Language of document : ECLI:EU:T:2011:257

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 8ης Ιουνίου 2011

Υπόθεση T‑20/09 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Luigi Marcuccio

«Αίτηση αναίρεσης – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Σύνταξη αναπηρίας – Προσφυγή που κρίθηκε εν μέρει βάσιμη πρωτοδίκως λόγω ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης – Άρθρο 78 του ΚΥΚ – Συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας – Επιτροπή αναπηρίας»

Αντικείμενο: Αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 4ης Νοεμβρίου 2008, F‑41/06, Marcuccio κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2008,σ. I‑A‑1‑339 και II‑A‑1‑1851).

Απόφαση: Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 4ης Νοεμβρίου 2008, F‑41/06, Marcuccio κατά Επιτροπής, ακυρώνεται κατά το μέτρο κατά το οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, πρώτον, ακύρωσε την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 30ής Μαΐου 2005, να συνταξιοδοτήσει τον L. Marcuccio λόγω αναπηρίας και να του χορηγήσει επίδομα αναπηρίας, δεύτερον, υποχρέωσε την Επιτροπή να καταβάλει στον L. Marcuccio το ποσό των 3 000 ευρώ και, τρίτον, κατένειμε τα δικαστικά έξοδα με βάση την ως άνω ακύρωση και την ως άνω επιβολή υποχρέωσης (σημεία 1, 2, 4 και 5 του διατακτικού της εν λόγω απόφασης). Η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Αναπηρία – Επιτροπή αναπηρίας – Δικαστικός έλεγχος – Περιεχόμενο – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 78)

2.      Αναίρεση – Λόγοι – Ανεπαρκής αιτιολογία – Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου – Έλεγχος της έκτασης της υποχρέωσης αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης

(Άρθρο 253 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2)

3.      Υπάλληλοι – Βλαπτική απόφαση – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Απόφαση που εντάσσεται σε γνωστό για τον αποδέκτη πλαίσιο

(Άρθρο 253 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2)

4.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημίωσης – Ακύρωση της προσβαλλόμενης παράνομης πράξης – Προσήκουσα ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 91)

5.      Αναίρεση – Λόγοι – Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων – Απαράδεκτο – Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11)

1.      Σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 78 του ΚΥΚ, ο δικαστής της Ένωσης είναι αρμόδιος να εξετάζει το νομότυπο της γνωμάτευσης της Επιτροπής Αναπηρίας, και συγκεκριμένα το αν η γνωμάτευση αυτή περιέχει αιτιολογία που καθιστά δυνατή την εκτίμηση των λόγων στους οποίους στηρίζονται τα πορίσματά της και το αν υπάρχει εύλογος σύνδεσμος μεταξύ των ιατρικών διαπιστώσεων που περιλαμβάνει και των πορισμάτων στα οποία καταλήγει η εν λόγω επιτροπή.

Η άσκηση του δικαστικού ελέγχου επί του νομοτύπου της σύνθεσης και της λειτουργίας των εν λόγω επιτροπών, καθώς και επί του νομοτύπου των γνωμοδοτήσεών τους, αποτελεί την αναγκαία συνέπεια της μη ύπαρξης δικαστικού ελέγχου των καθαυτό ιατρικών εκτιμήσεων, οι οποίες πρέπει να θεωρούνται οριστικές, εφόσον έχουν γίνει υπό κανονικές συνθήκες. Ο σκοπός των διατάξεων σχετικά με την ιατρική επιτροπή και την επιτροπή αναπηρίας είναι βέβαια η ανάθεση σε ιατρικούς εμπειρογνώμονες της τελικής εκτίμησης όλων των ιατρικής φύσης ζητημάτων, η προστασία των δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων υπαλλήλων πρέπει όμως να διασφαλίζεται με την άσκηση του δικαστικού ελέγχου.

(βλ. σκέψεις 45 και 54)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 4 Οκτωβρίου 1991, C‑185/90 P, Επιτροπή κατά Gill, Συλλογή 1991, σ.  I‑4779, σκέψη 4· ΓΔΕΕ, 27 Φεβρουαρίου 1992, T‑43/89, Plug κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑367, σκέψη 75· 23 Μαρτίου 1993, T‑43/89 RV, Gill κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑303, σκέψη 36· 21 Μαρτίου 1996, T‑376/94, Otten κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑129 και II‑401, σκέψη 47· 16 Ιουνίου 2000, T‑84/98, C κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑113 και II‑497, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 23 Νοεμβρίου 2004, T‑376/02, Ο κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑349 και II‑1595, σκέψη 29

2.      Το ζήτημα της έκτασης της υποχρέωσης αιτιολόγησης αποτελεί νομικό ζήτημα, το οποίο υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας μιας απόφασης της Επιτροπής ή άλλου οργάνου, τον οποίο ασκεί στο πλαίσιο αυτό το Γενικό Δικαστήριο, πρέπει κατ’ ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτιολογία είναι επαρκής ή ανεπαρκής.

(βλ. σκέψη 62)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 20 Νοεμβρίου 1997, C‑188/96 P, Επιτροπή κατά V, Συλλογή 1997, σ. I‑6561, σκέψη 24

3.      Μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εκδόθηκε εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου.

(βλ, σκέψη 68)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 14 Οκτωβρίου 2009, T‑390/08, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. II‑3967, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Η ακύρωση μιας παράνομης πράξης μπορεί να συνιστά, αυτή καθαυτή, πρόσφορη και καταρχήν επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που τυχόν προκάλεσε η εν λόγω πράξη, εκτός εάν ο προσφεύγων-ενάγων αποδεικνύει ότι έχει υποστεί ηθική βλάβη η οποία μπορεί να διαχωριστεί από την παρανομία που δικαιολογεί την ακύρωση και η οποία δεν είναι δυνατό να επανορθωθεί πλήρως με την ακύρωση αυτή.

Από την άποψη αυτή, η διαπίστωση μόνιμης αναπηρίας, η οποία θεωρείται ως ολική και θέτει τον ενδιαφερόμενο σε αδυναμία εκτέλεσης των καθηκόντων που αντιστοιχούν σε εργασία της σταδιοδρομίας του, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 78 του ΚΥΚ, στηρίζεται σε καθαρά ιατρικής φύσης εκτιμήσεις, οι οποίες διατυπώνονται από ιατρικούς εμπειρογνώμονες κατά τη διαδικασία εξακρίβωσης της αναπηρίας. Η διαπίστωση αυτή συνίσταται σε αντικειμενική και ουδέτερη περιγραφή της κατάστασης της υγείας του ενδιαφερόμενου, η οποία μάλιστα είναι προδήλως τελείως ανεξάρτητη από τη βούλησή του ή τις προθέσεις του,. Η περιγραφή αυτή καθαυτή δεν περιλαμβάνει συνεπώς, εκτός από ιδιαίτερες περιπτώσεις, καμία αρνητική εκτίμηση για τον ενδιαφερόμενο.

Επομένως, μια τέτοια διαπίστωση που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει αρνητικές εκτιμήσεις για τις ικανότητες του υπαλλήλου, οπότε η ακύρωση της απόφασης αυτής συνιστά πρόσφορη και επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που έχει τυχόν προκαλέσει η εν λόγω πράξη.

(βλ. σκέψεις 73, 75 και 76)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 18 Σεπτεμβρίου 2002, T‑29/01, Puente Martín κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑157 και II‑833, σκέψη 65· 6 Ιουνίου 2006, T‑10/02, Girardot κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑129 και II‑A‑2‑609, σκέψη 131 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

5.      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο αφενός για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα υποβληθέντα σ’ αυτό στοιχεία της δικογραφίας, και αφετέρου για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Συνεπώς, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν αποτελεί νομικό ζήτημα που υπόκειται στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει περίπτωση παραμόρφωσης του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Η παραμόρφωση αυτή πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

(βλ. σκέψεις 81 και 82)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 28 Μαΐου 1998, C‑8/95 P, New Holland Ford κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑3175, σκέψη 72· 6 Απριλίου 2006, C‑551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑3173, σκέψη 54· 21 Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψη 108· ΓΔΕΕ, 8 Σεπτεμβρίου 2008, T‑222/07 P, Kerstens κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑B‑1‑37 και II‑B‑1‑267, σκέψεις 60 και 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία και σκέψη 62