Language of document : ECLI:EU:T:2008:183

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 10ης Ιουνίου 2008

Υπόθεση T-282/03

Paul Ceuninck

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Διορισμός – Θέση συμβούλου στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) – Απόρριψη υποψηφιότητας – Αρμοδιότητα του γενικού διευθυντή της OLAF – Νομιμότητα της προκηρύξεως κενής θέσεως – Παράβαση των κανόνων διορισμού υπαλλήλων βαθμού Α4 και Α5 – Κατάχρηση εξουσίας – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή με αντικείμενο, αφενός, ακύρωση της προκηρύξεως κενής θέσεως COM/051/02 και όλης της διαδικασίας επιλογής κατόπιν της προκηρύξεως αυτής και, αφετέρου, ακύρωση της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, της 13ης Σεπτεμβρίου 2002, περί διορισμού της S. και περί σιωπηρής απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο Paul Ceuninck και η Επιτροπή φέρουν καθένας τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Θεσμικά Όργανα και Οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άσκηση αρμοδιοτήτων – Ανάθεση εξουσιών

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 2 § 1)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Ισχυρισμοί

3.      Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Προκήρυξη κενής θέσεως – Εξέταση των υποψηφιοτήτων σε σχέση με τις απαιτούμενες προϋποθέσεις – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως – Όρια – Τήρηση των προϋποθέσεων που έχουν τεθεί με την προκήρυξη του διαγωνισμού – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7 § 1)

1.      Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) εντάσσεται στη διοικητική και δημοσιονομική δομή της Επιτροπής και, στο μέτρο που η Επιτροπή έχει αναθέσει στον γενικό διευθυντή της OLAF τις εξουσίες που έχουν ανατεθεί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ), ο εν λόγω διευθυντής είναι αρμόδιος για τη λήψη των αποφάσεων διορισμών εντός της OLAF.

(βλ. σκέψη 22)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 10 Ιουλίου 2003, C‑15/00, Επιτροπή κατά ΕΤΕπ, Συλλογή 2003, σ. I‑7281, σκέψη 106

2.      Η έννοια της καταχρήσεως εξουσίας συνεπάγεται ότι μια διοικητική αρχή ασκεί τις εξουσίες της με σκοπό διαφορετικό από εκείνο για τον οποίο της ανατέθηκαν. Μια απόφαση ελήφθη κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι ελήφθη με σκοπούς διαφορετικούς από τους προβαλλόμενους. Επομένως, δεν αρκεί η επίκληση ορισμένων περιστατικών προς στήριξη των ισχυρισμών του προσφεύγοντος· απαιτείται επίσης η προσκόμιση ακριβών, αντικειμενικών και συγκλινουσών ενδείξεων, ικανών να θεμελιώσουν το αληθές τους ή, τουλάχιστον, το πιθανολογούμενον ως αληθές τους.

(βλ. σκέψη 48)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 6 Μαρτίου 2001, C‑274/99 P, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑1611, σκέψη 113· ΠΕΚ, 5 Ιουλίου 2000, T‑111/99, Samper κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑135 και II‑611, σκέψη 64· ΠΕΚ, 19 Σεπτεμβρίου 2001, T‑152/00, E κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑179 και II‑813, σκέψη 68· ΠΕΚ, 26 Νοεμβρίου 2002, T‑103/01, Cwik κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑229 και II‑1137, σκέψεις 18 και 29

3.      H άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει η ΑΔΑ προϋποθέτει ότι ερευνά με επιμέλεια και αμεροληψία τους φακέλους των υποψηφιοτήτων και ότι τηρεί σχολαστικά τις απαιτήσεις που θέτει η ανακοίνωση κενής θέσεως, έτσι ώστε να είναι υποχρεωμένη να απορρίψει κάθε υποψήφιο που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αυτές. Η ανακοίνωση κενής θέσεως αποτελεί νομικό πλαίσιο το οποίο η εν λόγω αρχή επιβάλλει στον εαυτό της και το οποίο οφείλει να τηρεί σχολαστικά.

Προκειμένου να ελεγχθεί κατά πόσον η ΑΔΑ υπερέβη τα όρια του εν λόγω νομικού πλαισίου, απόκειται στον κοινοτικό δικαστή να εξετάσει τις απαιτούμενες από την προκήρυξη κενής θέσεως προϋποθέσεις, στη συνέχεια να εξακριβώσει ότι ο υποψήφιος που επελέγη από την ΑΔΑ για να καταλάβει την κενή θέση ανταποκρίνεται πράγματι στις προϋποθέσεις αυτές, και τέλος να εξετάσει αν, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων του προσφεύγοντος, η ΑΔΑ υπέπεσε σε πρόδηλη πραγματική πλάνη προτιμώντας άλλον υποψήφιο. Πάντως, ο έλεγχος αυτός πρέπει να περιορίζεται στο αν η διοίκηση, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων επί των οποίων στήριξε την εκτίμησή της, κινήθηκε εντός ευλόγων ορίων, μετά από διαδικασία διεξαχθείσα άνευ παρατυπιών, και δεν έκανε χρήση της εξουσίας της κατά τρόπο προδήλως πεπλανημένο. Συγκεκριμένα, ο δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ΑΔΑ όσον αφορά την εκτίμηση των προσόντων των υποψηφίων.

(βλ. σκέψεις 65 έως 67)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 18 Μαρτίου 1993, C‑35/92 P, Κοινοβούλιο κατά Frederiksen, Συλλογή 1993, σ. I‑991, σκέψεις 15 και 16· ΠΕΚ, 12 Μαΐου 1998, T‑159/96, Wenk κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑193 και II‑593, σκέψεις 64 και 72· E κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 29· 14 Οκτωβρίου 2003, T‑174/02, Wieme κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑241 και II‑1165, σκέψη 38· ΠΕΚ, 3 Φεβρουαρίου 2005, T‑137/03, Mancini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑7 και II‑27, σκέψη 92· ΠΕΚ, 5 Ιουλίου 2005, T‑370/03, Wunenburger κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑189 και II‑853, σκέψη 51· ΠΕΚ, 4 Ιουλίου 2006, T‑45/04, Tzirani κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. Ι-Α-2-146 και ΙΙ-Α-2-681, σκέψεις 46, 48 και 49