λόγω του προγράμματος αναπτύξεως ευρείας κλίμακας το οποίο εφαρμόζεται σήμερα στο αεροδρόμιο αυτό και θα υπάρξει διαθέσιμη χωρητικότητα στα δρομολόγια, ακόμη και βραχυπρόθεσμα. Εν πάση περιπτώσει, αν ο κορεσμός των χρονοθυρίδων αποτελέσει πρόβλημα, αυτό μπορεί εύκολα να λυθεί με τις δεσμεύσεις χρονοθυρίδων, σύμφωνα με την πρακτική της Επιτροπής κατά το παρελθόν στον σχετικό τομέα.

305    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αναφερόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

306    Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε ότι ο κορεσμός των αεροδρομίων αποτελούσε έναν «άλλο σημαντικό φραγμό για την είσοδο στην αγορά», είτε πρόκειται για την ανάγκη επαρκούς χώρου στον αεροσταθμό είτε για τη χωρητικότητα των διαδρόμων αποπροσγειώσεως, η χρήση των οποίων εξαρτάται από τη χορήγηση χρονοθυρίδων, των οποίων η διαθεσιμότητα είναι περιορισμένη (σημείο 7.8.7 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως αιτιολογικές σκέψεις 670 και 671).

307    Η Επιτροπή ανέλυσε επίσης τους περιορισμούς της χωρητικότητας στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου (σημείο 7.8.7.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επισήμανε ότι από την έρευνα προέκυψε ότι οι μεταφορείς οι οποίοι θα μπορούσαν να εισέλθουν για πρώτη φορά στην αγορά αποτρέπονταν λόγω του κορεσμού των διαδρόμων αποπροσγειώσεως κατά τις ώρες αιχμής και λόγω της ανεπάρκειας των χώρων σταθμεύσεως. Τα προβλήματα αυτά δεν έχουν πολλές πιθανότητες να εκλείψουν στο προσεχές μέλλον, δεδομένου ότι η κατασκευή ενός νέου διαδρόμου αποπροσγειώσεως σχεδιάζεται για το 2011 ή το 2012 το νωρίτερο, πράγμα το οποίο δεν καθιστά δυνατή την ταχεία είσοδο ενδεχομένων ανταγωνιστών στην αγορά. Στη συνέχεια εξετάσθηκε η κατάσταση άλλων αεροδρομίων πλην του Δουβλίνου (σημείο 7.8.7.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και αναλύθηκε λεπτομερώς ανά δρομολόγιο (σημείο 7.9 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

308    Τέλος, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι ο κορεσμός των αεροδρομίων είχε αποτρεπτική λειτουργία για τους ενδεχομένους νεοεισερχομένους στην αγορά μεταφορείς, τόσο ως προς τους πελάτες για τους οποίους έχει σημασία ο παράγων χρόνος ή τους επιβάτες που ταξιδεύουν για επαγγελματικούς λόγους (μεταξύ του 20 και του 30 % της πελατείας, κατά την Επιτροπή) όσο και ως προς τους επιβάτες που ταξιδεύουν για διακοπές (σημείο 7.8.7.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

309    Συναφώς, διαπιστώνεται επίσης ότι τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η προσφεύγουσα για να επικρίνει την ανάλυση αυτή αντικρούσθηκαν επαρκώς κατά νόμον κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας. Η Επιτροπή εξήγησε επίσης, στην προσβαλλομένη απόφαση, για ποιο λόγο ο κορεσμός των διαδρόμων αποπροσγειώσεως του αεροδρομίου του Δουβλίνου κατά τις ώρες αιχμής καθώς και οι δυσχέρειες που αφορούν τους χώρους σταθμεύσεως δημιουργούσαν προβλήματα στους μεταφορείς οι οποίοι θα μπορούσαν να εισέλθουν για πρώτη φορά στην αγορά και οι οποίοι θα επιθυμούσαν να εκμεταλλευθούν δρομολόγια με τόπο αναχωρήσεως και προορισμού το αεροδρόμιο αυτό, ακόμη και αν διέθεταν βάση στο άλλο άκρο του δρομολογίου. Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι η αύξηση της χωρητικότητας του αεροδρομίου του Δουβλίνου δεν θα πραγματοποιούνταν βραχυπρόθεσμα, όπως υποστηρίζει η Ryanair. Το ζήτημα της λυσιτέλειας των δεσμεύσεων που αφορούν τις χρονοθυρίδες θα εξετασθεί στο πλαίσιο της εξετάσεως του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά αυτή την πτυχή της αναλύσεως.

310    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία περί του κορεσμού των αερολιμένων πρέπει να απορριφθεί.

 10. Επί της θέσεως της ενότητας Ryanair-Aer Lingus στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

311    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα δεν θα είχε αυξημένη διαπραγματευτική ισχύ στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβουλεύσεως για τους φόρους αεροδρομίου, την τοποθέτηση των πληρωμάτων στα αεροδρόμια ή τα σχέδια επεκτάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 701 έως 708 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Commission for Aviation Regulation, η οποία είναι εντελώς ανεξάρτητη τόσο από τη Ryanair όσο και από την Aer Lingus, αποφασίζει για το ύψος των φόρων τους οποίους η Dublin Airport Authority μπορεί να εισπράττει στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου για τις εγκαταστάσεις που είναι απαραίτητες για όλους τους χρήστες. Επιπλέον, δεδομένου ότι η Ryanair είχε πολλές διαφορές με την Dublin Airport Authority, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι η προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα θα είχε περισσότερες πιθανότητες να επηρεάσει τα σχέδια επεκτάσεως. Η προσφεύγουσα σημειώνει επίσης τις ασυνέπειες της Επιτροπής στην προσβαλλομένη απόφαση, δεδομένου ότι, αφενός, υποστηρίζει ότι το να διαθέτει η Ryanair σημαντική βάση στο Δουβλίνο είναι ουσιώδες για τη βελτίωση της λειτουργικής της αποτελεσματικότητας και, αφετέρου, υποστηρίζει ότι είναι υπαρκτή η απειλή να αναστείλει η εταιρία αυτή πολυάριθμες πτήσεις και, κατά τον τρόπο αυτόν, να αποποιηθεί αυτά τα προβαλλόμενα πλεονεκτήματα.

312    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή, η οποία δεν λαμβάνει υπόψη την κατάσταση σε περίπτωση πραγματοποιήσεως της πράξεως συγκεντρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

313    Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή εξέτασε τη θέση την οποία θα κατείχε η προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου, κατά το μέτρο που η τελευταία θα προέκυπτε από τον συνδυασμό δύο αεροπορικών εταιριών που είναι οι μεγαλύτερες χρήστριες του αεροδρομίου αυτού με μεγάλη διαφορά από τους λοιπούς μεταφορείς (σημείο 7.8.8 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

314    Όπως προκύπτει από το σημείο 36 των κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή εξέτασε αυτή την ισχύ στην αγορά, προκειμένου να εκτιμήσει αν η προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει προκειμένου να εμποδίσει την είσοδο ή την ανάπτυξη των ανταγωνιστών στην αγορά (αιτιολογική σκέψη 701 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά το πέρας της εξετάσεως αυτής, η Επιτροπή έκρινε ότι η ανησυχία των ανταγωνιστών της Ryanair ότι η προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την πλειοψηφία της εντός της Dublin Airport Coordination Committee (συντονιστικής επιτροπής του αεροδρομίου του Δουβλίνου, στο πλαίσιο της οποίας η ενότητα Ryanair-Aer Lingus θα κατείχε την πλειοψηφία, εκμεταλλευόμενη άνω του 56 % των «αεροπορικών κινήσεων») και τη μοναδική θέση ισχύος που κατέχει στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου, προκειμένου να επηρεάσει τη ρυθμιστική αρχή, έτσι ώστε η αρχή αυτή να οργανώσει το αεροδρόμιο σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Ryanair, δεν ήταν αβάσιμη. Η Επιτροπή ολοκλήρωσε την ανάλυσή της επισημαίνοντας ότι η πράξη συγκεντρώσεως θα παρείχε στη νέα οντότητα τη δυνατότητα «να έχει μεγαλύτερο βάρος» στη διαδικασία διαβουλεύσεως για τους φόρους αεροδρομίου, την κατανομή των εγκαταστάσεων του αεροδρομίου ή τα σχέδια επεκτάσεως, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να καταστήσει δυσχερέστερη την είσοδο ή την επέκταση των ανταγωνιστών της (αιτιολογικές σκέψεις 706 έως 708 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

315    Τα επιχειρήματα που ανέπτυξε η προσφεύγουσα προς αντίκρουση της αναλύσεως αυτής δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη βασιμότητά της. Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή εξέθεσε επαρκώς κατά νόμον τους λόγους για τους οποίους η προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα θα διέθετε αυξημένη ισχύ στην αγορά η οποία θα της παρείχε τη δυνατότητα να επηρεάσει τις αποφάσεις που αφορούν ορισμένες πτυχές της διαχειρίσεως του αεροδρομίου του Δουβλίνου. Ειδικότερα, όσον αφορά τη δυνατότητα της νέας οντότητας να τύχει προνομιακής μεταχειρίσεως ως προς τους φόρους αεροδρομίου, η Επιτροπή παρέθεσε ορισμένα παραδείγματα στην απόφαση (αιτιολογική σκέψη 702 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

316    Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία που αφορά τη θέση της ενότητας Ryanair-Aer Lingus στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου πρέπει να απορριφθεί.

317    Κατόπιν των ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

318    Ωστόσο, η επιρροή την οποία ασκεί η απάντηση αυτή στην εκτίμηση της αναλύσεως των αποτελεσμάτων της πράξεως συγκεντρώσεως επί του ανταγωνισμού επιβάλλει να εξετασθούν ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν το ζήτημα αυτό.

 Γ –      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την ανάλυση του ανταγωνισμού ανά δρομολόγιο


 1. Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

319    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus, προβάλλει ότι η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως είναι απαράδεκτη. Στο στάδιο της προσφυγής, η παραπομπή στα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο των δύο πρώτων λόγων, καθώς και σε μια έκθεση επισυναφθείσα ως παράρτημα δεν αρκεί υπό το πρίσμα των απαιτήσεων του άρθρου 44 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλονται με το δικόγραφο απαντήσεως είναι πιο εμπεριστατωμένα από τα αναπτυχθέντα στο δικόγραφο της προσφυγής και η δεύτερη έκθεση της York Aviation προσκομίσθηκε σε πολύ προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή αμφισβητεί την αποδεικτική δύναμη των εκθέσεων της York Aviation, οι οποίες παρουσιάζουν μια «παραπλανητική» εικόνα της εκ μέρους της χρησιμοποιήσεως των αποδεικτικών στοιχείων. Ορισμένες από τις κατηγορίες αποδείξεων που χρησιμοποιήθηκαν στους πίνακες της York Aviation είναι χρησιμότερες για τον ορισμό της αγοράς απ’ ό,τι για την εκτίμηση της καταστάσεως ανταγωνισμού.

320    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ανάλυση ανά δρομολόγιο η οποία πραγματοποιήθηκε στο σημείο 7.9 της προσβαλλομένης αποφάσεως ενέχει τρία βασικά σφάλματα. Η ανάλυση αυτή στηρίζεται στα «γενικά σφάλματα» τα οποία επισημάνθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου και του δευτέρου λόγου ακυρώσεως. Στηρίζεται επίσης σε αναξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία και δεν λαμβάνει υπόψη τα στοιχεία που παρέσχε η Ryanair κατά τη διοικητική διαδικασία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κακώς απέκλεισε από την ανάλυσή τους όλους τους εγχώριους και παραδοσιακούς μεταφορείς, με την αιτιολογία ότι δεν ασκούν επιρροή για την εκτίμηση των συνεπειών της πράξεως συγκεντρώσεως, ενώ πλείονες εξ αυτών ασκούσαν δραστηριότητα και ανέπτυσσαν ανταγωνιστική πίεση σε ορισμένα από τα 35 εξετασθέντα δρομολόγια. Η προσφεύγουσα προσκόμισε, συνημμένη στο δικόγραφο της προσφυγής, μια πρώτη έκθεση, την έκθεση της York Aviation, με ημερομηνία του Σεπτεμβρίου του 2007, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική παράθεση των στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν για καθένα από τα επίμαχα δρομολόγια, καθώς και των επικρίσεων τις οποίες διατυπώνει ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο τα χρησιμοποίησε η Επιτροπή. Η λεπτομερής αντίκρουση της ανά δρομολόγιο αναλύσεως με το δικόγραφο της προσφυγής δεν θα ήταν δυνατή χωρίς να σημειωθεί υπέρβαση του ανώτατου αριθμού σελίδων τον οποίο δεν πρέπει κατ’ αρχάς να υπερβαίνει ένα δικόγραφο προσφυγής που κατατίθεται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Ως παράρτημα στο υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα προσκόμισε μια δεύτερη έκθεση καταρτισθείσα από τη York Aviation για να ενισχύσει με παραστατικότερο τρόπο τα επιχειρήματά της.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

321    Στο δικόγραφο της προσφυγής, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως διαρθρώνεται σε πέντε σημεία, τα οποία κατά κύριο λόγο συνίστανται σε παραπομπές στα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου και του δευτέρου λόγου ακυρώσεως και σε γενική αναφορά στην πρώτη έκθεση της York Aviation, του Σεπτεμβρίου του 2007. Η προσφεύγουσα περιορίζεται στη διατύπωση των παρατηρήσεων αυτών, επισημαίνοντας ότι της ήταν αδύνατο να απαντήσει στην ανά δρομολόγιο ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη των πρακτικών οδηγιών προς τους διαδίκους, κατά τις οποίες ο ανώτατος αριθμός σελίδων του δικογράφου της προσφυγής καθορίζεται σε 50 και η υπέρβαση του αριθμού αυτού επιτρέπεται μόνο σε περίπλοκες από απόψεως νομικών ζητημάτων και πραγματικών περιστατικών υποθέσεις (βλ. την παράγραφο 10 των πρακτικών οδηγιών προς τους διαδίκους). Μόλις στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως αντέκρουσε η προσφεύγουσα λεπτομερώς την ανά δρομολόγιο ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή στο σημείο 7.9 της προσβαλλομένης αποφάσεως για καθεμία από τις 35 σχετικές αγορές. Η προσφεύγουσα παρέπεμψε συναφώς στη δεύτερη έκθεση της York Aviation, χωρίς να παράσχει τον παραμικρό λόγο προκειμένου να εξηγήσει την κατάθεση της εκθέσεως αυτής στο εν λόγω στάδιο της διαδικασίας.

322    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, μολονότι τα επιχειρήματα των οποίων γίνεται επίκληση συναφώς έχουν ήδη εκτεθεί στο πλαίσιο των δύο πρώτων λόγων ακυρώσεως ή απορρέουν από την πρώτη έκθεση της York Aviation (ειδικότερα από τα όσα αναπτύχθηκαν στην εν λόγω έκθεση υπό τον τίτλο E, τιτλοφορούμενη «Ανάλυση της χρησιμοποιήσεως των στοιχείων εκ μέρους της Επιτροπής ανά δρομολόγιο»), το δικόγραφο της προσφυγής περιέχει συνοπτική παράθεση του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 44 του Κανονισμού Διαδικασίας. Η επιχειρηματολογία αυτή επαναλαμβάνεται και αναπτύσσεται στο υπόμνημα απαντήσεως, λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων τις οποίες υπέβαλε συναφώς η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως.

323    Όπως εκτίθεται στις σκέψεις 329 επ. κατωτέρω, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σκοπούν, κατ’ ουσίαν, στη θέση υπό αμφισβήτηση των διαπιστώσεων της Επιτροπής στην προσβαλλομένη απόφαση, όσον αφορά τον ορισμό της αγοράς ως αγοράς δρομολογίων από σημείο [και όχι ως αγοράς από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο, όπως, επί παραδείγματι, η αγορά που αποτελείται από το δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο (Stansted) ή από το δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο (Heathrow)], τη βαρύτητα που πρέπει να προσδοθεί στους επιβάτες υπό διέλευση (όπως, επί παραδείγματι, σε αυτούς των οποίων ο αληθής προορισμός είναι η Νέα Υόρκη στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Νέα Υόρκη μέσω Λονδίνου), τη συνεκτίμηση του ρόλου των επιβατών που ταξιδεύουν για επαγγελματικούς λόγους ή εκείνων που ενδιαφέρονται για τον παράγοντα χρόνο και το ενδεχόμενο εισόδου άλλων μεταφορέων στην επίμαχη αγορά προκειμένου να ανταγωνισθούν την προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα (με την επίπτωση την οποία μπορεί να έχουν η φήμη των επιμάχων εταιριών στην Ιρλανδία, η ύπαρξη βάσεως σε ένα από τα σημεία του δρομολογίου αυτού ή οι ιδιομορφίες των εν λόγω αεροδρομίων).

324    Τα επιχειρήματα αυτά, τα οποία προβλήθηκαν συνοπτικώς στο δικόγραφο της προσφυγής και αναπτύχθηκαν στην πρώτη έκθεση της York Aviation, με ημερομηνία Σεπτεμβρίου του 2007, καθώς και στο υπόμνημα αντικρούσεως, εκφράζουν τη γενική εκτίμηση της οποίας έγινε επίκληση στο δικόγραφο της προσφυγής, ότι δηλαδή η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλματα στο πλαίσιο της εκ μέρους της αναλύσεως της σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ Ryanair και Aer Lingus και στο πλαίσιο της εξετάσεως των ενδεχομένων εισόδων στις διάφορες αγορές κατόπιν της πράξεως συγκεντρώσεως.

325    Κατά συνέπεια, κρίνεται ότι τα επιχειρήματα που εκτίθενται στο δικόγραφο της προσφυγής όσον αφορά τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ανταποκρίνονται στις απαιτήσεως του άρθρου 44 του Κανονισμού Διαδικασίας και ότι μπορούσαν να αναπτυχθούν στο υπόμνημα απαντήσεως, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των στοιχείων που περιέχονται στην πρώτη έκθεση της York Aviation, του Σεπτεμβρίου του 2007, η οποία υποβλήθηκε ως παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής.

326    Παρεμπιπτόντως, επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι αναγκαία για την προσφεύγουσα, προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η ανάλυση η οποία αφορά συγκεκριμένο δρομολόγιο μπορεί αφ’ εαυτής να δικαιολογήσει την απόφαση της Επιτροπής να απαγορεύσει την πράξη συγκεντρώσεως, ιδίως υπό το πρίσμα του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού περί συγκεντρώσεων. Η δημιουργία δεσπόζουσας θέσεως η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να παρακωλύσει κατά τρόπο σημαντικό τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό σε ένα από τα δρομολόγια αρκεί αφ’ εαυτής προκειμένου να έχει ως συνέπεια το ασύμβατο της πράξεως συγκεντρώσεως προς την κοινή αγορά, υπό την επιφύλαξη του αποτελέσματος της πραγματοποιηθείσας στο πλαίσιο της εξετάσεως του τετάρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως αναλύσεως της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας και των δεσμεύσεων.

327    Όσον αφορά τη δεύτερη έκθεση της York Aviation, προσκομισθείσα για να ενισχυθούν με παραστατικότερο τρόπο τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η έκθεση αυτή κατατέθηκε προς στήριξη της επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε στο υπόμνημα απαντήσεως ως συμπλήρωμα του δικογράφου της προσφυγής και της πρώτης εκθέσεως York Aviation, χωρίς να προβληθεί η παραμικρή αιτιολογία για την καθυστέρηση κατά την προσκόμιση μιας τέτοιας εκθέσεως, η οποία αφορά το περιεχόμενο της ανά δρομολόγιο αναλύσεως που πραγματοποιήθηκε στην προσβαλλομένη απόφαση.

328    Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο δεν θα λάβει υπόψη του το περιεχόμενο της δεύτερης εκθέσεως της York Aviation στο πλαίσιο της εκ μέρους του εκτιμήσεως των επιχειρημάτων των διαδίκων.

 2. Επί της ουσίας

 Επί του δρομολογίου Δουβλίνο-Λονδίνο

 Επιχειρήματα των διαδίκων

329    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο, το οποίο αντιπροσωπεύει περίπου 30 % της αγοράς της μεταφοράς ταξιδιωτών μεταξύ της Ιρλανδίας και των άλλων κρατών μελών της Ένωσης, με 320 πτήσεις μετ’ επιστροφής κάθε εβδομάδα, εκ των οποίων οι 100 πραγματοποιούνται από την bmi, την British Airways και τη CityJet, η Επιτροπή δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι ανταγωνιστές αυτοί δεν θα ήταν ικανοί να ασκούν «ανταγωνιστική πίεση» στην προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα.

330    Όσον αφορά την bmi η οποία, με το 10 έως 20 % των μεριδίων αγοράς, είναι, κατά την προσβαλλομένη απόφαση, η κύρια ανταγωνίστρια της προσφεύγουσας και της Aer Lingus στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε για ποιο λόγο το γεγονός ότι η εταιρία αυτή είναι σε θέση να προσφέρει στους επιβάτες της διέλευση στον κόμβο ανταποκρίσεων του Heathrow είναι σημαντικό (αιτιολογική σκέψη 795 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συγκεκριμένα, όπως οι επιβάτες της Aer Lingus, η πλειονότητα των επιβατών της bmi δεν είναι επιβάτες υπό διέλευση. Ομοίως, η Επιτροπή δεν εξήγησε για ποιο λόγο το γεγονός ότι η bmi προσφέρει οικονομική και διακεκριμένη θέση στα αεροπλάνα της σημαίνει ότι δεν θα ανταγωνιζόταν την Aer Lingus, η οποία προσφέρει μία μόνο θέση. Κατά την προσφεύγουσα, η διαφορά αυτή έχει εξάλλου μικρή σημασία σε μια τόσο σύντομη πτήση και η Επιτροπή δεν προέβη σε σύγκριση τιμών μεταξύ της οικονομικής θέσεως της bmi και της μοναδικής θέσεως της Aer Lingus. Εξάλλου, το γεγονός ότι η Aer Lingus εκτελεί τον διπλάσιο αριθμό πτήσεων μετ’ επιστροφής από την bmi και μεταφέρει τον διπλάσιο αριθμό επιβατών δεν έχει καμία σημασία, δεδομένου ότι η bmi είναι σε θέση να χρησιμοποιεί τον μεγάλο αριθμό χρονοθυρίδων τον οποίο διαθέτει στο αεροδρόμιο του Heathrow προκειμένου να χρησιμοποιήσει στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο χρονοθυρίδες τις οποίες χρησιμοποιούσε μέχρι τότε για τα λιγότερο επικερδή δρομολόγια.

331    Όσον αφορά την British Airways, η οποία εκτελεί 26 με 27 πτήσεις μετ’ επιστροφής την εβδομάδα με τόπο αναχωρήσεως το Δουβλίνο και προορισμό το αεροδρόμιο του Gatwick, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε αν τα κριτήρια τα οποία επικαλείται και τα οποία είναι τα ίδια με τα εκτεθέντα όσον αφορά την bmi ήταν σημαντικά για τους επιβάτες του δρομολογίου αυτού. Εξάλλου, κρίνοντας ότι η British Airways ήταν ακόμη λιγότερο ανταγωνιστική από την Aer Lingus διότι δεν εξυπηρετεί το ίδιο αεροδρόμιο του Λονδίνου (το αεροδρόμιο του Gatwick και όχι του Heathrow), η Επιτροπή αντιφάσκει, δεδομένου ότι εξέφρασε την άποψη ότι οι σχετικές αγορές είναι ζεύγη πόλεων.

332    Όσον αφορά τη CityJet, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η εν λόγω αεροπορική εταιρία χρησιμοποιεί αεροσκάφη μικρότερου μεγέθους, λόγω του μικρού μήκους των διαδρόμων αποπροσγειώσεως του αεροδρομίου του Λονδίνου-City, το οποίο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τα αεροπλάνα της προσφεύγουσας και από αυτά της Aer Lingus, δεν ασκεί επιρροή για την ανάλυση του ανταγωνισμού. Το ζήτημα είναι μάλλον αν η προσφορά της CityJet είναι αρκούντως ανταγωνιστική ώστε να αποτελεί εναλλακτική λύση στο δρομολόγιο αυτό. Κατά το μέτρο που τόσο η CityJet όσο και η Aer Lingus και η Ryanair μεταφέρουν μεγάλο αριθμό πελατών που ταξιδεύουν για επαγγελματικούς λόγους, έχει μικρή σημασία αν μόνον η CityJet μεταφέρει επιβάτες οι οποίοι στην πλειονότητά τους ενδιαφέρονται περισσότερο για τον παράγοντα χρόνο. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 312 έως 331 και 800 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι υπάρχει μια ενιαία αγορά για τους πελάτες των αεροπορικών εταιριών, χωρίς διάκριση βάσει του πόση σημασία έχει για τους ταξιδιώτες ο παράγων χρόνος. Δεδομένου ότι η CityJet, η Ryanair και η Aer Lingus μεταφέρουν τόσο επιβάτες που ταξιδεύουν για επαγγελματικούς λόγους όσο και επιβάτες που ταξιδεύουν για αναψυχή, η CityJet θα ασκούσε ανταγωνιστική πίεση όσον αφορά τους επιβάτες αυτούς.

333    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αναφερόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

334    Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή ανέλυσε τα αποτελέσματα της πράξεως συγκεντρώσεως επί του ανταγωνισμού όσον αφορά το δρομολόγιο Λονδίνο-Δουβλίνο (αιτιολογικές σκέψεις 791 έως 810 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η σκοπούμενη συγκέντρωση θα παρακώλυε ουσιωδώς τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, λόγω της δημιουργίας δεσπόζουσας θέσεως στο [δρομολόγιο αυτό]» (αιτιολογική σκέψη 810 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

335    Η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει και ως προς αυτό το σημείο την επιχειρηματολογία την οποία προέβαλε κατά τη διοικητική διαδικασία, η οποία απορρίφθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση. Η επιχειρηματολογία αυτή, η οποία παραμένει επιφανειακή και αποσπασματική, δεν αρκεί για να θέσει υπό αμφισβήτηση τη συλλογιστική που εξέθεσε η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση, βάσει των αποτελεσμάτων που προέκυψαν κατά τη διοικητική διαδικασία.

336    Συγκεκριμένα, υπογραμμίζεται ότι το πρώτο στοιχείο το οποίο λαμβάνεται υπόψη στην προσβαλλομένη απόφαση είναι το μέγεθος του συνολικού μεριδίου αγοράς των μερών της συγκεντρώσεως, το οποίο το καλοκαίρι του 2006 ανερχόταν σε 79 %, αν λαμβάνονταν υπόψη όλοι οι επιβάτες, ή σε 81 %, αν αποκλείονταν οι υπό διέλευση επιβάτες. Το συνολικό μερίδιο αγοράς που στηρίζεται στη μεταφορική ικανότητα των αεροπλάνων και όχι στον αριθμό των μεταφερθέντων επιβατών ανερχόταν σε 76 % για τον χειμώνα 2006-2007 και σε 79 % για το καλοκαίρι του 2007 (αιτιολογικές σκέψεις 792 έως 794 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όπως επισημαίνεται στην προσβαλλομένη απόφαση (υποσημείωση 802 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ένα τέτοιο μερίδιο αγοράς συνιστά από μόνο του απόδειξη δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά (βλ., υπό την έννοια αυτή, όσον αφορά τον προϊσχύσαντα κανονισμό περί συγκεντρώσεων, General Electric κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 41, σκέψη 115, βλ. επίσης το σημείο 17 των κατευθυντηρίων γραμμών).

337    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει ιδιαίτερα επιχειρήματα όσον αφορά το εν λόγω μερίδιο αγοράς. Τα προηγουμένως εκτεθέντα συναφώς επιχειρήματα στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως έχουν ήδη απορριφθεί (βλ. σκέψεις 39 επ. ανωτέρω). Συνεπώς, η επιχειρηματολογία η οποία προβλήθηκε στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως όσον αφορά το δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο εντάσσεται κατ’ ανάγκη σε ένα πλαίσιο ανταγωνισμού, εντός του οποίου η πραγματοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως θα παρείχε στην ενότητα Ryanair-Aer Lingus τη δυνατότητα να κατέχει εξαιρετικά σημαντικό μερίδιο αγοράς, ποσοστού περίπου 80 %. Όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, η αγορά αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι αντιπροσωπεύει από μόνη της το 30 % της αγοράς μεταφοράς επιβατών μεταξύ της Ιρλανδίας και των λοιπών κρατών μελών της Ένωσης (βλ. σκέψη 329 ανωτέρω).

338    Το δεύτερο στοιχείο το οποίο λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση αφορά τον περιθωριακό ρόλο τον οποίο ενδέχεται να έχουν οι τρεις ανταγωνιστές που ασκούν δραστηριότητα στο δρομολόγιο αυτό. Κανένας από τους ανταγωνιστές αυτούς δεν είναι ικανός να αντισταθμίσει τα αντίθετα στον ανταγωνισμό αποτελέσματα της εξαφανίσεως της Aer Lingus, η οποία είναι ο άμεσος ανταγωνιστής της Ryanair για τις πτήσεις του δρομολογίου Δουβλίνο-Λονδίνο.

339    Όσον αφορά την bmi, η οποία κατέχει από το 12 έως το 16 % των μεριδίων αγοράς, σύμφωνα με τα ληφθέντα υπόψη στοιχεία, η Επιτροπή επισήμανε ότι υπήρχαν πλείονες διαφορές μεταξύ του μεταφορέα αυτού και της Aer Lingus. Η bmi είναι αερομεταφορέας που λειτουργεί ως δίκτυο και ασκεί δραστηριότητα από το αεροδρόμιο του Λονδίνου-Heathrow, ακόμη και αν η πλειονότητα των επιβατών της δεν τελεί υπό διέλευση στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο (δεδομένου ότι ο τελικός προορισμός τους είναι το Λονδίνο και όχι άλλος προορισμός), προσφέρει δε πλήρεις υπηρεσίες εντός του αεροσκάφους, με μία οικονομική και μία διακεκριμένη θέση, ενώ η Aer Lingus είναι μεταφορέας από σημείο σε σημείο ο οποίος προσφέρει ελάχιστες υπηρεσίες εντός του αεροσκάφους και μία μόνο κατηγορία θέσεων (αιτιολογική σκέψη 795 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Βεβαίως, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Aer Lingus μετέφερε και υπό διέλευση επιβάτες βάσει της συμφωνίας της περί εκτελέσεως πτήσεων με κοινούς κωδικούς με την British Airways, καθώς και επιβάτες που ταξιδεύουν για επαγγελματικούς λόγους ή επιβάτες για τους οποίους έχει σημασία ο παράγων χρόνος (αιτιολογικές σκέψεις 795 και 799 της προσβαλλομένης αποφάσεως), αλλά οι διαρθρώσεις του κόστους των επιχειρήσεων αυτών είναι διαφορετικές, δεδομένου ότι η διάθρωση κόστους της Aer Lingus προσεγγίζει περισσότερο αυτήν της Ryanair απ’ ό,τι αυτήν της bmi.

340    Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι η Aer Lingus μετέφερε δύο φορές περισσότερους επιβάτες απ’ ό,τι η bmi και ότι πραγματοποιούσε τον διπλάσιο σχεδόν αριθμό εβδομαδιαίων πτήσεων (αιτιολογική σκέψη 795 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όπως εξέθεσε στην προσβαλλομένη απόφαση η Επιτροπή, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των φραγμών για την είσοδο στην αγορά, η επέκταση των δραστηριοτήτων της bmi στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου δεν είναι επιθυμητή για την επιχείρηση αυτή και, εξάλλου, θα προκαλούσε σημαντικές δυσχέρειες λόγω της καταστάσεως του αεροδρομίου του Δουβλίνου ή λόγω του κινδύνου αντιποίνων (αιτιολογικές σκέψεις 760 και 764 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

341    Το ίδιο ισχύει ως προς τους δύο άλλους ανταγωνιστές που ασκούν δραστηριότητα στην αγορά, δηλαδή την British Airways και τη CityJet. Όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, οι εταιρίες αυτές προσεγγίζουν λιγότερο τη Ryanair απ’ ό,τι η Aer Lingus (αιτιολογική σκέψη 802 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η British Airways είναι αερομεταφορέας που λειτουργεί ως δίκτυο και παρέχει πλήρεις υπηρεσίες και η CityJet είναι αερομεταφορέας ο οποίος προσφέρει πτήσεις που προορίζονται για την πελατεία η οποία ταξιδεύει για επαγγελματικούς λόγους προς αεροδρόμιο το οποίο βρίσκεται πλησίον του κέντρου του Λονδίνου. Οι ιδιαιτερότητες αυτές απομακρύνουν το οικονομικό μοντέλο και την ανταγωνιστική ικανότητα των επιχειρήσεων αυτών από το οικονομικό μοντέλο και την ανταγωνιστική ικανότητα της ενότητας Ryanair-Aer Lingus. Εξάλλου, τόσο η British Airways όσο και η CityJet επισήμαναν ότι η ενίσχυση της παρουσίας τους στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου δεν περιλαμβανόταν στις προτεραιότητές τους (αιτιολογική σκέψη 748 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά την British Airways, και αιτιολογική σκέψη 718 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τη CityJet).

342    Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή κατέληξε στην προσβαλλομένη απόφαση ότι οι νυν ασκούντες δραστηριότητα στην αγορά ανταγωνιστές, οι οποίοι ενδέχεται να αυξήσουν τη μεταφορική τους ικανότητα, όπως και οι εν δυνάμει ανταγωνιστές, οι οποίοι ενδέχεται να εισέλθουν στην αγορά, δεν θα ασκούσαν «επαρκή ανταγωνιστική πίεση» στην προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα (αιτιολογικές σκέψεις 804 έως 809 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συναφώς, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τον οριακό ρόλο των τριών ανταγωνιστών τους οποίους αναφέρει η προσβαλλομένη απόφαση, επαναλαμβάνει δε απλώς την ανάλυση που εκτίθεται στην προσβαλλομένη απόφαση, προκειμένου να καταλήξει ότι είναι εσφαλμένη η διαπίστωση ότι οι εν λόγω ανταγωνιστές δεν θα ήταν ικανοί να ασκήσουν «ανταγωνιστική πίεση» στην προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα (βλ. σκέψη 330 ανωτέρω). Ωστόσο, δεν ήταν αυτή η διαπίστωση της Επιτροπής στην προσβαλλομένη απόφαση. Επισήμανε μόνον ότι οι παρόντες και εν δυνάμει ανταγωνιστές δεν θα ήταν σε θέση να ασκήσουν «επαρκή ανταγωνιστική πίεση» επί της οντότητας αυτής.

343    Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του ότι οι παρατηρήσεις της παραμένουν επιφανειακές και αποσπασματικές, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμον ότι η ανάλυση της Επιτροπής δεν είναι βάσιμη όσον αφορά το δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα περιορίζεται κατ’ ουσίαν στο επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων να είναι δυνατό να κριθεί ότι οι τρεις ανταγωνιστές που εξετάσθηκαν στην προσβαλλομένη απόφαση και αντιπροσωπεύουν το 20 % περίπου των μεριδίων αγοράς δεν θα ήταν ικανοί να ασκήσουν «ανταγωνιστική πίεση» στην προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα η οποία θα ήλεγχε το 80 % περίπου της εν λόγω αγοράς, ενώ η Επιτροπή εξέθεσε στην προσβαλλομένη απόφαση τους λόγους για τους οποίους οι εν λόγω ανταγωνιστές δεν θα ήταν δυνατό να ανταγωνισθούν αποτελεσματικά τη νέα αυτή οντότητα, λόγω της διαφοράς οικονομικού μοντέλου, των φραγμών για την είσοδο στην αγορά και για την επέκταση της μεταφορικής ικανότητας, καθώς και των λοιπών προτεραιοτήτων αναπτύξεώς τους.

 Επί των δρομολογίων Δουβλίνο-Birmingham, Δουβλίνο-Εδιμβούργο, Δουβλίνο-Γλασκώβη, Δουβλίνο-Manchester και Δουβλίνο -Newcastle

 Επιχειρήματα των διαδίκων

344    Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι η Aer Lingus και η ίδια δεν θα αντιμετώπιζαν σημαντικές ανταγωνιστικές πιέσεις εκ μέρους των άλλων αεροπορικών εταιριών στα δρομολόγια Δουβλίνο-Birmingham, Δουβλίνο-Εδιμβούργο, Δουβλίνο-Γλασκώβη, Δουβλίνο-Manchester και Δουβλίνο-Newcastle, που αντιπροσωπεύουν περίπου 3 εκατομμύρια επιβάτες ετησίως. Οι λόγοι που εκτέθηκαν στην προσβαλλομένη απόφαση είναι οι ακόλουθοι: είτε το οικονομικό μοντέλο δεν είναι κατάλληλο [όπως αυτό της BA Connect, της bmi, της Air Malta, της Hapag Lloyd Express, της KLM, της Lufthansa, της Loganair, της Luxair και της CityJet (αιτιολογικές σκέψεις 816, 817, 835, 841 και 852 της προσβαλλομένης αποφάσεως)], είτε το οικονομικό μοντέλο είναι το ίδιο, αλλά η αεροπορική εταιρία έχει επιλέξει να θέσει τέρμα στη δραστηριότητά της επί του επιμάχου δρομολογίου [όπως οι MyTravelLite, Go Fly, Brymon Airways, η οποία κατέστη BA City Express και στη συνέχεια BA Connect, και Gill Airways (αιτιολογικές σκέψεις 812, 816, 821, 830 και 840 έως 848 της προσβαλλομένης αποφάσεως)], είτε η αεροπορική εταιρία «έχει αρνητική εμπειρία από προηγούμενη συνάντηση με τη Ryanair –και όχι με την Aer Lingus» [όπως η easyJet και η bmibaby (αιτιολογικές σκέψεις 812, 816, 857, 862, 867, 878 και 880 της προσβαλλομένης αποφάσεως)], είτε η εταιρία πραγματοποιεί κυρίως πτήσεις διακεκριμένης θέσεως και ο στόλος των αεροσκαφών της είναι υπερβολικά περιορισμένος [όπως είναι η CityJet και η Luxair (αιτιολογικές σκέψεις 825, 831, 832, 834, 835, 841, 852, 874, 880 και 882 της προσβαλλομένης αποφάσεως)], είτε το αεροδρόμιο του Δουβλίνου δεν αποτελεί μέρος της στρατηγικής της αεροπορικής εταιρίας, μολονότι διαθέτει αεροσκάφη τα οποία έχουν βάσεις στα κατάλληλα αεροδρόμια του Ηνωμένου Βασιλείου [όπως οι BA Connect, Flybe, easyJet, Loganair, Globespan, Jet2 και Monarch (αιτιολογικές σκέψεις 825, 834, 843, 852 και 882 της προσβαλλομένης αποφάσεως)], είτε η εταιρία δεν έχει επιβεβαιώσει τη βούλησή της να εισέλθει σε συγκεκριμένο δρομολόγιο [όπως οι BA Connect, Flybe, Loganair, Globespan, bmibaby, Monarch και Jet2 (αιτιολογικές σκέψεις 825, 834, 843, 852 και 882 της προσβαλλομένης αποφάσεως)] ή έχει δηλώσει ρητώς στην Επιτροπή ότι δεν επιθυμεί να εισέλθει σε δρομολόγιο το οποίο εξυπηρετεί η Ryanair [όπως η Aer Aerann (αιτιολογική σκέψη 826 της προσβαλλομένης αποφάσεως)], είτε απαιτείται μεγάλης κλίμακας είσοδος στην αγορά ή αύξηση της συχνότητας των υφισταμένων πτήσεων, αλλά δεν είναι δυνατή, λαμβανομένου υπόψη του κορεσμού των αεροδρομίων [όσον αφορά τη CityJet (αιτιολογικές σκέψεις 815 έως 817, 824, 826, 833, 842, 851, 860 και 870 της προσβαλλομένης αποφάσεως)], και/ή απαιτεί σημαντικές επενδύσεις για την προώθηση του σήματος και την εμπορία των πτήσεών της στην Ιρλανδία [όσον αφορά την BA Connect, τη Flybe, την Globespan, την easyJet και τη Monarch (αιτιολογικές σκέψεις 816, 825, 843 και 882 της προσβαλλομένης αποφάσεως)].

345    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι «επέδειξε ασυνέπεια» κατά την εκ μέρους της ανάλυση των δρομολογίων. Αφενός, όταν οι ανταγωνιστές ασκούν σημαντική δραστηριότητα σε ένα αεροδρόμιο, η Επιτροπή έκρινε ότι η δραστηριότητά τους στο αεροδρόμιο αυτό δεν ασκεί άμεση επιρροή για την εκτίμηση του ανταγωνισμού στα δρομολόγια τα οποία εξυπηρετεί η Ryanair (αιτιολογική σκέψη 825 και υποσημείωση 864 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή αρνήθηκε επίσης να λάβει υπόψη της τη δραστηριότητα των ανταγωνιστών που εκμεταλλεύονται τις βάσεις ή τους κόμβους ανταποκρίσεων στα αεροδρόμια αυτά, κρίνοντας ότι αυτοί δεν είναι σημαντικοί για την ανά δρομολόγιο ανάλυση, δεδομένου ότι από την έρευνα και από τις δηλώσεις των ανταγωνιστών αυτών προκύπτει ότι, σε όλες τις περιπτώσεις, οι εν λόγω ανταγωνιστές δεν έχουν τις δυνατότητες ή το κίνητρο προκειμένου να εισέλθουν στο επίμαχο δρομολόγιο (αιτιολογικές σκέψεις 816, 825, 834, 843, 852, 862, 872 και 882 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Από την άλλη πλευρά, όταν η συνολική δραστηριότητα της Ryanair και της Aer Lingus σε ένα αεροδρόμιο είναι σημαντική –όπως στο Birmingham ή στο Εδιμβούργο– η Επιτροπή υποστήριξε ότι η κατάσταση είναι προβληματική από απόψεως των φραγμών εισόδου, όπως είναι η απουσία βάσεων για τους ανταγωνιστές, η ανάγκη «σημαντικών επενδύσεων όσον αφορά τη φήμη του σήματος και την προώθηση των πωλήσεων» όταν οι μεταφορείς δεν είναι εγκατεστημένοι σε ένα αεροδρόμιο, και η ανεπάρκεια διαθέσιμων χρονοθυρίδων κατά τις ώρες αιχμής ή η περιορισμένη πρόσβαση στις υποδομές (θέσεις σταθμεύσεως αεροσκαφών πλησίον του αεροσταθμού) (σκέψεις 816, 817, 826, 843, 844 και 882 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

346    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αναφερόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

347    Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή ανέλυσε τα αποτελέσματα της πράξεως συγκεντρώσεως στον ανταγωνισμό όσον αφορά διάφορα δρομολόγια με τόπο αναχωρήσεως το Δουβλίνο και προορισμό άλλες πόλεις του Ηνωμένου Βασίλειο πλην του Λονδίνου.

–       Επί του δρομολογίου Δουβλίνο-Birmingham

348    Όσον αφορά το δρομολόγιο Δουβλίνο-Birmingham (αιτιολογικές σκέψεις 811 έως 819 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η πραγματοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μονοπωλίου το οποίο θα εξάλειφε εντελώς τον υφιστάμενο στο δρομολόγιο αυτό ανταγωνισμό. Η Επιτροπή επικαλέσθηκε επίσης την άκαρπη απόπειρα της MyTravelLite να εισέλθει στην αγορά αυτή το 2003-2004 και την απουσία κάθε άλλης απόπειρας τέτοιου είδους έκτοτε (αιτιολογική σκέψη 815 της προσβαλλομένης αποφάσεως), καθώς και την αποχώρηση της bmibaby κατόπιν της εισόδου της Ryanair (αιτιολογικές σκέψεις 812 και 816 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

349    Ομοίως, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους οι μεταφορείς που αναπτύσσουν δραστηριότητα σε ένα από τα δύο αεροδρόμια τα οποία εξυπηρετούν το Birmingham (BA Connect, easyJet, Flybe, bmi, bmibaby, Monarch, Thomsonfly) δεν θα ήταν ικανοί να ασκήσουν επαρκή ανταγωνιστική πίεση στην προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα, εισερχόμενοι στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Birmingham κατόπιν της πράξεως συγκεντρώσεως (αιτιολογική σκέψη 816 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει, χωρίς να αντικρούει, τους προβληθέντες από την Επιτροπή λόγους, οι οποίοι αφορούν την ύπαρξη φραγμών για την είσοδο στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου ή τις προθέσεις τις οποίες εκδήλωσαν οι εν λόγω μεταφορείς, οι οποίοι έχουν άλλες προτεραιότητες και όχι την ιρλανδική αγορά. Συναφώς, κρίνεται ότι οι λόγοι αυτοί είναι, από μόνοι τους, επαρκείς προκειμένου να στηρίξουν τα συμπεράσματα τα οποία άντλησε εντεύθεν η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση.

350    Επιπλέον, δεν μπορεί να προβληθεί, όπως έπραξε η προσφεύγουσα, ότι η Επιτροπή «επέδειξε ασυνέπεια» στο πλαίσιο της εκ μέρους της αναλύσεως, καθόσον έλαβε υπόψη κατά διαφορετικό τρόπο, αφενός, την ιδιαίτερη κατάσταση της Ryanair και της Aer Lingus στο Δουβλίνο, ακόμη δε και στο Birmingham όσον αφορά τη Ryanair (αιτιολογική σκέψη 816 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και, αφετέρου, την κατάσταση των λοιπών εταιριών στο αεροδρόμιο προορισμού. Η Επιτροπή εξέτασε και αντέκρουσε για κάθε υπό κρίση δρομολόγιο το επιχείρημα το οποίο προέβαλε η Ryanair όσον αφορά τη δυνατότητα ενός αερομεταφορέα να ανταγωνισθεί την προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα από τη βάση του στο αεροδρόμιο προορισμού (βλ. αιτιολογική σκέψη 825 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά το δρομολόγιο Δουβλίνο-Εδιμβούργο και υποσημείωση 864 στην τελευταία αυτή αιτιολογική σκέψη, στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή επεκτείνει το συμπέρασμα αυτό σε όλα τα άλλα δρομολόγια). Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ως προς όλα τα δρομολόγια για τα οποία η Ryanair προβάλλει την ύπαρξη μιας τέτοιας ασυνέπειας.

351    Όσον αφορά την ιδιαίτερη κατάσταση της CityJet, η οποία διαθέτει αεροσκάφη με βάση το Δουβλίνο και αεροσκάφη που σταθμεύουν τη νύχτα στο Birmingham και η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να επιχειρήσει να εξυπηρετεί το δρομολόγιο Δουβλίνο-Birmingham, στο οποίο υπάρχει σημαντική πελατεία που ταξιδεύει για επαγγελματικούς λόγους, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, για να ανταγωνισθεί τη Ryanair και την Aer Lingus, η εταιρία αυτή θα έπρεπε να προσφέρει υπηρεσία υψηλής συχνότητας, καλύπτουσα όλες τις ώρες αιχμής, πράγμα το οποίο είναι απίθανο λόγω των πιέσεων στις χρονοθυρίδες κατά τις ώρες αιχμής στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου και της ελλείψεως θέσεων σταθμεύσεως αεροσκαφών πλησίον του αεροσταθμού (αιτιολογική σκέψη 817 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συναφώς, σημειωτέον ότι η προσφεύγουσα ωσαύτως δεν αμφισβητεί τους λόγους αυτούς, οι οποίοι είναι, από μόνοι τους, επαρκείς προκειμένου να στηρίξουν τα συμπεράσματα τα οποία άντλησε εντεύθεν η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση.

352    Τέλος, η Επιτροπή αντέκρουσε στην προσβαλλομένη απόφαση το επιχείρημα της Ryanair ότι οι αεροπορικές εταιρίες οι οποίες δεν έχουν αεροπλάνα με βάση στο Birmingham (Air Malta, Hapag Lloyd Express, KLM και Lufthansa) θα μπορούσαν ενδεχομένως να επιχειρήσουν να εκτελούν πτήσεις από τον προορισμό αυτόν προς το Δουβλίνο, απ’ όπου θα εκτελούσαν επίσης πτήσεις, αλλά προς άλλους προορισμούς, χωρίς ωστόσο να έχουν αεροπλάνα τα οποία έχουν εκεί τη βάση τους. Κατά την Επιτροπή, η διείσδυση ενός αερομεταφορέα σε δρομολόγιο, χωρίς να έχει βάση στο ένα ή στο έτερο άκρο του δρομολογίου αυτού είναι εν γένει λιγότερο αποτελεσματική και, ως εκ τούτου, σχετικώς σπάνια. Επιπλέον, πρόκειται για αερομεταφορείς που λειτουργούν ως δίκτυο, παρέχοντας πλήρεις υπηρεσίες εντός του αεροσκάφους και είναι απίθανο ότι θα ασκούσαν σημαντική πίεση επί της προκύπτουσας από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητας (αιτιολογική σκέψη 817 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συναφώς, επισημαίνεται επίσης ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τους λόγους αυτούς, οι οποίοι είναι, από μόνοι τους, επαρκείς προκειμένου να στηρίξουν τα συμπεράσματα τα οποία άντλησε εντεύθεν η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση.

–       Επί του δρομολογίου Δουβλίνο-Εδιμβούργο

353    Όσον αφορά το δρομολόγιο Δουβλίνο-Εδιμβούργο (αιτιολογικές σκέψεις 820 έως 828 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η πραγματοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μονοπωλίου το οποίο θα εξάλειφε τον υφιστάμενο στο δρομολόγιο αυτό ανταγωνισμό. Η Επιτροπή επικαλέσθηκε επίσης την άκαρπη απόπειρα της Go Fly να εισέλθει στην αγορά αυτή το 2001-2002 και την έλλειψη κάθε άλλης απόπειρας τέτοιου είδους έκτοτε. Εξάλλου, διευκρίνισε ότι το δρομολόγιο αυτό είχε μεγάλο φόρτο, με πέντε πτήσεις ημερησίως εκτελούμενες από τα μέρη της συγκεντρώσεως (αιτιολογική σκέψη 824 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

354    Ομοίως, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους οι αερομεταφορείς που διαθέτουν βάσεις ή κόμβους ανταποκρίσεων στο αεροδρόμιο του Εδιμβούργου (BA Connect, easyJet, Flybe, Loganair και Globespan) δεν θα ήταν ικανοί να ασκήσουν επαρκή ανταγωνιστική πίεση στην προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα, διεισδύοντας στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Εδιμβούργο κατόπιν της πράξεως συγκεντρώσεως (αιτιολογική σκέψη 825 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει, χωρίς να αντικρούει, τους προβληθέντες από την Επιτροπή λόγους, οι οποίοι αφορούν την ύπαρξη φραγμών για την είσοδο στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου ή τις προθέσεις τις οποίες εκδήλωσαν οι εν λόγω μεταφορείς, οι οποίοι έχουν άλλες προτεραιότητες και όχι την ιρλανδική αγορά. Συναφώς, κρίνεται και πάλι ότι οι λόγοι αυτοί είναι, από μόνοι τους, επαρκείς προκειμένου να στηρίξουν τα συμπεράσματα τα οποία άντλησε εντεύθεν η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση.

355    Όσον αφορά την ιδιαίτερη κατάσταση της CityJet, η οποία διαθέτει αεροσκάφη με βάση το Δουβλίνο και αεροσκάφη που σταθμεύουν τη νύχτα στο Εδιμβούργο και η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να επιχειρήσει να εξυπηρετεί το δρομολόγιο Δουβλίνο-Εδιμβούργο, στο οποίο υπάρχει σημαντική πελατεία που ταξιδεύει για επαγγελματικούς λόγους, η Επιτροπή επανέλαβε την ίδια συλλογιστική με εκείνη που ανέπτυξε όσον αφορά το δρομολόγιο Δουβλίνο-Birmingham (αιτιολογική σκέψη 826 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τη συλλογιστική αυτή και κρίνεται ότι αυτή επαρκεί προς στήριξη του συμπεράσματος το οποίο άντλησε εντεύθεν η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση.

–       Επί των δρομολογίων Δουβλίνο-Γλασκώβη, Δουβλίνο-Manchester και Δουβλίνο-Newcastle

356    Τα δρομολόγια Δουβλίνο-Γλασκώβη και Δουβλίνο-Manchester χαρακτηρίζονται από το οιονεί μονοπώλιο του οποίου θα απέλαυε η προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα, ενώ το δρομολόγιο Δουβλίνο-Newcastle θα συνεπαγόταν το μονοπώλιο της ενότητας Ryanair-Aer Lingus. Όσον αφορά το δρομολόγιο Δουβλίνο-Γλασκώβη (αιτιολογικές σκέψεις 829 έως 837 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η ενότητα Ryanair-Aer Lingus θα αντιπροσώπευε το 96 με 99 % των μεριδίων αγοράς, με μοναδική ανταγωνίστρια τη Loganair, η οποία κατέχει το 1 έως 4 % των μεριδίων αγοράς και προσφέρει πτήσεις με ανταπόκριση μέσω Londonderry (δεδομένου ότι η Go Fly διείσδυσε στο δρομολόγιο αυτό το 2001, και αποχώρησε, μετά από έξι μήνες εκμεταλλεύσεως, το 2002). Όσον αφορά το δρομολόγιο Δουβλίνο-Manchester (αιτιολογικές σκέψεις 838 έως 846 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η ενότητα Ryanair-Aer Lingus θα αντιπροσώπευε το 98 έως το 99,6 % των μεριδίων αγοράς, με μοναδική ανταγωνίστρια τη Luxair, η οποία κατέχει το 0,4 έως 2 % των μεριδίων αγοράς και προσφέρει πτήσεις Λουξεμβούργο-Δουβλίνο, μέσω Manchester. Όσον αφορά το δρομολόγιο Δουβλίνο-Newcastle (αιτιολογικές σκέψεις 847 έως 854 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η ενότητα Ryanair-Aer Lingus θα αντιπροσώπευε το 96 έως 99 % των μεριδίων αγοράς, με μοναδικό ανταγωνιστή τη Loganair, η οποία κατέχει το 1 έως 4 % των μεριδίων αγοράς και προσφέρει πτήσεις με ανταπόκριση μέσω του Londonderry (δεδομένου ότι η Brymon Airways, η οποία κατέστη BA City Express και στη συνέχεια BA Connect, διείσδυσε στο δρομολόγιο αυτό το 2001 και αποχώρησε το 2003 και η Gill Airways διείσδυσε στο δρομολόγιο αυτό τον Ιανουάριο του 2001 και έπαυσε τις δραστηριότητές της τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους).

357    Η Επιτροπή αντέκρουσε και επί του σημείου αυτού, στην προσβαλλομένη απόφαση, τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η Ryanair κατά τη διοικητική διαδικασία όσον αφορά τους μεταφορείς οι οποίοι θα μπορούσαν να εισέλθουν για πρώτη φορά στην αγορά και οι οποίοι διαθέτουν βάση στο αεροδρόμιο προορισμού ή όσον αφορά τη CityJet (βλ., κατ’ αναλογίαν, σκέψεις 353 και 356 ανωτέρω). Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τη συλλογιστική της Επιτροπής και κρίνεται ότι αυτή επαρκεί προς στήριξη των συμπερασμάτων που αντλήθηκαν εντεύθεν στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Επί των δρομολογίων Shannon-Λονδίνο και Cork-Λονδίνο

 Επιχειρήματα των διαδίκων

358    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή τροποποίησε την έκταση της γεωγραφικής αγοράς ανάλογα με τις ανάγκες της. Κατά την εκτίμηση του υφιστάμενου ανταγωνισμού, η Επιτροπή περιέλαβε όλα τα αεροδρόμια του Λονδίνου στη σχετική αγορά. Αντιθέτως, προκειμένου να εκτιμήσει τις πιθανές εισόδους στην αγορά, η Επιτροπή υποστήριξε ότι τα αεροδρόμια του Luton και του Λονδίνου-City δεν μπορούσαν να υποκαταστήσουν τα αεροδρόμια του Heathrow, του Gatwick ή του Stansted (αιτιολογικές σκέψεις 860 και 870 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, κακώς η Επιτροπή εκτίμησε τον βαθμό πιθανότητας μιας εισόδου στην αγορά στηριζόμενη στον αμελητέο αριθμό πτήσεων τις οποίες πραγματοποιούν σήμερα οι αεροπορικές εταιρίες Wizzair, bmibaby, CentralWings, Jet2, Malev και Air Southwest (αιτιολογική σκέψη 873 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

359    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αναφερόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

360    Όσον αφορά το δρομολόγιο Shannon-Λονδίνο (αιτιολογικές σκέψεις 855 έως 864 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η ενότητα Ryanair-Aer Lingus θα αντιπροσώπευε το 100 % των μεριδίων αγοράς (δεδομένου ότι η easyJet αποχώρησε από την αγορά αυτή τον Οκτώβριο του 2006, κατόπιν της εισόδου της Ryanair η οποία αντέδρασε στη διείσδυση της easyJet στα δρομολόγια Cork-Λονδίνο και Knock-Λονδίνο).

361    Όσον αφορά το δρομολόγιο Cork-Λονδίνο (αιτιολογικές σκέψεις 865 έως 876 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η ενότητα Ryanair-Aer Lingus θα αντιπροσώπευε το 100 % των μεριδίων αγοράς (δεδομένου ότι η easyJet αποχώρησε από την αγορά αυτή τον Οκτώβριο του 2006, η bmibaby αποχώρησε τον Ιανουάριο του 2005 από το δρομολόγιο αυτό, το οποίο προσέφερε από τον Μάρτιο του 2004, και δεδομένου ότι η City Flyer Express προσέφερε το δρομολόγιο αυτό μόλις μέχρι τον Οκτώβριο του 2001).

362    Η Επιτροπή αντέκρουσε και επί του σημείου αυτού, στην προσβαλλομένη απόφαση, τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η Ryanair κατά τη διοικητική διαδικασία όσον αφορά τους μεταφορείς οι οποίοι θα μπορούσαν να εισέλθουν για πρώτη φορά στην αγορά και οι οποίοι έχουν ως βάση το αεροδρόμιο προορισμού. Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη συλλογιστική αυτή, η οποία στηρίζεται στην έντονη δραστηριότητα των μερών της συγκεντρώσεως στην Ιρλανδία και στις ιδιαιτερότητες ορισμένων αεροδρομίων του Λονδίνου. Πράγματι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η τελευταία, η δυνατότητα υποκαταστάσεως μεταξύ των αεροδρομίων από πλευράς της ζητήσεως δεν σημαίνει ότι οι ιδιαιτερότητές τους δεν θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη από πλευράς της προσφοράς, προκειμένου περί της εκτιμήσεως της ικανότητας ενός αερομεταφορέα να εδραιωθεί σε έναν προορισμό. Συνεπώς, η συλλογιστική την οποία εκθέτει η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση δεν είναι αντιφατική επί του σημείου αυτού.

363    Ορθώς επίσης έκρινε η Επιτροπή ότι οι αερομεταφορείς που θα μπορούσαν να εισέλθουν στα δρομολόγια αυτά εκμεταλλευόμενοι ένα «δρομολόγιο σε W» χωρίς βάση στον ένα ή τον άλλο από τους προορισμούς (οι Wizzair, bmibaby, CentralWings, Jet2, Malev και Air Southwest) δεν ήταν ικανοί να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά την προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα.

364    Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματα ότι η σκοπούμενη συγκέντρωση θα παρακώλυε ουσιωδώς τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, λόγω της δημιουργίας δεσπόζουσας θέσεως στα δρομολόγια Shannon-Λονδίνο και Cork-Λονδίνο.

 Επί των δρομολογίων Δουβλίνο-Φρανκφούρτη, Δουβλίνο-Παρίσι, Δουβλίνο-Μαδρίτη, Δουβλίνο-Βρυξέλλες, Δουβλίνο-Βερολίνο και Δουβλίνο-Αμβούργο (Lübeck)

 Επιχειρήματα των διαδίκων

365    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν περιέλαβε στην ανάλυσή της τις ακόλουθες εταιρίες: τη Lufthansa, για τα δρομολόγια Δουβλίνο-Βερολίνο, Δουβλίνο-Φρανκφούρτη και Δουβλίνο-Αμβούργο (Lübeck), με την αιτιολογία ότι οι επιβάτες από σημείο σε σημείο αντιπροσωπεύουν στα εν λόγω δρομολόγια μικρό μέρος των δραστηριοτήτων της εταιρίας αυτής (αιτιολογικές σκέψεις 913, 951 και 962 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τη CityJet, για το δρομολόγιο Δουβλίνο-Παρίσι, με την αιτιολογία ότι αυτή επικεντρώνεται σε μια αποδοτικότερη πελατεία η οποία ταξιδεύει για επαγγελματικούς λόγους (αιτιολογική σκέψη 1017 της προσβαλλομένης αποφάσεως), την Iberia, για το δρομολόγιο Δουβλίνο-Μαδρίτη, με την αιτιολογία ότι το οικονομικό της μοντέλο στηριζόταν σε δραστηριότητες υπό τη μορφή δικτύου, με πλήρη παροχή υπηρεσιών εντός του αεροσκάφους (αιτιολογική σκέψη 984 της προσβαλλομένης αποφάσεως), την Brussels Airlines, την KLM, καθώς και τις VLM, Transavia και Airlinair για το δρομολόγιο Δουβλίνο-Βρυξέλλες (αιτιολογική σκέψη 936 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή «δεν είναι πειστική» όταν υποστηρίζει ότι οι αερομεταφορείς αυτοί δεν θα ήταν σε θέση να αντιδράσουν αποτελεσματικά σε μια αύξηση των τιμών εκ μέρους της προκύπτουσας από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητας, ιδίως διότι εξυπηρετούν ήδη τα επίμαχα δρομολόγια.

366    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αναφερόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

367    Μολονότι η συλλογιστική της Επιτροπής για την εξέταση κάθε δρομολογίου είναι αρκετά παρεμφερής, κάθε δρομολόγιο έχει ορισμένη ιδιαιτερότητα η οποία πρέπει να υπομνησθεί, ιδίως όσον αφορά τους ανταγωνιστές ή τις αεροπορικές εταιρίες που ενδέχεται να εισέλθουν στις αγορές αυτές προκειμένου να ανταγωνισθούν την προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα.

–       Επί των δρομολογίων Δουβλίνο-Βερολίνο και Δουβλίνο-Αμβούργο (Lübeck)

368    Όσον αφορά το δρομολόγιο Δουβλίνο-Βερολίνο (αιτιολογικές σκέψεις 908 έως 915 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η πραγματοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μονοπωλίου το οποίο θα εξάλειφε εντελώς τον υφιστάμενο στο δρομολόγιο αυτό ανταγωνισμό. Η Επιτροπή ανέφερε επίσης την παρουσία της Lufthansa στην αγορά αυτή, η οποία αποχώρησε από την αγορά τον Οκτώβριο του 2000. Υπενθύμισε ότι υπήρχαν φραγμοί για την είσοδο στην αγορά οι οποίοι οφείλονταν στον κορεσμό του αεροδρομίου του Δουβλίνου, μολονότι ήταν λιγότερο έντονοι στην περίπτωση αυτή, λόγω της περιορισμένης συχνότητας των πτήσεων και της λιγότερο σημαντικής απ’ ό,τι σε άλλα μέρη αναλογίας επιβατών για τους οποίους έχει σημασία ο παράγων χρόνος.

369    Όσον αφορά το δρομολόγιο Δουβλίνο-Αμβούργο (Lübeck) (αιτιολογικές σκέψεις 956 έως 964 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η πραγματοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μονοπωλίου το οποίο θα εξάλειφε εντελώς τον υφιστάμενο στο δρομολόγιο αυτό ανταγωνισμό. Η Επιτροπή ανέφερε την παρουσία της Lufthansa στην αγορά αυτή, η οποία αποχώρησε από την αγορά τον Οκτώβριο του 2000, και την παρουσία της Hapag-Lloyd Executive, η οποία εισήλθε στην αγορά τον Απρίλιο του 2004 και αποχώρησε τον Ιανουάριο του 2006. Υπενθύμισε ότι υπήρχαν φραγμοί για την είσοδο στην αγορά οι οποίοι οφείλονταν στον κορεσμό του αεροδρομίου του Δουβλίνου, μολονότι ήταν λιγότερο έντονοι στην περίπτωση αυτή, λόγω της περιορισμένης συχνότητας των πτήσεων και της λιγότερο σημαντικής απ’ ό,τι σε άλλα μέρη αναλογίας επιβατών για τους οποίους έχει σημασία ο παράγων χρόνος.

370    Ομοίως, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους οι μεταφορείς οι οποίοι διαθέτουν βάση στο Βερολίνο (Lufthansa, Air Berlin, Germanwings, easyJet) ή στο Αμβούργο-Lübeck (Lufthansa, Air Berlin, Germanwings) δεν θα ήταν ικανοί να ασκήσουν επαρκή ανταγωνιστική πίεση στην προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα, διεισδύοντας στα δρομολόγια Δουβλίνο-Βερολίνο ή Δουβλίνο-Αμβούργο (Lübeck) κατόπιν της πράξεως συγκεντρώσεως (αιτιολογικές σκέψεις 913 και 962 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσφεύγουσα περιορίζεται συναφώς στην επισήμανση ότι, όσον αφορά τη Lufthansa, η Επιτροπή «δεν είναι πειστική» όταν υποστηρίζει ότι η εταιρία αυτή δεν θα ήταν σε θέση να αντιδράσει αποτελεσματικά σε μια αύξηση των τιμών εκ μέρους της προκύπτουσας από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητας (βλ. σκέψη 365 ανωτέρω). Σημειωτέον ωστόσο ότι η Επιτροπή εξέθεσε επί του σημείου αυτού πλείονες απολύτως πειστικούς λόγους. Συγκεκριμένα διαπίστωσε, αφενός, ότι η Lufthansa ήταν παραδοσιακός αερομεταφορέας που λειτουργούσε ως δίκτυο, εκμεταλλευόμενος ένα ακτινωτό σύστημα διαφορετικό από τα μοντέλα της Ryanair και της Aer Lingus, τα οποία είναι από σημείο σε σημείο και με ελάχιστες παροχές, και, αφετέρου, ότι, λαμβανομένης υπόψη της αποχωρήσεώς της από την αγορά το 2000 (ενώ δεν υπήρχε κανένας άλλος ανταγωνιστής την εποχή εκείνη), η Lufthansa πιθανότατα δεν θα ήταν πλέον διατεθειμένη να εισέλθει στις αγορές αυτές και να βρεθεί αντιμέτωπη με μια νέα ισχυρή οντότητα, η οποία δεν έχει την ίδια διάρθρωση κόστους.

–       Επί του δρομολογίου Δουβλίνο-Βρυξέλλες

371    Όσον αφορά το δρομολόγιο Δουβλίνο-Βρυξέλλες (αιτιολογικές σκέψεις 931 έως 938 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η πραγματοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μονοπωλίου το οποίο θα εξάλειφε πλήρως τον υφιστάμενο στο δρομολόγιο αυτό ανταγωνισμό. Η Επιτροπή ανέφερε επίσης την παρουσία της Sabena στην αγορά αυτή (νυν Brussels Airlines), η οποία αποχώρησε από την αγορά τον Νοέμβριο του 2001. Υπενθύμισε ότι υπήρχαν φραγμοί για την είσοδο στην αγορά οι οποίοι οφείλονταν στον κορεσμό του αεροδρομίου του Δουβλίνου και στον μεγάλο φόρτο του δρομολογίου αυτού.

372    Ομοίως, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους οι μεταφορείς που διαθέτουν βάση στις Βρυξέλλες (οι Brussels Airlines, KLM και VLM) ή στο Eindhoven στις Κάτω Χώρες (η Transavia και η Airlinair), αεροδρόμιο το οποίο δεν θεωρείται ότι μπορεί να υποκαταστήσει το αεροδρόμιο των Βρυξελλών, δεν θα ήταν ικανές να ασκήσουν επαρκή ανταγωνιστική πίεση στην προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα, διεισδύοντας στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Βρυξέλλες (αιτιολογική σκέψη 936 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσφεύγουσα περιορίζεται συναφώς στην επισήμανση ότι η Επιτροπή «δεν είναι πειστική» όταν υποστηρίζει ότι οι αερομεταφορείς αυτοί δεν θα ήταν σε θέση να αντιδράσουν αποτελεσματικά σε μια αύξηση των τιμών εκ μέρους της προκύπτουσας από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητας (βλ. σκέψη 365 ανωτέρω). Σημειωτέον ωστόσο ότι η Επιτροπή εξέθεσε επί του σημείου αυτού πλείονες απολύτως πειστικούς λόγους. Συγκεκριμένα διαπίστωσε, αφενός, ότι η Brussels Airlines και η KLM ήταν κατά κύριο λόγο αερομεταφορείς που λειτουργούν ως δίκτυο, προσφέροντας πλήρεις παροχές υπηρεσιών εντός του αεροσκάφους, και ότι το οικονομικό τους μοντέλο διέφερε από τα μοντέλα της Ryanair και της Aer Lingus, ότι η VLM ενδιαφερόταν κυρίως για την πελατεία η οποία ταξιδεύει για επαγγελματικούς λόγους και εκμεταλλευόταν μικρότερα αεροσκάφη που καθιστούν δυνατή την προσγείωση στο αεροδρόμιο Λονδίνο-City και ότι η Transavia και η Airlinair εξυπηρετούσαν το Eindhoven και όχι τις Βρυξέλλες.

–       Επί του δρομολογίου Δουβλίνο-Φρανκφούρτη

373    Όσον αφορά το δρομολόγιο Δουβλίνο-Φρανκφούρτη (αιτιολογικές σκέψεις 948 έως 955 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τα μέρη της πράξεως συγκεντρώσεως αντιπροσώπευαν, σε μεταφορική ικανότητα, το 59 έως 87 % των συνολικών μεριδίων αγοράς κατά το θέρος του 2006, είτε ληφθούν υπόψη οι επιβάτες υπό διέλευση είτε όχι. Ως εκ τούτου, το μερίδιο αγοράς της ανταγωνίστριας Lufthansa κυμαινόταν μεταξύ 13 και 41 %, λαμβανομένων υπόψη των υπό διέλευση επιβατών.

374    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή εξέθεσε στην προσβαλλομένη απόφαση τους λόγους για τους οποίους η Lufthansa δεν θα ήταν ικανή να ανταγωνισθεί αποτελεσματικά την προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα στην αγορά αυτή. Συγκεκριμένα, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε ότι το οικονομικό μοντέλο της Lufthansa διαφέρει σαφώς από αυτά της Aer Lingus και της Ryanair. Επιπλέον, διαπίστωσε ότι η Lufthansa εκμεταλλεύεται μια υπηρεσία υψηλής συχνότητας, τα ωράρια της οποίας προσαρμόζονται στα κύματα αφίξεων και αναχωρήσεων του αεροδρομίου της Φρανκφούρτης. Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι από τα αποτελέσματα της έρευνας που πραγματοποιήθηκε μεταξύ των πελατών προέκυπτε ότι περισσότεροι πελάτες της Aer Lingus ή της Ryanair είχαν εξετάσει το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσουν την άλλη ιρλανδική εταιρία ως υποκατάστατο για μια πτήση Δουβλίνο-Φρανκφούρτη απ’ ό,τι τη Lufthansa. Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η Επιτροπή απλώς δεν περιέλαβε τη Lufthansa στην ανάλυσή της με την αιτιολογία ότι οι επιβάτες από σημείο σε σημείο αντιπροσωπεύουν μικρό μέρος των δραστηριοτήτων της εταιρίας αυτής (βλ. σκέψη 365 ανωτέρω).

–       Επί των δρομολογίων Δουβλίνο-Μαδρίτη και Δουβλίνο-Παρίσι

375    Όσον αφορά το δρομολόγιο Δουβλίνο-Μαδρίτη (αιτιολογικές σκέψεις 981 έως 989 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τα μέρη της συγκεντρώσεως θα αντιπροσώπευαν, σε μεταφορική ικανότητα, το 66 έως 75 % των προβλεφθέντων για το θέρος του 2007 συνολικών μεριδίων αγοράς, είτε ληφθούν υπόψη οι επιβάτες υπό διέλευση είτε όχι. Ως εκ τούτου, το μερίδιο αγοράς της ανταγωνίστριας Iberia κυμαινόταν μεταξύ 25 και 34 %, λαμβανομένων υπόψη των υπό διέλευση επιβατών. Η Επιτροπή ανέφερε επίσης την παρουσία στην αγορά της Spanair, η οποία αποχώρησε από την αγορά τον Οκτώβριο του 2006. Επιπλέον, υπενθύμισε ότι υπήρχαν φραγμοί για την είσοδο στην αγορά οι οποίοι οφείλονταν στον κορεσμό του αεροδρομίου του Δουβλίνου, μολονότι ήταν λιγότερο έντονοι στην περίπτωση αυτή, κατά το μέτρο που δεν πρόκειται περί δρομολογίου με αυξημένη συχνότητα πτήσεων.

376    Όσον αφορά το δρομολόγιο Δουβλίνο-Παρίσι (αιτιολογικές σκέψεις 1014 έως 1021 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τα μέρη της πράξεως συγκεντρώσεως θα αντιπροσώπευαν το 61 έως 80 % των συνολικών μεριδίων αγοράς για το θέρος του 2006, είτε ληφθούν υπόψη οι υπό διέλευση επιβάτες είτε όχι. Ως εκ τούτου, το μερίδιο αγοράς της ανταγωνίστριας CityJet κυμαινόταν μεταξύ 20 και 39 %, λαμβανομένων υπόψη των υπό διέλευση επιβατών. Κανένας άλλος μεταφορέας δεν εισήλθε στην αγορά αυτή κατά τα τελευταία έτη.

377    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή εξέθεσε στην προσβαλλομένη απόφαση τους λόγους για τους οποίους η Ibéria, για το δρομολόγιο Δουβλίνο-Μαδρίτη (αιτιολογική σκέψη 984 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και η CityJet, για το δρομολόγιο Δουβλίνο-Παρίσι (αιτιολογική σκέψη 1017 της προσβαλλομένης αποφάσεως), δεν θα ήταν ικανές να ανταγωνισθούν αποτελεσματικά την προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η Iberia δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως τελούσα σε στενή σχέση ανταγωνισμού με τα μέρη της πράξεως συγκεντρώσεως, λόγω του οικονομικού της μοντέλου το οποίο στηρίζεται σε δραστηριότητες υπό μορφή δικτύου και στην πλήρη παροχή υπηρεσιών εντός του αεροσκάφους και το οποίο απευθύνεται σε σημαντικό αριθμό επιβατών υπό διέλευση στο δρομολόγιο αυτό. Εξάλλου, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η CityJet έχει ως κύριο σκοπό να τροφοδοτεί τις πτήσεις μέσων και μεγάλων αποστάσεων της Air France με αναχώρηση από το αεροδρόμιο Roissy-Charles-de-Gaulle. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την εν λόγω συλλογιστική καθεαυτή, αλλά επικρίνει μόνο την αξιοπιστία της, χωρίς άλλη διευκρίνιση. Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η Επιτροπή απλώς δεν περιέλαβε τις δύο αυτές εταιρίες στην ανάλυσή της (βλ. σκέψη 365 ανωτέρω).

 Επί των δρομολογίων Δουβλίνο-Μιλάνο και Δουβλίνο-Ρώμη

 Επιχειρήματα των διαδίκων

378    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή κακώς δεν έλαβε υπόψη την Alitalia ως ενδεχόμενη ανταγωνίστρια της προκύπτουσας από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητας, λόγω της πρόσφατης αποχωρήσεώς της από τα δρομολόγια Δουβλίνο-Ρώμη και Δουβλίνο-Μιλάνο, καθώς και των οικονομικών της δυσχερειών (αιτιολογικές σκέψεις 1011 και 1041 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ομοίως, η Επιτροπή κακώς δεν δέχθηκε ότι υπάρχει ανταγωνιστική απειλή εκ μέρους αυτής της λειτουργούσας ως δίκτυο ανταγωνίστριας η οποία προσφέρει πλήρη παροχή υπηρεσιών εντός του αεροσκάφους. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο από το οποίο προκύπτει ότι η Alitalia δεν θα μπορούσε εύκολα να προσφέρει και πάλι πτήσεις προς το Δουβλίνο σε περίπτωση αυξήσεως των τιμών εκ μέρους της προκύπτουσας από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητας, ενώ η Alitalia διέθετε πλείονα αεροπλάνα με βάση τη Ρώμη και το Μιλάνο.

379    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αναφερόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

380    Όσον αφορά το δρομολόγιο Δουβλίνο-Μιλάνο (αιτιολογικές σκέψεις 1006 έως 1013 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η πραγματοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μονοπωλίου το οποίο θα εξάλειφε τελείως τον υφιστάμενο στο δρομολόγιο αυτό ανταγωνισμό (100 % των προβλεφθέντων για το θέρος του 2007 συνολικών μεριδίων αγοράς). Η Επιτροπή ανέφερε επίσης την παρουσία της Alitalia στην αγορά αυτή, η οποία αποχώρησε από την αγορά τον Οκτώβριο του 2006, μερικούς μήνες μετά τη διείσδυση της Ryanair στο εν λόγω δρομολόγιο. Υπενθύμισε ότι υπήρχαν φραγμοί για την είσοδο στην αγορά οι οποίοι οφείλονταν στον κορεσμό του αεροδρομίου του Δουβλίνου κατά τις ώρες της αιχμής.

381    Όσον αφορά το δρομολόγιο Δουβλίνο-Ρώμη (αιτιολογικές σκέψεις 1036 έως 1043 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η πραγματοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μονοπωλίου το οποίο θα εξάλειφε τελείως τον υφιστάμενο στο δρομολόγιο αυτό ανταγωνισμό (100 % των προβλεφθέντων για το θέρος του 2007 συνολικών μεριδίων αγοράς). Η Επιτροπή ανέφερε επίσης την παρουσία της Alitalia στην αγορά αυτή, η οποία αποχώρησε από την αγορά τον Οκτώβριο του 2005 και κατόπιν εισήλθε εκ νέου για σύντομο διάστημα, κατά τη διάρκεια του θέρους του 2006. Υπενθύμισε ότι υπήρχαν φραγμοί για την είσοδο στην αγορά οι οποίοι οφείλονταν στον κορεσμό του αεροδρομίου του Δουβλίνου κατά τις ώρες της αιχμής και στην ανάπτυξη του δρομολογίου αυτού.

382    Ομοίως, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους οι μεταφορείς οι οποίοι διαθέτουν βάση στο Μιλάνο ή στη Ρώμη (Alitalia, Air One, easyJet και MyAir) δεν θα ήταν ικανοί να ασκήσουν επαρκή ανταγωνιστική πίεση στην προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα, διεισδύοντας στα δρομολόγια Δουβλίνο-Μιλάνο και Δουβλίνο-Ρώμη (αιτιολογικές σκέψεις 1011 και 1041 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσφεύγουσα περιορίζεται συναφώς στην επισήμανση ότι κακώς η Επιτροπή έκρινε ότι Alitalia δεν θα ήταν ικανή να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά την προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα, λόγω των οικονομικών της δυσχερειών και του οικονομικού της μοντέλου ως εταιρίας προσφέρουσας πλήρεις παροχές υπηρεσιών εντός του αεροσκάφους. Επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι οι λόγοι αυτοί δικαιολογούν το συμπέρασμα το οποίο άντλησε εντεύθεν η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση.

383    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα όσον αφορά πλείονα δρομολόγια τα οποία αναλύθηκαν στην προσβαλλομένη απόφαση δεν είναι δυνατό να θέσουν υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η πραγματοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως θα παρακώλυε σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στα δρομολόγια αυτά, λόγω της δημιουργίας δεσπόζουσας θέσεως.

384    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι οι δεσπόζουσες θέσεις τις οποίες θα δημιουργούσε η σκοπούμενη πράξη συγκεντρώσεως στα δρομολόγια αυτά είναι είτε μονοπωλιακές είτε οιονεί μονοπωλιακές ή πολύ σημαντικές και αρκούν, από μόνες τους, για να επιβεβαιώσουν στο παρόν στάδιο της αναλύσεως το συμπέρασμα το οποίο άντλησε η Επιτροπή ότι η πράξη συγκεντρώσεως πρέπει να κηρυχθεί ασύμβατη προς την κοινή αγορά.

385    Συνεπώς, πρέπει να κριθεί ότι, υπό την επιφύλαξη του αποτελέσματος της αναλύσεως της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας και της αναλύσεως των δεσμεύσεων που θα πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο της εξετάσεως του τετάρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ορθώς η Επιτροπή κήρυξε τη σκοπούμενη πράξη συγκεντρώσεως ασύμβατη προς την κοινή αγορά.

 Δ –      Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εκτίμηση της προβαλλομένης βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας

386    Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 29 κανονισμού περί συγκεντρώσεων:

«Για τον καθορισμό των επιπτώσεων που έχει μια συγκέντρωση επί του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά, είναι σκόπιμο να λαμβάνονται υπόψη οι λόγοι αποτελεσματικότητας που προβάλλουν βάσιμα οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις. Είναι δυνατόν η βελτίωση της αποτελεσματικότητας που προκύπτει από τη συγκέντρωση να αντισταθμίζει τις επιπτώσεις στον ανταγωνισμό, και ιδίως τη δυνητική ζημία των καταναλωτών που θα είχε άλλως και, επομένως, η συγκέντρωση να μην παρακωλύει σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, στην κοινή αγορά ή σε σημαντικό τμήμα αυτής, ιδίως ως αποτέλεσμα της δημιουργίας ή της ενίσχυσης μιας δεσπόζουσας θέσης. Η Επιτροπή θα πρέπει να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να λαμβάνει υπόψη λόγους αποτελεσματικότητας.»

387    Οι διευκρινίσεις της Επιτροπής των οποίων γίνεται μνεία στην αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού περί συγκεντρώσεων εκτίθενται στα σημεία 76 έως 88 των κατευθυντηρίων γραμμών. Ως εκ τούτου, στο σημείο 78 των κατευθυντηρίων γραμμών επισημαίνεται ότι, για να λάβει υπόψη η Επιτροπή τους ισχυρισμούς περί βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας κατά την αξιολόγηση της πράξεως συγκεντρώσεως και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, συνεπεία της βελτιώσεως αυτής, δεν υπάρχει λόγος να κηρυχθεί η συγκέντρωση ασύμβατη προς την κοινή αγορά, η εν λόγω βελτίωση πρέπει να είναι προς όφελος των καταναλωτών, να προκύπτει από τη συγκεκριμένη συγκέντρωση και να είναι επαληθεύσιμη. Οι προϋποθέσεις αυτές ισχύουν σωρευτικά και εξετάζονται στη συνέχεια κατά τη σειρά που ακολούθησε η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση.

388    Η ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλομένη απόφαση, η οποία ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, ακολουθεί τα εξής στάδια. Πρώτον, η Επιτροπή εξέθεσε την επιχειρηματολογία την οποία ανέπτυξε η Ryanair κατά τη διοικητική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία η πράξη συγκεντρώσεως δεν ενέχει κανένα κίνδυνο για τον ανταγωνισμό, λόγω της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας κατόπιν της εφαρμογής στην Aer Lingus του οικονομικού μοντέλου χαμηλού κόστους της Ryanair. Αυτή η αύξηση της αποτελεσματικότητας θα προκύψει από οικονομίες κλίμακας πραγματοποιούμενες ως προς το κόστος προσωπικού, τις δαπάνες που αφορούν την κυριότητα των αεροσκαφών, τις δαπάνες συντηρήσεως, τις δαπάνες αεροδρομίων, το κόστος εκμεταλλεύσεως στο έδαφος και το κόστος διανομής. Κατά τη Ryanair, αυτή η βελτίωση της αποτελεσματικότητας δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλη πράξη συγκεντρώσεως ούτε από τις δύο εταιρίες μεμονωμένα, ελλείψει μιας τέτοιας συγκεντρώσεως. Αυτή η βελτίωση της αποτελεσματικότητας θα γίνει αισθητή στους καταναλωτές υπό τη μορφή μειώσεως των τιμών των εισιτηρίων, αυξήσεως της συχνότητας των πτήσεων και του αριθμού των δρομολογίων, καθώς και βελτιώσεως των προϊόντων και της υπηρεσίας, χωρίς να θιγεί η ποιότητα της υπηρεσίας της Aer Lingus (σημείο 7.10.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η ανάλυση της Aer Lingus επίσης εκτίθεται στην προσβαλλομένη απόφαση (σημείο 7.10.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

389    Δεύτερον, η Επιτροπή επισήμανε ότι από τις αρχές που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού περί συγκεντρώσεων και στις κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι, προκειμένου να είναι δυνατή η αντιστάθμιση των αρνητικών αποτελεσμάτων μιας πράξεως συγκεντρώσεως επί των καταναλωτών, η εντεύθεν απορρέουσα βελτίωση της αποτελεσματικότητας πρέπει να είναι επαληθεύσιμη (ήτοι να είναι δυνατό να δικαιολογηθεί, να προσδιορισθεί ποσοτικά και να ενισχυθεί, εν ανάγκη, από μελέτες και εσωτερικά έγγραφα), να είναι ικανή να αποβεί προς όφελος των καταναλωτών και να μην ήταν δυνατό να επιτευχθεί κατά το ίδιο μέτρο με μέσα λιγότερο βλαπτικά για τον ανταγωνισμό απ’ ό,τι η σκοπούμενη πράξη συγκεντρώσεως (βελτίωση της αποτελεσματικότητας απορρέουσα από τη συγκεκριμένη συγκέντρωση). Αυτές οι τρεις προϋποθέσεις (ο επαληθεύσιμος χαρακτήρας, το όφελος για τους καταναλωτές και το να απορρέει η βελτίωση της αποτελεσματικότητας από τη συγκεκριμένη συγκέντρωση) είναι σωρευτικές (σημεία 7.10.1 και 7.10.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

390    Τρίτον, η Επιτροπή έκρινε ότι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας την οποία προέβαλε η Ryanair δεν ήταν επαληθεύσιμη, διότι στηριζόταν κυρίως στο γενικό επιχείρημα ότι η Ryanair θα ήταν σε θέση να εφαρμόσει επί της Aer Lingus το οικονομικό της μοντέλο και ειδικότερα τα συναφή επίπεδα κόστους, χωρίς να έχει λάβει αρκούντως υπόψη την αντιστάθμιση που συνίσταται σε χειροτέρευση των χαρακτηριστικών των προϊόντων και σε απώλεια εσόδων. Πλείονα επιχειρήματα της Ryanair περί της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας στηρίζονται επίσης σε υποθέσεις οι οποίες δεν είναι δυνατό να ελεγχθούν κατά τρόπο ανεξάρτητο (σημείο 7.10.4.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει επίσης μια εκτίμηση της ιδιαιτερότητας της συγκεντρώσεως (σημείο 7.10.4.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και των ωφελειών για τους πελάτες (σημείο 7.10.4.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

391    Η Επιτροπή κατέληξε, με την αιτιολογική σκέψη 1151 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προβαλλόμενη από τη Ryanair βελτίωση της αποτελεσματικότητας δεν είναι αρκούντως επαληθεύσιμη και δεν απορρέει από τη συγκεκριμένη συγκέντρωση. Κατά την Επιτροπή, ακόμη και αν υποτεθεί ότι πληρούνται οι δύο αυτές προϋποθέσεις, η εν λόγω βελτίωση της αποτελεσματικότητας θα επηρέαζε το σταθερό κόστος της Aer Lingus (εκμετάλλευση των αεροσκαφών), πράγμα που δημιουργεί την εντύπωση ότι η βελτίωση αυτή δεν θα ωφελούσε τους πελάτες. Τέλος, η Επιτροπή παρέπεμψε στο σημείο 84 των κατευθυντηρίων γραμμών, κατά το οποίο «[ε]ίναι πολύ απίθανο μια συγκέντρωση η οποία οδηγεί στη δημιουργία θέσης που προσεγγίζει αυτή του μονοπωλίου ή σε ανάλογο επίπεδο ισχύος στην αγορά, να κηρυχθεί συμβατή με την κοινή αγορά, με το σκεπτικό ότι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας αρκεί για να αντισταθμίσει τις πιθανές αντιανταγωνιστικές της επιπτώσεις».

392    Κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα επικρίνει την πτυχή αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως, προβάλλοντας ότι, παρά τα ενδεχόμενα αντίθετα στον ανταγωνισμό αποτελέσματά της, η πράξη συγκεντρώσεως θα έχει ως συνέπεια τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας. Αυτή η βελτίωση της αποτελεσματικότητας είναι επαληθεύσιμη, προκύπτει από τη συγκεκριμένη συγκέντρωση και είναι προς όφελος των καταναλωτών. Επομένως, πληροί τα κριτήρια των σημείων 76 επ. των κατευθυντηρίων γραμμών και η Επιτροπή όφειλε να κηρύξει την πράξη συγκεντρώσεως σύμφωνη με την κοινή αγορά. Η προσφεύγουσα προσάπτει γενικώς στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της τα συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία αυτή προσκόμισε και ότι στηρίχθηκε σε «εικασίες» τις οποίες προέβαλε η Aer Lingus. Όχι μόνον αποτελεί η Ryanair σημείο αναφοράς όσον αφορά τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, αλλά επιπλέον η Aer Lingus δεν θα μπορούσε να πληροφορηθεί την εξοικονόμηση δαπανών την οποία πραγματοποίησε η Ryanair, θα ήταν δε προς το συμφέρον της Aer Lingus να υποτιμήσει τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας η οποία θα απέρρεε από την πράξη συγκεντρώσεως, προκειμένου να αμυνθεί κατά της προσφοράς της Ryanair και να μην ομολογήσει τη δική της έλλειψη αποτελεσματικότητας, Η προσφεύγουσα προσάπτει επίσης στην Επιτροπή ότι εφάρμοσε ένα «παράλογο και εσφαλμένο κριτήριο» όσον αφορά την έκταση της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας την οποία η προσφεύγουσα θα όφειλε να αποδείξει, στηριζόμενη στο σημείο 84 των κατευθυντηρίων γραμμών, το οποίο θεσπίζει αρνητικό τεκμήριο εις βάρος της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας, όταν πρόκειται περί θέσεως στην αγορά η οποία προσεγγίζει το μονοπώλιο. Εν προκειμένω, η Ryanair υποστηρίζει ότι η σκοπούμενη συγκέντρωση δεν θα δημιουργήσει μονοπώλιο.

393    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, επισημαίνει ότι, κατά το μέτρο που η πράξη συγκεντρώσεως θα μπορούσε να καταλήξει στη δημιουργία θέσεως στην αγορά προσεγγίζουσας το μονοπώλιο, είναι εξαιρετικά απίθανο ότι θα μπορούσε κηρυχθεί σύμφωνη προς την κοινή αγορά, με την αιτιολογία ότι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας την οποία θα συνεπαγόταν θα αντιστάθμιζε τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματά της. Εν πάση περιπτώσει, τα τρία προς εξέταση κριτήρια δεν πληρούνται: η προβαλλόμενη από τη Ryanair βελτίωση της αποτελεσματικότητας δεν θα ήταν επαληθεύσιμη ούτε θα απέρρεε από τη συγκεκριμένη συγκέντρωση ούτε θα ήταν προς όφελος των καταναλωτών.

1.     Επί του επαληθεύσιμου χαρακτήρα της προβαλλόμενης βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

394    Πρώτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την παρατήρηση της Επιτροπής ότι τα επιχειρήματά της περί της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας στηρίζονται σε πολύ υποθετικά στοιχεία (αιτιολογική σκέψη 1133 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσφεύγουσα προσκόμισε ενώπιον της Επιτροπής «λεπτομερέστατους υπολογισμούς», βάσει της πείρας την οποία απέκτησε αναπτύσσοντας εμπορική δραστηριότητα στην Ευρώπη και διά της χρήσεως 130 τουλάχιστον αεροπλάνων σε 500 τουλάχιστον δρομολόγια. Η Ryanair είναι σε θέση περισσότερο από τον οποιονδήποτε να προσκομίσει «ακριβείς, αξιόπιστους και επαληθεύσιμους υπολογισμούς», αντιθέτως προς την Επιτροπή, η οποία στερείται πείρας συναφώς, και την Aer Lingus, η οποία δεν αποτελεί υπόδειγμα αποτελεσματικότητας. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι υπολογισμοί αυτοί ενέχουν περιθώριο σφάλματος, το αποτέλεσμα, δηλαδή η βελτίωση της αποτελεσματικότητας η οποία αξιολογείται σε 221,7 εκατομμύρια ευρώ, δεν μπορεί απλώς να αγνοηθεί. Η προσφεύγουσα επικρίνει επίσης την απαίτηση που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 1133 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία όφειλε να προσκομίσει έγγραφα προγενέστερα της πράξεως συγκεντρώσεως, στα οποία να εκτιμάται κατά τρόπο αντικειμενικό και ανεξάρτητο η έκταση της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας. Συγκεκριμένα, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας θα υπήρχε ανεξαρτήτως της έγγραφης παρουσιάσεώς της πριν ή μετά την ανακοίνωση της πράξεως συγκεντρώσεως. Είναι αδύνατη η πλήρωση της απαιτήσεως αυτής, διότι, μετά την ανακοίνωση της ΔΠΕ, δεν συμβαίνει συχνά να έχουν οι προσφέροντες πρόσβαση στα λογιστικά βιβλία της εταιρίας που αποτελεί τον στόχο της ΔΠΕ.

395    Δεύτερον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, προκειμένου να προβάλει το επιχείρημα ότι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας δεν είναι επαληθεύσιμη, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας προϋποθέτει ότι η προσφεύγουσα είναι σε θέση να μεταφέρει «πλήρως» το οικονομικό της μοντέλο στην Aer Lingus, χωρίς ωστόσο να χειροτερεύσει ορισμένα χαρακτηριστικά του προϊόντος. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ του οικονομικού μοντέλου της Ryanair και αυτού της Aer Lingus. Το επιχείρημα αυτό, εντούτοις, απορρέει από μια παρεξήγηση, δεδομένου ότι η Ryanair δεν είχε την πρόθεση να μεταφέρει «πλήρως» το οικονομικό της μοντέλο στην Aer Lingus, αλλά απλώς και μόνο να διατηρήσει μια διαφοροποιημένη υπηρεσία, παγιώνοντας συγχρόνως τη θέση της Aer Lingus από πλευράς βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας και μειώσεως του κόστους.

396    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η μνεία που γίνεται, στην αιτιολογική σκέψη 1134 της προσβαλλομένης αποφάσεως, της εκ μέρους της εξαγοράς της Buzz δεν ενισχύει την άποψη της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, ο στόλος της Aer Lingus είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν της Buzz και, επομένως, οι οικονομίες στα καύσιμα, στη συντήρηση και στις αντικαταστάσεις θα είναι μεγαλύτερες και όχι πιο περιορισμένες από αυτές που κατέστησε δυνατές η εν λόγω εξαγορά. Επιπλέον, όπως έπραξε με την Buzz, η Ryanair θα μπορούσε να αντικαταστήσει τα εν λόγω αεροπλάνα και να διαπραγματευθεί καλύτερους όρους μισθώσεως από αυτούς που δέχεται αυτή τη στιγμή η Aer Lingus.

397    Τέταρτον, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι δεσμεύθηκε αμετάκλητα, στο πλαίσιο της ΔΠΕ, να μειώσει τις τιμές της Aer Lingus, να αντικαταστήσει τις εξαρτώμενες από τις τιμές των καυσίμων προσαυξήσεις με συγκεκριμένο ποσό, να διατηρήσει τη συχνότητα των πτήσεων και να βελτιώσει την υπηρεσία. Μόνο η βελτίωση της αποτελεσματικότητας θα της παρείχε τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις αυτές, διασφαλίζοντας συγχρόνως την αποδοτικότητά της. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορούσε να κρίνει, στην αιτιολογική σκέψη 1135 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν διέθετε κανένα επαληθεύσιμο στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί βελτίωση της αποτελεσματικότητας όσον αφορά τα τρία ουσιώδη στοιχεία για τους καταναλωτές, ήτοι την τιμή των εισιτηρίων, τη συχνότητα των πτήσεων και την ποιότητα της υπηρεσίας σε κάθε δρομολόγιο.

398    Πέμπτον, η προσφεύγουσα εμμένει στην ικανότητα της προκύπτουσας από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητας να πραγματοποιήσει οικονομίες ως προς το κόστος διαφημίσεως, λόγω της αυξημένης αγοραστικής ισχύος της σε ολόκληρο το καλυπτόμενο από την πράξη συγκεντρώσεως δίκτυο.

399    Έκτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν αναγνώρισε τη σημασία την οποία έχει η δυνατότητα της προσφεύγουσας να χρησιμοποιήσει τα δικαιώματά της προαιρέσεως, που της επιτρέπουν να αγοράζει ή να μισθώνει Boeing 737, προκειμένου να αντικαταστήσει τα αεροπλάνα που μισθώνει με υψηλό μίσθωμα η Aer Lingus. Η Επιτροπή έκρινε ότι τούτο αποτελεί «απλή μεταβίβαση μισθώματος» (αιτιολογική σκέψη 1137 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αν δεν πραγματοποιηθεί η πράξη συγκεντρώσεως, η λειτουργία της Ryanair δεν της επιβάλλει να χρησιμοποιήσει όλα αυτά τα δικαιώματα προαιρέσεως. Επομένως, αν τα ασκούσε υπέρ της Aer Lingus, η Ryanair δεν θα έφερε κανένα «κόστος ευκαιρίας». Η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι όροι των συμβάσεων της Ryanair με την Boeing θα της παρείχαν τη δυνατότητα να ασκήσει αυτά τα «ανεπιθύμητα δικαιώματα προαιρέσεως» και να μεταπωλήσει τα αεροπλάνα στην ελεύθερη αγορά, ούτε ότι η Ryanair θα επέλεγε πράγματι να χρησιμοποιήσει αυτά τα δικαιώματα προαιρέσεως για να ανταγωνισθεί κατά τον τρόπο αυτόν την Boeing στην αγορά των καινούριων αεροπλάνων. Μια τέτοια συμπεριφορά δεν θα ήταν «ρεαλιστική ούτε εμπορικώς εύλογη». Η Επιτροπή έκρινε επίσης κακώς, στην αιτιολογική σκέψη 1138 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι υπολογισμοί τους οποίους πραγματοποίησε η Ryanair όσον αφορά το κόστος καθαριότητας των αεροπλάνων ήταν «ιδιαιτέρως αισιόδοξοι», μη λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη την πείρα της τελευταίας στον τομέα αυτόν.

400    Έβδομον, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι κακώς η Επιτροπή «θεώρησε», στην αιτιολογική σκέψη 1139 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ορισμένες οικονομίες που προβλέπονται ως προς τους φόρους αεροδρομίου προϋπέθεταν τη μεταφορά των πτήσεων της Aer Lingus από τα κύρια αεροδρόμια με υψηλό κόστος προς τα δευτερεύοντα αεροδρόμια με μειωμένο κόστος. Συγκεκριμένα. η Ryanair απέδειξε ότι οι ενδεχόμενες οικονομίες ως προς τους φόρους αεροδρομίου δεν στηρίζονταν στη μείωση του κόστους του αεροδρομίου του Δουβλίνου ή σε μεταβολή των αεροδρομίων προορισμού της Aer Lingus. Η λογική της πράξεως συγκεντρώσεως συνίσταται στην εκμετάλλευση των αεροπλάνων της Aer Lingus στα κύρια αεροδρόμια. Επιπλέον, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Aer Lingus που εκτέθηκαν στην αιτιολογική σκέψη 1118 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Ryanair επιτυγχάνει χρόνους μεταξύ αφίξεως και εκ νέου αναχωρήσεως 25 λεπτών στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου, το οποίο ωστόσο είναι κύριο αεροδρόμιο, ενώ η Aer Lingus επιτυγχάνει χρόνους μεταξύ αφίξεως και εκ νέου αναχωρήσεως οι οποίοι κυμαίνονται μεταξύ 40 και 55 λεπτών. Οι εν λόγω χρόνοι επιτυγχάνονται και στα υπερφορτωμένα αεροδρόμια όπως αυτό του Birmingham ή του Manchester (βλ. το σημείωμα της York Aviation, της 19ης Ιανουαρίου 2007, το οποίο αφορά τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας που οφείλεται στους χρόνους μεταξύ αφίξεως και εκ νέου αναχωρήσεως).

401    Όγδοον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένως το ιρλανδικό εταιρικό δίκαιο, δεδομένου ότι, βάσει της νομοθεσίας αυτής, η Ryanair θα έλεγχε την Aer Lingus μόλις αποκτούσε το 50 % των μετοχών της. Συνεπώς, ο «επιθετικός χαρακτήρας» της εξαγοράς, ο οποίος επισημάνθηκε στη αιτιολογική σκέψη 1140 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν ασκεί επιρροή και κακώς η Επιτροπή υπέθεσε ότι η ενοποίηση των δύο επιχειρήσεων θα καθίστατο δυσχερέστερη αν η Ryanair έλεγχε λιγότερο από το 100 % των μετοχών της Aer Lingus.

402    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αναφερόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

403    Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε ότι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας την οποία επικαλέσθηκε η Ryanair δεν ήταν επαληθεύσιμη, διότι στηριζόταν κυρίως στο γενικό επιχείρημα ότι η Ryanair θα ήταν σε θέση να εφαρμόσει στην Aer Lingus το οικονομικό μοντέλο της και ειδικότερα τα συναφή προς το μοντέλο αυτό επίπεδα κόστους, χωρίς να λάβει αρκούντως υπόψη την αντιστάθμιση που συνίσταται σε χειροτέρευση των χαρακτηριστικών των προϊόντων και σε απώλεια εσόδων. Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι πλείονα επιχειρήματα της Ryanair που αφορούν τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας στηρίζονται σε υποθέσεις οι οποίες δεν είναι δυνατό να ελεγχθούν κατά τρόπο ανεξάρτητο (σημείο 7.10.4.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

404    Συνεπώς, η προβλεπόμενη στις κατευθυντήριες γραμμές προϋπόθεση περί του επαληθεύσιμου χαρακτήρα της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας δεν πληρούται, πράγμα το οποίο αμφισβητεί η προσφεύγουσα, η οποία προβάλλει οκτώ αιτιάσεις συναφώς.

405    Όσον αφορά, πρώτον, τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση ως προς τα στοιχεία που παρέσχε η Ryanair (αιτιολογική σκέψη 1133 της προσβαλλομένης αποφάσεως· βλ. σκέψη 394 ανωτέρω), πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή έκρινε ότι «πλείονα επιχειρήματα της Ryanair αφορώντα τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας στηρίζοντ[αν] σε υποθέσεις οι οποίες δεν είναι δυνατό να ελεγχθούν κατά τρόπο ανεξάρτητο». Η Επιτροπή υπογράμμισε επίσης στην προσβαλλομένη απόφαση ότι «[δ]εν [φαινόταν] να υπάρχει κανένα έγγραφο προγενέστερο της πράξεως συγκεντρώσεως, το οποίο να αξιολογεί κατά τρόπο αντικειμενικό και ανεξάρτητο τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας την οποία θα συνεπαγόταν η εξαγορά της Aer Lingus». Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε ότι «[έκρινε] ουσιώδη την προσκόμιση τέτοιων εγγράφων προκειμένου να αποδειχθεί, αφενός, ότι το οικονομικό μοντέλο της Ryanair είναι διαφορετικό, μοναδικό και καλύτερο από αυτό της Aer Lingus και, αφετέρου, ότι η διάρθρωση του κόστους της θα μπορούσε να μεταφερθεί επιτυχώς στην Aer Lingus μετά την πράξη συγκεντρώσεως». Οι δηλώσεις αυτές έχουν την έννοια ότι θα μπορούσε να απαιτηθεί από το μέρος που κοινοποιεί την πράξη συγκεντρώσεως να προσκομίσει στοιχεία τα οποία να ανταποκρίνονται στην ανωτέρω περιγραφή των εγγράφων των οποίων την προσκόμιση έκρινε «ουσιώδη» η Επιτροπή.

406    Ωστόσο, από το σημείο 86 των κατευθυντηρίων γραμμών προκύπτει ότι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας πρέπει να είναι «επαληθεύσιμη», ώστε η Επιτροπή να πείθεται με εύλογη βεβαιότητα ότι «θα υλοποιηθεί» και ότι θα είναι αρκετά σημαντική ώστε να αντισταθμίζει τη ζημία που ενδέχεται να προκαλέσει η συγκέντρωση στους καταναλωτές. Στο ίδιο σημείο των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπεται ότι όσο πιο «ακριβείς και πειστικοί» είναι οι ισχυρισμοί για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, τόσο καλύτερα μπορεί να τους αξιολογήσει η Επιτροπή. Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, όπου είναι εύλογα δυνατόν, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας και το όφελος που προκύπτει για τους καταναλωτές πρέπει να εκφράζονται «ποσοτικά» και ότι, εφόσον δεν υπάρχουν τα αναγκαία στοιχεία που καθιστούν δυνατή μια ακριβή ποσοτική ανάλυση, πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα να προβλεφθεί μια «σαφώς καθοριζόμενη και όχι περιθωριακή» θετική συνέπεια για τους καταναλωτές. Συνεπώς, η προϋπόθεση που αφορά τον επαληθεύσιμο χαρακτήρα της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας δεν επιβάλλει στο μέρος που κοινοποιεί την πράξη συγκεντρώσεως να προσκομίσει στοιχεία τα οποία είναι δυνατό να ελεγχθούν κατά τρόπο ανεξάρτητο από έναν τρίτο ή έγγραφα προγενέστερα της πράξεως συγκεντρώσεως, βάσει των οποίων είναι δυνατό να αξιολογηθεί κατά τρόπο αντικειμενικό και ανεξάρτητο το εύρος της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας την οποία θα συνεπαγόταν η εξαγορά.

407    Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το σημείο 87 των κατευθυντηρίων γραμμών, από το οποίο προκύπτει ότι οι περισσότερες από τις πληροφορίες βάσει των οποίων η Επιτροπή αξιολογεί τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας βρίσκονται αποκλειστικά στην κατοχή των μερών της συγκεντρώσεως και ότι, επομένως, εναπόκειται στα κοινοποιούντα μέρη να υποβάλουν σε εύθετο χρόνο όλες τις αναγκαίες πληροφορίες.

408    Ομοίως, η μη περιοριστική απαρίθμηση, στο άρθρο 88 των κατευθυντηρίων γραμμών, των αποδεικτικών στοιχείων που χρησιμεύουν για την εκτίμηση της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας περιλαμβάνει αποδεικτικά στοιχεία διαφορετικής φύσεως, χωρίς να τονίζεται ότι είναι αναγκαίο τα στοιχεία αυτά να είναι δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο ανεξάρτητου ελέγχου ή να είναι προγενέστερα της πράξεως συγκεντρώσεως. Η απαρίθμηση αυτή αφορά ιδίως τα εσωτερικά έγγραφα τα οποία οι διευθύνοντες των επιχειρήσεων χρησιμοποίησαν για να λάβουν την απόφαση περί πραγματοποιήσεως της πράξεως συγκεντρώσεως, της ανακοινώσεως της διοικήσεως προς τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων και τις χρηματοοικονομικές αγορές σχετικά με την αναμενόμενη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, παραδείγματα βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας και οφέλους για τους καταναλωτές κατά το παρελθόν, καθώς και μελέτες εξωτερικών εμπειρογνωμόνων που πραγματοποιήθηκαν πριν από την πράξη συγκεντρώσεως και αφορούν το είδος και το μέγεθος της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας, καθώς και τον βαθμό στον οποίο ενδέχεται να ωφεληθούν οι καταναλωτές.

409    Συνεπώς, οι κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες περιέχουν τις εφαρμοστέες συναφώς οδηγίες της Επιτροπής, δεν επιβάλλουν να υπάρχει δυνατότητα ανεξάρτητου ελέγχου των υποθέσεων στις οποίες στηρίζονται τα επιχειρήματα της Ryanair περί της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας. Συνεπώς, εν πάση περιπτώσει, κακώς η Επιτροπή απέρριψε εν προκειμένω τα στοιχεία που προσκόμισε η Ryanair, απλώς και μόνο διότι στηρίζονταν σε υποθέσεις οι οποίες δεν είναι δυνατό να ελεγχθούν κατά τρόπο ανεξάρτητο. Ομοίως, κακώς η Επιτροπή απαίτησε ένα συγκεκριμένο είδος εγγράφων, όπως είναι τα προγενέστερα της πράξεως συγκεντρώσεως έγγραφα τα οποία αξιολογούν κατά τρόπο αντικειμενικό και ανεξάρτητο το εύρος της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας την οποία συνεπάγεται η εξαγορά, προκειμένου να αμφισβητήσει τη λυσιτέλεια των πληροφοριών που απορρέουν από ένα άλλο είδος εγγράφων τα οποία ενδέχεται να προσκομισθούν.

410    Στο πλαίσιο αυτό, η Ryanair ορθώς υπέβαλε στην Επιτροπή τα δικά της στοιχεία περί της προβλεπόμενης βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας λόγω της συγκεντρώσεως, χωρίς να οφείλει οπωσδήποτε να προσκομίσει μια αξιολόγηση η οποία είναι δυνατό να ελεγχθεί κατά τρόπο ανεξάρτητο από έναν τρίτο ή η οποία να έχει πραγματοποιηθεί πριν από την ανακοίνωση της πράξεως συγκεντρώσεως. Η συνήθης επιχειρηματική δραστηριότητα δεν επιτρέπει πάντοτε την έγκαιρη προσκόμιση τέτοιων εγγράφων και είναι δυνατόν τα έγγραφα τα οποία χρησιμοποιεί μια επιχείρηση προκειμένου να προβεί σε ΔΠΕ, είτε προέρχονται από την επιχείρηση αυτή είτε από τους συμβούλους της, να ασκούν εκ της φύσεώς τους κάποια επιρροή όσον αφορά τη στήριξη των επιχειρημάτων περί της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας.

411    Σημειωτέον ωστόσο ότι η Επιτροπή εξέτασε συγκεκριμένα αν η προβαλλόμενη από τη Ryanair βελτίωση της αποτελεσματικότητας ήταν «επαληθεύσιμη», αν δηλαδή ήταν δυνατό να πεισθεί η Επιτροπή με εύλογη βεβαιότητα ότι η βελτίωση αυτή θα υλοποιηθεί και ότι θα είναι αρκετά σημαντική ώστε να αντισταθμίζει τη ζημία που ενδέχεται να προκαλέσει η συγκέντρωση στους καταναλωτές. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υπογράμμισε, στην αιτιολογική σκέψη 1133 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, λαμβανομένων υπόψη των ισχυρισμών της Ryanair περί της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας, «φαιν[όταν] πολύ αισιόδοξο να υποστηρίζεται ότι η Ryanair θα είναι σε θέση να εφαρμόσει πλήρως στην Aer Lingus το οικονομικό μοντέλο της και ειδικότερα τα συναφή προς το μοντέλο αυτό επίπεδα κόστους, χωρίς αντιστάθμιση συνιστάμενη σε χειροτέρευση των χαρακτηριστικών των προϊόντων και σε απώλεια εσόδων». Η Επιτροπή επισήμανε ότι «η Ryanair δεν προσκ[όμισε] κανένα αντικειμενικό αποδεικτικό στοιχείο το οποίο να επιβεβαιώνει τα όσα υποστηρίζει, αλλά απλώς επέδειξε κάποια εμπιστοσύνη στην “επιθετικότερη μέθοδό της διαχειρίσεως”».

412    Η εν λόγω κριτική των στοιχείων τα οποία προσκόμισε η Ryanair συνίσταται στην αμφισβήτηση του ότι τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι η προβαλλόμενη βελτίωση της αποτελεσματικότητας είναι ικανή να αντισταθμίσει τα αρνητικά αποτελέσματα τα οποία θα είχε άλλως η πράξη συγκεντρώσεως επί του ανταγωνισμού. Συναφώς, το σημείο 87 των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει ότι το εν λόγω βάρος αποδείξεως φέρουν τα κοινοποιούντα μέρη. Αυτή η βελτίωση της αποτελεσματικότητας πρέπει «να εκφράζεται ποσοτικά» ή να είναι, τουλάχιστον, «σαφώς καθοριζόμενη», όπως προκύπτει από το σημείο 86 των κατευθυντηρίων γραμμών.

413    Ελλείψει στοιχείων τα οποία να αποδεικνύουν ότι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας η οποία αναμενόταν από την εφαρμογή στην Aer Lingus του οικονομικού μοντέλου της Ryanair ελάμβανε υπόψη τις απώλειες τις οποίες θα συνεπαγόταν η εγκατάλειψη του οικονομικού μοντέλου της Aer Lingus, ορθώς η Επιτροπή αμφισβήτησε τον επαληθεύσιμο χαρακτήρα της προβαλλόμενης βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας. Η προσφεύγουσα, και ως προς το σημείο αυτό, απλώς υποστηρίζει στα υπομνήματά της ότι το οικονομικό της μοντέλο είναι καλύτερο από αυτό της Aer Lingus και ότι τούτο συνεπάγεται βελτίωση της αποτελεσματικότητας ανερχόμενη σε 221,7 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογική σκέψη 1106 της προσβαλλομένης αποφάσεως και, ειδικότερα, πίνακας 3). Αυτά τα αριθμητικά στοιχεία αμφισβητεί η Επιτροπή. Στις αιτιολογικές σκέψεις 1135 και 1140 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υπογράμμισε επίσης ότι η Ryanair δεν απέδειξε ότι μπορούσε να μειώσει το κόστος της Aer Lingus χωρίς επιπτώσεις στην ποιότητα των υπηρεσιών της.

414    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η Ryanair δεν εξέθεσε για ποιο λόγο είναι εσφαλμένη η συλλογιστική της Επιτροπής η οποία αφορά το ότι η Ryanair δεν απέδειξε ότι θα μπορούσε να μειώσει το κόστος της Aer Lingus χωρίς επιπτώσεις στην ποιότητα των υπηρεσιών της επιχειρήσεως αυτής, πρέπει να κριθεί ότι η Επιτροπή ορθώς αμφισβήτησε τον επαληθεύσιμο χαρακτήρα της προβληθείσας βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας, υπό το πρίσμα των στοιχείων τα οποία παρέσχε η Ryanair συναφώς.

415    Όσον αφορά, δεύτερον, την επιρροή που ασκεί στην ανάλυση αυτή η διαφορά οικονομικού μοντέλου μεταξύ της Aer Lingus και της Ryanair, η τελευταία υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την πρόθεσή της να συνεχίσει την παροχή μιας διαφοροποιημένης υπηρεσίας, χωρίς να μεταφέρει «πλήρως» το οικονομικό της μοντέλο στην Aer Lingus (αιτιολογική σκέψη 1133 της προσβαλλομένης αποφάσεως· βλ. σκέψη 395 ανωτέρω).

416    Η αιτίαση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η Επιτροπή εξέτασε πράγματι την υπόθεση την οποία προβάλλει η προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, οι αμφιβολίες της Επιτροπής ως προς τον επαληθεύσιμο χαρακτήρα της προβαλλόμενης από την προσφεύγουσα βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας έχουν ως εξής: είτε η Ryanair εφαρμόζει πλήρως το οικονομικό της μοντέλο, οπότε πρέπει να ληφθούν υπόψη η χειροτέρευση των χαρακτηριστικών των προϊόντων και η απώλεια εσόδων προερχομένων από το οικονομικό μοντέλο της Aer Lingus στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της προβαλλομένης από τη Ryanair βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας· είτε η Ryanair διατηρεί, σύμφωνα με την πρόθεσή της, τα χαρακτηριστικά των προϊόντων και τα έσοδα που προέρχονται από το οικονομικό μοντέλο της Aer Lingus και, συνεπώς, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας είναι κατ’ ανάγκη μικρότερη από την απορρέουσα από την πλήρη εφαρμογή του μοντέλου των υπηρεσιών χαμηλού κόστους και χαμηλών τιμών της Ryanair. Επ’ αυτής της ανακρίβειας την οποία ενέχουν τα στοιχεία που παρέσχε η Ryanair στήριξε ορθώς η Επιτροπή τη συλλογιστική την οποία ακολούθησε στην προσβαλλομένη απόφαση.

417    Όσον αφορά, τρίτον, την αναφορά της προσβαλλομένης αποφάσεως στα επακόλουθα της εκ μέρους της Ryanair εξαγοράς της εταιρίας Buzz, θυγατρικής της KLM (αιτιολογική σκέψη 1134 της προσβαλλομένης αποφάσεως· βλ. σκέψη 396 ανωτέρω), επισημαίνεται ότι οι διάδικοι συνομολογούν ότι η εξαγορά αυτή δεν ήταν της ίδιας φύσεως με τη σκοπούμενη εξαγορά της Aer Lingus. Αυτή ακριβώς η διαπίστωση που εκτίθεται στην προσβαλλομένη απόφαση εμφαίνει τις διαφορές μεταξύ των δύο αυτών πράξεων (εξαφάνιση του σήματος Buzz, επιστροφή των αεροπλάνων, αναστολή της πλειονότητας των δρομολογίων). Συνεπώς, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας την οποία επικαλείται η Ryanair βάσει αυτού του παραδείγματος στηρίζεται στην υπόθεση μιας πλήρους εφαρμογής του οικονομικού μοντέλου της Ryanair στην εξαγοραζόμενη επιχείρηση.

418    Όσον αφορά, τέταρτον, το περιεχόμενο της δεσμεύσεως την οποία ανέλαβε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της ΔΠΕ, περί μειώσεως των τιμών της Aer Lingus, περί αντικαταστάσεως των εξαρτωμένων από τις τιμές των καυσίμων προσαυξήσεων με συγκεκριμένο ποσό, περί διατηρήσεως της συχνότητας των πτήσεων και περί βελτιώσεως της υπηρεσίας (αιτιολογική σκέψη 1134 της προσβαλλομένης αποφάσεως σκέψη 397 ανωτέρω), όπως ισχυρίζεται στα υπομνήματά της η Επιτροπή, χωρίς η προσφεύγουσα να αντιλέξει επί του σημείου αυτού, μια υπόσχεση περί υιοθετήσεως ορισμένης συμπεριφοράς, για μη προσδιοριζόμενη και ενδεχομένως πολύ σύντομη διάρκεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βελτίωση της αποτελεσματικότητας ούτε ως απόδειξη περί της υπάρξεως βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας.

419    Όσον αφορά, πέμπτον, τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας η οποία αφορά την ενδεχόμενη μείωση του κόστους διαφημίσεως (αιτιολογική σκέψη 1136 της προσβαλλομένης αποφάσεως· βλ. σκέψη 398 ανωτέρω), η επίκριση την οποία διατυπώνει η προσφεύγουσα δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το περιεχόμενο της ανησυχίας που εκφράζεται στην προσβαλλομένη απόφαση. Συγκεκριμένα, αν η Ryanair έχει την πρόθεση να διατηρήσει την πολιτική διαφοροποιήσεως της Aer Lingus όσον αφορά το σήμα και την ποιότητα, η Aer Lingus θα πρέπει να συνεχίσει τη δική της διαφοροποιημένη στρατηγική προωθήσεως των πωλήσεων. Μια τέτοια επιλογή θα μπορούσε πράγματι να καταστήσει αναγκαία τη διατήρηση των διαφημιστικών δαπανών, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι πελάτες δεν συγχέουν τις δύο εταιρίες.

420    Όσον αφορά, έκτον, το κόστος που αφορά την κυριότητα των αεροσκαφών (αιτιολογικές σκέψεις 1137 και 1138 της προσβαλλομένης αποφάσεως· βλ. σκέψη 399 ανωτέρω), η Επιτροπή έκρινε στην προσβαλλομένη απόφαση ότι, όσον αφορά τη χρήση των δικαιωμάτων προαιρέσεως της Ryanair που της επιτρέπουν να μισθώνει αεροσκάφη σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές της αγοράς, η πιθανή υπόθεση είναι ότι η Ryanair θα ασκήσει τα δικαιώματα αυτά για την ανανέωση του δικού της στόλου αεροσκαφών. Αν η Ryanair σκόπευε να αποκομίσει άμεσο κέρδος μέσω της πωλήσεως των νέων αεροσκαφών σε άλλη αεροπορική εταιρία ή να εκχωρήσει τα δικαιώματα αυτά στην Aer Lingus για την ανανέωση του στόλου αεροσκαφών της εταιρίας αυτής, το κόστος ευκαιρίας από τη διαφορετική χρήση των αεροσκαφών θα ήταν ακριβώς ίσο προς τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, πράγμα το οποίο θα την εξουδετέρωνε. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι, ακόμη και αν οι δύο προηγούμενες υποθέσεις δεν επαληθεύονταν, οι υποθέσεις στις οποίες στηρίχθηκε ο ποσοτικός υπολογισμός του κόστους που αφορά την κυριότητα των αεροσκαφών φαινόταν «ιδιαιτέρως αισιόδοξες», κατά το μέτρο που στηρίζονταν στη δυνατότητα πωλήσεως του στόλου της Aer Lingus στη λογιστική του αξία.

421    Οι επικρίσεις της προσφεύγουσας δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση το βάσιμο της αναλύσεως αυτής. Όσον αφορά τη δυνατότητα της Ryanair να μην ασκήσει τα εν λόγω δικαιώματα προαιρέσεως, αυτή φυσικά υφίσταται, αλλά η Ryanair θα έχανε ως εκ τούτου το πλεονέκτημα που ενδεχομένως απορρέει από τα δικαιώματα αυτά. Ως προς την εκφρασθείσα από την προσφεύγουσα επιθυμία να αποδείξει η Επιτροπή ότι οι όροι των συναφθεισών με την Boeing συμβάσεων της παρείχαν τη δυνατότητα να ασκήσει αυτά τα «ανεπιθύμητα δικαιώματα προαιρέσεως» και να μεταπωλήσει τα αεροπλάνα στην ελεύθερη αγορά ή ότι θα επέλεγε πράγματι να χρησιμοποιήσει τα δικαιώματα αυτά προκειμένου να ανταγωνισθεί κατά τον τρόπο αυτόν την Boeing στην αγορά των καινούριων αεροπλάνων, είναι δυσχερές να γίνει κατανοητός ο λόγος για τον οποίο απαιτείται η απόδειξη αυτή. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή απλώς και μόνον εκθέτει τις διάφορες λύσεις τις οποίες θα είχε στη διάθεσή της η Ryanair αν αποφάσιζε να ασκήσει τα δικαιώματά της προαιρέσεως, επισημαίνοντας ότι τα δικαιώματα αυτά είχαν συσταθεί αρχικώς για την ανανέωση του στόλου της Ryanair. Τέλος, η προσφεύγουσα δεν εκθέτει για ποιο λόγο η επίκριση της Επιτροπής που αφορά τον αισιόδοξο χαρακτήρα της πωλήσεως του στόλου της Aer Lingus στην τιμή της λογιστικής του αξίας είναι εσφαλμένη απλώς και μόνο λόγω της εμπειρίας της στον τομέα αυτόν.

422    Όσον αφορά, έβδομον, τις δαπάνες αεροδρομίων, το κόστος εκμεταλλεύσεως στο έδαφος (αιτιολογική σκέψη 1139 της προσβαλλομένης αποφάσεως· βλ. σκέψη 400 ανωτέρω), διαπιστώνεται, όπως επισήμανε η Επιτροπή, ότι αυτή απλώς εξέθεσε στην προσβαλλομένη απόφαση ότι «η μείωση του κόστους που θα απέρρεε από τη μεταφορά των υπηρεσιών της Aer Lingus προς δευτερεύοντα αεροδρόμια δεν θα αποτελούσε αφ’ εαυτής βελτίωση της αποτελεσματικότητας». Τούτο μπορεί να γίνει κατανοητό χάρη στο παράδειγμα το οποίο παρέθεσε η Επιτροπή, το οποίο επισημαίνει ότι η Ryanair υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι έχει συνάψει συμφωνία με το αεροδρόμιο του Bergamo, βάσει της οποίας το αεροδρόμιο αυτό της χρεώνει δαπάνη ανά επιβάτη πολύ χαμηλότερη από αυτή που οφείλει να καταβάλλει η Aer Lingus για να εκτελεί δρομολόγια από και προς το Μιλάνο. Ωστόσο, το Bergamo είναι δευτερεύον αεροδρόμιο από και προς το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια η Aer Lingus, οπότε η προβαλλόμενη βελτίωση της αποτελεσματικότητας μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο διά της μεταφοράς στο Bergamo των σημερινών πτήσεων της Aer Lingus με προορισμό το Μιλάνο-Linate και το Μιλάνο-Malpensa. Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης αυτής της τροποποιήσεως της παροχής υπηρεσιών της Aer Lingus, ορθώς η Επιτροπή αμφισβήτησε στην προσβαλλομένη απόφαση την ύπαρξη μιας τέτοιας βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας.

423    Όσον αφορά, όγδοον, την επίπτωση μιας περισσότερο ή λιγότερο σημαντικής συμμετοχής της Ryanair στην Aer Lingus η οποία θα της παρείχε τον έλεγχο της εταιρίας αυτής (αιτιολογική σκέψη 1140 της προσβαλλομένης αποφάσεως· βλ. σκέψη 401 ανωτέρω), ορθώς η Επιτροπή έκρινε κατ’ ουσίαν στην προσβαλλομένη απόφαση ότι μια συμμετοχή χαμηλότερη του 100 % θα καθιστούσε δυσχερέστερη την πραγματοποίηση της προβαλλόμενης βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας, λόγω του «επιθετικού χαρακτήρα» της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως. Συγκεκριμένα, υπάρχει κίνδυνος η αντίθεση που θα μπορούσε να εκδηλωθεί από τους μετόχους της Aer Lingus οι οποίοι δεν θα αποδέχονταν την απόκτηση ελέγχου εκ μέρους της Ryanair, ορισμένοι δε εκ των οποίων, όπως το Ιρλανδικό Δημόσιο ή το προσωπικό της Aer Lingus, είναι δυνατό να κατέχουν σημαντική συμμετοχή στο κεφάλαιο της Aer Lingus, να καθυστερήσει ή να διακυβεύσει τη λήψη ορισμένων αποφάσεων της Ryanair για τη μείωση του κόστους.

424    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας που αφορούν τον επαληθεύσιμο χαρακτήρα της προβαλλόμενης βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας πρέπει να απορριφθούν.

2.     Επί του αν ορισμένες από τις προβαλλόμενες βελτιώσεις της αποτελεσματικότητας απορρέουν από τη συγκεκριμένη πράξη συγκεντρώσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

425    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την διαπίστωση της Επιτροπής ότι ορισμένες βελτιώσεις της αποτελεσματικότητας, όπως η μείωση των δαπανών προσωπικού, μια καλύτερη χρησιμοποίηση των αεροπλάνων, καθώς και η μείωση των δαπανών καυσίμων και διανομής, «προφανώς δεν απορρέουν από τη συγκεκριμένη πράξη συγκεντρώσεως» και θα μπορούσαν να επιτευχθούν από την Aer Lingus ανεξαρτήτως της πράξεως αυτής (αιτιολογικές σκέψεις 1143 έως 1145 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι το κατά μονάδα κόστος της Aer Lingus μειώθηκε από το 2001, αλλά επισημαίνει ότι από τον τελευταίο έκτακτο απολογισμό της εταιρίας αυτής προκύπτει ότι το κόστος της αυξάνει. Επιπλέον, το κόστος της Aer Lingus παραμένει ουσιωδώς υψηλότερο από αυτό της Ryanair, η δε μεταξύ τους διαφορά μεγαλώνει. Χωρίς την πράξη συγκεντρώσεως, η Aer Lingus δεν θα είναι σε θέση να ωφεληθεί από τις οικονομίες κλίμακας που συνδέονται με την εξαγορά της από τη Ryanair. Δεδομένου ότι ο αριθμός των αεροπλάνων τα οποία διαθέτει η Aer Lingus δεν έχει αυξηθεί ουσιωδώς κατά τα πέντε τελευταία έτη, είναι εύλογο να υποτεθεί ότι η Aer Lingus δεν θα μπορούσε ούτε και θα ήθελε να αναπτυχθεί ταχέως προκειμένου να εκτελεί πτήσεις στην ίδια κλίμακα με τη Ryanair. Κάποια βελτίωση της αποτελεσματικότητας η οποία δεν συνδέεται προς την κλίμακα, όπως η μείωση του χρόνου μεταξύ πτήσεως και εκ νέου αναχωρήσεως, στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου, θα απέρρεε σε μεγάλο βαθμό από τη συγκεκριμένη πράξη συγκεντρώσεως, δεδομένου ότι η Aer Lingus δεν έχει επιχειρήσει να επιτύχει συντομότερους χρόνους μεταξύ πτήσεως και εκ νέου αναχωρήσεως (βλ. την απάντηση της Ryanair, της 25ης Ιανουαρίου 2007, στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού περί συγκεντρώσεων). Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, ο ανταγωνισμός τον οποίο δήθεν ασκεί η Ryanair έναντι της Aer Lingus δεν αποτέλεσε, αφ’ εαυτού, προτροπή προς την τελευταία ώστε να παραμείνει ένας αποτελεσματικός επιχειρηματίας.

426    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αναφερόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

427    Από το σημείο 85 των κατευθυντηρίων γραμμών προκύπτει ότι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας ασκεί επιρροή για την ανάλυση του ανταγωνισμού, όταν αποτελεί άμεση συνέπεια της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως και δεν μπορεί να επιτευχθεί σε παρόμοιο βαθμό με εναλλακτικές πρακτικές λιγότερο βλαπτικές για τον ανταγωνισμό. Υπό τις αυτές συνθήκες κρίνει η Επιτροπή ότι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας οφείλεται στην πράξη συγκεντρώσεως και, συνεπώς, απορρέει από τη συγκεκριμένη αυτή πράξη. Στα μέρη της συγκεντρώσεως εναπόκειται να παράσχουν εγκαίρως κάθε σχετική πληροφορία η οποία είναι αναγκαία για να αποδειχθεί ότι δεν υπάρχουν λιγότερο βλαπτικά για τον ανταγωνισμό ρεαλιστικά και πραγματοποιήσιμα μέσα από την κοινοποιηθείσα πράξη συγκεντρώσεως. Η Επιτροπή λαμβάνει μόνον υπόψη της τα μέσα που είναι ευλόγως εφαρμόσιμα στην επιχειρηματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα μέρη της συγκεντρώσεως, υπό το πρίσμα των πρακτικών που έχουν καθιερωθεί στον οικείο τομέα δραστηριότητας.

428    Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε ότι ορισμένη προβαλλόμενη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, όπως η βελτίωση του κόστους προσωπικού, μια καλύτερη χρησιμοποίηση των αεροπλάνων, καθώς και η μείωση των δαπανών καυσίμων και διανομής, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί και από την Aer Lingus, ανεξαρτήτως της σκοπούμενης πράξεως συγκεντρώσεως (σημείο 7.10.4.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

429    Προς αντίκρουση της διαπιστώσεως αυτής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει απλώς και μόνον ότι από τον τελευταίο έκτακτο απολογισμό της Aer Lingus, με ημερομηνία 30 Αυγούστου 2007, προκύπτει ότι το κόστος της επιχειρήσεως αυτής αυξάνει και ότι, εν πάση περιπτώσει, είναι υψηλότερο από το δικό της. Η σκοπούμενη πράξη συγκεντρώσεως θα παρείχε στην Aer Lingus τη δυνατότητα να ωφεληθεί από σημαντικότερες οικονομίες κλίμακας από αυτές που θα μπορούσε να πραγματοποιήσει χωρίς την πράξη συγκεντρώσεως.

430    Ωστόσο, κρίνεται ότι το πρώτο επιχείρημα της προσφεύγουσας δεν μπορεί να γίνει δεκτό, κατά το μέτρο που δεν θα μπορούσε να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της, προκειμένου να εκδώσει την προσβαλλομένη απόφαση στις 27 Ιουνίου 2007, αποτελέσματα τα οποία δημοσιεύθηκαν μόλις στις 31 Αυγούστου 2007. Συνεπώς, όπως εξάλλου αναγνωρίζει η προσφεύγουσα, ορθώς η Επιτροπή, στην προσβαλλομένη απόφαση, στηρίχθηκε στο ότι, «[α]πό το 2001, η Aer Lingus [είχε] αναπτύξει μια επιβεβαιωθείσα τάση μειώσεως του κατά μονάδα κόστους». Επιπλέον, το επιχείρημα το οποίο αντλεί η Ryanair από τις οικονομίες κλίμακας δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το βάσιμο της διαπιστώσεως της Επιτροπής η οποία αφορά μάλλον την αποτελεσματικότητα του συνδυασμού τιμής-ποιότητας τον οποίο έχει υιοθετήσει η Aer Lingus.

431    Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις που αφορούν το αν ορισμένη προβαλλόμενη βελτίωση της αποτελεσματικότητας απορρέει από τη συγκεκριμένη πράξη συγκεντρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

3.     Επί του οφέλους για τους καταναλωτές

 Επιχειρήματα των διαδίκων

432    Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η Επιτροπή ομολόγησε την ύπαρξη σχέσεως μεταξύ του σταθερού κόστους το οποίο συνεπάγεται η διείσδυση σε ένα δρομολόγιο και του ύψους του κέρδους από το οποίο και άνω η διείσδυση καθίσταται προσοδοφόρα, καθώς και της αυξήσεως του ανταγωνισμού την οποία μια τέτοια διείσδυση είναι ικανή να προκαλέσει σε συγκεκριμένο δρομολόγιο (αιτιολογική σκέψη 1147 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συνεπώς, κακώς η Επιτροπή κατέληξε ότι «η προβαλλόμενη βελτίωση της αποτελεσματικότητας ως προς το σταθερό κόστος δεν θα επηρέαζε τις αποφάσεις της Ryanair περί του καθορισμού των τιμών των υφισταμένων πτήσεων» (αιτιολογική σκέψη 1148 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Καταλήγοντας στο συμπέρασμα αυτό, η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη της ότι, στον κλάδο των αερομεταφορών, το σταθερό κόστος επηρεάζει ταχέως τις αποφάσεις που αφορούν την περιθωριακή παραγωγή και τη συχνότητα των πτήσεων. Η Ryanair είναι γνωστή για το χαμηλό της κόστος εκμεταλλεύσεως και για την αντανάκλαση του χαμηλού αυτού κόστους στις τιμές που προσφέρει στους καταναλωτές. Επιπλέον, στον κλάδο των αερομεταφορών, οι παρέχοντες υπηρεσίες πρέπει να προβαίνουν σε βραχυπρόθεσμες προσαρμογές όσον αφορά τη μεταφορική ικανότητα και τα ωράρια, πράγμα το οποίο δεν καθιστά δυνατό η διάρθρωση της Aer Lingus. Κακώς επίσης επισήμανε η Επιτροπή ότι, «συνεπώς, το όφελος για τους πελάτες δεν θα ήταν άμεσο, αλλά θα εξαρτιόταν από σειρά γεγονότων και, κατά συνέπεια, θα ήταν κατά μεγάλο βαθμό πιο αβέβαιο από το αποτέλεσμα το οποίο θα είχε επί των τιμών η μείωση του οριακού κόστους (η οποία θα ενθάρρυνε άμεσες μειώσεις τιμών)» (αιτιολογική σκέψη 1148 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η διαπίστωση αυτή δεν αιτιολογείται ούτε ενισχύεται από αποδεικτικά στοιχεία και αντιφάσκει με την εμπειρία της Ryanair.

433    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αναφερόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

434    Όσον αφορά το όφελος για τους καταναλωτές, το σημείο 79 των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει ότι, κατά την εκτίμηση των επιχειρημάτων που αντλούνται από τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, πρέπει να ελέγχεται μήπως οι καταναλωτές θα βρεθούν σε δυσμενέστερη θέση αν υλοποιηθεί η συγκέντρωση. Συναφώς, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας πρέπει να είναι ουσιώδης, έγκαιρη και, κατ’ αρχήν, πρέπει να είναι προς όφελος των καταναλωτών στις σχετικές αγορές όπου, ελλείψει τέτοιας βελτιώσεως, η πράξη συγκεντρώσεως θα δημιουργούσε πιθανώς προβλήματα στον ανταγωνισμό.

435    Συναφώς, από το σημείο 80 των κατευθυντηρίων γραμμών προκύπτει ότι από τις πράξεις συγκεντρώσεως ενδέχεται να προκύψουν διάφορες μορφές βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας οι οποίες είναι δυνατό να οδηγήσουν σε μείωση των τιμών ή σε άλλα οφέλη για τους καταναλωτές. Επί παραδείγματι, οι οικονομίες ως προς την παραγωγή ή τη διανομή θα μπορούσαν να παράσχουν στην προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα τη δυνατότητα και το κίνητρο προκειμένου να μειώσει τις τιμές μετά την πραγματοποίηση της συγκεντρώσεως. Εκτός του ότι είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί αν η βελτίωση της αποτελεσματικότητας θα έχει ως συνέπεια σαφές όφελος για τους καταναλωτές, η βελτίωση της αποδοτικότητας η οποία καταλήγει στη μείωση του μεταβλητού ή του οριακού κόστους είναι περισσότερο πιθανό να ασκεί επιρροή για την εκτίμηση της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας απ’ ό,τι η μείωση του σταθερού κόστους, διότι είναι κατ’ αρχήν πιθανότερο η βελτίωση αυτή να συνεπάγεται μείωση των τιμών για τους καταναλωτές. Η μείωση του κόστους που αποτελεί απλώς και μόνο συνέπεια αντίθετων στον ανταγωνισμό μειώσεων της παραγωγής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βελτίωση της αποτελεσματικότητας που ωφελεί τους καταναλωτές.

436    Εξάλλου, από το σημείο 84 των κατευθυντηρίων γραμμών προκύπτει ότι το κίνητρο της προκύπτουσας από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητας προκειμένου να μετακυλίσει τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας στους καταναλωτές συνδέεται συχνά με την ύπαρξη ανταγωνιστικών πιέσεων από άλλες επιχειρήσεις που αναπτύσσουν δραστηριότητα στην αγορά και από τους ενδεχόμενους ανταγωνιστές. Όσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα αρνητικών αποτελεσμάτων στον ανταγωνισμό, τόσο περισσότερο η Επιτροπή πρέπει να βεβαιώνεται ότι η προβαλλόμενη βελτίωση της αποτελεσματικότητας είναι ουσιώδης, ότι η πραγματοποίησή της είναι πιθανή και ότι θα μετακυλισθεί επαρκώς στους καταναλωτές. Επί του σημείου αυτού, οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν ότι είναι σε μεγάλο βαθμό απίθανο μια πράξη συγκεντρώσεως η οποία καταλήγει στη δημιουργία θέσεως προσεγγίζουσας το μονοπώλιο ή στη δημιουργία ισχύος αναλόγου επιπέδου στην αγορά να κηρυχθεί σύμφωνη με την κοινή αγορά, με την αιτιολογία ότι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας αρκεί για να αντισταθμίσει τα ενδεχόμενα αντίθετα στον ανταγωνισμό αποτελέσματά της.

437    Η Επιτροπή, στην προσβαλλομένη απόφαση, απαντώντας στον ισχυρισμό της Ryanair ότι η μείωση του κόστους εκμεταλλεύσεως των αεροσκαφών επηρεάζει την «οριακή» απόφαση της αεροπορικής εταιρίας περί της εκτελέσεως ή μη μιας πτήσεως σε ορισμένο δρομολόγιο, αναγνώρισε ότι η μείωση του σταθερού κόστους διεισδύσεως σε ένα δρομολόγιο μειώνει το ύψος του κέρδους από το οποίο και άνω η διείσδυση καθίσταται προσοδοφόρα και ότι μια τέτοια διείσδυση τείνει να αυξάνει τον ανταγωνισμό σε δεδομένο δρομολόγιο (αιτιολογικές σκέψεις 1146 και 1147 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

438    Η Επιτροπή εξέτασε στη συνέχεια τον βαθμό βεβαιότητας και την ταχύτητα μετακυλίσεως των πλεονεκτημάτων αυτών στους καταναλωτές, για να επισημάνει ότι η προβαλλόμενη βελτίωση της αποτελεσματικότητας ως προς το σταθερό κόστος δεν θα επηρέαζε τις αποφάσεις της Ryanair περί καθορισμού των τιμών των υφισταμένων πτήσεων. Κατ’ αυτήν, τα οφέλη για τους πελάτες θα υλοποιηθούν μόνον εφόσον η Ryanair επιλέξει να αυξήσει τη συχνότητα των πτήσεων στα υφιστάμενα δρομολόγιά της ή να δημιουργήσει ένα νέο δρομολόγιο το οποίο δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει πριν τη μείωση του σταθερού κόστους, αλλά θα μπορούσε να λειτουργήσει μετά την πράξη συγκεντρώσεως. Συνεπώς, ακόμη και αν επιτυγχανόταν η βελτίωση της αποτελεσματικότητας, το όφελος για τους πελάτες δεν θα ήταν άμεσο, αλλά θα εξαρτιόταν από σειρά γεγονότων και, κατά συνέπεια, θα ήταν κατά μεγάλο βαθμό πιο αβέβαιο από το αποτέλεσμα το οποίο θα είχε επί των τιμών η μείωση του οριακού κόστους, η οποία θα ενθάρρυνε άμεσες μειώσεις τιμών (αιτιολογική σκέψη 1148 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

439    Εξάλλου, η Επιτροπή επισήμανε ότι, δεδομένου ότι η Ryanair υποστηρίζει απλώς και μόνον ότι το κόστος της Aer Lingus μπορεί να μειωθεί στο επίπεδο του δικού της κόστους, τούτο δεν θα συνεπαγόταν καμία διαφορά σε σχέση με την κατάσταση πριν από την πράξη συγκεντρώσεως, δεδομένου ότι το «όριο αποδοτικότητας» της Ryanair και η έκταση των κερδοφόρων δρομολογίων δεν θα μεταβαλλόταν, ακόμη και αν επιτυγχάνονταν όλες οι βελτιώσεις της αποτελεσματικότητας (αιτιολογική σκέψη 1149 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αντιθέτως, στα υφιστάμενα δρομολόγια, στα οποία οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται, το άμεσο αποτέλεσμα της συγκεντρώσεως θα έγκειτο στην εσωτερίκευση των αποφάσεων της Ryanair και της Aer Lingus όσον αφορά τις τιμολογήσεις και την απόδοση. Αν υποτεθεί ότι θα ακολουθούσε πολιτική μεγιστοποιήσεως των κερδών, η προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα θα είχε κάθε συμφέρον να αυξήσει τις τιμές στα δρομολόγια αυτά, λόγω των πολύ υψηλών μεριδίων αγοράς της νέας οντότητας, και κάθε μετακίνηση επιβατών μεταξύ των σημάτων Ryanair και Aer Lingus θα παρέμενε κατά το μεγαλύτερο μέρος της εντός της οντότητας αυτής, ιδίως όσον αφορά τα δρομολόγια ως προς τα οποία το υπάρχον δυοπώλιο θα μετατρεπόταν σε μονοπώλιο (αιτιολογική σκέψη 1150 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

440    Η Επιτροπή δέχθηκε ότι, θεωρητικώς, το αποτέλεσμα αυτό θα μπορούσε να αντισταθμισθεί αν η βελτίωση της αποτελεσματικότητας ως προς το σταθερό κόστος δικαιολογούσε την εκ μέρους της Ryanair προσθήκη επιπλέον πτήσεων στα επηρεαζόμενα δρομολόγια, πράγμα το οποίο στη συνέχεια θα προκαλούσε τη μείωση των τιμών. Εντούτοις, έκρινε ότι, δεδομένου ότι η νέα οντότητα θα είχε εξαιρετικά υψηλό μερίδιο αγοράς, το οποίο θα προσέγγιζε το μονοπώλιο, και δεδομένου ότι η προβαλλόμενη βελτίωση της αποτελεσματικότητας θα εφαρμοζόταν κατά πολύ στο σήμα Aer Lingus, ήταν σε μεγάλο βαθμό απίθανο να επαρκεί το συνιστάμενο στη μείωση των τιμών αποτέλεσμα αυτής της βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας προκειμένου να αναστρέψει την αύξηση των τιμών που θα απέρρεε από την οριζόντια αλληλεπικάλυψη και την απώλεια ανταγωνισμού κατόπιν της συγκεντρώσεως (αιτιολογική σκέψη 1150 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

441    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως και η Επιτροπή, η Ryanair δεν αμφισβητεί την εκτίμηση ότι η ενδεχόμενη βελτίωση της αποτελεσματικότητας δεν είναι πιθανό να μετακυλισθεί στους καταναλωτές, δεδομένου ότι η νέα οντότητα θα κατέχει πολύ υψηλά μερίδια αγοράς στην πλειονότητα των δρομολογίων στα οποία οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται το επιχείρημα της Ryanair ότι όλες οι εξοικονομήσεις δαπανών θα χρησιμοποιούνταν για τη μείωση των τιμών, προς αύξηση του όγκου δραστηριοτήτων, αληθής προτεραιότητα της Ryanair θα παρέμενε η μεγιστοποίηση των κερδών. Στις αγορές στις οποίες κάθε ανταγωνισμός θα εξαλειφόταν κατόπιν της πράξεως συγκεντρώσεως, θα ήταν αναμφισβήτητα αποδοτικότερο να μην ωφεληθούν οι καταναλωτές από την προβαλλόμενη μείωση του σταθερού κόστους της Aer Lingus.

442    Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις που αφορούν το όφελος των καταναλωτών πρέπει να απορριφθούν.

443    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι όλες οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας που αφορούν τον επαληθεύσιμο χαρακτήρα της προβαλλόμενης βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας, το αν αυτή θα απέρρεε από τη συγκεκριμένη πράξη συγκεντρώσεως και το πλεονέκτημα για τους καταναλωτές πρέπει να απορριφθούν. Συνεπώς, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η ανάλυση της Επιτροπής στην προσβαλλομένη απόφαση είναι εσφαλμένη όσον αφορά τις τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις που προβλέπονται για τον καθορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μπορεί να λαμβάνει υπόψη τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας για να εκτιμήσει μια πράξη συγκεντρώσεως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

4.     Συμπέρασμα επί της αναλύσεως των αποτελεσμάτων της πράξεως συγκεντρώσεως στον ανταγωνισμό

444    Από την ανάλυση των τεσσάρων πρώτων λόγων ακυρώσεως προκύπτει ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν είναι δυνατό να θέσει υπό αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις της Επιτροπής στην προσβαλλομένη απόφαση, κατά τις οποίες η πραγματοποίηση της συγκεντρώσεως θα παρακώλυε σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, λόγω της δημιουργίας δεσπόζουσας θέσεως σε πλείονες αγορές με τόπους αναχωρήσεως ή προορισμού το Δουβλίνο, το Cork και το Shannon.

445    Αυτές οι δεσπόζουσες θέσεις είναι είτε μονοπωλιακές είτε οιονεί μονοπωλιακές είτε πολύ σημαντικές και επαρκούν, αφ’ εαυτών, για την επιβεβαίωση του συμπεράσματος της Επιτροπής ότι η πραγματοποίηση της συγκεντρώσεως πρέπει να κηρυχθεί ασύμβατη προς την κοινή αγορά.

446    Πρέπει πλέον να εξετασθεί ο πέμπτος και τελευταίος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τις δεσμεύσεις.

 Ε –     Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εκτίμηση των δεσμεύσεων

1.     Προκαταρκτικές σκέψεις

447    Υπενθυμίζεται το πλαίσιο αναλύσεως το οποίο έχει εφαρμογή επί των δεσμεύσεων, πριν εξετασθεί το περιεχόμενο των επιδίκων στην παρούσα υπόθεση δεσμεύσεων.

 Επί του πλαισίου αναλύσεως των δεσμεύσεων

448    Σκοπός του ελέγχου των συγκεντρώσεων είναι η παροχή στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις της προηγούμενης άδειας που απαιτείται για την υλοποίηση οποιασδήποτε πράξεως συγκεντρώσεως έχουσας κοινοτική διάσταση. Στο πλαίσιο αυτού του ελέγχου, οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να προτείνουν στην Επιτροπή την ανάληψη δεσμεύσεων ώστε η απόφαση της Επιτροπής να διαπιστώνει το συμβατό της πράξεως που σχεδιάζουν με την κοινή αγορά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, T-212/03, MyTravel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-1967, σκέψεις 116 έως 118).

449    Ανάλογα με το στάδιο εξελίξεως της διοικητικής διαδικασίας, οι προτεινόμενες δεσμεύσεις πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως ώστε η Επιτροπή είτε να αποφανθεί ότι η κοινοποιηθείσα πράξη δεν εγείρει πλέον σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με την κοινή αγορά κατά το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας (άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού περί συγκεντρώσεων) είτε να κρίνει ότι αίρονται οι αμφιβολίες που είχαν επισημανθεί στο πλαίσιο της εμπεριστατωμένης έρευνας (άρθρο 18, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού περί συγκεντρώσεων). Κατά συνέπεια, οι δεσμεύσεις αυτές, μπορούν, κατ’ αρχάς, να αποτρέψουν την κίνηση της διαδικασίας εμπεριστατωμένης έρευνας και, ακολούθως, να αποκλείσουν το ενδεχόμενο εκδόσεως αποφάσεως κρίνουσας ασύμβατη προς την κοινή αγορά τη σκοπούμενη πράξη (βλ. απόφαση MyTravel κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 448).

450    Πράγματι, το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού περί συγκεντρώσεων παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συνοδεύσει την απόφαση που κρίνει ασύμβατη προς την κοινή αγορά μια συγκέντρωση κατ’ εφαρμογήν του κριτηρίου που θέτει το άρθρο 2, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, με την επιβολή προϋποθέσεων και επιβαρύνσεων που να διασφαλίζουν ότι οι οικείες επιχειρήσεις θα τηρήσουν τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν απέναντί της με σκοπό να κριθεί συμβατή με την κοινή αγορά η συγκέντρωση (βλ. απόφαση MyTravel κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 448).

451    Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των χρηματοπιστωτικών συμφερόντων και των βιομηχανικών ή εμπορικών διακυβευμάτων που συνδέονται με τέτοιου είδους πράξεις, αλλά και των εξουσιών της Επιτροπής στον τομέα αυτόν, είναι φυσικό να αναμένεται ότι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις θα πράξουν τα πάντα προκειμένου να διευκολύνουν την εργασία των διοικητικών αρχών. Οι ίδιοι λόγοι επιβάλλουν επίσης στην Επιτροπή την υποχρέωση να επιδείξει τη μεγαλύτερη δυνατή επιμέλεια κατά την άσκηση της αποστολής της ελέγχου των συγκεντρώσεων (βλ., όσον αφορά τον προϊσχύσαντα κανονισμό περί συγκεντρώσεων, απόφαση MyTravel κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 448, σκέψη 119).

452    Επισημαίνεται επίσης ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου των συγκεντρώσεων, η Επιτροπή μπορεί να αποδεχθεί μόνον την ανάληψη δεσμεύσεων ικανών να καταστήσουν την κοινοποιηθείσα πράξη συγκεντρώσεως συμβατή προς την κοινή αγορά (βλ., όσον αφορά τον προϊσχύσαντα κανονισμό περί συγκεντρώσεων, απόφαση General Electric κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 41, σκέψη 555).

453    Κρίνεται συναφώς ότι οι δεσμεύσεις που προτείνει ένα από τα μέρη της συγκεντρώσεως πληρούν το κριτήριο αυτό μόνο στο μέτρο που η Επιτροπή είναι σε θέση να καταλήξει με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι θα είναι δυνατή η θέση των δεσμεύσεων αυτών σε εφαρμογή και ότι οι εντεύθεν προκύπτουσες λύσεις θα είναι αρκούντως βιώσιμες και διαρκείς ώστε να μη δημιουργηθεί ούτε να ενισχυθεί στο σχετικώς εγγύς μέλλον δεσπόζουσα θέση ούτε να προκληθούν τα εμπόδια στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό τα οποία οι δεσμεύσεις σκοπούν να αποτρέψουν (βλ., όσον αφορά τον προϊσχύσαντα κανονισμό περί συγκεντρώσεων και λαμβανομένου υπόψη του ότι οι προτεινόμενες στην υπό κρίση υπόθεση λύσεις δεν ήταν όλες διαρθρωτικής φύσεως, απόφαση General Electric κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 41, σκέψη 555).

454    Εξάλλου, από το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 802/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού του (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 133, σ. 1), προκύπτει ότι οι δεσμεύσεις τις οποίες προτείνουν οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού περί συγκεντρώσεων πρέπει να υποβάλλονται στην Επιτροπή εντός 65 εργασίμων ημερών από την ημερομηνία ενάρξεως της διαδικασίας. Όταν η προθεσμία εκδόσεως μιας αποφάσεως που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού περί συγκεντρώσεων παρατείνεται, η προθεσμία των 65 εργασίμων ημερών παρατείνεται αυτομάτως κατά τον ίδιο αριθμό εργασίμων ημερών. Εν προκειμένω, η προθεσμία του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 802/2004 έληξε στις 3 Μαΐου 2007 (αιτιολογική σκέψη 1237 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

455    Όσον αφορά τις εκπροθέσμως υποβαλλόμενες δεσμεύσεις, από το σημείο 43 της ανακοινώσεως σχετικά με διορθωτικά μέτρα που γίνονται αποδεκτά στο πλαίσιο του προϊσχύσαντος κανονισμού περί συγκεντρώσεων και του κανονισμού (ΕΚ) 447/98 της Επιτροπής (ΕΕ 2001, C 68, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί διορθωτικών μέτρων), τις λύσεις της οποίας αναπαρήγαγε η Επιτροπή στην υπό κρίση υπόθεση όσον αφορά τον κανονισμό περί συγκεντρώσεων και τον κανονισμό 802/2004, προκύπτει ότι μπορούν να ληφθούν υπόψη τέτοιες δεσμεύσεις προταθείσες εκ μέρους συμπραττόντων σε κοινοποιηθείσα πράξη συγκεντρώσεως, εφόσον συντρέχουν σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις, δηλαδή, αφενός, ότι οι δεσμεύσεις αυτές επιλύουν σαφώς και χωρίς να απαιτείται πρόσθετη έρευνα τα εντοπισθέντα προβλήματα ανταγωνισμού και, αφετέρου, ότι υφίσταται επαρκής χρόνος διαβουλεύσεως επί των δεσμεύσεων αυτών με τα κράτη μέλη (βλ., όσον αφορά τον προϊσχύσαντα κανονισμό περί συγκεντρώσεων, αποφάσεις EDP κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 28, σκέψη 163, και MyTravel κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 448, σκέψη 127).

 Επί της περιγραφής και της εκτιμήσεως των δεσμεύσεων της 3ης Μαΐου 2007

456    Στην αιτιολογική σκέψη 1153 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, η Ryanair ανέλαβε πλείονες σειρές δεσμεύσεων: στις 29 Νοεμβρίου 2006, τις «αρχικές δεσμεύσεις του σταδίου I», στις 14 Δεκεμβρίου 2006, τις «τροποποιημένες δεσμεύσεις του σταδίου I», στις 17 Απριλίου 2007, ως απάντηση στις ανακοίνωση αιτιάσεων, τις «αρχικές δεσμεύσεις του σταδίου II», και, στις 3 Μαΐου 2007, κατ’ αυτήν, τις «οριστικές δεσμεύσεις» (στο εξής: δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007).

457    Η Επιτροπή επισήμανε ότι οι δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007 είχαν τη μορφή πλειόνων εγγράφων, δηλαδή, αφενός, ενός «εγγράφου δεσμεύσεων», το οποίο περιείχε μια περιγραφή των προτεινομένων δεσμεύσεων και γενικά σχόλια περί της έρευνας, καθώς και περί του προσήκοντος χαρακτήρα των εν λόγω δεσμεύσεων, και, αφετέρου, ένα παράρτημα σύμφωνο με την τυπική μορφή των δεσμεύσεων των κειμένων-υποδειγμάτων της Επιτροπής, το οποίο περιγράφει τις «λεπτομέρειες των μηχανισμών της δεσμεύσεως 2» (αιτιολογική σκέψη 1162 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

458    Κατά την περιγραφή που περιέχεται στην προσβαλλομένη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 1164 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οι προταθείσες δεσμεύσεις μπορούν να συνοψισθούν κατ’ ουσίαν διακρινόμενες σε δεσμεύσεως αφορώσες τις χρονοθυρίδες (τα τέσσερα πρώτα μέτρα) και σε δεσμεύσεις μη έχουσες καμία σχέση με τις χρονοθυρίδες (τα δύο τελευταία μέτρα):

–        πρώτον, η Ryanair δεσμεύθηκε να ελευθερώσει τις χρονοθυρίδες στο δρομολόγιο με τόπο αναχωρήσεως και προορισμού το Λονδίνο-Heathrow στο πλαίσιο μιας «συμβάσεως μισθώσεως», χρονοθυρίδες οι οποίες παραχωρούνταν αποκλειστικά στην British Airways και στην Air France (βλ. επίσης την υποσημείωση 1410 στην αιτιολογική σκέψη 1164 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        δεύτερον, η Ryanair δεσμεύθηκε να ελευθερώσει, εν ανάγκη τις χρονοθυρίδες σε άλλα δρομολόγια με τόπο αναχωρήσεως και προορισμού το Δουβλίνο στα οποία οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται (πράγμα το οποίο, κατ’ αυτήν, θα παρείχε στις αεροπορικές εταιρίες τη δυνατότητα να εκμεταλλεύονται ορισμένα αεροσκάφη με βάση το Δουβλίνο) και επιπλέον πρότεινε να ελευθερώσει εν ανάγκη αντίστοιχο αριθμό χρονοθυρίδων σε αεροδρόμια με συγκεκριμένους προορισμούς, για τα δρομολόγια στα οποία οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται·

–        τρίτον, η Ryanair δεσμεύθηκε να ελευθερώσει, εν ανάγκη, τις χρονοθυρίδες στα δρομολόγια με τόπους αναχωρήσεως και προορισμού το Cork και το Shannon στα οποία οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται (πρόκειται για καθημερινές χρονοθυρίδες στο Cork και στο Shannon και ισάριθμες χρονοθυρίδες στο Λονδίνο-Stansted για τις πτήσεις με προορισμό το Λονδίνο-Stansted, καθώς και χρονοθυρίδες που αφορούν το δρομολόγιο προς το Cork και το Liverpool, προς διευκόλυνση της διεισδύσεως στα δρομολόγια Cork-Manchester και Cork-Liverpool)·

–        τέταρτον, στο «έγγραφο δεσμεύσεων», η Ryanair πρότεινε «να μην οριστικοποιηθεί η εξαγορά της Aer Lingus» πριν βρεθεί «αγοραστής» ο οποίος δεσμεύεται να καταλάβει τις χρονοθυρίδες για την εκμετάλλευση αεροσκαφών με βάση το Δουβλίνο·

–        πέμπτον, η Ryanair δεσμεύθηκε να μειώσει αμέσως τις τιμές για τις πτήσεις μικρών αποστάσεων της Aer Lingus κατά τουλάχιστον 10 %, να καταργήσει αμέσως τις προσαυξήσεις για τα καύσιμα τις οποίες επιβάλλει η Aer Lingus στις πτήσεις της μεγάλων αποστάσεων, να διατηρήσει το σήμα Aer Lingus και να διατηρήσει εκμετάλλευση της Aer Lingus αυτοτελή προς τη δική της·

–        έκτον, η Ryanair δεσμεύθηκε, αφενός, να μην αυξήσει, πέραν της συχνότητας των πτήσεων τις οποίες εκμεταλλεύονται από κοινού η Aer Lingus και η ίδια, τη συχνότητα των πτήσεων σε οποιοδήποτε από τα επηρεαζόμενα δρομολόγια στα οποία οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται, «σε περίπτωση διεισδύσεως νέου μεταφορέα στο δρομολόγιο», για διάστημα έξι περιόδων της International Air Transport Association (IATA) μετά την ολοκλήρωση της συγκεντρώσεως, και, αφετέρου, να μη μειώσει τη συχνότητα των πτήσεων στα δρομολόγια αυτά, «εκτός αν κάποιο από αυτά είναι ή κατέστη μη αποδοτικό» (πάγωμα της συχνότητας των πτήσεων).

459    Στη συνέχεια, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι είχε διαβιβάσει τις δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007 στους τρίτους με ένα μη εμπιστευτικό κείμενο, συνοδευόμενο από ένα ερωτηματολόγιο, προκειμένου να τους δώσει τη δυνατότητα να καταστήσουν γνωστή την άποψή τους και να διευκρινίσει ορισμένα ζητήματα πραγματικών περιστατικών (επί παραδείγματι, όσον αφορά την επαρκή έκταση του διορθωτικού μέτρου ή την πιθανότητα μιας εισόδου στην αγορά προκληθείσας από τις δεσμεύσεις αυτές) (αιτιολογική σκέψη 1165 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

460    Τέλος, η Επιτροπή εξέθεσε το αποτέλεσμα της εκτιμήσεως των δεσμεύσεων της 3ης Μαΐου 2007 (αιτιολογικές σκέψεις 1166 έως 1234 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και κατέληξε ότι «δεν αρκού[σαν] για να εξαλείψουν τα εντοπισθέντα σημαντικά κωλύματα στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό και, κατά συνέπεια [ότι] δεν [ήταν] δυνατό να καταστήσουν τη σκοπούμενη συγκέντρωση σύμφωνη με την κοινή αγορά» (αιτιολογική σκέψη 1235 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

461    Πρώτον, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007 ήταν διατυπωμένες ασαφώς και συχνά αντιφατικώς (σημείο 8.2.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατ’ αυτήν, λόγω της ασάφειας των δεσμεύσεων αυτών, δεν είναι δυνατή η θέση τους σε εφαρμογή, δεδομένου ότι οι δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007 δεν πληρούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις που καθορίζονται στην ανακοίνωση περί διορθωτικών μέτρων και στην απόφαση General Electric κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 41 (σκέψη 555).

462    Οι παρατηρήσεις της Επιτροπής επί του σημείου αυτού αφορούν την τυπική μορφή των δεσμεύσεων (σημείο 8.2.1.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως), την έλλειψη σαφήνειας της δεσμεύσεως που αφορά τον «αρχικό αγοραστή» (σημείο 8.2.1.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τους μηχανισμούς της παραχωρήσεως χρονοθυρίδων (σημείο 8.2.1.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και την περιγραφή της «δεσμεύσεως 1» (σημείο 8.2.1.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

463    Δεύτερον, η Επιτροπή εξέτασε το περιεχόμενο των δεσμεύσεων της 3ης Μαΐου 2007, πριν καταλήξει ότι οι δεσμεύσεις αυτές δεν ήταν ικανές να εξαλείψουν τα εντοπισθέντα προβλήματα ανταγωνισμού (σημείο 8.2.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή επέκρινε το γεγονός ότι οι μελετώμενες δεσμεύσεις δεν αποτελούσαν μια αναγκαία εν προκειμένω εκχώρηση δραστηριότητας, αλλά κυρίως «διορθωτικό μέτρο σχετικό με την πρόσβαση», το οποίο καθορίζεται σύμφωνα με το μοντέλο που έχει υιοθετηθεί για τις προγενέστερες υποθέσεις που αφορούν τις αεροπορικές εταιρίες. Το ακόλουθο σκεπτικό αναπτύσσεται στην προσβαλλομένη απόφαση:

–        όσον αφορά το σύνολο των χρονοθυρίδων στα δρομολόγια με προορισμό το Δουβλίνο, το Cork και το Shannon στα οποία υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται (σημείο 8.2.2.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η έρευνα της Επιτροπής και τα αποτελέσματα της έρευνας της αγοράς όσον αφορά τις δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007 κατέδειξαν ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη επαρκούς διεισδύσεως στη μεγάλη πλειονότητα των εξετασθέντων δρομολογίων και ότι αυτή η προσφορά χρονοθυρίδων δεν θα αποκαθιστούσε τον ανταγωνισμό σε σημαντικό μέρος των τριάντα περίπου επηρεαζόμενων δρομολογίων, στα οποία οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή επισήμανε ότι η πρόταση περί ενός «αρχικού αγοραστή» δεν μπορεί να διορθώσει την έλλειψη προοπτικής εισόδου (αιτιολογικές σκέψεις 1197 και 1198 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ότι η έκταση των προταθεισών δεσμεύσεων ήταν ανεπαρκής, δεδομένου ότι ο κορεσμός των αεροδρομίων δεν ήταν ο κύριος φραγμός για την είσοδο στην αγορά σε άμεσο ανταγωνισμό με την ενότητα Ryanair-Aer Lingus (αιτιολογικές σκέψεις 1199 έως 1206 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ότι οι δεσμεύσεις δεν ήταν σχετικές με τις χρονοθυρίδες που αφορούσαν τα σημαντικά αεροδρόμια προορισμού, όπως του Roissy-Charles-de-Gaulle, της Φρανκφούρτης επί του Μάιν, των Βρυξελλών, του Μιλάνου-Linate ή του Μιλάνου-Malpensa (αιτιολογικές σκέψεις 1207 έως 1209 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ότι οι δεσμεύσεις θα μπορούσαν απλώς και μόνο να καταστήσουν δυνατή μια «κατακερματισμένη είσοδο», λιγότερο ικανή να αποκαταστήσει τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό (αιτιολογικές σκέψεις 1210 έως 1212 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και ότι οι δεσμεύσεις παραμελούσαν το μοντέλο εκμεταλλεύσεως του νεοεισερχομένου στην αγορά μεταφορέα (αιτιολογικές σκέψεις 1213 έως 1215 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        όσον αφορά το σύνολο των χρονοθυρίδων στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο (Heathrow) (σημείο 8.2.2.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η έρευνα της αγοράς επιβεβαίωσε την ανάλυση της επιτροπής, κατά την οποία η British Airways και η Air France, καθώς και ένας τουλάχιστον από τους ανταγωνιστές τους, ενδιαφέρονταν να αποκτήσουν τις χρονοθυρίδες αυτές και να επεκτείνουν τις υφιστάμενες δραστηριότητές τους στο δρομολόγιο αυτό. Μολονότι, λόγω της ρήτρας αποκλειστικότητας όσον αφορά την British Airways και την Air France, οι προσφερόμενες χρονοθυρίδες δεν θα συνεπάγονταν νέες εισόδους, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η προσφορά αυτή χρονοθυρίδων, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι αυτές θα εκχωρηθούν, θα συνεπαγόταν πιθανώς την επέκταση των ανταγωνιστών στο δρομολόγιο αυτό, οι οποίοι θα μπορούσαν να ασκήσουν κάποια πίεση στην ενότητα Ryanair-Aer Lingus στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο (αιτιολογική σκέψη 1216 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ωστόσο, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα των δεσμεύσεων αυτών για πλείονες λόγους: διότι είναι δυσχερές να καθορισθεί αν αυτές οι αεροπορικές εταιρίες θα μπορούσαν να παρέχουν υπηρεσίες χαμηλού κόστους παρεμφερείς προς τις προσφερόμενες από τη Ryanair, ικανές να αντικαταστήσουν επαρκώς την εξαφάνιση της ασκούμενης από την Aer Lingus ανταγωνιστικής πιέσεως (αιτιολογική σκέψη 1217 της προσβαλλομένης αποφάσεως), διότι υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το ζήτημα αν οι συχνότητες πτήσεων τις οποίες προσφέρουν οι δύο ενδιαφερόμενες εταιρίες θα αρκούσαν για να ασκήσουν πραγματική πίεση στη νέα οντότητα (αιτιολογική σκέψη 1218 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και διότι οι δεσμεύσεις είναι ασαφείς (αιτιολογική σκέψη 1219 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        όσον αφορά τις δεσμεύσεις που δεν έχουν καμία σχέση με τις χρονοθυρίδες (σημείο 8.2.2.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οι οποίες συνίστανται σε μείωση κατά τουλάχιστον 10 % των τιμών των πτήσεων μικρών αποστάσεων της Aer Lingus, σε άμεση κατάργηση των προσαυξήσεων για τα καύσιμα που επιβάλλονται ως προς τις πτήσεις της μεγάλων αποστάσεων, στο «πάγωμα της συχνότητας των πτήσεων» και στη διατήρηση αυτοτελούς εκμεταλλεύσεως και διακεκριμένων σημάτων, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι αυτές δεν επέλυαν άμεσα κανένα από τα εντοπισθέντα προβλήματα ανταγωνισμού και ότι δημιουργούσαν πολυάριθμα ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο παρακολουθήσεως της τηρήσεώς τους και με το αν είναι δυνατή η παρακολούθηση αυτή.

464    Εξάλλου, η Επιτροπή επισήμανε ότι είναι δύσκολο να γνωρίζει αν οι προταθείσες δεσμεύσεις ήταν δυνατό να τεθούν σε εφαρμογή χωρίς τη συναίνεση των λοιπών μετόχων της Aer Lingus (σημείο 8.2.2.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συγκεκριμένα, έκρινε ότι υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες σε νομικό επίπεδο ως προς το αν η Ryanair είχε τη δυνατότητα να εγκαταλείψει τις χρονοθυρίδες της Aer Lingus στο Heathrow, δεδομένου ότι το καταστατικό της αεροπορικής εταιρίας παρείχε ορισμένα δικαιώματα βέτο στην Ιρλανδική Κυβέρνηση, τα οποία της επέτρεπαν να εμποδίσει τη μεταβίβαση χρονοθυρίδων.

 Επί της περιγραφής και της εκτιμήσεως του σχεδίου δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007

465    Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, στις 29 Μαΐου 2007, διεξήχθη σύσκεψη υπό τη μορφή τηλεφωνικής διασκέψεως, κατά τη διάρκεια της οποίας η Ryanair πληροφορήθηκε τα αποτελέσματα της έρευνας αγοράς που αφορούσε τις δεσμεύσεις της και την προκαταρκτική εκτίμηση εκ μέρους της Επιτροπής των δεσμεύσεων της 3ης Μαΐου 2007 (αιτιολογική σκέψη 1153 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή επισήμανε ότι, κατόπιν της συσκέψεως αυτής και των περαιτέρω συζητήσεων που ακολούθησαν, η Ryanair υπέβαλε την 1η Ιουνίου 2007, υπό τη μορφή ενός προκαταρκτικού κειμένου, τις αναδιαμορφωθείσες δεσμεύσεις, που χαρακτηρίσθηκαν ως «σχέδιο τροποποιημένων οριστικών δεσμεύσεων» στην προσβαλλομένη απόφαση (στο εξής: σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007). Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, κατά τη Ryanair, οι προταθείσες τροποποιήσεις σκοπούσαν στη «θεραπεία» των πλημμελειών που επισημάνθηκαν ως προς τις δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007 (αιτιολογική σκέψη 1236 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

466    Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε ότι το σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007 υποβλήθηκε ρητώς ως προκαταρκτικό κείμενο, χωρίς υπογραφή και χωρίς να τηρηθούν οι τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 20 του κανονισμού 802/2004. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι, δεδομένου ότι η Ryanair δεν υπέβαλε επισήμως νέες δεσμεύσεις, δεν ήταν υποχρεωμένη να τις εκτιμήσει στην προσβαλλομένη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 1237 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

467    Εν πάση περιπτώσει, κατά την Επιτροπή, ακόμη και αν το σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007 είχε υποβληθεί σύμφωνα με τις τυπικές προϋποθέσεις, οι δεσμεύσεις αυτές και πάλι δεν θα επαρκούσαν ώστε η Επιτροπή να καταλήξει, βάσει των στοιχείων τα οποία ήδη διέθετε, ότι επέλυαν πλήρως και με σαφήνεια τα εντοπισθέντα προβλήματα ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προθεσμία για την υποβολή των δεσμεύσεων κατά τον κανονισμό 802/2004 έληξε στις 3 Μαΐου 2007. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, μολονότι αυτή δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να δεχθεί τροποποιήσεις των υποβληθέντων διορθωτικών μέτρων, ακόμη και αν μια νέα έρευνα αγοράς δεν είναι πλέον δυνατή, οι δεσμεύσεις αυτές πρέπει να επιλύουν συγκεκριμένα όλα τα διαπιστωθέντα προβλήματα ανταγωνισμού (αιτιολογική σκέψη 1237 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή επισήμανε ειδικότερα ότι το σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007 εξακολουθούσε να στηρίζεται στην εκχώρηση χρονοθυρίδων και δεν παρείχε κανένα νέο στοιχείο ικανό να επηρεάσει τους λοιπούς επισημανθέντες φραγμούς για την είσοδο στην αγορά, το οποίο θα της παρείχε ως εκ τούτου τη δυνατότητα να επανεκτιμήσει τα αρνητικά αποτελέσματα της έρευνας αγοράς όσον αφορά την πιθανότητα μιας πραγματικής εισόδου. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, η έκταση της εγγυημένης νέας εισόδου εξακολουθούσε να είναι ανεπαρκής, δεδομένου ότι οι δεσμεύσεις προέβλεπαν ένα μόνο νεοεισερχόμενο στην αγορά μεταφορέα «αρχικό αγοραστή», με ένα μεγαλύτερο, αλλά πάντοτε ανεπαρκή, αριθμό αεροσκαφών. Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι το σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007 δεν προέβλεπε ούτε την εκχώρηση χρονοθυρίδων σε όλα τα επίμαχα αεροδρόμια προορισμού, ιδίως χρονοθυρίδων στα κορεσμένα αεροδρόμια, και ότι άλλα μη επιλυθέντα προβλήματα αφορούσαν, ειδικότερα, την ανασφάλεια δικαίου ως προς τις χρονοθυρίδες στο αεροδρόμιο του Λονδίνου-Heathrow και την εφαρμογή των όσων προβλέπονται ως προς τον «αρχικό αγοραστή» (αιτιολογική σκέψη 1238 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

468    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε με την προσβαλλομένη απόφαση στο συμπέρασμα ότι, ακόμη και αν το σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007 είχε υποβληθεί σύμφωνα με τις τυπικές προϋποθέσεις, δεν θα της παρείχε τη δυνατότητα να διαπιστώσει, με τον απαιτούμενο βαθμό ακριβείας και χωρίς να πρέπει να καταφύγει σε άλλη έρευνα αγοράς, ότι οι δεσμεύσεις αυτές, άπαξ υλοποιούνταν, θα επέλυαν επαρκώς τα εντοπισθέντα προβλήματα ανταγωνισμού τα οποία θα προκαλούσε η σκοπούμενη πράξη συγκεντρώσεως (αιτιολογική σκέψη 1239 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

469    Προκειμένου να αμφισβητήσει την ανάλυση αυτή, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει, κατ’ ουσίαν, ότι πρότεινε πέντε σειρές δεσμεύσεων κατά τη διοικητική διαδικασία, και συγκεκριμένα στις 29 Νοεμβρίου και στις 14 Δεκεμβρίου 2006, στις 17 Απριλίου, στις 3 Μαΐου και την 1η Ιουνίου 2007. Οι δύο τελευταίες σειρές δεσμεύσεων συνίσταντο, η μεν πρώτη, σε δεσμεύσεις ως προς τη συμπεριφορά, περιλαμβάνουσες τη μείωση κατά 10 % των τιμών της Aer Lingus, την κατάργηση των προσαυξήσεων της Aer Lingus για τα καύσιμα, τη διατήρηση της συχνότητας των πτήσεων στα υφιστάμενα δρομολόγια, εκτός αν αυτά δεν είναι αποδοτικά πλέον και τη μη αύξηση της συχνότητας των πτήσεων στα δρομολόγια τα οποία εκμεταλλεύεται ένας νεοεισερχόμενος στην αγορά μεταφορέας, η δε δεύτερη, σε δεσμεύσεις σχετικές με την εκχώρηση των χρονοθυρίδων στο Δουβλίνο, που θα παρείχε σε έναν ή δύο ανταγωνιστές τη δυνατότητα να το χρησιμοποιήσουν ως βάση για σημαντικό αριθμό αεροσκαφών [με διάκριση μεταξύ του δρομολογίου Δουβλίνο-Λονδίνο (Heathrow) και των λοιπών δρομολογίων], καθώς και στο Shannon και στο Cork, και, τέλος, σε μια δέσμευση σχετική με έναν «αρχικό αγοραστή», κατ’ εφαρμογήν της οποίας η συγκέντρωση θα πραγματοποιούνταν μόνον εφόσον υπήρχε ένας αγοραστής για τις χρονοθυρίδες στο Δουβλίνο.

470    Όσον αφορά την τελευταία σειρά δεσμεύσεων, η προσφεύγουσα κάνει μνεία μιας συσκέψεως με την Επιτροπή, την 1η Ιουνίου 2007, κατά τη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή πρότεινε την τροποποίηση των δεσμεύσεων της 3ης Μαΐου 2007, προκειμένου να επιλυθούν τα εντοπισθέντα προβλήματα. Κατά την προσφεύγουσα, οι τροποποιήσεις αυτές αφορούσαν την ανάγκη να προτείνει αυτή, εντός εξαμήνου από της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως (με πιθανή εξάμηνη παράταση) έναν «αρχικό αγοραστή» ο οποίος θα χρησιμοποιούσε αμέσως ως βάση για σημαντικό αριθμό αεροσκαφών το Δουβλίνο. Απαντώντας, η Ryanair δεσμεύθηκε να εξεύρει έναν «αρχικό αγοραστή» για τις χρονοθυρίδες στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο (Heathrow), ο οποίος θα χρησιμοποιούσε το Δουβλίνο ως βάση για δύο αεροπλάνα, και έναν άλλο για τις λοιπές χρονοθυρίδες, ο οποίος θα το χρησιμοποιούσε ως βάση για το ήμισυ του σημαντικού αριθμού αεροσκαφών που είχε κατά νου η Επιτροπή. Η Ryanair δεσμεύθηκε επίσης να θέσει στη διάθεση του «αρχικού αγοραστή» των χρονοθυρίδων στο Δουβλίνο, ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της πρώτης τριετίας, τις επιπλέον χρονοθυρίδες που είναι αναγκαίες για την επίτευξη του σημαντικού αριθμού αεροσκαφών που απαιτεί η Επιτροπή και να προτιμήσει για την αγορά τον χρονοθυρίδων στο Λονδίνο τον εισερχόμενο στην αγορά μεταφορέα ο οποίος αγοράζει τις χρονοθυρίδες στο Heathrow. Επιπλέον, η Ryanair δεσμεύθηκε να εξεύρει τον «αρχικό αγοραστή» εντός εξαμήνου από της δημοσιεύσεως μιας νέας προσφοράς για την Aer Lingus και να δημοσιεύσει τη νέα αυτή προσφορά εντός εξαμήνου από της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, με δυνατότητα εξάμηνης παρατάσεως. Η προσβαλλομένη απόφαση δεν καθιστά αντιληπτό για ποιο λόγο οι διαφορές μεταξύ των τροποποιήσεων τις οποίες ζήτησε η Επιτροπή και των τροποποιήσεων τις οποίες επέφερε Ryanair επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι η τελευταία σειρά δεσμεύσεων δεν ήταν ικανοποιητική (αιτιολογική σκέψη 1238 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

471    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, υπενθυμίζει ότι, για την αποκατάσταση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού, οι προτεινόμενες διορθώσεις πρέπει να εξαλείφουν τα αντίθετα στον ανταγωνισμό αποτελέσματα τα οποία απορρέουν από την κατάργηση του υπάρχοντος και του εν δυνάμει ανταγωνισμού μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus στο σύνολο των 50 αγορών οι οποίες επηρεάζονται. Συναφώς, στην προσβαλλομένη απόφαση εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους οι δεσμεύσεις που υποβλήθηκαν στις 3 Μαΐου 2007, ήτοι την τελευταία ημέρα της προθεσμίας του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 802/2004, ενείχαν τυπικές πλημμέλειες και δεν καθιστούσαν δυνατή την εξάλειψη των εντοπισθέντων προβλημάτων ανταγωνισμού (αιτιολογικές σκέψεις 1167 έως 1234 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όσον αφορά το σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007, το οποίο υποβλήθηκε μετά την εκπνοή της προθεσμίας του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 802/2004, η Επιτροπή εξήγησε τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να καταλήξει ότι η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 1236 έως 1239 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει τις διαφορές μεταξύ των ενδεχομένων συστάσεων εκ μέρους των υπηρεσιών της και του σχεδίου δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007. Το μόνο ζήτημα που ασκεί επιρροή είναι αν η Επιτροπή ήταν σε θέση να διαπιστώσει, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ότι η σκοπούμενη συγκέντρωση, όπως τροποποιήθηκε με τις δεσμεύσεις τις οποίες εγκύρως υπέβαλε η Ryanair, παρακώλυε σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην κοινή αγορά.

472    Εντός αυτού του νομικού και πραγματικού πλαισίου πρέπει να εξετασθούν τα επιχειρήματα των διαδίκων.

2.     Επί της μη υπάρξεως τυπικών πλημμελειών στις δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007

 Επιχειρήματα των διαδίκων

473    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να διαπιστώσει ότι οι δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007 δεν υποβλήθηκαν εγκύρως (αιτιολογικές σκέψεις 1167 έως 1182 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι δεν υποχρεούται να τις εκτιμήσει. Δεδομένου ότι το περιεχόμενο των δεσμεύσεων αυτών αναλύθηκε στην προσβαλλομένη απόφαση, δεν μπορεί να προβάλλεται ότι οι δεσμεύσεις αυτές δεν ήταν δυνατό να αναλυθούν. Συναφώς, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ύπαρξη των τυπικών πλημμελειών που επισημάνθηκαν με την προσβαλλομένη απόφαση. Συγκεκριμένα, η μορφή που χρησιμοποιήθηκε για τις δεσμεύσεις αυτές είναι πανομοιότυπη με τη χρησιμοποιηθείσα για τις δεσμεύσεις της 29ης Νοεμβρίου 2006, της 14ης Δεκεμβρίου 2006 και της 17ης Απριλίου 2007. Τα μόνα νέα στοιχεία συνίστανται στη δέσμευση που αφορά τον «αρχικό αγοραστή», η οποία υποβλήθηκε κατόπιν σχετικού αιτήματος της Επιτροπής, και στη δέσμευση που αφορά την προσθήκη επιπλέον χρονοθυρίδων στο Cork και στο Shannon. Συνεπώς, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν προέβαλε αντιρρήσεις, κατά τη διοικητική διαδικασία, όσον αφορά τη μορφή αυτών των σειρών δεσμεύσεων, δεν μπορεί να προσάπτει στη Ryanair ότι χρησιμοποίησε ένα έγγραφο το οποίο περιείχε τις δεσμεύσεις και ένα παράρτημα το οποίο περιείχε εξηγήσεις όσον αφορά τις δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007 (αιτιολογική σκέψη 1168 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, η Επιτροπή δεν μπορεί να προσάπτει στη Ryanair ότι δεν την συμβουλεύθηκε, πριν την υποβολή των δεσμεύσεων της 3ης Μαΐου 2007 (υποσημείωση 1403 στην αιτιολογική σκέψη 1161 της προσβαλλομένης αποφάσεως), κατά το μέτρο που οι δεσμεύσεις αυτές αντιστοιχούσαν στις προγενέστερες δεσμεύσεις και είχε ήδη διεξαχθεί συζήτηση, χωρίς η Επιτροπή να προβάλει αντιρρήσεις ως προς τον τύπο. Η Επιτροπή δεν μπορεί ωσαύτως να προσάπτει στη Ryanair ότι δεν χρησιμοποίησε το μη υποχρεωτικό κείμενο υποδείγματος που έχει υιοθετήσει η Επιτροπή.

474    Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι είχε διευκρινίσει πλείονες ασάφειες που επισημαίνονται στην προσβαλλομένη απόφαση και ότι οι προβαλλόμενες εναπομένουσες ασυνέπειες δεν μπορούσαν να εμποδίσουν την έγκριση των δεσμεύσεων.

475    Όσον αφορά τη διαπίστωση, στην αιτιολογική σκέψη 1173 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι υπήρχαν αμφιβολίες ως προς την έγκριση του «αρχικού αγοραστή», η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι δέχθηκε να περιλάβει τη δέσμευση αυτή κατόπιν σχετικού αιτήματος της Επιτροπής και ότι διευκρίνισε τη ρήτρα αυτή στα αναδιατυπωθέντα προσωρινά κείμενα. Όσον αφορά τη διαπίστωση που περιέχεται στην ίδια αιτιολογική σκέψη, κατά την οποία η προθεσμία εφαρμογής της λύσεως που αφορά τον «αρχικό αγοραστή» δεν είχε καθορισθεί, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι παρέσχε στη συνέχεια διευκρινίσεις ως προς αυτή την προθεσμία και ότι εξήγησε στην Επιτροπή τους σχετικούς με την υπόθεση κανόνες του ιρλανδικού δικαίου σε θέματα αναλήψεως ελέγχου.

476    Όσον αφορά τη διαπίστωση, στην αιτιολογική σκέψη 1174 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ της λύσεως που αφορά τον «αρχικό αγοραστή», μνεία της οποίας γίνεται στο «έγγραφο δεσμεύσεων», και της προθεσμίας μεταβιβάσεως των χρονοθυρίδων που προβλέπεται στο σημείο 3 του παραρτήματος 1 του εν λόγω εγγράφου, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι κατάργησε το σημείο αυτό στη συνέχεια, προκειμένου να εξαλείψει κάθε αμφιβολία ως προς τη διάρκεια των δεσμεύσεων.

477    Όσον αφορά τη διαπίστωση, στην αιτιολογική σκέψη 1175 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν είναι δυνατό να γίνει αντιληπτό αν η λύση του «αρχικού αγοραστή» αφορούσε μόνον τις χρονοθυρίδες στο Δουβλίνο ή και τις χρονοθυρίδες στο Shannon και στο Cork, η Ryanair διευκρίνισε ότι η λύση αυτή αφορούσε μόνον τις χρονοθυρίδες στο Δουβλίνο.

478    Όσον αφορά τη διαπίστωση, στην αιτιολογική σκέψη 1176 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η λύση που αφορά τον «αρχικό αγοραστή» δεν ήταν σαφής ως προς το ζήτημα αν η εκχώρηση χρονοθυρίδων αφορούσε διαφορετικές αεροπορικές εταιρίες ή μία μόνον, η Ryanair διευκρίνισε ότι η δέσμευση αυτή ίσχυε για «μία ή περισσότερες αεροπορικές εταιρίες που επιθυμούν να αποκτήσουν χρονοθυρίδες, προκειμένου να χρησιμοποιήσουν το Δουβλίνο ως βάση για αεροπλάνα», και ότι αφορούσε ως εκ τούτου εν δυνάμει πλείονες αεροπορικές εταιρίες. Τούτο επιβεβαιώνεται από τα αναθεωρημένα προσωρινά κείμενα των δεσμεύσεων της 3ης Μαΐου 2007, που υποβλήθηκαν στις 25 και στις 30 Μαΐου 2007.

479    Όσον αφορά τη διαπίστωση, στις αιτιολογικές σκέψεις 1177 και 1178 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η δέσμευση που αφορά την εκχώρηση χρονοθυρίδων δεν ήταν σαφής, όπως προκύπτει από τις εκφράσεις «κατανεμόμενες ενδεχομένως, προκειμένου να τηρηθεί το καταστατικό της Aer Lingus (ενδεχομένως τροποποιημένο)» ή «δεσμευτική σύμβαση μισθώσεως», η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, όπως, γενικότερα, το ζήτημα της εκχωρήσεως χρονοθυρίδων, οι εκφράσεις αυτές διευκρινίσθηκαν με το έγγραφο της 15ης Μαΐου 2007. Επιπλέον, απαντώντας στην από 25 Μαΐου 2007 αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, η Ryanair παρέσχε συμπληρωματικές διευκρινίσεις και επισύναψε τη γνωμοδότηση ενός Ιρλανδού Senior Counsel.

480    Όσον αφορά τη διαπίστωση, στην αιτιολογική σκέψη 1179 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι από τις δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007 δεν προέκυπτε η σαφής πρόθεση ελευθερώσεως των χρονοθυρίδων στα αεροδρόμια προορισμού, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι δεν πρόκειται για πρόβλημα που αφορά τον τύπο, αλλά την ουσία.

481    Όσον αφορά τη διαπίστωση, στην αιτιολογική σκέψη 1180 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν ήταν δυνατό να γίνει κατανοητό αν «ο νεοεισερχόμενος στην αγορά μεταφορέας ή οι νεοεισερχόμενοι μεταφορείς θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις προσφερόμενες χρονοθυρίδες (πλην των χρονοθυρίδων στο Λονδίνο-Heathrow) σε οποιοδήποτε δρομολόγιο ή αν η χρήση τους θα περιοριζόταν στα δρομολόγια στα οποία οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται», η προσφεύγουσα διευκρίνισε αυτή την προβαλλόμενη ασάφεια, επισημαίνοντας επανειλημμένως ότι οι χρονοθυρίδες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την εξυπηρέτηση οποιουδήποτε δρομολογίου, χωρίς περιορισμό, με τόπο αναχωρήσεως το Δουβλίνο, περιλαμβανομένων των δρομολογίων με αλληλεπικάλυψη δραστηριοτήτων. Η διαπίστωση της Επιτροπής προφανώς στηρίζεται αποκλειστικώς και μόνο στο σημείο 2.15, στοιχείο iii, του παραρτήματος 1 του «εγγράφου δεσμεύσεων», το οποίο καταργήθηκε στη συνέχεια.

482    Όσον αφορά τη διαπίστωση, στην αιτιολογική σκέψη 1179 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο εκ μέρους της ορισμός των «οικείων ζευγών αεροδρομίων», στις δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007, δεν αντιστοιχούσε στα ζεύγη που απαριθμούνται στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η προσφεύγουσα εξήγησε ότι είχε παραλείψει δύο προορισμούς (δηλαδή την Μπολόνια και το Salzbourg), διότι τα δρομολόγια αυτά ήταν αποκλειστικώς και μόνον εποχικά, αλλά ότι τούτο δεν μετέβαλλε την πρόθεσή της να καλύπτει όλα τα δρομολόγια. Προκειμένου να διαλύσει κάθε αμφιβολία συναφώς, η Ryanair περιέλαβε τους δύο αυτούς προορισμούς στα μεταγενέστερα κείμενα των δεσμεύσεων.

483    Όσον αφορά τη διαπίστωση, στην αιτιολογική σκέψη 1179 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο συνολικός αριθμός χρονοθυρίδων που έπρεπε να ελευθερωθούν στο Cork και στο Shannon δεν ήταν σαφής, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι οι πληροφορίες αυτές αναγράφονται σαφώς στο «έγγραφο δεσμεύσεων». Επιπλέον, η Ryanair επιβεβαίωσε τα στοιχεία αυτά σε έγγραφο και στο σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007.

484    Όσον αφορά τη διαπίστωση, στην αιτιολογική σκέψη 1181 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής των σχετικών με την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς λύσεων που προτάθηκαν στο πλαίσιο της δεσμεύσεως αριθ. 1, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι διευκρίνισε τον τρόπο διενέργειας του ελέγχου. Χωρίς να παράσχει ουσιαστική απάντηση στην εξήγηση αυτή, η Επιτροπή εξέθεσε στην απάντησή της ότι η εξήγηση ισοδυναμούσε με τροποποίηση των δεσμεύσεων και ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να τη δεχθεί. Προκειμένου να διαλύσει κάθε αμφιβολία συναφώς, η Ryanair περιέλαβε ρητές προβλέψεις, όσον αφορά την υποβολή εκθέσεων, στις μεταγενέστερες προτάσεις της.

485    Όσον αφορά τη διαπίστωση, στην αιτιολογική σκέψη 1182 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η «ασυνέπεια και η έλλειψη σαφήνειας» των προταθεισών λύσεων, τις οποίες «ορισμένοι ανταγωνιστές» θεώρησαν ως εμπόδιο στη δυνατότητα υλοποιήσεως των δεσμεύσεων, προκύπτει από τις απαντήσεις «ορισμένων» ανταγωνιστών στην ερώτηση αριθ. 5 του ερωτηματολογίου που απευθύνθηκε τον Μάιο του 2007 στους επιχειρηματίες της αγοράς όσον αφορά το ζήτημα της σαφήνειας της λύσεως περί εκχωρήσεως των χρονοθυρίδων, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό. Κατ’ αρχάς, 20 μόνον ανταγωνιστές απάντησαν στο ερωτηματολόγιο αυτό, εκ των οποίων 9 δεν απάντησαν στην ερώτηση αριθ. 5. Όσον αφορά τους 11 ανταγωνιστές που απάντησαν στην ερώτηση αυτή, 3 δεν ασχολήθηκαν πράγματι με την υποβληθείσα ερώτηση, 3 (οι LTU, Aer Arann και Clickair) διατύπωσαν θετικά σχόλια ως προς τη σαφήνεια των δεσμεύσεων και 5 μόνον, εκ των οποίων 2 ήταν ανώνυμοι, διατύπωσαν επιφυλάξεις ως προς τη σαφήνεια της λύσεως που αφορά την εκχώρηση χρονοθυρίδων. Η Επιτροπή δεν έκανε μνεία άλλων πληροφοριών σχετικών με προβαλλόμενες «ασυνέπειες» ή με μια προβαλλόμενη «έλλειψη σαφήνειας».

486    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, επισημαίνει ότι η Ryanair οφείλει να υποβάλει πλήρεις και αποτελεσματικές από όλες τις απόψεις δεσμεύσεις, ώστε να της παράσχει τη δυνατότητα να καταλήξει με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι θα είναι δυνατή η υλοποίηση των δεσμεύσεων και ότι οι νέες εμπορικές διαρθρώσεις που θα προκύψουν από αυτές θα είναι επαρκώς βιώσιμες και θα έχουν επαρκή διάρκεια ώστε η πράξη συγκεντρώσεως να μην παρακωλύει σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό. Η Ryanair δεν συμβουλεύθηκε την Επιτροπή πριν υποβάλει τις δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007, ούτε τις προηγούμενες σειρές δεσμεύσεων. Η Επιτροπή ουδέποτε επισήμανε ότι μία από τις δεσμεύσεις αυτές είχε καταρτισθεί με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή. Συναφώς, ουδόλως μπορεί να γίνει επίκληση δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Τα στοιχεία που αφορούν τις χρονοθυρίδες και τη σύμφωνη με τις δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007 συμπεριφορά δεν αντιστοιχούν στα στοιχεία των προηγουμένων δεσμεύσεων. Εν πάση περιπτώσει, οι δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007 δεν ήταν αρκούντως σαφείς και ακριβείς για να τεθούν σε εφαρμογή.

487    Εξάλλου, η Επιτροπή δεν μπορεί να λάβει υπόψη τις ανεπίσημες διευκρινίσεις που παρασχέθηκαν στη συνέχεια, οι οποίες επίσης στερούνται σαφήνειας και ακρίβειας. Μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής δεσμεύσεων, η Επιτροπή θα ήταν σε θέση να δεχθεί κατ’ εξαίρεση των τροποποίησή τους μόνον αν αυτή συνίστατο στη σαφή εξάλειψη όλων των εντοπισθέντων προβλημάτων ανταγωνισμού, χωρίς να είναι αναγκαία η έρευνα αγοράς. Κατόπιν της υποβολής των δεσμεύσεων της 3ης Μαΐου 2007, η Ryanair παρέσχε ορισμένα ανεπίσημα πληροφοριακά στοιχεία, τα οποία ενίοτε αντέφασκαν προς το γράμμα των δεσμεύσεων της 3ης Μαΐου 2007, καθώς και των αναδιατυπωθέντων σχεδίων των δεσμεύσεων αυτών, της 25ης και της 30ής Μαΐου 2007. Καμία από τις εξηγήσεις αυτές δεν υποβλήθηκε κατά τρόπο σύμφωνο με τις τυπικές προϋποθέσεις. Επιπλέον, οι εξηγήσεις αυτές δεν αρκούσαν για την κάλυψη όλων των τυπικών πλημμελειών που επισημάνθηκαν με την προσβαλλομένη απόφαση. Η Aer Lingus επισημαίνει επί παραδείγματι ότι η Ryanair υπογράμμισε στις 8 Μαΐου ότι, «διευκρινιστικώς, οι χρονοθυρίδες του Heathrow δεν προορίζονται αποκλειστικώς για την British Airways και την Air France», ενώ στις 11 Μαΐου ισχυρίστηκε ότι «οι χρονοθυρίδες αυτές παρέχονται αποκλειστικώς και μόνο στην British Airways και την Air France». Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι τουλάχιστον επτά από τους δέκα ανταγωνιστές της Ryanair που απάντησαν στο ερωτηματολόγιο της έρευνας αγοράς έκριναν ότι οι δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007 δεν ήταν αρκούντως σαφείς, πράγμα το οποίο ήταν αρκετό για να στηρίξει τη διαπίστωσή της, στην προσβαλλομένη απόφαση, ότι η ασυνέπεια και η ασάφεια των δεσμεύσεων της 3ης Μαΐου 2007 εμπόδιζαν τη βιωσιμότητά τους.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

488    Από την προσβαλλομένη απόφαση (βλ. σκέψεις 460 έως 464 ανωτέρω) προκύπτει ότι οι δεσμεύσεις τις οποίες πρότεινε η Ryanair εντός της προθεσμίας την οποία προβλέπει προς τούτο το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 802/2004, η οποία έληξε στις 3 Μαΐου 2007, δεν κρίθηκαν από την Επιτροπή ως ικανοποιητικές προκειμένου να δοθεί λύση στα προβλήματα ανταγωνισμού που εντοπίσθηκαν στο στάδιο αυτό. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται σε δύο λόγους οι οποίοι εκτίθενται στην προσβαλλομένη απόφαση. Αφενός, «οι δεσμεύσεις [της 3ης Μαΐου 2007] δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στις επιταγές περί ασφαλείας δικαίου και περί συνέπειας, προκειμένου να είναι δυνατό να εξαλείψουν τα εντοπισθέντα προβλήματα ανταγωνισμού» (αιτιολογική σκέψη 1182 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αφετέρου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι «τυπικές πλημμέλειες οι οποίες επισημάνθηκαν» με το σημείο 8.2.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «οι δεσμεύσεις [της 3ης Μαΐου 2007] δεν επαρκούσαν για την εξάλειψη όλων των εντοπισθέντων προβλημάτων ανταγωνισμού» (αιτιολογική σκέψη 1234 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

489    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα της Επιτροπής.

490    Πρώτον, όσον αφορά τις τυπικές πλημμέλειες τις οποίες απαριθμεί η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση ως προς τις δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση των πλημμελειών αυτών, διότι πραγματοποιήθηκε εκτίμηση του περιεχομένου των εν λόγω δεσμεύσεων στην προσβαλλομένη απόφαση.

491    Εντούτοις, από την απλή ανάγνωση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι αυτή η ανάλυση του περιεχομένου πραγματοποιήθηκε αυτοτελώς. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 1166 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι δεσμεύσεις αυτές «όχι μόνο [είχαν] ασαφή και συχνά αντιφατική διατύπωση (βλ. [σημείο] 8.2.1), αλλά [ότι] το περιεχόμενό τους δεν παρ[είχε] τη δυνατότητα επιλύσεως των εντοπισθέντων προβλημάτων ανταγωνισμού βλ. [σημείο] 8.2.2)». Αυτή η ανάλυση του περιεχομένου εξηγείται από τη βούληση της Επιτροπής να γνωστοποιήσει στη Ryanair τα αποτελέσματα της έρευνας αγοράς την οποία διενήργησε όσον αφορά τις δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007, προκειμένου να εξηγήσει ποια θα μπορούσε να είναι η τελική μορφή των δεσμεύσεων.

492    Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αρνείται την ύπαρξη των τυπικών πλημμελειών που επισημάνθηκαν με το σημείο 8.2.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά την τυπική μορφή που χρησιμοποιήθηκε για την υποβολή των δεσμεύσεων, την έλλειψη σαφήνειας της δεσμεύσεως που αφορούσε τον «αρχικό αγοραστή» των χρονοθυρίδων, τους μηχανισμούς εκχωρήσεως των εν λόγω χρονοθυρίδων και την παρακολούθηση της τηρήσεως των δεσμεύσεων που αφορούν ορισμένη συμπεριφορά, προφασιζόμενη απλώς και μόνον ότι έχει πραγματοποιηθεί επί της ουσίας ανάλυση των δεσμεύσεων αυτών, δεδομένου ότι η ανάλυση αυτή πραγματοποιήθηκε ως εκ περισσού, με αφετηρία την υπόθεση ότι οι εν λόγω δεσμεύσεις θα υποβάλλονταν κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η θέση τους σε εφαρμογή.

493    Δεύτερον, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλείται τη στάση της Επιτροπής όσον αφορά τις προηγουμένως υποβληθείσες δεσμεύσεις. Η τυπική μορφή την οποία χρησιμοποίησε η προσφεύγουσα είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν μόνο για την υποβολή των δεσμεύσεων της 17ης Απριλίου 2007, οι οποίες εντάσσονταν στο πλαίσιο της απαντήσεως στην ανακοίνωση αιτιάσεων, σε χρονικό σημείο κατά το οποίο η εκτίμηση των αποτελεσμάτων επί του ανταγωνισμού δεν είχε ακόμη οριστικοποιηθεί. Μολονότι είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι, εντός του τελευταίου αυτού πλαισίου, η προσφεύγουσα θα μπορούσε να αμφισβητήσει τα συμπεράσματα μιας τέτοιας εκτιμήσεως, αρνούμενη την ύπαρξη προβλημάτων ανταγωνισμού, δεν μπορεί επιπλέον να της επιτραπεί να περιλάβει, σε μια πρόταση δεσμεύσεων όπως η πρόταση των δεσμεύσεων της 3ης Μαΐου 2007, δηλώσεις ή γνώμες αφορώσες την ανάλυση της Επιτροπής, κατά το μέτρο που η πρόταση αυτή πρέπει να εμφαίνει τη βούληση εξαλείψεως των προβλημάτων ανταγωνισμού που επισημάνθηκαν στο στάδιο αυτό, προκειμένου να εκδοθεί εγκριτική απόφαση. Σε περίπτωση διαφωνίας όσον αφορά τις δεσμεύσεις τις οποίες επιθυμεί η Επιτροπή, τα μέρη της συγκεντρώσεως μπορούν πάντοτε να αρνηθούν να τις προτείνουν και να προσβάλουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου την απαγορευτική απόφαση που θα εκδοθεί ενδεχομένως ως προς την πράξη συγκεντρώσεώς τους.

494    Επιπλέον, αντιθέτως προς τις προηγούμενες προτάσεις, ορισμένες από τις δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007 υποβάλλονταν για πρώτη φορά, όπως η δέσμευση που αφορούσε τον «αρχικό αγοραστή», ως προς την οποία η Επιτροπή τόνισε ιδίως στην προσβαλλομένη απόφαση ότι είχε υπερβολικά αόριστο χαρακτήρα, υπό το πρίσμα της προγενέστερης πρακτικής της κατά τη λήψη αποφάσεων συναφώς (αιτιολογική σκέψη 1172 και υποσημείωση 1428 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η πρακτική αυτή επιβάλλει, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη σαφούς και ακριβούς ρήτρας η οποία πράγματι εξαρτά την πραγματοποίηση της συγκεντρώσεως από την υλοποίηση της αντίστοιχης δεσμεύσεως.

495    Τρίτον, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να διατείνεται ότι αμφισβητεί το συμπέρασμα ότι οι δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007 ενείχαν τυπικές πλημμέλειες, επικαλούμενη, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 476 έως 487 ανωτέρω, τις διευκρινίσεις και διασαφηνίσεις στις οποίες προέβη στη συνέχεια, απαντώντας στα αιτήματα της Επιτροπής. Αυτές οι διευκρινίσεις εντάσσονται σε άλλο πλαίσιο, στο πλαίσιο της τελικής προτάσεως δεσμεύσεων, και όχι στο πλαίσιο της εκ μέρους της Επιτροπής εκτιμήσεως του τύπου και της σαφήνειας των δεσμεύσεων που υπέβαλε η Ryanair κατά τη λήξη της προς τούτο προβλεπόμενης από τον κανονισμό 802/2004 προθεσμίας.

496    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν εκθέτει επιχειρήματα ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση, επαρκώς, κατά νόμον, την εκτίμηση της Επιτροπής που εκτίθεται στην προσβαλλομένη απόφαση, κατά την οποία οι δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007 ενείχαν τυπικές πλημμέλειες τέτοιου είδους ώστε η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να καταλήξει με βεβαιότητα ότι θα ήταν δυνατό να τεθούν σε εφαρμογή οι δεσμεύσεις αυτές και ότι οι εντεύθεν προκύπτουσες λύσεις θα ήταν αρκούντως βιώσιμες και διαρκείς ώστε να μην ανακύψουν στο σχετικώς εγγύς μέλλον τα εμπόδια στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό τα οποία οι δεσμεύσεις αυτές σκοπούν να αποτρέψουν.

497    Συνεπώς, πρέπει πλέον να εξετασθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας τα οποία αφορούν το σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007. Εντός αυτού του πλαισίου εξετάζονται τα επιχειρήματα που αφορούν την επί της ουσίας εξέταση των προτάσεων δεσμεύσεων που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή.

3.     Επί της μη υπάρξεως τυπικών πλημμελειών στο σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007

 Επιχειρήματα των διαδίκων

498    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κακώς η Επιτροπή διαπίστωσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 1236 έως 1237 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007 δεν είχε προταθεί εγκύρως και ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να το εκτιμήσει. Δεδομένου ότι το περιεχόμενο του σχεδίου αυτού αναλύθηκε στην προσβαλλομένη απόφαση, δεν μπορεί να προβάλλεται ότι δεν ήταν δυνατό να αναλυθεί. Κατά την προσφεύγουσα, το έγγραφο το οποίο απηύθυνε την 1η Ιουνίου 2007 στην Επιτροπή είχε υποβληθεί ως «προσωρινό κείμενο», προκειμένου να της παράσχει τη δυνατότητα να επιφέρει τελικές τροποποιήσεις ως προς τη διατύπωση, οι οποίες θα μπορούσαν να απαιτηθούν προκειμένου οι δεσμεύσεις αυτές να είναι σαφείς, απαλλαγμένες δισημιών και συνεπείς σε ολόκληρο το έγγραφο. Αν η Επιτροπή θεωρούσε ότι αυτός ο χαρακτηρισμός ως «προσωρινού κειμένου» και η έλλειψη υπογραφής ήταν τυπικές πλημμέλειες που την εμπόδιζαν να εκτιμήσει την ουσία των δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007, όφειλε να ενημερώσει συναφώς τη Ryanair, πράγμα το οποίο δεν έπραξε. Συγκεκριμένα, το έγγραφο της Επιτροπής προς τη Ryanair, της 4ης Ιουνίου 2007, απλώς και μόνον επισημαίνει ότι το σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007 δεν καθιστούσε δυνατή την επίλυση των εντοπισθέντων στο στάδιο αυτό προβλημάτων ανταγωνισμού, χωρίς να επισημάνει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να τις εκτιμήσει, απλώς και μόνο διότι είχαν προταθεί υπό μορφή προσωρινού κειμένου. Ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτόν, η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

499    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, επισημαίνει ότι μη υπογεγραμμένες δεσμεύσεις, ρητώς υποβληθείσες υπό μορφή σχεδίου, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δεσμεύσεις αναληφθείσες «έναντι της Επιτροπής», υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού περί συγκεντρώσεων. Τέτοιου είδους δεσμεύσεις ενδέχεται να ανακληθούν από την επιχείρηση που τις πρότεινε. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν το σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007 είχε υποβληθεί προσηκόντως από τυπικής απόψεως, δεν θα παρείχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαπιστώσει, με τον απαιτούμενο βαθμό βεβαιότητας, ότι επέλυε τα εντοπισθέντα προβλήματα ανταγωνισμού, χωρίς να είναι ανάγκη να διενεργήσει εκ νέου έρευνα αγοράς. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλείται την αρχή της χρηστής διοικήσεως καθεαυτή, προκειμένου να υποστηρίξει ότι η Επιτροπή όφειλε να εκτιμήσει το σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007 και η Επιτροπή ουδέποτε παρέσχε στη Ryanair τη διαβεβαίωση ότι θα εκτιμούσε όλα τα σχέδια δεσμεύσεων στην προσβαλλομένη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

500    Η Επιτροπή απέρριψε στην προσβαλλομένη απόφαση το σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007, όπως και τις δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007, για δύο λόγους (βλ. σκέψεις 466 και 467 ανωτέρω).

501    Αφενός, η Επιτροπή επισήμανε με την προσβαλλομένη απόφαση ότι το σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007 «υποβλήθηκε ρητώς ως προκαταρκτικό κείμενο, χωρίς υπογραφή και χωρίς να τηρηθούν οι τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 20 του κανονισμού […] 802/2004». Η Επιτροπή συνήγαγε εντεύθεν ότι, «[δ]εδομένου ότι η Ryanair δεν υπέβαλε επισήμως νέες δεσμεύσεις, δεν ήταν υποχρεωμένη να τις εκτιμήσει στην προσβαλλομένη απόφαση». Η Επιτροπή επισήμανε ειδικότερα ότι «δεν μπορούσε να εξαρτήσει την έγκριση της συγκεντρώσεως από την τήρηση αυτού του σχεδίου δεσμεύσεων» (αιτιολογική σκέψη 1237 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

502    Αφετέρου, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι, «[ε]ν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν το σχέδιο δεσμεύσεων [της 1ης Ιουνίου 2007] είχε υποβληθεί σύμφωνα με τις τυπικές προϋποθέσεις, οι δεσμεύσεις αυτές και πάλι δεν θα επαρκούσαν ώστε η Επιτροπή να καταλήξει, βάσει στοιχείων τα οποία ήδη διέθετε, ότι επ[έλυαν] πλήρως και με σαφήνεια τα εντοπισθέντα προβλήματα ανταγωνισμού» (αιτιολογική σκέψη 1237 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία παραπέμπει στο σημείο 43 της ανακοινώσεως περί διορθωτικών μέτρων και στην απόφαση EDP κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 28, σκέψεις 161 έως 163).

503    Όσον αφορά τον πρώτο λόγο τον οποίο επικαλέσθηκε η Επιτροπή για να απορρίψει το σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007, από το γράμμα και μόνον του εγγράφου αυτού προκύπτει ότι πρόκειται περί απλού σχεδίου και όχι περί κειμένου δεσμευτικού για τη Ryanair, όπως είναι ωστόσο αναγκαίο στο στάδιο αυτό της διαδικασίας. Ως εκ τούτου, μολονότι το έγγραφο αυτό τιτλοφορείται «Νομικώς υποχρεωτικές δεσμεύσεις της Ryanair έναντι της Επιτροπής», υποβάλλεται υπό τη μορφή «σχεδίου» και η θέση που προβλέπεται για την υπογραφή του γενικού διευθυντή της Ryanair έχει μείνει κενή. Το συνοδευτικό έγγραφο το οποίο έχει υπογραφεί από τον γενικό διευθυντή της Ryanair αναφέρει επίσης ότι το εν λόγω έγγραφο υποβάλλεται υπό τη μορφή σχεδίου, προκειμένου να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να επιφέρει τελικές τροποποιήσεις ως προς τη διατύπωση, οι οποίες θα μπορούσαν να απαιτηθούν προκειμένου οι δεσμεύσεις αυτές να είναι σαφείς, απαλλαγμένες δισημιών και συνεπείς σε ολόκληρο το έγγραφο. Η Επιτροπή δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να επιφέρει τέτοιες διευκρινίσεις κατ’ αυτό το πολύ προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, κατά το οποίο η τελική πρόταση δεσμεύσεων πρέπει όχι μόνο να είναι δεσμευτική για το μέρος που την προτείνει, αλλά και επαρκής αφ’ εαυτής, υπό την έννοια ότι η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση να την εκτιμήσει, χωρίς να πρέπει να ζητήσει για μια ακόμη φορά τη γνώμη τρίτων ως προς το περιεχόμενό της.

504    Εξάλλου, το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε «εν πάση περιπτώσει» ανάλυση του περιεχομένου του σχεδίου δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τούτο παρέχει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να μην υποβάλει νομικώς υποχρεωτικές δεσμεύσεις στην Επιτροπή κατά το τελικό στάδιο της διαδικασίας.

505    Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν εκθέτει επιχειρήματα ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση, επαρκώς κατά νόμον, την εκτιθέμενη στην προσβαλλομένη απόφαση εκτίμηση της Επιτροπής, κατά την οποία το σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007 δεν της παρείχε τη δυνατότητα να καταλήξει, με βεβαιότητα, ότι θα ήταν δυνατή η εφαρμογή του σχεδίου αυτού και ότι οι εντεύθεν προκύπτουσες λύσεις θα ήταν αρκούντως βιώσιμες και διαρκείς ώστε να μην ανακύψουν στο σχετικώς εγγύς μέλλον τα εμπόδια στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό τα οποία οι δεσμεύσεις αυτές σκοπούν να αποτρέψουν

506    Συνεπώς, η εκτίμηση των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας όσον αφορά την επί της ουσίας εξέταση των δεσμεύσεων της 3ης Μαΐου 2007 και του σχεδίου δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007 πραγματοποιείται ως εκ περισσού, όπως άλλωστε έγινε και στην προσβαλλομένη απόφαση.

4.     Επί της εκτιμήσεως επί της ουσίας των δεσμεύσεων της 3ης Μαΐου 2007 και του σχεδίου δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007

 Επιχειρήματα των διαδίκων

507    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι υπερτίμησε την ανταγωνιστική πίεση την οποία ασκούσαν μεταξύ τους η Aer Lingus και η ίδια και ότι υπέπεσε σε πλάνη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της απειλής εισόδου στην αγορά η οποία θα ήταν δυνατό να εμποδίσει την αντίθετη στον ανταγωνισμό εκμετάλλευση ενός μονοπωλίου (βλ. κατευθυντήριες γραμμές και απόφαση easyJet κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 102, σκέψη 202). Στηριζόμενη σε εσφαλμένη ανάλυση των αποτελεσμάτων της πράξεως συγκεντρώσεως στον ανταγωνισμό, η Επιτροπή προέβαλε δυσανάλογες απαιτήσεις προς τη Ryanair προκειμένου αυτή να εξεύρει έναν «αρχικό αγοραστή» ο οποίος θα χρησιμοποιούσε το Δουβλίνο ως βάση για πλείονα αεροσκάφη, ώστε να ανταγωνισθεί άμεσα την προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα. Πράγματι, καμία αεροπορική εταιρία δεν θα ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει ένα μόνον αεροδρόμιο ως βάση τόσο πολλών αεροπλάνων συγχρόνως και να παρέχει εντός εξαμήνου υπηρεσίες και στα 35 δρομολόγια στα οποία οι δραστηριότητες αλληλεπικαλύπτονται. Πολλά από τα δρομολόγια αυτά χαρακτηρίζονται από έντονη πλεονάζουσα μεταφορική ικανότητα και η εξάμηνη προθεσμία δεν θα καθιστούσε δυνατή τη μεταβίβαση του αναγκαίου αριθμού χρονοθυρίδων στον νεοεισερχόμενο στην αγορά μεταφορέα, λόγω του χρονοδιαγράμματος των διαδικασιών μεταβιβάσεως χρονοθυρίδων που προβλέπει η IATA.

508    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τα μέρη της συγκεντρώσεως δεν οφείλουν να αποδείξουν ότι οι προταθείσες δεσμεύσεις θα επιλύσουν αμέσως τα διαπιστωθέντα από την Επιτροπή προβλήματα ανταγωνισμού. Αντιθέτως, στην Επιτροπή εναπόκειται να αποδείξει ότι η πράξη συγκεντρώσεως, όπως τροποποιήθηκε με τις δεσμεύσεις, παρακωλύει ουσιωδώς τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό (απόφαση EDP κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 28, σκέψεις 63 και 77). Η Επιτροπή δεν προέβη σε συνολική εκτίμηση της πράξεως συγκεντρώσεως, όπως τροποποιήθηκε, μολονότι τούτο απαιτείται, σύμφωνα με τη σκέψη 77 της αποφάσεως EDP κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσας στη σκέψη 28. Εξάλλου, όσον αφορά τις δεσμεύσεις που προτάθηκαν μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 802/2004, από τις σκέψεις 161 έως 163 της αποφάσεως EDP κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσας στη σκέψη 28, προκύπτει ότι η Επιτροπή θα ήταν υποχρεωμένη να τις λάβει υπόψη μόνον εφόσον επέλυαν σαφώς τα προβλήματα ανταγωνισμού, χωρίς να υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω έρευνα. Αντιθέτως προς όσα επισημαίνονται στην αιτιολογική σκέψη 1237 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο κανόνας αυτός δεν έχει εφαρμογή στο σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007, δεδομένου ότι το σχέδιο αυτό αποτελούσε τη συμμόρφωση προς συγκεκριμένες υποδείξεις τις οποίες διατύπωσε η Επιτροπή, σύμφωνα με την εκ μέρους της εκτίμηση των δεσμεύσεων της 3ης Μαΐου 2007.

509    Κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η εκχώρηση χρονοθυρίδων και οι δεσμεύσεις ως προς τη συμπεριφορά αρκούσαν για να εξαλείψουν κάθε πρόβλημα ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, η εκχώρηση χρονοθυρίδων στο Λονδίνο-Heathrow, «των πιο πολύτιμων ανά τον κόσμο», «θα συνεπαγόταν πιθανότατα την επέκταση του μεριδίου των ανταγωνιστών στο δρομολόγιο αυτό» (αιτιολογική σκέψη 1216 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η διάθεση χρονοθυρίδων για άλλα δρομολόγια με τόπο αναχωρήσεως το Δουβλίνο, το Shannon ή το Cork θα παρείχε σε οποιαδήποτε αεροπορική εταιρία τη δυνατότητα να διεισδύσει σε οποιοδήποτε δρομολόγιο στο οποίο υπάρχει αλληλεπικάλυψη δραστηριοτήτων ή σε οποιοδήποτε δρομολόγιο της επιλογής της, ενδεχομένως χρησιμοποιώντας την Ιρλανδία ως βάση για τα αεροπλάνα. Το «πάγωμα της συχνότητας των πτήσεων» θα διασφάλιζε ότι, σε περίπτωση αυξημένης ζητήσεως σε ένα δρομολόγιο, η Ryanair δεν θα ήταν σε θέση να «σφετερισθεί» τη ζήτηση αυτή εις βάρος ενός ανταγωνιστή. Η δέσμευση περί μη μειώσεως της συχνότητας των πτήσεων, εκτός αν ένα δρομολόγιο δεν ήταν αποδοτικό, θα συνεπαγόταν ότι, ακόμη και ελλείψει διεισδύσεως νέου μεταφορέα σε συγκεκριμένο δρομολόγιο, η συνδυασμένη μεταφορική ικανότητα της Ryanair και της Aer Lingus δύσκολα θα επέτρεπε την αύξηση των τιμών με ταυτόχρονη διατήρηση ενός αποδεκτού συντελεστή πληρότητας. Η άμεση μείωση κατά 10 % των τιμών της Aer Lingus κατόπιν της πράξεως συγκεντρώσεως θα αποτελούσε πηγή αμέσων οικονομιών για τους καταναλωτές. Οι δεσμεύσεις αυτές είναι σύμφωνες με αυτές τις οποίες δέχθηκε η Επιτροπή με την απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2004 (Υπόθεση COMP/M.3280 – Air France/KLM), η οποία αφορούσε επιχειρηματίες με μεγαλύτερη ισχύ στην αγορά από αυτή της Ryanair.

510    Πρώτον, ως προς τις δεσμεύσεις που αφορούσαν τις χρονοθυρίδες, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι δεν ήταν κατάλληλες. Η Επιτροπή έθεσε λάθος ερώτηση κατά την έρευνα της αγοράς. Έπρεπε να ρωτήσει αν οι ανταγωνιστές είχαν την πρόθεση να διεισδύσουν στα δρομολόγια αν η προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα δεν διέθετε επαρκή μεταφορική ικανότητα στα δρομολόγια αυτά ή αν εφάρμοζε σημαντικά υψηλότερες τιμές απ’ ό,τι πριν τη συγκέντρωση. Εξάλλου, πλείονες ανταγωνιστές είχαν δηλώσει ότι, ακόμη και αν δεν σχεδίαζαν να εισέλθουν στην αγορά στο άμεσο μέλλον, θα εξέταζαν αυτό το ενδεχόμενο αν ήταν ενδιαφέρον από εμπορικής απόψεως. Συνεπώς, το γεγονός ότι κανένας ανταγωνιστής δεν απάντησε ότι επρόκειτο να διεισδύσει στα δρομολόγια στα οποία υπήρχε αλληλεπικάλυψη δραστηριοτήτων συνιστούσε ένδειξη ότι οι ανταγωνιστές πίστευαν ότι η πράξη συγκεντρώσεως δεν θα παρήγε αντίθετα στον ανταγωνισμό αποτελέσματα. Συνεπώς, είναι παράλογο να απαιτείται να ωθούν οι δεσμεύσεις πράγματι σε είσοδο στην αγορά. Μια τέτοια απαίτηση θα τιμωρούσε τη Ryanair για τον λόγο ότι είναι «εξαιρετικά αποτελεσματική» και ότι προσφέρει τόσο χαμηλές τιμές ώστε καμία αεροπορική εταιρία δεν επιθυμεί να την ανταγωνιστεί, ακόμη και σε δρομολόγια τα οποία τυγχάνουν «μονοπωλιακής» εκμεταλλεύσεως. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να επικαλεσθεί τις απαντήσεις που δόθηκαν στην ερώτηση αριθ. 6 του ερωτηματολογίου το οποίο απηύθηνε στους επιχειρηματίες που αναπτύσσουν δραστηριότητα στην αγορά, όσον αφορά τις εισόδους στην αγορά, προκειμένου να εκτιμήσει τις δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007. Εν πάση περιπτώσει, οι δεσμεύσεις που αφορούσαν τις χρονοθυρίδες στο Δουβλίνο θα επαρκούσαν για την επίλυση των εντοπισθέντων προβλημάτων. Η Επιτροπή δεν παρέσχε κανένα αποδεικτικό στοιχείο όσον αφορά τον λόγο για τον οποίο ένας νεοεισερχόμενος στην αγορά μεταφορέας θα έπρεπε να είναι σε θέση να εκμεταλλευθεί αμέσως όλα τα δρομολόγια στα οποία υπάρχει αλληλεπικάλυψη δραστηριοτήτων, προσφέροντας τις ίδιες συχνότητες πτήσεων με αυτές τις οποίες διασφαλίζει η Aer Lingus, προκειμένου να ασκεί αποτελεσματική ανταγωνιστική πίεση (αιτιολογικές σκέψεις 1200 έως 1206 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή δεν στήριξε με αποδεικτικά στοιχεία τις έννοιες του «κρίσιμου μεγέθους» και του «απαιτούμενου βαθμού ανταγωνισμού» τις οποίες χρησιμοποίησε συναφώς.

511    Δεύτερον, όσον αφορά τις χρονοθυρίδες στα αεροδρόμια προορισμού, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να διατείνεται ότι οι δεσμεύσεις που αφορούν τις χρονοθυρίδες είναι ανεπαρκείς διότι δεν είναι ακριβείς ως προς το σημείο αυτό. Συγκεκριμένα, η Aer Lingus διέθετε μόνον περιορισμένο αριθμό χρονοθυρίδων στα κύρια αεροδρόμια και η Ryanair δεν θα ήταν σε θέση να τις εγκαταλείψει χωρίς να διακυβεύσει τη λογική της πράξεως συγκεντρώσεως και να μειώσει σημαντικά την ικανότητα της Aer Lingus να ανταγωνισθεί τους μεταφορείς που λειτουργούν ως δίκτυο. Οι τελευταίοι διαθέτουν επαρκή αριθμό χρονοθυρίδων στα κύρια αεροδρόμια. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων κατέχουν δεσπόζουσα θέση στους κομβικούς αερολιμένες στους οποίους αναπτύσσουν δραστηριότητα. Συνεπώς, δεν έχουν ανάγκη επιπλέον χρονοθυρίδων προκειμένου να είναι σε θέση να διεισδύσουν σε δρομολόγια ή να επεκτείνουν τα δικά τους, από το αεροδρόμιο το οποίο έχουν ως βάση προς το Δουβλίνο. Οι χρονοθυρίδες αυτές ενισχύουν απλώς την κυριαρχία των εταιριών αυτών στα αεροδρόμια τα οποία έχουν ως βάση και μειώνουν την ανταγωνιστική απειλή την οποία θα μπορούσε να αποτελεί γι’ αυτές το σήμα Aer Lingus. Τούτο δεν ισχύει κατ’ ανάγκη για τους μεταφορείς χαμηλού κόστους που εξυπηρετούν ή δύνανται να εξυπηρετούν τα ίδια δευτερεύοντα αεροδρόμια με αυτά που εξυπηρετεί η Ryanair, όπου δεν υπάρχουν προβλήματα ως προς τις χρονοθυρίδες. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή κακώς επικαλέσθηκε την έννοια των ζευγών πόλεων και επέμεινε να είναι ο νεοεισερχόμενος στην αγορά μεταφορέας αεροπορική εταιρία χαμηλού κόστους, απαιτώντας συγχρόνως να εγκαταλείψει η Ryanair τις χρονοθυρίδες στα κύρια αεροδρόμια. Η αναφορά της Επιτροπής στη δυνατότητα υποκαταστάσεως από πλευράς της ζητήσεως και από πλευράς της προσφοράς (αιτιολογική σκέψη 1208 της προσβαλλομένης αποφάσεως) χρησιμεύει μόνο για την απόκρυψη αυτής της «πρόδηλης αντιφάσεως» της συλλογιστικής. Όσον αφορά την έρευνα αγοράς επί του ζητήματος των αεροδρομίων προορισμού, οι απαντήσεις των ανταγωνιστών έπρεπε να εξετασθούν με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή, διότι ορισμένοι από αυτούς θα αντιμετώπιζαν αυξημένο ανταγωνισμό αν εγκρινόταν η συγκέντρωση. Το μόνο ζήτημα το οποίο ασκεί επιρροή είναι το αν η πρόσβαση στις χρονοθυρίδες τις οποίες διαθέτει η Aer Lingus σε ορισμένα σημαντικά αεροδρόμια είναι ουσιώδης για την είσοδο στην αγορά, σε περίπτωση που η προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα θα καταχρώνταν τη θέση της. Ως εκ τούτου, η British Airways δεν έκρινε ότι η πρόσβαση στις χρονοθυρίδες στα σημαντικά αεροδρόμια είναι ουσιώδης, για τον λόγο ότι οι οικισμοί αυτοί διαθέτουν άλλα αεροδρόμια των οποίων οι χρονοθυρίδες δεν είναι υπερφορτωμένες και ότι η εφαρμοστέα στις χρονοθυρίδες κανονιστική ρύθμιση ορίζει ότι το ήμισυ της νέας χωρητικότητας πρέπει να απονέμεται στους νεοεισερχομένους στην αγορά μεταφορείς.

512    Τρίτον, όσον αφορά τον κατακερματισμό της εισόδου, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι έλαβε υπόψη της το στοιχείο αυτό στις αιτιολογικές σκέψεις 1211 και 1212 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ωστόσο, το σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007 προέβλεπε ειδικώς ότι η αεροπορική εταιρία η οποία παίρνει τις χρονοθυρίδες στο Heathrow έχει προτεραιότητα για τις χρονοθυρίδες στο Δουβλίνο. Επιπλέον, προκειμένου να αποδείξει ότι μια «κατακερματισμένη είσοδος στην αγορά» θα δημιουργούσε πρόβλημα, η Επιτροπή στηρίχθηκε μόνο σε μια συνολική αναφορά στις απαντήσεις στην ερώτηση αριθ. 2, στοιχείο β΄, η οποία τέθηκε στο πλαίσιο της έρευνας αγοράς και σε μια αναφορά στην «κρίσιμη μάζα», μη προσδιοριζόμενο όρο ο οποίος προέρχεται από την απάντηση της LTU στην έρευνα αυτή (αιτιολογική σκέψη 1212 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Μόνο 15 από τους 20 μετασχόντες στην έρευνα αγοράς απάντησαν στην ερώτηση που αφορούσε την «κατακερματισμένη είσοδο στην αγορά». Επιπλέον, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, η Επιτροπή παρέλειψε να αναγνωρίσει ότι οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά μεταφορείς που έχουν σημαντικές δυνατότητες, εν προκειμένω οι British Airways, SAS, Flybe, Air Baltic και Clickair, προέβησαν σε δηλώσεις που αντέκρουαν τα συμπεράσματα αυτά. Ορισμένες από τις απαντήσεις υποδηλώνουν μάλιστα ότι η είσοδος ενός νέου μεταφορέα στην αγορά θα ήταν ολέθρια για τον ανταγωνισμό. Η μόνη άξια να τεθεί ερώτηση είναι αν η είσοδος στην αγορά, είτε κατακερματισμένη είτε από ένα μόνον ανταγωνιστή, θα ασκούσε επαρκή πίεση στην προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα, σε περίπτωση που η τελευταία θα αύξανε τις τιμές. Το αν η είσοδος ενός νέου μοναδικού ανταγωνιστή θα αποτελούσε ισχυρότερη ανταγωνιστική πίεση από την είσοδο πλέον του ενός νεοεισερχομένων στην αγορά μεταφορέων δεν αποτελεί την κατάλληλη ερώτηση.

513    Τέταρτον, ως προς τη μέθοδο εκμεταλλεύσεως του νεοεισερχομένου στην αγορά μεταφορέα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή προφανώς απαιτεί να ακολουθεί αυτός ακριβώς το ίδιο οικονομικό μοντέλο με την Aer Lingus. Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι η Aer Lingus δεν ασκεί καμία σημαντική ανταγωνιστική πίεση στη Ryanair και ότι, εν πάση περιπτώσει, τίποτε δεν αποδεικνύει ότι ένας νέος μεταφορέας, όποιο και αν είναι το οικονομικό του μοντέλο, μπορεί να της ασκήσει σημαντικό ανταγωνισμό. Επιπλέον, δεδομένου ότι η πράξη συγκεντρώσεως σκοπεί στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της Aer Lingus ώστε να ανταγωνίζεται τους μεταφορείς που λειτουργούν ως δίκτυο, ή επέκταση ή η είσοδος ενός άλλου λειτουργούντος ως δίκτυο μεταφορέα, όπως η British Airways και η Air France, θα παρείχε ευχερώς στους καταναλωτές μια αξιόπιστη εναλλακτική επιλογή σε σχέση με την Aer Lingus. Η Επιτροπή δεν μπορεί, από τη μία πλευρά, να απαιτεί να αναφέρει η Ryanair το οικονομικό μοντέλο το οποίο εφαρμόζει ένας νεοεισερχόμενος στην αγορά επιχειρηματίας και, από την άλλη πλευρά, να απαιτεί απλώς να καθιστούν οι προταθείσες δεσμεύσεις δυνατή την είσοδο στην αγορά ορισμένων μεταφορέων οι οποίοι είναι σε θέση περισσότερο από άλλους να επιτύχουν την άσκηση πιέσεως στην προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα.

514    Πέμπτον, ως προς τις δεσμεύσεις που αφορούν τις χρονοθυρίδες στο Λονδίνο-Heathrow, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή έθεσε υπό αμφισβήτηση τη χρησιμότητά τους, με την αιτιολογία ότι παρέχονταν αποκλειστικώς στην British Airways και στην Air France. Τούτο όμως δεν ίσχυε, δεδομένου ότι η Ryanair είχε επισημάνει εγγράφως, την 1η Ιουνίου 2007, ότι οι χρονοθυρίδες αυτές μπορούσαν να αναληφθούν από οποιαδήποτε εταιρία διαθέτει υποδομή στο Heathrow. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως το οποίο υπέχει θέτοντας απλώς υπό αμφισβήτηση τη χρησιμότητα της εκχωρήσεως των χρονοθυρίδων. Κακώς επίσης ισχυρίστηκε, στην αιτιολογική σκέψη 1217 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι δύο αυτές εταιρίες δεν θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν σε επαρκή βαθμό την εξάλειψη της ανταγωνιστικής πιέσεως της Aer Lingus. Συγκεκριμένα, η British Airways και η Air France, οι οποίες συγκαταλέγονται μεταξύ των ισχυροτέρων ανταγωνιστών στην Ευρώπη, αναπτύσσουν δραστηριότητα στην Ιρλανδία εδώ και δεκαετίες και γνωρίζουν καλά την ιρλανδική αγορά: η British Airways ανέπτυσσε ήδη δραστηριότητα εκτελέσεως πτήσεων με κοινούς κωδικούς με την Aer Lingus στο δρομολόγιο αυτό και στην Air France ανήκει η CityJet, εταιρία με βάση το Δουβλίνο. Ομοίως, η Επιτροπή ουδόλως αποδεικνύει, στην αιτιολογική σκέψη 1218 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, αν οι χρονοθυρίδες είχαν κατανεμηθεί μεταξύ δύο πολύ ισχυρών μεταφορέων, η πράξη συγκεντρώσεως όπως τροποποιήθηκε με τις δεσμεύσεις, θα παρακώλυε σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο (Heathrow). Εξάλλου, δεδομένου ότι η δυνατότητα υποκαταστάσεως μεταξύ των αεροδρομίων του Λονδίνου είναι περιορισμένη κατά την προσφεύγουσα, το δρομολόγιο αυτό το οποίο εκμεταλλεύεται η Aer Lingus δεν καθιστά δυνατή την άσκηση καμίας σημαντικής ανταγωνιστικής πιέσεως στα δρομολόγια της Ryanair προς τα άλλα αεροδρόμια του Λονδίνου. Τέλος, αναφέροντας απλώς και μόνον τον «κίνδυνο νομικής αντιδικίας» ως προς τη δυνατότητα της Ryanair να εκχωρήσει τις χρονοθυρίδες στο Heathrow χωρίς τη συναίνεση των λοιπών μετόχων της Aer Lingus, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τη νομική γνωμοδότηση ενός Senior Counsel, κατά την οποία μια τέτοια εκχώρηση θα ήταν δυνατή.

515    Έκτον, όσον αφορά τις δεσμεύσεις ως προς τη συμπεριφορά, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η δέσμευση που αφορά τη μείωση κατά 10 % των τιμών της Aer Lingus ήταν δυνατό να ελεγχθεί ευχερώς μέσω της εκ μέρους της Aer Lingus δημοσιεύσεως της μέσης τιμής της στην ετήσια έκθεσή της. Κακώς η Επιτροπή ζητεί από τη Ryanair να διευκρινίσει αν η μείωση των τιμών αφορά όλα τα δρομολόγια στα οποία οι δραστηριότητες αλληλεπικαλύπτονται. Συγκεκριμένα, θα ήταν πρακτικώς αδύνατο να αυξηθούν οι τιμές στα δρομολόγια στα οποία οι δραστηριότητες αλληλεπικαλύπτονται και πάλι να μειωθούν κατά 10 % οι τιμές σε όλα τα δρομολόγια μικρών αποστάσεων. Ομοίως, μολονότι η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να προβλέψει ποιες τιμές είναι ανταγωνιστικές, η μείωση των τιμών θα παρείχε σημαντικά και πραγματοποιήσιμα οφέλη. Το «πάγωμα της συχνότητας των πτήσεων» σε περίπτωση νέας εισόδου στην αγορά είχε ως σκοπό να δώσει απάντηση στα επιχειρήματα της Επιτροπής περί της δήθεν επιθετικής αντιδράσεως της Ryanair έναντι των νεοεισερχομένων στην αγορά μεταφορέων, συνιστάμενης στην αύξηση της συχνότητας των πτήσεων στα δρομολόγια στα οποία διεισδύει άλλη αεροπορική εταιρία. Επιπλέον, η δέσμευση περί μη μειώσεως των συχνοτήτων σκοπούσε στη διασκέδαση της ανησυχίας μήπως η Ryanair μειώσει τη μεταφορική της ικανότητα στα δρομολόγια στα οποία οι δραστηριότητες αλληλεπικαλύπτονται και είναι έτσι σε θέση να αυξήσει τις τιμές της. Δεσμευόμενη να διατηρήσει τη συνδυασμένη μεταφορική ικανότητα στα δρομολόγια στα οποία οι δραστηριότητες αλληλεπικαλύπτονται, η Ryanair δεν θα ήταν πλέον σε θέση να αυξήσει τις τιμές διατηρώντας συγχρόνως έναν αποδεκτό συντελεστή πληρότητας, πράγμα το οποίο είναι κεντρικής σημασίας στο πλαίσιο του οικονομικού της μοντέλου.

516    Έβδομον, όσον αφορά τη λύση του «αρχικού αγοραστή», η προσφεύγουσα επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι η λύση αυτή ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε σε προγενέστερες υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται αεροπορικές εταιρίες. Μια τέτοια απαίτηση είναι επίσης περιττή και δυσανάλογη. Λόγω του ότι η Ryanair προσφέρει τις χαμηλότερες τιμές της αγοράς και ότι ο μεγάλος αριθμός δρομολογίων στα οποία οι δραστηριότητες αλληλεπικαλύπτονται δεν δημιουργεί επαρκή κυκλοφορία ώστε να συντηρεί έναν τρίτο μεταφορέα, θα ήταν εμπορικώς δυσχερέστατο να εξευρεθεί ένας «αρχικός αγοραστής». Η μόνη λύση συνίσταται στην εκ μέρους της Ryanair και της Aer Lingus εγκατάλειψη των δρομολογίων αυτών ή σύναψη με τον «αρχικό αγοραστή» παράνομης συμπράξεως για τον καθορισμό των τιμών. Επιπλέον, από το «πάγωμα της συχνότητας των πτήσεων» προκύπτει ότι ο κίνδυνος να αυξήσει η Ryanair τη συχνότητα των πτήσεών της στα δρομολόγια στα οποία οι δραστηριότητες αλληλεπικαλύπτονται δεν θα απέτρεπε τους μεταφορείς που εισέρχονται στην αγορά από τη διείσδυση στα δρομολόγια αυτά. Εξαιρουμένων των χρονοθυρίδων στο Heathrow, οι χρονοθυρίδες στο Δουβλίνο και στην πλειονότητα των λοιπών αεροδρομίων της Ευρώπης (εξαιρουμένων ίσως των άλλων υπερφορτωμένων κυρίων αεροδρομίων) δεν έχουν καθαρή αξία και, συνεπώς, δεν θα ήταν ενδιαφέρουσες για μια άλλη αεροπορική εταιρία. Τέλος, η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι η δέσμευση που αφορά τον «αρχικό αγοραστή» ήταν ανεπαρκής, λόγω της περιορισμένης εκτάσεώς της και λόγω του ότι θα συνεπαγόταν μια «κατακερματισμένη είσοδο» (αιτιολογική σκέψη 1238 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αυτή η δέσμευση, η οποία ενισχύθηκε στο σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007, στηριζόταν στο σχετικό αίτημα των υπηρεσιών της Επιτροπής. Η προσφεύγουσα επικρίνει επίσης τη βούληση της Επιτροπής να την υποχρεώσει να φέρει τον κίνδυνο της μη εξευρέσεως «αρχικού αγοραστή» εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

517    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία και την Aer Lingus Group, υπενθυμίζει ότι εξέτασε και απέρριψε τις δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007, προβαίνοντας στις ακόλουθες διαπιστώσεις: τα μέτρα που αφορούσαν τις χρονοθυρίδες δεν ήταν κατάλληλα, διότι δεν συνεπάγονταν σημαντική διείσδυση στα δρομολόγια στα οποία οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται (αιτιολογικές σκέψεις 1186 έως 1196 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η πρόταση του «αρχικού αγοραστή» δεν θεράπευε την έλλειψη προοπτικής εισόδου (αιτιολογική σκέψη 1197 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η έκταση των δεσμεύσεων ήταν ανεπαρκής (αιτιολογικές σκέψεις 1199 έως 1206 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οι δεσμεύσεις δεν ανέφεραν χρονοθυρίδες στα σημαντικά αεροδρόμια προορισμού (αιτιολογικές σκέψεις 1207 έως 1209 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οι δεσμεύσεις θα κατέληγαν απλώς και μόνο στην είσοδο πλειόνων αεροπορικών εταιριών στην αγορά (κατακερματισμένη είσοδος) (αιτιολογικές σκέψεις 1210 έως 1212 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οι δεσμεύσεις δεν ελάμβαναν υπόψη το μοντέλο εκμεταλλεύσεως του νεοεισερχομένου στην αγορά μεταφορέα (αιτιολογικές σκέψεις 1213 έως 1215 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οι δεσμεύσεις που αφορούσαν τις χρονοθυρίδες στο Λονδίνο-Heathrow δεν καθιστούσαν δυνατή την εξάλειψη των προβλημάτων ανταγωνισμού στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο (αιτιολογικές σκέψεις 1216 έως 1219 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και οι άλλες δεσμεύσεις δεν καθιστούσαν δυνατή την εξάλειψη των εμποδίων στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό (αιτιολογικές σκέψεις 1220 έως 1226 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

518    Ειδικότερα, η Επιτροπή κρίνει ότι τα διορθωτικά μέτρα που αφορούν την πρόσβαση επιτρέπονται μόνο σε περίπτωση που αποδεικνύεται επαρκώς ότι νέοι ανταγωνιστές θα εισέλθουν πράγματι στην αγορά, θεραπεύοντας έτσι τα εντοπισθέντα προβλήματα ανταγωνισμού (αιτιολογική σκέψη 1188 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ο θεμελιώδης σκοπός της δεσμεύσεως είναι η διασφάλιση των ανταγωνιστικών διαρθρώσεων της αγοράς και, προδήλως, απλώς και μόνον η απειλή της εισόδου ενός ανταγωνιστή δεν αρκεί για την επίτευξη του σκοπού αυτού παρά μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιστάσεις. Στην πραγματικότητα, η δυνατότητα υποκαταστάσεως από πλευράς ζητήσεως θα ήταν ο «πλέον άμεσος και ο πλέον αποτελεσματικός παράγων πειθαρχίας» έναντι των προμηθευτών ορισμένου προϊόντος ή των παρεχόντων ορισμένη υπηρεσία, ιδίως όσον αφορά τις αποφάσεις τους περί καθορισμού των τιμών, ενώ οι πιέσεις που συνδέονται με τον εν δυνάμει ανταγωνισμό θα ήταν κατά κανόνα λιγότερο άμεσες και θα απαιτούσαν, εν πάση περιπτώσει, εμπεριστατωμένη ανάλυση. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, οι σχετικές αγορές δεν χαρακτηρίζονται από μια «αποδεδειγμένη ευκολία εισόδου», αλλά μάλλον από ένα «φαινόμενο αποχωρήσεως των ανταγωνιστών πλην της Aer Lingus». Κανένα στοιχείο στις κατευθυντήριες γραμμές δεν εμφαίνει ότι πράξη συγκεντρώσεως η οποία καταλήγει στη δημιουργία μονοπωλίου δεν παρακωλύει σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό αν υπάρχει επαρκής απειλή εισόδου νέων ανταγωνιστών. Η απόφαση easyJet κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 102, ωσαύτως δεν ασκεί επιρροή συναφώς. Στην υπόθεση εκείνη, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν είναι αναγκαίο να κατονομασθεί ένας νεοεισερχόμενος στην αγορά μεταφορέας, δεδομένου ότι διάφοροι ανταγωνιστές έδειξαν ενδιαφέρον, κατόπιν των δεσμεύσεων, προκειμένου να εισέλθουν στις επηρεαζόμενες αγορές και, συνεπώς, ήταν δυνατό να θεωρηθεί η πραγματική είσοδος ενός νέου ανταγωνιστή στην αγορά ως πολύ πιθανή. Εν προκειμένω, αντιθέτως, η είσοδος εντός νέου αγοραστή είναι απίθανη για τους λόγους που εκτίθενται στο σημείο 7.8 της προσβαλλομένης αποφάσεως και λόγω του ότι κανένας από τους ανταγωνιστές που απάντησαν στην έρευνα αγοράς δεν γνωστοποίησε την πρόθεσή του να διεισδύσει συγκεκριμένα σε ένα από τα δρομολόγια στα οποία οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται (αιτιολογικές σκέψεις 1190 έως 1196 της προσβαλλομένης αποφάσεως), εξαιρουμένων ενδεχομένως της Air France και της British Airways, οι οποίες θα επέκτειναν τις δραστηριότητές τους στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο, πράγμα το οποίο η Επιτροπή έκρινε ανεπαρκές για την εξάλειψη των προβλημάτων ανταγωνισμού στο δρομολόγιο αυτό (αιτιολογικές σκέψεις 1216 έως 1219 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Λόγω αυτής της ελλείψεως προοπτικής εισόδου, η Επιτροπή πρότεινε ανεπισήμως στη Ryanair να υποδείξει έναν «αρχικό αγοραστή». Έχει μικρή σημασία το αν πρόκειται για την πρώτη συγκέντρωση αεροπορικών εταιριών ως προς την οποία η Επιτροπή διατύπωσε μια τέτοια πρόταση ή αν η Ryanair έκρινε δυσχερές, ακόμη δε και αδύνατο να την ακολουθήσει. Σε σχέση με προγενέστερες υποθέσεις, η υπό κρίση πράξη συγκεντρώσεως διαφέρει, καθόσον αφορά δύο εταιρίες οι οποίες προσφέρουν υπηρεσίες από σημείο σε σημείο και εκμεταλλεύονται αμφότερες σημαντικό αριθμό αεροσκαφών από το ίδιο αεροδρόμιο σε μεγάλο αριθμό δρομολογίων στα οποία οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται. Από την άλλη πλευρά, αντιθέτως προς προγενέστερες υποθέσεις, ο κορεσμός των αεροδρομίων δεν αποτελεί τον μόνο φραγμό εισόδου εν προκειμένω. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι δεν μπορεί να δεχθεί δεσμεύσεις που θα εξάλειφαν εν μέρει μόνον τα προβλήματα αυτά ανταγωνισμού, με την αιτιολογία ότι ο ενδιαφερόμενος δεν θα μπορούσε να δεχθεί άλλες δεσμεύσεις.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

519    Το σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007 καταρτίσθηκε κατόπιν εμπεριστατωμένων συζητήσεων μεταξύ της Επιτροπής και της Ryanair ως προς το περιεχόμενο των δεσμεύσεων της 3ης Μαΐου 2007 και ως προς τους τρόπους επιλύσεως των εντοπισθέντων προβλημάτων. Συναφώς, πρέπει να γίνει αναφορά στα επιχειρήματα που προέβαλε η Ryanair ως προς το περιεχόμενο της συσκέψεως της 1ης Ιουνίου 2007 (βλ. σκέψη 470 ανωτέρω) και ως προς το περιεχόμενο της μαγνητοφωνημένης τηλεφωνικής συνδιασκέψεως που διεξήχθη μεταξύ της Ryanair και της Επιτροπής στις 29 Μαΐου 2007.

520    Παρά τις διευκρινίσεις ως προς τι θεωρούνταν αναγκαίο για να επιτραπεί η πράξη συγκεντρώσεως, η προσφεύγουσα –όπως ομολογεί η ίδια (βλ. σκέψη 470 ανωτέρω)– υπέβαλε μια τελική πρόταση δεσμεύσεων η οποία δεν ανταποκρινόταν στα αιτήματα της Επιτροπής όσον αφορά τον σημαντικό αριθμό αεροσκαφών που έπρεπε να τοποθετηθεί στο Δουβλίνο εντός εξαμήνου από της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, με δυνατότητα παρατάσεως επί εξάμηνο. Η πρόταση της Ryanair ήταν να δεχθεί την κατ’ αρχήν άμεση τοποθέτηση του ημίσεος αυτού του σημαντικού αριθμού αεροσκαφών, πλέον δύο αεροπλάνων προοριζόμενων για τα δρομολόγια προς το Λονδίνο-Heathrow, εντός προθεσμίας έξι μηνών από της δημοσιεύσεως μιας νέας προσφοράς, η οποία θα δημοσιευόταν εντός εξαμήνου από της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, με δυνατότητα παρατάσεως επί εξάμηνο.

521    Επιπλέον, στο πλαίσιο των λύσεων που προτάθηκαν εν προκειμένω, δηλαδή κυρίως των απόκτηση χρονοθυρίδων από έναν ή πλείονες επιχειρηματίες, η Ryanair θεωρεί δεδομένο ότι η ενότητα Ryanair-Aer Lingus δεν θα δημιουργούσε προβλήματα ανταγωνισμού για όσο χρόνο θα επέτρεπε στους νεοεισερχομένους στην αγορά μεταφορείς ή στους επιχειρηματίες που αναπτύσσουν ήδη δραστηριότητα στην αγορά αυτή, όσον αφορά το δρομολόγιο προς το Λονδίνο-Heathrow, να αγοράσουν χρονοθυρίδες για να αναπτύξουν το μερίδιό τους αγοράς. Η Επιτροπή έκρινε ότι το μέτρο αυτό είναι ανεπαρκές προκειμένου να θέσει υπό αμφισβήτηση το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα το οποίο θα αντιπροσώπευε η εξαφάνιση του κύριου ανταγωνιστή της Ryanair. Ως εκ τούτου η Επιτροπή εξέθεσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η Ryanair, αντί να επιθυμεί να πείσει την Επιτροπή να δεχθεί την κατ’ αρχήν δημιουργία ή ενίσχυση της δεσπόζουσας θέσεως της ενότητας Ryanair-Aer Lingus στο τάδε ή στο δείνα δρομολόγιο, κρίνοντας ότι ένας υποθετικός ανταγωνιστής θα ερχόταν να εγκατασταθεί ή να αναπτύξει το μερίδιο αγοράς του απλώς και μόνο διότι προσφέρονται χρονοθυρίδες, θα έπρεπε εν προκειμένω να παραιτηθεί από μέρος του μεριδίου αγοράς της προς όφελος των ανταγωνιστών.

522    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς προγενέστερες συγκεντρώσεις στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών επιβατών (όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις Air France κατά KLM και Lufthansa κατά Swiss), η Επιτροπή δεν μπορούσε εν προκειμένω να ικανοποιηθεί απλώς και μόνο με χρονοθυρίδες για τη διασφάλιση της προσβάσεως σε ένα δρομολόγιο. Συγκεκριμένα, δεν πρόκειται περί πράξεως συγκεντρώσεως η οποία ενδιαφέρει τους εν ενεργεία μεταφορείς οι οποίοι διαθέτουν, σε διαφορετικές χώρες, αεροδρόμιο το οποίο χρησιμοποιούν ως βάση. Η Ryanair και η Aer Lingus αναπτύσσουν δραστηριότητα από το ίδιο αεροδρόμιο, το αεροδρόμιο του Δουβλίνου, στο οποίο διαθέτουν σημαντικά πλεονεκτήματα, τα οποία οι ανταγωνιστές δεν μπορούν εύκολα να αποκτήσουν.

523    Επιπλέον, τα αποτελέσματα των ερευνών αγοράς απέδειξαν ότι οι παρόντες και οι ενδεχόμενοι ανταγωνιστές δεν ήταν έτοιμοι να ανταγωνισθούν την προκύπτουσα από την πράξη συγκεντρώσεως οντότητα στο σύνολο των δρομολογίων τα οποία επηρεάζει η πράξη συγκεντρώσεως. Ακόμη και στο δρομολόγιο Δουβλίνο-Λονδίνο (Heathrow), το ενδιαφέρον ορισμένων αεροπορικών εταιριών που ήταν ενίοτε ήδη παρούσες δεν επιβεβαιώθηκε με σαφή ανάληψη δεσμεύσεως συναφώς, την οποία θα μπορούσε να παρουσιάσει η Ryanair για να στηρίξει τη δέσμευσή της περί του «αρχικού αγοραστή».

524    Στο παρόν στάδιο της διαδικασίας, για τους λόγους που εκτίθενται ορθώς στην προσβαλλομένη απόφαση όσον αφορά τις δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007, και λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων που δόθηκαν με το σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007, η προσφεύγουσα δεν εκθέτει επιχειρήματα ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση, επαρκώς κατά νόμον, την εκτεθείσα στην προσβαλλομένη απόφαση εκτίμηση της Επιτροπής ότι το σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007 δεν της παρείχε τη δυνατότητα να καταλήξει με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι θα ήταν δυνατή η εφαρμογή του και ότι οι εντεύθεν προκύπτουσες λύσεις θα ήταν αρκούντως βιώσιμες και διαρκείς ώστε να μην ανακύψουν στο σχετικώς εγγύς μέλλον τα εμπόδια στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό τα οποία οι δεσμεύσεις αυτές σκοπούν να αποτρέψουν.

525    Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, τόσο όσον αφορά την τυπική εγκυρότητα των προτάσεων που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, όσο και όσον αφορά την εκτίμηση του περιεχομένου των προτάσεων αυτών επί της ουσίας.

526    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή της Ryanair πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

527    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

528    Δεδομένου ότι Ryanair ηττήθηκε, πρέπει να υποχρεωθεί να φέρει, πλην των δικαστικών εξόδων της, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Επιτροπή και η Aer Lingus Group, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά τους.

529    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Επομένως, η Ιρλανδία φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Ryanair Holdings plc φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Aer Lingus Group plc.

3)      Η Ιρλανδία φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Azizi

Cremona

Frimodt Nielsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Ιουλίου 2010.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Α –   Διάδικοι

Β –   Διοικητική διαδικασία

Γ –   Περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως

1. Σχετικές αγορές

2. Εκτίμηση των αποτελεσμάτων της πράξεως συγκεντρώσεως στον ανταγωνισμό

3. Εκτίμηση των δεσμεύσεων

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Νομική εκτίμηση

Α –    Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αφορώντος την εκτίμηση της σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus

1. Επί της «υπερβολικής βαρύτητας» που προσδόθηκε στα μερίδια αγοράς

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2. Επί της μη συνεκτιμήσεως των «θεμελιωδών διαφορών» μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus

α) Επί της χρήσεως των όρων «άμεσοι ανταγωνιστές» και επί της «αυτόματης» συναγωγής της υπάρξεως σημαντικών ανταγωνιστικών πιέσεων

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

β) Επί των «θεμελιωδών διαφορών» ως προς το κόστος εκμεταλλεύσεως, τις τιμές που εφαρμόζονται και το επίπεδο των παρεχομένων υπηρεσιών

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

γ) Επί της διαφοράς μεταξύ των αεροδρομίων προορισμού

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3. Επί του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που παρέχει η ύπαρξη βάσεως στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

4. Επί των «μη τεχνικών αποδεικτικών στοιχείων»

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

5. Επί της οικονομετρικής αναλύσεως της Επιτροπής

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

6. Επί των οικονομετρικών αναλύσεων τις οποίες υπέβαλε η Ryanair

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

7. Επί των ανταγωνιστικών πιέσεων που ασκούν οι εταιρίες οι οποίες εκτελούν ναυλωμένες πτήσεις

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

8. Επί της έρευνας που πραγματοποιήθηκε μεταξύ των επιβατών

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

9. Επί της έρευνας μεταξύ των πελατισσών επιχειρήσεων

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

10. Επί της ζημίας για τους καταναλωτές

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Β –   Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εκτίμηση των φραγμών για την είσοδο στην αγορά

1. Επί της σημασίας που πρέπει να δοθεί στη μη είσοδο νέων ανταγωνιστών στις σχετικές αγορές

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2. Επί των εισόδων και των αποχωρήσεων στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3. Επί της συνεκτιμήσεως του οικονομικού μοντέλου της Ryanair

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

4. Επί των πλεονεκτημάτων που συνδέονται με την κατοχή βάσεων λειτουργίας στην Ιρλανδία

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

5. Επί του κόστους και των κινδύνων που συνεπάγεται η είσοδος στην αγορά

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

6. Επί της φήμης της Ryanair ως φραγμού για την είσοδο στην αγορά

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

7. Επί της έγκαιρης εισόδου

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

8. Επί της υπάρξεως πιο προσοδοφόρων δρομολογίων εκτός Ιρλανδίας

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

9. Επί του κορεσμού των αεροδρομίων

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

10. Επί της θέσεως της ενότητας Ryanair-Aer Lingus στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Γ –    Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την ανάλυση του ανταγωνισμού ανά δρομολόγιο

1. Επί του παραδεκτού

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2. Επί της ουσίας

α) Επί του δρομολογίου Δουβλίνο-Λονδίνο

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

β) Επί των δρομολογίων Δουβλίνο-Birmingham, Δουβλίνο-Εδιμβούργο, Δουβλίνο-Γλασκώβη, Δουβλίνο-Manchester και Δουβλίνο -Newcastle

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–  Επί του δρομολογίου Δουβλίνο-Birmingham

–  Επί του δρομολογίου Δουβλίνο-Εδιμβούργο

–  Επί των δρομολογίων Δουβλίνο-Γλασκώβη, Δουβλίνο-Manchester και Δουβλίνο-Newcastle

γ) Επί των δρομολογίων Shannon-Λονδίνο και Cork-Λονδίνο

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

δ) Επί των δρομολογίων Δουβλίνο-Φρανκφούρτη, Δουβλίνο-Παρίσι, Δουβλίνο-Μαδρίτη, Δουβλίνο-Βρυξέλλες, Δουβλίνο-Βερολίνο και Δουβλίνο-Αμβούργο (Lόbeck)

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–  Επί των δρομολογίων Δουβλίνο-Βερολίνο και Δουβλίνο-Αμβούργο (Lόbeck)

–  Επί του δρομολογίου Δουβλίνο-Βρυξέλλες

–  Επί του δρομολογίου Δουβλίνο-Φρανκφούρτη

–  Επί των δρομολογίων Δουβλίνο-Μαδρίτη και Δουβλίνο-Παρίσι

γ) Επί των δρομολογίων Δουβλίνο-Μιλάνο και Δουβλίνο-Ρώμη

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Δ –    Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εκτίμηση της προβαλλομένης βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας

1.  Επί του επαληθεύσιμου χαρακτήρα της προβαλλόμενης βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2.  Επί του αν ορισμένες από τις προβαλλόμενες βελτιώσεις της αποτελεσματικότητας απορρέουν από τη συγκεκριμένη πράξη συγκεντρώσεως

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3.  Επί του οφέλους για τους καταναλωτές

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

4.  Συμπέρασμα επί της αναλύσεως των αποτελεσμάτων της πράξεως συγκεντρώσεως στον ανταγωνισμό

Ε –   Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εκτίμηση των δεσμεύσεων

1.  Προκαταρκτικές σκέψεις

α) Επί του πλαισίου αναλύσεως των δεσμεύσεων

β) Επί της περιγραφής και της εκτιμήσεως των δεσμεύσεων της 3ης Μαΐου 2007

γ) Επί της περιγραφής και της εκτιμήσεως του σχεδίου δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007

2.  Επί της μη υπάρξεως τυπικών πλημμελειών στις δεσμεύσεις της 3ης Μαΐου 2007

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3.  Επί της μη υπάρξεως τυπικών πλημμελειών στο σχέδιο δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

4.  Επί της εκτιμήσεως επί της ουσίας των δεσμεύσεων της 3ης Μαΐου 2007 και του σχεδίου δεσμεύσεων της 1ης Ιουνίου 2007

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.