Language of document : ECLI:EU:T:2005:204

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 8ης Ιουνίου 2005 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Προσφυγή άνευ αντικειμένου»

Στην υπόθεση T-151/03,

Nuova Agricast Srl, με έδρα την Cerignola (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον M. Calabrese, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους V. Di Bucci και P. Aalto, επικουρούμενους από τον A. Abate, δικηγόρο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

υποστηριζόμενης από

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον K. Manji, ακολούθως από την C. Jackson, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνον,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία δεν επιτράπηκε στην προσφεύγουσα να έχει πρόσβαση σε έγγραφο προερχόμενο από κράτος μέλος,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο, και τους F. Dehousse και D. Šváby, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με έγγραφο της 17ης Μαρτίου 2003 που καταχωρίστηκε από την Επιτροπή στις 20 Μαρτίου του αυτού έτους, η προσφεύγουσα ζήτησε, δυνάμει του κανονισμού 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), να έχει πρόσβαση στο έγγραφο με το οποίο οι ιταλικές αρχές εναντιώθηκαν στη γνωστοποίηση των επιστολών τις οποίες απηύθυναν στην Επιτροπή πριν αυτή λάβει, στις 12 Ιουλίου 2000, την απόφαση, με την οποία, κατόπιν προκαταρκτικής εξετάσεως, έκρινε ότι ένα σύστημα κρατικών ενισχύσεων είναι συμβατό με την κοινή αγορά [κρατική ενίσχυση N 715/99 − Ιταλία (SG 2000 D/105754)] (στο εξής: απόφαση της 12ης Ιουλίου 2000), ενώ για τις εν λόγω επιστολές είχε ήδη υποβληθεί μία πρώτη αίτηση προσβάσεως η οποία απορρίφθηκε, η δε προσφεύγουσα πλήττει την απόρριψη αυτή στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑139/03.

2        Με έγγραφο της 27ης Μαρτίου 2003, η Επιτροπή κάλεσε τις ιταλικές αρχές να αποφανθούν εάν πρέπει, ενδεχομένως, να γνωστοποιηθεί στην προσφεύγουσα το έγγραφο που αφορά η ως άνω αίτηση προσβάσεως.

3        Στις 28 Μαρτίου 2003, η Επιτροπή, με επιστολή της, πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι διεξήγαγε διαβούλευση με τις ιταλικές αρχές, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, ως προς την ενδεχόμενη γνωστοποίηση του αιτηθέντος εγγράφου. Η επιστολή αυτή, η οποία εστάλη με το σύνηθες ταχυδρομείο, περιήλθε στην προσφεύγουσα στις 14 Απριλίου 2003.

4        Με επιστολή της 16ης Απριλίου 2003, η Επιτροπή πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι οι ιταλικές αρχές δεν δέχθηκαν να γνωστοποιηθεί το αιτηθέν έγγραφο και, ως εκ τούτου, η αίτησή της προσβάσεως δεν μπορούσε να γίνει δεκτή. Η επιστολή αυτή, με το σύνηθες ταχυδρομείο, περιήλθε στην προσφεύγουσα στις 2 Μαΐου 2003.

5        Στις 23 Απριλίου 2003, η προσφεύγουσα υπέβαλε στον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001. Η αίτηση αυτή καταχωρίστηκε από την Επιτροπή στις 24 Απριλίου 2003.

6        Με τηλεομοιοτυπία από 24ης Απριλίου 2003, η Επιτροπή πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι, κατόπιν της από 16ης Απριλίου 2003 απαντήσεως της Γενικής Διευθύνσεως Ανταγωνισμού ως αρμόδιας υπηρεσίας, κρίνει ότι η επιβεβαιωτική αίτηση είναι άνευ αντικειμένου. Στην τηλεομοιοτυπία αυτή επισυνάφθηκε αντίγραφο της επιστολής της Επιτροπής από 16ης Απριλίου 2003.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

7        Με δικόγραφο, το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6 Μαΐου 2003, η προσφεύγουσα άσκησε την παρούσα προσφυγή. Με χωριστό δικόγραφο της ιδίας ημέρας, η προσφεύγουσα υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 76α του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, αίτηση εκδικάσεως της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία η οποία απορρίφθηκε με απόφαση της 12ης Ιουνίου 2003.

8        Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16 Ιουνίου 2003, η καθής προέβαλε ένσταση απαραδέκτου, δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας.

9        Η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της ως άνω ενστάσεως στις 16 Ιουλίου 2003 και ζήτησε από το Πρωτοδικείο, ως μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, να «αποσυρθεί» το παράρτημα A. 9 του δικογράφου της προσφυγής, ήτοι το έγγραφο με το οποίο οι ιταλικές αρχές εναντιώθηκαν στη γνωστοποίηση των επιστολών που απηύθυναν στην Επιτροπή πριν από την έκδοση της αποφάσεως της 12ης Ιουλίου 2000 και το οποίο αφορά η αίτηση προσβάσεως της 17ης Μαρτίου 2003, ή, «επικουρικώς, να αναγνωρισθεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας» του εν λόγω παραρτήματος «έναντι του διαδίκου (Nuova Agricast srl), μολονότι το έγγραφο προσκομίστηκε από τον συνήγορό του».

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Αυγούστου 2003, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα δίκη προς στήριξη των αιτημάτων της καθής.

11      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Σεπτεμβρίου 2003, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτημα περί τηρήσεως εμπιστευτικότητας ως προς ορισμένα παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής.

12      Με έγγραφο της 19ης Νοεμβρίου 2003, το Πρωτοδικείο, ως μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, κάλεσε την Επιτροπή να προσδιορίσει τις ημερομηνίες κοινοποιήσεως και καταχωρίσεως ορισμένων επιστολών, προκειμένου να ελεγχθεί η διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας, η δε Επιτροπή ανταποκρίθηκε με επιστολή της 3ης Δεκεμβρίου 2003.

13      Με διάταξη της 5ης Μαρτίου 2004, ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος του Πρωτοδικείου αποφάσισε να συνεξεταστεί η ένσταση απαραδέκτου με την ουσία, δέχθηκε την παρέμβαση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας και διέταξε, αποδεχόμενος σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας, να γνωστοποιηθούν στο παρεμβαίνον τα έγγραφα της διαδικασίας χωρίς να περιλαμβάνουν τα εμπιστευτικά στοιχεία. Με έγγραφο που καταχωρίστηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6 Δεκεμβρίου 2004, το παρεμβαίνον παραιτήθηκε από την υποβολή υπομνήματος.

14      Με την προσφυγή της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει το έγγραφο της Επιτροπής της 27ης Μαρτίου 2003·

–        να ακυρώσει την τηλεομοιοτυπία της Επιτροπής της 16ης Απριλίου 2003·

–        να ακυρώσει την τηλεομοιοτυπία της Επιτροπής της 24ης Απριλίου 2003, η οποία σημαίνει «απουσία απαντήσεως» προς την επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως, εξομοιούμενη προς άρνηση προσβάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

15      Με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως στερούμενη παντελώς νομικής βάσεως·

–        επικουρικότερον, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

16      Με το υπόμνημά της απαντήσεως, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε από την προσφυγή της καθόσον αφορά την ακύρωση της επιστολής της Επιτροπής της 16ης Απριλίου 2003. Αντιθέτως, λαμβάνοντας υπόψη την επιστολή της Επιτροπής της 3ης Δεκεμβρίου 2003, εμμένει στα αιτήματά της περί ακυρώσεως του εγγράφου της Επιτροπής της 27ης Μαρτίου 2003 καθώς και της σιωπηρής απορρίψεως της επιβεβαιωτικής αιτήσεως προσβάσεως, η οποία φέρεται επελθούσα στις 19 Μαΐου 2003 και έχει ως αιτία, όπως εκθέτει η Επιτροπή με το υπόμνημά της αντικρούσεως, την επίμονη άρνηση των ιταλικών αρχών να γνωστοποιήσουν τα αιτηθέντα έγγραφα. Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε της αιτήσεώς της να αποσυρθεί ή να θεωρηθεί ως εμπιστευτικό το παράρτημα A. 9 του δικογράφου της προσφυγής και ζήτησε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑151/03, T‑287/03, T‑295/03, T‑297/03, T‑298/03 και T‑299/03.

17      Με το υπόμνημά της ανταπαντήσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να αναγνωρίσει ότι η προσφεύγουσα παραιτείται της προσφυγής της όσον αφορά την επιστολή της Επιτροπής της 16ης Απριλίου 2003, πράγμα που καθιστά την προσφυγή άνευ αντικειμένου·

–        να απορρίψει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, την προσφυγή κατά της σιωπηρής αρνήσεως, η οποία προβάλλεται ότι επήλθε στις 19 Μαΐου 2003, ως απαράδεκτη και/ή αβάσιμη·

–        να δεχθεί τα αιτήματα που προβάλλονται με το υπόμνημα αντικρούσεως.

18      Εξάλλου, η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο να διατάξει να απαλειφθούν από τη δικογραφία οι «προσβλητικές εκφράσεις» που περιλαμβάνονται σε δύο υποσημειώσεις του υπομνήματος απαντήσεως και συμφωνεί με το αίτημα συνεκδικάσεως των υποθέσεων T‑151/03, T‑287/03, T‑295/03, T‑297/03, T‑298/03 και T‑299/03.

19      Με έγγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 31 Ιανουαρίου 2005 και 4 Φεβρουαρίου 2005 αντιστοίχως, η προσφεύγουσα και η Επιτροπή απάντησαν σε ερώτηση του Πρωτοδικείου, το οποίο τις κάλεσε να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους ως προς τις συνέπειες που αντλούνται, για την έκβαση της παρούσας υποθέσεως, από την απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Νοεμβρίου 2004, T‑168/02, IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, στο εξής: απόφαση IFAW).

20      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, κατόπιν της αποφάσεως IFAW, το Πρωτοδικείο «θα κρίνει» την προσφυγή:

–        προδήλως απαράδεκτη, στο μέτρο που πλήττει την πράξη με την οποία η Επιτροπή ζήτησε την άποψη των ιταλικών αρχών·

–        προδήλως αβάσιμη, στο μέτρο που πλήττει την άρνηση προσβάσεως στο επίμαχο έγγραφο και στηρίζεται στην παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001.

21      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, «κατά πάσα πιθανότητα, η προσφυγή θα έχει την ίδια τύχη στο μέτρο που πλήττει την άρνηση προσβάσεως στο επίμαχο έγγραφο και στηρίζεται στην προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας». Η προσφεύγουσα ζητεί την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

22      Η Επιτροπή προβάλλει ότι, εάν ληφθούν υπόψη η απόφαση του Πρωτοδικείου επί της υποθέσεως IFAW και η εν προκειμένω άρνηση γνωστοποιήσεως, εκ μέρους των ιταλικών αρχών, του αιτηθέντος εγγράφου, επιρρωννύεται το αβάσιμο της προσφυγής. Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο να απορρίψει με διάταξη την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη ή, ούτως ή άλλως, ως προδήλως αβάσιμη.

 Σκεπτικό

23      Δυνάμει του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο, αποφαινόμενο σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 114 του αυτού κανονισμού, μπορεί οποτεδήποτε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως.

24      Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας για να αποφανθεί επί της παρούσας προσφυγής, χωρίς να κινήσει την προφορική διαδικασία.

25      Συναφώς, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι το έγγραφο της 17ης Φεβρουαρίου 2003, με το οποίο οι ιταλικές αρχές εναντιώθηκαν στη γνωστοποίηση των προς την Επιτροπή επιστολών στο πλαίσιο της εξετάσεως του συστήματος ενισχύσεων N 715/99 και το οποίο αποτελεί αντικείμενο της από 17ης Μαρτίου 2003 αιτήσεως προσβάσεως της προσφεύγουσας, περιλαμβάνεται στο παράρτημα A. 9 του δικογράφου της προσφυγής.

26      Με το δικόγραφο της προσφυγής, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας εκθέτει ότι έλαβε γνώση του επίμαχου εγγράφου στο πλαίσιο της δίκης επί της υποθέσεως στην οποία εκδόθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 2003, Τ-76/02, Messina κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑3203). Ο δικηγόρος προβάλλει ότι, όπως έχει υποχρέωση από τους κανόνες δεοντολογίας, δεν γνωστοποίησε το επίμαχο έγγραφο στην προσφεύγουσα αλλά, στο πλαίσιο των αυτών υποχρεώσεών του όπως ορίζονται στο άρθρο 9 του Κώδικα Δεοντολογίας που εφαρμόζεται στους Ιταλούς δικηγόρους, δεν μπορεί να μην το χρησιμοποιήσει στην παρούσα δίκη.

27      Εξάλλου, μεταξύ του διαδίκου και του δικηγόρου του δεν υφίσταται ταύτιση όπως αυτή που υπάρχει μεταξύ εκπροσώπου και εκπροσωπουμένου.

28      Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, δυνάμει του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου το οποίο έχει εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου δυνάμει του άρθρου 53 του εν λόγω Οργανισμού, διάδικοι άλλοι από τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα, τα συμβαλλόμενα στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο κράτη, καθώς και την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ που προβλέπεται από την εν λόγω συμφωνία, πρέπει να εκπροσωπούνται από δικηγόρο.

29      Η δικαστική εκπροσώπηση συνίσταται στη διεξαγωγή δικαστικών ενεργειών εξ ονόματος και για λογαριασμό άλλου προσώπου, υπέρ ή κατά του οποίου αποκλειστικώς επέρχονται οι συνέπειες της δίκης. Ο εκπρόσωπος, εν προκειμένω ο δικηγόρος, ενεργεί απλώς ως ενδιάμεσος υπέρ του εκπροσωπουμένου ο οποίος, και μόνον, είναι διάδικος έναντι του δικαστή.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να δεχθεί τους ισχυρισμούς του δικηγόρου της προσφεύγουσας ότι, κατ’ ουσίαν, αυτός προσκόμισε το επίμαχο έγγραφο ιδίω ονόματι και εν αγνοία της εντολέα του.

31      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο έχει νομοτύπως επιληφθεί της προσφυγής, μαζί με τα παραρτήματά της, η οποία ασκήθηκε από την εταιρία Nuova Agricast, νομίμως εκπροσωπουμένη από τον δικηγόρο της, και ότι η εν λόγω προσφεύγουσα προσκόμισε σειρά εγγράφων, μεταξύ των οποίων το έγγραφο των ιταλικών αρχών της 17ης Φεβρουαρίου 2003 που αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως προσβάσεως της 17ης Μαρτίου 2003.

32      Δεύτερον, πρέπει να τονισθεί ότι δεν απόκειται στο Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, να εξετάσει την εκ μέρους του δικηγόρου της προσφεύγουσας τήρηση των εθνικών δεοντολογικών κανόνων σε σχέση με το αν καλώς συμπεριλήφθηκε το επίμαχο έγγραφο στα παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής.

33      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα, με την παρούσα προσφυγή, επιδιώκει να αποκτήσει πρόσβαση σε έγγραφο το οποίο βρίσκεται ήδη στην κατοχή της.

34      Κατά συνέπεια, προκύπτει ότι η προσφυγή της Nuova Agricast είναι άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι η αίτηση προσβάσεως δικαιολογούνταν, κατά την προσφεύγουσα, από την ανάγκη να αποδειχθεί η εναντίωση των εθνικών αρχών στη γνωστοποίηση των επιστολών που απηύθυναν στην Επιτροπή πριν αυτή λάβει την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2000, για τις οποίες επιστολές η προσφεύγουσα είχε υποβάλει μια πρώτη αίτηση προσβάσεως.

35      Εξάλλου, υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει να γίνουν δεκτά τα αιτήματα τόσο της προσφεύγουσας όσο και της Επιτροπής περί λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, καθόσον τα αιτήματα αυτά, ως έχουν, στερούνται σημασίας για την επίλυση της διαφοράς [απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 2002, T‑311/00, British American Tobacco (Investments) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2781, σκέψη 50] ή έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

36      Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Ωστόσο, εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, το Πρωτοδικείο μπορεί, δυνάμει της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου, να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

37      Με την επιστολή της της 31ης Ιανουαρίου 2005, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο την εφαρμογή, εν προκειμένω, του άρθρου 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, επικαλουμένη τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της εφαρμοστέας νομοθεσίας η οποία μπορεί να παρερμηνευθεί, πράγμα που διαπιστώθηκε από την Επιτροπή και επιβεβαιώθηκε με απόφαση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή.

38      Ωστόσο, αρκεί η διαπίστωση ότι η απόρριψη της παρούσας προσφυγής δεν στηρίζεται σε ερμηνεία ειδικής διατάξεως της εφαρμοστέας νομοθεσίας αλλ’ απλώς στη διαπίστωση ότι η εν λόγω προσφυγή είναι άνευ αντικειμένου, οπότε επιβάλλεται η απόφανση ότι η προσφεύγουσα πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η προσφεύγουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και αυτά της Επιτροπής.

Λουξεμβούργο, 8 Ιουνίου 2005.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

H. Jung

 

      M. Βηλαράς


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.