Language of document : ECLI:EU:T:2023:372

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο πενταμελές τμήμα)

της 5ης Ιουλίου 2023 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Θεσμικό δίκαιο – Μέλος του Κοινοβουλίου – Άρνηση του Προέδρου του Κοινοβουλίου να δώσει συνέχεια σε αίτημα προασπίσεως των προνομίων και ασυλιών – Πράξη μη δεκτική προσφυγής – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑115/20,

Carles Puigdemont i Casamajó, κάτοικος Βατερλώ (Βέλγιο),

Antoni Comín i Olivares, κάτοικος Βατερλώ,

εκπροσωπούμενοι από τους P. Bekaert, G. Boye και S. Bekaert, δικηγόρους, και από τον B. Emmerson, KC,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τους N. Görlitz και J.‑C. Puffer,

καθού,

υποστηριζόμενου από το

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τις A. Gavela Llopis και J. Ruiz Sánchez,

παρεμβαίνον,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους Α. Μαρκουλλή (εισηγήτρια), πρόεδρο, S. Frimodt Nielsen, H. Kanninen, J. Schwarcz και R. Norkus, δικαστές,

γραμματέας: M. Zwozdziak-Carbonne, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, ιδίως δε τη διάταξη της 17ης Ιουνίου 2021, βάσει της οποίας η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Κοινοβούλιο αποφασίσθηκε να εξετασθεί μαζί με την ουσία της υποθέσεως,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Νοεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την ασκηθείσα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή τους, οι προσφεύγοντες Carles Puigdemont i Casamajó και Antoni Comín i Oliveres ζητούν την ακύρωση της αποφάσεως του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που προβάλλεται ότι περιέχεται στο από 10ης Δεκεμβρίου 2019 έγγραφό του με το οποίο απάντησε στο αίτημα να προασπίσει το Κοινοβούλιο, βάσει του άρθρου 9 του Εσωτερικού Κανονισμού του, τη βουλευτική ασυλία τους.

 Ιστορικό της διαφοράς και πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της ασκήσεως της προσφυγής

2        Ο πρώτος προσφεύγων ήταν πρόεδρος της Generalitat de Cataluña (Αυτόνομης Κοινότητας της Καταλονίας, Ισπανία), ενώ ο δεύτερος προσφεύγων ήταν μέλος της Gobierno autonómico de Cataluña (Κυβερνήσεως της Αυτόνομης Κοινότητας της Καταλονίας, Ισπανία) κατά τον χρόνο θεσπίσεως του Ley 19/2017 del Parlamento de Cataluña, reguladora del referéndum de autodeterminación (νόμου 19/2017 του Κοινοβουλίου της Καταλονίας, για τη ρύθμιση του δημοψηφίσματος περί αυτοδιαθέσεως), της 6ης Σεπτεμβρίου 2017 (DOGC αριθ. 7449A της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, σ. 1), και του Ley 20/2017 del Parlamento de Cataluña, de transitoriedad jurídica y fundacional de la República (νόμου 20/2017 του Κοινοβουλίου της Καταλονίας, περί νομικής μεταβάσεως και ιδρυτικού της Δημοκρατίας), της 8ης Σεπτεμβρίου 2017 (DOGC αριθ. 7451A της 8ης Σεπτεμβρίου 2017, σ. 1), καθώς και κατά τον χρόνο διεξαγωγής, την 1η Οκτωβρίου 2017, του δημοψηφίσματος περί αυτοδιαθέσεως που προέβλεπε ο πρώτος από τους δύο ως άνω νόμους, η ισχύς των διατάξεων του οποίου είχε εν τω μεταξύ ανασταλεί με απόφαση του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ισπανία).

3        Κατόπιν της θεσπίσεως των εν λόγω νόμων και της διεξαγωγής του σχετικού δημοψηφίσματος, η Ministerio fiscal (εισαγγελική αρχή, Ισπανία), ο Abogado del Estado (νομικός σύμβουλος του κράτους, Ισπανία) και το πολιτικό κόμμα VOX κίνησαν ποινική διαδικασία κατά πλειόνων προσώπων, μεταξύ των οποίων και οι προσφεύγοντες, θεωρώντας ότι τα πρόσωπα αυτά είχαν τελέσει πράξεις οι οποίες στοιχειοθετούσαν, μεταξύ άλλων, τα αδικήματα της εξεγέρσεως, της στάσεως και της υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος.

4        Με διάταξη της 9ης Ιουλίου 2018, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες δεν παρέστησαν ενώπιόν του, μετά τη φυγή τους από την Ισπανία, και ανέστειλε την ποινική διαδικασία που είχε κινηθεί εις βάρος τους έως ότου εντοπισθούν εκ νέου.

5        Εν συνεχεία, οι προσφεύγοντες έθεσαν υποψηφιότητα στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου οι οποίες διεξήχθησαν στην Ισπανία στις 26 Μαΐου 2019 (στο εξής: εκλογές της 26ης Μαΐου 2019). Εξελέγησαν όντως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπως προκύπτει από την επίσημη ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων στην οποία προέβη η Junta Electoral Central (Κεντρική Εκλογική Επιτροπή, Ισπανία) με απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019 περί «[α]νακηρύξεως των εκλεγέντων βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις εκλογές που διεξήχθησαν στις 26 Μαΐου 2019» (BOE αριθ. 142, της 14ης Ιουνίου 2019, σ. 62477).

6        Με έγγραφο της 14ης Ιουνίου 2019, οι προσφεύγοντες ζήτησαν, μεταξύ άλλων, από τον τότε Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Μαΐου 2019 τα οποία μνημονεύονταν στην ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019.

7        Στις 15 Ιουνίου 2019 ο ανακριτής του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) απέρριψε αίτηση των προσφευγόντων περί ανακλήσεως των εθνικών ενταλμάτων συλλήψεως που είχαν εκδώσει εις βάρος τους τα ισπανικά ποινικά δικαστήρια προκειμένου να δικασθούν στο πλαίσιο της μνημονευόμενης στη σκέψη 3 ποινικής διαδικασίας.

8        Στις 17 Ιουνίου 2019 η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή κοινοποίησε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον κατάλογο των εκλεγέντων στην Ισπανία υποψηφίων, στον οποίον δεν περιλαμβάνονταν τα ονόματα των προσφευγόντων.

9        Στις 20 Ιουνίου 2019 η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή κοινοποίησε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απόφαση με την οποία διαπίστωνε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν δώσει τον όρκο υπακοής στο ισπανικό Σύνταγμα ο οποίος απαιτείται βάσει του άρθρου 224, παράγραφος 2, του Ley orgánica 5/1985 de régimen electoral general (οργανικού νόμου 5/1985, περί γενικού εκλογικού καθεστώτος), της 19ης Ιουνίου 1985 (BOE αριθ. 147, της 20ής Ιουνίου 1985, σ. 19110), και, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, κήρυξε κενές τις έδρες που τους είχαν απονεμηθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ανέστειλε δε όλα τα προνόμια τα οποία θα μπορούσαν να έχουν οι προσφεύγοντες λόγω των καθηκόντων τους μέχρις ότου δώσουν τον όρκο.

10      Με έγγραφο της ίδιας ημέρας, οι προσφεύγοντες ζήτησαν, μεταξύ άλλων, από τον τότε Πρόεδρο του Κοινοβουλίου να λάβει επειγόντως, βάσει του άρθρου 8 του Εσωτερικού Κανονισμού του Κοινοβουλίου, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο εκείνο, κάθε αναγκαίο μέτρο για την επιβεβαίωση των προνομίων και ασυλιών τους. Το αίτημά τους υποβλήθηκε εκ νέου στις 24 Ιουνίου 2019.

11      Με έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019 ο τότε Πρόεδρος του Κοινοβουλίου απάντησε στα έγγραφα των προσφευγόντων της 14ης, της 20ής και της 24ης Ιουνίου 2019, επισημαίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει ως μελλοντικά μέλη του Κοινοβουλίου, καθόσον τα ονόματά τους δεν περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των εκλεγμένων υποψηφίων τον οποίο είχαν κοινοποιήσει επισήμως οι ισπανικές αρχές.

12      Στις 2 Ιουλίου 2019 κηρύχθηκε η έναρξη της πρώτης συνόδου του νεοεκλεγέντος Κοινοβουλίου μετά τις εκλογές της 26ης Μαΐου 2019.

13      Με ηλεκτρονική επιστολή της 10ης Οκτωβρίου 2019, η βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου A απηύθυνε, εξ ονόματος τριών υποψηφίων που εξελέγησαν στις εκλογές της 26ης Μαΐου 2019, μεταξύ των οποίων και οι προσφεύγοντες, στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου που εξελέγη στις 3 Ιουλίου 2019 (στο εξής: Πρόεδρος του Κοινοβουλίου), καθώς και στον πρόεδρο και στον αντιπρόεδρο της επιτροπής νομικών θεμάτων του Κοινοβουλίου, αίτημα 38 βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, διαφόρων ιθαγενειών και πολιτικών κομμάτων, μεταξύ των οποίων και η ίδια, προκειμένου ιδίως να προασπίσει το Κοινοβούλιο, βάσει του άρθρου 9 του Εσωτερικού Κανονισμού του Κοινοβουλίου που εφαρμόζεται στην ένατη κοινοβουλευτική περίοδο (2019‑2024), όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με την απόφαση του Κοινοβουλίου της 17ης Ιανουαρίου 2023 (στο εξής: Εσωτερικός Κανονισμός), τη βουλευτική ασυλία των ενδιαφερομένων η οποία προβλέπεται στο άρθρο 9, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2010, C 83, σ. 266) (στο εξής: Πρωτόκολλο αριθ. 7). Τα έγγραφα που μνημονεύονταν προς στήριξη του αιτήματος αυτού κοινοποιήθηκαν στο Κοινοβούλιο με ηλεκτρονική επιστολή της 26ης Νοεμβρίου 2019.

14      Στις 14 Οκτωβρίου 2019 ο ανακριτής του ποινικού τμήματος του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) εξέδωσε εθνικό ένταλμα συλλήψεως, ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και διεθνές ένταλμα συλλήψεως εις βάρος του πρώτου προσφεύγοντος, προκειμένου να δικασθεί στο πλαίσιο της μνημονευόμενης στην ανωτέρω σκέψη 3 ποινικής διαδικασίας. Στις 4 Νοεμβρίου 2019 ο ίδιος δικαστής εξέδωσε παρόμοια εντάλματα συλλήψεως κατά του δεύτερου προσφεύγοντος. Εν συνεχεία, οι προσφεύγοντες τέθηκαν υπό κράτηση στο Βέλγιο στις 17 Οκτωβρίου και στις 7 Νοεμβρίου 2019, αντιστοίχως, και αφέθηκαν αυθημερόν ελεύθεροι υπό όρους.

15      Με δύο έγγραφα της 10ης Δεκεμβρίου 2019, τα οποία είχαν παρόμοιο περιεχόμενο και εκ των οποίων το πρώτο απευθυνόταν στην A και το δεύτερο στο σύνολο των 38 ευρωβουλευτών, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου απάντησε στο αίτημα που μνημονεύεται στην ανωτέρω σκέψη 13. Με το έγγραφο που απηύθυνε στην A (στο εξής: προσβαλλόμενη πράξη), ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου εφιστούσε την προσοχή της ενδιαφερομένης στη διάταξη της 1ης Ιουλίου 2019, Puigdemont i Casamajó και Comín i Oliveres κατά Κοινοβουλίου (T‑388/19 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:467), και στο γεγονός ότι, κατ’ ουσίαν, το Κοινοβούλιο δεν μπορούσε να θεωρήσει τους εν λόγω τρεις υποψηφίους που είχαν ανακηρυχθεί εκλεγέντες στις επίμαχες εκλογές της 26ης Μαΐου 2019 ως μέλη του Κοινοβουλίου ελλείψει επίσημης κοινοποιήσεως της εκλογής τους από τις ισπανικές αρχές, κατά την έννοια της πράξεως εκλογής των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με άμεση καθολική ψηφοφορία, η οποία είναι προσαρτημένη στην απόφαση 76/787/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 (ΕΕ 1976, L 278, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2002/772/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002 και της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 (ΕΕ 2002, L 283, σ. 1). Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου παρέπεμπε στα προγενέστερα σχετικά έγγραφα, συγκεκριμένα δε, αφενός, στο έγγραφο του προκατόχου του, της 27ης Ιουνίου 2019, προς τους προσφεύγοντες (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω) και, αφετέρου, στο από 22ας Αυγούστου 2019 έγγραφό του προς την Α σχετικά με την αδυναμία του Κοινοβουλίου να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια σχετικά με την προβαλλόμενη ασυλία του άλλου εκλεγέντος υποψηφίου. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου παρέπεμπε επίσης στην απόφαση του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) της 14ης Οκτωβρίου 2019 σχετικά με τον ως άνω άλλο εκλεγέντα υποψήφιο. Εν συνεχεία, επισήμαινε ότι είχε λάβει γνώση των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:958) και ότι ανέμενε την απόφαση του Δικαστηρίου. Τέλος, υπενθύμιζε ότι το άρθρο 9, παράγραφος 2, του Εσωτερικού Κανονισμού επέτρεπε σε μέλος ή πρώην μέλος του Κοινοβουλίου να εκπροσωπείται από ένα μόνον άλλο μέλος και όχι από 38 μέλη. Κατά συνέπεια, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου κάλεσε την Α να αντλήσει τα συμπεράσματά της από τις ως άνω εξηγήσεις.

16      Με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:1115), το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι πρόσωπο του οποίου η εκλογή στο Κοινοβούλιο ανακηρύχθηκε επισήμως, αλλά στο οποίο δεν επετράπη να συμμορφωθεί προς ορισμένες απαιτήσεις που προβλέπονται από το εσωτερικό δίκαιο κατόπιν της ως άνω ανακηρύξεως καθώς και να μεταβεί στο Κοινοβούλιο προκειμένου να μετάσχει στην πρώτη σύνοδό του, πρέπει να θεωρηθεί ότι απολαύει ασυλίας δυνάμει του άρθρου 9, δεύτερο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου αριθ. 7.

17      Κατά τη συνεδρίαση της ολομέλειας της 13ης Ιανουαρίου 2020 και κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:1115), το Κοινοβούλιο έλαβε υπόψη την εκλογή των προσφευγόντων στο Κοινοβούλιο με ισχύ από τις 2 Ιουλίου 2019.

18      Την ίδια ημέρα, ο πρόεδρος του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) κοινοποίησε στο Κοινοβούλιο την από 10ης Ιανουαρίου 2020 αίτηση, η οποία διαβιβάσθηκε υπό την κάλυψη του προέδρου του ποινικού τμήματος του Δικαστηρίου αυτού και η οποία απέρρεε από διάταξη την οποία είχε εκδώσει αυθημερόν ο ανακριτής του εν λόγω τμήματος, με αντικείμενο την άρση της ασυλίας των προσφευγόντων βάσει του άρθρου 9, τρίτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου αριθ. 7.

19      Με αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2021, το Κοινοβούλιο δέχθηκε τη μνημονευόμενη στη σκέψη 18 ανωτέρω αίτηση.

 Αιτήματα των διαδίκων

20      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

21      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να καταργήσει τη δίκη όσον αφορά την ασυλία η οποία παρέχεται βάσει του άρθρου 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 και να απορρίψει την προσφυγή κατά τα λοιπά ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, όλως επικουρικώς, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

22      Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη και

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Νομικό πλαίσιο

 Δίκαιο της Ένωσης

23      Το κεφάλαιο III του Πρωτοκόλλου αριθ. 7, σχετικά με τα «[μ]έλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου», περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 8, το οποίο ορίζει τα εξής:

«Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν υπόκεινται σε έρευνα, κράτηση ή δίωξη για γνώμη ή ψήφο δοθείσα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.»

24      Το άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 ορίζει τα ακόλουθα:

«Κατά τη διάρκεια των συνόδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα μέλη του απολαύουν:

α)      εντός της επικρατείας των κρατών τους, των ασυλιών που αναγνωρίζονται στα μέλη του Κοινοβουλίου της χώρας τους,

β)      εντός της επικρατείας άλλων κρατών μελών της εξαιρέσεως από κάθε μέτρο κρατήσεως και κάθε δικαστική δίωξη.

Η ασυλία τους καλύπτει επίσης όταν μεταβαίνουν στον τόπο συνεδριάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή όταν επιστρέφουν από αυτόν.

Επίκληση της ασυλίας δεν δύναται να γίνει στην περίπτωση αυτοφώρου εγκλήματος και ούτε δύναται να εμποδίσει την άσκηση του δικαιώματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να άρει την ασυλία ενός από τα μέλη του.»

25      Το κεφάλαιο VII του Πρωτοκόλλου αριθ. 7, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικές διατάξεις», περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 18, κατά το οποίο:

«Για την εφαρμογή του παρόντος πρωτοκόλλου, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ενεργούν σε συνεννόηση με τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών.»

26      Το άρθρο 5 του Εσωτερικού Κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προνόμια και ασυλίες», προβλέπει τα εξής:

«1. Οι βουλευτές απολαύουν των προνομίων και των ασυλιών που προβλέπονται στο πρωτόκολλο αριθ. 7 […].»

2. Το Κοινοβούλιο, κατά την άσκηση των εξουσιών του σχετικά με τα προνόμια και τις ασυλίες, ενεργεί με σκοπό τη διατήρηση της ακεραιότητάς του ως δημοκρατικής νομοθετικής συνέλευσης και τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των βουλευτών του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η βουλευτική ασυλία δεν αποτελεί προσωπικό προνόμιο των βουλευτών, αλλά εγγύηση της ανεξαρτησίας του Κοινοβουλίου στο σύνολό του και των βουλευτών του.

[…]»

27      Το άρθρο 7 του Εσωτερικού Κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υπεράσπιση των προνομίων και ασυλιών», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1. Στις περιπτώσεις που εικάζεται ότι τα προνόμια και οι ασυλίες βουλευτή ή πρώην βουλευτή έχουν παραβιασθεί ή πρόκειται να παραβιασθούν από τις αρχές κράτους μέλους, δύναται να υποβληθεί αίτημα προκειμένου το Κοινοβούλιο να αποφανθεί εάν σημειώθηκε ή ενδέχεται να σημειωθεί παραβίαση των εν λόγω προνομίων και ασυλιών, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1.

2. Ειδικότερα, δύναται να υποβληθεί τέτοιο αίτημα για την υπεράσπιση προνομίων και ασυλιών εάν κριθεί ότι οι περιστάσεις θα συνιστούσαν διοικητικό ή άλλο περιορισμό επιβαλλόμενο στην ελεύθερη μετακίνηση βουλευτών που μεταβαίνουν στον τόπο συνεδρίασης του Κοινοβουλίου ή επιστρέφουν από αυτόν ή στην έκφραση γνώμης ή ψήφου δοθείσης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή ότι θα ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[…]

5. Στις περιπτώσεις που έχει ληφθεί απόφαση για τη μη υπεράσπιση των προνομίων και ασυλιών βουλευτή, ο βουλευτής δύναται κατ’ εξαίρεση να υποβάλει αίτημα για την επανεξέταση της απόφασης υποβάλλοντας νέα στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, του Κανονισμού. Το αίτημα επανεξέτασης δεν είναι παραδεκτό εάν έχει ασκηθεί προσφυγή κατά της απόφασης βάσει του άρθρου 263 [ΣΛΕΕ] ή εάν ο Πρόεδρος [του Κοινοβουλίου] κρίνει ότι τα υποβληθέντα νέα στοιχεία δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένα ώστε να δικαιολογείται η επανεξέταση.»

28      Το άρθρο 9 του Εσωτερικού Κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικασίες σχετικά με την ασυλία», προβλέπει τα εξής:

«1. Κάθε αίτημα το οποίο απευθύνεται στον Πρόεδρο [του Κοινοβουλίου] από αρμόδια αρχή κράτους μέλους με σκοπό την άρση της ασυλίας ενός βουλευτή, ή από βουλευτή ή πρώην βουλευτή με σκοπό την προάσπιση των προνομίων και της ασυλίας, ανακοινώνεται στην Ολομέλεια και παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή.

2. Με τη σύμφωνη γνώμη του ενδιαφερόμενου βουλευτή ή πρώην βουλευτή, το αίτημα μπορεί να υποβάλλεται από άλλο βουλευτή, στον οποίο μπορεί να επιτραπεί να εκπροσωπεί τον ενδιαφερόμενο βουλευτή ή πρώην βουλευτή σε όλα τα στάδια της διαδικασίας.

[…]

3. Η επιτροπή εξετάζει χωρίς καθυστέρηση, αλλά λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική περιπλοκότητά τους, τα αιτήματα για άρση της ασυλίας ή τα αιτήματα για προάσπιση των προνομίων και της ασυλίας.

[…]

5. Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την ενδιαφερόμενη αρχή να της παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία ή επεξήγηση θεωρεί αναγκαία προκειμένου να σχηματίσει γνώμη για το εάν η ασυλία πρέπει να αρθεί ή να προασπισθεί.

[…]»

 Ισπανικό δίκαιο

29      Το άρθρο 71 του ισπανικού Συντάγματος ορίζει τα εξής:

«1. Οι βουλευτές και οι γερουσιαστές δεν διώκονται ποινικώς για τις απόψεις που εκφράζουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

2. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, οι βουλευτές και οι γερουσιαστές απολαύουν επίσης ασυλίας και μπορούν να συλληφθούν μόνο σε περίπτωση αυτόφωρου εγκλήματος. Δεν μπορούν να τους απαγγελθούν κατηγορίες ούτε να ασκηθεί δίωξη κατ’ αυτών χωρίς προηγούμενη άδεια του αντίστοιχου νομοθετικού σώματος.

3. Αρμόδιο για τις ποινικές διαδικασίες κατά Βουλευτών και Γερουσιαστών είναι το ποινικό τμήμα του Tribunal Supremo [(Ανωτάτου Δικαστηρίου)].

[…]»

30      Τα άρθρα 750 έως 754 του Ley de Enjuiciamiento Criminal (κώδικα ποινικής δικονομίας) έχουν ως εξής:

«Άρθρο 750

Εάν τα νομοθετικά σώματα [(Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων, Ισπανία)] βρίσκονται σε σύνοδο, ο δικαστής ή το δικαστήριο που διαπιστώνει ότι υπάρχουν λόγοι να διωχθεί γερουσιαστής ή βουλευτής μέλος των νομοθετικών σωμάτων [(της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων)] για διάπραξη αδικήματος δεν κινεί διαδικασία κατ’ αυτών ενόσω δεν έχει λάβει την αντίστοιχη άδεια του νομοθετικού σώματος μέλος του οποίου είναι ο ενδιαφερόμενος.

Άρθρο 751

Εάν γερουσιαστής ή βουλευτής καταληφθεί επ’ αυτοφώρω να διαπράττει αδίκημα, μπορεί να συλληφθεί και να διωχθεί χωρίς την κατά το προηγούμενο άρθρο άδεια· πάντως, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη σύλληψη ή τη δίωξη, το νομοθετικό σώμα μέλος του οποίου είναι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ενημερωθεί σχετικώς.

Το αντίστοιχο νομοθετικό σώμα ενημερώνεται ομοίως για κάθε διαδικασία που τυχόν εκκρεμεί κατά προσώπου που, ενώ διώκεται ποινικώς, έχει εκλεγεί γερουσιαστής ή βουλευτής.

Άρθρο 752

Εάν ασκηθεί δίωξη κατά γερουσιαστή ή βουλευτή κατά τη διάρκεια της διακοπής των κοινοβουλευτικών εργασιών, ο δικαστής ή το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υποθέσεως οφείλει να ενημερώσει αμελλητί το αντίστοιχο νομοθετικό σώμα.

Το ίδιο ισχύει όταν, πριν από τη σύγκληση [της Γερουσίας ή της Βουλής των Αντιπροσώπων], ασκείται δίωξη κατά εκλεγέντος γερουσιαστή ή βουλευτή.

Άρθρο 753

Εν πάση περιπτώσει, από την ημερομηνία ενημερώσεως [της Γερουσίας ή της Βουλής των Αντιπροσώπων], είτε τα νομοθετικά σώματα αυτά βρίσκονται σε σύνοδο είτε όχι, ο δικαστικός γραμματέας αναστέλλει τη διαδικασία έως ότου το αντίστοιχο νομοθετικό σώμα λάβει απόφαση όπως αυτό κρίνει προσήκον.

Άρθρο 754

Εάν η [Γερουσία ή η Βουλή των Αντιπροσώπων] αρνηθεί να δώσει την άδεια που ζητήθηκε, η δίωξη κατά του γερουσιαστή ή βουλευτή κηρύσσεται απαράδεκτη, πλην όμως συνεχίζεται κατά των λοιπών διωκόμενων.»

31      Ο Reglamento del Congreso de los Diputados (Κανονισμός της Βουλής των Αντιπροσώπων) της 10ης Φεβρουαρίου 1982 (BOE αριθ. 55 της 5ης Μαρτίου 1982, σ. 5765) προβλέπει, στο άρθρο του 11, τα εξής:

«Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, οι βουλευτές απολαύουν επίσης ασυλίας και μπορούν να συλληφθούν μόνο σε περίπτωση αυτόφωρου εγκλήματος. Δεν μπορούν να τους απαγγελθούν κατηγορίες ή να ασκηθεί δίωξη κατ’ αυτών χωρίς προηγούμενη άδεια της Βουλής των Αντιπροσώπων.»

32      Το άρθρο 12 του Κανονισμού της Βουλής των Αντιπροσώπων ορίζει τα ακόλουθα:

«Ο Πρόεδρος της Βουλής, αφού λάβει γνώση της συλλήψεως βουλευτή ή κάθε άλλου δικαστικού ή διοικητικού μέτρου δυνάμενου να παρακωλύσει την άσκηση των καθηκόντων του, λαμβάνει αμέσως όλα τα αναγκαία μέτρα για την προάσπιση των δικαιωμάτων και προνομίων της Βουλής και των μελών της.»

33      Το άρθρο 22, παράγραφος 1, του Reglamento del Senado (Κανονισμού της Γερουσίας) της 3ης Μαΐου 1994 (BOE αριθ. 114, της 13ης Μαΐου 1994, σ. 14687) προβλέπει τα εξής:

«Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, οι γερουσιαστές απολαύουν ασυλίας και κρατούνται ή συλλαμβάνονται μόνο σε περίπτωση αυτόφωρου εγκλήματος. Η κράτηση ή η σύλληψη γνωστοποιείται αμέσως στην Προεδρία της Γερουσίας.

Κατά των γερουσιαστών δεν μπορούν να απαγγελθούν κατηγορίες ή να ασκηθεί ποινική δίωξη χωρίς την προηγούμενη άδεια της Γερουσίας, η οποία ζητείται με τη σχετική αίτηση άρσεως της ασυλίας. Η άδεια αυτή απαιτείται επίσης σε περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο γίνει γερουσιαστής ενώ έχουν απαγγελθεί εις βάρος του κατηγορίες ή έχει ασκηθεί δίωξη στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας.»

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

34      Το Κοινοβούλιο προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Υποστηρίζεται ότι δεν υφίσταται πράξη δεκτική προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η δε ένσταση στηρίζεται, κυρίως, στον ενημερωτικό ή ενδιάμεσο χαρακτήρα της προσβαλλομένης πράξεως και, επικουρικώς, στο ότι η απόφαση περί προασπίσεως της ασυλίας των προσφευγόντων η οποία προβλέπεται στο άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7, βάσει των άρθρων 7 και 9 του Εσωτερικού Κανονισμού, δεν συνιστά βλαπτική πράξη.

35      Οι προσφεύγοντες αμφισβητούν το βάσιμο των επιχειρημάτων του Κοινοβουλίου.

36      Κατά πάγια νομολογία, θεωρούνται πράξεις δεκτικές προσφυγής κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ όλες οι πράξεις των θεσμικών οργάνων, ανεξάρτητα από τη φύση ή τη μορφή τους, οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων, δυνάμενων να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική κατάστασή του (αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 9, και της 26ης Ιανουαρίου 2010, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, C‑362/08 P, EU:C:2010:40, σκέψη 51).

37      Αντιθέτως, δεν υπόκεινται στον κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ δικαστικό έλεγχο οι πράξεις οι οποίες δεν παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, FBF, C‑911/19, EU:C:2021:599, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Για να διαπιστωθεί αν μια πράξη παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, πρέπει να εξετάζεται η ουσία της και να εκτιμώνται τα αποτελέσματα αυτά με γνώμονα αντικειμενικά κριτήρια, όπως το περιεχόμενο της ίδιας της πράξεως, λαμβανομένων ενδεχομένως υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε και των εξουσιών του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε (βλ. αποφάσεις της 20ής Φεβρουαρίου 2018, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑16/16 P, EU:C:2018:79, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 47).

 Επί του προβαλλόμενου ενημερωτικού ή ενδιάμεσου χαρακτήρα της προσβαλλομένης πράξεως

39      Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει, κυρίως, ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι αμιγώς ενημερωτική και συνιστά ενδιάμεση πράξη. Το περιεχόμενό της ουδόλως καταδεικνύει απόφαση απορρίπτουσα το αίτημα προασπίσεως της ασυλίας των προσφευγόντων ή διαπιστώνουσα το απαράδεκτο του συγκεκριμένου αιτήματος, ούτε μεταβάλλει τη νομική κατάστασή τους. Κατά το Κοινοβούλιο, η προσβαλλόμενη πράξη απλώς παρέχει στον αποδέκτη της πληροφορίες ως προς το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 7 και 9 του Εσωτερικού Κανονισμού και σχετικά με ορισμένες διαδικαστικές απαιτήσεις, μια περιγραφικού χαρακτήρα συνθετική παρουσίαση της σχετικής νομολογίας του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και ορισμένα στοιχεία του γενικότερου πλαισίου. Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει επίσης ότι, λαμβανομένης υπόψη της επικείμενης εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Junqueras Vies (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Junqueras Vies, C‑502/19, EU:C:2019:1115), ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου δεν σκόπευε να λάβει τελική θέση. Το συμπέρασμα της προσβαλλομένης πράξεως διευκρινίζει ότι μοναδικός σκοπός της ήταν να παράσχει στην A όλα τα κρίσιμα πραγματικά, νομικά και διαδικαστικά στοιχεία, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των αμφιβολιών ως προς τον σύμφωνο χαρακτήρα του αιτήματος προασπίσεως της ασυλίας με το άρθρο 9, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Εσωτερικού Κανονισμού, προκειμένου η A να έχει τη δυνατότητα να προσαρμόσει το αίτημα ή να εγκαταλείψει το σχετικό εγχείρημα.

40      Κατά πάγια νομολογία, πράξη ενημερωτικού χαρακτήρα δεν μπορεί ούτε να επηρεάσει τα συμφέροντα του αποδέκτη ούτε να μεταβάλει τη νομική κατάστασή του σε σχέση με την προγενέστερη της παραλαβής της εν λόγω πράξεως κατάσταση (βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Sina Bank κατά Συμβουλίου, T‑15/11, EU:T:2012:661, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση ενδιάμεσης πράξεως που εκφράζει προσωρινή άποψη του οικείου θεσμικού οργάνου, με εξαίρεση κάθε ενδιάμεση πράξη που παράγει αυτοτελή έννομα αποτελέσματα, εφόσον η έλλειψη νομιμότητας την οποία ενέχει η πράξη αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί με προσφυγή κατά της τελικής αποφάσεως της οποίας η ίδια αποτελεί προπαρασκευαστικό στάδιο (βλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου, C‑650/18, EU:C:2021:426, σκέψεις 44 και 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη πράξη, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου υπογραμμίζει ότι, κατά τον Εσωτερικό Κανονισμό, αίτημα προασπίσεως των προνομίων και ασυλιών βάσει των άρθρων 7 και 9 του Εσωτερικού Κανονισμού μπορεί να αποσκοπεί μόνο στην προάσπιση των εν λόγω προνομίων και ασυλιών μέλους του Κοινοβουλίου ή πρώην μέλους του Κοινοβουλίου. Εν συνεχεία, εξηγεί κατ’ ουσίαν, παραπέμποντας τόσο στη διάταξη της 1ης Ιουλίου 2019, Puigdemont i Casamajó και Comín i Oliveres κατά Κοινοβουλίου (T‑388/19 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:467), όσο και σε έγγραφα που εξέδωσαν ο προκάτοχός του και ο ίδιος, ότι, ελλείψει επίσημης κοινοποιήσεως εκ μέρους των ισπανικών αρχών της εκλογής των προσφευγόντων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι προσφεύγοντες έχουν αποκτήσει την ιδιότητα του μέλους του Κοινοβουλίου. Τέλος, υπενθυμίζει ότι το άρθρο 9, παράγραφος 2, του Εσωτερικού Κανονισμού επιτρέπει σε μέλος ή πρώην μέλος του Κοινοβουλίου να εκπροσωπείται μόνον από ένα άλλο μέλος και όχι από 38 μέλη. Κατά συνέπεια, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου καλεί την Α να αντλήσει τα συμπεράσματά της από τις ως άνω εξηγήσεις (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω).

42      Μια τέτοια καταληκτική διατύπωση, η οποία καταλείπει στον αποδέκτη της πράξεως την ευθύνη καθορισμού του περιεχομένου της, δεν μπορεί, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, να θεωρηθεί ότι «αποσαφηνίζει κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση» ότι η προσβαλλόμενη πράξη αποσκοπούσε αποκλειστικώς να παράσχει στην A πραγματικά, νομικά και διαδικαστικά στοιχεία.

43      Πράγματι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 1, του Εσωτερικού Κανονισμού, σε περίπτωση κατά την οποία ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου επιλαμβάνεται αιτήματος υποβληθέντος από βουλευτή ή πρώην βουλευτή με σκοπό την προάσπιση των προνομίων και των ασυλιών, ανακοινώνει το συγκεκριμένο αίτημα στην ολομέλεια και το παραπέμπει στην αρμόδια επιτροπή. Δεν αμφισβητείται, όμως, ότι η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί τη μόνη συνέχεια που δόθηκε στο αίτημα προασπίσεως της ασυλίας των προσφευγόντων, το οποίο ούτε ανακοινώθηκε στην ολομέλεια ούτε παραπέμφθηκε στην αρμόδια επιτροπή.

44      Εξάλλου, η προμνημονευθείσα καταληκτική διατύπωση έπεται της μνείας δέκα σημείων, με τα οποία επιδιώκεται κατ’ ουσίαν να εξηγηθεί ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι προσφεύγοντες απέκτησαν την ιδιότητα του βουλευτή και ότι, ως εκ τούτου, απολαύουν των ασυλιών που συνδέονται με την εν λόγω ιδιότητα. Σε ένα από τα σημεία της πράξεως διατυπώνονται επίσης αμφιβολίες ως προς τον σύμφωνο χαρακτήρα του αιτήματος προασπίσεως με τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 2, του Εσωτερικού Κανονισμού.

45      Στο πλαίσιο αυτό, η μνεία, στο αντιπροτελευταίο σημείο της προσβαλλομένης πράξεως, της αποφάσεως που επρόκειτο να εκδώσει το Δικαστήριο στην υπόθεση Junqueras Vies (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Junqueras Vies, C‑502/19, EU:C:2019:1115) δεν αρκεί για να προσδώσει στην προσβαλλόμενη πράξη τον χαρακτήρα ενδιάμεσης πράξεως τον οποίο προβάλλει το Κοινοβούλιο, δεδομένου μάλιστα ότι η συγκεκριμένη μνεία μπορεί να ερμηνευθεί ως απάντηση στην εκ μέρους των αιτούντων επίκληση των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση εκείνη.

46      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με την προσβαλλόμενη πράξη, θεωρούμενη στο σύνολό της, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου αρνήθηκε, κατ’ ουσίαν, σιωπηρώς να ανακοινώσει στην ολομέλεια το αίτημα προασπίσεως της ασυλίας των προσφευγόντων και να το παραπέμψει στην αρμόδια επιτροπή προς εξέταση.

47      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Κοινοβούλιο κατά το μέρος που στηρίζεται στον ενημερωτικό ή ενδιάμεσο χαρακτήρα της προσβαλλομένης πράξεως.

 Επί της απουσίας εννόμων αποτελεσμάτων ενδεχόμενης αποφάσεως του Κοινοβουλίου περί προασπίσεως της ασυλίας των προσφευγόντων

48      Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, δεδομένου ότι μια απόφαση περί προασπίσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 ασυλίας των προσφευγόντων δεν παράγει η ίδια δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι των εθνικών αρχών. Μολονότι, κατά το Κοινοβούλιο, δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ προοιμίου ότι μια απόφαση περί προασπίσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 ασυλίας βουλευτή παράγει έννομα αποτελέσματα, η ύπαρξή τους εξαρτάται από τις αρμοδιότητες που απονέμονται στα νομοθετικά σώματα βάσει του εθνικού δικαίου στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του Πρωτοκόλλου αριθ. 7. Καμία όμως διάταξη του ισπανικού δικαίου δεν παρέχει στα ισπανικά νομοθετικά σώματα τη δυνατότητα να ζητήσουν την αναστολή των δικαστικών διώξεων κατά ενός εκ των μελών τους.

49      Το Κοινοβούλιο προσθέτει ότι οι εθνικές πράξεις οι οποίες, κατά τους προσφεύγοντες, απορρέουν από την προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκαν αυτοτελώς από τις ισπανικές αρχές αποκλειστικώς βάσει του εθνικού δικαίου. Υποστηρίζει επίσης ότι από το άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 δεν μπορεί να συναχθεί ότι απόφαση περί προασπίσεως της ασυλίας βουλευτή παράγει έννομα αποτελέσματα. Τέλος, το Κοινοβούλιο υπενθυμίζει ότι ο Εσωτερικός Κανονισμός του δεν μπορεί να θεμελιώσει νομικές υποχρεώσεις έναντι των κρατών μελών.

50      Κατά πρώτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι απόφαση του Κοινοβουλίου περί προασπίσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 ασυλίας βουλευτή παράγει έννομα αποτελέσματα.

51      Συναφώς, υποστηρίζουν ότι δεν υφίσταται καμία αναλογία μεταξύ των εξουσιών του Κοινοβουλίου όσον αφορά την ασυλία την οποία προβλέπει το άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 και εκείνων που αυτό διαθέτει όσον αφορά την προβλεπόμενη στο άρθρο 9 του εν λόγω Πρωτοκόλλου ασυλία. Επομένως, όσον αφορά την τελευταία, η αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου να εκδώσει απόφαση περί προασπίσεως παράγουσα έννομα αποτελέσματα στηρίζεται στην αρμοδιότητά του να άρει την ασυλία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, τρίτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου αυτού, από το οποίο προκύπτει ότι το Κοινοβούλιο έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει αν η εν λόγω ασυλία προστατεύει ή όχι ένα από τα μέλη του σε συγκεκριμένη υπόθεση.

52      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν επίσης ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου για την προάσπιση της ασυλίας βουλευτή πρέπει να αναζητηθεί στο εθνικό δίκαιο, το ισπανικό δίκαιο παρέχει στα νομοθετικά σώματα την εξουσία να λαμβάνουν δεσμευτικά μέτρα έναντι των εθνικών δικαστικών αρχών.

53      Κατά δεύτερον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, εάν ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου είχε κινήσει διαδικασία για την προάσπιση της ασυλίας τους, οι εθνικές δικαστικές αρχές θα ήταν υποχρεωμένες, δυνάμει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, να αναστείλουν την κινηθείσα εις βάρος τους διαδικασία τουλάχιστον μέχρι το πέρας της διαδικασίας ενώπιον του Κοινοβουλίου, κάτι που θα εμπόδιζε την έκδοση των ενταλμάτων συλλήψεως της 14ης Οκτωβρίου και της 4ης Νοεμβρίου 2019. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη πράξη είχε ως αποτέλεσμα να τους στερήσει ορισμένα δικαιώματα που εγγυάται ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα ασκήσεως των κοινοβουλευτικών καθηκόντων τους.

–       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

54      Κατά τη νομολογία, η απάντηση θεσμικού οργάνου της Ένωσης σε αίτημα που του υποβλήθηκε δεν συνιστά κατ’ ανάγκην απόφαση, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, παρέχουσα στον αποδέκτη της απαντήσεως αυτής τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως (διάταξη της 27ης Ιανουαρίου 1993, Miethke κατά Κοινοβουλίου, C‑25/92, EU:C:1993:32, σκέψη 10, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, PNB Banka κατά ΕΚΤ, C‑326/21 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:693, σκέψη 92, και διάταξη της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Farage κατά Κοινοβουλίου και Buzek, T‑564/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:403, σκέψη 27).

55      Εξάλλου, οσάκις μια απόφαση θεσμικού οργάνου της Ένωσης έχει αρνητικό χαρακτήρα, η εν λόγω απόφαση πρέπει να εκτιμάται σε σχέση προς τη φύση της αιτήσεως στην οποία αυτή απαντά (αποφάσεις της 8ης Μαρτίου 1972, Nordgetreide κατά Επιτροπής, 42/71, EU:C:1972:16, σκέψη 5, της 24ης Νοεμβρίου 1992, Buckl κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑15/91 και C‑108/91, EU:C:1992:454, σκέψη 22, και της 9ης Οκτωβρίου 2018, Multiconnect κατά Επιτροπής, T‑884/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:665, σκέψη 45). Ειδικότερα, η άρνηση αποτελεί πράξη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, εφόσον η πράξη την οποία το θεσμικό όργανο της Ένωσης αρνείται να εκδώσει θα μπορούσε να προσβληθεί βάσει της διατάξεως αυτής (βλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1996, Salt Union κατά Επιτροπής, T‑330/94, EU:T:1996:154, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, η εκ μέρους θεσμικού οργάνου απόρριψη αιτήματος που του υποβλήθηκε δεν συνιστά πράξη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως όταν με το συγκεκριμένο αίτημα δεν ζητείται η εκ μέρους του εν λόγω θεσμικού οργάνου λήψη μέτρου παράγοντος δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα (διατάξεις της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Farage κατά Κοινοβουλίου και Buzek, T‑564/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:403, σκέψη 27, και της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Collins κατά Κοινοβουλίου, T‑919/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:58, σκέψη 19).

56      Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, για να κριθεί αν η άρνηση του Προέδρου του Κοινοβουλίου να δώσει συνέχεια στο αίτημα προασπίσεως της ασυλίας των προσφευγόντων συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, πρέπει να εξετασθεί αν η ζητηθείσα απόφαση περί προασπίσεως μπορούσε να παραγάγει έννομα αποτελέσματα, υπενθυμιζομένου ότι το εν λόγω αίτημα αποσκοπούσε στην προάσπιση της βουλευτικής ασυλίας των προσφευγόντων την οποία προβλέπει το άρθρο 9, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου αριθ. 7.

57      Υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, και το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, το Κοινοβούλιο δρα εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται από τις Συνθήκες. Μολονότι, όμως, η άρση της ασυλίας βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου αριθ. 7, η προάσπιση της ασυλίας του προβλέπεται μόνο στα άρθρα 7 και 9 του Εσωτερικού Κανονισμού.

58      Εν συνεχεία, έχει κριθεί ότι η απόφαση του Κοινοβουλίου περί προασπίσεως της ασυλίας που προβλέπεται στο άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 συνιστά γνώμη η οποία δεν παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι των εθνικών δικαστικών αρχών (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2008, Marra, C‑200/07 και C‑201/07, EU:C:2008:579, σκέψη 39, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, Patriciello, C‑163/10, EU:C:2011:543, σκέψη 39). Για να καταλήξει στο ως άνω συμπέρασμα, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στα ακόλουθα στοιχεία: πρώτον, το Πρωτόκολλο αριθ. 7 δεν προβλέπει αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου να ελέγχει, στην περίπτωση κατά την οποία βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διώκεται δικαστικώς για γνώμη που εξέφρασε ή ψήφο που έδωσε, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 8 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7. Δεύτερον, μια τέτοια αρμοδιότητα δεν μπορεί να απορρέει από τις διατάξεις του Εσωτερικού Κανονισμού, ο οποίος αποτελεί πράξη εσωτερικής οργανώσεως μη δυνάμενη να απονέμει στο Κοινοβούλιο αρμοδιότητες που δεν του αναγνωρίζονται ρητώς από νομοθετική πράξη, εν προκειμένω από το Πρωτόκολλο αριθ. 7. Τρίτον, το γεγονός ότι το δίκαιο κράτους μέλους προβλέπει διαδικασία για την προάσπιση της ασυλίας των μελών του εθνικού κοινοβουλίου, χάρη στην οποία το εθνικό κοινοβούλιο μπορεί να παρεμβαίνει όταν το εθνικό δικαστήριο δεν αναγνωρίζει την ασυλία αυτή, δεν συνεπάγεται ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει τις ίδιες εξουσίες όσον αφορά τους ευρωβουλευτές που προέρχονται από το εν λόγω κράτος, δεδομένου ότι το άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 δεν προβλέπει ρητώς τέτοια αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και δεν παραπέμπει στους κανόνες του εθνικού δικαίου (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2008, Marra, C‑200/07 και C‑201/07, EU:C:2008:579, σκέψεις 32, 38 και 40). Αντιστρόφως, έχει κριθεί ότι ούτε η απόφαση του Κοινοβουλίου περί μη προασπίσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 ασυλίας συνιστά πράξη παράγουσα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα (πρβλ. διατάξεις της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Farage κατά Κοινοβουλίου και Buzek, T‑564/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:403, σκέψη 28, και της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Collins κατά Κοινοβουλίου, T‑919/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:58, σκέψη 21).

59      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η ως άνω νομολογία δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση των αποφάσεων περί προασπίσεως της ασυλίας την οποία προβλέπει το άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7. Κατ’ αυτούς, η αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου να εκδίδει αποφάσεις περί προασπίσεως της εν λόγω ασυλίας παράγουσες δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι των εθνικών δικαστικών αρχών στηρίζεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου να αίρει τη συγκεκριμένη ασυλία βάσει του άρθρου 9, τρίτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 ή, ενδεχομένως, στο εθνικό δίκαιο στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του εν λόγω Πρωτοκόλλου.

60      Επομένως, πρέπει να εξετασθούν διαδοχικώς οι δύο ανωτέρω βάσεις που επικαλούνται οι προσφεύγοντες.

–       Αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου βάσει του δικαιώματός του να άρει την ασυλία

61      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το δικαίωμα άρσεως της ασυλίας το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 περιλαμβάνει και το δικαίωμα μη άρσεως της συγκεκριμένης ασυλίας, δηλαδή, κατά την άποψή τους, το δικαίωμα προασπίσεώς της. Υποστηρίζουν ότι η απόφαση περί μη άρσεως της ασυλίας κατόπιν αιτήσεως των εθνικών αρχών και η απόφαση περί προασπίσεως της ασυλίας κατόπιν αιτήματος βουλευτή πρέπει να έχουν τα ίδια δεσμευτικά αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, κατά τους προσφεύγοντες, το Κοινοβούλιο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να αποφασίζει κατά τρόπο δεσμευτικό αν η προβλεπόμενη στο άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 ασυλία προστατεύει ή όχι ένα μέλος σε συγκεκριμένη υπόθεση. Επομένως, το Πρωτόκολλο αριθ. 7, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 343 ΣΛΕΕ, το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και το άρθρο 18 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7, παρέχει στο Κοινοβούλιο τη δυνατότητα να αρνηθεί να άρει την ασυλία βουλευτή και, επομένως, κατά τους προσφεύγοντες, τη δυνατότητα να την προασπίσει, κατόπιν αιτήματος του συγκεκριμένου βουλευτή και όχι κράτους μέλους. Κατά τους προσφεύγοντες, πρόκειται για τη μόνη ερμηνεία που διασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα των ασυλιών και την τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας.

62      Συναφώς, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 παρέχει στο Κοινοβούλιο το αποκλειστικό δικαίωμα άρσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 9 του εν λόγω Πρωτοκόλλου ασυλίας, ήτοι το δικαίωμα να στερεί από βουλευτή την προστασία της οποίας απολαύει βάσει της εν λόγω διατάξεως. Μια τέτοια απόφαση συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2008, Mote κατά Κοινοβουλίου, T‑345/05, EU:T:2008:440, σκέψη 31). Η άσκηση του δικαιώματος αυτού προϋποθέτει ότι το Κοινοβούλιο έχει επιληφθεί αιτήσεως άρσεως της ασυλίας την οποία έχει υποβάλει αρμόδια αρχή. Η εν λόγω αρχή έχει ήδη διαπιστώσει ότι ο βουλευτής απολαύει της ασυλίας την οποία προβλέπει το άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 στο πλαίσιο συγκεκριμένης διαδικασίας και ζητεί την άρση της από το Κοινοβούλιο προκειμένου να συνεχισθεί η διαδικασία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Κοινοβούλιο πρέπει να αποφασίσει αν θα άρει ή όχι την ασυλία, χωρίς το Πρωτόκολλο αριθ. 7 να διευκρινίζει τα κριτήρια στα οποία πρέπει να βασισθεί το Κοινοβούλιο. Επομένως, το Κοινοβούλιο διαθέτει συναφώς ευρύτατη εξουσία εκτιμήσεως, λαμβανομένου υπόψη του πολιτικού χαρακτήρα που έχει μια τέτοια απόφαση (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Ιανουαρίου 2013, Gollnisch κατά Κοινοβουλίου, T‑346/11 και T‑347/11, EU:T:2013:23, σκέψη 59, και της 12ης Φεβρουαρίου 2020, Bilde κατά Κοινοβουλίου, T‑248/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:46, σκέψη 19).

63      Αντιθέτως, το Κοινοβούλιο μπορεί να κληθεί να προασπίσει την ασυλία βουλευτή την οποία προβλέπει το άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7, βάσει των άρθρων 7 και 9 του Εσωτερικού Κανονισμού, μόνον ελλείψει αιτήσεως άρσεως της ασυλίας. Πράγματι, κατά τη νομολογία, η προάσπιση της συγκεκριμένης ασυλίας χωρεί μόνο στην περίπτωση κατά την οποία, ελλείψει αιτήσεως άρσεως της ασυλίας, η ασυλία αυτή τίθεται σε κίνδυνο από τις ενέργειες των αρμοδίων αρχών (πρβλ. απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2013, Gollnisch κατά Κοινοβουλίου, T‑346/11 και T‑347/11, EU:T:2013:23, σκέψη 52). Προκειμένου να αποφανθεί επί σχετικού αιτήματος προασπίσεως, το Κοινοβούλιο πρέπει να εξετάσει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, του Εσωτερικού Κανονισμού, αν υπήρξε ή αν μπορεί να υπάρξει παραβίαση της ασυλίας που προβλέπεται στο άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7.

64      Ως εκ τούτου, η εξέταση αιτήσεως άρσεως της ασυλίας και η εξέταση αιτήματος προασπίσεως της ασυλίας την οποία προβλέπει το άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 αποτελούν δύο διακριτές περιπτώσεις.

65      Δεύτερον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, το αποκλειστικό δικαίωμα άρσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 ασυλίας, το οποίο παρέχεται βάσει του τρίτου εδαφίου του εν λόγω άρθρου, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απονέμει στο Κοινοβούλιο την αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει, με δεσμευτικό αποτέλεσμα, αν ένας βουλευτής απολαύει ή όχι της προβλεπόμενης στο άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 ασυλίας όσον αφορά τις πράξεις που του προσάπτονται.

66      Πράγματι, η ως άνω αρμοδιότητα ανήκει πρωτίστως στις αρχές, ιδίως δε στις εθνικές δικαστικές αρχές, οι οποίες διεξάγουν τις ένδικες διαδικασίες και οι οποίες οφείλουν, στο πλαίσιο αυτό, να εφαρμόζουν τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου αριθ. 7. Επομένως, εάν οι εν λόγω αρχές διαπιστώσουν ότι τα προσαπτόμενα στον βουλευτή πραγματικά περιστατικά καλύπτονται από την ασυλία την οποία προβλέπει το άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7, ερμηνευόμενο, ενδεχομένως, σε συνδυασμό με το εθνικό δίκαιο, οφείλουν, εφόσον προτίθενται να συνεχίσουν τις συγκεκριμένες διαδικασίες, να ζητήσουν την άρση της από το Κοινοβούλιο. Αφενός, υπενθυμίζεται ότι η αρμοδιότητα αυτή ασκείται με την επιφύλαξη της ευχέρειας, ή ακόμη και της υποχρεώσεως, των εθνικών δικαστηρίων που καλούνται να εφαρμόσουν τις συγκεκριμένες διατάξεις να υποβάλουν στο Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του εν λόγω Πρωτοκόλλου. Αφετέρου, η αρμοδιότητα αυτή των εθνικών αρχών δεν αποκλείει την αρμοδιότητα την οποία καλείται να ασκήσει το Κοινοβούλιο οσάκις, επιληφθέν αιτήσεως άρσεως της ασυλίας, εξετάζει αν ο βουλευτής απολαύει πράγματι της προβλεπόμενης στο άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 ασυλίας, προκειμένου να αποφασίσει αν η ασυλία πρέπει όντως να αρθεί (πρβλ. απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2013, Gollnisch κατά Κοινοβουλίου, T‑346/11 και T‑347/11, EU:T:2013:23, σκέψη 47). Επομένως, η εξέταση αυτή εμπίπτει στην αρμοδιότητα που αναγνωρίζεται στο Κοινοβούλιο από το άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω Πρωτοκόλλου, οσάκις πραγματοποιείται στο πλαίσιο αιτήσεως άρσεως ασυλίας.

67      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι μια τέτοια ερμηνεία όσον αφορά την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Κοινοβουλίου και των κρατών μελών σχετικά με το άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 θα έθετε σε κίνδυνο την πρακτική αποτελεσματικότητα των ασυλιών που αναγνωρίζονται υπέρ των μελών του Κοινοβουλίου και, ως εκ τούτου, τον σκοπό προστασίας της λειτουργίας και της ανεξαρτησίας του Κοινοβουλίου τον οποίο επιδιώκουν.

68      Εντούτοις, πρώτον, η ευρεία ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης προκειμένου να διασφαλισθεί η πρακτική αποτελεσματικότητά της δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να μη λαμβάνεται υπόψη η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της, την οποία καθιερώνουν οι Συνθήκες. Τούτο, όμως, θα συνέβαινε αν από το άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 συναγόταν ότι το Κοινοβούλιο έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να κρίνει αν η ένδικη διαδικασία που έχει κινηθεί κατά βουλευτή θέτει υπό αμφισβήτηση την ασυλία του. Δεύτερον, η προστασία που παρέχει το άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 στους βουλευτές, ακριβώς όπως και η υποχρέωση των αρχών των κρατών μελών να την τηρούν, απορρέει ευθέως από το Πρωτόκολλο αριθ. 7 και όχι από διάταξη του Εσωτερικού Κανονισμού του Κοινοβουλίου ή από απόφαση του Κοινοβουλίου εκδοθείσα βάσει του εν λόγω Κανονισμού. Ως εκ τούτου, η τήρηση της συγκεκριμένης προστασίας επιβάλλεται στις αρχές που διεξάγουν ένδικες διαδικασίες. Επομένως, οι εν λόγω εθνικές αρχές υποχρεούνται να αναστείλουν τις διαδικασίες αυτές όταν διαπιστώνουν ότι η υπόθεση αφορά την προβλεπόμενη στο άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 ασυλία και να υποβάλουν στο Κοινοβούλιο αίτηση άρσεως της συγκεκριμένης ασυλίας. Η εκ μέρους των εθνικών αρχών μη τήρηση του άρθρου 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 δύναται να έχει ως αποτέλεσμα την κίνηση διαδικασίας λόγω παραβάσεως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία οφείλει, δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, να μεριμνά για την τήρηση, εκ μέρους των κρατών μελών, των διατάξεων των Συνθηκών.

69      Επομένως, η απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως άρσεως ασυλίας υποβληθείσας από εθνικές αρχές και η απόφαση περί προασπίσεως της ασυλίας κατόπιν αιτήματος βουλευτή δεν εκδίδονται εντός του ίδιου νομικού πλαισίου. Αντιθέτως προς ό,τι διατείνονται οι προσφεύγοντες, τα έννομα αποτελέσματά τους δεν πρέπει, επομένως, να είναι κατ’ ανάγκην τα ίδια.

70      Ως εκ τούτου, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν βασίμως να υποστηρίζουν ότι το Κοινοβούλιο δύναται, βάσει του άρθρου 9, τρίτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου αριθ. 7, να εκδίδει αποφάσεις για την προάσπιση της προβλεπόμενης στο άρθρο 9 του εν λόγω Πρωτοκόλλου ασυλίας οι οποίες παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι των εθνικών δικαστικών αρχών.

–       Αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου βάσει του εθνικού δικαίου

71      Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι, για να αποδειχθούν τα έννομα αποτελέσματα αποφάσεως περί προασπίσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 ασυλίας, απαιτείται να ληφθεί υπόψη η παραπομπή στο εθνικό δίκαιο στην οποία προβαίνει η εν λόγω διάταξη. Επομένως, οσάκις το δίκαιο κράτους μέλους απονέμει στο εθνικό κοινοβούλιο αρμοδιότητα να ζητεί την αναστολή των διώξεων κατά ενός εκ των μελών του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει την ίδια αρμοδιότητα και έναντι ευρωβουλευτή που εξελέγη για το κράτος αυτό. Το Κοινοβούλιο φρονεί ότι, σε τέτοια περίπτωση, μια απόφαση περί προασπίσεως της ασυλίας βουλευτή παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και ότι κατά αποφάσεως περί μη προασπίσεως της ασυλίας μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως.

72      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η σύνδεση των εννόμων αποτελεσμάτων με το εθνικό δίκαιο στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 δεν είναι εύλογη, καθόσον εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των ασυλιών, αφήνοντας απροστάτευτες, ελλείψει αιτήσεως άρσεως, τις ασυλίες που προβλέπονται στο άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, και δεύτερο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου αριθ. 7, μολονότι αυτές διέπονται αποκλειστικώς από το δίκαιο της Ένωσης. Εξάλλου, η σύνδεση με το εθνικό δίκαιο παραβιάζει την αρχή της ισότητας μεταξύ των βουλευτών και την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, καθόσον, σε περίπτωση παραβιάσεως των ασυλιών από ορισμένο κράτος μέλος, το Κοινοβούλιο μπορεί να υπερασπισθεί τον βουλευτή που έχει εκλεγεί για το κράτος αυτό και όχι τον βουλευτή που έχει εκλεγεί για άλλο κράτος.

73      Επικουρικώς, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου για την προάσπιση της ασυλίας βουλευτή πρέπει να έχει ως βάση το εθνικό δίκαιο, οι διατάξεις του άρθρου 12 του Κανονισμού της Βουλής των Αντιπροσώπων και οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 751, παράγραφος 2, και του άρθρου 753 του κώδικα ποινικής δικονομίας παρέχουν στο Κοινοβούλιο τη δυνατότητα να λαμβάνει δεσμευτικά μέτρα έναντι των εθνικών δικαστικών αρχών. Οι προσφεύγοντες προσθέτουν ότι οι εν λόγω εθνικές διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται ότι το Κοινοβούλιο είναι πλήρως σε θέση να εκπληρώσει την αποστολή του.

74      Συναφώς, κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του Πρωτοκόλλου αριθ. 7, τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απολαύουν εντός της εθνικής επικράτειας των ασυλιών που αναγνωρίζει το εθνικό δίκαιο στα μέλη του κοινοβουλίου της χώρας τους (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω). Η εν λόγω διάταξη συνεπάγεται ότι το εύρος και το περιεχόμενο της ασυλίας της οποίας απολαύουν οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εντός της χώρας τους, ήτοι το ουσιαστικό περιεχόμενο της ασυλίας αυτής, καθορίζονται από τα διάφορα εθνικά δίκαια στα οποία παραπέμπει η διάταξη (πρβλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2010, Gollnisch κατά Κοινοβουλίου, T‑42/06, EU:T:2010:102, σκέψη 106).

75      Δεν αμφισβητείται ότι τα εθνικά δίκαια διαφέρουν όσον αφορά το ουσιαστικό περιεχόμενο της βουλευτικής ασυλίας. Επομένως, η συγκεκριμένη ασυλία μπορεί να συνίσταται στην έλλειψη δυνατότητας των δικαστικών ή των αστυνομικών αρχών να λαμβάνουν ορισμένα μέτρα έναντι των μελών του εθνικού κοινοβουλίου χωρίς προηγούμενη άδεια, χορηγούμενη κατά κανόνα από το νομοθετικό σώμα στο οποίο μετέχουν. Μπορεί επίσης να συνίσταται στη δυνατότητα που παρέχεται στο εθνικό κοινοβούλιο να ζητεί, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήματος του οικείου μέλους, την αναστολή ορισμένων μέτρων που έχουν ληφθεί εις βάρος του, όπως είναι τα στερητικά της ελευθερίας μέτρα ή οι πράξεις περί ασκήσεως διώξεως, ιδίως όταν οι εθνικές αρχές δεν αναγνωρίζουν την ασυλία του εν λόγω μέλους. Η εξουσία αυτή του εθνικού κοινοβουλίου αποτελεί κατ’ ανάγκην μέρος του ουσιαστικού περιεχομένου της ασυλίας των μελών του συγκεκριμένου κοινοβουλίου.

76      Ως εκ τούτου, η παραπομπή του άρθρου 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 στο εθνικό δίκαιο συνεπάγεται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το δίκαιο κράτους μέλους προβλέπει διαδικασία προασπίσεως της ασυλίας των μελών του εθνικού κοινοβουλίου, η οποία του παρέχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει ενώπιον των δικαστικών ή αστυνομικών αρχών, ιδίως ζητώντας την αναστολή των διώξεων εις βάρος ενός εκ των μελών του, οι ίδιες εξουσίες αναγνωρίζονται στο Κοινοβούλιο έναντι των ευρωβουλευτών που εκλέγονται για το εν λόγω κράτος (πρβλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2010, Gollnisch κατά Κοινοβουλίου, T‑42/06, EU:T:2010:102, σκέψεις 105 και 115).

77      Στο μέτρο που οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η ως άνω ερμηνεία συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των μελών του Κοινοβουλίου αναλόγως του κράτους για το οποίο εξελέγησαν, επισημαίνεται ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση απορρέει από την παραπομπή του άρθρου 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 στο εθνικό δίκαιο.

78      Κατά δεύτερον, εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 71 του ισπανικού Συντάγματος (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω) ουδόλως απονέμει στο εθνικό κοινοβούλιο αρμοδιότητα επεμβάσεως σε περίπτωση κατά την οποία οι εθνικές αρχές δεν αναγνωρίζουν την ασυλία μέλους του εθνικού κοινοβουλίου, ενδεχομένως ζητώντας την αναστολή της διώξεως που ασκήθηκε κατά του μέλους αυτού ή, ακόμη, την αναστολή της κρατήσεώς του.

79      Εντούτοις, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 751, παράγραφος 2, και του άρθρου 753 του κώδικα ποινικής δικονομίας, αφενός, και του άρθρου 12 του Κανονισμού της Βουλής των Αντιπροσώπων, αφετέρου, παρέχουν στο εθνικό κοινοβούλιο την εξουσία να εκδίδει πράξεις δεσμευτικές έναντι των δικαστικών αρχών, προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία της ασυλίας των μελών του όταν αυτή τίθεται σε κίνδυνο.

80      Συναφώς, από το γράμμα των συγκεκριμένων διατάξεων προκύπτει ότι το άρθρο 751, παράγραφος 2, και το άρθρο 753 του κώδικα ποινικής δικονομίας δεν απονέμουν ιδία αρμοδιότητα στο ισπανικό κοινοβούλιο, ιδίως δε αρμοδιότητα να ζητεί την αναστολή ποινικής διαδικασίας. Πράγματι, η αναστολή της διαδικασίας κατά το άρθρο 753 του εν λόγω κώδικα ποινικής δικονομίας ισχύει αυτοδικαίως κατόπιν της ενημερώσεως που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές στο εθνικό κοινοβούλιο σχετικά με την κατάσταση του βουλευτή. Το αποτέλεσμα αυτό είναι προσωρινό, δεδομένου ότι η αναστολή διαρκεί έως ότου αποφανθεί το εθνικό κοινοβούλιο.

81      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι η εκ μέρους των προσφευγόντων ερμηνεία των διατάξεων που μνημονεύονται στη σκέψη 79 ανωτέρω απορρίφθηκε από το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) και από το Tribunal Constitucional (Συνταγματικό Δικαστήριο). Ειδικότερα, με την απόφαση 70/2021, της 18ης Μαρτίου 2021, η κρίση της οποίας υιοθετείται εκ νέου σε μεταγενέστερες αποφάσεις, το Tribunal Constitucional (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το εθνικό κοινοβούλιο διαθέτει μόνον αρμοδιότητα να επιτρέπει ή να μην επιτρέπει τις διώξεις που ασκούνται κατά ενός εκ των μελών του, εξαιρουμένης κάθε άλλης εξουσίας, όπως είναι η εξουσία αναστολής της κρατήσεως ή της διώξεως, αντιθέτως προς ό,τι προέβλεπε το Σύνταγμα άλλων κρατών. Το Tribunal Constitucional (Συνταγματικό Δικαστήριο) υπενθύμισε επίσης ότι οι διατάξεις του κώδικα ποινικής δικονομίας και των εσωτερικών κανονισμών της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 71 του ισπανικού Συντάγματος.

82      Επομένως, διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις του εθνικού δικαίου που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 29 έως 33 ανωτέρω, όπως ερμηνεύονται από τα εθνικά δικαστήρια, δεν παρέχουν στο ισπανικό κοινοβούλιο την εξουσία να προασπίζει την ασυλία ενός εκ των μελών του σε περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δικαστήριο δεν αναγνωρίζει την ασυλία αυτή, ιδίως ζητώντας την αναστολή ένδικης διαδικασίας κινηθείσας εις βάρος του. Ως εκ τούτου, το Κοινοβούλιο δεν διαθέτει τέτοια εξουσία, βάσει του εθνικού δικαίου στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του Πρωτοκόλλου αριθ. 7, όσον αφορά τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εκλέγονται για το Βασίλειο της Ισπανίας.

83      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το Κοινοβούλιο δεν διαθέτει αρμοδιότητα απορρέουσα από νομοθετική πράξη για την έκδοση αποφάσεως περί προασπίσεως της ασυλίας των προσφευγόντων η οποία θα παρήγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι των ισπανικών δικαστικών αρχών. Ως εκ τούτου, το Κοινοβούλιο δεν μπορούσε, κατόπιν του αιτήματος προασπίσεως της ασυλίας των προσφευγόντων, να εκδώσει απόφαση παράγουσα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

84      Το ως άνω συμπέρασμα δεν κλονίζεται από τα λοιπά επιχειρήματα των προσφευγόντων.

85      Αφενός, καθόσον οι προσφεύγοντες επικαλούνται τα αποτελέσματα εκ της εφαρμογής της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, από τη συγκεκριμένη αρχή, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, ΣΕΕ, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα προς εξασφάλιση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης. Κατά το άρθρο 18 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7, το οποίο εξειδικεύει συναφώς την αρχή που καθιερώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και οι αρχές των κρατών μελών έχουν την υποχρέωση να συνεργάζονται ώστε να αποφεύγεται κάθε διαμάχη ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του ως άνω Πρωτοκόλλου [βλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Σλοβενίας (Αρχεία της ΕΚΤ), C‑316/19, EU:C:2020:1030, σκέψη 119 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Επομένως, εφόσον έχει ασκηθεί δίωξη κατά ευρωβουλευτή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και το δικαστήριο αυτό έχει πληροφορηθεί ότι έχει κινηθεί η διαδικασία για την προάσπιση των προνομίων και ασυλιών του συγκεκριμένου ευρωβουλευτή, το εν λόγω δικαστήριο πρέπει να αναστείλει την ένδικη διαδικασία (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2008, Marra, C‑200/07 και C‑201/07, EU:C:2008:579, σκέψη 43).

86      Κατά τους προσφεύγοντες, η προσβαλλόμενη πράξη παρήγαγε κατ’ ανάγκην έννομα αποτελέσματα, δεδομένου ότι, αν ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου είχε κινήσει τη διαδικασία προασπίσεως της ασυλίας τους ανακοινώνοντάς την στην ολομέλεια και παραπέμποντάς την στην αρμόδια επιτροπή, οι ισπανικές δικαστικές αρχές θα έπρεπε να αναστείλουν την ποινική διαδικασία που είχε κινηθεί εις βάρος τους.

87      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί η νομολογία κατά την οποία τα αποτελέσματα πράξεως με την οποία απορρίπτεται αίτημα για την έκδοση αποφάσεως πρέπει να εκτιμώνται με γνώμονα τα αποτελέσματα της αποφάσεως της οποίας ζητήθηκε η έκδοση (βλ. σκέψη 55 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, τα αποτελέσματα της προσβαλλομένης πράξεως πρέπει να εξετασθούν με γνώμονα εκείνα της αποφάσεως περί προασπίσεως της οποίας ζητήθηκε η έκδοση. Εν προκειμένω, όμως, μια τέτοια απόφαση δεν θα παρήγε αποτελέσματα (βλ. σκέψη 83 ανωτέρω). Επισημαίνεται επίσης ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα επί της εθνικής ένδικης διαδικασίας, το οποίο προβάλλουν οι προσφεύγοντες, δεν απορρέει από την κίνηση διαδικασίας προασπίσεως της ασυλίας μέλους του Κοινοβουλίου, αλλά από τις συνέπειες που πρέπει να συναγάγει το εθνικό δικαστήριο από την πληροφορία η οποία του γνωστοποιείται σχετικά με την κίνηση τέτοιας διαδικασίας, τηρουμένης της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας (πρβλ. απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2008, Marra, C‑200/07 και C‑201/07, EU:C:2008:579, σκέψη 43) της οποίας ο έλεγχος εμπίπτει στην αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης.

88      Αφετέρου, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, με την προσβαλλόμενη πράξη, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου παρέσχε στις ισπανικές δικαστικές αρχές τη δυνατότητα να συνεχίσουν να παραβιάζουν την ασυλία τους και να προσβάλλουν ορισμένα από τα θεμελιώδη δικαιώματά τους, εκδίδοντας, μεταξύ άλλων, τα μνημονευόμενα στη σκέψη 14 ανωτέρω εντάλματα συλλήψεως. Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι οι προβαλλόμενες παραβάσεις απορρέουν από πράξεις εκδοθείσες σε εθνικό επίπεδο και ότι το Κοινοβούλιο δεν είχε καμία αρμοδιότητα να αντιταχθεί, με νομικώς δεσμευτική απόφαση, στην έκδοσή τους.

89      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν μπορεί να προσβληθεί με την προσφυγή ακυρώσεως του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Κοινοβούλιο και, ως εκ τούτου, να απορριφθεί η προσφυγή ως απαράδεκτη, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί το αίτημα του Κοινοβουλίου περί μερικής καταργήσεως της δίκης ή η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος των προσφευγόντων, ούτε, τέλος, η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλαν το Κοινοβούλιο και το Βασίλειο της Ισπανίας όσον αφορά τα νέα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγοντες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

90      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

91      Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και στα δικαστικά έξοδα του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του τελευταίου.

92      Τέλος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Οι Carles Puigdemont i Casamajó και Antoni Comín i Oliveres φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

3)      Το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Μαρκουλλή

Frimodt Nielsen

Kanninen

Schwarcz

 

      Norkus

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Ιουλίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.