Language of document :

Προσφυγή της 30ής Μαρτίου 2012 - Γερμανία κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-143/12)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (εκπρόσωποι: T. Henze, K. Petersen και U. Soltész, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει το άρθρο 1 της αποφάσεως C(2012) 184, τελικό, της Επιτροπής, της 25ης Ιανουαρίου 2012, σχετικά με την ενίσχυση C 36/2007 (πρώην NN 25/2007) που χορήγησε η Γερμανία στη Deutsche Post AG·

να ακυρώσει τα άρθρα 4 έως 6 της προαναφερθείσας αποφάσεως και

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής η προσφεύγουσα προβάλλει δέκα λόγους ακυρώσεως.

Πρώτος λόγος: Η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ κρίνοντας ότι η "επιχορήγηση συντάξεων" ευνόησε μια συγκεκριμένη επιχείρηση

Κατά την προσφεύγουσα, η "επιχορήγηση συντάξεων" παρέχεται απευθείας στο Συνταξιοδοτικό Ταμείο των ταχυδρομικών υπαλλήλων και εμμέσως στους συνταξιούχους ταχυδρομικούς, οπότε δεν χορηγείται σε μια επιχείρηση. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν χορηγείται ούτε έμμεση ενίσχυση στη Deutsche Post AG.

Δεύτερος λόγος: Η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ κρίνοντας ότι η "επιχορήγηση συντάξεων" αντιστάθμισε έξοδα τα οποία πρέπει να βαρύνουν "κανονικά" τις επιχειρήσεις.

Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η "επιχορήγηση συντάξεων" αντισταθμίζει στο σύνολό τους ειδικά και ιδιαίτερα μεγάλα έξοδα κοινωνικής ασφαλίσεως τα οποία δεν πρέπει να φέρουν "κανονικά" οι επιχειρήσεις. Τα αντισταθμιζόμενα με την επιχορήγηση αυτή έξοδα αποτελούν επιπλέον, κατ' αυτήν, "ειδικού χαρακτήρα επιβάρυνση" υπό την έννοια της αποφάσεως Combus2.

Τρίτος λόγος: Η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (επικουρικώς: το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ) λαμβάνοντας υπόψη έσοδα που αντλούνται από τιμολόγια καθοριζόμενα με κανονιστική ρύθμιση

Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι το "συγκριτικό πλεονέκτημα" δεν προέρχεται από την "επιχορήγηση συντάξεων", από την οποία είναι εντελώς ανεξάρτητο. Το "συγκριτικό πλεονέκτημα" προέρχεται, κατ' αυτήν, από τα καθοριζόμενα με κανονιστική ρύθμιση τιμολόγια και, κατά συνέπεια, όχι από κρατικούς πόρους (απόφαση PreussenElektra4). Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα έξοδα αυτά δεν αντισταθμίζονται διπλά, οπότε δεν υφίσταται "ενίσχυση" που να μπορεί να κριθεί ασυμβίβαστη προς την εσωτερική αγορά και να πρέπει να αναζητηθεί. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή επικαλείται την ύπαρξη "ενισχύσεως" αποκλειστικά για να μπορέσει να διατάξει αναδρομική αναζήτηση των εσόδων της Deutsche Post AG.

Τέταρτος λόγος: Η Επιτροπή παρέβη τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ καθώς και τον κανονισμό (EK) 659/1999 διατάσσοντας παρανόμως, στο πλαίσιο διαδικασίας κρατικής ενισχύσεως, την αναζήτηση εσόδων που στηρίζονται σε προβλεπόμενα από κανονιστική ρύθμιση τιμολόγια, διαπράττοντας με τον τρόπο αυτόν κατάχρηση εξουσίας και διαδικασίας.

Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή μπορεί να ζητεί νομίμως την αναζήτηση εσόδων με τον τρόπο αυτό μόνο στο πλαίσιο του κανονισμού (EK) 1/2003, και όχι στο πλαίσιο διαδικασίας κρατικής ενισχύσεως.

Πέμπτος λόγος: Η Επιτροπή παρέβη τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ καθώς και τον κανονισμό 659/1999 κινώντας παρανόμως διαδικασία κρατικής ενισχύσεως περί "σταυροειδούς επιδοτήσεως" και διαπράττοντας με τον τρόπο αυτόν κατάχρηση εξουσίας και διαδικασίας

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προβαλλόμενη "σταυροειδής επιδότηση" προέρχεται από προβλεπόμενα με κανονιστική ρύθμιση τιμολόγια, ήτοι όχι από κρατικούς πόρους, και ότι δεν συνιστά, επομένως, ενίσχυση. Κατά την προσφεύγουσα, μια τέτοια "σταυροειδής επιδότηση" δεν μπορεί να αποτελεί ούτε το αντικείμενο διαδικασίας κρατικής ενισχύσεως.

Έκτος λόγος: Η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (επικουρικώς: το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ) προβαίνοντας σε εσφαλμένους υπολογισμούς κατά τη σύγκριση των εξόδων κοινωνικής ασφαλίσεως

Η προσφεύγουσα φρονεί ότι το ποσό αναφοράς που καθόρισε η Επιτροπή λαμβάνοντας υπόψη το μέρος των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων είναι υπερβολικά υψηλό, δεδομένου ότι, κατά το γερμανικό δίκαιο περί κοινωνικής ασφαλίσεως, ο εργοδότης φέρει μόνον το δικό του μέρος των ασφαλιστικών εισφορών. Επειδή η Επιτροπή είχε ήδη λάβει υπόψη τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων για τον υπολογισμό του μισθού ("πλασματικός μισθός"), ο εκ νέου συνυπολογισμός των εισφορών αυτών στο ποσό αναφοράς συνεπάγεται, κατά την προσφεύγουσα, τον διπλό υπολογισμό τους. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επιπλέον ότι η αύξηση της βάσεως του μισθού δεν είναι ορθή, διότι η οι αποδοχές των ταχυδρομικών υπαλλήλων είναι υψηλότερες από το επίπεδο των μισθών των ιδιωτών ανταγωνιστών.

    Έβδομος λόγος: Η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (επικουρικώς: το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ) δεχόμενη ότι η "επιχορήγηση συντάξεων" αποτελούσε επίσης ενίσχυση (ασυμβίβαστη προς την εσωτερική αγορά) την περίοδο 1995 έως 2002

Όγδοος λόγος: Η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 1, στοιχείο β΄, i), του κανονισμού 659/1999 δεχόμενη ότι η επιχορήγηση συντάξεων αποτελεί νέα ενίσχυση

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

Ένατος λόγος: Η Επιτροπή παρέβη τα άρθρα 14, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 5, του κανονισμού 659/1999 διατάσσοντας τη Γερμανία να αναζητήσει την ενίσχυση (άρθρο 4, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως) και να αποφύγει τη χορήγηση κάθε άλλου συγκριτικού πλεονεκτήματος στο μέλλον (άρθρο 4, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως), ενώ τα μέτρα αυτά δεν έχουν σχέση με το δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η αναζήτηση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αφορά την "ενίσχυση", αλλά τα έσοδα της Deutsche Post AG που αντλούνται από τα προβλεπόμενα με κανονιστική ρύθμιση τιμολόγια διανομής αλληλογραφίας. Κατά την προσφεύγουσα, δεν είναι δυνατή η παύση της παραβάσεως με μείωση της "ενισχύσεως", όπως επιτάσσει η Επιτροπή. Πράγματι, μια μείωση της "επιχορήγησης συντάξεων" δεν θα είχε καμία επίπτωση επί του ποσού του "συγκριτικού πλεονεκτήματος". Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η παύση της παραβάσεως, την οποία επιτάσσει το άρθρο 4, παράγραφος 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως, απαιτεί τροποποίηση της κανονιστικής ρυθμίσεως περί τιμών και θα συνιστά, με τον τρόπο αυτόν, προσβολή της εξουσίας εκδόσεως κανονιστικών πράξεων της Γερμανίας

Δέκατος λόγος: Η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (επικουρικώς: το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ) λαμβάνοντας υπόψη έσοδα που αντλούνται από τιμολόγια καθοριζόμενα με κανονιστική ρύθμιση

Λόγω της αδράνειας της Επιτροπής και της απρόσφορης διάρκειας της διαδικασίας, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 6 ΣΕΕ, το άρθρο 41 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των θεμελιωδών ελευθεριών και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, την αρχή της χρηστής διοικήσεως, καθώς και το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

____________

1 - Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004, Τ-157/01, Danske Busvognmænd κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. ΙΙ-917).

2 - Απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, C-157/01, Preussen Elektra, Συλλογή 2001, σ. Ι-2099).

3 - Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1).

4 - Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ L 1, σ. 1).