Language of document : ECLI:EU:C:2022:993

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ

της 15ης Δεκεμβρίου 2022 (1)

Υπόθεση C333/21

European Superleague Company SL

κατά

Unión de Federaciones Europeas de Fútbol (UEFA),

Fédération internationale de football association (FIFA),

παρισταμένων των:

A22 Sports Management SL,

Liga Nacional de Fútbol Profesional,

Real Federación Española de Fútbol

[αίτηση του Juzgado de lo Mercantil n.º 17 de Madrid
(εμποροδικείου Μαδρίτης, Ισπανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Άρθρα 45, 49, 56 και 63 ΣΛΕΕ – European Super League (ESL) – Πρώτη ευρωπαϊκή διοργάνωση εκτός της UEFA – Άρνηση αναγνώρισης της ESL από την UEFA και τη FIFA – Χορήγηση προηγούμενης αδείας που επιτρέπει σε τρίτη οντότητα τη σύσταση νέας διοργάνωσης – Απειλή επιβολής κυρώσεων κατά των συλλόγων και παικτών που μετέχουν στη νέα διοργάνωση – Παράγωγα δικαιώματα εκ των διοργανώσεων και εμπορική εκμετάλλευση των δικαιωμάτων αυτών»






I.      Εισαγωγή

1.        «Η σημασία της παρούσας υπόθεσης είναι προφανής. Η απάντηση στο ερώτημα του [συμβατού] του συστήματος μετ[α]γραφών και της ρήτρας ιθαγενείας με το κοινοτικό δίκαιο πρόκειται να επηρεάσει αποφασιστικά το μέλλον του επαγγελματικού ποδοσφαίρου στην Κοινότητα». Αυτές ήταν οι πρώτες φράσεις του γενικού εισαγγελέα C. O. Lenz στις προκαταρκτικές παρατηρήσεις των προτάσεων που ανέπτυξε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Bosman, απόφαση που προκάλεσε αναταραχή στον κόσμο του ποδοσφαίρου (2).

2.        Σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα, μια αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, αυτήν τη φορά προερχόμενη από την Ισπανία, εγείρει ζητήματα που συνδέονται με την ίδια την ύπαρξη της οργανωτικής δομής του σύγχρονου ποδοσφαίρου. Γενεσιουργός αιτία της υπό κρίση υποθέσεως υπήρξε το σχέδιο δημιουργίας της European Super League (στο εξής: ESL), μιας νέας ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής διοργάνωσης, το οποίο έτυχε έντονης δημοσιότητας, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις και σχόλια εκ μέρους τόσο των «απλών» οπαδών, όσο και των ανώτατων πολιτικών οργάνων σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο (3). Στην υπό κρίση υπόθεση, το μέλλον του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου θα εξαρτηθεί από τις απαντήσεις που θα δώσει το Δικαστήριο επί ζητημάτων που άπτονται, κυρίως, του δικαίου του ανταγωνισμού και, δευτερευόντως, των θεμελιωδών ελευθεριών.

3.        Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε από το Juzgado de lo Mercantil n.º 17 de Madrid (εμποροδικείο Μαδρίτης, Ισπανία) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Fédération internationale de football association (Διεθνούς Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας – FIFA) και της Union des associations européennes de football (Ένωσης Ευρωπαϊκών Ποδοσφαιρικών Ομοσπονδιών – UEFA), και, αφετέρου, της European Super League Company SL (στο εξής: ESLC), εταιρίας με σκοπό τη διεξαγωγή και εμπορική εκμετάλλευση μιας νέας ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής διοργάνωσης, εναλλακτικής ή ανταγωνιστικής προς εκείνες τις οποίες διοργανώνουν και εκμεταλλεύονται εμπορικά μέχρι σήμερα οι ως άνω δυο ομοσπονδίες, σχετικά με τις δημόσιες διακηρύξεις της FIFA και της UEFA, με τις οποίες αυτές κατέστησαν σαφή την άρνησή τους να χορηγήσουν άδεια στη νέα αυτή διοργάνωση και προειδοποίησαν ότι οποιοσδήποτε παίκτης ή σύλλογος συμμετάσχει σε αυτήν θα αποβληθεί από τις διοργανώσεις της FIFA και της UEFA.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Οι κανόνες που έχει θεσπίσει η FIFA

4.        Κατά το άρθρο 22 του καταστατικού της FIFA:

«1.      Οι ομοσπονδίες μέλη που ανήκουν στην ίδια ήπειρο εντάσσονται στις εξής αναγνωριζόμενες από τη FIFA συνομοσπονδίες:

[…]

c)      Union des [a]ssociations [e]uropéennes de [f]ootball (Ένωση Ευρωπαϊκών Ποδοσφαιρικών Ομοσπονδιών) – UEFA

[…]

2.      Η FIFA δύναται, κατ’ εξαίρεση, να επιτρέψει σε μια συνομοσπονδία να δεχθεί ως μέλος της ομοσπονδία η οποία ανήκει γεωγραφικώς σε άλλη ήπειρο και δεν είναι μέλος της συνομοσπονδίας της ηπείρου αυτής. Απαιτείται η γνώμη της οικείας από γεωγραφική άποψη συνομοσπονδίας.

3.      Κάθε συνομοσπονδία έχει τα εξής δικαιώματα και υποχρεώσεις:

a)      να τηρεί και να επιβάλλει την τήρηση του καταστατικού, των κανονισμών και των αποφάσεων της FIFA·

b)      να συνεργάζεται στενά με τη FIFA σε όλους τους τομείς που σχετίζονται με την επίτευξη του μνημονευόμενου στο άρθρο 2 σκοπού και την οργάνωση της διεξαγωγής διεθνών διοργανώσεων·

c)      να οργανώνει τη διεξαγωγή των διασυλλογικών διοργανώσεών της, σύμφωνα με το διεθνές χρονοδιάγραμμα·

d)      να οργανώνει τη διεξαγωγή όλων των διεθνών διοργανώσεών της σύμφωνα με το διεθνές χρονοδιάγραμμα·

e)      να διασφαλίζει ότι καμία διεθνής διοργάνωση ή αντίστοιχη ένωση συλλόγων ή πρωταθλημάτων δεν θα δημιουργείται χωρίς τη δική της συγκατάθεση και χωρίς τη συγκατάθεση της FIFA·

f)      να αναγνωρίζει, κατόπιν αιτήματος της FIFA, σε ομοσπονδίες που δεν έχουν γίνει ακόμη δεκτές ως μέλη, την ιδιότητα του προσωρινού μέλους η οποία παρέχει σε αυτές το δικαίωμα να συμμετέχουν σε διοργανώσεις και σε συνέδρια·

[…]

j)      να χορηγεί, κατ’ εξαίρεση και με τη σύμφωνη γνώμη της FIFA, σε ομοσπονδία που είναι μέλος άλλης συνομοσπονδίας (ή σε συλλόγους που είναι μέλη της εν λόγω ομοσπονδίας) άδεια συμμετοχής στις διοργανώσεις της·

k)      να λαμβάνει, κατόπιν κοινής συμφωνίας με τη FIFA, όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάπτυξη του ποδοσφαίρου στην οικεία ήπειρο, όπως προγράμματα ανάπτυξης, διοργάνωση μαθημάτων, συνέδρια κ.λπ.·

[…]».

5.        Το άρθρο 67, παράγραφος 1, του καταστατικού αυτού ορίζει τα εξής:

«Η FIFA, οι ομοσπονδίες μέλη της και οι συνομοσπονδίες είναι οι πρωταρχικοί δικαιούχοι –χωρίς περιορισμό περιεχομένου, χρόνου, τόπου ή νομικής φύσεως– του συνόλου των δικαιωμάτων τα οποία μπορεί να απορρέουν από διοργανώσεις και άλλες εκδηλώσεις που εμπίπτουν στην αντίστοιχη δικαιοδοσία τους […]».

6.        Το άρθρο 68, παράγραφος 1, του εν λόγω καταστατικού προβλέπει τα εξής:

«Η FIFA, οι ομοσπονδίες μέλη και οι συνομοσπονδίες είναι αποκλειστικώς αρμόδιες να επιτρέπουν τη μετάδοση, ιδίως με οπτικοακουστικά μέσα, των αγώνων και των εκδηλώσεων που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία τους, τούτο δε χωρίς περιορισμό τόπου, περιεχομένου, ημερομηνίας, τεχνικής ή νομικής φύσεως.»

7.        Το άρθρο 71 του ίδιου καταστατικού ορίζει τα εξής:

«1.      Το Συμβούλιο [της FIFA] είναι αρμόδιο να θεσπίζει κάθε κανονισμό σχετικό με την οργάνωση της διεξαγωγής διεθνών διοργανώσεων και αγώνων, στους οποίους συμμετέχουν αντιπροσωπευτικές ομάδες, πρωταθλήματα, σύλλογοι και/ή αυτοσχέδιες ομάδες. Ουδείς αγώνας ή διοργάνωση μπορεί να διεξαχθεί χωρίς προηγούμενη άδεια της FIFA, των συνομοσπονδιών και/ή της οικείας ομοσπονδίας μέλους. Οι λεπτομερείς όροι ρυθμίζονται από τον κανονισμό διεθνών αγώνων.

2.      Το Συμβούλιο μπορεί να θεσπίζει διατάξεις σχετικές με τους ως άνω αγώνες και διοργανώσεις.

3.      Το Συμβούλιο καθορίζει τα κριτήρια σχετικά με τη χορήγηση άδειας σε ειδικές περιπτώσεις που δεν προβλέπονται στον κανονισμό διεθνών αγώνων.

4.      Εξαιρουμένης της χορηγήσεως αδείας σε σχέση με αρμοδιότητες που προβλέπονται στον κανονισμό διεθνών αγώνων, η FIFA δύναται να λάβει τελική απόφαση για τη χορήγηση άδειας διεξαγωγής οποιουδήποτε διεθνούς αγώνα ή διοργανώσεως.»

8.        Το άρθρο 72 του καταστατικού της FIFA έχει ως ακολούθως:

«1.      Ποδοσφαιριστής ή ομάδα εγγεγραμμένος/-η σε ομοσπονδία μέλος ή σε προσωρινό μέλος συνομοσπονδίας δεν μπορεί να αγωνιστεί ούτε να έχει σχέσεις αθλητικού χαρακτήρα με άλλον ποδοσφαιριστή ή άλλη ομάδα μη εγγεγραμμένο/-η σε ομοσπονδία μέλος ή σε προσωρινό μέλος συνομοσπονδίας χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της FIFA.

2.      Οι ομοσπονδίες μέλη και οι σύλλογοί τους δεν έχουν το δικαίωμα να αγωνίζονται στην περιφέρεια δικαιοδοσίας άλλης ομοσπονδίας μέλους χωρίς την άδεια της ομοσπονδίας αυτής.»

9.        Το άρθρο 73 του εν λόγω καταστατικού απαγορεύει στις ομοσπονδίες, στις διοργανώτριες αρχές πρωταθλημάτων ή στους συλλόγους που ανήκουν σε ομοσπονδία μέλος να εγγράφονται σε άλλη ομοσπονδία μέλος ή να συμμετέχουν σε διοργανώσεις στην περιφέρεια δικαιοδοσίας της ομοσπονδίας αυτής, εκτός εξαιρετικών περιστάσεων και με ρητή έγκριση της FIFA και της οικείας συνομοσπονδίας ή των οικείων συνομοσπονδιών.

Β.      Οι κανόνες που έχει θεσπίσει η UEFA

10.      Όπως και το καταστατικό της FIFA, τα άρθρα 49 έως 51 του καταστατικού της UEFA παρέχουν σε αυτήν το μονοπώλιο της οργάνωσης της διεξαγωγής διεθνών διοργανώσεων στην Ευρώπη και τη δυνατότητα να απαγορεύει τη διεξαγωγή τέτοιων διοργανώσεων χωρίς την προηγούμενη άδειά της. Ειδικότερα, τα άρθρα αυτά έχουν ως εξής:

«Άρθρο 49 – Διοργανώσεις

1.      Η UEFA είναι αποκλειστικώς αρμόδια να αποφασίζει για τη σύσταση και την κατάργηση διεθνών διοργανώσεων στην Ευρώπη στις οποίες συμμετέχουν ομοσπονδίες και/ή σύλλογοι που ανήκουν σε αυτές. Η διάταξη αυτή δεν αφορά τις διοργανώσεις της FIFA.

[…]

3.      Για τους διεθνείς αγώνες, διοργανώσεις και τουρνουά που δεν διοργανώνονται από την UEFA αλλά διεξάγονται στην περιφέρεια δικαιοδοσίας της UEFA απαιτείται προηγούμενη άδεια της FIFA και/ή της UEFA και/ή των αρμόδιων ομοσπονδιών μελών, σύμφωνα με τον κανονισμό διεθνών αγώνων της FIFA και τις συμπληρωματικές εκτελεστικές διατάξεις που θεσπίζονται από την Εκτελεστική Επιτροπή της UEFA.

Άρθρο 50 – Κανονισμός διοργανώσεων

1.      Η Εκτελεστική Επιτροπή θεσπίζει τους κανονισμούς με τους οποίους καθορίζονται οι προϋποθέσεις συμμετοχής και οι όροι διεξαγωγής των διοργανώσεων της UEFA. Οι κανονισμοί αυτοί πρέπει να προβλέπουν σαφή και διαφανή διαδικασία διαγωνισμού για όλες τις διοργανώσεις της UEFA, συμπεριλαμβανομένων των τελικών αγώνων.

[…]

2.      Οι ομοσπονδίες και οι σύλλογοί τους δεσμεύονται με την εγγραφή τους να τηρούν το καταστατικό, τους κανονισμούς και τις λοιπές αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων.

3.      Η συμμετοχή σε διοργάνωση της UEFA μπορεί να απαγορευθεί με άμεση ισχύ σε οποιαδήποτε ομοσπονδία ή σύλλογο εμπλέκεται άμεσα ή έμμεσα σε δραστηριότητα δυνάμενη να επηρεάσει με αθέμιτο τρόπο το αποτέλεσμα ενός αγώνα σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο, υπό την επιφύλαξη επιβολής τυχόν πειθαρχικών μέτρων.

Άρθρο 51 – Απαγορευόμενες σχέσεις

1.      Ενώσεις ή συνασπισμοί μεταξύ ομοσπονδιών μελών της UEFA, είτε μεταξύ διοργανωτριών αρχών πρωταθλημάτων ή συλλόγων που είναι άμεσα ή έμμεσα μέλη διαφορετικών ομοσπονδιών μελών της UEFA, δεν μπορούν να συσταθούν χωρίς την άδεια της UEFA.

2.      Τα μέλη της UEFA ή οι διοργανώτριες αρχές πρωταθλημάτων και οι σύλλογοι που είναι μέλη τους δεν μπορούν να συμμετέχουν ή να διοργανώνουν αγώνες εκτός της δικής τους περιφέρειας δικαιοδοσίας χωρίς την άδεια των ομοσπονδιών μελών.»

III. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

11.      Η FIFA, οντότητα ελβετικού ιδιωτικού δικαίου, αποτελεί το παγκόσμιο εκτελεστικό όργανο του ποδοσφαίρου, το οποίο έχει ως βασικό σκοπό την προώθηση του αθλήματος και τη διοργάνωση των διεθνών αγώνων του. Αποτελούμενη από εθνικές ομοσπονδίες, αναγνωρίζει και την ύπαρξη περιφερειακών ποδοσφαιρικών συνομοσπονδιών –μεταξύ των οποίων καταλέγεται η UEFA– οι οποίες, ωστόσο, δεν είναι μέλη της FIFA. Οι επαγγελματικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι είναι εμμέσως μέλη της FIFA, δεδομένου ότι αυτή δύναται να επιβάλλει πειθαρχικά μέτρα εις βάρος τους. Οι ομοσπονδίες, οι συνομοσπονδίες και οι σύλλογοι υποχρεούνται στην τήρηση των κανόνων που θεσπίζει η FIFA.

12.      Η UEFA είναι επίσης οντότητα του ελβετικού ιδιωτικού δικαίου, η οποία αποτελεί τη διοικούσα αρχή του ποδοσφαίρου σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι κύριοι σκοποί της συνίστανται στην εποπτεία και στον έλεγχο της ανάπτυξης του ποδοσφαίρου, σε όλες τις μορφές του, σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Οι εθνικές διοργανώτριες αρχές πρωταθλημάτων και οι ευρωπαϊκοί σύλλογοι είναι εμμέσως μέλη της UEFA, η οποία οργανώνει τη διεξαγωγή διεθνών διοργανώσεων μεταξύ των συλλόγων αυτών, καθώς και μεταξύ των εθνικών ομάδων.

13.      Σύμφωνα με τα καταστατικά τους, η FIFA και η UEFA κατέχουν το μονοπώλιο της αδειοδότησης και της οργάνωσης διεθνών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων επαγγελματικού ποδοσφαίρου στην Ευρώπη.

14.      Η ESLC είναι εταιρία ισπανικού δικαίου η οποία σχεδιάζει τη δημιουργία της πρώτης ανεξάρτητης από την UEFA ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής διοργάνωσης ετήσιας συχνότητας, με την ονομασία ESL. Οι μέτοχοι της εταιρίας αυτής είναι διακεκριμένοι ευρωπαϊκοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι. Το πρότυπο λειτουργίας της στηρίζεται σε «εν μέρει ανοικτό» σύστημα συμμετοχής το οποίο περιλαμβάνει, αφενός, δώδεκα έως δεκαπέντε επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους που έχουν την ιδιότητα των μονίμων μελών και, αφετέρου, έναν υπό καθορισμό αριθμό επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων που επιλέγονται μέσω συγκεκριμένης διαδικασίας και έχουν την ιδιότητα των «προκρινόμενων συλλόγων».

15.      Μεταξύ των αναβλητικών αιρέσεων στις οποίες υπόκειται το ως άνω σχέδιο, περιλαμβάνεται η αναγνώριση από τη FIFA και/ή την UEFA της ESL ως νέας διοργάνωσης συμβατής με τα καταστατικά τους ή, εναλλακτικώς, η εκ μέρους των δικαιοδοτικών και/ή διοικητικών οργάνων παροχή έννομης προστασίας προκειμένου οι ιδρυτικοί σύλλογοι να έχουν τη δυνατότητα συμμετοχής στην ESL, εξακολουθώντας παράλληλα να συμμετέχουν στα αντίστοιχα εθνικά πρωταθλήματα, διοργανώσεις και τουρνουά.

16.      Κατόπιν της ανακοινώσεως περί δημιουργίας της ESL, η FIFA και η UEFA δημοσίευσαν κοινή ανακοίνωσή τους, στις 21 Ιανουαρίου 2021, προκειμένου να καταστήσουν σαφή την άρνησή τους να αναγνωρίσουν τη νέα αυτή οντότητα και να προειδοποιήσουν ότι οποιοσδήποτε παίκτης ή σύλλογος συμμετάσχει στη νέα αυτή διοργάνωση θα αποβληθεί από τις διοργανώσεις της FIFA και των συνομοσπονδιών της. Με άλλο ανακοινωθέν της 18ης Απριλίου 2021, η UEFA και άλλες εθνικές ομοσπονδίες επανέλαβαν την ως άνω διακήρυξη, υπενθυμίζοντας τη δυνατότητα λήψεως πειθαρχικών μέτρων εις βάρος των συμμετεχόντων στην ESL. Τα εν λόγω πειθαρχικά μέτρα θα συνίσταντο, μεταξύ άλλων, στον αποκλεισμό των συλλόγων και των ποδοσφαιριστών που θα συμμετείχαν στην ESL από ορισμένες μεγάλες ευρωπαϊκές και παγκόσμιες διοργανώσεις.

17.      Επιληφθέν αγωγής ασκηθείσας ενώπιόν του από την ESLC, η οποία θεωρεί ότι η συμπεριφορά της FIFA και της UEFA πρέπει να χαρακτηριστεί ως «αντίθετη προς τον ανταγωνισμό» και ως μη συνάδουσα με τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, το Juzgado de lo Mercantil n.º 17 de Madrid (εμποροδικείο Μαδρίτης), ήτοι το αιτούν δικαστήριο, έκρινε διαδοχικά, στις 19 και στις 20 Απριλίου 2021, παραδεκτή την αγωγή της ESLC και ακολούθως διέταξε, χωρίς διεξαγωγή συζητήσεως, σειρά ασφαλιστικών μέτρων. Τα εν λόγω μέτρα είχαν, κατ’ ουσίαν, ως αντικείμενο την απαγόρευση οποιασδήποτε συμπεριφοράς εκ μέρους της FIFA ή της UEFA που θα αποσκοπούσε στην αποτροπή ή παρεμπόδιση της προετοιμασίας και της υλοποίησης της ESL, καθώς και της συμμετοχής σε αυτήν συλλόγων και ποδοσφαιριστών, ιδίως, μέσω πειθαρχικών μέτρων ή κυρώσεων αποκλεισμού από τις διοργανώσεις της FIFA και της UEFA.

18.      Προς αιτιολόγηση της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο, αφού πρώτα προσδιόρισε ποιες είναι οι επίμαχες καθ’ ύλην και κατά τόπον οικονομικές δραστηριότητες και αγορές –ήτοι, αφενός, η διοργάνωση και εμπορική εκμετάλλευση διεθνών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων στην Ευρώπη, και, αφετέρου, η εκμετάλλευση των διαφόρων αθλητικών δικαιωμάτων που απορρέουν από τις διοργανώσεις αυτές–, εκτίμησε ότι η FIFA και η UEFA κατέχουν, σε καθεμία από τις εν λόγω αγορές, μονοπωλιακή ή, τουλάχιστον, δεσπόζουσα θέση. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τον συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης χαρακτήρα ορισμένων διατάξεων των καταστατικών της FIFA και της UEFA, καθώς και των απειλών περί επιβολής κυρώσεων ή των προειδοποιήσεων που απηύθυναν οι ομοσπονδίες αυτές, λαμβανομένων υπόψη, πρώτον, της απαγόρευσης κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης που επιβάλλει το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, δεύτερον, της απαγόρευσης των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμπράξεων που προβλέπεται στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ, και τρίτον, των διαφόρων θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη ΛΕΕ, στο μέτρο που οι εν λόγω καταστατικές διατάξεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αποδυνάμωση οποιασδήποτε δυνητικώς ανταγωνιστικής πρωτοβουλίας στον τομέα των ποδοσφαιρικών διοργανώσεων.

19.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de lo Mercantil n.º 17 de Madrid (εμποροδικείο Μαδρίτης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 102 ΣΛΕΕ την έννοια ότι απαγορεύει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης η οποία συνίσταται στην πρόβλεψη από την FIFA και την UEFA, στο καταστατικό τους (ειδικότερα, άρθρα 22 και 71 έως 73 του καταστατικού της FIFA, άρθρα 49 και 51 του καταστατικού της UEFA, καθώς και κάθε άλλο παρεμφερές άρθρο το οποίο περιέχεται στο καταστατικό των συλλόγων μελών και των εθνικών πρωταθλημάτων), της απαίτησης να παράσχουν οι οντότητες αυτές, οι οποίες έχουν αναλάβει την αποκλειστική αρμοδιότητα για τη διοργάνωση ή την αδειοδότηση διεθνών αγώνων συλλόγων στην Ευρώπη, προηγούμενη άδεια σε τρίτη οντότητα προκειμένου αυτή να μπορεί να συστήσει νέα πανευρωπαϊκή διοργάνωση συλλόγων, όπως η [ESL], ειδικότερα όταν δεν υφίσταται διαδικασία διεπόμενη από αντικειμενικά, διαφανή και μη εισάγοντα διακρίσεις κριτήρια και λαμβανομένης υπόψη της ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπο της FIFA και της UEFA;

2)      Έχει το άρθρο 101 ΣΛΕΕ την έννοια ότι απαγορεύει στην FIFA και στην UEFA να προβλέπουν στο καταστατικό τους (ειδικότερα, άρθρα 22 και 71 έως 73 του καταστατικού της FIFA, άρθρα 49 και 51 του καταστατικού της UEFA, καθώς και κάθε άλλο παρεμφερές άρθρο το οποίο περιέχεται στο καταστατικό των συλλόγων μελών και των εθνικών πρωταθλημάτων) την απαίτηση να παράσχουν οι οντότητες αυτές, οι οποίες έχουν αναλάβει την αποκλειστική αρμοδιότητα για τη διοργάνωση ή την αδειοδότηση διεθνών αγώνων συλλόγων στην Ευρώπη, προηγούμενη άδεια σε τρίτη οντότητα προκειμένου αυτή να μπορέσει να συστήσει νέα πανευρωπαϊκή διοργάνωση συλλόγων, όπως η [ESL], ειδικότερα όταν δεν υφίσταται διαδικασία διεπόμενη από αντικειμενικά, διαφανή και μη εισάγοντα διακρίσεις κριτήρια και λαμβανομένης υπόψη της ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπο της FIFA και της UEFA;

3)      Έχουν [τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ] την έννοια ότι απαγορεύουν στη FIFA, στην UEFA, στις ομοσπονδίες μέλη τους και/ή στις διοργανώτριες αρχές εθνικών πρωταθλημάτων να απευθύνουν απειλές επιβολής κυρώσεων εις βάρος των συλλόγων που μετέχουν στην [ESL] και/ή των ποδοσφαιριστών τους, λόγω του αποτρεπτικού αποτελέσματος που μπορεί να έχουν οι απειλές αυτές; Εάν επιβληθούν κυρώσεις αποκλεισμού από διοργανώσεις ή απαγόρευσης συμμετοχής σε αγώνες εθνικών ομάδων, συνιστούν οι κυρώσεις αυτές, οι οποίες δεν βασίζονται σε αντικειμενικά, διαφανή και μη εισάγοντα διακρίσεις κριτήρια, παράβαση [των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ];

4)      Έχουν [τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ] την έννοια ότι αντιβαίνουν σε αυτά οι διατάξεις των άρθρων 67 και 68 του καταστατικού της FIFA στο μέτρο που προσδιορίζουν την UEFA και τις εθνικές ομοσπονδίες μέλη της FIFA ως “αρχικούς δικαιούχους όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από τους αγώνες […] στην αντίστοιχη δικαιοδοσία τους”, μη αναγνωρίζοντας τους συλλόγους που μετέχουν σε εναλλακτική διοργάνωση καθώς και οποιοδήποτε διοργανωτή τέτοιας διοργάνωσης ως αρχικούς δικαιούχους των δικαιωμάτων αυτών και επιφυλάσσοντας για τις ίδιες την αποκλειστική αρμοδιότητα εμπορικής εκμετάλλευσής τους;

5)      Εάν η FIFA και η UEFA, ως οντότητες που έχουν αναλάβει την αποκλειστική αρμοδιότητα για τη διοργάνωση και την αδειοδότηση διεθνών αγώνων ποδοσφαιρικών συλλόγων στην Ευρώπη, απαγορεύσουν ή αντιταχθούν στη διεξαγωγή της [ESL], βάσει των προμνησθεισών διατάξεων των καταστατικών τους, έχει το άρθρο 101 ΣΛΕΕ την έννοια ότι οι εν λόγω περιορισμοί του ανταγωνισμού θα μπορούσαν να εμπίπτουν στην εξαίρεση που προβλέπεται στη διάταξη αυτή, λαμβανομένου υπόψη ότι περιορίζεται σημαντικά η παραγωγή, εμποδίζεται η διάθεση στην αγορά προϊόντων εναλλακτικών των προσφερόμενων από τη FIFA και την UEFA και περιορίζεται η καινοτομία, παρεμποδίζοντας άλλες μορφές και τρόπους διεξαγωγής διοργανώσεων, εξαλείφοντας τον δυνητικό ανταγωνισμό στην αγορά και περιορίζοντας τις επιλογές των καταναλωτών; Δικαιολογείται αντικειμενικά ο περιορισμός αυτός ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν υφίσταται κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ;

6)      Έχουν τα άρθρα 45, 49, 56 ή/και 63 ΣΛΕΕ την έννοια ότι διάταξη όπως η προβλεπόμενη στο καταστατικό της FIFA και της UEFA (ειδικότερα, άρθρα 22 και 71 έως 73 του καταστατικού της FIFA, άρθρα 49 και 51 του καταστατικού της UEFA, καθώς και κάθε άλλο παρεμφερές άρθρο το οποίο περιέχεται στο καταστατικό των συλλόγων μελών και των εθνικών πρωταθλημάτων), η οποία απαιτεί την προηγούμενη άδεια των οντοτήτων αυτών για τη σύσταση εκ μέρους οικονομικού φορέα κράτους μέλους μιας πανευρωπαϊκής διοργάνωσης συλλόγων όπως η [ESL], συνιστά περιορισμό αντιβαίνοντα σε κάποια από τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνονται με τις ανωτέρω διατάξεις;»

20.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν στο Δικαστήριο, ως διάδικοι της κύριας δίκης, η ESLC, η A22 Sports Management SL (στο εξής: A22) (4), η FIFA, η UEFA και η Liga Nacional de Fútbol Profesional (LNFP) (5). Γραπτές παρατηρήσεις, επί του συνόλου ή μέρους των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων, κατέθεσαν επίσης η Ισπανική, η Τσεχική, η Δανική, η Ιρλανδική, η Γαλλική, η Κροατική, η Ιταλική, η Λεττονική, η Λουξεμβουργιανή, η Ουγγρική, η Πολωνική, η Πορτογαλική, η Ρουμανική, η Σλοβακική, η Σουηδική και η Ισλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Προφορικές παρατηρήσεις διατύπωσαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης και της 12ης Ιουλίου 2022, η ESLC, η A22, η FIFA, η UEFA, η LNFP, η Real Federación Española de Fútbol (RFEF) (6), η Ισπανική, η Τσεχική, η Δανική, η Γερμανική, η Εσθονική, η Ιρλανδική, η Ελληνική, η Γαλλική, η Κροατική, η Ιταλική, η Κυπριακή, η Λεττονική και η Ουγγρική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση της Μάλτας, η Αυστριακή, η Πολωνική, η Πορτογαλική, η Ρουμανική, η Σλοβενική, η Σουηδική και η Νορβηγική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή.

IV.    Ανάλυση

Α.      Επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων

21.      Επισημαίνεται ότι το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως αμφισβητήθηκε, για τρεις λόγους, από την UEFA και την LNFP, καθώς επίσης και, εν όλω ή εν μέρει, από ορισμένους μετέχοντες στη διαδικασία, συγκεκριμένα δε από την Ιρλανδική, τη Γαλλική, την Ουγγρική, τη Ρουμανική και τη Σλοβακική Κυβέρνηση.

22.      Κατά πρώτον, όσον αφορά τον προβαλλόμενο υποθετικό χαρακτήρα της διαφοράς της κύριας δίκης (7), θεωρώ σκόπιμο να υπενθυμίσω ότι η διαφορά αυτή έχει ως αιτία τη δημοσίως εκδηλωθείσα αντίθεση της FIFA και της UEFA στο σχέδιο που ανακοινώθηκε από την ESLC. Το γεγονός ότι το σχέδιο αυτό ήταν υπό κυοφορία κατά τον χρόνο της ανακοινώσεώς του και ότι, έκτοτε, η υλοποίησή του έχει ανασταλεί, ουδόλως μεταβάλλει την αντίθεση αυτή, η οποία στηρίχθηκε σε ορισμένους εκ των κανόνων των δύο αυτών ομοσπονδιών, για το συμβατό των οποίων με τους κανόνες περί ανταγωνισμού διατηρεί αμφιβολίες το αιτούν δικαστήριο. Επιπλέον, από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι η ESLC έπαυσε να υφίσταται ή ότι παραιτήθηκε από την αγωγή που προκάλεσε τη διαφορά της κύριας δίκης. Ως εκ τούτου, φαίνεται ότι η διαφορά εξακολουθεί να υφίσταται, όπως εξακολουθούν να είναι κρίσιμα και τα ζητήματα οικονομικού δικαίου που άπτονται αυτής.

23.      Κατά δεύτερον, όσον αφορά το περιεχόμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το οποίο υποστηρίζεται ότι δεν πληροί τις απαιτήσεις σχετικά με το νομικό και πραγματικό πλαίσιο εντός του οποίου το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης (8), μολονότι η υπό κρίση αίτηση δεν αφορά το σύνολο των νομικών ζητημάτων που εγείρονται στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της ασκήσεως της αθλητικής δραστηριότητας, της ρυθμίσεώς της και του οικονομικού δικαίου της Ένωσης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο εκτίθενται με λεπτομερή και τεκμηριωμένο τρόπο και επί τη βάσει συγκεκριμένων αναφορών στα κρίσιμα, κατά το αιτούν δικαστήριο, πραγματικά και νομικά στοιχεία. Το γεγονός ότι η εν λόγω αίτηση περιλαμβάνει στοιχεία και εκτιμήσεις των οποίων η ακρίβεια αμφισβητείται δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να καταστήσει την αίτηση απαράδεκτη εν όλω ή εν μέρει.

24.      Τέλος, κατά τρίτον, υποστηρίζεται ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ενέχει δικονομικές πλημμέλειες οι οποίες άπτονται, μεταξύ άλλων, του χαρακτήρα της διαδικασίας ως διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων και της μη διεξαγωγής κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως (9). Ωστόσο, το γεγονός ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο Δικαστήριο κατά το προκαταρκτικό στάδιο διαδικασίας με συντηρητικό ή προληπτικό χαρακτήρα δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο της αιτήσεως αυτής, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους η αίτηση αυτή ήταν αναγκαία ώστε να μπορέσει να εκδώσει την απόφασή του και τήρησε, με την απόφαση περί παραπομπής, τις λοιπές τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις.

Β.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

25.      Με τα προδικαστικά ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί, κατ’ ουσίαν, επί του συμβατού με τους κανόνες του ανταγωνισμού και, δευτερευόντως, με τις θεμελιώδεις οικονομικές ελευθερίες που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη ΛΕΕ, ενός συνόλου κανόνων τους οποίους έχουν θεσπίσει η FIFA και η UEFA, ως ομοσπονδίες που διοικούν το ποδόσφαιρο σε όλες του τις εκφάνσεις, σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο, και οι οποίοι αφορούν τη διεξαγωγή και την εμπορική εκμετάλλευση ποδοσφαιρικών διοργανώσεων στην Ευρώπη.

26.      Πριν προχωρήσω στην ανάλυση των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων, θεωρώ σκόπιμο να διατυπώσω ορισμένες παρατηρήσεις όσον αφορά τη σχέση μεταξύ αθλητισμού και δικαίου της Ένωσης.

1.      Το άρθρο 165 ΣΛΕΕ και το «ευρωπαϊκό αθλητικό πρότυπο»

27.      Μολονότι ο αθλητισμός δεν καλυπτόταν αρχικώς από τις ιδρυτικές Συνθήκες της ΕΕ, η αναγνώριση της ιδιαιτερότητάς του και η συμπερίληψή του στο άρθρο 165 ΣΛΕΕ με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας σηματοδότησε την κατάληξη μιας διαδικασίας την οποία ενθάρρυναν και προώθησαν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης.

28.      Το άρθρο 165 ΣΛΕΕ έλαβε υπόψη τη μεγάλη κοινωνική σημασία που έχει η αθλητική δραστηριότητα εντός της Ένωσης (10), προβλέποντας όχι μόνον ότι «[η] Ένωση συμβάλλει στην προώθηση των ευρωπαϊκών επιδιώξεων στον χώρο του αθλητισμού, λαμβάνοντας υπόψη παράλληλα τις ιδιαιτερότητές του, τις δομές του που βασίζονται στον εθελοντισμό καθώς και τον κοινωνικό και εκπαιδευτικό του ρόλο» (παράγραφος 1), αλλά και ότι σκοπός της δράσης της Ένωσης είναι «να αναπτύσσει την ευρωπαϊκή διάσταση του αθλητισμού, προάγοντας τη δικαιότητα και τον ανοιχτό χαρακτήρα των αθλητικών αναμετρήσεων και τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων για τον αθλητισμό φορέων, καθώς και προστατεύοντας τη σωματική και ηθική ακεραιότητα των αθλητών» (παράγραφος 2).

29.      Επίσης, το γράμμα του άρθρου 165 ΣΛΕΕ αποκρυστάλλωσε τα πορίσματα σειράς πρωτοβουλιών τις οποίες είχαν αναλάβει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης από τη δεκαετία του 1990, κατόπιν των αποφάσεων που εξέδωσε το Δικαστήριο –ιδίως δε κατόπιν της αποφάσεως Bosman (11)– στο πλαίσιο της διαμόρφωσης ευρωπαϊκής αθλητικής πολιτικής. Ως εκ τούτου, οι πρώτες βάσεις για την αναγνώριση της ιδιαιτερότητας του αθλητισμού τέθηκαν με κοινή δήλωση για τον αθλητισμό που προσαρτήθηκε στη Συνθήκη του Άμστερνταμ (12), εν συνεχεία δε με έκθεση της Επιτροπής (13) που αναγνώρισε την ιδιαιτερότητα του αθλητισμού ιδίως στο πλαίσιο της εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού (14). Βάσει της εκθέσεως αυτής, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας προέβη σε δήλωση η οποία αποτέλεσε ένα επιπλέον βήμα για την αναγνώριση της ιδιαιτερότητας του αθλητισμού, απαιτώντας από την Κοινότητα να λαμβάνει υπόψη την κοινωνική, εκπαιδευτική και πολιτιστική αποστολή του αθλητισμού, κατά τη δράση της δυνάμει των διαφόρων διατάξεων της Συνθήκης, προκειμένου να διαφυλάσσεται ο κοινωνικός ρόλος του αθλητισμού (15). Την πρωτοβουλία αυτή ακολούθησε, το 2007, η Λευκή βίβλος για τον αθλητισμό της Επιτροπής (16), που ήταν το τελευταίο στάδιο πριν από την προσθήκη του άρθρου 165 ΣΛΕΕ στη Συνθήκη της Λισσαβώνας το έτος 2009.

30.      Εξάλλου, το εν λόγω άρθρο 165 καταδεικνύει τη «συνταγματική» αναγνώριση του «ευρωπαϊκού αθλητικού προτύπου», το οποίο χαρακτηρίζεται από σειρά στοιχείων που έχουν εφαρμογή σε διάφορα αθλήματα στην ευρωπαϊκή ήπειρο, μεταξύ των οποίων και το ποδόσφαιρο. Το πρότυπο αυτό, πρώτον, έχει πυραμιδική δομή, στη βάση της οποίας βρίσκεται ο ερασιτεχνικός αθλητισμός και στην κορυφή της ο επαγγελματικός. Δεύτερον, μεταξύ των κύριων σκοπών του προτύπου αυτού είναι η προώθηση ανοικτών διοργανώσεων, προσβάσιμων σε όλους μέσω ενός διαφανούς συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου ο προβιβασμός και ο υποβιβασμός διασφαλίζουν αγωνιστική ισορροπία και ανταμείβουν την αθλητική επίδοση, η οποία αποτελεί επίσης ουσιώδες στοιχείο του εν λόγω προτύπου. Τέλος, το πρότυπο αυτό στηρίζεται σε ένα σύστημα οικονομικής αλληλεγγύης, το οποίο καθιστά δυνατή την αναδιανομή και επανεπένδυση των εσόδων από τα αθλητικά γεγονότα και τις δραστηριότητες υψηλού επιπέδου στα χαμηλότερα κλιμάκια του αθλήματος.

31.      Οι αθλητικές ομοσπονδίες επιτελούν καίριας σημασίας αποστολή στο πλαίσιο του «ευρωπαϊκού αθλητικού προτύπου», ιδίως από οργανωτικής απόψεως, με σκοπό να διασφαλίζεται η τήρηση και η ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων που διέπουν τα οικεία αθλήματα. Η αποστολή αυτή έχει, εξάλλου, αναγνωριστεί από το Δικαστήριο, το οποίο έχει κρίνει ότι εναπόκειται στις αθλητικές ομοσπονδίες να θεσπίζουν τους κατάλληλους κανόνες για την οργάνωση ενός αθλήματος και ότι η ανάθεση μιας τέτοιας αποστολής στις αθλητικές ομοσπονδίες δικαιολογείται, κατ’ αρχήν, από το γεγονός ότι αυτές διαθέτουν τις γνώσεις και την πείρα που απαιτούνται για την εκπλήρωση της αποστολής αυτής (17). Το πρότυπο αυτό, ιστορικά οργανωμένο σύμφωνα με την αρχή της «μοναδικής θέσης» (Ein-Platz-Prinzip), βάσει της οποίας οι ομοσπονδίες ασκούν, στη γεωγραφική τους περιφέρεια, μονοπώλιο όσον αφορά τη διακυβέρνηση και την οργάνωση του αθλήματος, τίθεται πλέον υπό αμφισβήτηση.

32.      Επισημαίνεται επίσης ότι το «ευρωπαϊκό αθλητικό πρότυπο» δεν είναι στατικό. Πράγματι, οι ευρωπαϊκές αθλητικές δομές και ο τρόπος διακυβέρνησής τους εξελίσσονται συχνά υπό την επιρροή άλλων προτύπων τα οποία εφαρμόζονται εκτός της ευρωπαϊκής ηπείρου. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της ποικιλομορφίας των ευρωπαϊκών αθλητικών δομών, είναι δυσχερές να καθοριστεί λεπτομερώς ένα μόνον ενιαίο πρότυπο οργάνωσης του αθλητισμού στην Ευρώπη. Υπάρχουν και άλλα πρότυπα διακυβέρνησης των ατομικών και συλλογικών αθλημάτων τα οποία διαφέρουν σε ορισμένες πτυχές, όσον αφορά τα τεχνικά χαρακτηριστικά και την οργάνωσή τους, από το εκείνο στο οποίο βασίζεται επί του παρόντος το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο (18). Πάντως, η εμφάνιση διαφορετικών αθλητικών προτύπων στην Ευρώπη δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τις αρχές που μνημονεύονται στο άρθρο 165 ΣΛΕΕ ούτε να επιβάλλει αμοιβαίες διευθετήσεις που αποσκοπούν στο να «καταστήσουν ομοιόμορφα» τα διάφορα συνυπάρχοντα πρότυπα, πολλώ δε μάλλον, να καταργήσουν τις «δομές που βασίζονται στον εθελοντισμό».

2.      Σχετικά με την αμφισβήτηση του «ευρωπαϊκού αθλητικού προτύπου»

33.      Όπως επισημάνθηκε στο σημείο 30 των παρουσών προτάσεων, το «ευρωπαϊκό αθλητικό πρότυπο» χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από τον ανοιχτό χαρακτήρα των διοργανώσεών του, η συμμετοχή στις οποίες συναρτάται με την «αθλητική επίδοση» μέσω ενός συστήματος προβιβασμού και υποβιβασμού. Διαφέρει, ως εκ τούτου, από το βορειοαμερικανικό πρότυπο, το οποίο στηρίζεται κυρίως σε «κλειστές» διοργανώσεις ή λίγκες, στις οποίες η συμμετοχή των συλλόγων, που είναι επιχειρήσεις που συνδέονται με σύμβαση δικαιόχρησης, είναι εξασφαλισμένη, προκαθορισμένη και ερείδεται σε δικαίωμα συμμετοχής επί πληρωμή (19). Θα μπορούσε να παρατηρηθεί ότι, ακριβώς ως αντίδραση στα λοιπά υφιστάμενα πρότυπα, ο νομοθέτης της Ένωσης αποφάσισε να εγγράψει την έννοια του «ευρωπαϊκού αθλητικού προτύπου» στη Συνθήκη, ώστε να διακρίνει με σαφήνεια το πρότυπο αυτό από τα υπόλοιπα, και να διασφαλίσει την προστασία του με τη θέσπιση του άρθρου 165 ΣΛΕΕ.

34.      Σε διαφορετική περίπτωση, το εν λόγω άρθρο δεν θα είχε λόγο ύπαρξης. Είναι προφανές ότι η προσθήκη του αθλητισμού στη Συνθήκη δεν είχε ως αποκλειστικό σκοπό την προστασία του ερασιτεχνικού αθλητισμού. Συγκεκριμένα, καμία θεσμική εγγύηση, και μάλιστα στο επίπεδο της Συνθήκης ΛΕΕ, δεν απαιτείται για να έχει κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να ασκεί ατομικώς αθλητική δραστηριότητα ή να ιδρύει ερασιτεχνικές αθλητικές ενώσεις. Το εν λόγω άρθρο προστέθηκε ακριβώς λόγω του ότι ο αθλητισμός αποτελεί συγχρόνως τομέα εντός του οποίου ασκείται σημαντική οικονομική δραστηριότητα. Επομένως, η προσθήκη του άρθρου 165 ΣΛΕΕ αποσκοπεί στο να τονίσει τον ιδιαίτερο κοινωνικό χαρακτήρα αυτής της οικονομικής δραστηριότητας, ο οποίος μπορεί να δικαιολογήσει διαφορετική μεταχείριση ως προς ορισμένες πτυχές. Ειδικότερα, πρέπει να σημειωθεί ότι οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν στοχευμένα στο γράμμα του άρθρου αυτού (μεταξύ των οποίων, ιδίως, οι όροι «δομές που βασίζονται στον εθελοντισμό», «κοινωνικό[ς] ρόλο[ς]», «ευρωπαϊκή διάσταση του αθλητισμού», «δικαιότητα και […] ανοιχτό[ς] χαρακτήρα[ς] των αθλητικών αναμετρήσεων», «συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων για τον αθλητισμό φορέων») καταδεικνύουν την ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου προτύπου το οποίο ο νομοθέτης της Ένωσης επιθυμεί να προστατεύσει.

35.      Προφανώς, το άρθρο 165 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να ερμηνευθεί μεμονωμένα, κατά παραγνώριση των απαιτήσεων των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, τα οποία έχουν εφαρμογή και στον τομέα του αθλητισμού (ιδίως όταν οι οικείες δραστηριότητες έχουν οικονομική διάσταση). Το αυτό ισχύει και όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου του ανταγωνισμού στον συγκεκριμένο τομέα. Ωστόσο, η εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ στον τομέα του αθλητισμού δεν μπορεί να περιορίζεται αποκλειστικώς και μόνον στα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, καθόσον το άρθρο 165 ΣΛΕΕ μπορεί ομοίως να χρησιμεύσει ως κανόνας ερμηνείας και εφαρμογής των προμνημονευθεισών διατάξεων του δικαίου του ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 165 ΣΛΕΕ αποτελεί, στον τομέα του, ειδική διάταξη σε σχέση με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, οι οποίες έχουν εφαρμογή σε κάθε οικονομική δραστηριότητα. Καμία διάταξη της Συνθήκης ΛΕΕ δεν επιτάσσει, εξαρχής, την αποκλειστική ή κατά προτεραιότητα εφαρμογή της σε σχέση με τις λοιπές διατάξεις, δεδομένου, άλλωστε, ότι η σχέση μεταξύ των διατάξεων διέπεται από την αρχή της ειδικότητας. Επιπλέον, το άρθρο 165 ΣΛΕΕ αποτελεί, ως εκ της φύσεώς του, «οριζόντια» διάταξη, στον βαθμό που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή των λοιπών πολιτικών της Ένωσης. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 7 ΣΛΕΕ, οι διάφορες πολιτικές της Ένωσης πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο συνεκτικό, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των σκοπών που επιδιώκει να προστατεύσει η Ένωση.

36.      Ως προς το ανωτέρω ζήτημα, επισημαίνω ότι η επιρροή των «εναλλακτικών προτύπων», περί των οποίων έγινε λόγος στο σημείο 33 των παρουσών προτάσεων, καθώς και η απελευθέρωση της οικονομικής διάστασης του αθλητισμού προκάλεσαν κινήσεις αμφισβήτησης του μονοπωλίου που ασκούν ορισμένες ευρωπαϊκές αθλητικές ομοσπονδίες, ιδίως όσον αφορά τη οργάνωση διεξαγωγής και την εμπορική εκμετάλλευση των πλέον προσοδοφόρων διοργανώσεων. Από οικονομική άποψη, οι εν λόγω «αποσχιστικές» κινήσεις –οι οποίες συχνά προέρχονταν από συλλόγους που είναι μέλη των εν λόγω αθλητικών ομοσπονδιών– είχαν ως κύριο σκοπό τη μεγιστοποίηση των οικονομικών κερδών που απορρέουν από την εμπορική εκμετάλλευση των συγκεκριμένων διοργανώσεων μέσω τροποποίησης της δομής και του οργανωτικού προτύπου των διοργανώσεων, οι οποίες τελούσαν μέχρι τότε υπό την αιγίδα των ομοσπονδιών αυτών. Όσον αφορά το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, η βούληση δημιουργίας κλειστής (ή «εν μέρει ανοικτής») λίγκας ή διοργάνωσης δεν είναι νέα, όπως καταδεικνύεται από τις απόπειρες δημιουργίας διοργανώσεων ανταγωνιστικών προς εκείνες της UEFA, οι οποίες εκδηλώθηκαν κατά τα έτη 1990 και 2000, χωρίς ωστόσο να ευοδωθούν (20).

37.      Από νομική άποψη, η αμφισβήτηση του προτύπου διακυβέρνησης των αθλητικών ομοσπονδιών βρήκε συχνά έρεισμα στο πεδίο του δικαίου του ανταγωνισμού. Τέθηκαν, επομένως, υπό αμφισβήτηση ενώπιον των εθνικών αρχών ανταγωνισμού, της Επιτροπής και των εθνικών δικαστηρίων, κυρίως, η εκ μέρους των αθλητικών ομοσπονδιών σώρευση της διπλής ιδιότητας του ρυθμιστή και του επιχειρηματικού παράγοντα, η μονοπωλιακή δομή ορισμένων αγορών διεξαγωγής αθλητικών διοργανώσεων και εμπορικής εκμετάλλευσης των σχετικών δικαιωμάτων, καθώς και η άρνηση των εν λόγω ομοσπονδιών να επιτρέψουν τη διεξαγωγή ανεξαρτήτων διοργανώσεων και, ως εκ τούτου, να επιτρέψουν την είσοδο νέων ανταγωνιστών στις επίμαχες αγορές.

38.      Κατά τον ίδιο τρόπο, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, η αμφισβήτηση εκ μέρους της ESLC του οργανωτικού προτύπου των ποδοσφαιρικών διοργανώσεων και της εμπορικής εκμετάλλευσής τους από την UEFA και τη FIFA στηρίχθηκε, κατά κύριο λόγο, στο δίκαιο του ανταγωνισμού.

3.      Η συνεκτίμηση της ιδιαιτερότητας του αθλητισμού και του «ευρωπαϊκού αθλητικού προτύπου» στο πλαίσιο της αναλύσεως περί ανταγωνισμού

39.      Κατά παλαιά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο αθλητισμός, μολονότι έχει επισημανθεί η ιδιαιτερότητά του, εμπίπτει στο δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν το οικονομικό δίκαιο της Ένωσης, στο μέτρο που αποτελεί οικονομική δραστηριότητα (21).

40.      Όσον αφορά, ειδικότερα, το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης, τόσο ο συμβατός χαρακτήρας των κανόνων που θεσπίζουν οι αθλητικές ομοσπονδίες όσο και η συμπεριφορά τους στην αγορά δεν μπορούν να εκτιμώνται κατά τρόπο αφηρημένο, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία που συγκροτούν το νομικό και πραγματικό πλαίσιο στο οποίο αυτές εντάσσονται.

41.      Συγκεκριμένα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αθλητικών δραστηριοτήτων τις διακρίνουν από άλλους οικονομικούς τομείς. Ο αθλητισμός χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό αλληλεξάρτησης, στο μέτρο που οι σύλλογοι εξαρτώνται οι μεν από τους δε για να μπορούν να οργανωθούν και να αναπτύξουν τη δράση τους στο πλαίσιο αθλητικών διοργανώσεων. Ως εκ τούτου, απαιτείται η ύπαρξη ορισμένου βαθμού ισότητας και αγωνιστικής ισορροπίας, χαρακτηριστικά τα οποία διαφοροποιούν τον αθλητισμό σε σχέση με άλλους τομείς, στους οποίους ο ανταγωνισμός μεταξύ οικονομικών φορέων έχει εν τέλει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό των μη αποδοτικών εταιριών από την αγορά.

42.      Κατά συνέπεια, μολονότι η επίκληση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του αθλητισμού δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό των αθλητικών δραστηριοτήτων από το πεδίο εφαρμογής των Συνθηκών ΕΕ και ΛΕΕ, εντούτοις οι αναφορές στις ως άνω ιδιαιτερότητες και στην κοινωνική και εκπαιδευτική λειτουργία του αθλητισμού, που περιλαμβάνονται στο άρθρο 165 ΣΛΕΕ, ενδέχεται να ασκούν επιρροή, μεταξύ άλλων, κατά την εξέταση, στον τομέα του αθλητισμού, ενδεχόμενης αντικειμενικής δικαιολόγησης των περιορισμών του ανταγωνισμού ή των θεμελιωδών ελευθεριών (22).

4.      Σχετικά με τις υποχρεώσεις που υπέχει μια αθλητική ομοσπονδία η οποία διαθέτει εξουσία χορήγησης άδειας και πρόληψης των συγκρούσεων συμφερόντων

43.      Λαμβανομένης υπόψη της αποστολής που κατά παράδοση ανατίθεται σε αυτές, οι αθλητικές ομοσπονδίες εκτίθενται σε κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων ο οποίος οφείλεται στο ότι, αφενός, διαθέτουν ρυθμιστική εξουσία και, αφετέρου, ασκούν οικονομική δραστηριότητα.

44.      Το ζήτημα περί πιθανής σύγκρουσης συμφερόντων, λόγω του ότι η UEFA και η FIFA, σωρευτικώς, ασκούν οικονομική δραστηριότητα, συνιστάμενη στη διεξαγωγή και εμπορική εκμετάλλευση διοργανώσεων, και διαθέτουν ρυθμιστική εξουσία, τίθεται ρητώς με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα. Ως εκ τούτου, πριν από την ανάλυση των επίμαχων διατάξεων με γνώμονα τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, πρέπει να γίνουν ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με τις υποχρεώσεις που υπέχουν οι αθλητικές ομοσπονδίες, όπως η UEFA και η FIFA, κατά την άσκηση των εξουσιών τους, καθώς και σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων.

45.      Επί του ανωτέρω ζητήματος, το Δικαστήριο, με δύο αποφάσεις του, εκ των οποίων η πρώτη αφορά τη ρύθμιση αθλήματος και η δεύτερη τη ρύθμιση ελεύθερου επαγγέλματος, έθεσε τις βάσεις για τη διαμόρφωση πλαισίου ανάλυσης «αφιερωμένου» στο ζήτημα της σώρευσης, υπό την ίδια στέγη, ρυθμιστικής εξουσίας, από τη μία πλευρά, και οικονομικής δραστηριότητας, από την άλλη.

46.      Ειδικότερα, αφενός, με την απόφαση ΜΟΤΟΕ (23), το Δικαστήριο έκρινε ότι, οσάκις ρύθμιση αναθέτει σε νομικό πρόσωπο που το ίδιο διοργανώνει και εκμεταλλεύεται εμπορικά αγώνες την εξουσία επιλογής των προσώπων στα οποία επιτρέπεται η διοργάνωση των εν λόγω αγώνων, καθώς και την εξουσία καθορισμού των προϋποθέσεων υπό τις οποίες διοργανώνονται οι αγώνες αυτοί, η ρύθμιση αυτή παρέχει στο εν λόγω νομικό πρόσωπο προφανές πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών του. Ένα τέτοιο δικαίωμα μπορεί, επομένως, να οδηγήσει την επιχείρηση που το διαθέτει στο να εμποδίσει την πρόσβαση άλλων οικονομικών φορέων στην οικεία αγορά. Κατά συνέπεια, η άσκηση αυτής της ρυθμιστικής λειτουργίας πρέπει να υπόκειται σε περιορισμούς, υποχρεώσεις ή έλεγχο, ώστε να αποτρέπεται το ενδεχόμενο νόθευσης του ανταγωνισμού από το εν λόγω νομικό πρόσωπο διά της ευνοϊκής μεταχείρισης των αγώνων που διοργανώνει ή συνδιοργανώνει το ίδιο. Αφετέρου, η νομολογία αυτή εφαρμόστηκε, κατ’ αναλογία, και σε άλλη απόφαση του Δικαστηρίου, εκδοθείσα επί υποθέσεως σχετικής με την ερμηνεία του άρθρου 101 ΣΛΕΕ όσον αφορά κανόνες που είχε θεσπίσει ένωση επιχειρήσεων η οποία ήταν συγχρόνως επιχειρηματίας και ρυθμιστής της σχετικής αγοράς, συγκεκριμένα δε της αγοράς της υποχρεωτικής κατάρτισης των εγκεκριμένων λογιστών (24).

47.      Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν αμφισβητείται ότι η UEFA επιτελεί διττή λειτουργία, ήτοι αφενός ρυθμιστική, με τη θέσπιση κανόνων που αφορούν το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, και αφετέρου οικονομική, με τη διοργάνωση ποδοσφαιρικών αγώνων. Δεδομένου ότι έχει επίσης την εξουσία να παρέχει άδεια για τις διοργανώσεις τρίτων, η κατάσταση αυτή ενδέχεται να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων, στοιχείο το οποίο συνεπάγεται ότι η εν λόγω ομοσπονδία υπέχει ορισμένες υποχρεώσεις στο πλαίσιο της ασκήσεως των ρυθμιστικών λειτουργιών της προκειμένου να μη νοθεύει τον ανταγωνισμό.

48.      Πρέπει, πάντως, να τονιστεί εκ προοιμίου ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου που μνημονεύεται στο σημείο 46 των παρουσών προτάσεων, απλώς και μόνον το ότι ο ίδιος φορέας ασκεί συγχρόνως καθήκοντα ρυθμιστή και διοργανωτή αθλητικών αγώνων δεν συνεπάγεται, αφ’ εαυτού, παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης (25). Επιπλέον, από την ίδια νομολογία προκύπτει ότι η κύρια υποχρέωση που υπέχει μια αθλητική ομοσπονδία ευρισκόμενη στην κατάσταση της UEFA είναι να μεριμνά ώστε οι τρίτοι να μην στερούνται αδικαιολόγητα την πρόσβαση στην αγορά σε σημείο που να νοθεύεται ο ανταγωνισμός εντός της συγκεκριμένης αγοράς.

49.      Ως εκ τούτου, οι αθλητικές ομοσπονδίες μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αρνούνται την πρόσβαση τρίτων στην αγορά, χωρίς τούτο να συνιστά παράβαση των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, υπό τον όρο ότι η άρνηση δικαιολογείται από θεμιτούς σκοπούς και ότι τα μέτρα που λαμβάνουν οι ομοσπονδίες αυτές είναι αναλογικά σε σχέση με τους εν λόγω σκοπούς.

Γ.      Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

50.      Η υπό κρίση υπόθεση αφορά ένα σύνολο κανόνων που έχουν θεσπίσει η FIFA και την UEFA, ως ομοσπονδίες που έχουν ως σκοπό τη «ρύθμιση» των διαφόρων πτυχών του παγκοσμίου και του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Οι κανόνες αυτοί είναι τριών ειδών και περιλαμβάνουν:

–        σύστημα χορήγησης προηγούμενης άδειας, εκ μέρους της FIFA και της UEFA, για οποιαδήποτε διεθνή ποδοσφαιρική διοργάνωση, και επομένως, μεταξύ άλλων, και για εκείνες τις οποίες προτίθενται να διοργανώσουν και να εκμεταλλευθούν εμπορικά τρίτες οντότητες (μη μέλη των ομοσπονδιών αυτών)·

–        ρήτρες με τις οποίες οι εν λόγω ομοσπονδίες επιβάλλουν, επί ποινή αποκλεισμού, στα άμεσα ή έμμεσα μέλη τους (ήτοι, αντιστοίχως, στις εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες, στις διοργανώτριες αρχές ποδοσφαιρικών πρωταθλημάτων και στους επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους), καθώς και, εν τέλει, στους ποδοσφαιριστές, να μετέχουν μόνο στις δικές τους διεθνείς διοργανώσεις ή σε εκείνες τις οποίες διοργανώνει τρίτη οντότητα κατόπιν δικής τους αδείας·

–        διατάξεις κατά τις οποίες η FIFA (ή σε ορισμένες περιπτώσεις η FIFA και οι περιφερειακές συνομοσπονδίες, μεταξύ των οποίων η UEFA) είναι «πρωταρχικός/πρωταρχικοί» κάτοχος/κάτοχοι του συνόλου των αθλητικών δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από τις διεθνείς ποδοσφαιρικές διοργανώσεις που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της/τους και έχει/έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα εκμετάλλευσης των δικαιωμάτων αυτών καθώς και παροχής άδειας μετάδοσης υπό οποιαδήποτε μορφή των εν λόγω διοργανώσεων.

51.      Με τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο θέτει κατ’ ουσίαν το ζήτημα κατά πόσον η απαίτηση περί προηγούμενης άδειας της FIFA και της UEFA είναι συμβατή, αντιστοίχως, με τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ.

52.      Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορά τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν οι ομοσπονδίες αυτές να επιβάλλουν κυρώσεις στα μέλη τους, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο η FIFA και η UEFA επικαλέστηκαν δημοσίως το ενδεχόμενο αυτό, κατόπιν της ανακοινώσεως περί δημιουργίας της ESL.

53.      Λόγω της υπάρξεως πιο ανεπτυγμένης νομολογίας σχετικά με τις αποφάσεις των αθλητικών ομοσπονδιών από την άποψη του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, θα εξετάσω, κατά πρώτον, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα (όσον αφορά την εξέταση των κυρώσεων με γνώμονα το άρθρο 101 ΣΛΕΕ), πριν προχωρήσω στην εξέταση, κατά δεύτερον, του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και, κατά τρίτον, του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αφορά την ύπαρξη ενδεχόμενης δικαιολογήσεως σε περίπτωση διαπιστώσεως περιορισμού του ανταγωνισμού υπό το πρίσμα των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ

54.      Εξάλλου, εκτιμώ ότι το ζήτημα της νομιμότητας, από την άποψη του ανταγωνισμού, της συμπεριφοράς που μνημονεύεται στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα συνδέεται άρρηκτα με το ζήτημα των κανόνων που αποτελούν αντικείμενο των δύο πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων. Επομένως, δεδομένου ότι οι κυρώσεις αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του συστήματος χορήγησης προηγούμενης άδειας και των κανόνων περί συμμετοχής, πρέπει να εξεταστούν από κοινού.

55.      Ακολούθως, στις παρούσες προτάσεις θα εξεταστεί το ζήτημα του συμβατού με τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ χαρακτήρα των κανόνων που έχουν θεσπίσει η UEFA και η FIFA όσον αφορά την εκμετάλλευση των εμπορικών δικαιωμάτων που απορρέουν από τις ποδοσφαιρικές διοργανώσεις (τέταρτο προδικαστικό ερώτημα) καθώς και του συμβατού χαρακτήρα των κανόνων περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας με τις σχετικές περί θεμελιωδών ελευθεριών διατάξεις της ΣΛΕΕ (έκτο προδικαστικό ερώτημα).

1.      Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

56.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα και με το πρώτο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στις καταστατικές διατάξεις της FIFA και της UEFA που αφορούν το σύστημα χορήγησης προηγούμενης αδείας καθώς και τις κυρώσεις που επιβάλλουν οι ομοσπονδίες αυτές.

57.      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για να εμπίπτει μια απόφαση ένωσης επιχειρήσεων ή μια εναρμονισμένη πρακτική στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να έχει «ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς (26).

58.      Όσον αφορά, κατά πρώτον, την ύπαρξη αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η έννοια της επιχειρήσεως, στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, καταλαμβάνει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως νομικής μορφής και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του (27). Συναφώς, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ εμπίπτουν όχι μόνον οι άμεσοι τρόποι συντονισμού των συμπεριφορών μεταξύ επιχειρήσεων, αλλά και οι θεσμοποιημένες μορφές συνεργασίας, δηλαδή οι καταστάσεις στις οποίες οι επιχειρηματίες ενεργούν μέσω συλλογικής οντότητας ή κοινού οργάνου (28).

59.      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η FIFA και η UEFA έχουν ως μέλη εθνικές ομοσπονδίες στις οποίες εντάσσονται σύλλογοι για τους οποίους το ποδόσφαιρο συνιστά οικονομική δραστηριότητα και οι οποίοι αποτελούν, επομένως, επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (29). Δεδομένου ότι οι εθνικές ομοσπονδίες αποτελούν ενώσεις επιχειρήσεων, καθώς και, λόγω των οικονομικών δραστηριοτήτων που ασκούν, επιχειρήσεις, η FIFA και η UEFA, ως ομοσπονδίες στις οποίες εντάσσονται οι εθνικές ομοσπονδίες, αποτελούν και αυτές ενώσεις επιχειρήσεων (και δη «ενώσεις ενώσεων επιχειρήσεων») κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Εξάλλου, τα καταστατικά των οντοτήτων αυτών αποτελούν έκφραση της βουλήσεως της FIFA και της UEFA να συντονίσουν τη συμπεριφορά των μελών τους όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τη συμμετοχή τους στις διεθνείς ποδοσφαιρικές διοργανώσεις (30). Ως εκ τούτου, οι διατάξεις του καταστατικού διεθνούς αθλητικής ομοσπονδίας, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, μπορούν να χαρακτηριστούν ως «αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων» κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

60.      Κατά δεύτερον, η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης σε μια απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων προϋποθέτει ότι η απόφαση αυτή δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών (31). Φρονώ ότι διάγνωση της περιστάσεως αυτής δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία στην υπό κρίση υπόθεση.

61.      Κατά τρίτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για να εμπίπτει μια συμφωνία στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να έχει «ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα» τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Επί του ζητήματος αυτού, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι o διαζευκτικός χαρακτήρας της εν λόγω προϋποθέσεως, που εκφράζεται από τη χρήση του συνδέσμου «ή», επιβάλλει κατ’ αρχάς να εξετάζεται το ίδιο το αντικείμενο της συμφωνίας (32).

62.      Η έννοια του «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» πρέπει να ερμηνεύεται στενά και μπορεί να εφαρμόζεται μόνο σε ορισμένες συμπεφωνημένες πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες είναι, αφ’ εαυτών και λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου των όρων τους, των σκοπών τους καθώς και του οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται, αρκούντως επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέλκει η εξέταση των αποτελεσμάτων τους, δεδομένου ότι μπορεί να γίνει δεκτό ότι ορισμένες μορφές συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων παραβλάπτουν, ως εκ της φύσεώς τους, την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού (33). Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του εν λόγω πλαισίου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση των επηρεαζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, καθώς και οι πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας και της δομής της οικείας αγοράς ή των οικείων αγορών (34).

α)      Επί του ζητήματος αν η απαίτηση περί προηγούμενης αδείας συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου

63.      Υπενθυμίζω, κατά πρώτον, ότι από το περιεχόμενο των επίμαχων στην κύρια δίκη κανόνων προκύπτει ότι για τη διεξαγωγή οποιασδήποτε ποδοσφαιρικής διοργάνωσης στην Ευρώπη απαιτείται η προηγούμενη άδεια της UEFA η οποία έχει, εξάλλου, την αποκλειστική αρμοδιότητα για τη διοργάνωση τέτοιων αγώνων. Στο εν λόγω σύστημα χορηγήσεως προηγούμενης αδείας προστίθεται η υποχρέωση συμμετοχής –για τους συλλόγους και τους παίκτες που είναι εγγεγραμμένοι στην UEFA και τη FIFA– στις διοργανώσεις των ομοσπονδιών αυτών, καθώς και η απαγόρευση συμμετοχής στις διοργανώσεις που δεν έχουν λάβει άδεια από τις συγκεκριμένες ομοσπονδίες, επ’ απειλή επιβολής της ποινής του αποκλεισμού.

64.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι το σύστημα που έχει καθιερώσει η UEFA στηρίζεται σε σειρά διατάξεων που μπορούν να εξομοιωθούν με ρήτρες μη ανταγωνισμού και αποκλειστικότητας, συνοδευόμενες από κυρώσεις που αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητάς τους.

65.      Επιβάλλεται, όμως, η επισήμανση ότι, πρώτον, τέτοιες είδους διατάξεις δεν καταλέγονται μεταξύ των συμφωνιών ή συμπεριφορών για τις οποίες μπορεί να γίνει δεκτό ότι παραβλάπτουν, ως εκ της φύσεώς τους και βάσει των διδαγμάτων της πείρας, την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού (35).

66.      Δεύτερον, η ίδια η ύπαρξη μηχανισμού προηγούμενης άδειας ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα σε τρίτους διοργανωτές να ζητήσουν πρόσβαση στην οικεία αγορά –ανεξαρτήτως της διακριτικής ευχέρειας της UEFA να αρνηθεί τη χορήγηση της άδειας– αρκεί για να εγείρει αμφιβολίες σχετικά με το αν οι κανόνες αυτοί είναι αρκούντως επιβλαβείς, όπως απαιτεί η νομολογία για τη διαπίστωση περί υπάρξεως περιορισμού ως εκ του αντικειμένου. Το ζήτημα αν ο ισχύων μηχανισμός αρκεί, πράγματι, για τη διασφάλιση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην οικεία αγορά ή αν περιορίζει τον ανταγωνισμό μπορεί να διαπιστωθεί μόνο κατόπιν αναλύσεως των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων.

67.      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τους σκοπούς που επιδιώκουν οι κανόνες της UEFA, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το γεγονός ότι η UEFA και η FIFA μπορεί να επιδιώκουν θεμιτούς σκοπούς που συνδέονται με την ιδιαίτερη φύση του αθλητισμού δεν αποτελεί, αφ’ εαυτού, στοιχείο ικανό για να θεωρηθεί ότι οι ισχύοντες κανόνες δεν συνιστούν «περιορισμό ως εκ του αντικειμένου», εφόσον διαπιστωθεί ότι κάποιος άλλος σκοπός που επιδιώκεται με τους εν λόγω κανόνες έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού (36).

68.      Πάντως, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι οι επιδιωκόμενοι από την UEFA σκοποί δεν προσδιορίζονται ρητώς ή ότι δεν προκύπτουν σαφώς από το περιεχόμενο των κανόνων της UEFA, όπως υποστηρίζουν η ESLC και η Επιτροπή, το στοιχείο αυτό δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για τη διαπίστωση αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου.

69.      Κατά τρίτον, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η ανάλυση του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου ενός μέτρου δεν πρέπει να περιορίζεται στη μεμονωμένη εξέταση του περιεχομένου και του σκοπού των εξεταζόμενων κανόνων, αλλά πρέπει να λαμβάνει επίσης υπόψη το νομικό και οικονομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι κανόνες αυτοί (37).

70.      Φρονώ ότι ιδιαιτέρως κρίσιμα στο πλαίσιο της αναλύσεως αυτής είναι τα ακόλουθα στοιχεία.

71.      Κατ’ αρχάς, το νομικό και οικονομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι επίμαχοι κανόνες χαρακτηρίζεται από τη σωρευτική άσκηση ρυθμιστικής εξουσίας και επιχειρηματικής δραστηριότητας, η οποία περιάγει την UEFA σε ιδιαίτερη κατάσταση που της επιβάλλει ορισμένες υποχρεώσεις προκειμένου να αποτρέπεται η σύγκρουση συμφερόντων (38).

72.      Επ’ αυτού, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η UEFA διαθέτει διακριτική ευχέρεια λήψεως αποφάσεων, η οποία απορρέει, ιδίως, από την ιδιαίτερη θέση της στην οικεία αγορά ως διοικούσας αρχής του ποδοσφαίρου στην Ευρώπη. Κατά συνέπεια, καίτοι εναπόκειται στην UEFA να ρυθμίσει τη διαδικασία χορήγησης προηγούμενης αδείας κατά τρόπον ώστε να μην ευνοεί τις δικές της διοργανώσεις, με την αδικαιολόγητη άρνηση διεξαγωγής εκδηλώσεων οι οποίες υπόκεινται στην εκ μέρους της έγκριση της και οι οποίες προτείνονται από τρίτους, μόνον με συγκεκριμένη ανάλυση του τρόπου ασκήσεως της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει θα καταστεί δυνατό να διαπιστωθεί αν αυτή ασκήθηκε κατά τρόπο που εισάγει διακρίσεις ή μη προσήκοντα, για να αποδειχθεί η ύπαρξη αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων.

73.      Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι το καθεστώς χορήγησης προηγούμενης άδειας που έχει θεσπίσει η UEFA δεν ρυθμίζεται βάσει διαδικασίας στηριζόμενης σε κριτήρια αδειοδότησης σαφώς καθορισμένα, διαφανή, μη εισάγοντα διακρίσεις και δυνάμενα να ελεγχθούν, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου που διατυπώθηκε με τις αποφάσεις ΜΟΤΟΕ και OTOC, όπως φαίνεται να υπονοεί το αιτούν δικαστήριο, από την ίδια νομολογία προκύπτει σαφώς ότι η έλλειψη τέτοιων κριτηρίων δεν μπορεί να συνεπάγεται αυτομάτως τη διαπίστωση «περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου», αλλά μάλλον αποτελεί ένδειξη περιοριστικών του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων τα οποία, ωστόσο, πρέπει να επιβεβαιωθούν βάσει εμπεριστατωμένης αναλύσεως (39).

74.      Εξάλλου, η ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού μπορεί, κατ’ αρχήν, να γίνει δεκτή (με τον απαιτούμενο βαθμό βεβαιότητας) μόνον εφόσον διαπιστωθεί ότι η λήψη προηγούμενης άδειας είναι, πράγματι, αντικειμενικά αναγκαία για τη δημιουργία εναλλακτικής διοργάνωσης, όπως η ESL. Εν προκειμένω, όμως, φαίνεται ότι, από (αμιγώς) νομική άποψη, μια τέτοια άδεια δεν είναι απαραίτητη, κατά τρόπον ώστε οποιαδήποτε ανεξάρτητη διοργάνωση, εκτός του οικοσυστήματος της UEFA και της FIFA, να μπορεί να δημιουργηθεί ελεύθερα και χωρίς παρέμβαση της UEFA.

75.      Συγκεκριμένα, σε αντίθεση με την περίπτωση της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση MOTOE, ούτε η FIFA ούτε η UEFA είναι δημόσιοι φορείς ούτε διαθέτουν οποιοδήποτε ειδικό ή αποκλειστικό δικαίωμα από το οποίο να προκύπτει ότι μια επιχείρηση που σχεδιάζει να συστήσει διεθνή ή ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική διοργάνωση οφείλει επιτακτικώς να λάβει την άδεια της μιας ή της άλλης εκ των οντοτήτων αυτών. Επιπλέον, καμία διάταξη δημοσίου δικαίου δεν επιβάλλει στην επιχείρηση αυτή την υποχρέωση να τηρεί τους κανόνες που έχουν θεσπίσει οι εν λόγω οντότητες, κατ’ αντιδιαστολή προς την περίπτωση της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση OTOC.

76.      Ως εκ τούτου, τίποτα δεν εμποδίζει, κατ’ αρχήν, τους συλλόγους που συγκροτούν την ESL να ακολουθήσουν το παράδειγμα άλλων αθλημάτων και να δημιουργήσουν τη δική τους διοργάνωση εκτός του πλαισίου που καθορίζει η UEFA. Στην προκειμένη περίπτωση, το σύστημα χορήγησης προηγούμενης άδειας της UEFA φαίνεται να αποτελεί εμπόδιο για τη δημιουργία της ESL, κυρίως επειδή οι σύλλογοι που είχαν την πρωτοβουλία του συγκεκριμένου σχεδίου επιθυμούν ταυτοχρόνως να παραμείνουν και εγγεγραμμένα μέλη της UEFA επωφελούμενοι των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από την ιδιότητα αυτή. Επισημαίνεται επ’ αυτού ότι τα μέτρα που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του φαινομένου της «διττής συμμετοχής», όπως είναι οι ρήτρες μη ανταγωνισμού ή αποκλειστικότητας, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού (40).

77.      Τέλος, η απάντηση επί του ζητήματος κατά πόσον, από πρακτική άποψη, μια τέτοια πρωτοβουλία θα μπορούσε πράγματι να υλοποιηθεί λαμβανομένων υπόψη άλλων εμποδίων που ενδέχεται να υφίστανται, όπως, για παράδειγμα, το σύστημα κυρώσεων στο οποίο υπόκεινται οι σύλλογοι και οι παίκτες που είναι εγγεγραμμένοι στην UEFA (και οι συνέπειες, σε οικονομικό και αθλητικό επίπεδο, τις οποίες μπορεί να έχει μια τέτοια απόφαση για τα εμπλεκόμενα μέρη), δεν μπορεί να δοθεί βάσει αφηρημένης εξετάσεως των εν λόγω κανόνων, αλλά αποκλειστικώς στο πλαίσιο εμπεριστατωμένης εξετάσεως των συγκεκριμένων συνεπειών των κανόνων αυτών. Οι κυρώσεις αυτές, άλλωστε, θα έχουν περιοριστικό αποτέλεσμα μόνον στο μέτρο που οι ενδιαφερόμενοι σύλλογοι επιθυμούν να παραμείνουν εγγεγραμμένοι στην UEFA (41).

78.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, φρονώ ότι, μολονότι οι επίμαχοι στην κύρια δίκη κανόνες ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της πρόσβασης των ανταγωνιστών της UEFA στην αγορά των ποδοσφαιρικών διοργανώσεων στην Ευρώπη, η περίσταση αυτή, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, δεν συνεπάγεται προδήλως ότι οι επίμαχοι κανόνες έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

β)      Επί του ζητήματος αν η απαίτηση περί προηγούμενης αδείας συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος

79.      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία δεν διαπιστώνεται με σαφή τρόπο η ύπαρξη περιορισμού ως εκ του αντικειμένου –όπως φαίνεται να συμβαίνει εν προκειμένω–, επιβάλλεται η διενέργεια πλήρους αναλύσεως των αποτελεσμάτων από την άποψη του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (42). Μια τέτοια ανάλυση έχει ως σκοπό να προσδιοριστούν οι επιπτώσεις που ενδέχεται να έχουν οι κανόνες της UEFA επί του ανταγωνισμού εντός της αγοράς των ποδοσφαιρικών διοργανώσεων στην Ευρώπη.

80.      Εν προκειμένω, για να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις των κανόνων της UEFA επί του ανταγωνισμού χρειάζεται, κατ’ αρχάς, να ληφθεί υπόψη το σύνολο των στοιχείων που καθορίζουν την πρόσβαση στην επίμαχη αγορά, προκειμένου να εκτιμηθεί αν, βάσει της διαδικασίας που έχει θεσπίσει η συγκεκριμένη ομοσπονδία, υφίστανται «πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες» για έναν ανταγωνιστή να δημιουργήσει μια ανεξάρτητη διοργάνωση (43).

81.      Προς τούτο, πρέπει να ληφθούν ιδίως υπόψη ο κομβικός ρόλος που επιτελεί η UEFA ως διοικούσα αρχή του ποδοσφαίρου στην ευρωπαϊκή ήπειρο και η διακριτική ευχέρεια ως προς τη λήψη αποφάσεων την οποία διαθέτει υπό την ιδιότητα αυτή. Ομοίως, πρέπει επίσης να εξεταστεί η οικονομική ισχύς της ESL και των συλλόγων που τη συγκροτούν, προκειμένου ιδίως να εκτιμηθεί αν η εν λόγω διοργάνωση μπορεί να συσταθεί κατά τρόπο ανεξάρτητο από την UEFA.

82.      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ληφθούν υπόψη όχι μόνον οι συγκεκριμένες επιπτώσεις των εμποδίων για την είσοδο στην αγορά τα οποία είναι πιθανό να ανακύπτουν από το σύστημα προηγούμενης άδειας εκ μέρους της UEFA, αλλά επίσης (και ιδίως) οι επιπτώσεις τις οποίες θα μπορούσαν να έχουν οι κυρώσεις που προβλέπει η εν λόγω ομοσπονδία επί της διαθεσιμότητας των συλλόγων και των ποδοσφαιριστών που είναι αναγκαίοι για τη δημιουργία της νέας αυτής διοργάνωσης.

γ)      Σχετικά με την εξέταση του προβλεπόμενου από την UEFA πειθαρχικού καθεστώτος στο πλαίσιο της εκτιμήσεως περί αντιθέτου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου ή αποτελέσματος

83.      Η αυστηρότητα των προβλεπόμενων κυρώσεων, σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων που έχει θεσπίσει αθλητική ομοσπονδία, καθώς και η πιθανότητα επιβολής τους, αποτελούν ιδιαιτέρως κρίσιμα στοιχεία κατά την ανάλυση του περιεχομένου και του σκοπού ενός μέτρου που λαμβάνει μια αθλητική ομοσπονδία, δεδομένου ότι ενδέχεται να αποτρέψουν τους συλλόγους ή τους ποδοσφαιριστές από το να λάβουν μέρος σε μη εγκεκριμένες από την ομοσπονδία αυτή διοργανώσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, τα πειθαρχικά μέτρα που φαίνεται ότι προβλέφθηκαν από την UEFA, συμπεριλαμβανομένων των απειλών περί επιβολής κυρώσεων που απευθύνθηκαν κατά των συμμετεχόντων στην ESL, ενδέχεται να αποκλείσουν έναν δυνητικό ανταγωνιστή από την αγορά των ποδοσφαιρικών διοργανώσεων στην Ευρώπη, καθόσον ο συγκεκριμένος ανταγωνιστής κινδυνεύει να στερηθεί τόσο τη συμμετοχή των συλλόγων που είναι αναγκαίοι για τη δημιουργία μιας αθλητικής διοργάνωσης όσο και την πρόσβαση στον «πόρο» που αποτελούν οι ποδοσφαιριστές.

84.      Ωστόσο, οι επιπτώσεις των κυρώσεων που επιβάλλει μια αθλητική ομοσπονδία δεν μπορούν να αναλυθούν αφηρημένα χωρίς να ληφθεί υπόψη το συνολικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα προβλεπόμενα από την εν λόγω ομοσπονδία πειθαρχικά μέτρα. Όσον αφορά το ζήτημα αυτό, πρέπει να εκτιμηθεί συγκεκριμένα το αποτρεπτικό αποτέλεσμα για τους ενδιαφερόμενους συλλόγους (και ποδοσφαιριστές) που μπορούν να έχουν οι κυρώσεις, ιδίως δε το ενδεχόμενο να αποφασίσουν οι σύλλογοι αυτοί, λόγω της αντίστοιχης θέσεώς τους στην αγορά, να αγνοήσουν τον κίνδυνο επιβολής κυρώσεων στον οποίο εκτίθενται, προβαίνοντας στη δημιουργία ανεξάρτητης λίγκας (και λαμβάνοντας μέρος στο πρωτάθλημά της). Συγκεκριμένα, το εύρος της πειθαρχικής εξουσίας που διαθέτει μια αθλητική ομοσπονδία μπορεί να ασκηθεί μόνον εντός «των ορίων της δικαιοδοσίας της», η οποία –με τη σειρά της– εξαρτάται από την αναγνώρισή της εκ μέρους των συλλόγων και των ποδοσφαιριστών που είναι εγγεγραμμένοι στην ομοσπονδία αυτή και έχουν εξαρχής αποδεχθεί οικειοθελώς την υπαγωγή τους στους κανόνες και, ως εκ τούτου, στον έλεγχο της εν λόγω ομοσπονδίας. Εάν, όμως, οι τελευταίοι αποφασίσουν να «διαρρήξουν» τη σχέση τους με την ομοσπονδία, δημιουργώντας μια νέα ανεξάρτητη διοργάνωση και λαμβάνοντας μέρος σε αυτήν, ο κίνδυνος επιβολής κυρώσεων μπορεί να μην έχει πλέον κανένα αποτρεπτικό αποτέλεσμα έναντι αυτών.

δ)      Επί της εφαρμογής της θεωρίας των παρεπόμενων περιορισμών στους επίμαχους κανόνες

85.      Για να μην εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οι περιορισμοί που οφείλονται στους επίμαχους κανόνες της UEFA πρέπει να είναι συμφυείς με την επιδίωξη θεμιτών σκοπών και αναλογικοί σε σχέση με τους σκοπούς αυτούς. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν η FIFA και η UEFA, καθώς και πολλές Κυβερνήσεις, τα χαρακτηριστικά του συστήματος χορήγησης προηγούμενης άδειας και του καθεστώτος κυρώσεων, παρά τα δυνητικώς περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα, καθιστούν δυνατή την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η UEFA, χωρίς να βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξή τους μέτρου (44).

86.      Δεδομένου ότι η εφαρμογή της θεωρίας των παρεπόμενων περιορισμών στο πλαίσιο του αθλητισμού βρίσκεται στο επίκεντρο της υπό κρίση υποθέσεως, εκτιμώ ότι είναι χρήσιμες ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με το πλαίσιο αναλύσεως που πρέπει να υιοθετηθεί.

1)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί του πλαισίου αναλύσεως των παρεπόμενων περιορισμών

87.      Η θεωρία των παρεπόμενων περιορισμών αναπτύχθηκε αρχικώς στο πλαίσιο «αμιγώς» εμπορικών συμφωνιών (45). Στο πλαίσιο αυτό, ως «παρεπόμενος περιορισμός» χαρακτηρίζεται κάθε περιορισμός που συνδέεται άμεσα και είναι αναγκαίος για την πραγματοποίηση μιας κύριας πράξεως η οποία δεν είναι η ίδια αντίθετη προς τον ανταγωνισμό (46).

88.      Η νομολογία περί «παρεπόμενων εμπορικών περιορισμών» (commercial ancillary restraints) επεκτάθηκε εν συνεχεία σε περιορισμούς οι οποίοι κρίθηκαν αναγκαίοι για λόγους δημοσίου συμφέροντος, δημιουργώντας έτσι την έννοια των «παρεπόμενων κανονιστικών περιορισμών» (regulatory ancillary restraints) (47). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, χωρεί στάθμιση των «μη εμπορικών» σκοπών σε σχέση με τον περιορισμό του ανταγωνισμού και να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι πρώτοι υπερισχύουν του τελευταίου, με συνέπεια να μην συντρέχει παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

89.      Η νομολογία αυτή, η οποία διατυπώθηκε για πρώτη φορά με την απόφαση Wouters κ.λπ. και αφορούσε τους κανόνες δεοντολογίας των δικηγόρων (48), εφαρμόστηκε κυρίως εν συνεχεία –εκτός από την απόφαση Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής (49) που αφορούσε τη δραστηριότητα αθλητικής ομοσπονδίας– στο πλαίσιο υποθέσεων που αφορούσαν πρακτικές ή πράξεις επαγγελματικών συλλόγων (50). Καίτοι η νομολογία περί παρεπόμενων κανονιστικών περιορισμών είναι ακόμη περιορισμένη –και έτι περισσότερο στον αθλητικό τομέα, δεδομένου ότι η υπόθεση Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής αποτελεί το μοναδικό προηγούμενο εφαρμογής της θεωρίας αυτής στον τομέα του αθλητισμού– εντούτοις φαίνεται ότι το Δικαστήριο υιοθέτησε περιοριστική προσέγγιση κατά την εφαρμογή της θεωρίας αυτής στις προμνημονευθείσες υποθέσεις. Κατά την προσέγγιση αυτή, δεν αρκεί η αόριστη επίκληση «ασαφών» ή γενικών σκοπών· στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη τους, ο περιορισμός πρέπει επιπλέον να είναι αντικειμενικά αναγκαίος για την πραγματοποίηση της κύριας πράξεως και αναλογικός σε σχέση με αυτή (51), ενώ η σχετική ανάλυση πρέπει να διενεργείται κατά τρόπο συγκεκριμένο και εμπεριστατωμένο (52).

90.      Φρονώ ότι η προσέγγιση αυτή είναι δικαιολογημένη, δεδομένου ότι η ίδια η έννοια και η αντίληψη στην οποία στηρίζεται η θεωρία των παρεπόμενων περιορισμών επιτάσσουν στενή ερμηνεία. Υπενθυμίζω ότι πρόκειται για την εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορισμένων πτυχών συμφωνίας που παραβλάπτουν (πραγματικά ή δυνητικά) τον ανταγωνισμό, μόνον εφόσον συνδέονται άμεσα και είναι αναγκαίες για την πραγματοποίηση της κύριας πράξεως, η οποία δεν είναι η ίδια αντίθετη προς τον ανταγωνισμό. Τυχόν αποδοχή ευρύτερης ερμηνείας θα ενείχε τον κίνδυνο καταστρατηγήσεως των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού, λύση η οποία δεν μπορεί να γίνει δεκτή, ιδίως από τη στιγμή που δεν αμφισβητείται ότι οι επίμαχες εν προκειμένω δραστηριότητες –μολονότι ασκούνται από αθλητικές ομοσπονδίες– είναι οικονομικές δραστηριότητες οι οποίες υπόκεινται στο δίκαιο του ανταγωνισμού.

91.      Τούτου λεχθέντος, το πλαίσιο ανάλυσης των παρεπομένων κανονιστικών περιορισμών (περιλαμβανομένων των περιορισμών που αφορούν τον αθλητισμό) διαφέρει από εκείνο των αμιγώς εμπορικών περιορισμών, στο μέτρο που ο αναγκαίος χαρακτήρας των εν λόγω περιορισμών πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με σκοπούς που είναι εκ φύσεως πιο «αφηρημένοι» από εκείνους που επιδιώκονται στο πλαίσιο εμπορικών συμφωνιών. Επισημαίνω, εξάλλου, ότι η ιδιαιτερότητα των παρεπόμενων κανονιστικών περιορισμών, ιδίως δε των «αθλητικών», οφείλεται στο ότι λαμβάνεται υπόψη ένα ευρύ φάσμα σκοπών (μη εμπορικών) που μπορεί να ποικίλλουν μεταξύ περισσότερο τεχνικών σκοπών (όπως οι κανόνες κατά της φαρμακοδιέγερσης ή ορισμένες ειδικές πτυχές που συνδέονται με τα εκάστοτε επίμαχα αθλήματα) και άλλων γενικότερων σκοπών, όπως είναι αυτοί που αναγνωρίζονται δυνάμει του άρθρου 165 ΣΛΕΕ (όπως, για παράδειγμα, οι αρχές της ακεραιότητας ή της αθλητικής αξίας). Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι, εν τέλει, η εν λόγω ανάλυση καθιστά δυνατή την «ενσωμάτωση» των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του αθλητισμού στην ανάλυση περί ανταγωνισμού, στο πλαίσιο μιας δυσχερούς ασκήσεως η οποία συνίσταται στην αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ των «εμπορικών» και των «αθλητικών» πτυχών του επαγγελματικού ποδοσφαίρου.

92.      Κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίσεων, θα εξεταστεί επί του παρόντος, σε πρώτο στάδιο, το ζήτημα αν οι σκοποί που επιδιώκουν οι επίμαχοι κανόνες της UEFA (και της FIFA) είναι θεμιτοί, εν συνεχεία δε, σε δεύτερο στάδιο, αν τα μέτρα που έχουν ληφθεί από την εν λόγω ομοσπονδία είναι συμφυή και αναλογικά σε σχέση με τους σκοπούς αυτούς.

2)      Επί του θεμιτού χαρακτήρα των σκοπών που επιδιώκουν οι κανόνες της UEFA

93.      Όσον αφορά τους επίμαχους εν προκειμένω ειδικούς κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας και περί συμμετοχής, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η πλειονότητα των σκοπών τους οποίους επικαλούνται η UEFA και η FIFA απορρέουν από το «ευρωπαϊκό αθλητικό πρότυπο» και, επομένως, τους αφορά ρητώς το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε το άρθρο 165 ΣΛΕΕ, οπότε ο θεμιτός χαρακτήρας τους δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Τούτο ισχύει, ειδικότερα, για τους κανόνες που αποσκοπούν στη διασφάλιση του ανοιχτού χαρακτήρα των αθλητικών διοργανώσεων και στην προστασία της υγείας και της ασφάλειας των παικτών, καθώς και στη διασφάλιση αλληλεγγύης και αναδιανομής των εσόδων. Μεταξύ των σκοπών αυτών, οι οποίοι συνδέονται με την ιδιαίτερη φύση του αθλητισμού, ορισμένοι έχουν, άλλωστε, αναγνωριστεί και από τη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως ο σκοπός που αφορά τη διαφύλαξη του αδιάβλητου των αγώνων και της ισορροπίας μεταξύ των συλλόγων, προκειμένου να εξασφαλίζεται σε ορισμένο βαθμό η ισότητα και το αβέβαιο των αποτελεσμάτων (53).

94.      Ωστόσο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, όπως επισημάνθηκε στο σημείο 85 των παρουσών προτάσεων, ότι η επιδίωξη θεμιτών σκοπών δεν αρκεί, αφ’ εαυτής, ώστε να μην εμπίπτουν οι κανόνες της UEFA και της FIFA στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αλλά είναι αναγκαίο να διαπιστωθεί, στο πλαίσιο συγκεκριμένης αναλύσεως, ότι τα μέτρα που λαμβάνονται για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών είναι αναγκαία και αναλογικά.

3)      Επί του συμφυούς και αναλογικού χαρακτήρα του περιορισμού του ανταγωνισμού σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς

i)      Επί του συμφυούς χαρακτήρα του συστήματος χορηγήσεως προηγούμενης αδείας

95.      Υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι στις αθλητικές ομοσπονδίες εναπόκειται να θεσπίζουν τους κατάλληλους κανόνες για την οργάνωση ενός αθλήματος (54). Επομένως, από οργανωτικής απόψεως, είναι θεμιτό μια τέτοια οντότητα να ορίζεται ως υπεύθυνη για τη διασφάλιση της τηρήσεως των συγκεκριμένων κανόνων και να διαθέτει τα απαραίτητα «εργαλεία» για την εκπλήρωση της αποστολής αυτής.

96.      Τούτο ισχύει ιδίως στο πλαίσιο ενός αθλήματος όπως το ποδόσφαιρο, το οποίο χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή σημαντικού αριθμού εμπλεκομένων σε διάφορα επίπεδα της πυραμίδας κατά την οργάνωση και διεξαγωγή των αγώνων και των διοργανώσεων. Επομένως, το σύστημα χορήγησης προηγούμενης άδειας φαίνεται ότι αποτελεί ουσιώδη μηχανισμό διακυβέρνησης του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου προκειμένου να διασφαλίζεται, αφενός μεν, η ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων του αθλήματος αυτού, αφετέρου δε και ειδικότερα, η τήρηση των κοινών προτύπων μεταξύ των διαφόρων διοργανώσεων. Το σύστημα αυτό εξασφαλίζει επίσης τον συντονισμό και τον συμβατό χαρακτήρα των προγραμμάτων διεξαγωγής των ποδοσφαιρικών αγώνων και διοργανώσεων στην Ευρώπη.

97.      Συγκεκριμένα, χωρίς την ύπαρξη μηχανισμού εκ των προτέρων ελέγχου, θα ήταν πρακτικώς αδύνατο για την UEFA ή τη FIFA να διασφαλίσουν την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Σημειώνεται επ’ αυτού ότι η ύπαρξη άλλων αθλημάτων τα οποία λειτουργούν βάσει διαφορετικών «αθλητικών προτύπων», χωρίς, για παράδειγμα, η διεξαγωγή ανεξάρτητων διοργανώσεων να υπόκειται σε προηγούμενη άδεια του ρυθμιστικού φορέα του οικείου αθλήματος, δεν θέτει εν αμφιβόλω τον συμφυή χαρακτήρα του συστήματος χορήγησης προηγούμενης άδειας που έχει θεσπίσει η UEFA (το οποίο άλλωστε ισχύει και για άλλα αθλήματα). Πράγματι, όπως διαπιστώθηκε στο σημείο 32 των παρουσών προτάσεων, το «ευρωπαϊκό αθλητικό πρότυπο» δεν αποκλείει τη δυνατότητα άλλα αθλήματα να οργανώνονται με διαφορετικό τρόπο.

98.      Πέραν των αμιγώς «αθλητικών» πτυχών, ένα τέτοιο σύστημα θα μπορούσε, εξάλλου, να κριθεί αναγκαίο για τη διαφύλαξη της σύγχρονης δομής του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και του σκοπού της αλληλεγγύης. Ο σκοπός αυτός, όμως, συνδέεται στενά με την αναδιανομή και την επανεπένδυση των εσόδων από τις ποδοσφαιρικές διοργανώσεις που διεξάγονται υπό την αιγίδα της FIFA και της UEFA.

99.      Επί του ζητήματος αυτού, ωστόσο, διευκρινίζεται ότι, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών απόψεων που εκφράστηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση όσον αφορά τον προορισμό και το μέγεθος των σχετικών ποσών χρηματοδότησης, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διακριβώσει αν ο μηχανισμός αναδιανομής των κερδών που προβλέπει η UEFA καθιστά πράγματι δυνατή την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Το ίδιο ισχύει και για την πρόταση (ή τη δέσμευση) της ESLC να «καλύψει» τα ποσά που καταβάλλει σήμερα η UEFA μέσω «καταβολών αλληλεγγύης», για να διαπιστωθεί αν ένας τέτοιος μηχανισμός θα μπορούσε πράγματι να αντικαταστήσει τον μηχανισμό που έχει θέσει επί του παρόντος σε εφαρμογή η UEFA (χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η υφιστάμενη δομή του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου).

ii)    Επί του συμφυούς χαρακτήρα των κυρώσεων

100. Οι ως άνω παρατηρήσεις ισχύουν και για το πειθαρχικό καθεστώς που προβλέπεται από την UEFA και τη FIFA. Συγκεκριμένα, κάθε κανόνας που θεσπίζεται από αθλητική ομοσπονδία θα καθίστατο άνευ περιεχομένου χωρίς την ύπαρξη πειθαρχικών μέτρων που να αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητάς του και της τηρήσεως από τα άμεσα μέλη των ομοσπονδιών και από τους ανεξάρτητους διοργανωτές των κανόνων που έχουν θεσπιστεί για τη ρύθμιση του ποδοσφαίρου.

iii) Επί της εφαρμογής των κανόνων της UEFA περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας και περί επιβολής κυρώσεων στην προκειμένη περίπτωση

101. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η πλειονότητα των συλλόγων που συμμετέχουν στην ESL (ήτοι 15 από τους 20 συμμετέχοντες) θα είχαν εξασφαλισμένη συμμετοχή. Εξάλλου, οι ιδρυτικοί σύλλογοι της ESL είχαν την πρόθεση να συνεχίσουν να λαμβάνουν μέρος στις ανοικτές εθνικές διοργανώσεις των εθνικών ομοσπονδιών και στα εθνικά πρωταθλήματα υπό την αιγίδα της FIFA και της UEFA.

102. Μια τέτοια διοργάνωση, όμως, θα είχε αναπόφευκτα αρνητική επίπτωση στα εθνικά πρωταθλήματα, μειώνοντας την απήχηση των διοργανώσεων αυτών (και ιδίως των πρωταθλημάτων των κρατών μελών των οποίων οι σύλλογοι συμμετέχουν στην ESL). Στο υφιστάμενο πλαίσιο, η τελική κατάταξη που διαμορφώνεται στο τέλος κάθε αγωνιστικής περιόδου στα εθνικά πρωταθλήματα αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για τον καθορισμό των συμμετεχόντων στη διοργάνωση στο υψηλότερο ευρωπαϊκό επίπεδο, γεγονός που καθιστά ιδιαίτερα ελκυστική την αναρρίχηση (ανάλογα με το επίπεδο κάθε εθνικού πρωταθλήματος) στις πρώτες θέσεις των πρωταθλημάτων αυτών. Το στοιχείο αυτό θα μπορούσε να εκλείψει, ή τουλάχιστον να αποδυναμωθεί σε μεγάλο βαθμό, αν τα αποτελέσματα των εθνικών πρωταθλημάτων στερούνταν μεγάλου μέρους της σημασίας τους για τη συμμετοχή σε διοργανώσεις που αντιστοιχούν στο ανώτερο επίπεδο της ποδοσφαιρικής πυραμίδας, όπως φαίνεται να συνάγεται από τις φιλοδοξίες της ESLC. Στο πλαίσιο αυτό, οι ιδρυτικοί σύλλογοι θα προστατεύονταν, στα εθνικά τους πρωταθλήματα, έναντι του ανταγωνισμού των αντίπαλων συλλόγων για μια θέση σε ευρωπαϊκή διοργάνωση υψηλού επιπέδου. Μια τέτοια διοργάνωση, όμως, δεν φαίνεται να συνάδει προς την αρχή η οποία διέπει το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο και κατά την οποία η συμμετοχή στις διοργανώσεις βασίζεται στις «αθλητικές επιδόσεις» και στα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται στον αγωνιστικό χώρο.

103. Εξάλλου, διοργάνωση με τα χαρακτηριστικά της ESL θα μπορούσε να έχει αρνητική επίπτωση στην αρχή της ισότητας των ευκαιριών, η οποία αποτελεί συστατικό στοιχείο του δίκαιου χαρακτήρα των αθλητικών διοργανώσεων. Συγκεκριμένα, με την εγγυημένη συμμετοχή τους στην ESL, ορισμένοι σύλλογοι θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν σημαντικά επιπλέον έσοδα, εξακολουθώντας παράλληλα να λαμβάνουν μέρος στις εθνικές διοργανώσεις στο πλαίσιο των οποίων θα αντιμετώπιζαν άλλους συλλόγους οι οποίοι δεν θα είχαν τη δυνατότητα να πραγματοποιούν ανάλογα έσοδα, και μάλιστα σε μόνιμη και σταθερή βάση. Τα εγγυημένα έσοδα που προέρχονται από μόνιμη συμμετοχή στο υψηλότερο επίπεδο μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούν σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για να χρηματοδοτηθεί η απόκτηση και η αμοιβή νέων ποδοσφαιριστών, στοιχείο που αποτελεί καθοριστική παράμετρο όσον αφορά τον ανταγωνισμό. Το γεγονός δε ότι και επί του παρόντος υφίστανται σημαντικές ανισότητες μεταξύ των συλλόγων που συμμετέχουν στις διοργανώσεις της UEFA δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επίταση των ανισοτήτων αυτών.

104. Επιπλέον, σύμφωνα με τη σχεδόν ομόφωνη θέση των κρατών μελών που μετείχαν στη διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση, μια τέτοια διοργάνωση θα εμπόδιζε κατ’ ουσίαν τη συμμετοχή ομάδων προερχόμενων από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, δεδομένου ότι η συμμετοχή περιορίζεται σε συλλόγους προερχόμενους από περιορισμένο αριθμό χωρών, στοιχείο που επίσης ενέχει τον κίνδυνο να προσκρούει στην «ευρωπαϊκή» διάσταση του αθλητικού προτύπου το οποίο προασπίζεται το άρθρο 165 ΣΛΕΕ.

105. Υπό την επιφύλαξη των διακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί σχετικώς το αιτούν δικαστήριο, το πρότυπο της ESL ενέχει επίσης τον κίνδυνο να θέσει εν αμφιβόλω την αρχή της αλληλεγγύης, δεδομένου ότι η δημιουργία διοργάνωσης με τη συγκεκριμένη μορφή θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια να θιγεί η ελκυστικότητα και ο προσοδοφόρος χαρακτήρας των διοργανώσεων της UEFA (και ιδίως του Champions League) και να μειωθούν εκ του λόγου αυτού τα έσοδα που απορρέουν από αυτές, μέρος των οποίων καταβάλλεται εν συνεχεία στις ποδοσφαιρικές δομές βάσης.

106. Πέραν των αμιγώς αθλητικών σκοπών και ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι τόσο οι κανόνες της UEFA και της FIFA όσο και οι εκ μέρους τους απειλές επιβολής κυρώσεων είχαν αμιγώς οικονομικά κίνητρα, τέτοιες καταστατικές διατάξεις θα μπορούσαν να αποδειχθούν αναγκαίες. Εκτιμώ, επομένως, ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, η εφαρμογή των κανόνων που έχει θεσπίσει η UEFA και η συμπεριφορά της έναντι της ESLC πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποσκοπούν στην αποτροπή φαινομένου «διττής συμμετοχής» (dual membership) (ή και φαινομένου παρασιτισμού free riding), το οποίο ενέχει τον κίνδυνο να αποδυναμώσει τη θέση της UEFA (και, κατ’ επέκταση, της FIFA) στην αγορά.

107. Είναι σημαντικό να υπομνησθεί, επ’ αυτού, ότι η βούληση της ESLC δεν είναι να δημιουργήσει ένα «πραγματικά» ανεξάρτητο κλειστό πρωτάθλημα (breakaway league), αλλά να συστήσει μια διοργάνωση ανταγωνιστική προς εκείνη της UEFA, στο πλέον κερδοφόρο τμήμα της αγοράς των ευρωπαϊκών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, παραμένοντας συγχρόνως μέρος του οικοσυστήματος της UEFA και λαμβάνοντας μέρος σε ορισμένες από τις διοργανώσεις της (και ιδίως στα εθνικά πρωταθλήματα). Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι οι ιδρυτικοί σύλλογοι της ESLC επιθυμούν να απολαύουν των δικαιωμάτων και των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από τη συμμετοχή στην UEFA, χωρίς ωστόσο να υπόκεινται στους κανόνες και τις υποχρεώσεις που αυτή ορίζει.

108. Από την άποψη, όμως, του δικαίου του ανταγωνισμού, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί σε μια επιχείρηση (ή ένωση επιχειρήσεων όπως η UEFA) ότι επιχειρεί να προστατεύσει τα δικά της οικονομικά συμφέροντα, ιδίως έναντι ενός τέτοιου «ευκαιριακού» σχεδίου το οποίο ενέχει τον κίνδυνο να την αποδυναμώσει σημαντικά (55). Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ως θεμιτές τις διατάξεις του καταστατικού μιας συνεταιριστικής ενώσεως που περιορίζουν τη δυνατότητα των μελών της (ακόμη και μέσω της ποινής του αποκλεισμού) να μετέχουν σε άλλες ανταγωνιστικές μορφές συνεργασίας (56).

109. Τέλος, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς την εκκρεμή επί του παρόντος υπόθεση C-124/21 P (International Skating Union κατά Επιτροπής), στην υπό κρίση υπόθεση δεν πρόκειται για την εκ μέρους της UEFA άρνηση διεξαγωγής διοργανώσεως ή την επιβολή πειθαρχικών μέτρων στους συλλόγους που επιθυμούν να συμμετάσχουν σε αθλητικό γεγονός ή διοργάνωση τρίτων που δεν ενέχει τον κίνδυνο να επηρεάσει το χρονοδιάγραμμα των αθλητικών γεγονότων ή να αποσταθεροποιήσει την υφιστάμενη δομή του προτύπου διακυβέρνησης και οργάνωσης του οικείου αθλήματος (57).

110. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι η μη αναγνώριση εκ μέρους της FIFA και της UEFA μιας κατ’ ουσίαν κλειστής διοργάνωσης, όπως η ESL, μπορεί να θεωρηθεί συμφυής με την επιδίωξη ορισμένων θεμιτών σκοπών [κατά την έννοια της νομολογίας που διατυπώθηκε με τις αποφάσεις της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ. (C-309/99, EU:C:2002:98), και της 18ης Ιουλίου 2006, Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής (C-519/04 P, EU:C:2006:492)], δεδομένου ότι αποσκοπεί στη διαφύλαξη των αρχών της συμμετοχής βάσει των αθλητικών επιδόσεων, της ισότητας των ευκαιριών και της αλληλεγγύης, επί των οποίων στηρίζεται η πυραμιδική δομή του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.

4)      Επί της αναλογικότητας του συστήματος χορηγήσεως προηγούμενης αδείας και των κυρώσεων που προβλέπουν οι κανόνες της UEFA

111. Με την ίδια τη διατύπωση των τριών πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τόσο η διαδικασία χορηγήσεως προηγούμενης αδείας όσο και η διαδικασία επιβολής κυρώσεων δεν διέπονται από κριτήρια «αντικειμενικά, διαφανή και μη εισάγοντα διακρίσεις». Επισημαίνεται επ’ αυτού ότι το Δικαστήριο, μολονότι τόνισε, στις αποφάσεις ΜΟΤΟΕ και OTOC, ότι είναι σημαντικό να οριοθετείται, μέσω των κριτηρίων που μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, η δυνατότητα μιας αθλητικής ομοσπονδίας να χρησιμοποιεί τις εξουσίες αδειοδότησης και επιβολής κυρώσεων που διαθέτει, προκειμένου να αποτρέπεται κάθε κίνδυνος καταστρατήγησης, αρκέστηκε στη διατύπωση γενικών κριτηρίων χωρίς να καθορίσει το ακριβές περιεχόμενό τους.

112. Επομένως, φρονώ ότι η εφαρμογή των κριτηρίων που διατυπώθηκαν με τη νομολογία του Δικαστηρίου πρέπει να ανταποκρίνεται στους ακόλουθους σκοπούς.

113. Κατά πρώτον, τα κριτήρια αυτά πρέπει να αποσκοπούν, όπως σαφώς προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου που διατυπώθηκε με τις αποφάσεις MOTOE και OTOC, στο να θέτουν όρια στη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει μια αθλητική ομοσπονδία, περιορίζοντας το περιθώριό της εκτιμήσεως και, ιδίως, τη δυνατότητά της να λαμβάνει αυθαίρετες αποφάσεις, αρνούμενη αδικαιολόγητα ή επικαλούμενη μη θεμιτούς λόγους τη διοργάνωση αθλητικών αγώνων τρίτων (58).

114. Κατά δεύτερον, τα κριτήρια αυτά πρέπει να καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό, κατά τρόπο σαφή, αντικειμενικό και όσο το δυνατόν πιο λεπτομερή, των προϋποθέσεων πρόσβασης στην αγορά, προκειμένου να παρέχεται η δυνατότητα σε οποιονδήποτε τρίτο διοργανωτή αγώνων, όχι μόνο να έχει επαρκή δυνατότητα να λάβει γνώση της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί καθώς και των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για την είσοδο στην οικεία αγορά, αλλά και να μπορεί να προβλέψει ότι, στο μέτρο που πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις, η εν λόγω ομοσπονδία δεν θα μπορεί, κατ’ αρχήν, να του αρνηθεί την πρόσβαση στην αγορά.

115. Κατά τρίτον, οι ενδιαφερόμενοι σύλλογοι και ποδοσφαιριστές πρέπει επίσης να είναι σε θέση να γνωρίζουν εκ των προτέρων τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να μετάσχουν σε αθλητικά γεγονότα που διοργανώνουν τρίτοι καθώς και τις επαπειλούμενες κυρώσεις σε περίπτωση συμμετοχής σε αυτά. Πέραν του αποτρεπτικού τους αποτελέσματος, οι κυρώσεις αυτές πρέπει, επιπλέον, να είναι αρκούντως σαφείς, προβλέψιμες και αναλογικές προκειμένου να περιορίζεται κάθε κίνδυνος αυθαίρετης εφαρμογής από την οικεία ομοσπονδία.

116. Τέλος, κατά τέταρτον, τόσο οι οργανωτές των ανταγωνιστικών διοργανώσεων όσο και οι ενδιαφερόμενοι σύλλογοι και ποδοσφαιριστές πρέπει να διαθέτουν μέσα προσφυγής τα οποία να τους παρέχουν τη δυνατότητα να προσβάλλουν τυχόν απορριπτικές αποφάσεις ή κυρώσεις που επιβάλλονται από τις εν λόγω αθλητικές ομοσπονδίες. Επιπλέον, τα μέσα προσφυγής δεν πρέπει να περιορίζονται στα εσωτερικά όργανα της ομοσπονδίας, αλλά πρέπει επίσης να προβλέπουν τη δυνατότητα προσβολής των αποφάσεων αυτών ενώπιον ανεξάρτητου οργάνου.

117. Απόκειται, επομένως, στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει, υπό το πρίσμα των αρχών που διατυπώθηκαν στα προηγούμενα σημεία των παρουσών προτάσεων, τον αναλογικό χαρακτήρα των κανόνων της UEFA (και της FIFA) που αφορούν τη χορήγηση προηγούμενης άδειας και την επιβολή κυρώσεων. Ωστόσο, η εξέταση αυτή δεν μπορεί να διενεργηθεί κατά τρόπο αφηρημένο, πρέπει δε να λαμβάνεται υπόψη το πραγματικό, νομικό και οικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου θα εφαρμοστούν οι εν λόγω κανόνες, περιλαμβανομένων, συνεπώς, των ειδικών χαρακτηριστικών της ESL.

i)      Επί της αναλογικότητας του συστήματος χορηγήσεως προηγούμενης αδείας

118. Διευκρινίζεται εκ προοιμίου ότι οι αρχές που περιγράφονται στα σημεία 114 έως 116 των παρουσών προτάσεων μπορούν να τύχουν εφαρμογής μόνον σε ανεξάρτητες διοργανώσεις που είναι και οι ίδιες σύμφωνες με τους σκοπούς που αναγνωρίζονται ως θεμιτοί από μια αθλητική ομοσπονδία. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι τα κριτήρια που έχει θέσει σε εφαρμογή η UEFA δεν πληρούν τα κριτήρια της διαφάνειας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, τούτο δεν συνεπάγεται ότι θα έπρεπε να δοθεί άδεια σε μια διοργάνωση τρίτων η οποία θα αντέβαινε στους θεμιτούς αθλητικούς σκοπούς και ότι η άρνηση της UEFA να αδειοδοτήσει μια τέτοια διοργάνωση δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί.

ii)    Επί της αναλογικότητας του καθεστώτος κυρώσεων

119. Στις αποφάσεις με τις οποίες το Δικαστήριο αναγνώρισε τον συμφυή χαρακτήρα, λαμβανομένων υπόψη των επιδιωκόμενων σκοπών, των κυρώσεων που επιβάλλονται, αφενός, σε αθλητές που έχουν παραβεί τους κανόνες της εν λόγω ομοσπονδίας και, αφετέρου, στα μέλη μιας επαγγελματικής ενώσεως, το Δικαστήριο δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει τη σημασία της διασφάλισης του αναλογικού χαρακτήρα των επίμαχων πειθαρχικών μέτρων (59).

120. Όσον αφορά τις εκ μέρους της UEFA απειλές επιβολής κυρώσεων, εκτιμώ ότι είναι σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ των κυρώσεων που μπορούν να επιβληθούν στους συλλόγους και εκείνων στις οποίες εκτίθενται οι ποδοσφαιριστές των συλλόγων που εμπλέκονται στη δημιουργία της ESL.

121. Συγκεκριμένα, φρονώ ότι η επιβολή κυρώσεων σε ποδοσφαιριστές οι οποίοι δεν συμμετείχαν στη λήψη της απόφασης για τη δημιουργία της ESL στερείται αναλογικού χαρακτήρα, ιδίως όσον αφορά τη συμμετοχή τους στις εθνικές ομάδες. Επομένως, απόφαση συνιστάμενη στην τιμωρία των ποδοσφαιριστών οι οποίοι δεν φαίνεται να επέδειξαν πλημμελή συμπεριφορά σε σχέση με τους κανόνες της UEFA και των οποίων η εμπλοκή στη δημιουργία της ESL δεν έχει αποδειχθεί συνιστά καταχρηστική και υπέρμετρη εφαρμογή των κανόνων αυτών. Επιπλέον, το να στερηθούν οι οικείες εθνικές ομάδες ορισμένους από τους ποδοσφαιριστές τους ισοδυναμεί με έμμεση τιμωρία τους, κατάσταση η οποία στερείται επίσης αναλογικού χαρακτήρα.

122. Αντιθέτως, οι κυρώσεις που αφορούν ποδοσφαιρικούς συλλόγους οι οποίοι ανήκουν στην UEFA, σε περίπτωση συμμετοχής σε διεθνή διοργάνωση όπως η ESL, ενδέχεται να είναι αναλογικές, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του ρόλου που διαδραμάτισαν οι σύλλογοι αυτοί στην οργάνωση και τη δημιουργία αθλητικής διοργάνωσης η οποία, για τους λόγους που εκτέθηκαν στα σημεία 102 έως 105 των παρουσών προτάσεων, δεν φαίνεται να τηρεί τις βασικές αρχές που διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.

123. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στα άρθρα 22 και 71 έως 73 του καταστατικού της FIFA και στα άρθρα 49 και 51 του καταστατικού της UEFA, τα οποία προβλέπουν ότι η δημιουργία μιας νέας πανευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης ποδοσφαίρου υπόκειται σε σύστημα χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, στο μέτρο που, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της σχεδιαζόμενης διοργάνωσης, τα περιοριστικά αποτελέσματα που απορρέουν από το εν λόγω σύστημα εμφανίζονται ως συμφυή και αναλογικά σε σχέση με την επίτευξη των θεμιτών σκοπών τους οποίους επιδιώκουν η UEFA και η FIFA και οι οποίοι άπτονται της ιδιαιτερότητας του αθλητισμού.

2.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

124. Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα και με το δεύτερο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 102 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στις διατάξεις των καταστατικών της FIFA και της UEFA που αφορούν το σύστημα χορήγησης προηγούμενης άδειας καθώς και το καθεστώς κυρώσεων.

125. Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 102 ΣΛΕΕ απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης εντός της εσωτερικής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της.

126. Η καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης είναι αντικειμενική έννοια που αφορά τη συμπεριφορά κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης η οποία, σε μια αγορά όπου, ακριβώς λόγω της παρουσίας της επιχείρησης αυτής, ο ανταγωνισμός είναι ήδη εξασθενημένος, έχει ως αποτέλεσμα να κωλύει τη διατήρηση του υφισταμένου στην αγορά ανταγωνισμού ή την ανάπτυξή του, λόγω της χρησιμοποίησης μέσων διαφορετικών από εκείνα που διέπουν τον κανονικό ανταγωνισμό μεταξύ των προσφερόμενων από τους επιχειρηματίες προϊόντων ή υπηρεσιών (60)

127. Κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης επιβάλλει στην οντότητα που την κατέχει την ιδιαίτερη ευθύνη να μην εμποδίζει με τη συμπεριφορά της την ανάπτυξη πραγματικού και ανόθευτου ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς (61). Το ζήτημα κατά πόσον η συμπεριφορά της έχει καταχρηστικό χαρακτήρα σε ορισμένη περίπτωση πρέπει να εξετάζεται κατά τρόπο αντικειμενικό και συγκεκριμένο, λαμβανομένων υπόψη όλων των πραγματικών περιστάσεων, των χαρακτηριστικών της οικείας αγοράς και της επίμαχης συμπεριφοράς, καθώς και με στάθμιση των πραγματικών ή δυνητικών αποτελεσμάτων εκτοπισμού σε σχέση με τα πλεονεκτήματα ως προς την αποτελεσματικότητα τα οποία είναι πιθανόν να εξουδετερώνουν τα αποτελέσματα αυτά, επ’ ωφελεία των καταναλωτών (62).

128. Η ύπαρξη, όμως, δεσπόζουσας θέσης δεν στερεί την επιχείρηση που την κατέχει ούτε από το δικαίωμα να διαφυλάσσει τα εμπορικά συμφέροντά της, όταν αυτά προσβάλλονται (63), ούτε από τη δυνατότητα, σε εύλογο βαθμό, να προβαίνει στις πράξεις που η ίδια κρίνει κατάλληλες για την προστασία των συμφερόντων αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά δεν συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως (64).

α)      Επί της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσης της UEFA και της FIFA

129. Λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, η ανάλυση πρέπει να εκκινήσει από την παραδοχή ότι σχετική στην υπό κρίση υπόθεση αγορά είναι αυτή της διοργάνωσης και της εμπορικής εκμετάλλευσης των διεθνών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων συλλόγων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ότι η UEFA κατέχει δεσπόζουσα (ενδεχομένως δε και μονοπωλιακή) θέση στη συγκεκριμένη αγορά, δεδομένου ότι αποτελεί τη μοναδική διοργανώτρια όλων των μεγάλων διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

β)      Επί της καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης εκ μέρους της UEFA και της FIFA

130. Υπενθυμίζεται ότι η εκ μέρους αθλητικής ομοσπονδίας άσκηση της ρυθμιστικής λειτουργίας η οποία συνίσταται στον ορισμό των προσώπων που έχουν άδεια να διοργανώνουν αγώνες καθώς και στον καθορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες αυτοί διοργανώνονται, πρέπει να υπόκειται σε περιορισμούς, υποχρεώσεις ή έλεγχο, ώστε να αποτρέπεται το ενδεχόμενο νόθευσης του ανταγωνισμού από το οικείο νομικό πρόσωπο διά της ευνοϊκής μεταχείρισης των αγώνων που διοργανώνει ή συνδιοργανώνει το ίδιο (65). Στο πλαίσιο αυτό, η «ιδιαίτερη ευθύνη» την οποία υπέχουν η FIFA και η UEFA, κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, έγκειται ακριβώς στο ότι υποχρεούνται, κατά την εξέταση των αιτήσεων χορηγήσεως αδείας για νέα διοργάνωση, να μεριμνούν ότι οι τρίτοι δεν θα στερηθούν αδικαιολογήτως την πρόσβαση στην αγορά.

131. Κατά συνέπεια, η ανάλυση σχετικά με το ζήτημα της εφαρμογής της νομολογίας περί «παρεπόμενων περιορισμών» που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της απάντησης που πρέπει να δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα μπορεί να τύχει κατ’ αναλογίαν εφαρμογής και κατά την εξέταση των επίμαχων στην υπό κρίση υπόθεση μέτρων με γνώμονα το άρθρο 102 ΣΛΕΕ (66).

132. Χάριν πληρότητας, θεωρώ πάντως χρήσιμο να εξετάσω εν συντομία δύο ζητήματα σχετικά ειδικώς με την εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ στους κανόνες που έχουν θεσπίσει η UEFA και η FIFA, τα οποία ετέθησαν από ορισμένους διαδίκους και μετέχοντες στη διαδικασίας με τις γραπτές παρατηρήσεις τους και τα οποία εξετάσθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

1)      Επί του ζητήματος της «πρόληψης των συγκρούσεων συμφερόντων» με γνώμονα το άρθρο 102 ΣΛΕΕ

133. Η ESLC υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η UEFA έχει την εξουσία να χορηγεί άδεια σε εναλλακτικές διοργανώσεις ενώ υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων, συνιστά, αφ’ εαυτού, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης. Επομένως, κατά την ESLC, ο μόνος τρόπος για την επίλυση της καταστάσεως αυτής είναι να διαχωριστεί η ρύθμιση του αθλήματος από τη διοργάνωση αγώνων και την εμπορική εκμετάλλευσή της.

134. Υπενθυμίζω, κατά πρώτον, ότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι μια αθλητική ομοσπονδία ασκεί συγχρόνως καθήκοντα ρυθμιστή και διοργανωτή αθλητικών αγώνων δεν συνεπάγεται, αφ’ εαυτού, παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης (67). Συγκεκριμένα, μολονότι ένας δομικός διαχωρισμός, όπως αυτός τον οποίο προτείνει η ESLC και ο οποίος συνίσταται στην ανάθεση της ασκήσεως ρυθμιστικών εξουσιών σε ανεξάρτητη οντότητα που να μην έχει καμία σχέση με οποιαδήποτε επιχείρηση δραστηριοποιούμενη στην επίμαχη αγορά, θα ήταν ικανός να εξαλείψει κάθε σύγκρουση συμφερόντων, εντούτοις δεν αποτελεί τη μόνη και επιτακτική λύση. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου που μνημονεύεται στα σημεία 45 και 46 των παρουσών προτάσεων προκύπτει σαφώς ότι, προκειμένου να αποτρέπονται ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων, μια ομοσπονδία μπορεί να θεσπίζει διαδικασία αδειοδοτήσεως τρίτων διοργανώσεων, προβλέποντας συγχρόνως κριτήρια χορήγησης της άδειας καθορισμένα εκ των προτέρων με τρόπο αντικειμενικό και μη εισάγοντα διακρίσεις.

135. Κατά δεύτερον, η επιβολή δομικού διαχωρισμού θα ισοδυναμούσε με απαγόρευση κάθε οικονομικής δραστηριότητας σε αθλητικές ομοσπονδίες ευρισκόμενες στην ίδια κατάσταση με την UEFA και τη FIFA, κατάσταση που δύσκολα μπορεί να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι, παρά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, οι ομοσπονδίες είναι επίσης επιχειρήσεις για τις οποίες, όπως και για κάθε άλλη επιχείρηση, η επιδίωξη οικονομικών σκοπών είναι εγγενές στοιχείο της δραστηριότητάς τους και δεν είναι αφ’ εαυτής αντίθετη προς τον ανταγωνισμό.

136. Κατά τρίτον, ο («αναγκαστικός») διαχωρισμός των «ρυθμιστικών» από τις «εμπορικές» δραστηριότητες που ασκεί μια αθλητική ομοσπονδία ενέχει τον κίνδυνο να προσκρούει στο «ευρωπαϊκό αθλητικό πρότυπο», ιδίως ως προς τα αθλήματα για τα οποία η πυραμιδική δομή έχει σημαντικό ρόλο, όπως στο ποδόσφαιρο. Στο πλαίσιο, όμως, των αθλητικών δραστηριοτήτων αυτών, οι ρυθμιστικές και επιχειρηματικές λειτουργίες συνδέονται μεταξύ τους και αλληλοεξαρτώνται, στο μέτρο που τα έσοδα από την εμπορική εκμετάλλευση των διοργανώσεων που διεξάγονται υπό την αιγίδα των ομοσπονδιών αυτών αναδιανέμονται προς τον σκοπό της ανάπτυξης του οικείου αθλήματος.

2)      Επί της εφαρμογής της θεωρίας των «ουσιωδών υποδομών»

137. Ένα ειδικό ζήτημα που εγείρεται στο πλαίσιο της αναλύσεως του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος είναι αν μπορεί να είναι κρίσιμη, στο πλαίσιο εξετάσεως των θεσπισθέντων από τη FIFA και την UEFA κανόνων περί χορήγησης προηγούμενης άδειας και περί συμμετοχής με γνώμονα το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, η νομολογία του Δικαστηρίου περί «ουσιωδών υποδομών» που απορρέει από την απόφαση Bronner (68).

138. Σύμφωνα με τη θεωρία περί ουσιωδών υποδομών, μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση που διαθέτει ή ελέγχει ουσιώδη υποδομή μπορεί να υποχρεωθεί να συνεργαστεί με τους ανταγωνιστές της παρέχοντάς τους πρόσβαση στη συγκεκριμένη υποδομή χωρίς καμία διάκριση. Συγκεκριμένα, στην απόφαση Bronner, το Δικαστήριο έκρινε ότι προκειμένου να συνιστά κατάχρηση κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ η άρνηση εκ μέρους κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης να παράσχει πρόσβαση σε υποδομή ή σε υπηρεσίες, η άρνηση αυτή πρέπει να είναι ικανή να εξαλείψει εντελώς τον ανταγωνισμό στην αγορά εκ μέρους του αιτούντος την υπηρεσία και να μην μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά, η δε υπηρεσία να είναι αυτή καθεαυτήν απαραίτητη για την άσκηση της δραστηριότητας του αιτούντος υπό την έννοια ότι δεν υφίσταται κανένα πραγματικό ή δυνητικό υποκατάστατο της συγκεκριμένης υπηρεσίας (69).

139. Για τους λόγους που θα εκθέσω κατωτέρω, είμαι της γνώμης ότι το «οικοσύστημα» της UEFA και της FIFA δεν μπορεί να θεωρηθεί «ουσιώδης υποδομή» και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η εφαρμογή της εν λόγω θεωρίας στην υπό κρίση υπόθεση.

140. Όσον αφορά, πρώτον, την απαίτηση περί προηγούμενης αδείας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτή δεν είναι απαραίτητη προκειμένου ένας τρίτος, για παράδειγμα η ESLC, να συστήσει μια νέα ποδοσφαιρική διοργάνωση. Όπως επισημάνθηκε στο σημείο 75 των παρουσών προτάσεων, δεν υφίσταται κανένα νομικό εμπόδιο που να μπορεί να παρακωλύσει τους συλλόγους που συμμετέχουν στην πρωτοβουλία της ESLC να δημιουργήσουν και να οργανώσουν ελεύθερα τη δική τους διοργάνωση, εκτός του οικοσυστήματος της UEFA και της FIFA. Επομένως, η άδεια των εν λόγω ομοσπονδιών απαιτείται μόνο στο μέτρο που οι σύλλογοι που μετέχουν στην ESL επιθυμούν να παραμείνουν εγγεγραμμένοι στην UEFA και να συνεχίσουν να μετέχουν στις ποδοσφαιρικές διοργανώσεις της.

141. Δεύτερον, η δημιουργία μιας λίγκας όπως η ESL δεν απαιτεί την υιοθέτηση της υφιστάμενης υποδομής της UEFA μαζί με τις υποχρεώσεις που συνδέονται με αυτήν. Οι οργανωτές μιας νέας ανεξάρτητης ποδοσφαιρικής διοργάνωσης ουδόλως υποχρεούνται να καταρτίσουν το σχέδιό τους βάσει παρόμοιου οργανωτικού προτύπου με εκείνο της UEFA και της FIFA. Επομένως, όπως επισημάνθηκε στα σημεία 106 και 107 των παρουσών προτάσεων, το πραγματικό ζήτημα στην υπό κρίση υπόθεση αφορά το αν οι σύλλογοι αυτοί έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν τη δική τους λίγκα και, συγχρόνως, να διατηρήσουν το δικαίωμα να μετέχουν στο ποδοσφαιρικό οικοσύστημα της FIFA και της UEFA, καθώς και στις διοργανώσεις των εν λόγω ομοσπονδιών. Σε τέτοια περίπτωση, όμως, η νομολογία περί ουσιωδών υποδομών δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής.

142. Τρίτον, η εφαρμογή της νομολογίας περί ουσιωδών υποδομών δικαιολογείται μόνον αν η άρνηση πρόσβασης είναι ικανή να εξαλείψει ή να καταστήσει υπερβολικά δυσχερή κάθε ανταγωνισμό στη σχετική αγορά ή ακόμη να εμποδίσει την κυκλοφορία νέου προϊόντος για το οποίο υφίσταται ζήτηση, κάτι που, για τους προαναφερθέντες λόγους, δεν συντρέχει εν προκειμένω.

143. Τέταρτον, και υπό την επιφύλαξη των παρατηρήσεων που διατυπώθηκαν στα σημεία 133 έως 142 των παρουσών προτάσεων, φρονώ ότι η άρνηση της UEFA μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά τόσο από αθλητική, λαμβανομένων υπόψη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η εν λόγω ομοσπονδία, όσο και από οικονομική άποψη, για την καταπολέμηση του παρασιτισμού ή ενός φαινομένου «διπλής συμμετοχής» το οποίο μπορεί να αποδυναμώσει τη θέση της UEFA και της FIFA στην αγορά (70).

144. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση ότι το άρθρο 102 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στα άρθρα 22 και 71 έως 73 του καταστατικού της FIFA και στα άρθρα 49 και 51 του καταστατικού της UEFA, τα οποία προβλέπουν ότι η δημιουργία μιας νέας πανευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης ποδοσφαίρου υπόκειται σε σύστημα χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, δεδομένου ότι, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της σχεδιαζόμενης διοργάνωσης, τα περιοριστικά αποτελέσματα που απορρέουν από το εν λόγω σύστημα είναι συμφυή και αναλογικά σε σχέση με την επίτευξη των θεμιτών σκοπών τους οποίους επιδιώκουν η UEFA και η FIFA και οι οποίοι άπτονται της ιδιαιτερότητας του αθλητισμού.

3.      Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

145. Το ζήτημα της νομιμότητας, από την άποψη των κανόνων του ανταγωνισμού, της συμπεριφοράς που περιγράφεται στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα συνδέεται αναπόσπαστα με το ζήτημα των κανόνων που αποτελούν αντικείμενο των δύο πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων, τα οποία ερωτήματα εξετάστηκαν από κοινού, όπως διευκρινίσθηκε στο σημείο 54 των παρουσών προτάσεων. Ειδικότερα, η ανάλυση των ζητημάτων που αφορούν τις κυρώσεις της UEFA και της FIFA πραγματοποιήθηκε στα σημεία 83 και 84, 101 έως 108, 111 έως 117 και 119 έως 122 των παρουσών προτάσεων.

146. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση ότι τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν στη FIFA, στην UEFA, στις εθνικές ομοσπονδίες μέλη τους ή στις εθνικές διοργανώτριες αρχές των πρωταθλημάτων τους να απευθύνουν απειλές επιβολής κυρώσεων στους συλλόγους που ανήκουν στις εν λόγω ομοσπονδίες, στην περίπτωση που οι σύλλογοι αυτοί μετέχουν σε σχέδιο δημιουργίας νέας πανευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης ποδοσφαίρου η οποία ενδέχεται να υπονομεύσει τους σκοπούς που θεμιτώς επιδιώκουν οι εν λόγω ομοσπονδίες των οποίων είναι μέλη. Οι ποινές αποκλεισμού, πάντως, εις βάρος ποδοσφαιριστών οι οποίοι ουδόλως εμπλέκονται στο επίμαχο σχέδιο στερούνται αναλογικού χαρακτήρα, ιδίως όσον αφορά τον αποκλεισμό τους από τις εθνικές ομάδες.

4.      Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

147. Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής των «κλασικών» εξαιρέσεων και δικαιολογητικών λόγων του δικαίου του ανταγωνισμού, όπως είναι οι προβλεπόμενοι από τη Συνθήκη ΛΕΕ όσον αφορά το άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, και εκείνοι που απορρέουν από τη νομολογία, όσον αφορά το άρθρο 102 ΣΛΕΕ (71).

148. Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι στο εν λόγω προδικαστικό ερώτημα θα πρέπει να δοθεί απάντηση μόνον εφόσον το Δικαστήριο διαπιστώσει, βάσει των απαντήσεών του στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, ότι συντρέχει παράβαση των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων που προτείνω να δοθούν στα εν λόγω ερωτήματα, τούτο δεν ισχύει στην υπό κρίση περίπτωση.

149. Εξάλλου, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι ο διάδικος στον οποίο προσάπτεται ότι παρέβη τους κανόνες του ανταγωνισμού οφείλει να αποδείξει ότι η συμπεριφορά του πληροί τις προϋποθέσεις για να μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (72) ή ότι δικαιολογείται αντικειμενικώς βάσει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ (73). Διαπιστώνεται, όμως, εν προκειμένω, ότι η απόφαση περί παραπομπής εκδόθηκε χωρίς να προηγηθεί ακρόαση της FIFA και της UEFA και, επομένως, χωρίς αυτές να έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν επιχειρήματα και να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών υπό τις συγκεκριμένες πραγματικές περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως (74).

150. Λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων που προτείνω να δοθούν στα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα και κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίσεων, φρονώ ότι παρέλκει η απάντηση στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα.

5.      Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

151. Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί του συμβατού με τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ χαρακτήρα των κανόνων που έχει θεσπίσει η FIFA σχετικά με την εκμετάλλευση των αθλητικών δικαιωμάτων. Οι κανόνες αυτοί προβλέπουν, ειδικότερα, ότι το σύνολο των δικαιωμάτων που συνδέονται με την εκμετάλλευση των διεθνών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων ανήκει «πρωταρχικά» στη FIFA και στις περιφερειακές συνομοσπονδίες όπως η UEFA, οι οποίες είναι «οι μόνες αρμόδιες να επιτρέπουν τη μετάδοση, ιδίως με οπτικοακουστικά μέσα, των αγώνων και των εκδηλώσεων που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία τους, τούτο δε χωρίς περιορισμό τόπου, περιεχομένου, ημερομηνίας, τεχνικής ή νομικής φύσεως».

α)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

152. Πριν προχωρήσω στην ανάλυση του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος, θεωρώ σημαντικό να διατυπώσω ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι κανόνες αυτοί, ιδίως υπό το πρίσμα ορισμένων διαπιστώσεων του αιτούντος δικαστηρίου όσον αφορά την ερμηνεία των συγκεκριμένων διατάξεων, υπενθυμίζοντας συγχρόνως ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει τις διατάξεις των καταστατικών της FIFA και της UEFA τα οποία, προδήλως, δεν ανήκουν στο σώμα του δικαίου της Ένωσης.

153. Τα άρθρα 67 και 68 του καταστατικού της FIFA ορίζουν ότι η FIFA έχει την αποκλειστική αρχική κυριότητα των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις διοργανώσεις που εμπίπτουν στη «δικαιοδοσία» της UEFA. Πρέπει να επισημανθεί ότι το γεγονός ότι η έννοια αυτή δεν ορίζεται στο καταστατικό της FIFA προκαλεί κάποια σύγχυση, όπως καταδεικνύεται από τις διαφορετικές απόψεις της ESLC, αφενός, και της FIFA και της UEFA, αφετέρου. Συγκεκριμένα, η ESLC υποστηρίζει μια (σχετικώς ευρεία) γραμματική ερμηνεία του όρου «δικαιοδοσία», υποστηρίζοντας ότι αυτή αφορά την πλήρη (και αποκλειστική) εκμετάλλευση των δικαιωμάτων του ποδοσφαίρου για όλες τις διοργανώσεις που διεξάγονται, από γεωγραφική άποψη, στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αντιθέτως, η FIFA και η UEFA υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η μνεία του όρου «δικαιοδοσία» έχει νομική και όχι γεωγραφική έννοια, δεδομένου ότι αφορά μόνον τις διοργανώσεις που έχουν λάβει άδεια από τις ομοσπονδίες αυτές στην Ευρώπη.

154. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ως άνω διατάξεις πρέπει να ερμηνευθούν σε συνδυασμό με το άρθρο 49, παράγραφος 1, του καταστατικού της UEFA, το οποίο ορίζει ότι η UEFA είναι αποκλειστικώς αρμόδια για την οργάνωση της διεξαγωγής διεθνών διοργανώσεων στην Ευρώπη στις οποίες λαμβάνουν μέρος οι ομοσπονδίες και/ή οι σύλλογοι που ανήκουν σε αυτές. Εξεταζόμενες από κοινού, οι φράσεις αυτές θα μπορούσαν να ερμηνευθούν, όπως φαίνεται εξάλλου ότι εκτιμά το αιτούν δικαστήριο, υπό την έννοια ότι η FIFA διατείνεται ότι η UEFA έχει την αποκλειστική κυριότητα, χωρίς κανέναν περιορισμό, όσον αφορά τις διοργανώσεις στις οποίες συμμετέχουν σύλλογοι των ομοσπονδιών μελών της, στοιχείο που σημαίνει ότι καλύπτονται και τα δικαιώματα διοργανώσεων όπως η ESL.

155. Επ’ αυτού υπενθυμίζεται, κατά πρώτον, ότι τα άρθρα 67 και 68 του καταστατικού της FIFA εντάσσονται σε ένα ιδιαίτερο πλαίσιο που είναι ίδιον ορισμένων εξαιρετικά δημοφιλών αθλημάτων, μεταξύ των οποίων το ποδόσφαιρο, όπου υφίσταται κεντρικός μηχανισμός εκμετάλλευσης των δικαιωμάτων των πλέον σημαντικών διοργανώσεων.

156. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η ESLC, η αρχιτεκτονική του προτύπου αυτού δεν φαίνεται να στηρίζεται σε υποχρέωση εκχώρησης των δικαιωμάτων που κατέχουν οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι ή οι διοργανωτές ποδοσφαιρικών αγώνων, παρά τη θέλησή τους, στην UEFA. Αντιθέτως, φαίνεται ότι, από νομική άποψη, οι σύλλογοι που μετέχουν στις διοργανώσεις της UEFA ανέθεσαν οικειοθελώς την εκμετάλλευση των αθλητικών δικαιωμάτων τους στην UEFA, ενώ εξακολουθούν να είναι οι πραγματικοί τελικοί δικαιούχοι των συγκεκριμένων δικαιωμάτων και, ως εκ τούτου, να εισπράττουν μέρος των εσόδων που απορρέουν από την πώληση αυτών. Συνεπώς, η κατά τα επίμαχα άρθρα «αρχική», πλήρης και αποκλειστική κατοχή των δικαιωμάτων αυτών δεν μπορεί να νοηθεί, εννοιολογικώς, παρά μόνον ως έκφραση συγκυριότητας της UEFA (ως διοργανώτριας αρχής ευρωπαϊκών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων) και των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων (ως συμμετεχόντων στις διοργανώσεις αυτές) (75).

157. Κατά δεύτερον, μολονότι, πράγματι, τα άρθρα 67 και 68 του καταστατικού της FIFA περιλαμβάνουν ασαφείς διατυπώσεις που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αφορούν και ποδοσφαιρικές διοργανώσεις που διοργανώνονται από τρίτους στην Ευρώπη, οι εν λόγω διατάξεις, κατά τη γνώμη μου, δεν έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν, μέσω υποχρεωτικής εκχώρησης, απαλλοτρίωση των δικαιωμάτων αυτών υπέρ της UEFA σε περίπτωση κατά την οποία τα δικαιώματα αυτά απορρέουν από τρίτη διοργάνωση που δεν έχει καμία σχέση με την ομοσπονδία αυτή. Κατά τη γνώμη μου, οι διατάξεις αυτές μπορούν να αφορούν μόνον τα εμπορικά δικαιώματα που απορρέουν από διοργανώσεις διεξαγόμενες υπό την αιγίδα της UEFA, και επομένως δεν μπορεί να υπάγεται στους κανόνες αυτούς οποιαδήποτε ανεξάρτητη διοργάνωση η οποία δημιουργείται εκτός του οικοσυστήματος της UEFA. Εξάλλου, ένας ιδιωτικός φορέας δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να ρυθμίσει μέσω των δικών του κανόνων τη συμπεριφορά άλλων ιδιωτικών φορέων ανεξάρτητων από αυτόν. Οι διοργανωτές μιας τέτοιας ποδοσφαιρικής διοργάνωσης είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθεροι να εκμεταλλεύονται τα εξ αυτής δικαιώματα με τον τρόπο που επιθυμούν και χωρίς καμία παρέμβαση της UEFA.

β)      Ανάλυση

158. Είναι αναμφισβήτητο ότι η FIFA, ως ένωση επιχειρήσεων ή ως επιχείρηση που οργανώνει και εκμεταλλεύεται εμπορικά διεθνείς ποδοσφαιρικές διοργανώσεις, ασκεί οικονομική δραστηριότητα η οποία συνεπάγεται την πραγματοποίηση τόσο πνευματικών όσο και εμπορικών, τεχνικών και οικονομικών επενδύσεων. Μια τέτοια δραστηριότητα πρέπει να μπορεί, κατ’ αρχήν, να τύχει, αφενός, έννομης προστασίας, και, αφετέρου, αμοιβής η οποία μπορεί να έχει ως κύρια–αλλά όχι αποκλειστική– πηγή την εκμετάλλευση των αθλητικών δικαιωμάτων (μετάδοσης, αναμετάδοσης ή άλλων δικαιωμάτων) των διοργανώσεων.

159. Εξάλλου, από την πρακτική της Επιτροπής όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με το συγκεκριμένο είδος συμφωνιών περί εμπορικής διάθεσης δικαιωμάτων αθλητικών διοργανώσεων, ιδίως δε από την απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την κεντρική πώληση των εμπορικών δικαιωμάτων του Champions League της UEFA, προκύπτει ότι συμφωνίες που προβλέπουν την αποκλειστική ανάθεση των δικαιωμάτων αυτών σε έναν μόνον φορέα ενδέχεται να περιορίζουν τον ανταγωνισμό (76), (ανεξαρτήτως του ότι είναι δυνατόν να εξαιρεθούν δυνάμει του άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ) (77).

160. Μολονότι το ζήτημα που θέτει το αιτούν δικαστήριο διαφέρει ουσιωδώς από εκείνο που εξέτασε η Επιτροπή με την προαναφερθείσα απόφαση –υπό την έννοια ότι ο προβαλλόμενος περιορισμός του ανταγωνισμού, στην προκειμένη περίπτωση, δεν περιορίζεται στο ζήτημα της κεντρικής πώλησης και της αποκλειστικής εκμετάλλευσης των εμπορικών δικαιωμάτων μιας συγκεκριμένης διοργάνωσης της UEFA, αλλά αφορά εκείνο της προβαλλόμενης «απαλλοτρίωσης» των δικαιωμάτων άλλων διοργανώσεων που θα μπορούσαν να λάβουν χώρα στην Ευρώπη, καθώς και το ότι οι συγκεκριμένοι κανόνες έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του μονοπωλίου της UEFA στην αγορά της οργάνωσης και εμπορικής εκμετάλλευσης των ποδοσφαιρικών διοργανώσεων–, τα δύο αυτά ζητήματα συνδέονται ωστόσο μεταξύ τους δεδομένου ότι αφορούν την εξουσία και το δικαίωμα που απονέμει το καταστατικό της FIFA στην UEFA να είναι ο αποκλειστικός κάτοχος και φορέας πώλησης των εμπορικών δικαιωμάτων των ποδοσφαιρικών διοργανώσεων στην Ευρώπη.

161. Επί του ζητήματος αυτού επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, η εκ μέρους της FIFA ή της UEFA εκμετάλλευση των δικαιωμάτων του ποδοσφαίρου αποτελεί «παράγωγη» ή «παρεπόμενη» οικονομική δραστηριότητα σε σχέση με τη «βασική» οικονομική δραστηριότητα που συνιστά η οργάνωση και εμπορική εκμετάλλευση των διεθνών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, η οποία αναλύθηκε στο πλαίσιο των δύο πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων. Συγκεκριμένα, από τη συνδυασμένη ανάλυση των κανόνων της UEFA προκύπτει ότι όλες οι διοργανώσεις στις οποίες μετέχουν οι σύλλογοι που ανήκουν στην εν λόγω ομοσπονδία υπόκεινται υποχρεωτικώς στους κανόνες που αυτή θεσπίζει, περιλαμβανομένων των κανόνων που αφορούν την εκμετάλλευση των δικαιωμάτων αυτών. Επομένως, ένα τέτοιο σχήμα ενδέχεται να συνεπάγεται περιορισμό του ανταγωνισμού, διότι οι κανόνες αυτοί μπορούν να θεωρηθούν ως (πρόσθετοι) φραγμοί εισόδου στην αγορά που θέτουν εμπόδια στη δημιουργία και την ανάπτυξη νέων αθλητικών διοργανώσεων και προκαλούν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, (τουλάχιστον δυνητικά) αποτελέσματα αποκλεισμού από την αγορά της οργάνωσης και εμπορικής εκμετάλλευσης διοργανώσεων (συμβάλλοντας στο κλείσιμο της αγοράς εις βάρος των ανταγωνιστών), όπως επίσης και στην αγορά της εκμετάλλευσης των αθλητικών δικαιωμάτων (επιβάλλοντας στους συλλόγους να προβαίνουν στην εκμετάλλευση αυτή μέσω κεντρικής και αποκλειστικής διάθεσης του συνόλου των εν λόγω δικαιωμάτων).

162. Εφόσον είναι δυνατόν να αποδειχθεί τέτοιος περιορισμός του ανταγωνισμού, θα πρέπει να εξεταστεί αν ο περιορισμός αυτός είναι συμφυής με την επιδίωξη θεμιτού σκοπού και αναλογικός σε σχέση με αυτήν ή αν οι περιοριστικές συμπεριφορές πληρούν τις προϋποθέσεις για να τύχουν ατομικής απαλλαγής σύμφωνα με το άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ή εάν δικαιολογείται αντικειμενικώς κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

163. Όσον αφορά, πρώτον, ενδεχόμενη δικαιολόγηση των περιορισμών αυτών δυνάμει της θεωρίας των παρεπόμενων περιορισμών, το ζήτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί, κατ’ ουσίαν, υπό το πρίσμα της αναλύσεως που εκτίθεται στα σημεία 93 έως 118 των παρουσών προτάσεων.

164. Όσον αφορά, ειδικότερα, τους θεμιτούς σκοπούς που επιδιώκονται με τους εν λόγω κανόνες, πέραν αυτών οι οποίοι σχετίζονται με το «ευρωπαϊκό αθλητικό πρότυπο» και οι οποίοι περιγράφονται στα σημεία 30 και 95 έως 98 των παρουσών προτάσεων, ο σκοπός της οικονομικής αλληλεγγύης είναι ιδιαιτέρως κρίσιμος, εν προκειμένω, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος των αναδιανεμόμενων κερδών φαίνεται να προέρχεται άμεσα από την εκμετάλλευση των εμπορικών δικαιωμάτων των συγκεκριμένων διοργανώσεων. Επισημαίνω επ’ αυτού ότι τα άρθρα 67 και 68 του καταστατικού της FIFA επιδιώκουν θεμιτό σκοπό, ο οποίος αναγνωρίστηκε, μεταξύ άλλων, από την Επιτροπή στην απόφαση με τίτλο «Κοινή πώληση των αποκλειστικών δικαιωμάτων μετάδοσης των αγώνων του κυπέλλου πρωταθλητριών της ευρωπαϊκής ένωσης ποδοσφαίρου (ΟΥΕΦΑ)» και συνίσταται στη μεγιστοποίηση των εσόδων από την εκμετάλλευση των αθλητικών δικαιωμάτων των διοργανώσεων της UEFA, τα οποία διατίθενται εξ ολοκλήρου για την ανάπτυξη του ποδοσφαίρου εν γένει καθώς και για αλληλεγγύη προς τους συλλόγους που βρίσκονται σε χαμηλότερα επίπεδα της «πυραμίδας» (78).

165. Επιπλέον, υπό την επιφύλαξη των διακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, τα εν λόγω άρθρα φαίνεται να είναι αναλογικά σε σχέση με την επιδίωξη ενός τέτοιου σκοπού, απονέμοντας τα επίμαχα δικαιώματα στη FIFA και στην UEFA, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές καθιστούν δυνατή την αποφυγή των δυσχερειών που θα προκαλούσε η επανειλημμένη αναδιαπραγμάτευση της κατανομής των αντίστοιχων εσόδων μεταξύ των συλλόγων.

166. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το ποδόσφαιρο χαρακτηρίζεται από οικονομική αλληλεξάρτηση μεταξύ των συλλόγων, με συνέπεια η οικονομική επιτυχία μιας διοργάνωσης να εξαρτάται πρωτίστως από την ύπαρξη ορισμένου βαθμού ισότητας μεταξύ αυτών. Η αναδιανομή των εισοδημάτων από την εμπορική εκμετάλλευση των δικαιωμάτων από τις αθλητικές διοργανώσεις ανταποκρίνεται στον σκοπό αυτής της «ισορροπίας». Συγκεκριμένα, εάν κάθε σύλλογος ήταν ελεύθερος να διαπραγματευθεί μονομερώς το σύνολο των εμπορικών δικαιωμάτων του, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απορρέουν από τη συμμετοχή του σε διασυλλογικές διοργανώσεις (όπως, για παράδειγμα, τα τηλεοπτικά δικαιώματα), η ισορροπία μεταξύ των συλλόγων θα ετίθετο σε κίνδυνο.

167. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, η εκμετάλλευση των επίμαχων στην κύρια δίκη δικαιωμάτων αφορά ένα άθλημα το οποίο έχει «σημαντική κοινωνική σημασία» (79). Με το ίδιο πνεύμα, ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε νομοθεσία που προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα κάθε κράτους μέλους να επιβάλλει την ελεύθερη μετάδοση των αποκαλούμενων «μείζονος σημασίας για την κοινωνία» αθλητικών γεγονότων (80).

168. Για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εξέθεσα και στο πλαίσιο της απάντησης επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος, εκτιμώ ότι παρέλκει η έκδοση απόφασης επί του ζητήματος της υπάρξεως πιθανών δικαιολογητικών λόγων σε σχέση με τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ. Πάντως, χάριν πληρότητας, επιβάλλεται να διευκρινιστεί, ότι η Επιτροπή, στην απόφασή της με τίτλο «Κοινή πώληση των αποκλειστικών δικαιωμάτων μετάδοσης των αγώνων του κυπέλλου πρωταθλητριών της ευρωπαϊκής ένωσης ποδοσφαίρου (ΟΥΕΦΑ)», έκρινε ότι μια κεντρική συμφωνία εκμετάλλευσης της UEFA αφορώσα εμπορικά δικαιώματα τυγχάνει ατομικής απαλλαγής βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή εκτίμησε επί του συγκεκριμένου ζητήματος ότι οι κανόνες αυτοί ωφελούσαν στην πραγματικότητα τους χρήστες υπό την έννοια ότι τα οπτικοακουστικά προϊόντα σχετικά με την εν λόγω πανευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση ποδοσφαίρου διατίθενται εμπορικά μέσω ενός μοναδικού σημείου πωλήσεως και ότι διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να παραχθούν και να διανεμηθούν με εξίσου αποτελεσματικό τρόπο (81).

169. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση ότι τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στα άρθρα 67 και 68 του καταστατικού της FIFA, στο μέτρο που οι περιορισμοί που αφορούν την αποκλειστική εμπορική διάθεση των δικαιωμάτων των διοργανώσεων της FIFA και της UEFA εμφανίζονται ως συμφυείς με την επιδίωξη των θεμιτών σκοπών που άπτονται της ιδιαιτερότητας του αθλητισμού και αναλογικοί σε σχέση με τους συγκεκριμένους σκοπούς. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται, άλλωστε, να εξετάσει κατά πόσον τα επίμαχα άρθρα μπορούν να τύχουν της εξαιρέσεως του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ή αν η συμπεριφορά αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

6.      Επί του έκτου προδικαστικού ερωτήματος

170. Με το έκτο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν οι κανόνες της FIFA και της UEFA περί προηγούμενης αδειοδότησης των διεθνών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων και περί συμμετοχής των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων καθώς και των ποδοσφαιριστών στις διοργανώσεις αυτές είναι συμβατοί με τα άρθρα της Συνθήκης ΛΕΕ που αφορούν τις τέσσερις θεμελιώδεις οικονομικές ελευθερίες.

171. Κατά πάγια νομολογία, η απαγόρευση παραβίασης των θεμελιωδών οικονομικών ελευθεριών που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη ΛΕΕ δεν ισχύει μόνο για τις ρυθμίσεις δημοσίου χαρακτήρα και, γενικότερα, για τα μέτρα που μπορούν να καταλογισθούν στα κράτη μέλη, αλλά και για τις ρυθμίσεις ή τα μέτρα ιδιωτικής προέλευσης, περιλαμβανομένων των ρυθμίσεων ή πρακτικών αθλητικών ομοσπονδιών (82). Συνεπώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι, ενώ οι αθλητικές ομοσπονδίες είναι ελεύθερες να θεσπίζουν τους δικούς τους κανόνες, η αυτονομία που διαθέτουν δεν τους επιτρέπει να περιορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται βάσει της Συνθήκης ΛΕΕ.

172. Ωστόσο, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ορισμένες ρυθμίσεις ή πρακτικές που προέρχονται από οντότητες (όπως η Ολυμπιακή Επιτροπή) ή αθλητικές ομοσπονδίες (εθνικές ή διεθνείς) πρέπει να γίνει δεκτό ότι εκφεύγουν εκ προοιμίου του πεδίου εφαρμογής των σχετικών με τις θεμελιώδεις οικονομικές ελευθερίες διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ, εφόσον αφορούν ζητήματα που αφορούν «αποκλειστικά το άθλημα» και είναι, αυτά καθεαυτά, άσχετα με την οικονομική δραστηριότητα (83). Πάντως, το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι αυτή η «αθλητική εξαίρεση» πρέπει να περιορίζεται στον σκοπό της (84) και, για τον λόγο αυτό, την έχει κρίνει εφαρμοστέα μέχρι σήμερα σε ελάχιστες μόνον περιπτώσεις κανόνων οι οποίοι αφορούν τον «πυρήνα» των αθλητικών δραστηριοτήτων (85). Επομένως, δεν χωρεί επίκληση της εξαιρέσεως αυτής προκειμένου να εξαιρεθεί συνολικά ένα άθλημα από το πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΛΕΕ. Δεδομένου ότι ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως «αθλητικής εξαίρεσης» συνεπάγεται ότι αυτό εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων της εν λόγω Συνθήκης και, ως εκ τούτου, κάθε ελέγχου, επιβάλλεται στενή ερμηνεία της έννοιας αυτής.

173. Από την ανωτέρω νομολογία προκύπτει ότι, λόγω των χαρακτηριστικών του, το σύστημα χορήγησης προηγούμενης άδειας που προβλέπεται από την UEFA δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αθλητική εξαίρεση». Συγκεκριμένα, ακόμη και αν οι «αθλητικές» πτυχές του συστήματος αυτού είναι αδιαμφισβήτητες, εντούτοις το σύστημα αυτό έχει (πέραν πάσης αμφιβολίας) και οικονομική διάσταση, δεδομένου ότι, παρέχοντας στην UEFA τη δυνατότητα να ελέγχει και, επομένως, να αρνείται την πρόσβαση στην αγορά των αθλητικών διοργανώσεων, μπορεί να έχει επίπτωση στις θεμελιώδεις ελευθερίες.

174. Δεδομένου ότι οι επίμαχοι κανόνες της UEFA εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των σχετικών με τις θεμελιώδεις οικονομικές ελευθερίες διατάξεων της ΣΛΕΕ, είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί, αφενός, ποιες είναι οι επίμαχες ελευθερίες και, αφετέρου, αν αυτές περιορίζονται.

175. Επ’ αυτού, διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει η UEFA, η οποία της παρέχει τη δυνατότητα να ελέγχει την πρόσβαση στην αγορά βάσει κριτηρίων που η ίδια έχει θεσπίσει, οι κανόνες περί χορήγησης προηγούμενης άδειας και περί συμμετοχής που έχει θεσπίσει η εν λόγω ομοσπονδία μπορούν να θεωρηθούν ικανοί να περιορίσουν, πρώτον, τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ σχετικά με την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από επιχειρήσεις που επιθυμούν να εισέλθουν στην αγορά των αθλητικών διοργανώσεων. Επομένως, οι εν λόγω κανόνες μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη δυνατότητα των οργανωτών εναλλακτικών διεθνών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, όπως η ESLC, να δεχθούν τις υπηρεσίες επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων οι οποίοι απασχολούν ποδοσφαιριστές τους οποίους έχουν προσλάβει ή σχεδιάζουν να προσλάβουν, επειδή θα γνωρίζουν ότι δεν θα μπορούν να το πράξουν αν η FIFA ή η UEFA δεν χορηγήσει άδεια στις διεθνείς ποδοσφαιρικές διοργανώσεις που σχεδιάζουν να οργανώσουν και να εκμεταλλευθούν εμπορικά.

176. Δεύτερον, οι επίμαχοι κανόνες, λόγω των ποινών αποκλεισμού που προβλέπονται από τους κανόνες της UEFA, επηρεάζουν τη δυνατότητα των ίδιων των συλλόγων να συστήσουν τη δική τους διοργάνωση (εφόσον αυτή δεν διοργανώνεται από τρίτη οντότητα) και να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε διοργάνωση τρίτων.

177. Τρίτον, οι προβλεπόμενοι από τη FIFA και την UEFA κανόνες περί προηγούμενης αδειοδότησης και περί συμμετοχής ενδέχεται επίσης να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική τη δυνατότητα ελεύθερης κυκλοφορίας των ποδοσφαιριστών (κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ), παρέχοντας τις υπηρεσίες τους σε (ή απασχολούμενοι από) επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο του οποίου είναι υπήκοοι, όπως είναι οι σύλλογοι μέλη της ESLC, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η συμμετοχή των συλλόγων αυτών σε διεθνή ποδοσφαιρική διοργάνωση ανταγωνιστική προς εκείνες τις οποίες διοργανώνουν και εκμεταλλεύονται εμπορικά η FIFA και η UEFA, όπως η ESL. Εξάλλου, εάν οι εν λόγω παίκτες πράξουν κάτι τέτοιο, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν ποινή αποκλεισμού και, εν γένει, εκτίθενται στον κίνδυνο να υποστούν ζημία στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία καθώς και στην οικονομική τους δραστηριότητα.

178. Τέταρτον, μολονότι έχει δευτερεύουσα σημασία σε σχέση με την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση είναι και η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι από την απόφαση περί παραπομπής καθώς και από τις παρατηρήσεις της ESLC προκύπτει ότι για τη δημιουργία και την ανάπτυξη της τελευταίας απαιτούνται σημαντικές χρηματοδοτήσεις οι οποίες δύνανται να χορηγηθούν από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε διαφορετικά κράτη μέλη.

179. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξετάσει το ζήτημα της πιθανής δικαιολόγησης των επίμαχων εν προκειμένω κανόνων περί προηγούμενης άδειας και περί συμμετοχής καθώς και, ενδεχομένως, αν αυτοί είναι κατάλληλοι, συνεπείς και αναλογικοί. Φρονώ ότι η ανάλυση σχετικά με το ζήτημα αυτό συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με την ανάλυση περί παρεπόμενων περιορισμών (86).

180. Υπενθυμίζω επί του ζητήματος αυτού, πρώτον, ότι τέτοιοι λόγοι μπορούν, ασφαλώς, να προβληθούν από τις αθλητικές ομοσπονδίες στις οποίες αντιτάσσονται οι θεμελιώδεις οικονομικές ελευθερίες που εγγυάται η Συνθήκη ΛΕΕ (87).

181. Όσον αφορά, δεύτερον, τους σκοπούς γενικού συμφέροντος που μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμούς των θεμελιωδών οικονομικών ελευθεριών οι οποίοι προκαλούνται από κανόνες που θεσπίζουν αθλητικές ομοσπονδίες, παραπέμπω στην ανάλυση που εκτέθηκε στα σημεία 93 και 94 των παρουσών προτάσεων. Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι ορισμένοι από τους σκοπούς αυτούς έχουν ήδη αναγνωριστεί από το Δικαστήριο. Ιδιαιτέρως κρίσιμοι εν προκειμένω φαίνεται να είναι οι σκοποί που είναι κοινοί για όλες τις αθλητικές ομοσπονδίες, όπως η διασφάλιση της ομαλής διεξαγωγής των αγώνων (88), καθώς και της ορθής διεξαγωγής αυτών μέσω καταλλήλων κανόνων ή κριτηρίων (89). Κατά τη γνώμη μου, σχετικοί είναι επίσης οι σκοποί που προσιδιάζουν σε ένα συλλογικό άθλημα μεταξύ αντίπαλων ομάδων, όπως το ποδόσφαιρο, οι οποίοι συνίστανται στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των συλλόγων, στην εξασφάλιση ίσων ευκαιριών και στη διαφύλαξη του απρόβλεπτου των αποτελεσμάτων (90).

182. Όσον αφορά, τρίτον, τη «δοκιμασία» αναλογικότητας, πρέπει να σημειωθεί εξαρχής ότι το Δικαστήριο δεν δέχεται τη νομιμότητα per se των συστημάτων χορήγησης προηγούμενης άδειας και εστιάζει στην κατά περίπτωση εκτίμηση του λόγου θεσπίσεως καθώς και της αναλογικότητας, όπως άλλωστε υπογραμμίζει και το αιτούν δικαστήριο (91). Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι, μολονότι εναπόκειται στις αθλητικές ομοσπονδίες να θεσπίζουν τους κατάλληλους κανόνες για τη διασφάλιση της ομαλής διεξαγωγής των αγώνων, οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (92). Τούτο επιβεβαιώθηκε και στην προσφάτως εκδοθείσα απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση TopFit, με την οποία κρίθηκε ότι, για να δικαιολογείται ένα σύστημα χορήγησης προηγούμενης άδειας υπό το πρίσμα των διατάξεων περί ελεύθερης κυκλοφορίας, πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, που δεν εισάγουν διακρίσεις και είναι εκ των προτέρων γνωστά, ούτως ώστε να οριοθετούν την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως μιας αθλητικής ομοσπονδίας, προκειμένου η εξουσία αυτή να μην ασκείται με αυθαίρετο τρόπο (93).

183. Επισημαίνεται ότι οι επίμαχοι σε εκείνες τις υποθέσεις κανόνες προέβλεπαν τη μη συμμετοχή ή τον πλήρη αποκλεισμό αθλητών για λόγους που αφορούσαν την ιθαγένειά τους. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τέτοιοι κανόνες που έχουν θεσπιστεί από αθλητικές ομοσπονδίες και συνεπάγονται δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας είναι, ως εκ της φύσεώς τους, δυσανάλογοι (94).

184. Για τους ίδιους λόγους με αυτούς που εξέθεσα στα σημεία 111 έως 117 των παρουσών προτάσεων, φρονώ ότι το σύστημα χορηγήσεως προηγούμενης αδείας περιορίζεται στο αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η UEFA.

185. Πέραν αυτού, εκτιμώ ότι κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας δεν μπορούν να αγνοηθούν οι προφανείς διαφορές που υφίστανται ως προς τον «συσχετισμό δύναμης» μεταξύ μιας αθλητικής ομοσπονδίας και ενός μεμονωμένου ποδοσφαιριστή (ερασιτέχνη ή επαγγελματία) ή ποδοσφαιρικών συλλόγων, μεταξύ των οποίων ορισμένοι εκ των ισχυρότερων παγκοσμίως, αν ληφθούν υπόψη η οπαδική στήριξη, η δημοσιότητα και η χρηματοδότηση των οποίων απολαύουν οι σύλλογοι αυτοί.

186. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο έκτο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση ότι τα άρθρα 45, 49, 56 και 63 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στα άρθρα 22 και 71 έως 73 του καταστατικού της FIFA και στα άρθρα 49 και 51 του καταστατικού της UEFA, τα οποία προβλέπουν ότι η δημιουργία μιας νέας πανευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης ποδοσφαίρου υπόκειται σε σύστημα χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, στο μέτρο που η απαίτηση αυτή είναι κατάλληλη και αναγκαία για τον συγκεκριμένο σκοπό, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της υπό σύσταση διοργάνωσης.

V.      Πρόταση

187. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Juzgado de lo Mercantil n.º 17 de Madrid (εμποροδικείο Μαδρίτης, Ισπανία) ως εξής:

1)      Το άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στα άρθρα 22 και 71 έως 73 του καταστατικού της Fédération internationale de football association [Διεθνούς Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας] (FIFA) και στα άρθρα 49 και 51 του καταστατικού της Union des associations européennes de football [Ευρωπαϊκής Ένωσης Ποδοσφαιρικών Ομοπσονδιών] (UEFA), τα οποία προβλέπουν ότι η δημιουργία μιας νέας πανευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης ποδοσφαίρου υπόκειται σε σύστημα χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, στο μέτρο που, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της σχεδιαζόμενης διοργάνωσης, τα περιοριστικά αποτελέσματα που απορρέουν από το εν λόγω σύστημα εμφανίζονται ως συμφυή και αναλογικά σε σχέση με την επίτευξη των θεμιτών σκοπών τους οποίους επιδιώκουν η UEFA και η FIFA και οι οποίοι άπτονται της ιδιαιτερότητας του αθλητισμού.

2)      Τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν στη FIFA, στην UEFA, στις εθνικές ομοσπονδίες μέλη τους ή στις εθνικές διοργανώτριες αρχές των πρωταθλημάτων τους να απευθύνουν απειλές επιβολής κυρώσεων στους συλλόγους που ανήκουν στις εν λόγω ομοσπονδίες, στην περίπτωση που οι σύλλογοι αυτοί μετέχουν σε σχέδιο δημιουργίας νέας πανευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης ποδοσφαίρου, η οποία ενδέχεται να υπονομεύσει τους σκοπούς που θεμιτώς επιδιώκουν οι εν λόγω ομοσπονδίες των οποίων είναι μέλη. Οι ποινές αποκλεισμού, πάντως, εις βάρος ποδοσφαιριστών οι οποίοι ουδόλως εμπλέκονται στο επίμαχο σχέδιο στερούνται αναλογικού χαρακτήρα, ιδίως όσον αφορά τον αποκλεισμό τους από τις εθνικές ομάδες.

3)      Τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στα άρθρα 67 και 68 του καταστατικού της FIFA, στο μέτρο που οι περιορισμοί οι οποίοι αφορούν την αποκλειστική εμπορική διάθεση των δικαιωμάτων των διοργανώσεων της FIFA και της UEFA εμφανίζονται ως συμφυείς με την επιδίωξη των θεμιτών σκοπών που άπτονται της ιδιαιτερότητας του αθλητισμού και αναλογικοί σε σχέση με τους σκοπούς αυτούς. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται, άλλωστε, να εξετάσει αν τα επίμαχα άρθρα μπορούν να τύχουν της εξαιρέσεως του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ή αν η συμπεριφορά αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

4)      Τα άρθρα 45, 49, 56 και 63 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στα άρθρα 22 και 71 έως 73 του καταστατικού της FIFA και στα άρθρα 49 και 51 του καταστατικού της UEFA, τα οποία προβλέπουν ότι η δημιουργία μιας νέας πανευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης ποδοσφαίρου υπόκειται σε σύστημα χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, στο μέτρο που η απαίτηση αυτή είναι κατάλληλη και αναγκαία για τον συγκεκριμένο σκοπό, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της υπό σύσταση διοργάνωσης.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      C-415/93 (EU:C:1995:293, σημείο 56).


3      Βλ. ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 2021, σχετικά με την πολιτική της ΕΕ στον τομέα του αθλητισμού: αξιολόγηση και πιθανή μελλοντική πορεία [2021/2058(INI)].


4      Η A22 προβάλλει ότι είναι εταιρία παροχής υπηρεσιών σχετικών με τη δημιουργία και τη διαχείριση διεθνών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, η οποία επιθυμεί να αποκτήσει πρόσβαση στην αγορά της οργάνωσης και της εμπορικής εκμετάλλευσης τέτοιων διοργανώσεων μέσω του σχεδιασμού και της υλοποίησης της ESL.


5      Η LNFP προβάλλει ότι είναι νομίμως αναγνωρισμένη ένωση, της οποίας μέλη είναι υποχρεωτικώς εκ του νόμου όλοι οι επαγγελματικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι που αγωνίζονται στην πρώτη και στη δεύτερη κατηγορία του εθνικού πρωταθλήματος της Ισπανίας.


6      Η RFEF είναι η εθνική ποδοσφαιρική ομοσπονδία της Ισπανίας.


7      Η Ιρλανδική, η Γαλλική, η Ουγγρική και η Ρουμανική Κυβέρνηση υποστήριξαν ότι η διαφορά έχει υποθετικό χαρακτήρα.


8      Η Γαλλική, η Ουγγρική, η Ρουμανική και η Σλοβακική Κυβέρνηση εξέφρασαν αμφιβολίες ως προς το ίδιο το περιεχόμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.


9      Η Σλοβακική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ενέχει ορισμένες δικονομικές πλημμέλειες.


10      Βλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman (C-415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 106).


11      Απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995 (C-415/93, EU:C:1995:463).


12      Δήλωση υπ’ αριθ. 29 για τον αθλητισμό, 2 Οκτωβρίου 1997 (ΕΕ 1997, C 340, σ. 136).


13      Έκθεση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με στόχο τη διαφύλαξη των σημερινών δομών του αθλητισμού και τη διατήρηση της κοινωνικής λειτουργίας του στο κοινοτικό πλαίσιο, της 10ης Δεκεμβρίου 1999 (έκθεση του Ελσίνκι για τον αθλητισμό) [COM(1999) 644 τελικό].


14      Η έκθεση αυτή διευκρίνιζε, μεταξύ άλλων στο σημείο 4.2.1, ότι κατά την εφαρμογή των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης στον τομέα του αθλητισμού πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες του αθλητισμού, ιδίως η αλληλεξάρτηση της αθλητικής δραστηριότητας και των οικονομικών δραστηριοτήτων που αυτή δημιουργεί, η αρχή των ίσων ευκαιριών, καθώς και η αρχή της αβεβαιότητας των αποτελεσμάτων.


15      Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας, 7-9 Δεκεμβρίου 2000, συμπεράσματα της Προεδρίας, παράρτημα IV: Δήλωση σχετικά με τα ειδικά χαρακτηριστικά του αθλητισμού και την κοινωνική του αποστολή στην Ευρώπη που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή των κοινών πολιτικών, παράγραφος 1.


16      Λευκή βίβλος για τον αθλητισμό, 11 Ιουλίου 2007 [COM(2007) 391 τελικό].


17      Απόφαση της 11ης Απριλίου 2000, Deliège (C-51/96 και C-191/97, EU:C:2000:199, σκέψεις 67 και 68).


18      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δημιουργία κλειστών (ή «εν μέρι ανοικτών») πρωταθλημάτων για ορισμένα αθλήματα στην Ευρώπη φαίνεται να δικαιολογείται από το γεγονός ότι η δημοφιλία τους ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών, οπότε, τόσο από αθλητική (ιδίως για να διασφαλιστεί αγωνιστική ισορροπία μεταξύ των διαφόρων συλλόγων) όσο και από εμπορική άποψη (επειδή το εμπορικό ενδιαφέρον για τέτοιες εκδηλώσεις είναι πιο περιορισμένο), φαίνεται καταλληλότερη μια διοργάνωση της οποίας η μορφή περιορίζει τη συμμετοχή των συλλόγων.


19      Τούτο ισχύει όσον αφορά τα εθνικά πρωταθλήματα των κυριότερων αμερικανικών αθλημάτων, ήτοι τη National Basketball Association (NBA) για την καλαθοσφαίριση, τη National Football League (NFL) για το αμερικανικό ποδόσφαιρο, τη Major League baseball (MLB) για το μπέιζμπολ και τη National Hockey League (NHL) για το χόκεϊ επί πάγου.


20      Βλ. για παράδειγμα, τα σχέδια Media Partners και Golden League.


21      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1974, Walrave και Koch (36/74, EU:C:1974:140, σκέψη 8), και της 25ης Απριλίου 2013, Asociația Accept (C-81/12, EU:C:2013:275, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


22      Πρβλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 16ης Μαρτίου 2010, Olympique Lyonnais (C-325/08, EU:C:2010:143, σκέψη 40).


23      Απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008 (C-49/07, στο εξής: απόφαση MOTOE, EU:C:2008:376, σκέψεις 51 και 52).


24      Βλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas (C-1/12, στο εξής: απόφαση OTOC, EU:C:2013:127, σκέψεις 88 και 89).


25      Απόφαση MOTOE (σκέψεις 51 και 52).


26      Βλ. απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021, Kilpailu- ja kuluttajavirasto (C-450/19, EU:C:2021:10, σκέψη 20).


27      Aπόφαση MOTOE (σκέψη 21).


28      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger στην υπόθεση Wouters κ.λπ. (C-309/99, EU:C:2001:390, σημείο 62).


29      Πρβλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2005, Piau κατά Επιτροπής (T-193/02, EU:T:2005:22, σκέψη 69).


30      Πρβλ. απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ. (C-309/99, EU:C:2002:98, σκέψη 64).


31      Απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006, Manfredi κ.λπ. (C-295/04 έως C-298/04, EU:C:2006:461, σκέψη 40).


32      Βλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Budapest Bank κ.λπ. (C-228/18, EU:C:2020:265, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


33      Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C-307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


34      Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C-307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


35      Βλ. νομολογία που μνημονεύεται στην υποσημείωση 76 των παρουσών προτάσεων.


36      Βλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Budapest Bank κ.λπ. (C-228/18, EU:C:2020:265, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


37      Βλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2021, Visma Enterprise (C-306/20, EU:C:2021:935, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


38      Βλ. σημεία 46 και 47 των παρουσών προτάσεων.


39      Απόφαση OTOC (σκέψεις 70 έως 100).


40      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1985, Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής (42/84, EU:C:1985:327, σκέψη 19), της 28ης Ιανουαρίου 1986, Pronuptia de Paris (161/84, EU:C:1986:41, σκέψεις 16 και 17), της 15ης Δεκεμβρίου 1994, DLG (C-250/92, EU:C:1994:413, σκέψεις 40 και 41), και της 26ης Νοεμβρίου 2015, Maxima Latvija (C-345/14, EU:C:2015:784, σκέψεις 21 και 24).


41      Βλ. σημείο 84 των παρουσών προτάσεων.


42      Βλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2021, Visma Enterprise (C-306/20, EU:C:2021:935, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


43      Βλ. απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Maxima Latvija (C-345/14, EU:C:2015:784, σκέψη 27).


44      Βλ. αποφάσεις της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ. (C-309/99, EU:C:2002:98, σκέψη 97), και της 18ης Ιουλίου 2006, Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής (C-519/04 P, EU:C:2006:492, σκέψη 42).


45      Πρβλ. αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 1977, Metro SB-Großmärkte κατά Επιτροπής (26/76, EU:C:1977:167), και της 28ης Ιανουαρίου 1986, Pronuptia de Paris (161/84, EU:C:1986:41).


46      Η εν λόγω έννοια, η οποία αρχικώς προέκυψε από την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ σε συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, απαντά και στο δίκαιο περί συγκεντρώσεων. Πρβλ. άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων) (ΕΕ 2004, L 24, σ. 1).


47      Whish, R., και Bailey, D., Competition Law, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2021 (10η έκδοση), σ. 139 έως 142, και Faull, N., και Nikpay A., The EU Law of Competition, Third edition, Oxford University Press, 2014, σ. 253 έως 255.


48      Απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002 (C-309/99, EU:C:2002:98, σκέψεις 86 έως 94 και 97 έως 110).


49      Απόφαση της 18ης Ιουλίου 2006 (C-519/04 P, EU:C:2006:492).


50      Βλ. αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, Consiglio Nazionale dei Geologi (C-136/12, EU:C:2013:489), της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, API κ.λπ. (C-184/13 έως C-187/13, C-194/13, C‑195/13 και C-208/13, EU:C:2014:2147), και της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International (C-427/16 και C-428/16, EU:C:2017:890).


51      Το κριτήριο αυτό επαναλαμβάνεται στο σημείο 29 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ [νυν άρθρου 101 ΣΛΕΕ] (2004/C 101/08), στο οποίο επισημαίνεται ότι «[έ]νας περιορισμός συνδέεται άμεσα με την κύρια συναλλαγή εάν εξαρτάται από την υλοποίηση της τελευταίας και συνδέεται αναπόσπαστα με αυτήν».


52      Βλ., ειδικότερα, απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, API κ.λπ. (C-184/13 έως C-187/13, C‑194/13, C-195/13 και C-208/13, EU:C:2014:2147, σκέψεις 37, 41 και 49 έως 57).


53      Βλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman (C-415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 106).


54      Βλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 2000, Deliège (C-51/96 και C-191/97, EU:C:2000:199, σκέψεις 67 και 68).


55      Ibáñez Colomo P., «Competition Law and Sports Governance: Disentangling a Complex Relationship», World Competition (2022), αριθ. 3, τ. 45, σ. 337 έως 338.


56      Βλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1994, DLG (C-250/92, EU:C:1994:413, σκέψεις 40 και 41).


57      Βλ. σημείο 131 των προτάσεών μου στην υπόθεση C‑124/21 P (International Skating Union κατά Επιτροπής) οι οποίες αναπτύσσονται αυθημερόν.


58      Βλ. αποφάσεις MOTOE (σκέψη 51) και OTOC (σκέψη 88).


59      Βλ. αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1994, DLG (C-250/92, EU:C:1994:413, σκέψη 41), και της 18ης Ιουλίου 2006, Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής, (C-519/04 P, EU:C:2006:492, σκέψη 47).


60      Απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C-152/19 P, EU:C:2021:238, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


61      Βλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής (C‑413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψη 135).


62      Βλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής (C 413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψεις 138 και 140).


63      Βλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1978, United Brands και United Brands Continentaal κατά Επιτροπής (27/76, EU:C:1978:22, σκέψη 189).


64      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Αθ. Ράντου στην υπόθεση Servizio Elettrico Nazionale κ.λπ. (C‑377/20, EU:C:2021:998, σκέψεις 58 και 59).


65      Βλ. σημείο 46 των παρουσών προτάσεων.


66      Βλ. σημεία 85 έως 121 των παρουσών προτάσεων.


67      Βλ. σημεία 46 και 48 των παρουσών προτάσεων.


68      Απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1998 (C-7/97, EU:C:1998:569).


69      Απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C-7/97, EU:C:1998:569, σκέψη 41).


70      Βλ. σημεία 106 έως 108 των παρουσών προτάσεων.


71      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark (C-209/10, EU:C:2012:172, σκέψεις 40 έως 42).


72      Συγκεκριμένα, το άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ παρέχει τη δυνατότητα να κηρυχθούν ανεφάρμοστες οι διατάξεις της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου εάν η συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων συμβάλλει «στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, εξασφαλίζοντας συγχρόνως στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει», υπό την προϋπόθεση ότι δεν επιβάλλει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις «περιορισμούς μη απαραίτητους για την επίτευξη των στόχων αυτών».


73      Βλ. αιτιολογική σκέψη 5 και άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), και αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1985, Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής (42/84, EU:C:1985:327, σκέψη 45), και της 6η Οκτωβρίου 2009, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ. (C-501/06 P, C-513/06 P, C-515/06 P και C-519/06 P, EU:C:2009:610, σκέψεις 82 και 83).


74      Βλ. σημείο 17 των παρουσών προτάσεων.


75      Πρβλ., επίσης, αιτιολογικές σκέψεις 110, 122 και 123 της αποφάσεως της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 2003, σχετικά με διαδικασία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (COMP/C.2-37.398 – Κοινή πώληση των αποκλειστικών δικαιωμάτων μετάδοσης των αγώνων του κυπέλλου πρωταθλητριών της ευρωπαϊκής ένωσης ποδοσφαίρου (ΟΥΕΦΑ) (ΕΕ 2003, L 291, σ. 25),


76      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 113 έως 132 της αποφάσεως «Κοινή πώληση των αποκλειστικών δικαιωμάτων μετάδοσης των αγώνων του κυπέλλου πρωταθλητριών της ευρωπαϊκής ένωσης ποδοσφαίρου (ΟΥΕΦΑ)».


77      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 136 έως 197 της αποφάσεως «Κοινή πώληση των αποκλειστικών δικαιωμάτων μετάδοσης των αγώνων του κυπέλλου πρωταθλητριών της ευρωπαϊκής ένωσης ποδοσφαίρου (ΟΥΕΦΑ)».


78      Βλ. αιτιολογική σκέψη 131 της αποφάσεως «Κοινή πώληση των αποκλειστικών δικαιωμάτων μετάδοσης των αγώνων του κυπέλλου πρωταθλητριών της ευρωπαϊκής ένωσης ποδοσφαίρου (ΟΥΕΦΑ)».


79      Βλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman (C-415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 106).


80      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 18 και 19 της οδηγίας 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, για την τροποποίηση της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου για το συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ 1997, L 202, σ. 60).


81      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 136 έως 196 της αποφάσεως «Κοινή πώληση των αποκλειστικών δικαιωμάτων μετάδοσης των αγώνων του κυπέλλου πρωταθλητριών της ευρωπαϊκής ένωσης ποδοσφαίρου (ΟΥΕΦΑ)».


82      Βλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, TopFit και Biffi (C-22/18, EU:C:2019:497, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


83      Βλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 2000, Deliège (C-51/96 και C-191/97, EU:C:2000:199, σκέψεις 43, 44, 64 και 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


84      Βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2003, Deutscher Handballbund (C-438/00, EU:C:2003:255, σκέψεις 54 έως 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


85      Από τη μνημονευόμενη νομολογία προκύπτει ότι η εξαίρεση αυτή εφαρμόζεται, κυρίως, σε ρυθμίσεις ή πρακτικές που δικαιολογούνται από «μη οικονομικούς» λόγους αναγόμενους στον ειδικό χαρακτήρα και στο ειδικό πλαίσιο ορισμένων αναμετρήσεων ή στη σύνθεση των αθλητικών ομάδων.


86      Βλ. σημεία 95 έως 99 και 101 έως 110 των παρουσών προτάσεων.


87      Βλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman (C-415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 86).


88      Πρβλ. απόφαση της 13ης Απριλίου 2000, Lehtonen και Castors Braine (C-176/96, EU:C:2000:201, σκέψη 53).


89      Πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, TopFit και Biffi (C-22/18, EU:C:2019:497, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


90      Πρβλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman (C-415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 106).


91      Βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2002, Canal Satélite Digital (C-390/99, EU:C:2002:34).


92      Βλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, TopFit και Biffi (C-22/18, EU:C:2019:497, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


93      Απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, TopFit και Biffi (C-22/18, EU:C:2019:497, σκέψη 65).


94      Απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, TopFit και Biffi (C-22/18, EU:C:2019:497, σκέψη 66).