Language of document : ECLI:EU:T:2022:739

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 30ής Νοεμβρίου 2022 (*)

«Κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα – Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας – Καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα το οποίο απεικονίζει εξάρτημα για ασύρματο τηλεχειριστήριο – Λόγος ακυρότητας – Χαρακτηριστικά της εμφάνισης ενός προϊόντος τα οποία υπαγορεύονται αποκλειστικά από την τεχνική λειτουργία του – Άρθρο 8, παράγραφος 1, και άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 – Επίκληση πραγματικών περιστατικών ή προσκόμιση αποδείξεων για πρώτη φορά ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών – Άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Άρθρο 41, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων»

Στην υπόθεση T‑611/21,

ADS L. Kowalik, B. Włodarczyk s.c., με έδρα το Sosnowiec (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τον M. Oleksyn, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από την M. Chylińska και τον J. Ivanauskas,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του EUIPO:

ESSAtech, με έδρα το Přistoupim (Τσεχική Δημοκρατία),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους V. Tomljenović, πρόεδρο, I. Nõmm και D. Kukovec (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: M. Zwozdziak-Carbonne, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Ιουλίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή, η προσφεύγουσα ADS L. Kowalik, B. Włodarczyk s.c. ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του τρίτου συμβουλίου προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 5ης Ιουλίου 2021 (υπόθεση R 1070/2020‑3) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 7 Δεκεμβρίου 2017 η προσφεύγουσα υπέβαλε στο EUIPO αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (ΕΕ 2002, L 3, σ. 1).

3        Το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και το οποίο είναι το επίμαχο εν προκειμένω απεικονίζεται ως εξής:

Image not found

4        Τα προϊόντα στα οποία πρόκειται να εφαρμοστεί το σχέδιο ή υπόδειγμα υπάγονται στην κλάση 14.03 υπό την έννοια του Διακανονισμού του Λοκάρνο, της 8ης Οκτωβρίου 1968, για τη διεθνή ταξινόμηση των βιομηχανικών σχεδίων και υποδειγμάτων, όπως έχει τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Συσκευές τηλεχειρισμού [ασύρματες] (Εξαρτήματα για -)».

5        Το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα καταχωρίστηκε ως κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα στις 7 Δεκεμβρίου 2017 με τον αριθμό 4 539 302‑0001 και δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων αριθ. 2018/044, της 5ης Μαρτίου 2018.

6        Στις 20 Μαΐου 2019 η αντίδικος στη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του EUIPO, ESSAtech, υπέβαλε, βάσει του άρθρου 52 του κανονισμού 6/2002, αίτηση ακυρότητας του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος.

7        Προς στήριξη της αιτήσεως ακυρότητας επικαλέστηκε τον λόγο που μνημονεύεται στο άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 6/2002.

8        Στις 6 Απριλίου 2020 το ακυρωτικό τμήμα απέρριψε την αίτηση ακυρότητας.

9        Στις 27 Μαΐου 2020 η αντίδικος ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του EUIPO άσκησε, δυνάμει των άρθρων 55 έως 60 του κανονισμού 6/2002, προσφυγή ενώπιον του EUIPO κατά της αποφάσεως του ακυρωτικού τμήματος.

10      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το τρίτο συμβούλιο προσφυγών του EUIPO έκανε δεκτή την προσφυγή, ακύρωσε την απόφαση του ακυρωτικού τμήματος και κήρυξε άκυρο το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα.

11      Συναφώς, το συμβούλιο προσφυγών υπογράμμισε, πρώτον, ότι η τεχνική λειτουργία του επίμαχου προϊόντος, το οποίο είναι εξάρτημα που τοποθετείται επί της μπαταρίας τηλεχειριστηρίου ηλεκτρικών συσκευών οι οποίες λειτουργούν με μπαταρία, συνίσταται στο να επιτρέπει τη διακοπή της τροφοδοσίας ρεύματος από τη μπαταρία όταν το προϊόν δεν βρίσκεται σε λειτουργία. Δεύτερον, διαπίστωσε ότι η εμφάνιση του επίμαχου προϊόντος έχει τα εξής χαρακτηριστικά: δύο κυκλικές πλάκες χρώματος χρυσού και καφέ, ταινία η οποία συνδέει τις δύο κυκλικές πλάκες και πλακέτα τυπωμένου κυκλώματος η οποία είναι τοποθετημένη στη μια πλευρά μίας από τις πλάκες και αποτελείται από ηλεκτρονικά στοιχεία. Τρίτον, θεώρησε ότι όλα τα ανωτέρω χαρακτηριστικά υπαγορεύονταν αποκλειστικά από την τεχνική λειτουργία του επίμαχου προϊόντος, με αποτέλεσμα το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα να πρέπει να κηρυχθεί άκυρο, βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002.

 Αιτήματα των διαδίκων

12      Η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να καταδικάσει το EUIPO και την αντίδικο ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του EUIPO στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων ενώπιον του EUIPO.

13      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού των εγγράφων που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

14      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει παραδεκτά ως αποδεικτικά στοιχεία τα στιγμιότυπα οθόνης διαδικτυακής σελίδας που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα A.4 έως A.6 του δικογράφου της προσφυγής. Κατά την άποψή της, τα εν λόγω έγγραφα αποδεικνύουν την ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων για τα καλυπτόμενα από το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα προϊόντα και τον σοβαρό περιορισμό της ελευθερίας του δημιουργού.

15      Το EUIPO αμφισβητεί το παραδεκτό των παραρτημάτων A.4 έως A.6 του δικογράφου της προσφυγής για τον λόγο ότι τα περιλαμβανόμενα σε αυτά έγγραφα προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

16      Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα A.4 έως A.6 του δικογράφου της προσφυγής δεν είχαν υποβληθεί ενώπιον του EUIPO, αλλά προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

17      Πάντως, από τη νομολογία προκύπτει ότι, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του άρθρου 61 του κανονισμού 6/2002, ο έλεγχος νομιμότητας στον οποίο προβαίνει το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με απόφαση του συμβουλίου προσφυγών πρέπει να γίνεται με γνώμονα τα νομικά ζητήματα που τέθηκαν ενώπιον του τελευταίου. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επανεξετάζει πραγματικά περιστατικά βάσει αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιόν του. Συγκεκριμένα, η λήψη υπόψη αυτών των αποδεικτικών στοιχείων αντιβαίνει στο άρθρο 188 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, κατά το οποίο τα υπομνήματα που καταθέτουν οι διάδικοι στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να μεταβάλουν το αντικείμενο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαφοράς [πρβλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2013, Viejo Valle κατά ΓΕΕΑ – Établissements Coquet (Φλιτζάνι και πιατάκι με ραβδώσεις και βαθύ πιάτο με ραβδώσεις), T‑566/11 και T‑567/11, EU:T:2013:549, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

18      Επομένως, τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί η αποδεικτική ισχύς τους [πρβλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, Grupo Promer Mon Graphic κατά ΓΕΕΑ – PepsiCo (Απεικόνιση κυκλικής διαφημιστικής βάσεως), T‑9/07, EU:T:2010:96, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

19      Συνεπώς, τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα A.4 έως A.6 του δικογράφου της προσφυγής δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη και, ως εκ τούτου, πρέπει να κριθούν απαράδεκτα.

 Επί του βασίμου των λόγων ακυρώσεως

20      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, σε συνδυασμό με το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού, καθώς και παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, σε συνδυασμό με το άρθρο 63, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, καθώς και παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη.

21      Η εξέταση της προσφυγής θα πρέπει να ξεκινήσει με την ανάλυση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

22      Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στο συμβούλιο προσφυγών ότι δεν αντιμετώπισε ορθώς τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε και τα επιχειρήματα που προέβαλε η αιτούσα την κήρυξη ακυρότητας για πρώτη φορά ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, ήτοι τα παραρτήματα αριθ. 1 έως 4 του υπομνήματος στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών.

23      Πρώτον, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, το συμβούλιο προσφυγών παρέβη, κατ’ ουσίαν, το άρθρο 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, σε συνδυασμό με το άρθρο 63, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού. Δεύτερον, η προσφεύγουσα επικαλείται παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη.

24      Το EUIPO αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

25      Το EUIPO υποστηρίζει, πρώτον, ότι το συμβούλιο προσφυγών ορθώς άσκησε τη διακριτική ευχέρειά του να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η αντίδικος στην ενώπιόν του διαδικασία, δεδομένου ότι συνέτρεχαν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις του άρθρου 27, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2018/625 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού 2017/1001 και για την κατάργηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/1430 (ΕΕ 2018, L 104, σ. 1). Δεύτερον, υπογραμμίζει ότι, καθόσον η προσφεύγουσα δεν είχε αμφισβητήσει το παραδεκτό των ανωτέρω αποδεικτικών στοιχείων, το συμβούλιο προσφυγών δεν είχε την υποχρέωση να αιτιολογήσει ρητώς τη συνεκτίμησή τους.

26      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της προσφυγής που άσκησε ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών κατά της αποφάσεως του ακυρωτικού τμήματος, η αιτούσα την κήρυξη ακυρότητας κατέθεσε υπόμνημα στο οποίο εξέθετε τους λόγους της προσφυγής της καθώς και τα παραρτήματα αριθ. 1 έως 4. Τα εν λόγω παραρτήματα περιλάμβαναν τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία:

–        εικόνες ολοκληρωμένων κυκλωμάτων κυκλικής μορφής και υπερσυνδέσμους προς τις αντίστοιχες πηγές (παράρτημα αριθ. 1)·

–        υπερσύνδεσμο προς διαθέσιμο στο YouTube βίντεο και εικόνες στις οποίες απεικονίζεται ο τρόπος χρήσης του προϊόντος (παράρτημα αριθ. 2)·

–        εικόνες προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων και υπερσυνδέσμους προς τις αντίστοιχες πηγές (παράρτημα αριθ. 3)·

–        περιγραφή του προϊόντος (παράρτημα αριθ. 4).

27      Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, και όπως παραδέχονται οι διάδικοι, τα παραρτήματα αριθ. 1 έως 4 του υπομνήματος στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών περιλαμβάνουν πραγματικά περιστατικά που προβλήθηκαν ή αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών. Στο εν λόγω υπόμνημα, η αιτούσα την κήρυξη ακυρότητας προέβαλε επίσης συναφώς συμπληρωματικά επιχειρήματα, τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στην αίτηση ακυρότητας.

28      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, «[κ]ατά την ενώπιόν του διαδικασία, το [EUIPO] εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά», αλλά ότι, «[ε]ντούτοις, σε αγωγή ακυρότητας, η εξέταση περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και τα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα». Επιπροσθέτως, το άρθρο 63, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι «[το EUIPO] μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που δεν επικαλέστηκαν ή τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δεν προσεκόμισαν εγκαίρως οι διάδικοι».

29      Από το γράμμα του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 προκύπτει ότι, κατά κανόνα και εκτός αν ορίζεται άλλως, η επίκληση πραγματικών περιστατικών και η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων από τους διαδίκους παραμένει δυνατή και μετά την πάροδο των προθεσμιών τις οποίες προβλέπουν προς τούτο οι διατάξεις του κανονισμού 6/2002 και ότι ουδόλως απαγορεύεται στο EUIPO να λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προβληθεί ή προσκομιστεί εκπροθέσμως [πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2017, Gamet κατά EUIPO – «Metal-Bud II» Robert Gubała (Θυρολαβή), T‑306/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:466, σκέψη 15· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Kaul, C‑29/05 P, EU:C:2007:162, σκέψη 42].

30      Διευκρινίζοντας ότι το EUIPO «μπορεί», σε παρόμοιες περιπτώσεις, να αποφασίσει να μη λάβει υπόψη τέτοια αποδεικτικά στοιχεία, η εν λόγω διάταξη του παρέχει πράγματι ευρεία εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να κρίνει, αιτιολογώντας συναφώς την απόφασή του, αν πρέπει ή δεν πρέπει να λάβει υπόψη τα εν λόγω στοιχεία (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2017, Θυρολαβή, T‑306/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:466, σκέψη 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Όσον αφορά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως του συμβουλίου προσφυγών για την ενδεχόμενη λήψη υπόψη των πραγματικών περιστατικών που προβλήθηκαν ή των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του, επισημαίνεται ότι το να ληφθούν αυτά υπόψη μπορεί να δικαιολογηθεί εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 27, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625.

32      Ειδικότερα, το άρθρο 27, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625 ορίζει τα εξής:

«Σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 2 του κανονισμού […] 2017/1001, το τμήμα προσφυγών μπορεί να λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά των οποίων γίνεται επίκληση ή αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιόν του μόνον εφόσον τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α) έχουν, εκ πρώτης όψεως, πιθανόν σημασία για την έκβαση της υπόθεσης· και

β) δεν παρατέθηκαν εμπρόθεσμα για βάσιμους λόγους, ιδίως σε περίπτωση που απλώς συμπληρώνουν σχετικά πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που έχουν ήδη υποβληθεί εμπρόθεσμα, ή κατατίθενται προς αντίκρουση διαπιστώσεων που διατυπώθηκαν ή πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων που εξετάστηκαν αυτεπαγγέλτως από το πρωτοβάθμιο όργανο λήψης αποφάσεων στην προσβαλλόμενη απόφαση.»

33      Συγκεκριμένα, ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2018/625 τυγχάνει εφαρμογής σε υποθέσεις κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων, διότι, βάσει του άρθρου 108 του κανονισμού 6/2002, οι διατάξεις του προαναφερθέντος κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού που αφορούν τη διαδικασία ενώπιον των συμβουλίων προσφυγών εφαρμόζονται και σε προσφυγές οι οποίες αφορούν τις αποφάσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 55 του κανονισμού 6/2002 [απόφαση της 24ης Μαρτίου 2021, Lego κατά EUIPO – Delta Sport Handelskontor (Στοιχεία κατασκευής συσκευασίας παιχνιδιού κατασκευών), T‑515/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:155, σκέψη 44]. Το τελευταίο αυτό άρθρο αφορά, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις των ακυρωτικών τμημάτων, όπως εν προκειμένω.

34      Επισημαίνεται επίσης ότι το περιεχόμενο του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 είναι πανομοιότυπο με αυτό του άρθρου 95, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001, το οποίο ειδικώς μνημονεύεται στο άρθρο 27, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625.

35      Επομένως, οι προϋποθέσεις του άρθρου 27, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625 εφαρμόζονται mutatis mutandis στο άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002. Ως εκ τούτου, η δυνατότητα του συμβουλίου προσφυγών να λάβει υπόψη πραγματικά περιστατικά των οποίων έγινε επίκληση ή αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του, βάσει του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002, οριοθετείται από το άρθρο 27, παράγραφος 4, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Kondyterska korporatsiia «Roshen» κατά EUIPO – Krasnyj Octyabr (Απεικόνιση αστακού), T‑254/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:650, σκέψεις 55 και 56].

36      Κατά τη νομολογία, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει αν το συμβούλιο προσφυγών άσκησε πράγματι την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει προκειμένου να κρίνει, αιτιολογημένα και λαμβάνοντας προσηκόντως υπόψη το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων, κατά πόσον έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που προβλήθηκαν ή τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του, προκειμένου να εκδώσει την απόφαση που κλήθηκε να λάβει. Στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται, εξάλλου, να ελέγξει αν το συμβούλιο προσφυγών έκανε προσήκουσα χρήση της εξουσίας εκτιμήσεως που του παρέχει το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 (βλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2017, Θυρολαβή, T‑306/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:466, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Λαμβανομένης υπόψη της σκέψης 35 ανωτέρω, η τελευταία ως άνω διάταξη πρέπει να εφαρμοστεί σε συνδυασμό με το άρθρο 27 παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625.

37      Όπως προκύπτει από τη μνημονευόμενη στις ανωτέρω σκέψεις 30 και 36 νομολογία σχετικά με το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002, το συμβούλιο προσφυγών πρέπει να ασκεί την εξουσία εκτιμήσεως, την οποία του παρέχει η εν λόγω διάταξη, προκειμένου να κρίνει, αιτιολογώντας συναφώς την απόφασή του, κατά πόσον πρέπει να λάβει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που προβλήθηκαν ή τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του. Η υποχρέωση αυτή μνημονεύεται επίσης και στη σχετική με το άρθρο 27, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625 νομολογία, κατά την οποία, σε περίπτωση που το συμβούλιο προσφυγών λάβει υπόψη τέτοια στοιχεία και στηριχθεί σε αυτά, πρέπει οπωσδήποτε να αιτιολογήσει, σύμφωνα με το άρθρο 62 του εν λόγω κανονισμού, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 27, παράγραφος 4, του ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού [πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2021, Skyliners κατά EUIPO – Sky (SKYLINERS), T‑15/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:401, σκέψη 80].

38      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η υποχρέωση του συμβουλίου προσφυγών να ασκεί την εξουσία εκτιμήσεως που του παρέχει το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 προκειμένου να κρίνει, αιτιολογώντας τη σχετική απόφασή του, κατά πόσον πρέπει να λάβει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που προβλήθηκαν ή τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του απορρέει από την υποχρέωση της διοικήσεως να αιτιολογεί τις αποφάσεις της.

39      Εξάλλου, η εκ μέρους του συμβουλίου προσφυγών εξέταση του παραδεκτού της το πρώτον ενώπιόν του επίκλησης πραγματικών περιστατικών ή προσκόμισης αποδείξεων αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο το οποίο προηγείται της ενδεχόμενης εκ μέρους του ανάλυσης των εν λόγω στοιχείων στο πλαίσιο της εξέτασης του βασίμου προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιόν του.

40      Ως εκ τούτου, όσον αφορά τόσο την ανάλυση του ζητήματος του παραδεκτού της το πρώτον ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών επίκλησης πραγματικών περιστατικών ή προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων όσο και την εξέταση των ζητημάτων ουσίας, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως η οποία προβλέπεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 41 του Χάρτη, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα χρηστής διοίκησης», και, ειδικότερα, στην παράγραφο 1 και στην παράγραφο 2, στοιχείο γʹ, του εν λόγω άρθρου, των οποίων την παράβαση επίσης προβάλλει η προσφεύγουσα.

41      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη προβλέπει ότι «[κ]άθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης». Η παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του ίδιου άρθρου διευκρινίζει ότι «[τ]ο δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει ιδίως […] την υποχρέωση της διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της».

42      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως, η οποία απορρέει επίσης και από το άρθρο 62 του κανονισμού 6/2002, έχει, κατά τη νομολογία, διττό σκοπό, ήτοι να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο προκειμένου να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, στον δε δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας της οικείας αποφάσεως [απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Antrax It κατά EUIPO – Vasco Group (Θερμοσυσσωρευτές για θερμαντικά σώματα), T‑828/14 και T‑829/14, EU:T:2017:87, σκέψη 82]

43      Το ζήτημα αν η αιτιολογία της αποφάσεως πληροί τις ως άνω απαιτήσεις πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα [απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2017, Mast-Jägermeister κατά EUIPO (Κύπελλα), T‑16/16, EU:T:2017:68, σκέψη 58].

44      Επισημαίνεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως σκοπό έχει να αποτρέψει επίσης την έκδοση αυθαίρετων αποφάσεων. Ενέχει επομένως και ένα στοιχείο αυτοπειθαρχίας, υπό την έννοια ότι το όργανο που εκδίδει μια απόφαση, όντας υποχρεωμένο να παραθέσει τους λόγους στους οποίους αυτή στηρίζεται, υποχρεούται επίσης να διασφαλίσει ότι οι λόγοι αυτοί είναι λυσιτελείς, συνεκτικοί και αρκούντως ακριβείς.

45      Επομένως, όταν το συμβούλιο προσφυγών ασκεί την εξουσία εκτιμήσεως που του παρέχει το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002, υποχρεούται να αιτιολογεί την απόφασή του ως προς το παραδεκτό της το πρώτον ενώπιόν του επίκλησης πραγματικών περιστατικών ή προσκόμισης αποδείξεων, αναφέροντας μεταξύ άλλων αν, υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων του άρθρου 27, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625, τα εν λόγω στοιχεία μπορούν να ληφθούν υπόψη. Πρέπει επομένως να ελεγχθεί κατά πόσον, στην υπό κρίση υπόθεση, το συμβούλιο προσφυγών τήρησε την εν λόγω υποχρέωση.

46      Εν προκειμένω, μολονότι το συμβούλιο προσφυγών δεν διαπίστωσε ρητώς, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το παραδεκτό της επίκλησης πραγματικών περιστατικών ή της προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων με τα παραρτήματα αριθ. 1 έως 4 του υπομνήματος στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιόν του, πρέπει να γίνει δεκτό, εντούτοις, ότι τα εν λόγω στοιχεία έχουν ληφθεί υπόψη σιωπηρώς, αλλά κατά λογική αναγκαιότητα, από το συμβούλιο προσφυγών. Συγκεκριμένα, αφενός, πολλά αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν με τα εν λόγω παραρτήματα μνημονεύθηκαν στο σημείο 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου γίνεται παράθεση των λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων των διαδίκων, το δε γεγονός ότι τα εν λόγω στοιχεία ελήφθησαν υπόψη συνάγεται επίσης και από τις αναφορές που γίνονται, στο σκεπτικό της εν λόγω αποφάσεως, στο σύνολο των πραγματικών περιστατικών και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν και των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών. Αφετέρου, τόσο η προσφεύγουσα όσο και το EUIPO, στα δικόγραφά τους, συμφωνούν όσον αφορά το ως άνω παραδεκτό.

47      Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους το συμβούλιο προσφυγών έλαβε υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που προβλήθηκαν και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν από την αιτούσα την κήρυξη ακυρότητας για πρώτη φορά ενώπιόν του.

48      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ελέγξει αν το συμβούλιο προσφυγών, πριν λάβει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που προβλήθηκαν ή τα τις αποδείξεις που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του, εφάρμοσε το άρθρο 27, παράγραφος 4, του κανονισμού 2018/625 και αν πληρούνταν οι δύο απαιτήσεις της εν λόγω διατάξεως. Ειδικότερα, δεν μπορεί να ελέγξει αν το συμβούλιο προσφυγών εξέτασε, αφενός, την εκ πρώτης όψεως σημασία των εν λόγω στοιχείων για την έκβαση της υποθέσεως και, αφετέρου, τυχόν βάσιμους λόγους οι οποίοι είχαν ως συνέπεια την εκπρόθεσμη υποβολή τους. Είναι επομένως αδύνατον να γνωρίζει το Γενικό Δικαστήριο τον λόγο για τον οποίο τα στοιχεία αυτά ελήφθησαν υπόψη και να εκτιμήσει την ορθότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς το ζήτημα αυτό.

49      Ομοίως, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που προβλήθηκαν ή τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, οι διάδικοι δεν μπορούν να γνωρίζουν την αιτιολογία στην οποία στηρίζεται η συνεκτίμησή τους, προκειμένου να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους.

50      Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά τη λήψη υπόψη των πραγματικών περιστατικών που προβλήθηκαν ή των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, το εν λόγω συμβούλιο δεν τήρησε τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 και από το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη.

51      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα του EUIPO.

52      Κατά πρώτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του EUIPO κατά το οποίο, αφ’ ης στιγμής η προσφεύγουσα δεν είχε αμφισβητήσειι ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών το παραδεκτό της το πρώτον ενώπιον του εν λόγω συμβουλίου επίκλησης πραγματικών περιστατικών ή προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων, το τελευταίο αυτό όργανο δεν είχε την υποχρέωση να αιτιολογήσει ρητώς το συνεκτίμησή τους.

53      Συγκεκριμένα, πρώτον, από τη νομολογία προκύπτει ότι η αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του [απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Bell & Ross κατά ΓΕΕΑ – KIN (Αναπαράσταση ρολογιού), T‑80/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:214, σκέψη 37]. Όπως όμως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 48 και 49 ανωτέρω, τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

54      Δεύτερον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 45 ανωτέρω, όταν το συμβούλιο προσφυγών ασκεί την εξουσία εκτιμήσεως που του παρέχει το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002, υποχρεούται να αιτιολογήσει την απόφασή του ως προς το παραδεκτό της το πρώτον ενώπιόν του επίκλησης πραγματικών περιστατικών ή προσκόμισης αποδείξεων, αναφέροντας μεταξύ άλλων αν, υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων του άρθρου 27, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625, τα εν λόγω στοιχεία μπορούν να ληφθούν υπόψη.

55      Επομένως, το μνημονευόμενο στη σκέψη 52 ανωτέρω επιχείρημα του EUIPO πρέπει να εξεταστεί λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι υφίσταται υποχρέωση του συμβουλίου προσφυγών να αναφέρει μεταξύ άλλων αν, υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων του άρθρου 27, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625, τα πραγματικά περιστατικά που προβλήθηκαν ή τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του μπορούν να ληφθούν υπόψη.

56      Βεβαίως, κατά το άρθρο 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, η εκ μέρους του EUIPO εξέταση των πραγματικών περιστατικών περιορίζεται, σε διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας, όπως εν προκειμένω, στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και στα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα.

57      Εντούτοις, το άρθρο 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002 δεν απαλλάσσει το συμβούλιο προσφυγών από το να εξετάσει και να αιτιολογήσει το παραδεκτό της το πρώτον ενώπιόν του επίκλησης πραγματικών περιστατικών ή προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625, για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε το προαναφερθέν παραδεκτό.

58      Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 27, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625, το συμβούλιο προσφυγών πρέπει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως νομικά ζητήματα που δεν εγείρονται από τους διαδίκους εφόσον αφορούν την παράβαση ουσιώδους τύπου ή είναι αναγκαία η λήψη απόφασης επί αυτών προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή του κανονισμού 6/2002, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών, των αποδεικτικών στοιχείων και των επιχειρημάτων που παραθέτουν οι διάδικοι [πρβλ. κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 10ης Ιουνίου 2020, L. Oliva Torras κατά EUIPO – Mecánica del Frío (Διατάξεις ζεύξης για οχήματα), T‑100/19, EU:T:2020:255, σκέψεις 70 έως 72, και της 13ης Οκτωβρίου 2021, Škoda Investment κατά EUIPO – Škoda Auto (Απεικόνιση φτερωτού βέλους), T‑712/20, EU:T:2021:700, σκέψη 24].

59      Εν προκειμένω, το ζήτημα αν τα πραγματικά περιστατικά που προβλήθηκαν ή τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών μπορούν να ληφθούν υπόψη βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625 αποτελεί ζήτημα αναγόμενο στην ορθή εφαρμογή του κανονισμού 6/2002, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών, των αποδεικτικών στοιχείων και των επιχειρημάτων που παραθέτουν οι διάδικοι υπό την έννοια της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου. Το συμβούλιο προσφυγών οφείλει επομένως να εξετάζει αυτεπαγγέλτως το ζήτημα αυτό και να αιτιολογεί την απάντησή του.

60      Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το EUIPO, το συμβούλιο προσφυγών δεν απαλλάσσεται από την εξέταση, βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625, του παραδεκτού της το πρώτον ενώπιόν του επίκλησης πραγματικών περιστατικών ή προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων ούτε και από την παράθεση της σχετικής αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση λόγω του γεγονότος και μόνον ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε το ανωτέρω παραδεκτό στο στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του εν λόγω συμβουλίου.

61      Τρίτον, το ως άνω συμπέρασμα επιρρωννύεται από τον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 27, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625.

62      Συγκεκριμένα, το άρθρο 27, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625 σκοπεί, μεταξύ άλλων, να διασφαλίσει την ομαλή διεξαγωγή και την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών ενώπιον του EUIPO, παροτρύνοντας τους διαδίκους να τηρούν τις ταχθείσες σε αυτούς προθεσμίες [πρβλ. απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2022, Masterbuilders, Heiermann, Schmidtmann κατά EUIPO – Cirillo (POMODORO), T‑76/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:16, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

63      Το άρθρο 27, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625 επιδιώκει επομένως σκοπό γενικού συμφέροντος. Υπό τις συνθήκες αυτές, και δεδομένου ότι η διάταξη αυτή δεν περιορίζεται στην προστασία του συμφέροντος των διαδίκων και μόνον, δεν μπορεί η εξέταση της τήρησης των κανόνων που διέπουν το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων να επαφίεται στη διάθεση των διαδίκων.

64      Το μνημονευόμενο στη σκέψη 52 ανωτέρω επιχείρημα του EUIPO, καθόσον εξαρτά το περιεχόμενο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά την εξέταση βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625 από το ζήτημα κατά πόσον το παραδεκτό της το πρώτον ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών επίκλησης πραγματικών περιστατικών ή προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων αμφισβητήθηκε κατά την ενώπιον του εν λόγω συμβουλίου διαδικασία, επαφίει στη διάθεση των διαδίκων την εξέταση της τήρησης των προβλεπόμενων στην ανωτέρω διάταξη κανόνων που διέπουν το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων. Ωστόσο, η υποχρέωση του συμβουλίου προσφυγών να τηρεί τον νόμο, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του ελέγχου του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων υπό το πρίσμα των απαιτήσεων που προβλέπει η ρύθμιση και των απαιτήσεων αιτιολογήσεως, δεν μπορεί να εξαρτάται από το αίτημα των διαδίκων να ασκηθεί τέτοιος έλεγχος.

65      Τέταρτον, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία σχετικά με το άρθρο 27, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625, εναπόκειται στον διάδικο που προσκομίζει τα αποδεικτικά στοιχεία να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους τα υπέβαλε στο στάδιο αυτό της διαδικασίας και να αποδείξει ότι η προσκόμισή τους ήταν αδύνατη κατά τη διαδικασία ενώπιον του ακυρωτικού τμήματος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Απεικόνιση αστακού, T‑254/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:650, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Με το διαλαμβανόμενο στη σκέψη 52 ανωτέρω επιχείρημά του, το EUIPO επιχειρεί να αμφισβητήσει την κατανομή του βάρους αποδείξεως που προκύπτει από τη μνημονευόμενη στη σκέψη 65 ανωτέρω νομολογία, επιδιώκοντας να εξαρτήσει το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά την εξέταση βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625 από το κατά πόσον το παραδεκτό της το πρώτον ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών επίκλησης πραγματικών περιστατικών ή προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων αμφισβητήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του εν λόγω συμβουλίου. Ωστόσο, η υποχρέωση του συμβουλίου προσφυγών να τηρεί τον νόμο, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του ελέγχου του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων υπό το πρίσμα των απαιτήσεων που προβλέπει η ρύθμιση και των απαιτήσεων αιτιολογήσεως, δεν μπορεί να εξαρτάται από το αίτημα των διαδίκων να ασκηθεί τέτοιος έλεγχος.

67      Ομοίως, η θέση που υποστηρίζει το EUIPO θα ανάγκαζε τους διαδίκους ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών να μεριμνούν για την εκ μέρους του εν λόγω συμβουλίου τήρηση των κατά την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625 διαδικαστικών υποχρεώσεών του, οι οποίες είναι δεσμευτικές και υπόκεινται σε αυτεπάγγελτο έλεγχο.

68      Διαπιστώνεται κατά συνέπεια ότι, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε το παραδεκτό της το πρώτον ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών επίκλησης πραγματικών περιστατικών ή προσκόμισης αποδείξεων, το εν λόγω συμβούλιο υποχρεούτο σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002, σε συνδυασμό με το άρθρο 27, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625, να εξετάσει το ανωτέρω παραδεκτό και να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους έλαβε υπόψη τα προαναφερθέντα στοιχεία.

69      Κατά δεύτερον, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν ούτε και τα επιχειρήματα του EUIPO σκοπός των οποίων είναι να καταδειχθεί ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 27, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625 πληρούνταν στην προκειμένη περίπτωση.

70      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά τη νομολογία, η αιτιολογία αποφάσεως πρέπει να περιλαμβάνεται στην ίδια την απόφαση και δεν μπορεί να παρέχεται με εκ των υστέρων εξηγήσεις του EUIPO, πλην εξαιρετικών περιστάσεων οι οποίες, λόγω έλλειψης επείγοντος, δεν συντρέχουν. Επομένως, η απόφαση πρέπει, κατ’ αρχήν, να επαρκεί από μόνη της και η αιτιολογία της δεν μπορεί να προκύπτει από γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις που δίδονται εκ των υστέρων, ενώ έχει ήδη ασκηθεί προσφυγή κατά της επίμαχης αποφάσεως ενώπιον του δικαστή της Ένωσης [βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2017, Sony Computer Entertainment Europe κατά EUIPO – Vieta Audio (Vita), T‑35/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:886, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2018, Gifi Diffusion κατά EUIPO – Crocs (Υποδήματα), T‑424/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:136, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

71      Εν προκειμένω, λόγω έλλειψης επείγοντος, δεν συντρέχουν οι εξαιρετικές περιστάσεις που επιτρέπουν στο EUIPO να παράσχει εκ των υστέρων εξηγήσεις προκειμένου να συμπληρώσει την αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι παρεχόμενες εν προκειμένω εξηγήσεις συμπληρώνουν υφιστάμενη αιτιολογία, καθόσον αποτελούν εντελώς νέα αιτιολογία.

72      Επιπλέον, σύμφωνα με τη νομολογία, το γεγονός ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη ως προς ορισμένα σημεία αρκεί αφ’ εαυτού για να δικαιολογήσει την ακύρωσή της (πρβλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 78). Διαπιστώνεται επομένως ότι το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το συμβούλιο προσφυγών, το οποίο επισημαίνεται στη σκέψη 50 ανωτέρω, συνεπάγεται την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

73      Εξάλλου, το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από τη νομολογία κατά την οποία ο προσφεύγων δεν έχει κανένα έννομο συμφέρον να επικαλεστεί παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως στην περίπτωση που είναι ήδη βέβαιο ότι, κατόπιν της ακύρωσης της προσβαλλόμενης αποφάσεως, θα εκδοθεί μια όμοια απόφαση [αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1976, Morello κατά Επιτροπής, 9/76, EU:C:1976:129, σκέψη 11, και της 3ης Δεκεμβρίου 2003, Audi κατά ΓΕΕΑ (TDI), T‑16/02, EU:T:2003:327, σκέψεις 97 και 98].

74      Συγκεκριμένα, αφενός, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η εκ μέρους του συμβουλίου προσφυγών εξέταση των προϋποθέσεων του άρθρου 27, παράγραφος 4, του κανονισμού 2018/625 να το οδηγήσει στο να μην λάβει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που προβλήθηκαν ή τις αποδείξεις που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του. Δεν απόκειται, πάντως, στο Γενικό Δικαστήριο να υποκαταστήσει συναφώς το EUIPO στην εκτίμηση των επίμαχων στοιχείων [πρβλ. απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2016, European Food κατά EUIPO – Société des produits Nestlé (FITNESS), T‑476/15, EU:T:2016:568, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

75      Αφετέρου, δεν μπορεί επίσης να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο, εάν το συμβούλιο προσφυγών αποφάσιζε να μην λάβει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που προβλήθηκαν ή τις αποδείξεις που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του, το αποτέλεσμα της προσβαλλομένης αποφάσεως να ήταν διαφορετικό. Συναφώς, επισημαίνεται ότι το EUIPO παραδέχεται, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι τα στοιχεία αυτά χρησίμευσαν για να στηρίξουν τα συμπεράσματα που συνήγαγε το συμβούλιο προσφυγών όσον αφορά την εκτίμηση της τεχνικής λειτουργίας των χαρακτηριστικών της εμφάνισης του επίμαχου προϊόντος.

76      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι, κατόπιν της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν θα πρέπει κατ’ ανάγκην να εκδοθεί όμοια απόφαση.

77      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματά της τα οποία προβλήθηκαν προς στήριξη του λόγου αυτού, ιδίως εκείνα που αφορούν παράβαση του άρθρου 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002.

78      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή η προσφυγή και, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

79      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

80      Η προσφεύγουσα ζήτησε να καταδικαστεί το EUIPO στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και της διαδικασίας ενώπιον του EUIPO.

81      Δεδομένου ότι το EUIPO ηττήθηκε, πρέπει να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας.

82      Όσον αφορά τα έξοδα της διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας ενώπιον του ακυρωτικού τμήματος και της διαδικασίας προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 190, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι στο πλαίσιο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασίας θεωρούνται ως έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν. Εντούτοις, δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά τα έξοδα στο πλαίσιο της ενώπιον του ακυρωτικού τμήματος διαδικασίας.

83      Επομένως, το αίτημα της προσφεύγουσας να καταδικαστεί το EUIPO στα δικαστικά έξοδα των διαδικασιών ενώπιον του ακυρωτικού τμήματος και του συμβουλίου προσφυγών μπορεί να γίνει δεκτό μόνον όσον αφορά τα αναγκαία έξοδα που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών. Ως εκ τούτου, το EUIPO καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της τελευταίας αυτής διαδικασίας καθώς και στα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του τρίτου συμβουλίου προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 5ης Ιουλίου 2021 (υπόθεση R 1070/20203).

2)      Καταδικάζει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας τόσο ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του EUIPO όσο και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Tomljenović

Nõmm

Kukovec

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 30 Νοεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.