Language of document : ECLI:EU:T:2024:26

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 24ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Έγγραφο που γνωστοποιήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας EU Pilot σχετικά με την επιστροφή ΦΠΑ – Έγγραφο προερχόμενο από κράτος μέλος – Άρνηση πρόσβασης – Προηγούμενη συμφωνία του κράτους μέλους – Εξαίρεση σχετική με την προστασία των δικαστικών διαδικασιών – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑602/22,

Veneziana Energia Risorse Idriche Territorio Ambiente Servizi SpA (Veritas), με έδρα τη Βενετία (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον A. Pasqualin, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την A.‑C. Simon και τον A. Spina,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Fiorentino, avvocato dello Stato,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. da Silva Passos, πρόεδρο τμήματος, S. Gervasoni (εισηγητή) και N. Półtorak, δικαστές,

γραμματέας: V. Di Bucci

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα για τον καθορισμό ημερομηνίας διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός τριών εβδομάδων από την επίδοση του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς να διεξαχθεί προφορική διαδικασία,

έχοντας υπόψη τη διάταξη της 20ής Σεπτεμβρίου 2023, με την οποία η Επιτροπή διατάχθηκε να προσκομίσει το έγγραφο στο οποίο είχε αρνηθεί την πρόσβαση στην προσφεύγουσα, και την προσκόμιση του εγγράφου αυτού από την Επιτροπή στις 26 Σεπτεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα Veneziana Energia Risorse idriche Territorio Ambiente Servizi SpA (Veritas) ζητεί την ακύρωση της απόφασης C(2022) 5221 final της Επιτροπής, της 15ης Ιουλίου 2022, με την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε να της κοινοποιήσει το έγγραφο των ιταλικών αρχών της 17ης Οκτωβρίου 2019 που απεστάλη στο πλαίσιο της διαδικασίας EU Pilot 9456/19/TAXUD σχετικά με την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) επί του ιταλικού τέλους για την υγιεινή του περιβάλλοντος [tariffa di igiene ambientale, το οποίο θεσπίστηκε με το άρθρο 49 του decreto legislativo n. 22 (νομοθετικού διατάγματος 22), της 5ης Φεβρουαρίου 1997, στο εξής: τέλος TIAI].

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (EE 2001, L 145, σ. 43), προβλέπει στις παραγράφους 2, 5 και 5 τα εξής:

«2. Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σ’ ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:

[…]

–        των δικαστικών διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών,

[…]

εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

[…]

4. Στην περίπτωση εγγράφων τρίτων, το θεσμικό όργανο διαβουλεύεται με τον τρίτο προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον μπορεί να εφαρμοσθεί η εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή 2, εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο θα δημοσιοποιηθεί ή όχι.

5. Ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από το θεσμικό όργανο να μην δημοσιοποιήσει ένα έγγραφο προερχόμενο από αυτό χωρίς προηγούμενη συμφωνία του.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

3        Η διαδικασία EU Pilot αποτελεί διαδικασία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κρατών μελών σκοπός της οποίας είναι να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαμορφώσει άποψη ως προς το αν το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τηρείται και εφαρμόζεται ορθώς εντός των κρατών μελών επί ενός συγκεκριμένου ζητήματος. Η διαδικασία αυτή, η οποία αντικατέστησε από το 2008 το προ της ασκήσεως της προσφυγής ανεπίσημο στάδιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, αποσκοπεί στην αποτελεσματική αντιμετώπιση ενδεχόμενων παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης χωρίς να είναι απαραίτητο, στο μέτρο του δυνατού, να κινηθεί διαδικασία λόγω παραβάσεως, αλλά και χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα κίνησής της (βλ. απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2018, Pint κατά Επιτροπής, T‑634/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:662, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

4        Στο πλαίσιο της διαδικασίας EU Pilot 9456/19/TAXUD η οποία κινήθηκε εν προκειμένω, κατόπιν, ιδίως, της καταγγελίας της προσφεύγουσας (στο εξής: διαδικασία EU Pilot), η Επιτροπή ζήτησε από τις ιταλικές αρχές διευκρινίσεις ως προς τον τρόπο επιστροφής του αχρεωστήτως εισπραχθέντος ΦΠΑ επί του τέλους TIAI.

5        Με επιστολή της 2ας Αυγούστου 2021, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι είχε λάβει την απάντηση των ιταλικών αρχών και είχε αποφασίσει να μην κινήσει διαδικασία λόγω παραβάσεως για μη τήρηση του δικαίου της Ένωσης.

6        Στις 21 Οκτωβρίου 2021 η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή αντίγραφο της απάντησης των ιταλικών αρχών, της οποίας το περιεχόμενο παρατίθεται συνοπτικά στην επιστολή της 2ας Αυγούστου 2021.

7        Η Επιτροπή απάντησε, με επιστολή της 15ης Νοεμβρίου 2021 (στο εξής: αρχική απάντηση), και αναγνώρισε κατ’ αρχάς ότι το ζητηθέν έγγραφο ήταν το έγγραφο των ιταλικών αρχών της 17ης Οκτωβρίου 2019 το οποίο απεστάλη στο πλαίσιο της διαδικασίας EU Pilot και, στη συνέχεια, αρνήθηκε την πρόσβαση στο έγγραφο αυτό, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, με την αιτιολογία ότι η γνωστοποίησή του θα έθιγε την προστασία εκκρεμών δικαστικών διαδικασιών στην Ιταλία.

8        Η προσφεύγουσα υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση στην Επιτροπή στις 30 Νοεμβρίου 2021, ζητώντας να αναθεωρήσει τη θέση της.

9        Η Επιτροπή επιβεβαίωσε στις 15 Ιουλίου 2022 την άρνηση παροχής πρόσβασης στο έγγραφο των ιταλικών αρχών της 17ης Οκτωβρίου 2019, κατόπιν της εναντίωσης των ιταλικών αρχών στη γνωστοποίησή του δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, βάσει της εξαίρεσης από το δικαίωμα πρόσβασης που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του ίδιου κανονισμού (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Τα αιτήματα των διαδίκων

10      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        στο πλαίσιο διεξαγωγής αποδείξεων, να διατάξει την Επιτροπή να προσκομίσει το έγγραφο των ιταλικών αρχών της 17ης Οκτωβρίου 2019,

–        επίσης στο πλαίσιο διεξαγωγής αποδείξεων, να διατάξει την Επιτροπή να προσκομίσει την απάντηση των ιταλικών αρχών στη διαβούλευσή τους πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης,

–        να διατάξει κάθε άλλο μέτρο διεξαγωγής αποδείξεων που κρίνει χρήσιμο,

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

11      Αφού η Επιτροπή κοινοποίησε, συνημμένη στο υπόμνημα αντικρούσεως, την αλληλογραφία της με τις ιταλικές αρχές μετά την αρχική απάντηση και την επιβεβαιωτική αίτηση της προσφεύγουσας, η τελευταία περιόρισε το αίτημά της για προσκόμιση της απάντησης των ιταλικών αρχών σε αυτήν πριν την επιβεβαιωτική αίτηση (βλ. σκέψη 10, δεύτερη περίπτωση, ανωτέρω).

12      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

13      Η Ιταλική Κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

 Σκεπτικό

14      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, καθώς και της υποχρέωσης αιτιολογήσεως. Ο δεύτερος λόγος αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του ίδιου κανονισμού, σε συνδυασμό με την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, παράβαση της υποχρέωσης επιμελούς εξέτασης και της υποχρέωσης αιτιολογήσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 καθώς και της υποχρέωσης αιτιολογήσεως

15      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, πρώτον, ότι, λαμβανομένης υπόψη της αντίφασης μεταξύ, αφενός, της αρχικής απάντησης, η οποία ουδόλως μνημονεύει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 και την εναντίωση των ιταλικών αρχών βάσει της εν λόγω διάταξης, και, αφετέρου, της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία μνημονεύει την ως άνω διάταξη καθώς και την εν λόγω εναντίωση, δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει ποια διαδικασία εφαρμόστηκε και αν εφαρμόστηκε ορθώς. Με το υπόμνημα απαντήσεως, διευκρινίζει ότι δεν προσάπτει στην Επιτροπή διαφορά μεταξύ της αρχικής απάντησης και της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά ανακρίβεια της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον η Επιτροπή εσφαλμένως ανέφερε ότι η αρχική απάντηση στηριζόταν στις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού 1049/2001.

16      Δεύτερον, η προσφεύγουσα συνάγει εξ αυτού ότι, κατά το μέτρο που από τη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής δεν προκύπτει προηγούμενη εκδήλωση βούλησης των ιταλικών αρχών, απαιτείται εξαντλητική αξιολόγηση της αίτησης πρόσβασης, σε αντίθεση με την περίπτωση ουσιαστικής εναντίωσης κράτους μέλους, για την οποία η νομολογία έχει δεχθεί εκ πρώτης όψεως εξέταση της εναντίωσης εκ μέρους της Επιτροπής. Εν προκειμένω όμως η Επιτροπή δεν διενήργησε την υποχρεωτική ενδελεχή εξέταση και δεν προέβη στην απαιτούμενη αυτοτελή εκτίμηση, δεδομένου ότι οι ιταλικές αρχές δεν έκαναν χρήση της προβλεπόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, δυνατότητας.

17      Σε πρώτο στάδιο, πρέπει να επισημανθεί ότι, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παράβασης της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, η προσφεύγουσα στην πραγματικότητα περιορίζεται στον ισχυρισμό ότι αβασίμως η Επιτροπή στηρίχθηκε στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001.

18      Ειδικότερα, η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, το οποίο αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 2001, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑17/99, EU:C:2001:178, σκέψη 35, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Philip Morris κατά Επιτροπής, T‑796/14, EU:T:2016:483, σκέψη 28). Μια ανεπαρκώς αιτιολογημένη πράξη, κατά την έννοια της υποχρέωσης τυπικής αιτιολογήσεως, δεν παρέχει τη δυνατότητα κατανόησης του λόγου για τον οποίο εκδόθηκε η πράξη και επί ποιας βάσεως, ενώ η αιτιολογία μιας πράξης, ήτοι το σκεπτικό της και οι λόγοι βάσει των οποίων εκδόθηκε, μπορεί να είναι επαρκώς γνωστή και κατανοητή, πλην όμως ανεπαρκής κατά νόμον, στο μέτρο που δεν είναι τεκμηριωμένη, λυσιτελής ή σύμφωνη με τις εφαρμοστέες διατάξεις.

19      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα διασαφήνισε την επιχειρηματολογία της με το υπόμνημα απαντήσεως, διευκρινίζοντας ότι δεν προσήπτε στην Επιτροπή διαφορά μεταξύ της αρχικής απάντησης και της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω της οποίας δεν μπορούσε να λάβει γνώση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, να την κατανοήσει και, επομένως, να την αμφισβητήσει, όπερ θα αντιστοιχούσε σε τυπική αμφισβήτηση, αλλά ότι επέκρινε την εσφαλμένη επίκληση του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, ελλείψει ουσιαστικής εναντίωσης των ιταλικών αρχών στη γνωστοποίηση, ιδίως πριν από την αρχική απάντηση (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι σύμφωνη με τις εφαρμοστέες διατάξεις.

20      Εν πάση περιπτώσει, μπορεί εν προκειμένω να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που μνημονεύει το άρθρο 4, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού 1049/2001, παρέχει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να γνωρίζει τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητά τους, όπως απαιτεί η νομολογία σχετικά με την τήρηση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως (βλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, NLG κατά Επιτροπής, T‑109/05 και T‑444/05, EU:T:2011:235, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ειδικότερα, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει σαφώς ότι ζητήθηκε η γνώμη των ιταλικών αρχών δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού και ότι οι εν λόγω αρχές εξέφρασαν την εναντίωσή τους στη γνωστοποίηση του εγγράφου της 17ης Οκτωβρίου 2019 βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού. Ειδικότερα, η Επιτροπή επισημαίνει, εισαγωγικώς (σημείο 1), ότι εξέδωσε αρχική απάντηση με την οποία αρνήθηκε τη γνωστοποίηση κατόπιν διαβούλευσης με τις ιταλικές αρχές, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφοι 4 και 5, του ως άνω κανονισμού, και αφιερώνει μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης (σημείο 2.1) στην έκθεση των λόγων εναντίωσης των ιταλικών αρχών.

21      Είναι αληθές ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 δεν μνημονεύθηκε στην αρχική απάντηση. Εντούτοις, από το γεγονός αυτό δεν μπορεί να συναχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη. Ειδικότερα, αφενός, ακόμη και χωρίς να μνημονευθεί η εν λόγω διάταξη, η αρχική απάντηση αναφέρει σαφώς την εναντίωση των ιταλικών αρχών στη γνωστοποίηση του από 17 Οκτωβρίου 2019 εγγράφου τους. Αφετέρου, το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξης πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει βεβαίως να εκτιμάται με γνώμονα το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, αλλά κυρίως υπό το πρίσμα του γράμματός της, το οποίο εν προκειμένω είναι σαφές (βλ. σκέψη 20 ανωτέρω), καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το ανακύπτον ζήτημα (αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 63, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Philip Morris κατά Επιτροπής, T‑796/14, EU:T:2016:483, σκέψη 29). Εν προκειμένω, όπως υπογραμμίζουν η Επιτροπή και η Ιταλική Δημοκρατία, τα άρθρα 7 και 8 του εν λόγω κανονισμού προβλέπουν διαδικασία δύο σταδίων, η οποία παρέχει στο οικείο θεσμικό όργανο τη δυνατότητα να επεξεργαστεί ταχύτερα τις αρχικές αιτήσεις, πριν διαμορφώσει, αν παρίσταται ανάγκη, σε περίπτωση υποβολής επιβεβαιωτικής αίτησης, εμπεριστατωμένη, και επομένως πληρέστερη, άποψη περί απορρίψεως της εν λόγω αιτήσεως (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 2010, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, C‑362/08 P, EU:C:2010:40, σκέψη 54, και της 11ης Δεκεμβρίου 2018, Arca Capital Bohemia κατά Επιτροπής, T‑440/17, EU:T:2018:898, σκέψη 18). Ως εκ τούτου, η έλλειψη μνείας του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 στην αρχική απάντηση δεν μπορεί να οδηγήσει σε αμφιβολία ως προς το αν η προσβαλλόμενη απόφαση πράγματι στηρίζεται στην εν λόγω διάταξη, η οποία μνημονεύεται στην απόφαση αυτή.

22      Μια τέτοια αμφιβολία είναι κατά μείζονα λόγο αδικαιολόγητη, καθόσον από τα δικόγραφα της προσφεύγουσας προκύπτει ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης της παρέσχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί ότι η απόφαση αυτή στηριζόταν στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, κατά το μέτρο που αμφισβητεί επιπλέον τη θεμελίωση της προσβαλλόμενης απόφασης στην ως άνω διάταξη, εν προκειμένω για τον λόγο ότι οι ιταλικές αρχές δεν έκαναν χρήση της ευχέρειας που προβλέπει η διάταξη αυτή.

23      Συγκεκριμένα, όσον αφορά, σε δεύτερο στάδιο, το φερόμενο ως παράνομο έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, έχει κριθεί, αφενός, ότι δεν προκύπτει ούτε από τη διάταξη αυτή ούτε από τη νομολογία ότι, για να μπορεί το κράτος μέλος, ως συντάκτης του επίμαχου εγγράφου, να εκφράσει εναντίωση, πρέπει προηγουμένως να υποβάλλει ειδική επίσημη αίτηση προς το οικείο θεσμικό όργανο και, αφετέρου, ότι δεν απαιτείται το κράτος μέλος να επικαλεστεί ρητώς την εν λόγω διάταξη. Ουδόλως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως αυτής, η οποία αποτελεί διάταξη διαδικαστικού χαρακτήρα που αφορά τη διαδικασία έκδοσης αποφάσεως της Ένωσης (αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής, C‑64/05 P, EU:C:2007:802, σκέψεις 78 και 81, και της 21ης Ιουνίου 2012, IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, C‑135/11 P, EU:C:2012:376, σκέψη 53), ότι το κράτος μέλος οφείλει να υποβάλει επίσημη αίτηση, χωρίς την οποία η εναντίωση που διατυπώνει δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως (απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2018, POA κατά Επιτροπής, T‑74/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:75, σκέψεις 32 έως 34). Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το κράτος μέλος δεν υποχρεούται να ενεργήσει σε δύο στάδια προκειμένου να εναντιωθεί στη γνωστοποίηση ενός εγγράφου του, ήτοι να ζητήσει, κατ’ αρχάς, από την Επιτροπή να μη γνωστοποιήσει το επίμαχο έγγραφο χωρίς την προηγούμενη συμφωνία του και να αρνηθεί, στη συνέχεια, να συμφωνήσει στη γνωστοποίηση.

24      Προκύπτει επίσης ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το γεγονός ότι δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 ζητείται η γνώμη του οικείου κράτους μέλους δεν αποκλείει τη συνακόλουθη εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού. Ως προς τις δύο αυτές διατάξεις, δεν θεωρείται ότι αποκλείουν η μία την άλλη, αλλά μάλλον, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του εν λόγω κανονισμού (βλ. τροποποιημένη πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ΕΕ 2001, 240 E, σ. 165, σημείο 2.4), ότι πρόκειται για μία διάταξη σχετική με τους τρίτους εν γένει (παράγραφος 4) και μία διάταξη η οποία εφαρμόζεται σε συγκεκριμένους τρίτους, όπως είναι τα κράτη μέλη και επαναλαμβάνει τη δήλωση αριθ. 35 που προσαρτάται στη Συνθήκη του Άμστερνταμ (παράγραφος 5) (πρβλ. απόφαση της 3ης Μαΐου 2018, Μάλτα κατά Επιτροπής, T‑653/16, EU:T:2018:241, σκέψεις 98 και 99, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro στην υπόθεση Σουηδία κατά Επιτροπής, C‑64/05 P, EU:C:2007:433, σημείο 48).

25      Επιπροσθέτως, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, ιδίως μέσω της παροχής στο οικείο κράτος μέλος της δυνατότητας να δηλώνει υποχρεωτικώς την προηγούμενη συμφωνία του για τη γνωστοποίηση εγγράφου του οποίου είναι ο συντάκτης, πρέπει επιπλέον το κράτος μέλος αυτό να έχει ενημερωθεί για την ύπαρξη αίτησης πρόσβασης στο εν λόγω έγγραφο, όπερ αποτελεί ακριβώς το αντικείμενο της διαβούλευσης που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού.

26      Συνεπώς, εν προκειμένω, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι αντιρρήσεις τις οποίες διατύπωσαν οι ιταλικές αρχές όσον αφορά τη γνωστοποίηση του από 17 Οκτωβρίου 2019 εγγράφου τους, κατόπιν της διαβουλεύσεως με αυτές, και οι οποίες προκύπτουν από τα ηλεκτρονικά μηνύματα που απεστάλησαν στην Επιτροπή στις 31 Μαρτίου, στις 5 Απριλίου και στις 6 Μαΐου 2022, εκφράζουν την άρνηση των αρχών αυτών να γνωστοποιηθεί το εν λόγω έγγραφο χωρίς την προηγούμενη συμφωνία τους καθώς και τη συνακόλουθη διαφωνία τους ως προς τη γνωστοποίηση δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001. Ειδικότερα, οι ιταλικές αρχές επισήμαναν στις 31 Μαρτίου 2022 ότι, εν αναμονή της συλλογής των απαιτούμενων στοιχείων, δεν μπορούσαν να επιτρέψουν την πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο. Στις 5 Απριλίου 2022 επιβεβαίωσαν την άρνηση πρόσβασης και στις 6 Μαΐου 2022 παρείχαν διευκρινίσεις σχετικά με την άρνηση αυτή. Εξ αυτού προκύπτει η πραγματική εκδήλωση της βούλησης των ιταλικών αρχών, η οποία εν προκειμένω είναι προγενέστερη της προσβαλλόμενης απόφασης, να εναντιωθούν στη γνωστοποίηση, δεδομένου δε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 δεν θέτει ειδική χρονική προϋπόθεση διαφορετικής από εκείνη της «προηγούμενης» συμφωνίας για τη γνωστοποίηση, η εν λόγω εκδήλωση βούλησης των ιταλικών αρχών αρκεί.

27      Επομένως, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε, όπως διατείνεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς τούτο να επιβεβαιώνεται από το υπόμνημα παρεμβάσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας, ότι οι ιταλικές αρχές εξέφρασαν την εναντίωσή τους ήδη πριν από την αποστολή της αρχικής απάντησης.

28      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ορθώς στηρίχθηκε στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 και, στο πλαίσιο του ελέγχου των λόγων της μη γνωστοποίησης που προβάλλει το κράτος μέλος το οποίο αφορά η εν λόγω διάταξη (βλ. σκέψη 40 κατωτέρω), δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε εξαντλητική εκτίμηση των λόγων της απόφασης των ιταλικών αρχών να εναντιωθούν.

29      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να χρειάζεται να ζητηθεί από την Επιτροπή να προσκομίσει την αλληλογραφία που αντάλλαξε με τις ιταλικές αρχές πριν από την αποστολή της αρχικής απάντησης.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αφορά κατ’ ουσίαν παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, σε συνδυασμό με την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, παράβαση της υποχρέωσης επιμελούς εξέτασης και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως

30      Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέβη την υποχρέωσή της, την οποία εξακολουθεί να υπέχει ακόμη και στην περίπτωση εκ πρώτης όψεως εκτίμησης της εναντίωσης στη γνωστοποίηση, να εξακριβώσει και να εξηγήσει για ποιον λόγο η πρόσβαση στο ζητηθέν έγγραφο θα μπορούσε να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το προστατευόμενο συμφέρον, εν προκειμένω το συμφέρον που στηρίζεται στην προστασία των δικαστικών διαδικασιών βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Η προσφεύγουσα στηρίζεται, συναφώς, στην υποχρεωτικά αυστηρή ερμηνεία των εξαιρέσεων από το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα, στην υποθετική διατύπωση που χρησιμοποιείται στην προσβαλλόμενη απόφαση, στη μνεία μίας μόνον εκκρεμούς εθνικής ένδικης διαδικασίας, η οποία εν πάση περιπτώσει δεν συγκεκριμενοποιείται, και στην απουσία διευκρινίσεων ως προς την προσβολή της ισότητας των όπλων ενώπιον του δικαστηρίου σε σχέση με την προσφεύγουσα, αιτούσα εν προκειμένω την πρόσβαση. Υπογραμμίζει, με τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως, την ανεπάρκεια του λόγου τον οποίο προέβαλαν οι ιταλικές αρχές προς δικαιολόγηση της άρνησης πρόσβασης, ότι δηλαδή μια προδικαστική παραπομπή θα ήταν ιδιαίτερα πιθανή στο πλαίσιο των επίμαχων εθνικών δικαστικών διαδικασιών. Επιπροσθέτως, η αιτιολογία που παρατίθεται με την προσβαλλόμενη απόφαση είναι, κατά την άποψή της, ανεπαρκής, αόριστη και στερούμενη ουσίας.

31      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει, στηριζόμενη στη νομολογία, την ανάγκη ύπαρξης πραγματικού συνδέσμου μεταξύ της ζητούμενης πρόσβασης και της ανατροπής της δικονομικής ισορροπίας στο πλαίσιο σαφώς καθορισμένης διαφοράς, επισημαίνοντας ότι, εν προκειμένω, η μόνη διαδικασία στην οποία η ίδια ήταν διάδικος είχε περατωθεί οριστικώς πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επισημαίνει, εξάλλου, ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η ίδια η Επιτροπή προειδοποίησε τις ιταλικές αρχές για την ανάγκη να εξηγήσουν με ποιον τρόπο η γνωστοποίηση του ζητηθέντος εγγράφου θα έθιγε συγκεκριμένα και ουσιαστικά το επίμαχο προστατευόμενο συμφέρον, δεδομένου ότι, κατά τη δική της εκτίμηση, το εν λόγω έγγραφο μπορούσε να γνωστοποιηθεί. Προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή παρέβη το καθήκον της να εξετάσει αν το κράτος μέλος είχε αιτιολογήσει δεόντως τη θέση του, εξακριβώνοντας το υποστατό μιας τέτοιας αιτιολογίας και μνημονεύοντάς την στην προσβαλλόμενη απόφαση.

32      Υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός 1049/2001 αποσκοπεί, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 4 και το άρθρο 1 αυτού, στην παροχή στο κοινό όσο το δυνατόν ευρύτερης πρόσβασης στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων (αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Suède και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 33, και της 25ης Σεπτεμβρίου 2014, Spirlea κατά Επιτροπής, T‑669/11, EU:T:2014:814, σκέψη 40). Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, το δικαίωμα αυτό καλύπτει όχι μόνον τα έγγραφα που συντάσσουν τα θεσμικά όργανα, αλλά και όσα παραλαμβάνουν από τρίτους, στους οποίους περιλαμβάνονται και τα κράτη μέλη, όπως διευκρινίζει ρητά το άρθρο 3, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού.

33      Ωστόσο, το δικαίωμα πρόσβασης παραμένει υποκείμενο σε ορισμένους περιορισμούς που στηρίζονται σε λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος (αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 62, και της 25ης Σεπτεμβρίου 2014, Spirlea κατά Επιτροπής, T‑669/11, EU:T:2014:814, σκέψη 41). Ειδικότερα, το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 προβλέπει ότι ένα κράτος μέλος δύναται να ζητήσει να μην γνωστοποιηθεί έγγραφο προερχόμενο από το ίδιο χωρίς προηγούμενη συμφωνία του.

34      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία έκανε χρήση της ευχέρειας που της παρέχει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 και ζήτησε από την Επιτροπή να μη γνωστοποιήσει το έγγραφο των ιταλικών αρχών της 17ης Οκτωβρίου 2019.

35      Η άσκηση της εξουσίας την οποία απονέμει στο οικείο κράτος μέλος το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 πλαισιώνεται από τις ουσιαστικής φύσεως εξαιρέσεις που απαριθμούνται στις παραγράφους 1 έως 3 του ίδιου αυτού άρθρου, οπότε στο οικείο κράτος μέλος αναγνωρίζεται επ’ αυτού απλώς και μόνον εξουσία συμμετοχής στην απόφαση του θεσμικού οργάνου. Η προηγούμενη συγκατάθεση του οικείου κράτους μέλους, στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 5 του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού, δεν ομοιάζει συνεπώς με δικαίωμα αρνησικυρίας κατά το δοκούν, αλλά με κάποιας μορφής σύμφωνη γνώμη ως προς το ότι δεν συντρέχουν λόγοι εξαιρέσεως βασιζόμενοι στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού. Ως εκ τούτου, η διαδικασία λήψεως αποφάσεων, την οποία θεσπίζει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, επιβάλλει τόσο στο οικείο θεσμικό όργανο όσο και στο κράτος μέλος την υποχρέωση να περιορίζονται στις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3 (βλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 2012, IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, C‑135/11 P, EU:C:2012:376, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Αφ’ ης στιγμής η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης ανατίθεται από κοινού στο θεσμικό όργανο και στο κράτος μέλος το οποίο άσκησε την προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 ευχέρεια, οπότε η εφαρμογή της διάταξης αυτής εξαρτάται από τον μεταξύ τους διάλογο, αμφότερα οφείλουν, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας, να ενεργήσουν και να συνεργαστούν κατά τρόπον ώστε οι ως άνω κανόνες να τύχουν αποτελεσματικής εφαρμογής (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής, C‑64/05 P, EU:C:2007:802, σκέψη 85).

37      Εντούτοις, η παρέμβαση του οικείου κράτους μέλους δεν επηρεάζει, έναντι του αιτούντος, τον χαρακτήρα πράξεως της Ένωσης την οποία του απευθύνει μεταγενέστερα το θεσμικό όργανο ως απάντηση σε αίτηση πρόσβασης της οποίας έχει επιληφθεί όσον αφορά έγγραφο ευρισκόμενο στην κατοχή του (αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής, C‑64/05 P, EU:C:2007:802, σκέψη 94, και της 21ης Ιουνίου 2012, IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, C‑135/11 P, EU:C:2012:376, σκέψη 60).

38      Από τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 32 έως 37 ανωτέρω προκύπτει, πρώτον, ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος το οποίο, μετά το πέρας του διαλόγου με το θεσμικό όργανο, εναντιώνεται στη γνωστοποίηση του επίμαχου εγγράφου οφείλει να αιτιολογήσει την εναντίωσή του, λαμβανομένων υπόψη των εξαιρέσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001. Πράγματι, το θεσμικό όργανο δεν μπορεί να δώσει συνέχεια στη διατυπωθείσα από το κράτος μέλος εναντίωση στη γνωστοποίηση εγγράφου προερχόμενου από το ίδιο, αν η εναντίωση αυτή στερείται οποιασδήποτε αιτιολογίας ή αν η προβληθείσα αιτιολογία δεν ανάγεται στις εν λόγω εξαιρέσεις. Όταν, παρά τη σχετική ρητή πρόσκληση του θεσμικού οργάνου προς το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, το κράτος αυτό εξακολουθεί να μην προβαίνει στη σχετική αιτιολόγηση, το θεσμικό όργανο οφείλει, εφόσον εκτιμά ότι δεν εφαρμόζεται καμία από τις ανωτέρω εξαιρέσεις, να επιτρέψει την πρόσβαση στο αιτηθέν έγγραφο (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής, C‑64/05 P, EU:C:2007:802, σκέψεις 87 και 88).

39      Επιπροσθέτως, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τα άρθρα 7 και 8 του κανονισμού 1049/2001, το θεσμικό όργανο οφείλει να αιτιολογήσει την απορριπτική απόφαση την οποία απευθύνει στον αιτούμενο την πρόσβαση. Η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται ότι το θεσμικό όργανο πρέπει να αναφέρει στην απόφασή του όχι μόνον την εκδηλωθείσα εναντίωση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους στη γνωστοποίηση του αιτηθέντος εγγράφου, αλλά και τους λόγους που επικαλέστηκε το οικείο κράτος μέλος προκειμένου να συναγάγει ότι εφαρμόζεται μία από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης. Πράγματι, παρόμοιες ενδείξεις είναι ικανές να παράσχουν στον αιτούντα τη δυνατότητα να κατανοήσει την προέλευση και τους προβαλλόμενους λόγους της αρνήσεως, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει, ενδεχομένως, τον έλεγχο που του έχει ανατεθεί (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής, C‑64/05 P, EU:C:2007:802, σκέψη 89).

40      Δεύτερον, προκύπτει ότι το θεσμικό όργανο δεν οφείλει να προβεί, όσον αφορά το έγγραφο για το οποίο υφίσταται άρνηση γνωστοποίησης, σε εξαντλητική εξέταση των λόγων εναντίωσης που προέβαλε το οικείο κράτος μέλος βάσει των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 (αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 2012, IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, C‑135/11 P, EU:C:2012:376, σκέψη 65, και της 5ης Απριλίου 2017, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑344/15, EU:T:2017:250, σκέψη 45). Επομένως, η υποχρέωση συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξέτασης η οποία απορρέει από την αρχή της διαφάνειας δεν ισχύει όταν η αίτηση πρόσβασης αφορά έγγραφο προερχόμενο από κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 (αποφάσεις της 25ης Σεπτεμβρίου 2014, Spirlea κατά Επιτροπής, T‑669/11, EU:T:2014:814, σκέψη 81, και της 8ης Φεβρουαρίου 2018, POA κατά Επιτροπής, T‑74/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:75, σκέψη 61). Συγκεκριμένα, η απαίτηση τέτοιας εξαντλητικής εξέτασης θα παρείχε –κακώς– στο επιλαμβανόμενο της σχετικής αιτήσεως όργανο τη δυνατότητα, αφ’ ης στιγμής πραγματοποιηθεί η εξέταση αυτή, να κοινοποιήσει το επίμαχο έγγραφο στον αιτούντα παρά τη δεόντως αιτιολογημένη εναντίωση του κράτους μέλους από το οποίο προέρχεται το εν λόγω έγγραφο (απόφαση της 21ης Ιουνίου 2012, IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, C‑135/11 P, EU:C:2012:376, point 64).

41      Αντιθέτως, η υποχρέωση επιμελούς εξέτασης που υπέχει το θεσμικό όργανο συνεπάγεται ότι το όργανο αυτό οφείλει να εξακριβώσει κατά πόσον οι εξηγήσεις του κράτους μέλους σχετικά με την εναντίωσή του στη γνωστοποίηση των εγγράφων του παρίστανται εκ πρώτης όψεως βάσιμες. Στο θεσμικό όργανο εναπόκειται να εξακριβώσει αν, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης και των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου, οι λόγοι που προέβαλε το κράτος μέλος προς στήριξη της εναντίωσής του ήταν ικανοί να δικαιολογήσουν εκ πρώτης όψεως μια τέτοια άρνηση και, συνεπώς, αν οι λόγοι αυτοί παρείχαν τη δυνατότητα στο εν λόγω θεσμικό όργανο να αναλάβει την ευθύνη που του αναθέτει το άρθρο 8 του κανονισμού 1049/2001. Πρόκειται για αποτροπή του ενδεχομένου να λάβει το θεσμικό όργανο απόφαση η οποία, κατά τη γνώμη του, δεν ευσταθεί, ενώ είναι ο εκδότης της και έχει, επομένως, την ευθύνη της νομιμότητάς της (πρβλ. απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2020, Compañía de Tranvías de la Coruña κατά Επιτροπής, T‑485/18, EU:T:2020:35, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ακριβώς τόσο την τήρηση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως (πρώτη αιτίαση) όσο και την τήρηση της υποχρέωσης επιμελούς εξέτασης (δεύτερη αιτίαση) και το αποτέλεσμα της εξέτασης αυτής (τρίτη αιτίαση).

43      Όσον αφορά, σε πρώτο στάδιο, την τήρηση εν προκειμένω της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, επισημαίνεται ότι, στο σημείο 2.1 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εξέθεσε ότι οι ιταλικές αρχές, επικαλούμενες το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 στήριξαν την άρνηση γνωστοποίησης στην προσβολή της ακεραιότητας εκκρεμών δικαστικών διαδικασιών σχετικών με την επιστροφή του ΦΠΑ, των οποίων τα στοιχεία αναφοράς γνωστοποίησαν οι ίδιες, και στην προσβολή της ισότητας των όπλων σε περίπτωση που το έτερο μέρος στις εν λόγω διαδικασίες αποκτούσε πρόσβαση στο έγγραφο της 17ης Οκτωβρίου 2019, το οποίο είχε κοινοποιηθεί εμπιστευτικά στις αρχές της Ένωσης στο πλαίσιο της διαδικασίας EU Pilot σχετικά με την επιστροφή του αχρεωστήτως εισπραχθέντος ΦΠΑ επί του τέλους TIAI. Αναφέρθηκε επίσης στις ενδεχόμενες προδικαστικές παραπομπές προς το Δικαστήριο, για τις οποίες έκαναν λόγο οι ιταλικές αρχές, στηριζόμενες στο γεγονός ότι ο ΦΠΑ που αποτελούσε το αντικείμενο των επίμαχων εθνικών διαδικασιών υπέκειτο σε εναρμονισμένους ευρωπαϊκούς κανόνες.

44      Εξ αυτού μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή βεβαιώθηκε ότι η εναντίωση των ιταλικών αρχών είναι πράγματι αιτιολογημένη και παρέθεσε τους σχετικούς λόγους στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ως εκ τούτου, παρέσχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους οι ιταλικές αρχές αρνήθηκαν τη γνωστοποίηση του εγγράφου της 17ης Οκτωβρίου 2019.

45      Επομένως, η πρώτη αιτίαση, που αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως πρέπει να απορριφθεί.

46      Σε δεύτερο στάδιο, όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής τήρηση της υποχρέωσής της να εξετάσει επιμελώς την άρνηση γνωστοποίησης εκ μέρους των ιταλικών αρχών, διαπιστώνεται ότι, στο σημείο 2.2 της προσβαλλόμενης απόφασης με τίτλο «Εκ πρώτης όψεως εκτίμηση της Επιτροπής», η Επιτροπή, αφού υπενθύμισε τις εφαρμοστέες διατάξεις, ειδικότερα το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, καθώς και την αντίστοιχη νομολογία, υπενθύμισε επίσης ότι οι ιταλικές αρχές είχαν υπογραμμίσει ότι το από 17 Οκτωβρίου 2019 έγγραφό τους περιείχε τη θέση τους επί του ζητήματος της επιστροφής του αχρεωστήτως εισπραχθέντος ΦΠΑ επί του τέλους TIAI, ότι το ζήτημα αυτό αποτελούσε το αντικείμενο υποθέσεων που εκκρεμούσαν ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων, των οποίων τα στοιχεία είχαν παρατεθεί, και ότι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο. Στη συνέχεια, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η γνωστοποίηση του εν λόγω εγγράφου θα έθετε τις αρχές αυτές σε σαφώς μειονεκτική θέση σε σχέση με τους λοιπούς διαδίκους, διότι οι τελευταίοι θα γνώριζαν εκ των προτέρων τη θέση των ιταλικών αρχών και θα μπορούσαν να προσαρμόσουν και να εξειδικεύσουν περαιτέρω τα επιχειρήματά τους, όπερ θα συνεπαγόταν συστηματικό πλεονέκτημα υπέρ τους. Εξ αυτού συνήγαγε ότι υφίστατο πραγματικός και όχι υποθετικός κίνδυνος να τεθούν σε κίνδυνο και να διακυβευθούν σοβαρά οι εκκρεμείς στην Ιταλία δικαστικές διαδικασίες, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

47      Η ανάλυση αυτή αντιστοιχεί στην εκ πρώτης όψεως εκτίμηση την οποία απαιτεί η νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 40 και 41 ανωτέρω.

48      Συγκεκριμένα, μόνον η Επιτροπή μπορεί να εξακριβώσει αν από τα προσκομισθέντα από τις ιταλικές αρχές στοιχεία μπορεί ευλόγως να πιθανολογηθεί προσβολή της προστασίας των δικαστικών διαδικασιών κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Η πιθανολόγηση αυτή συνεπάγεται εκ φύσεως τη χρήση όχι απολύτως κατηγορηματικών διατυπώσεων, όπερ δεν θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να προσαφθεί στην Επιτροπή.

49      Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν οφείλει να βεβαιωθεί για τη συγκεκριμένη και ουσιαστική προσβολή της προστασίας των δικαστικών διαδικασιών στην Ιταλία. Συναφώς, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η προσφεύγουσα, η Επιτροπή, υπενθυμίζοντας στις ιταλικές αρχές την ανάγκη να εξηγήσουν με ποιον τρόπο η γνωστοποίηση του εγγράφου που ζητήθηκε θα έθιγε συγκεκριμένα και ουσιαστικά το επίμαχο προστατευόμενο συμφέρον, τους υπενθύμισε απλώς την υποχρέωσή τους να προβούν σε έναν τέτοιο έλεγχο, αλλά δεν εκτίμησε ότι έπρεπε να προβεί η ίδια στον έλεγχο αυτόν.

50      Τέλος, το γεγονός ότι, μετά την επιβεβαιωτική αίτηση, η Επιτροπή επισήμανε στις ιταλικές αρχές ότι, κατά τη γνώμη της, το από 17 Οκτωβρίου 2019 έγγραφό τους μπορούσε να γνωστοποιηθεί επιβεβαιώνει επίσης ότι η εν προκειμένω διεξαχθείσα εξέταση ήταν επιμελής, δεδομένου ότι η επισήμανση αυτή συνοδευόταν από αίτηση παροχής συμπληρωματικών διευκρινίσεων και υπενθύμιση των νομολογιακών κριτηρίων που καθιστούν δυνατή την προστασία του επίμαχου συμφέροντος, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 41 ανωτέρω και με τον διάλογο που πρέπει να διεξαχθεί μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους δυνάμει της υποχρέωσης καλόπιστης συνεργασίας (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω).

51      Επομένως, η δεύτερη αιτίαση που αφορά τη μη τήρηση εκ μέρους της Επιτροπής της υποχρεώσεώς της να εξετάσει επιμελώς την εναντίωση των ιταλικών αρχών πρέπει επίσης να απορριφθεί.

52      Σε τρίτο στάδιο, όσον αφορά το βάσιμο της άρνησης γνωστοποίησης του εγγράφου των ιταλικών αρχών της 17ης Οκτωβρίου 2019 για τον λόγο της προστασίας των δικαστικών διαδικασιών δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, υπενθυμίζεται, προκαταρκτικώς, ότι, οσάκις κράτος μέλος επικαλείται το άρθρο 4, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού και προβάλλει τους απαριθμούμενους στις παραγράφους 1 έως 3 του ίδιου άρθρου λόγους αρνήσεως, εναπόκειται στην αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης να ελέγξει, κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου του οποίου η αίτηση προσβάσεως απορρίφθηκε από το θεσμικό όργανο και για την ένδικη προστασία του ίδιου, αν αυτή η άρνηση πρόσβασης στηρίχθηκε βασίμως στις εν λόγω εξαιρέσεις και μάλιστα ανεξαρτήτως του αν η άρνηση αυτή αποτελεί απόρροια της εκτιμήσεως των εξαιρέσεων αυτών εκ μέρους του ίδιου του θεσμικού οργάνου ή του οικείου κράτους μέλους (αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 2012, IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, C‑135/11 P, EU:C:2012:376, σκέψη 72, και της 24ης Μαΐου 2011, Batchelor κατά Επιτροπής, T‑250/08, EU:T:2011:236, σκέψη 67). Επομένως, όταν η αίτηση πρόσβασης απορρίπτεται βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, ο δικαστής της Ένωσης ασκεί πλήρη έλεγχο της αρνητικής απόφασης της Επιτροπής που στηρίζεται στην εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους ουσιαστική εκτίμηση της δυνατότητας εφαρμογής των εξαιρέσεων του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού αυτού, τούτο δε ακόμη και αν η Επιτροπή αρνήθηκε την πρόσβαση σε έγγραφο προερχόμενο από κράτος μέλος αφού διαπίστωσε, μετά από έλεγχο εκ πρώτης όψεως, ότι η επίκληση των λόγων εναντίωσης από το κράτος μέλος αυτό δεν ήταν προδήλως εσφαλμένη (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 2012, IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, C‑135/11 P, EU:C:2012:376, σκέψεις 70 έως 72).

53      Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου η γνωστοποίηση θα έθιγε την προστασία δικαστικών διαδικασιών, εκτός εάν η γνωστοποίηση αυτή δικαιολογείται από υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

54      Η προστασία των δικαστικών διαδικασιών προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, τη διασφάλιση τόσο της τήρησης της αρχής της ισότητας των όπλων όσο και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της ακεραιότητας της δικαστικής διαδικασίας (απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2020, Compañía de Tranvías de la Coruña κατά Επιτροπής, T‑485/18, EU:T:2020:35, σκέψη 38).

55      Αφενός, όσον αφορά την τήρηση της αρχής της ισότητας των όπλων, παρατηρείται ότι, αν το περιεχόμενο εγγράφων που εκθέτουν τις θέσεις θεσμικού οργάνου ή κράτους μέλους στο πλαίσιο δικαστικής διαφοράς καθίστατο αντικείμενο δημόσιας συζήτησης, οι επικρίσεις που θα διατυπώνονταν κατά των εγγράφων αυτών θα ενείχαν τον κίνδυνο να επηρεάσουν αθέμιτα τις θέσεις που υποστηρίζει το θεσμικό όργανο ή το κράτος μέλος ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων. Επιπλέον, η πρόσβαση έτερου διαδίκου στα έγγραφα που αφορούν τις θέσεις θεσμικού οργάνου ή κράτους μέλους στο πλαίσιο εκκρεμούς δικαστικής διαδικασίας θα μπορούσε να νοθεύσει την απαραίτητη ισορροπία μεταξύ των διαδίκων, στην οποία στηρίζεται η αρχή της ισότητας των όπλων, στον βαθμό που μόνο το θεσμικό όργανο ή το κράτος μέλος τα οποία αφορά μια αίτηση πρόσβασης στα έγγραφα, και όχι το σύνολο των διαδίκων, θα υπέκειτο στην υποχρέωση γνωστοποίησης. Η τήρηση της αρχής της ισότητας των όπλων είναι, ωστόσο, απαραίτητη εφόσον αποτελεί απόρροια της ίδιας της έννοιας της δίκαιης δίκης (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2010:541, σκέψεις 86 και 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 28ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, C‑404/10 P, EU:C:2012:393, σκέψη 132).

56      Αφετέρου, όσον αφορά την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και την ακεραιότητα της δικαστικής διαδικασίας, υπενθυμίζεται ότι ο αποκλεισμός της δικαιοδοτικής δραστηριότητας από το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα δικαιολογείται με βάση την ανάγκη διασφάλισης της διεξαγωγής με απόλυτη ηρεμία, καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, των συζητήσεων μεταξύ των διαδίκων, καθώς και της διασκέψεως του οικείου δικαστηρίου όσον αφορά την εκδικαζόμενη υπόθεση, χωρίς εξωτερικές πιέσεις στην ένδικη δραστηριότητα. Η γνωστοποίηση όμως των εγγράφων που εκθέτουν τη θέση που υποστηρίζει ένα θεσμικό όργανο ή ένα κράτος μέλος σε εκκρεμή ένδικη διαδικασία θα είχε ως συνέπεια να καταστήσει δυνατή την άσκηση, έστω και μόνο στην αντίληψη του κοινού, εξωτερικών πιέσεων στην ένδικη δραστηριότητα και να θίξει την ηρεμία των συζητήσεων (πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2010:541, σκέψεις 92 και 93).

57      Επομένως, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, το δημόσιο συμφέρον αντιτίθεται στη γνωστοποίηση του περιεχομένου των εγγράφων που έχουν καταρτιστεί αποκλειστικά για τους σκοπούς ορισμένης δικαστικής διαδικασίας. Τα έγγραφα αυτά περιλαμβάνουν τα υπομνήματα ή δικόγραφα που έχουν κατατεθεί στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας, τα εσωτερικά έγγραφα που αφορούν την έρευνα της εκκρεμούς υπόθεσης, τη συναφή με την υπόθεση επικοινωνία μεταξύ της εμπλεκόμενης γενικής διεύθυνσης και της νομικής υπηρεσίας ή δικηγορικού γραφείου (πρβλ. απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2020, Compañía de Tranvías de la Coruña κατά Επιτροπής, T‑485/18, EU:T:2020:35, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 αντιτίθεται επίσης στη γνωστοποίηση των εγγράφων τα οποία δεν καταρτίστηκαν αποκλειστικά για τις ανάγκες συγκεκριμένης ένδικης διαφοράς, πλην όμως η γνωστοποίησή τους είναι ικανή να θίξει, στο πλαίσιο συγκεκριμένης ένδικης διαφοράς, την αρχή της ισότητας των όπλων. Πάντως, για να είναι δυνατή η εφαρμογή της εξαίρεσης αυτής, πρέπει τα ζητούμενα έγγραφα, κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης περί μη παροχής πρόσβασης σε αυτά, να είναι κρίσιμα για δικαστική διαδικασία που εκκρεμεί. Στην περίπτωση αυτή, μολονότι τα σχετικά έγγραφα δεν έχουν καταρτιστεί στο πλαίσιο συγκεκριμένης δικαστικής διαδικασίας, η ακεραιότητα της οικείας δικαστικής διαδικασίας και η αρχή της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων θα μπορούσαν να θιγούν σοβαρά, αν οι διάδικοι είχαν προνομιούχο πρόσβαση σε εσωτερικές πληροφορίες του αντιδίκου έχουσες στενή σχέση με τις νομικές πτυχές εκκρεμούς διαφοράς ή διαφοράς ενδεχόμενης μεν, πλην όμως επικείμενης (πρβλ. απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2020, Compañía de Tranvías de la Coruña κατά Επιτροπής, T‑485/18, EU:T:2020:35, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το έγγραφο των ιταλικών αρχών της 17ης Οκτωβρίου 2019 δεν συντάχθηκε αποκλειστικά για τις ανάγκες μιας συγκεκριμένης διαφοράς. Πρόκειται για απάντηση των εν λόγω αρχών σε αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας EU Pilot που κινήθηκε κατά αυτών κατόπιν καταγγελιών σχετικών με τον τρόπο επιστροφής του αχρεωστήτως εισπραχθέντος ΦΠΑ επί του τέλους TIAI. Υπενθυμίζεται ότι ο σκοπός των διαδικασιών EU Pilot είναι η εξακρίβωση του κατά πόσον το δίκαιο της ΕΕ τηρείται και εφαρμόζεται ορθώς εντός των κρατών μελών (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω). Προς τούτο, η Επιτροπή κάνει συνήθως χρήση των αιτήσεων παροχής πληροφοριών, τις οποίες απευθύνει τόσο στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη όσο και στους οικείους πολίτες και επιχειρήσεις (απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2014, Spirlea κατά Επιτροπής, T‑669/11, EU:T:2014:814, σκέψη 64). Επομένως, πρόκειται για διαδικασία διοικητικής φύσεως, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην κίνηση διαδικασίας λόγω παραβάσεως, συμπεριλαμβανομένης της ασκήσεως προσφυγής λόγω παραβάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, πράγμα το οποίο όμως δεν συνέβη εν προκειμένω, καθώς η Επιτροπή αποφάσισε να μην κινήσει την εν λόγω διαδικασία (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω).

60      Ωστόσο, οι ιταλικές αρχές ισχυρίστηκαν ενώπιον της Επιτροπής ότι η γνωστοποίηση του από 17 Οκτωβρίου 2019 εγγράφου τους θα μπορούσε να θίξει τη θέση των αρμοδίων διοικητικών αρχών ως διαδίκων σε σειρά προσφυγών που εκκρεμούν ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων και κοινοποίησαν ανακεφαλαιωτικό πίνακα όλων των οικείων δικαστικών διαδικασιών (στο εξής: πίνακας), τον οποίο η Επιτροπή προσκόμισε ως παράρτημα στο υπόμνημα αντικρούσεως.

61      Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από τον πίνακα προκύπτει ότι είναι εκκρεμείς πολλές διαδικασίες και όχι μία μόνον. Λαμβανομένου υπόψη του πίνακα και της επανειλημμένης μνείας, στην προσβαλλόμενη απόφαση, πολλών εθνικών δικαστικών διαδικασιών (σημείο 2.1, τέταρτο, όγδοο και ένατο εδάφιο, ένα εκ των οποίων παραπέμπει στον πίνακα, καθώς και σημείο 2.2, δωδέκατο και δέκατο τέταρτο εδάφιο), η αναφορά σε μία και μόνη διαδικασία στα δύο τελευταία εδάφια του σημείου 2.2 της προσβαλλόμενης απόφασης μπορεί να θεωρηθεί ως τυπογραφικό σφάλμα. Άλλωστε, η σχετική με την προστασία των δικαστικών διαδικασιών εξαίρεση μπορεί εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογήσει άρνηση γνωστοποίησης ακόμη και αν πρόκειται για μία μόνον ένδικη διαδικασία (πρβλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Philip Morris κατά Επιτροπής, T‑796/14, EU:T:2016:483, σκέψη 98).

62      Επιπροσθέτως, στο μέτρο που η προσφεύγουσα στηρίζεται στο γεγονός ότι η ίδια μετέχει σε μία μόνον από τις διαδικασίες που αναφέρονται στον πίνακα, η οποία επιπλέον είχε περατωθεί κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης πρόσβασης, επισημαίνεται ότι η γνωστοποίηση του εγγράφου των ιταλικών αρχών της 17ης Οκτωβρίου 2019 θα μπορούσε να της προσδώσει ευρύτατη δημοσιότητα, παρέχοντας, μεταξύ άλλων, στους διαδίκους των άλλων διαδικασιών που εκκρεμούν ακόμη τη δυνατότητα να το επικαλεστούν κατά των ιταλικών αρχών στο πλαίσιο των εν λόγω διαδικασιών (πρβλ. απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2020, Compañía de Tranvías de la Coruña κατά Επιτροπής, T‑485/18, EU:T:2020:35, σκέψη 56).

63      Στη συνέχεια, πρέπει να εξακριβωθεί αν το έγγραφο των ιταλικών αρχών της 17ης Οκτωβρίου 2019 έχει συνάφεια με τις εθνικές δικαστικές διαδικασίες που καταγράφονται στον πίνακα, πλην εκείνης στην οποία διάδικος ήταν η προσφεύγουσα και η οποία είχε περατωθεί κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης πρόσβασης.

64      Όπως προκύπτει από τον πίνακα, από τις δώδεκα προαναφερθείσες διαδικασίες, εξαιρουμένης της διαδικασίας της προσφεύγουσας, εννέα ήταν εκκρεμείς κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης πρόσβασης, όπως απαιτεί η νομολογία σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 (βλ. απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2020, Compañía de Tranvías de la Coruña κατά Επιτροπής, T‑485/18, EU:T:2020:35, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και αφορούσαν προσφυγές που είχαν ασκηθεί από την ιταλική φορολογική αρχή ή κατά αυτής σχετικά με την επιστροφή του ΦΠΑ επί του τέλους TIAI κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 30ter, παράγραφος 2, του decreto n. 633 del Presidente della Repubblica – Istituzione e disciplina dell’imposta sul valore aggiunto (νομοθετικό διάταγμα 633 του Προέδρου της Δημοκρατίας το οποίο θεσπίζει και ρυθμίζει τον ΦΠΑ), της 26ης Οκτωβρίου 1972, (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 292, της 11ης Νοεμβρίου 1972).

65      Επομένως, υφίσταται προφανής σχέση μεταξύ των ως άνω διαδικασιών, οι οποίες αφορούν διαφορές μεταξύ της ιταλικής φορολογικής αρχής και των φορολογουμένων σχετικά με την επιστροφή του ΦΠΑ επί του τέλους TIAI, και του εγγράφου των ιταλικών αρχών της 17ης Οκτωβρίου 2019, το οποίο προσκομίστηκε στο πλαίσιο διεξαγωγής αποδείξεων και το οποίο, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό του, αποτυπώνει τη θέση των ιταλικών υπουργικών αρχών επί των λεπτομερειών εφαρμογής της επιστροφής. Ειδικότερα, το εν λόγω έγγραφο αποκαλύπτει τη θέση των ιταλικών αρχών επί του επίμαχου ζητήματος που ανέκυψε στο πλαίσιο των εκκρεμών ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων διαδικασιών, αποδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη συνάφεια και τη στενή σχέση με τις νομικές πτυχές των εκκρεμών διαφορών που απαιτεί η νομολογία (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιουλίου 2023, Troy Chemical Company κατά Επιτροπής, T‑662/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2023:442, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Αφενός, η ισότητα των όπλων μεταξύ των διαδίκων θα μπορούσε να διακυβευθεί σοβαρά αν οι διάδικοι είχαν προνομιακή πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές του αντιδίκου οι οποίες συνδέονται μεν στενά με τις νομικές πτυχές των εκκρεμών διαφορών, αλλά κοινοποιήθηκαν εμπιστευτικά στην Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας EU Pilot (πρβλ. απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2022, Leino-Sandberg κατά Κοινοβουλίου, T‑421/17 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:592, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, η γνωστοποίηση του εγγράφου των ιταλικών αρχών της 17ης Οκτωβρίου 2019 είναι ικανή να υποχρεώσει, εν τοις πράγμασι, τις ιταλικές αρχές να αμυνθούν έναντι των ισχυρισμών που διατυπώνουν οι αντίδικοι κατά εκτιμήσεων περιλαμβανόμενων στο εν λόγω έγγραφο, τις οποίες, ενδεχομένως, δεν επικαλέστηκαν προκειμένου να αμυνθούν ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα έβλαπτε την αποτελεσματικότητα της άμυνάς τους, ενώ οι λοιποί διάδικοι στις επίμαχες διαδικασίες δεν θα υφίσταντο τέτοιο περιορισμό (πρβλ. απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2022, Leino-Sandberg κατά Κοινοβουλίου, T‑421/17 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:592, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συγκεκριμένα, όπως υπογραμμίζει η Ιταλική Δημοκρατία, λαμβανομένης υπόψη της διαφορετικής φύσεως, αφενός, της διαδικασίας EU Pilot, η οποία αποσκοπεί στην αντιμετώπιση ενδεχόμενης παραβίασης του δικαίου της Ένωσης, και, αφετέρου, των επίμαχων εκκρεμών δικαστικών διαδικασιών μεταξύ της ιταλικής φορολογικής αρχής και των φορολογουμένων, τα στοιχεία που παρέθεσαν οι ιταλικές αρχές στην Επιτροπή δεν είναι κατ’ ανάγκην τα ίδια με αυτά που επικαλέστηκαν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

67      Αφετέρου, η γνωστοποίηση του εγγράφου των ιταλικών αρχών της 17ης Οκτωβρίου 2019, με το οποίο εκτίθεται η θέση των αρχών αυτών επί ζητήματος που βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών εκκρεμών διαφορών, θα καθιστούσε δυνατή την άσκηση, έστω και μόνο στην αντίληψη του κοινού, εξωτερικών πιέσεων στη δικαιοδοτική δραστηριότητα και θα έθιγε την ηρεμία των συζητήσεων (πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2010:541, σκέψεις 92 και 93). Ο αποκλεισμός πάντως της δικαιοδοτικής δραστηριότητας από το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα δικαιολογείται υπό το πρίσμα της ανάγκης διασφάλισης, καθ’ όλη τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, της διεξαγωγής των συζητήσεων μεταξύ των διαδίκων καθώς και της διάσκεψης του οικείου δικαστηρίου όσον αφορά την εκδικαζόμενη υπόθεση με απόλυτη ηρεμία, χωρίς εξωτερικές πιέσεις στη δικαιοδοτική δραστηριότητα (πρβλ. απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2020, Compañía de Tranvías de la Coruña κατά Επιτροπής, T‑485/18, EU:T:2020:35, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Οι ως άνω εκτιμήσεις δεν αναιρούνται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι ο απλός ισχυρισμός περί αυξημένης πιθανότητας προδικαστικής παραπομπής από τα οικεία ιταλικά δικαστήρια δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την άρνηση γνωστοποίησης του εγγράφου των ιταλικών αρχών της 17ης Οκτωβρίου 2019.

69      Έχει βεβαίως κριθεί ότι, για να είναι δυνατή η εφαρμογή της εξαίρεσης του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 στα έγγραφα που δεν έχουν συνταχθεί στο πλαίσιο συγκεκριμένης δικαστικής διαδικασίας, πρέπει τα ζητούμενα έγγραφα, κατά τον χρόνο λήψης της αποφάσεως που αρνείται την πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα να έχουν όντως συνάφεια με εκκρεμή ένδικη διαδικασία ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, για την οποία το εμπλεκόμενο θεσμικό όργανο επικαλείται την εξαίρεση αυτή, ή για εκκρεμή υπόθεση ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, υπό την προϋπόθεση η υπόθεση αυτή να εγείρει ζήτημα ερμηνείας ή κύρους πράξεως του δικαίου της Ένωσης και, επομένως, λαμβανομένης υπόψη της όλης αλληλουχίας της υποθέσεως, να υφίσταται ισχυρό ενδεχόμενο υποβολής προδικαστικού ερωτήματος (αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Philip Morris κατά Επιτροπής, T‑796/14, EU:T:2016:483, σκέψεις 88 και 89, και της 7ης Φεβρουαρίου 2018, Access Info Europe κατά Επιτροπής, T‑852/16, EU:T:2018:71, σκέψη 67).

70      Εντούτοις, οι αποφάσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 69 ανωτέρω εκδόθηκαν επί υποθέσεων οι οποίες αφορούσαν έγγραφα καταρτισθέντα από τα ίδια τα θεσμικά όργανα και όχι, όπως εν προκειμένω, έγγραφα τα οποία προέρχονται από κράτη μέλη και διαβιβάσθηκαν σε θεσμικό όργανο. Πράγματι, όσον αφορά έγγραφο που έχει συνταχθεί από θεσμικό όργανο, η προσβολή της ισότητας των όπλων και της δυνατότητας άμυνας του οικείου θεσμικού οργάνου μπορεί να νοηθεί μόνο στο πλαίσιο διαδικασιών στις οποίες μετέχει το θεσμικό όργανο, ήτοι διαδικασιών που κατ’ αρχήν διεξάγονται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

71      Αντιθέτως, στην περίπτωση εγγράφου που προέρχεται από κράτος μέλος και συνδέεται με εκκρεμείς ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων διαδικασίες, στις οποίες το κράτος μέλος είναι διάδικος, όπως εν προκειμένω, λαμβάνεται υπόψη η εγγύηση της ισότητας των όπλων στις εν λόγω διαδικασίες. Επομένως, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω το ζήτημα αν η άσκηση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως από τα ιταλικά δικαστήρια που επιλήφθηκαν των επίμαχων εθνικών διαδικασιών ήταν ιδιαιτέρως εύλογη (πρβλ. διάταξη της 27ης Μαρτίου 2014, Ecologistas en Acción κατά Επιτροπής, T‑603/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:182, σκέψεις 56 έως 65).

72      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η τρίτη αιτίαση, με την οποία προβάλλεται ότι η γνωστοποίηση του εγγράφου των ιταλικών αρχών της 17ης Οκτωβρίου 2019 δεν θίγει την προστασία των δικαστικών διαδικασιών.

73      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, όπως και η προσφυγή στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να διαταχθεί η διεξαγωγή αποδείξεων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

74      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

75      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Συνεπώς, η Ιταλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Veneziana Energia Risorse Idriche Territorio Ambiente Servizi SpA (Veritas) φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Η Ιταλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

da Silva Passos

Gervasoni

Półtorak

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Ιανουαρίου 2024.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.